Τριγύριζε πάλι κοντά στον αναμμένο λαμπτήρα.
Χορός τρελός, χωρίς ρυθμό, ζαλισμένος από το ένστικτο. Δεν ήθελε να καεί, ούτε και να παραδοθεί. Ήθελε να το ζήσει και να μεταμορφωθεί από πεταλούδα σε πυγολαμπίδα. Όμως δεν τολμούσε. Ήξερε, πώς κάτι τέτοια ταξίδια, δεν έχουν γυρισμό. Πως έπρεπε να αφεθεί και να μυρίσει πρώτα αυτός, τα καμένα φτερά του.
Η αντανάκλαση του, περνώντας μέσα απ' τον λαμπτήρα, στον τοίχο, έδειχνε μια τεράστια σκιά. Την δική του, παραμορφωμένη κάπως , μα μεγάλη για το μέγεθος του. Την είδε και ταράχτηκε. Είμαι μεγάλος, δεν αξίζει να καώ, τίποτα δεν τ’ αξίζει να μεταμορφωθώ, να μεταλλαχτώ.
Δεν έχω λόγο…
Μπορώ, φώναξε μέσα στην συντριβή του. Ηρέμησε.
Ξέχασε τα βράδια που έτρεμε από αμφιβολία για το είναι του. Ξέχασε αυτά τα ατέρμονα φανταστικά ταξίδια του μυαλού του, εκείνα που χόρευε ελεύθερα στο σκοτάδι, ετερόφωτος και λυτρωμένος. Ξέχασε την χαρά που θα ζούσε, μοιράζοντας φως και τα σκοτεινά παιχνίδια με άλλες πυγολαμπίδες στο σκοτάδι.
Αμυδρά θυμόταν πια, την εποχή που από σκουλήκι ξύπνησε σε πεταλούδα. Η λήθη σκέπασε τον πόνο της μεταμόρφωσης που άθελά του είχε νιώσει.. Ένιωσε, πώς είχε από πάντα πλουμιστά φτερά. Ένιωσε όμορφος από γεννησιμιού του. Βολική η λήθη, κούρνιασε μέσα του και τον εξάγνισε από την κάποτε αδιαμφισβήτητη ασχήμια του.
Ιαματική…
Νόμισε πως έφτασε στον προορισμό του. Πώς ήταν το καλύτερο απ’ ότι θα μπορούσε να ήταν. Όλα τα είχε μετρήσει. Όλα τα είχε υπολογίσει. Όλα μοχθούσε να τα καταφέρει και ήταν σωστά, τέλεια. Έκανε δύο τρεις στροφές, να θαυμάσει, ακόμα μια φορά την τελειότητα του. Τι όμορφα φτερά!
Αχ, πώς λικνίζομαι, με πόση χάρη, δες, δες, δες! (φώναξε στον εαυτό του). Αναπαυμένος κούρνιασε πάνω σε έναν πίνακα ζωγραφικής του Μονέ. Τα φώτα έσβησαν, ο ύπνος ήρθε γρήγορα …
Εκεί στα σκοτεινά λουλούδια και περάσματα, μέσα σε κήπο από νούφαρα έπαιζαν κρυφτό οι πυγολαμπίδες. Αχνογέλασε στον ύπνο του και ένιωσε χαρά και μυστηριακό άπιαστο πάθος..
Ίσως τα όνειρα να ναι ευεργετικά, μόνο στον ύπνο όταν ξυπνούν. Μονάχα τότε αγγίζονται χωρίς πόνο. Μα κάθε εξέλιξη είναι πόνος, φόβος και μεθύσι διψασμένου. Όταν αχνοαγγίζεις χωρίς να το ζεις, σίγουρα θα μείνεις πεταλούδα. Πυγολαμπίδα που θα δίνεις φως στους άλλους και ζεστή χαρά, δεν θα γίνεις ποτέ.
Κάποιοι γεννιούνται και πεθαίνουν σκουλήκια.
Κάποιοι άλλοι πάνω στο εφηβικό τους ξέσπασμα, καταφέρνουν φτερά να βγάλουν.
Κάποιοι μέχρι θανάτου προσπαθούν για μια ζωή, να κάψουν τα φτερά, φως να γίνουν. Όλα με κόστος…
Εσύ επιλέγεις.
Χορός τρελός, χωρίς ρυθμό, ζαλισμένος από το ένστικτο. Δεν ήθελε να καεί, ούτε και να παραδοθεί. Ήθελε να το ζήσει και να μεταμορφωθεί από πεταλούδα σε πυγολαμπίδα. Όμως δεν τολμούσε. Ήξερε, πώς κάτι τέτοια ταξίδια, δεν έχουν γυρισμό. Πως έπρεπε να αφεθεί και να μυρίσει πρώτα αυτός, τα καμένα φτερά του.
Η αντανάκλαση του, περνώντας μέσα απ' τον λαμπτήρα, στον τοίχο, έδειχνε μια τεράστια σκιά. Την δική του, παραμορφωμένη κάπως , μα μεγάλη για το μέγεθος του. Την είδε και ταράχτηκε. Είμαι μεγάλος, δεν αξίζει να καώ, τίποτα δεν τ’ αξίζει να μεταμορφωθώ, να μεταλλαχτώ.
Δεν έχω λόγο…
Μπορώ, φώναξε μέσα στην συντριβή του. Ηρέμησε.
Ξέχασε τα βράδια που έτρεμε από αμφιβολία για το είναι του. Ξέχασε αυτά τα ατέρμονα φανταστικά ταξίδια του μυαλού του, εκείνα που χόρευε ελεύθερα στο σκοτάδι, ετερόφωτος και λυτρωμένος. Ξέχασε την χαρά που θα ζούσε, μοιράζοντας φως και τα σκοτεινά παιχνίδια με άλλες πυγολαμπίδες στο σκοτάδι.
Αμυδρά θυμόταν πια, την εποχή που από σκουλήκι ξύπνησε σε πεταλούδα. Η λήθη σκέπασε τον πόνο της μεταμόρφωσης που άθελά του είχε νιώσει.. Ένιωσε, πώς είχε από πάντα πλουμιστά φτερά. Ένιωσε όμορφος από γεννησιμιού του. Βολική η λήθη, κούρνιασε μέσα του και τον εξάγνισε από την κάποτε αδιαμφισβήτητη ασχήμια του.
Ιαματική…
Νόμισε πως έφτασε στον προορισμό του. Πώς ήταν το καλύτερο απ’ ότι θα μπορούσε να ήταν. Όλα τα είχε μετρήσει. Όλα τα είχε υπολογίσει. Όλα μοχθούσε να τα καταφέρει και ήταν σωστά, τέλεια. Έκανε δύο τρεις στροφές, να θαυμάσει, ακόμα μια φορά την τελειότητα του. Τι όμορφα φτερά!
Αχ, πώς λικνίζομαι, με πόση χάρη, δες, δες, δες! (φώναξε στον εαυτό του). Αναπαυμένος κούρνιασε πάνω σε έναν πίνακα ζωγραφικής του Μονέ. Τα φώτα έσβησαν, ο ύπνος ήρθε γρήγορα …
Εκεί στα σκοτεινά λουλούδια και περάσματα, μέσα σε κήπο από νούφαρα έπαιζαν κρυφτό οι πυγολαμπίδες. Αχνογέλασε στον ύπνο του και ένιωσε χαρά και μυστηριακό άπιαστο πάθος..
Ίσως τα όνειρα να ναι ευεργετικά, μόνο στον ύπνο όταν ξυπνούν. Μονάχα τότε αγγίζονται χωρίς πόνο. Μα κάθε εξέλιξη είναι πόνος, φόβος και μεθύσι διψασμένου. Όταν αχνοαγγίζεις χωρίς να το ζεις, σίγουρα θα μείνεις πεταλούδα. Πυγολαμπίδα που θα δίνεις φως στους άλλους και ζεστή χαρά, δεν θα γίνεις ποτέ.
Κάποιοι γεννιούνται και πεθαίνουν σκουλήκια.
Κάποιοι άλλοι πάνω στο εφηβικό τους ξέσπασμα, καταφέρνουν φτερά να βγάλουν.
Κάποιοι μέχρι θανάτου προσπαθούν για μια ζωή, να κάψουν τα φτερά, φως να γίνουν. Όλα με κόστος…
Εσύ επιλέγεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου