Μετά την εκδίωξη του τελευταίου τυράννου το 510 π.Χ. και την εγκαθίδρυση μιας μορφής δημοκρατίας στην πόλη-κράτος της Αθήνας, ξεκινά η κλασική εποχή. Επί δύο αιώνες, η Αθήνα δεν ήταν μόνο κέντρο πολιτικής εξουσίας της περιοχής, αλλά και κοιτίδα πολιτισμού, με εντυπωσιακή άνθιση της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, που επηρέασε βαθύτατα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού.
Ο κλασικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τα επιτεύγματα των Αθηναίων φιλοσόφων, καλλιτεχνών και συγγραφέων, που ανέπτυξαν τις αισθητικές αξίες της καθαρότητας της μορφής, της ακρίβειας και της ισορροπίας -βασικές αρχές και της κλασικής αρχιτεκτονικής. Η ανθρωποκεντρική οπτική οδήγησε στην ανάπτυξη μιας σχετικά νέας λογοτεχνικής μορφής, του δράματος, που εξελίχθηκε από θρησκευτικά, χορικά δρώμενα προς τιμή του Διονύσου.
Η γέννηση του δράματος
Στην αρχή της κλασικής εποχής, τα θρησκευτικά δρώμενα είχαν εξελιχθεί από μουσικές τελετουργίες σε κάτι που έμοιαζε με το σημερινό δράμα, καθώς προστέθηκαν ηθοποιοί που ερμήνευαν τους ρόλους μιας ιστορίας και δεν τις αφηγούνταν απλώς.
Αυτή η νέα μορφή ψυχαγωγίας ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και αποτέλεσε τον πυρήνα της ετήσιας γιορτής των Διονυσίων, που διαρκούσε αρκετές μέρες και πραγματοποιούνταν σε ένα ανοιχτό θέατρο χωρητικότητας έως και 15.000 θεατών. Οι συγγραφείς υπέβαλλαν τα έργα τους, μια τριλογία τραγωδιών και μια κωμωδία και ανταγωνίζονταν για σημαντικά βραβεία.
Τρεις δραματουργοί ήταν οι νικητές των δραματικών αγώνων στο μεγαλύτερό μέρος του 5ου αιώνα π.Χ.:
ο Αισχύλος (-525/524–456/455 π.Χ.),
ο Ευριπίδης (-484-406 π.Χ.) και
ο Σοφοκλής (‘496-406 π.Χ.).
Χάρη στη συνεισφορά τους που υπολογίζεται σε αρκετές εκατοντάδες έργα, δημιουργήθηκε το πρότυπο για την τέχνη της τραγωδίας. Ο Αισχύλος, ως πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, θεωρείται καινοτόμος, αφού δημιούργησε πολλές από τις συμβάσεις της τραγωδίας. Εκείνος αύξησε πρώτος τον αριθμό των ηθοποιών στα έργα, τους έβαλε να μιλάνε μεταξύ τους και εισήγαγε την ιδέα της δραματικής σύγκρουσης. Ενώ προγενέστερα ο χορός παρουσίαζε τη δράση, οι ηθοποιοί απέκτησαν κεντρικό ρόλο και ο χορός απλώς περιέγραφε την κατάσταση και σχολίαζε τις δράσεις των ηρώων.
Ο Ευριπίδης ήταν εκείνος που αύξησε τον ρεαλισμό του δράματος, μείωσε περισσότερο τον ρόλο του χορού και δημιούργησε πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες με σύνθετες σχέσεις.
Κόντρα στην παράδοση
Από τις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών, εκείνες του Σοφοκλή θεωρούνται οι σημαντικότερες του κλασικού δράματος. Δυστυχώς διασώθηκαν μόνο επτά από τις 123 τραγωδίες που έγραψε, ενώ η καλύτερη είναι ίσως ο Οιδίπους Τύραννος.
Πρόκειται για ένα από τα τρία έργα του Σοφοκλή για τον μυθικό βασιλιά της Θήβας (τα άλλα ήταν ο Οιδίπους επί Κολωνώ και η Αντιγόνη), που ανήκουν στον Θηβαϊκό Κύκλο. Σπάζοντας την παράδοση της παρουσίασης των τραγωδιών σε τριλογίες, όπως έκανε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής θεωρούσε κάθε έργο ανεξάρτητο. Γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν με αρκετά χρόνια διαφορά και όχι με χρονολογική σειρά.
Στον Οιδίποδα Τύραννο (Oedipus Rex στο λατινικά), ο Σοφοκλής συνέγραψε αυτά που σήμερα θεωρείται επιτομή της κλασικής αθηναϊκής τραγωδίας. Το έργο ακολουθεί την καθιερωμένη δομή: πρόλογος, παρουσίαση των ηρώων και ανάπτυξη της πλοκής μέσω μιας σειράς επεισοδίων με σχόλια από τον χορό, που οδηγεί στην έξοδο του χορού. τον επίλογο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί την καινοτομία του τρίτου ηθοποιού για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση των ηρώων και πιο σύνθετη πλοκή. Έτσι δημιουργούνταν οι ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες παραπέμπει σήμερα η λέξη «δράμα».
Συνήθως, οι τραγωδίες εξιστορούσαν τα δεινά ενός ήρωα. Οδηγείται στην καταστροφή του, έρμαιο των θεών ή της μοίρας. Όσο εξελισσόταν η κλασική τραγωδία, όμως, η κακή τύχη του ήρωα απεικονιζόταν ως αποτέλεσμα μιας αδυναμίας ή ενός «μοιραίου» ελαττώματος του χαρακτήρα του. Στον Οιδίποδα Τύραννο η μοίρα και ο χαρακτήρας επηρεάζουν καθοριστικά τα τραγικά γεγονότα. Ο χαρακτήρας του Οιδίποδα δεν παρουσιάζεται ως μαύρος ή άσπρος. Στην αρχή του έργου εμφανίζεται ως αξιοσέβαστος ηγέτης της Θήβας, στον οποίο στρέφεται ο λαός του για να απαλλαγεί από μια κατάρα, ενώ στη συνέχεια αποκαλύπτεται η ακούσια εμπλοκή του στην κατάρα. Η αποκάλυψη εντείνει την ατμόσφαιρα φόβου, χαρακτηριστικό των καλύτερων κλασικών τραγωδιών. Η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής οφειλόταν και στο γεγονός ότι το κοινό γνώριζε καλά αυτές τις ιστορίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οιδίποδα. Έτσι υπάρχει τραγική ειρωνεία, αφού το κοινό γνωρίζει τη μοίρα του ήρωα και τον βλέπει να οδεύει ανυποψίαστος προς την αναπόφευκτη καταστροφή. Στον Οιδίποδα Τύραννο, ο Σοφοκλής εδραιώνει την αίσθηση του αναπόφευκτου με αρκετές αναφορές σε χρησμούς που είχαν δοθεί πολλά χρόνια πριν και τις οποίες είχαν αγνοήσει ο Οιδίπους και η γυναίκα του Ιοκάστη. Η ιστορία δεν αφορά τόσο τα γεγονότα που οδηγούν στην πτώση του Οιδίποδα, όσο εκείνα που οδηγούν σε αποκαλύψεις για τη σημασία των παρελθοντικών του πράξεων.
Μια προαναγγελθείσα τραγωδία
Η σειρά των γεγονότων ξεκινά με τον λοιμό που πλήττει τη Θήβα. Ο χρησμός από το Μαντείο των Δελφών λέει ότι ο λοιμός θα σταματήσει όταν βρεθεί ο δολοφόνος του Λάιου, πρώην βασιλιά των Θηβών και πρώτου συζύγου της Ιοκάστης. Ο Οιδίπους ζητά τη συμβουλή του τυφλού προφήτη Τειρεσία για να βρει τον δολοφόνο. Ο Τειρεσίας έρχεται σε δύσκολη θέση, γιατί, αν και τυφλός, βλέπει αυτά που δεν μπορεί να δει ο Οιδίπους: ότι ο ίδιος είναι εν αγνοία του ο δολοφόνος.
Τον συμβουλεύει να μην επιμείνει. Αλλά ο Οιδίπους απαιτεί να μάθει την αλήθεια και οργισμένος αρνείται να πιστέψει τις κατηγορίες του μάντη, ενώ εκείνος του αποκαλύπτει επίσης ότι ο δολοφόνος θα είναι γιος της γυναίκας του. Συγκλονισμένος ο Οιδίπους θυμάται άτι μικρός είχε πάει στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήτο οι γονείς του, έχοντας ανακαλύψει ότι ήταν υιοθετημένος. Ο χρησμός έλεγε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του και θα νυμφευόταν τη μητέρα του -και έτσι έφυγε και πήγε στη Θήβα. Καθοδόν, είχε συναντήσει και σκοτώσει έναν ηλικιωμένο που εμπόδιζε τον δρόμο του. Το κοινό γνώριζε τη σημασία του χρησμού, ειδικά όταν ο Σοφοκλής παρουσιάζει την Ιοκάστη, σύζυγο του Οιδίποδα και χήρα του Λάιου, που καθησυχάζει τον Οιδίποδα λέγοντας ότι οι προφητείες δεν ισχύουν· ο χρησμός έλεγε ότι ο Λάιος θα πέθαινε από το χέρι του γιου του, ενώ τον σκότωσαν ληστές. Αυτή η πληροφορία κάνει το κοινό να καταλάβει ότι η προφητεία που είχε δοθεί στον Οιδίποδα ήταν αυτοεκπληρούμενη- τον είχε κάνει να φύγει από την πατρίδα του και είχε προκαλέσει τα γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο του Λάιου, του πατέρα του, στο να γίνει α ίδιος βασιλιάς της Θήβας και να πάρει για γυναίκα του τη μητέρα του Ιοκάστη.
Τα γεγονότα κλιμακώνονται και ο Οιδίπους έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια. 0 Οιδίπους αυτοτυφλώνεται. Ο χορός, που σε όλη την τραγωδία εκφράζει τις μύχιες σκέψεις του Οιδίποδα και τα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφράσουν οι ήρωες, κλείνει το δράμα επαναλαμβάνοντας στην άδεια σκηνή ότι “κανέναν δεν πρέπει να μακαρίζεις πριν την ύστατη μέρα της ζωής του”.
Η δυτική παράδοση
Ο Οιδίπους Τύραννος κέρδισε άμεσα το αθηναϊκό κοινό και ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη τραγωδία ως την καλύτερη κλασική. Ο Σοφοκλής, χειριζόμενος με μαεστρία τη σύνθετη πλοκή και αναλύοντας θέματα όπως η ελεύθερη βούληση, το πεπρωμένο, το μοιραίο ελάττωμα ενός ευγενούς ήρωα, δεν δημιούργησε απλώς σημεία αναφοράς για το κλασικό δράμα, αλλά έθεσε και τις βάσεις της μεταγενέστερης δραματικής παράδοσης της Δύσης.
Μετά τον θάνατο του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, δεν υπήρξαν αντίστοιχου μεγέθους τραγικοί ποιητές. Το δράμα συνέχισε να καταλαμβάνει κεντρική θέση στην πολιτισμική ζωή της αρχαίας Αθήνας, αν και τους επαίνους αποσπούσε ο χορηγός ή οι ηθοποιοί και όχι τόσο ο συγγραφέας. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (-450-388 π.χ.) βοήθησαν να καλυφθεί το κενό της απουσίας των σπουδαίων τραγωδιών και σταδιακά το κοινό άρχισε να εκτιμά το λιγότερο αυστηρό θέατρο.
Ακόμα και σήμερα, όμως, οι τραγωδίες της κλασικής Ελλάδας παραμένουν σημαντικές, μεταξύ άλλων και για την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων, που χρησιμοποίησαν ο Φρόιντ και ο Γιούνγκ για να διατυπώσουν τις θεωρίες του ασυνείδητου, των ορμών και των απωθημένων. Τα σωζόμενα έργα των Αθηναίων τραγωδών, και ειδικά ο Οιδίπους Τύραννος, ανακαλύφθηκαν εκ νέου κατά τον Διαφωτισμό και παίζονται συστηματικά από τότε, ενώ τα θέματα και οι ιστορίες τους χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς συγγραφείς.
Ο κλασικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τα επιτεύγματα των Αθηναίων φιλοσόφων, καλλιτεχνών και συγγραφέων, που ανέπτυξαν τις αισθητικές αξίες της καθαρότητας της μορφής, της ακρίβειας και της ισορροπίας -βασικές αρχές και της κλασικής αρχιτεκτονικής. Η ανθρωποκεντρική οπτική οδήγησε στην ανάπτυξη μιας σχετικά νέας λογοτεχνικής μορφής, του δράματος, που εξελίχθηκε από θρησκευτικά, χορικά δρώμενα προς τιμή του Διονύσου.
Η γέννηση του δράματος
Στην αρχή της κλασικής εποχής, τα θρησκευτικά δρώμενα είχαν εξελιχθεί από μουσικές τελετουργίες σε κάτι που έμοιαζε με το σημερινό δράμα, καθώς προστέθηκαν ηθοποιοί που ερμήνευαν τους ρόλους μιας ιστορίας και δεν τις αφηγούνταν απλώς.
Αυτή η νέα μορφή ψυχαγωγίας ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και αποτέλεσε τον πυρήνα της ετήσιας γιορτής των Διονυσίων, που διαρκούσε αρκετές μέρες και πραγματοποιούνταν σε ένα ανοιχτό θέατρο χωρητικότητας έως και 15.000 θεατών. Οι συγγραφείς υπέβαλλαν τα έργα τους, μια τριλογία τραγωδιών και μια κωμωδία και ανταγωνίζονταν για σημαντικά βραβεία.
Τρεις δραματουργοί ήταν οι νικητές των δραματικών αγώνων στο μεγαλύτερό μέρος του 5ου αιώνα π.Χ.:
ο Αισχύλος (-525/524–456/455 π.Χ.),
ο Ευριπίδης (-484-406 π.Χ.) και
ο Σοφοκλής (‘496-406 π.Χ.).
Χάρη στη συνεισφορά τους που υπολογίζεται σε αρκετές εκατοντάδες έργα, δημιουργήθηκε το πρότυπο για την τέχνη της τραγωδίας. Ο Αισχύλος, ως πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, θεωρείται καινοτόμος, αφού δημιούργησε πολλές από τις συμβάσεις της τραγωδίας. Εκείνος αύξησε πρώτος τον αριθμό των ηθοποιών στα έργα, τους έβαλε να μιλάνε μεταξύ τους και εισήγαγε την ιδέα της δραματικής σύγκρουσης. Ενώ προγενέστερα ο χορός παρουσίαζε τη δράση, οι ηθοποιοί απέκτησαν κεντρικό ρόλο και ο χορός απλώς περιέγραφε την κατάσταση και σχολίαζε τις δράσεις των ηρώων.
Ο Ευριπίδης ήταν εκείνος που αύξησε τον ρεαλισμό του δράματος, μείωσε περισσότερο τον ρόλο του χορού και δημιούργησε πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες με σύνθετες σχέσεις.
Κόντρα στην παράδοση
Από τις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών, εκείνες του Σοφοκλή θεωρούνται οι σημαντικότερες του κλασικού δράματος. Δυστυχώς διασώθηκαν μόνο επτά από τις 123 τραγωδίες που έγραψε, ενώ η καλύτερη είναι ίσως ο Οιδίπους Τύραννος.
Πρόκειται για ένα από τα τρία έργα του Σοφοκλή για τον μυθικό βασιλιά της Θήβας (τα άλλα ήταν ο Οιδίπους επί Κολωνώ και η Αντιγόνη), που ανήκουν στον Θηβαϊκό Κύκλο. Σπάζοντας την παράδοση της παρουσίασης των τραγωδιών σε τριλογίες, όπως έκανε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής θεωρούσε κάθε έργο ανεξάρτητο. Γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν με αρκετά χρόνια διαφορά και όχι με χρονολογική σειρά.
Στον Οιδίποδα Τύραννο (Oedipus Rex στο λατινικά), ο Σοφοκλής συνέγραψε αυτά που σήμερα θεωρείται επιτομή της κλασικής αθηναϊκής τραγωδίας. Το έργο ακολουθεί την καθιερωμένη δομή: πρόλογος, παρουσίαση των ηρώων και ανάπτυξη της πλοκής μέσω μιας σειράς επεισοδίων με σχόλια από τον χορό, που οδηγεί στην έξοδο του χορού. τον επίλογο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί την καινοτομία του τρίτου ηθοποιού για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση των ηρώων και πιο σύνθετη πλοκή. Έτσι δημιουργούνταν οι ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες παραπέμπει σήμερα η λέξη «δράμα».
Συνήθως, οι τραγωδίες εξιστορούσαν τα δεινά ενός ήρωα. Οδηγείται στην καταστροφή του, έρμαιο των θεών ή της μοίρας. Όσο εξελισσόταν η κλασική τραγωδία, όμως, η κακή τύχη του ήρωα απεικονιζόταν ως αποτέλεσμα μιας αδυναμίας ή ενός «μοιραίου» ελαττώματος του χαρακτήρα του. Στον Οιδίποδα Τύραννο η μοίρα και ο χαρακτήρας επηρεάζουν καθοριστικά τα τραγικά γεγονότα. Ο χαρακτήρας του Οιδίποδα δεν παρουσιάζεται ως μαύρος ή άσπρος. Στην αρχή του έργου εμφανίζεται ως αξιοσέβαστος ηγέτης της Θήβας, στον οποίο στρέφεται ο λαός του για να απαλλαγεί από μια κατάρα, ενώ στη συνέχεια αποκαλύπτεται η ακούσια εμπλοκή του στην κατάρα. Η αποκάλυψη εντείνει την ατμόσφαιρα φόβου, χαρακτηριστικό των καλύτερων κλασικών τραγωδιών. Η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής οφειλόταν και στο γεγονός ότι το κοινό γνώριζε καλά αυτές τις ιστορίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οιδίποδα. Έτσι υπάρχει τραγική ειρωνεία, αφού το κοινό γνωρίζει τη μοίρα του ήρωα και τον βλέπει να οδεύει ανυποψίαστος προς την αναπόφευκτη καταστροφή. Στον Οιδίποδα Τύραννο, ο Σοφοκλής εδραιώνει την αίσθηση του αναπόφευκτου με αρκετές αναφορές σε χρησμούς που είχαν δοθεί πολλά χρόνια πριν και τις οποίες είχαν αγνοήσει ο Οιδίπους και η γυναίκα του Ιοκάστη. Η ιστορία δεν αφορά τόσο τα γεγονότα που οδηγούν στην πτώση του Οιδίποδα, όσο εκείνα που οδηγούν σε αποκαλύψεις για τη σημασία των παρελθοντικών του πράξεων.
Μια προαναγγελθείσα τραγωδία
Η σειρά των γεγονότων ξεκινά με τον λοιμό που πλήττει τη Θήβα. Ο χρησμός από το Μαντείο των Δελφών λέει ότι ο λοιμός θα σταματήσει όταν βρεθεί ο δολοφόνος του Λάιου, πρώην βασιλιά των Θηβών και πρώτου συζύγου της Ιοκάστης. Ο Οιδίπους ζητά τη συμβουλή του τυφλού προφήτη Τειρεσία για να βρει τον δολοφόνο. Ο Τειρεσίας έρχεται σε δύσκολη θέση, γιατί, αν και τυφλός, βλέπει αυτά που δεν μπορεί να δει ο Οιδίπους: ότι ο ίδιος είναι εν αγνοία του ο δολοφόνος.
Τον συμβουλεύει να μην επιμείνει. Αλλά ο Οιδίπους απαιτεί να μάθει την αλήθεια και οργισμένος αρνείται να πιστέψει τις κατηγορίες του μάντη, ενώ εκείνος του αποκαλύπτει επίσης ότι ο δολοφόνος θα είναι γιος της γυναίκας του. Συγκλονισμένος ο Οιδίπους θυμάται άτι μικρός είχε πάει στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήτο οι γονείς του, έχοντας ανακαλύψει ότι ήταν υιοθετημένος. Ο χρησμός έλεγε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του και θα νυμφευόταν τη μητέρα του -και έτσι έφυγε και πήγε στη Θήβα. Καθοδόν, είχε συναντήσει και σκοτώσει έναν ηλικιωμένο που εμπόδιζε τον δρόμο του. Το κοινό γνώριζε τη σημασία του χρησμού, ειδικά όταν ο Σοφοκλής παρουσιάζει την Ιοκάστη, σύζυγο του Οιδίποδα και χήρα του Λάιου, που καθησυχάζει τον Οιδίποδα λέγοντας ότι οι προφητείες δεν ισχύουν· ο χρησμός έλεγε ότι ο Λάιος θα πέθαινε από το χέρι του γιου του, ενώ τον σκότωσαν ληστές. Αυτή η πληροφορία κάνει το κοινό να καταλάβει ότι η προφητεία που είχε δοθεί στον Οιδίποδα ήταν αυτοεκπληρούμενη- τον είχε κάνει να φύγει από την πατρίδα του και είχε προκαλέσει τα γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο του Λάιου, του πατέρα του, στο να γίνει α ίδιος βασιλιάς της Θήβας και να πάρει για γυναίκα του τη μητέρα του Ιοκάστη.
Τα γεγονότα κλιμακώνονται και ο Οιδίπους έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια. 0 Οιδίπους αυτοτυφλώνεται. Ο χορός, που σε όλη την τραγωδία εκφράζει τις μύχιες σκέψεις του Οιδίποδα και τα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφράσουν οι ήρωες, κλείνει το δράμα επαναλαμβάνοντας στην άδεια σκηνή ότι “κανέναν δεν πρέπει να μακαρίζεις πριν την ύστατη μέρα της ζωής του”.
Η δυτική παράδοση
Ο Οιδίπους Τύραννος κέρδισε άμεσα το αθηναϊκό κοινό και ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη τραγωδία ως την καλύτερη κλασική. Ο Σοφοκλής, χειριζόμενος με μαεστρία τη σύνθετη πλοκή και αναλύοντας θέματα όπως η ελεύθερη βούληση, το πεπρωμένο, το μοιραίο ελάττωμα ενός ευγενούς ήρωα, δεν δημιούργησε απλώς σημεία αναφοράς για το κλασικό δράμα, αλλά έθεσε και τις βάσεις της μεταγενέστερης δραματικής παράδοσης της Δύσης.
Μετά τον θάνατο του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, δεν υπήρξαν αντίστοιχου μεγέθους τραγικοί ποιητές. Το δράμα συνέχισε να καταλαμβάνει κεντρική θέση στην πολιτισμική ζωή της αρχαίας Αθήνας, αν και τους επαίνους αποσπούσε ο χορηγός ή οι ηθοποιοί και όχι τόσο ο συγγραφέας. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (-450-388 π.χ.) βοήθησαν να καλυφθεί το κενό της απουσίας των σπουδαίων τραγωδιών και σταδιακά το κοινό άρχισε να εκτιμά το λιγότερο αυστηρό θέατρο.
Ακόμα και σήμερα, όμως, οι τραγωδίες της κλασικής Ελλάδας παραμένουν σημαντικές, μεταξύ άλλων και για την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων, που χρησιμοποίησαν ο Φρόιντ και ο Γιούνγκ για να διατυπώσουν τις θεωρίες του ασυνείδητου, των ορμών και των απωθημένων. Τα σωζόμενα έργα των Αθηναίων τραγωδών, και ειδικά ο Οιδίπους Τύραννος, ανακαλύφθηκαν εκ νέου κατά τον Διαφωτισμό και παίζονται συστηματικά από τότε, ενώ τα θέματα και οι ιστορίες τους χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς συγγραφείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου