Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α' (1845 - 1913) ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α'

Βιογραφία του Βασιλέως Γεωργίου Α'

Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, δευτερότοκος γιος του Πρίγκιπα Χριστιανού Θ΄ της Δανίας, γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη παραμονές Χριστουγέννων του 1845. Κλήθηκε να γίνει Βασιλεύς των Ελλήνων το1863, αφού η Ελληνική Εθνοσυνέλευση ψήφισε υπέρ της αποκατάστασης της μοναρχίας. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ διαπραγματεύτηκε επιτυχώς την απόκτηση των Ιονίων Νήσων (Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Ιθάκη) και των Κυθήρων, που βρίσκονταν υπό βρετανική κατοχή κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 48 ετών.

Ο Γεώργιος Α΄ παρέμεινε στο θρόνο για τα επόμενα 50 περίπου έτη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, όπως αυτά επικυρώνονται αργότερα με ψήφισμα της Εθνικής Συνέλευσης (22 Ιανουαρίου 1863), από τις 244.202 ψήφους οι 230.016 είναι υπέρ του Άγγλου πρίγκιπα Αλφρέδου...

Έτσι, υπό την πίεση των άλλων Δυνάμεων αποφασίστηκε να δοθεί ο θρόνος στον Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του μετέπειτα (1863) Βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄, εκ του Δανικού Βασιλικού Οίκου. Όταν του ζητήθηκε να έρθει στην Ελλάδα ως νέος Βασιλιάς απάντησε: “Βεβαίως και θέλω. Θέλω να ζήσω και να πεθάνω ως Έλληνας”. Στις 24-28 Νοεμβρίου διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στη Συντακτική Συνέλευση (γνωστή ως «Η εν Αθήναις Β’ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις»). Στις 18 Μαρτίου 1863 εκδόθηκε το Ψήφισμα της Β΄ των Ελλήνων Συνελεύσεως:

H εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις:

1) Αναγορεύει παμψηφεί τον πρίγκιπα της Δανίας Χριστιανόν, Γουλιέλμον, Φερδινάνδον, Αδόλφον, Γεώργιον, δευτερότοκον υιόν του πρίγκιπος Χριστιανού της Δανίας, Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων υπό το όνομα Γεώργιος Α΄ Βασιλεύς των Ελλήνων…

2) Οι νόμιμοι διάδοχοι αυτού θέλουσι πρεσβεύει το Ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα.

3) Τριμελής επιτροπή εκλεχθησομένη υπό της Εθνοσυνελεύσεως θέλει μεταβεί είς την Κοπεγχάγην και προσφέρει αυτώ εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους το Στέμμα.

Κατά την ορκωμοσία του ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης της 31ης Οκτωβρίου 1863, δήλωσε:

"Εις το όνομα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι να προστατεύω την επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων, να διατηρώ και να υπερασπίζομαι την ανεξαρτησία, την αυτονομία και την εδαφική ακεραιότητα του Ελληνικού κράτους και να τηρώ τους νόμους αυτού". 

Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Ψήφισμα αυτό ο Γεώργιος αποκαλείται Βασιλεύς των Ελλήνων, κατόπιν προτροπής του ιδίου, και όχι Βασιλεύς της Ελλάδας, όπως ονομαζόταν ο Όθων. Δεν άργησε να αναδειχθεί δημοφιλής και προσιτός μονάρχης.

Ένας σχολιαστής της εποχής του παρατηρούσε: "Μόνος του περιδιαβαίνει τους δρόμους πεζός με τους νεαρούς του φίλους, χαιρετώντας τους πάντες - σταματώντας για να συζητήσει με τον κόσμο, επισκεπτόμενος τη λαχαναγορά". Κάθε Κυριακή, παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία. Σεβόταν την ευλαβική στάση των υπηκόων του προς τις εικόνες των Αγίων και αναγνώριζε ότι οι κληρονόμοι και διάδοχοί του οφείλουν να είναι μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος.


Το 1864, ένα έτος μετά την διαδοχή του, η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε την ψήφιση νέου Συντάγματος. Η εξασφάλιση άμεσης, μυστικής και καθολικής ψηφοφορίας για την ανάδειξη της Βουλής καθιστούσε την Ελλάδα, τυπικά, ένα εκ των δημοκρατικότερων κρατών της Ευρώπης. Υπήρχαν όμως δυσκολίες όσον αφορά την επίτευξη σταθερότητας.

Από το 1864 έως το 1911 προέκυψαν 70 κυβερνήσεις κατόπιν 21 εκλογικών αναμετρήσεων. Το 1867, ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ παντρεύτηκε τη Μεγάλη Δούκισσα Όλγα της Ρωσίας, η οποία ήταν μόλις 16 ετών όταν γεννήθηκε ο πρώτος τους γιός, ο Κωνσταντίνος, τον Αύγουστο του 1868.

Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ διαπραγματεύτηκε επιτυχώς την απόκτηση των Ιονίων Νήσων (Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Ιθάκη) και των Κυθήρων, που βρίσκονταν υπό Βρετανική κατοχή κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 48 ετών. Ως δώρο στον νέο Βασιλιά η Αγγλία παραχωρεί τα Επτάνησα στην Ελλάδα (1864).

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) διαμέλιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δημιουργούσε ένα τεραστίων διαστάσεων Βουλγαρικό κράτος. Ο Γεώργιος προσπαθεί να αποσπάσει νέα εδαφικά οφέλη στην Ελλάδα χωρίς πόλεμο. Πιέζει τον Γερμανό καγκελάριο Ότο φον Μπίσμαρκ για να ενισχυθεί η Ελλάδα εν όψει του Σλαβικού επεκτατικού σχεδίου.

Επισκέπτεται Βερολίνο, Βιέννη, Λονδίνο και Αγία Πετρούπολη. Ο Μπίσμαρκ είναι ο μόνος που υποστηρίζει τον Γεώργιο και εξανάγκασε τον Σουλτάνο να αποδεχθεί τις Ελληνικές αξιώσεις. Πράγματι στην Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1881) η Ελλάδα απέκτησε Θεσσαλία και το κομμάτι της Άρτας.

Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη συμβολή του Βασιλέως Γεωργίου στην παραχώρηση, εκ΄ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας, των Ιονίων Νήσων, ο δήμος των Κερκυραίων δώρισε στο Βασιλέα και την οικογένειά του δύο σπίτια στο νησί - ένα εκ των οποίων η θερινή κατοικία, γνωστή ως "Μον Ρεπό". Επιπλέον απέκτησε ένα εξοχικό κοντά στην Αθήνα - το κτήμα του Τατοΐου, 24 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας. Για την οικογένεια, το Τατόι αποτελούσε το "πραγματικό τους σπίτι".

Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ απέκτησε 8 παιδιά. Ο τέταρτος γιός του, ο Ανδρέας, γεννημένος το 1882, ήταν ο πατέρας του Δούκα του Εδιμβούργου (γεννήθηκε το 1921) ο οποίος παντρεύτηκε την Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ της Μεγάλης Βρετανίας. Ο πρωτότοκος γιός του Βασιλέως Γεωργίου, ο Κωνσταντίνος, παντρεύτηκε την Πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του Κάιζερ Βίλχελμ Β΄ της Γερμανίας. Οικογενειακή αρχή στο βασιλικό οικόσημο είναι "Ισχύς Μου η Αγάπη του Λαού".


Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1877-78, η Ελλάδα επενέβη με σκοπό να απελευθερώσει την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Μακεδονία από τους Τούρκους. Ο Γεώργιος Α΄ απείλησε με νέα επιστράτευση, όταν μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου αναχαιτίστηκε η προέλαση των στρατευμάτων του. Το 1881, η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου προσαρτήθηκαν στο Βασίλειό του.

Η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Βουλγαρίας στάθηκε η αιτία της επόμενης κρίσης στην Ανατολική Ευρώπη, το 1885, και εντάσεις γεννήθηκαν στις σχέσεις Ελλάδας και Βρετανίας. Ο Βασιλεύς υποχρεώθηκε να κατευνάσει τα φιλοπόλεμα αιτήματα ορισμένων θερμόαιμων εθνικοφρόνων πολιτικών και συνέβαλε στην εξομάλυνση της κατάστασης.

Κατά την Βασιλεία του Βασιλέως Γεωργίου, εγκαινιάστηκαν οι εργασίες για τον Ισθμό της Κορίνθου, οι οποίες αποπερατώθηκαν τον Αύγουστο του 1893. Επιπλέον, ο Βασιλεύς υπήρξε αρωγός της αναγέννησης των Ολυμπιακών Αγώνων, στηρίζοντας την εκστρατεία του Βαρόνου Ντε Κουμπερτέν. Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες έλαβαν χώρα στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1896.

Το 1906, ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ υποστήριξε τη διεξαγωγή των αγώνων της 10ης Ολυμπιακής Επετείου στο ειδικά κατασκευασμένο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας. Πενήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς του 1960, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Β΄, ο δισέγγονος του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, επρόκειτο να κερδίσει το Χρυσό Μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα έξω από την Νεάπολη.

Το 1896 ξέσπασε κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με αντικείμενο την Κρήτη και εκείνα που θεωρήθηκαν ως τα κακώς κείμενα της Τουρκικής διοίκησης. Οι Κρητικοί επαναστάτες ανακήρυξαν τη νήσο τμήμα του Βασιλείου των Ελλήνων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Τουρκία να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1896. Ο επακόλουθος "Πόλεμος των Τριάντα Ημερών" ήταν σχεδόν καταστροφικός για την Ελλάδα και για τον Γεώργιο Α΄.

Η Τουρκία διέθετε την υποστήριξη του Κάιζερ Βίλχελμ Β΄ της Γερμανίας, αδελφού της Σοφίας της Πρωσίας, νύφης του Βασιλέως Γεωργίου. Κατά την υποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων στη Λάρισα, η Βασίλισσα Βικτώρια της Μεγάλης Βρετανίας ζήτησε τη μεσολάβηση του Νικολάου Β΄ της Ρωσίας. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις εξασφάλισαν την υπογραφή συνθήκης ειρήνευσης στην Κωνσταντινούπολη - η οποία επέτρεπε στην Ελλάδα τη διατήρηση της Θεσσαλίας. Επιπλέον οριζόταν η καταβολή δυσβάσταχτης για το Βασίλειο της Ελλάδας αποζημιώσεως στην Τουρκία.

Η τήρηση της τάξης στην Κρήτη ανατέθηκε σε μια διεθνή δύναμη - συναποτελούμενη από Βρετανικά, Γαλλικά, Ρωσικά και Ιταλικά στρατεύματα. Το νησί διατηρούσε την αυτονομία του εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - ενώ, παράλληλα, διατηρούσε δεσμούς με το βασίλειο της Ελλάδας μέσω του Πρίγκιπα Γεωργίου (δευτερότοκου γιού του Βασιλέως Γεωργίου Α΄), ο οποίος διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής στα Χανιά.


Το 1906, ο Πρίγκιπας Γεώργιος παραιτήθηκε, έχοντας φανεί ανεκτικός και διαλλακτικός Κυβερνήτης. Οι Κρήτες όμως πολιτικοί, όπως ο Βενιζέλος, επιθυμούσαν στενότερες σχέσεις με την Ελλάδα. Όταν οι "Νεότουρκοι" (Τούρκοι αξιωματικοί του στρατού) κατέλαβαν την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη το 1908, η Συνέλευση της Κρήτης διακήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα.

Εν μέσω του τεταμένου αυτού κλίματος, αντιφρονούντες κατώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, με επικεφαλής τον Λοχαγό Ζορμπά, ίδρυσαν τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ήταν κατά της δυναστικής διαδοχής και διαμαρτύρονταν για την προώθηση στο στρατό ευνοούμενων του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Για να μην φέρουν σε δύσκολη θέση τον πατέρα τους, οι Βασιλικοί γόνοι παραιτήθηκαν των καθηκόντων τους.

Ο Γεώργιος Α΄ κάλεσε τον Βενιζέλο να προβεί στο σχηματισμό κυβέρνησης με το νέο Φιλελεύθερο Κόμμα του και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος λύθηκε. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος διορίσθηκε εκ νέου αξιωματικός του στρατού. Το διεθνές κύρος του Βασιλέως Γεωργίου ενισχύθηκε, αφού δοκιμάστηκε από μια σειρά επαναλαμβανόμενων κρίσεων τις οποίες χειρίστηκε επιδέξια.

Μετά τον ξαφνικό πόλεμο μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας το 1911 με αντικείμενο τα Τουρκικά εδάφη στην Λιβύη, η Ελλάδα ενεπλάκη στις επακόλουθες ταραχές στα Βαλκάνια ενάντια στην Τουρκική κυριαρχία και επιρροή. Το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα ένωσαν τις δυνάμεις τους και κήρυξαν πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Οκτώβριο του 1912.

Η καθοριστικής σημασίας μάχη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δόθηκε στα Γιαννιτσά. Μετά την επιτυχή έκβασή της, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος προχώρησε νικητής προς την Θεσσαλονίκη και έκανε την είσοδό του στην πόλη στις 9 Νοεμβρίου 1912 - προλαμβάνοντας έτσι εγκαίρως τους αμφιταλαντευόμενους συμμάχους του, τους Βουλγάρους.

Ο Βασιλεύς Γεώργιος έφθασε στην Θεσσαλονίκη δυο μέρες αργότερα για να οδηγήσει τα νικηφόρα στρατεύματα στην πόλη από κοινού με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τους υπόλοιπους πρίγκιπες. Για τον Βασιλέα Γεώργιο, η είσοδος στην πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της βασιλείας του. Ο Πρίγκιπας Νικόλαος (τρίτος κατά σειρά γιός του Βασιλέως Κωνσταντίνου) ορίσθηκε στρατιωτικός διοικητής της πόλης.

Κατά τραγικό τρόπο, δυο μήνες πριν την προσωρινή λήξη του πολέμου, στις 18 Μαρτίου 1913, ο Βασιλεύς Γεώργιος δολοφονήθηκε από έναν ψυχικά διαταραγμένο Έλληνα ονόματι Αλέξανδρο Σχινά καθώς έκανε τον απογευματινό του περίπατο. Πυροβολήθηκε κοντά στον περίφημο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης. Ο Βασιλεύς Γεώργιος κηδεύτηκε δημόσια στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 1913, και θάφτηκε στην οικογενειακή του κατοικία στο Τατόι. Ήταν 67 ετών.


Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο στο Γουδί

Το 1896 ξέσπασε κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με αντικείμενο την Κρήτη. Τα βαθύτερα αίτια είναι όταν ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης ζήτησε κούρεμα του Ελληνικού χρέους από τους σιωνιστές τραπεζίτες. Αυτοί αρνήθηκαν το κούρεμα και με τις ραδιουργίες ενέπλεξαν την Ελλάδα σε πόλεμο, παρά τις προειδοποιήσεις και τις αντιρρήσεις του Γεωργίου.

Η Τουρκία διέθετε την υποστήριξη του Κάιζερ Βίλχελμ Β΄ της Γερμανίας, αδελφού της Σοφίας της Πρωσίας, νύφης του Βασιλέως Γεωργίου. Κατά την υποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων στη Λάρισα, ο Γεώργιος ζήτησε τη μεσολάβηση του Νικολάου Β΄ της Ρωσίας. Έτσι σταμάτησε η Τουρκική προς την Αθήνα προέλαση.

Οι Προστάτιδες Δυνάμεις εξασφάλισαν την υπογραφή συνθήκης ειρήνευσης στην Κωνσταντινούπολη – η οποία επέτρεπε στην Ελλάδα τη διατήρηση της Θεσσαλίας. Επιπλέον οριζόταν η καταβολή δυσβάσταχτης για το Βασίλειο της Ελλάδας αποζημιώσεως στην Τουρκία. Η τήρηση της τάξης στην Κρήτη ανατέθηκε σε μια διεθνή δύναμη – συναποτελούμενη από Βρετανικά, Γαλλικά, Ρωσικά και Ιταλικά στρατεύματα.

Το νησί διατηρούσε την αυτονομία του εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – ενώ, παράλληλα, διατηρούσε δεσμούς με το βασίλειο της Ελλάδας μέσω του Πρίγκιπα Γεωργίου (δευτερότοκου γιού του Βασιλέως Γεωργίου Α΄), ο οποίος διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής στα Χανιά.
Το 1906, ο Πρίγκιπας Γεώργιος παραιτήθηκε, έχοντας φανεί ανεκτικός και διαλλακτικός Κυβερνήτης.

Οι Κρήτες όμως πολιτικοί επιθυμούσαν στενότερες σχέσεις με την Ελλάδα με εξαίρεση τον Ε. Βενιζέλο. Όταν οι “Νεότουρκοι” (Τούρκοι αξιωματικοί του στρατού) κατέλαβαν την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη το 1908, η Συνέλευση της Κρήτης διακήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα. Εν μέσω του τεταμένου αυτού κλίματος, αντιφρονούντες κατώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, με επικεφαλής τον Λοχαγό Ζορμπά, ίδρυσαν τον αντιβασιλικό Στρατιωτικό Σύνδεσμο.

Τον Αύγουστο του 1909, εκδηλώθηκε το Αγγλοκίνητο κίνημα υπό την αρχηγία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά, αρχηγού του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Τα αιτήματα των κινηματιών ήταν κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικά, ωστόσο όσον αφορά τη Δυναστεία απαιτούσε την απομάκρυνση των Πριγκίπων από το στράτευμα. Για να μην φέρουν σε δύσκολη θέση τον πατέρα τους, οι Βασιλικοί γόνοι παραιτήθηκαν των καθηκόντων τους.

Ο Γεώργιος Α΄, καθ΄ υπόδειξιν του Συνδέσμου, κάλεσε τον Βενιζέλο να προβεί στο σχηματισμό κυβέρνησης με το νέο Φιλελεύθερο Κόμμα του και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος λύθηκε. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος διορίσθηκε εκ νέου αξιωματικός του στρατού. Το διεθνές κύρος του Βασιλέως Γεωργίου ενισχύθηκε, αφού δοκιμάστηκε από μια σειρά επαναλαμβανόμενων κρίσεων τις οποίες χειρίστηκε επιδέξια.


Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Θάνατος του

Μετά τον ξαφνικό πόλεμο μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας το 1911 με αντικείμενο τα Τουρκικά εδάφη στην Λιβύη, η Ελλάδα ενεπλάκη στις επακόλουθες ταραχές στα Βαλκάνια ενάντια στην Τουρκική κυριαρχία και επιρροή. Το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα ένωσαν τις δυνάμεις τους και κήρυξαν πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Οκτώβριο του 1912.

Η καθοριστικής σημασίας μάχη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δόθηκε στα Γιαννιτσά. Μετά την επιτυχή έκβασή της, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος προχώρησε νικητής προς την Θεσσαλονίκη και έκανε την είσοδό του στην πόλη στις 9 Νοεμβρίου 1912 – προλαμβάνοντας έτσι εγκαίρως τους αμφιταλαντευόμενους συμμάχους του, τους Βουλγάρους.

Ο Βασιλεύς Γεώργιος έφθασε στην Θεσσαλονίκη δυο μέρες αργότερα για να οδηγήσει τα νικηφόρα στρατεύματα στην πόλη από κοινού με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τους υπόλοιπους πρίγκιπες. Για τον Βασιλέα Γεώργιο, η είσοδος στην πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της βασιλείας του. Ο Πρίγκιπας Νικόλαος (τρίτος κατά σειρά γιός του Βασιλέως Κωνσταντίνου) ορίσθηκε στρατιωτικός διοικητής της πόλης.

Κατά τραγικό τρόπο, δυο μήνες πριν την προσωρινή λήξη του πολέμου, στις 18 Μαρτίου 1913, ο Βασιλεύς Γεώργιος δολοφονήθηκε από έναν ψυχικά διαταραγμένο Έλληνα ονόματι Αλέξανδρο Σχινά καθώς έκανε τον απογευματινό του περίπατο. Το χέρι οπλίστηκε από μία φιλοτουρκική μειονότητα. Πυροβολήθηκε κοντά στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης. Ο Βασιλεύς Γεώργιος κηδεύτηκε δημόσια στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 1913, και θάφτηκε στην οικογενειακή του κατοικία στο Τατόι.

Ήταν 67 ετών. Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά και στις 20 Μαρτίου και κηδεύτηκε στο Βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι.


Η Προσωπικότητα του Βασιλέως Γεωργίου Α΄

Ήταν συνετός Βασιλιάς ο Γεώργιος. Στο θρόνο της Ελλάδας από τα 18 του χρόνια, προικισμένος με προσαρμοστικότητα και ρεαλισμό, προσαρμόστηκε γρήγορα στην Ελληνική πραγματικότητα. Στη μακρόχρονη Βασιλεία του, υπήρξαν στιγμές που χάνοντας την ψυχραιμία του ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το θρόνο, αλλά πάντοτε επικρατούσαν ωριμότερες σκέψεις. Με υπομονή και ψυχραιμία αντιμετώπισε όλες τις εσωτερικές διενέξεις, αν και αρκετές φορές αποπειράθηκε να ασκήσει εξουσία έξω από το πνεύμα της κοινοβουλευτικής Βασιλείας.

Χωρίς να είναι εξέχουσα προσωπικότητα, εν τούτοις αναδείχτηκε σε καλό Βασιλιά και Βασίλεψε για πενήντα ολόκληρα χρόνια με φρονιμάδα, καρτερία και αγαθότητα, κερδίζοντας εύκολα την αγάπη του Ελληνικού λαού. Διαβλέποντας το άστρο του Βενιζέλου τον στήριξε από την αρχή, στάθηκε στο πλευρό του και τον βοήθησε να γίνει πανίσχυρος. Έχοντας εξάλλου πολλούς συγγενικούς δεσμούς, προσωπικές φιλίες και γνωριμίες στο εξωτερικό, που τον έκαναν εξαιρετικά συμπαθή σε εστεμμένους και μη, είχε τη δυνατότητα να προωθεί πιο εύκολα τα συμφέροντα της χώρας στην Ευρώπη.

Η διαλλακτικότητα και η ψυχραιμία του, του επέτρεψε, να διατηρεί ανοιχτές γραμμές με το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου και έχοντας ιδιαίτερα μεγάλη δημοφιλία η εξουσία του παρέμενε πάντοτε σεβαστή. Πολέμιος του ρουσφετιού, ήπιος και αυστηρός στις κρίσιμες εθνικές στιγμές. Η προσπάθεια του να συνετίσει τους πολιτικούς πάντα έβρισκε αντίθετους τους χειριστές της εξουσίας και μέσω των εφημερίδων τους λοιδορούσαν τον Γεώργιο.

Γεγονός όμως είναι πως ουδέποτε κατάφερε να φανατίσει τον Ελληνικό λαό υπέρ ή εναντίον του, επί των ημερών του το πρόσωπο του Βασιλιά δεν είχε ένθερμους οπαδούς, ούτε εχθρούς. Η αγάπη του για την πρωτεύουσα της Ελληνικοτάτης Μακεδονίας, της νύμφης του Θερμαικού την Θεσσαλονίκη κατέληξε στην δολοφονία. Το αίμα του επισφραγίζει την Ελληνική επανάκτηση της Θεσσαλονίκης.

Τα Χρόνια της Βασιλείας του Γεωργίου Α' (1863 - 1913)

Μετά τα επαναστατικά γεγονότα του Οκτωβρίου του 1862 και την έξωση του Βασιλιά Όθωνα, την εξουσία ανέλαβε μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση υπό τον Δ. Βούλγαρη με σκοπό να κυβερνήσει βάσει του Συντάγματος του 1844 μέχρι να συγκληθεί η Εθνοσυνέλευση τον Δεκέμβριο του 1862. Μετά την σύγκλιση της Εθνοσυνέλευσης άρχισε παρατεταμένη κυβερνητική κρίση που τερματίστηκε μετά την οριστική επιλογή από τις Μεγάλες Δυνάμεις του 18χρονου Δανού πρίγκηπα William George με το όνομα Γεώργιος ο Α΄, βασιλεύς των Ελλήνων και την άφιξή του στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1863.

Αμέσως μετά, τον Μάρτιο του 1864, παραχωρήθηκαν τα Επτάνησα από την Μεγάλη Βρετανία και ενώθηκαν με την Ελλάδα, ενώ τον Οκτώβριο του 1864 ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση το Σύνταγμα του 1864 που καθιέρωνε το πολίτευμα της Βασιλευομένης δημοκρατίας. Τον Μάιο του 1865 έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά το νέο σύνταγμα.


Η κυβερνητική αστάθεια συνεχίστηκε με τους πρεσβευτές των δυνάμεων και τον Βασιλέα να παρεμβαίνουν συνεχώς στον σχηματισμό των κυβερνήσεων μέχρι το 1866 που εκδηλώθηκε η Κρητική επανάσταση, η οποία, παρά τις αρχικές επιτυχίες της, μέσα σε δυόμισι χρόνια κατεστάλη από τα Τουρκικά στρατεύματα. Χαρακτηριστική ήταν η θυσία στο Αρκάδι τον Νοέμβριο του 1866 που τεράστια απήχηση είχε στην Αθήνα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Εν τω μεταξύ, η Ελληνική κοινή γνώμη μάθαινε από τον τύπο τους αρραβώνες του Γεωργίου με την 16χρονη Ρωσίδα πριγκίπισσα Όλγα τον Μάιο του 1866 και τον επόμενο Οκτώβριο τους γάμους του, επίσης στην Μόσχα. Τον επόμενο μήνα ο λαός της Αθήνας επεφύλαξε στο Βασιλικό ζεύγος αποθεωτική υποδοχή. Τον Ιούνιο του 1868 γεννήθηκε και ο διάδοχος που έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος, δηλαδή το όνομα του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Συνολικά το Βασιλικό ζεύγος έκανε 7 παιδιά.

Την άνοιξη του 1870 την Αθηναϊκή κοινωνία, αλλά και τον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας συγκλόνισε η στυγερή δολοφονία στο Δήλεσι του ζεύγους των Βρετανών ευγενών Muncaster και των φίλων τους συνοδών από την συμμορία Αρβανιτάκη που δρούσε στην περιοχή της υπαίθρου της Αττικής. Οι διακεκριμένοι ξένοι θέλησαν να επισκεφτούν τον χώρο της ιστορικής μάχης του Μαραθώνα και αφού διανυκτέρευσαν σε χάνι στο Πικέρμι (που λειτουργεί και σήμερα ως εξοχική ταβέρνα) ξεκίνησαν για τον προορισμό τους με την συνοδεία μικρού αποσπάσματος χωροφυλάκων. 

Στο δρόμο τους δέχτηκαν επίθεση από την συμμορία που τους απήγαγε, ζητώντας λύτρα από την κυβέρνηση. Όταν τα αποσπάσματα που τους κατεδίωκαν τους εντόπισαν και τους απέκλεισαν στο Δήλεσι, οι απαγωγείς κατέσφαξαν τους ξένους πριν εξοντωθούν, ή συλληφθούν από τους χωροφύλακες. Αποτέλεσμα της διεθνούς κατακραυγής κατά της χώρας ήταν να πέσει και η κυβέρνηση Ζαΐμη, μολονότι εκτελούσε καλό έργο.

Το 1871 η χώρα γιόρτασε τα 50 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 με διάφορες εκδηλώσεις που κορυφώθηκαν με την μεταφορά των οστών του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ από την Οδησσό στην Αθήνα όπου και ετάφησαν με μεγάλες τιμές εντός του νεοανεγερθέντος μητροπολιτικού ναού όπου και βρίσκονται ακόμα. Στα 1872 το Βασιλικό Ζεύγος «αγόρασε» από τον Έλληνα μεγαλοκτηματία Σούτσο το μεγάλο κτήμα με το επιβλητικό κτίσμα στο Τατόι για να το χρησιμοποιεί ως θερινή κατοικία και το ίδιο έτος κτίστηκε και το μέγαρο του Δημαρχείου στην οδό Αθηνάς που σήμερα χρησιμοποιείται μόνο για τελετές. 

Την ίδια εποχή συμπληρώθηκε η ανέγερση ωραίων και επιβλητικών κτιρίων στην πόλη από τον Τσίλλερ και άλλους επιφανείς ξένους και Έλληνες αρχιτέκτονες. Το Πολυτεχνείο (1880), η Ακαδημία (1887), το Αρχαιολογικό Μουσείο στην οδό Πατησίων, το σπίτι του Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann) που σήμερα φιλοξενεί το Νομισματικό Μουσείο και άλλα πολλά που σήμερα δεν σώζονται.


Νέες συνοικίες δημιουργήθηκαν όπως το Μετς στο λόφο του Αρδηττού γύρω από μια μπυραρία που άνοιξε ένας Βαυαρός σε ανάμνηση της μεγάλης νίκης των Πρώσων επί των Γάλλων στο Μετς το 1870. Τότε δημιουργήθηκαν και στον Πειραιά νέες συνοικίες με πολυτελείς κατοικίες, όπως η Καστέλα, η Τερψιθέα και το Πασσαλιμάνι. Επίσης, μεγάλοι δωρητές χρηματοδότησαν την ανέγερση ωραίων κτιρίων, ή ευαγών ιδρυμάτων. 

Οι αδελφοί Ζάππα έκτισαν το σημερινό Ζάππειο, ο Αντρέας Συγγρός έκτισε το Δημοτικό Θέατρο στην πλατεία Δημαρχείου που χωρίς λόγο το κατεδάφισαν το 1938 και χρηματοδότησε την δημιουργία της μεγάλης λεωφόρου που φέρει το όνομα του και οδηγεί στο Φάληρο. Επίσης και η Βασίλισσα Όλγα δραστηριοποιήθηκε στις φιλανθρωπίες και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και του Δημοτικού Ορφανοτροφείου (Orphanage) στην οδό Πειραιώς, όπου σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη.

Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή οι προσωπικότητες του Χαρίλαου Τρικούπη και του Θεόδωρου Δηληγιάννη που εναλλάσσονται στην εξουσία. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ήταν αυτός που με τις μεταρρυθμίσεις του έβαλε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της χώρας. Ανάμεσα στα άλλα, έργο του ήταν και ο σιδηρόδρομος που συνέδεε την Αθήνα με την Πελοπόννησο και την Θεσσαλία. 

Ήδη λειτουργούσε η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών - Λαυρίου που εξυπηρετούσε τα μεταλλεία στην Λαυρεωτική, την παλιά χάραξη του οποίου περίπου ακολουθεί και ο σημερινός προαστιακός που σχεδιάζεται να επεκταθεί από το Κορωπί έως το Λαύριο. Τα τελευταία αυτά χρόνια λόγω της συσσώρευσης μεγάλου αριθμού εσωτερικών μεταναστών στην πρωτεύουσα παρατηρήθηκε έξαρση της βίας και μάλιστα της οργανωμένης, που εν πολλοίς ευνοούσαν και οι πολιτικοί παράγοντες προς ίδιον όφελος. 

Προς τα τέλη του αιώνα ο Τρικούπης ανέθεσε στον συνταγματάρχη Δημήτριο Μπαϊρακτάρη που τέθηκε επικεφαλής της αστυνομίας στην Αθήνα, να ξεκαθαρίσει την πόλη από τις συμμορίες και τους λεγόμενους «κουτσαβάκηδες» που τρομοκρατούσαν τους φιλήσυχους και ειρηνικούς πολίτες. 

Πραγματικά ο Μπαϊρακτάρης ξεκαθάρισε την πόλη από τις συμμορίες αυτές και διέλυσε το άντρο τους που ήταν στην πλατεία Ηρώων, την γνωστή μέχρι και σήμερα ως πλατεία Ψυρρή. Έγιναν επίσης και πολλά άλλα σημαντικά έργα δημόσιου χαρακτήρα, όπως έργα ύδρευσης και η νέα Δημοτική Αγορά στην οδό Αθηνάς, όπου σήμερα είναι η κρεαταγορά και ψαραγορά της Αθήνας. 

Επειδή το 1884 κάηκε το παλιό παζάρι στην οδό Μητροπόλεως, το γνωστό στους παλιούς Αθηναίους ως «Γιουσουρούμ», οι δραστηριότητές του μεταφέρθηκαν στο Μοναστηράκι όπου μέχρι και σήμερα λειτουργούν τα λεγόμενα παλιατζίδικα. Η καταστροφή του Γιουσουρούμ επέτρεψε την κατασκευή του νέου σταθμού του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς που λειτούργησε το 1895, η κατασκευή του οποίου επέτρεψε την ανασκαφή της Αρχαίας Αγοράς και την ανεύρεση πολλών σημαντικών αρχαιοτήτων. 


Η ανερχόμενη νεαρή αστική τάξη της πόλης φρόντισε επίσης για την δημιουργία του Α΄ Νεκροταφείου, με την φιλοδοξία να παίξει το ρόλο του αρχαίου Κεραμεικού, με την επίδειξη του πλούτου της και της ισχύος της και μετά θάνατον. Μαζί με την ανάπτυξη των μεταλλείων στην Λαυρεωτική αναπτύχθηκε και η βιομηχανία, κύρια στον Πειραιά, αλλά και στην Αθήνα. Ακόμη, η πόλη απέκτησε και τραμ, ιππήλατο στην αρχή και αργότερα και ατμήλατο. 

Το 1890 συνδέθηκε με το Φάληρο με τη γραμμή του ατμήλατου τραμ το οποίο με σχετικά φθηνό εισιτήριο μετέφερε τους Αθηναίους στο όμορφο προάστιο για την βραδινή, ή Κυριακάτική τους βόλτα. Ήδη το άλλο πανάρχαιο θέρετρο αναψυχής της πόλης, η Κηφισιά, είχε συνδεθεί με την πρωτεύουσα με παρακλάδι της γραμμής προς το Λαύριο (1885) και οι παλιοί Αθηναίοι έλεγαν πολλές ιστορίες με πρωταγωνιστή την μεγάλη και θορυβώδη ατμομηχανή της γραμμής το πασίγνωστο «Θηρίο». 

Έτσι κτίστηκαν ωραία κτίρια και εξοχικές κατοικίες στο πανέμορφο θέρετρο, όπως το ξενοδοχείο Μελά (1871), συνεχίζοντας την παράδοση που εγκαινίασε ο Ηρώδης ο Αττικός. Οι ανασκαφές στην πόλη και ιδιαίτερα στον Κεραμεικό συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, αλλά το έργο που έμελλε να σφραγίσει το τέλος του αιώνα είναι ίσως η ανακατασκευή του αρχαίου Παναθηναϊκού Σταδίου με το ίδιο κατάλευκο Πεντελικό μάρμαρο που είχαν χρησιμοποιήσει και οι αρχαίοι εμπνευστές του έργου. 

Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τον πάμπλουτο έμπορο Γεώργιο Αβέρωφ και ήταν έγκαιρα έτοιμο για να φιλοξενήσει τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες των νεώτερων χρόνων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1896. Η αναβίωση των αρχαίων αγώνων υπήρξε έργο ζωής του Γάλλου ευπατρίδη Βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερντέν και του Έλληνα συγγραφέα Δημήτρη Βικέλα, πρώτου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που έγιναν στην μικρή Αθήνα, εκτός από το κύρος που προσέδωσαν στην πόλη, της έδωσαν την δυνατότητα να πραγματοποιήσει αρκετά έργα εκσυγχρονισμού, όπως την επέκταση του τραμ, την ίδρυση νέων γηπέδων, όπως το περίφημο ποδηλατοδρόμιο στο Νέο Φάληρο, εκεί που σήμερα είναι το γήπεδο του Ολυμπιακού, την ανέγερση νέων ξενοδοχείων, τον φωτισμό του κέντρου της πόλης, την είσοδο του νέου τρόπου τηλεπικοινωνιών, του περίφημου για την εποχή τηλεφώνου, και πολλά ακόμα. 

Φυσικά, η μεγάλη επιτυχία για την Αθήνα και την Ελλάδα ήταν η πλούσια συλλογή μεταλλίων σε όλα τα αθλήματα με κορωνίδα όλων την θριαμβευτική είσοδο του Έλληνα Σπύρου Λούη στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο, νικητή μεγάλων ονομάτων του παγκόσμιου στίβου και νικητή στον Μαραθώνιο Δρόμο, τον πιο συμβολικό αγώνα του δυτικού πολιτισμού.

Οι όμορφες στιγμές των Ολυμπιακών αγώνων, που κατά την διάρκειά τους ακόμα και οι πορτοφολάδες και απατεώνες είχαν κάνει άτυπο «μορατόριουμ» και είχαν περιορίσει την δράση τους για να συμβάλλουν και αυτοί με τον τρόπο τους στην επιτυχία των αγώνων, πέρασαν ανεπιστρεπτί. Το 1896 ξέσπασε νέα επανάσταση στην Κρήτη και ένα χρόνο αργότερα και στην Μακεδονία. Η χώρα σύρθηκε σε ένα άτυχο και τυχοδιωκτικό πόλεμο με την Τουρκία που δεν της στοίχισε σε εδάφη, αλλά πλήγωσε την εθνική υπερηφάνειά της και έκαμψε το ηθικό του λαού. 


Αλλά και η ίδια η Αθήνα γνώρισε πολλές αναστατώσεις και πολιτικές αναταραχές. Το 1901 συντηρητικοί φοιτητές προκάλεσαν διαδηλώσεις και έκτροπα στην πόλη γιατί μαθεύτηκε πως η βασίλισσα Όλγα ευνοούσε την μετάφραση του Ευαγγελίου στην Δημοτική, πράγμα «ανεπίτρεπτον» για τους συντηρητικούς κύκλους της καθαρεύουσας. Η κυβέρνηση Θεοτόκη αντέδρασε βίαια και το αποτέλεσμα εκτός από τις καταστροφές ήταν και οκτώ νεκροί διαδηλωτές.

Το 1899 έφτασε το πρώτο αυτοκίνητο στην Αθήνα, ιδιοκτησία πλούσιου Αθηναίου έμπορου, με δεύτερο αυτό του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που είχε ήδη παντρευτεί την Γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β΄.

Τους πρώτους χρόνους του 20ου αιώνα ηλεκτροφωτίστηκαν πολλοί κεντρικοί δρόμοι της πόλης, άρχισε η συλλογή των σκουπιδιών από τις δημοτικές υπηρεσίες με κάρα, ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιά έγινε ηλεκτρικός, όπως και το τραμ του Φαλήρου, αφού πρώτα έσκασε το καζάνι της ατμομηχανής του στην ανηφόρα της πύλης του Αδριανού σκοτώνοντας και πέντε ανθρώπους (1907) και η πόλη απόκτησε τον πρώτο της επίσημο κινηματογράφο το Πανόραμα επίσης το 1907.

Ήδη είχαν γίνει στην πόλη και οι λεγόμενοι ημιεπίσημοι Μεσοολυμπιακοί αγώνες του 1906 στο Παναθηναϊκό στάδιο με αρκετές επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών με σημαντικότερη εκείνη του αρσιβαρίστα Τόφαλου, που έμεινε στην ιστορία της πόλης και έγινε πρωταγωνιστής διαφόρων ιστοριών.

Τον Αύγουστο του 1909 μια ομάδα κατωτέρων και μεσαίων αξιωματικών του στρατού με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Ζορμπά που είχαν συμπήξει τον λεγόμενο Στρατιωτικό Σύνδεσμο στασίασαν και απαίτησαν την αλλαγή της κυβέρνησης και μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα. Η κυβέρνηση υποχώρησε και έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον Κρητικό πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο να έλθει στην Αθήνα και να αναλάβει την ηγεσία της χώρας. 

Μετά τις σαρωτικές νίκες του νεοϊδρυθέντος κόμματος των Φιλελευθέρων το 1910 και προπάντων το 1912, ο Βενιζέλος αναδιοργάνωσε το σύνολο της χώρας και την προετοίμασε διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά για την μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1912-13 που σχεδόν διπλασίασε τα εδάφη και τον πληθυσμό της χώρας ενσωματώνοντας διαδοχικά την Μακεδονία, την Ήπειρο, τα περισσότερα μεγάλα και μικρά νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. 

Όλα αυτά τα πέτυχε με κατάλληλους πολιτικούς ελιγμούς στο εσωτερικό και αξιοθαύμαστη διπλωματία στο εξωτερικό, με ταυτόχρονο γιγαντιαίο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και εξοπλισμού του στρατού με ιδιαίτερη έμφαση στο ναυτικό. Ανάθεσε την αρχιστρατηγία στον Διάδοχο Κωνσταντίνο που εθεωρείτο ικανός στρατιωτικός, παρά την ήττα του 1897. 


Καθησυχάζοντας έτσι τις ανησυχίες του παλατιού, επανέφερε στην ενεργό δράση τον Ναύαρχο Κουντουριώτη αναθέτοντάς του το ύψιστο καθήκον να απελευθερώσει το Αιγαίο και να συντρίψει τον Τουρκικό στόλο εξασφαλίζοντας τις γρήγορες μεταφορές στρατευμάτων και εφοδίων δια θαλάσσης στον Ελληνικό στρατό στην Μακεδονία και υπέγραψε συμφωνίες με όλες τις Βαλκανικές χώρες ξεχωριστές με καθεμιά. 

Και το πρωινό της 5ης Οκτωβρίου απέπλευσε από τον ναύσταθμο ο Ελληνικός στόλος, με επικεφαλής τον ναύαρχο Κουντουριώτη στην ναυαρχίδα του, το θρυλικό Θωρηκτό Αβέρωφ για την αποστολή του. Τα ξημερώματα της ημέρας αυτής η Ελλάδα είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μαζί με τους συμμάχους της Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο.
 
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ

Η Δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου Α’

Η δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου του Α’, τον Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί κατά μία έννοια το Ελληνικό αντίστοιχο της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Τζ. Κέννεντυ, που συνέβη 50 χρόνια αργότερα στο Ντάλλας των Η.Π.Α.

Και στις δυο περιπτώσεις: το θύμα ήταν ο ανώτερος πολιτειακός παράγοντας της χώρας, οι αρχές υιοθέτησαν σχεδόν από την αρχή τη θεωρία του «μοναχικού δράστη» με προσωπικά κίνητρα, ο βασικός ύποπτος βγήκε από τη μέση προτού ολοκληρωθεί η ανάκριση, ενώ στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν ποικίλες θεωρίες για την πραγματική ταυτότητα των δραστών και τη συνωμοσία που κρυβόταν πίσω τους…

Όταν στις 5 Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα κήρυσσε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπαίνοντας στο πλευρό των -τότε- συμμάχων της Σέρβων και Βουλγάρων, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολεμικές εξελίξεις θα υποχρέωναν την Τουρκική φρουρά της Θεσσαλονίκης να παραδώσει την πόλη -η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο της εκστρατείας κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο- στον Ελληνικό Στρατό.

Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πεδίο σύγκρουσης των ενδοβαλκανικών επιδιώξεων, που εκφράζονταν κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Στις 28 Οκτωβρίου, τα Ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη και την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, Βασιλιάς Γεώργιος Α’, τον οποίο συνόδευε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, Αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού.

Λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε, ο Γεώργιος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την εκεί Ελληνική παρουσία. Στο διάστημα της παραμονής του, συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία.


Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του ταγματάρχη Φραγκούδη, κατέβηκε από το μέγαρο Χατζηλαζάρου, που χρησιμοποιούσε ως Βασιλική Κατοικία, στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου προκειμένου να πραγματοποιήσει επίσκεψη εθιμοτυπίας στον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης.

«[…] Η Α. Μεγαλειότης, ομιλών εις τον υπασπιστήν του, εξέφραζε την μεγάλην του χαράν δια την πτώσιν των Ιωαννίνων (σ.σ.: στις 22 Φεβρουαρίου 1913), πλειστάκις τονίσας των νέον θρίαμβον των Ελληνικών όπλων» σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ η εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου και συμπλήρωνε: «Η αυτή ευδιαθεσία του Βασιλέως εξηκολούθησε και μετά μίαν ώραν όταν η Α. Μ. ήρχισε να επιστρέφη εις το Ανάκτορον. 

Όταν διήρχετο προ του Λευκού Πύργου, εγγύτατα του πλήθους το οποίον περιεστοίχιζε την κατ’ εκείνην την ώραν παιανίζουσαν μουσικήν, επλησίασεν, ανεμίχθη μετά των πολιτών, ήκουσε μουσικήν και κατά την δημοκρατικήν του συνήθειαν, συνωμίλησε μετά των ανθρώπων του λαού οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί. Μετά τούτο, εισήλθεν εις την λεωφόρον της Αγίας Τριάδας […]».

Στη συμβολή με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, τον περίμενε από ώρα ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς. Γύρω στις 3, είδε τον Γεώργιο και τον υπασπιστή του να περνούν, τους πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον Βασιλιά μία φορά, προκαλώντας, ωστόσο, καίριο τραύμα. Αμέσως μετά, επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός πρόλαβε να τον αφοπλίσει και να τον παραδώσει σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες, που είχαν προστρέξει στο σημείο της δολοφονίας.

Ο Γεώργιος μεταφέρθηκε στο ιατρείο του «Παπάφειου Ιδρύματος», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια, καθώς ο Βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός. Από το νοσοκομείο, η σορός του μεταφέρθηκε με ανοικτό αυτοκίνητο στο μέγαρο Χατζηλαζάρου, όπου το συνόδευσαν οι υπασπιστές του Πάλλης, Σκουμπουρδής και Φραγκούδης. Παράλληλα, ο Αλ. Σχινάς μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις από τον πρωτοδίκη Β. Κανταρέ και τον γραμματέα Γιαννιώτη.

Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες. Στις 8 Μαρτίου, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε ως νέος Βασιλιάς, ενώ στις 12 Μαρτίου αναχώρησε με τη Βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» για την Θεσσαλονίκη, με τη συνοδεία πλοίων του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων.

Αφού εκτέθηκε για πολλές ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα, η ταριχευμένη σωρός του Γεωργίου μεταφέρθηκε στον Πειραιά με την «Αμφιτρίτη», στην οποία επέβαιναν τα μέλη της οικογένειάς του και άλλοι αξιωματούχοι. Ακολούθως, και μέσα σε κλίμα μελαγχολικής μεγαλοπρέπειας, έφτασε στην Αθήνα, όπου στις 20 Μαρτίου τελέστηκε η κηδεία και κατόπιν ετάφη στο λόφο «Παλιόκαστρο» στα ανάκτορα του Τατοΐου.


Στις 22 Απριλίου, ο Αλ. Σχινάς, μεταφερόμενος στον πάνω όροφο του κτηρίου όπου εκρατείτο, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου» (από τη σχετική ανακοίνωση της αστυνομίας).

Η Εντύπωση για Βούλγαρο Δράστη

Η είδηση της δολοφονίας είχε σημαντική απήχηση την Ευρώπη και ιδιαίτερα στους Βασιλικούς οίκους, ενώ προκάλεσε και ζωηρή ανησυχία στους Έλληνες πολίτες, αλλά και την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Αρχικώς, σχηματίστηκε η εντύπωση πως ο δράστης ήταν Βούλγαρος, πιθανώς στρατιώτης του Βουλγαρικού συντάγματος, το οποίο από τον προηγούμενο Οκτώβριο στρατοπέδευε στην πόλη.

Άλλωστε, το Μακεδονικό ζήτημα ήταν, επί πολλές δεκαετίες, το κεντρικό εθνικό και πολιτικό αίτημα της Βουλγαρίας και επομένως η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελούσε κομβικό σημείο για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων, ήταν πάγια επιδίωξη της Βουλγαρικής πολιτικής. Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος θα γράψει σχετικά στο ημερολόγιό του:

«[…] Ο φόβος μήπως αυτό το φρικτόν έγκλημα χρησιμεύση ως σύνθημα για μια εθνική εξέγερσι εναντίον των Βουλγάρων, των οποίων η αυθάδεια, η κακοπιστία και ο ακράτητος εγωισμός είχον φθάσει τότε εις το κατακόρυφον με έκαμε και μπόρεσα να συγκρατήσω κάπως τον εαυτόν μου! Εκείνο που συνετέλεσεν επίσης εις τούτο ήτο, ότι όλοι σχεδόν όσοι ευρίσκοντο εκεί, και πρώτος ο Ρακτιβάν, ο οποίος ήτο αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως (σ.σ.: ο Κ. Ρακτιβάν ήταν τότε υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός διοικητής Μακεδονίας) τα είχαν χάσει κυριολεκτικώς! 

Όλοι ανεξαιρέτως, και εγώ πρώτος, είχαμε όχι μόνον την υποψίαν, αλλά σχεδόν την πεποίθησιν ότι το έγκλημα είχε εκτελεσθή από Βούλγαρον. Όταν επήγα εις το νοσοκομείον, όπου είχον μεταφέρει τον καϋμένον τον Βασιλέα, ήλθε ο Α. Μομφεράτος, ο τότε διευθυντής της αστυνομίας, να μου αναφέρη ότι εις την πόλιν επεκράτει τρομερός ερεθισμός και ότι οι πολίται και οι στρατιώται συνήρχοντο παντού με την πρόθεσιν να προβούν εις αντίποινα. Αυτή η είδησις με έκαμε να συνέλθω κομμάτι. Συλλογίσθηκα πως εάν δεν ελαμβάνετο αμέσως ένα μέτρον, μπορούσαν αν επέλθουν ανυπολόγιστοι καταστροφαί. 

Διέταξα, λοιπόν, αμέσως τον διευθυντήν της αστυνομίας και τον φρούραρχον συνταγματάρχην Δράκον να σπεύσουν εις την πόλιν και να διαδώσουν παντού ότι ο δολοφόνος ήτο Έλλην […] Την μεγαλυτέραν συγκίνησιν και ανησυχίαν από εμέ είχεν ο Ρακτιβάν. Όταν ήλθε κοντά μου και είδε τα χάλια μου, μου είπε: ‘Προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμίαν σας, διότι εσείς έχετε αυτήν την στιγμήν την μεγαλυτέραν εξουσίαν και από σας εξαρτάται το παν!’».

Πράγματι, τις αμέσως επόμενες ώρες, η αστυνομία ανακοίνωσε το όνομα του δράστη και άρχισε να διαδίδει τη θεωρία του μοναδικού δολοφόνου. Ακόμα, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία πως ο δράστης ήταν αναρχικός και σχεδόν παράφρων, ο οποίος δολοφόνησε τον Γεώργιο Α’ από εκδίκηση, επειδή στο παρελθόν ο Βασιλιάς είχε αρνηθεί να του χορηγήσει οικονομική βοήθεια, κάτι που είχε υποστηρίξει, αρχικώς, και ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς.


Ενδεικτική του κλίματος αυτού, είναι μια ανταπόκριση από την Θεσσαλονίκη (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου), όπου, εκτός των άλλων, σκιαγραφείται και το «πορτραίτο» του δράστη:

«[…] Εκ της ανακρίσεως δεν προέκυψαν στοιχεία επιβαρύνοντα άλλα πρόσωπα. Ο δολοφόνος είνε έκφυλος, αλήτης, ουχί βεβαίως παράφρων, πάντως όμως ανισόρροπος ζων δι επαιτείας. Προ επταετίας εις ουδεμίαν σχέσιν ευρίσκετο μετά της ενταύθα αδελφής του. Αφίκετο ενταύθα προ 20 ημερών εξ’ Αθηνών, μετά ολιγοήμερον διαμονήν εν Βόλω οπόθεν διήλθε. Εις τινας πλησιάζοντας αυτόν τελευταίως ανέπτυσσε περιέργους ιδέας περί σοσιαλισμού, ότι όλοι οι άνθρωποι, εκτός ολίγων, θα είνε ίσοι, ότι δεν θα υπάρχουσι πλέον πλούσιοι και πτωχοί και ότι οι εργάτες θα εργάζωνται μόνο δύο ώρας την ημέραν. […] 

Έζη εις εν άθλιον χάνι, δίδων δύο γρόσια την ημέραν δια τον ύπνον του. Δεν έτρωγε παρά μόνο γάλα. Είχεν εγγραφή προ ετών εις την Ιταλικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν εφοίτησε σοβαρώς. Ήτο αποδιοπομπαίος τράγος εις την οικογένειάν του […]. Εις υποβληθείσας εις αυτόν ερωτήσεις απαντά μετά ειρωνίας. ‘Τι είχες με τον Βασιλέα’ ερωτά ο ανακριτής. ‘Προ δύο ετών’ απήντησε ‘υπέβαλα μίαν αναφοράν εις το Παλάτι ζητών βοήθεια και ο υπασπιστής με εξεδίωξε με τρόπον βάναυσον’».

Ο Αλ. Σχινάς ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα και παλιότερα είχε υπηρετήσει στην Αγουλινίτσα και την Κατερίνη. Κατόπιν, τον κάλεσαν στην Κλεισούρα μαζί με την αδελφή του, η οποία ήταν επίσης δασκάλα. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε να υπηρετήσει μαζί του, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί ο διορισμός. Ο Αλ. Σχινάς επέστρεψε στην Αθήνα οικονομικά εξαθλιωμένος και το επόμενο διάστημα αναζητούσε εργασία, χωρίς αποτέλεσμα.

Οι κακές συνθήκες διαβίωσης και ο υποσιτισμός τον είχαν κάνει φυματικό. Σε κατάσταση απόγνωσης, απευθύνθηκε για βοήθεια στο Παλάτι, αλλά ο υπασπιστής Φραγκούδης του απάντησε αρνητικά. Σχετικά με τις φήμες που τον συνέδεαν με σοσιαλιστικούς ή αναρχικούς κύκλους του Βόλου, τα στοιχεία είναι αντικρουόμενα: κάποιες πληροφορίες τον ήθελαν εκδότη περιοδικού με σοσιαλιστικές τάσεις, ενώ αντιθέτως ο Γ. Κορδάτος υποστηρίζει πως «ο Σχινάς ήταν άγνωστος στο Βόλο».

Οι Θεωρίες για τη Δολοφονία

Την εποχή της δολοφονίας, οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο πλήθαιναν τα φαινόμενα που, κατά κάποιο τρόπο, προανήγγελλαν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) προετοίμαζαν τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού, που θα εκτεινόταν από την Βαλτική Θάλασσα έως τον Περσικό Κόλπο και βρίσκονταν ήδη σε φάση πολεμικής προπαρασκευής. Ταυτόχρονα, οι Αυστριακοί, σχεδόν απροκάλυπτα, διεκδικούσαν από καιρό την Θεσσαλονίκη, την οποία ήθελαν να μετατρέψουν σε ασφαλή ναύσταθμο.


Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη ενός βεβαιωμένα Αγγλόφιλου Βασιλιά στον Ελληνικό Θρόνο αποτελούσε εμπόδιο για τα σχέδια των δύο αυτοκρατοριών, αντιθέτως θα τους διευκόλυνε αφάνταστα η αντικατάστασή του από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, που ήταν δεδηλωμένος φίλος της Γερμανίας. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες Βουλγαρικές στοχεύσεις, ήταν φυσικό να προκαλέσουν ποικίλες θεωρίες ως προς τα ακριβή κίνητρα του δράστη και τους ενδεχόμενους ηθικούς αυτουργούς.

Πρώτη Θεωρία: Κίνητρο η Εκδίκηση

Αν και η επίσημη εκδοχή περί μεμονωμένου δολοφόνου με κίνητρο την εκδίκηση παραμένει έως σήμερα η πιο ισχνή, μια πληροφορία που παραθέτει ο Γ. Κρίστμας (W. Christmas), προσωπικός φίλος και βιογράφος του Γεωργίου, δείχνει να την ενισχύει. Σύμφωνα με τον Γ. Κρίστμας, το πρωί της δολοφονίας σε συνάντησή του με τον Γεώργιο, στην ήταν παρών και ο πρίγκιπας Νικόλαος, ο Βασιλιάς τού είπε ότι «η Πεντηκονταετηρίς του, τον προσεχή Οκτώβριον, θα εσήμαινε το τέλος της Βασιλείας του.

Ο Πρίγκιψ Νικόλαος εκίνησε την κεφαλήν του, ωσάν η απόφασις αυτή να του ήτο γνωστή, και το εδέχετο ως γνωστόν. Φαντάζομαι ότι έδειξα κάποιαν έκπληξιν, διότι ο Βασιλεύς συνέχισε: […] ‘Ναι, θα παραιτηθώ. Είναι καιρός να αναλάβη ο γιος μου. Έφθασε εις την κανονικήν ηλικίαν, έχει σθεναρότητα, την οποίαν εγώ πλέον δεν έχω. Είναι δημοφιλής, και έχει κερδίσει θέσιν περιωπής και εσωτερικώς και εξωτερικώς.

Η ώρα του ήλθε’. Ουδείς άλλος, εκτός από τα μέλη της οικογενείας του, εγνώριζε τι δια την απόφασιν του Βασιλέως. Κατά την συνομιλίαν αντελήφθην πλέον καθαρά, ότι η παραίτησις θα εγίνετο την 26 Οκτωβρίου 1913, μετά τας εορτάς της πεντηκονταετηρίδας του».

Αν είναι έγκυρη η πληροφορία του Γ. Κρίστμας εγείρεται το ερώτημα γιατί να απεργάζονται κάποιοι τη δολοφονία του Γεωργίου, αφού ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον θρόνο σε επτά μήνες; Εκτός, εάν η μυστικότητα της απόφασής του, είχε στερήσει τη σχετική πληροφόρηση από τους επίδοξους δολοφόνους του…

Δεύτερη Θεωρία: Βούλγαρος ο Ηθικός Αυτουργός

Η θεωρία αυτή, ίσως «γεννήθηκε» από τα σφύζοντα αντιβουλγαρικά αισθήματα του Ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο, ωστόσο δεν στερείται κάποιας ιστορικής βάσης αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με αυτήν, ο Αλ. Σχινάς έδρασε ως μίσθαρνο όργανο των Βούλγαρων, κάτι που ενισχύεται και από το σχεδόν βέβαιο γεγονός πως, το προηγούμενο διάστημα, είχε τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο συνταγματάρχη και κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ.

Σημειώνεται, πάντως, πως την εν λόγω πληροφορία αναπαρήγαγε αργότερα ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις» του, αλλά και η εφημερίδα «Πατρίς» σε δημοσίευμά της τον Μάιο του 1929.


Τρίτη Θεωρία: Δολοφόνος ο Αυστριακός Σχινάζι

Πρόκειται για το πιο… ευφάνταστο σενάριο. Είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1924, όταν κάποιος Γλ. Κόκλης (πρόκειται, πιθανότατα, για ψευδώνυμο) κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Βενιζέλος, Στέμμα, Δημοκρατία». Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι ο πραγματικός δολοφόνος του Γεωργίου ήταν ο Αυστριακός αξιωματικός Σχινάζι (Schinazyi), που υπηρετούσε σ’ ένα Αυστριακό πολεμικό πλοίο, το οποίο ναυλοχούσε εκείνες τις μέρες στην Θεσσαλονίκη.

Μετά την πράξη του, ο Σχινάζι έσπευσε να εξαφανιστεί και στη… θέση του συνελήφθη ο Αλ. Σχινάς, ο οποίος περνούσε τυχαία από το σημείο της δολοφονίας και λόγω της ιδιότυπης προσωπικότητάς του ανέλαβε την ευθύνη της. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην «παρεξήγηση» αυτή συνετέλεσε και το γεγονός πως τα δύο ονόματα παρουσίαζαν ηχητική ομοιότητα και ήταν εύκολο να παρασύρουν τους διεξάγοντες την ανάκριση.

Μια άλλη εκδοχή αυτού του σεναρίου, ανέφερε πως, ίσως, ο Σχινάζι να συνόδευε τον Αλ. Σχινά, ώστε σε περίπτωση που ο δεύτερος δεν τα κατάφερνε, να αναλάμβανε δράση αυτός.

Τέταρτη Θεωρία: Γερμανοαυστριακή Συνομωσία

Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Άλλωστε, από τις πρώτες ημέρες μετά τη δολοφονία, είχαν αρχίσει να πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς, αμέσως μόλις συνελήφθη φέρεται να δήλωσε στους αστυνομικούς πως «εάν δεν τον εσκότωνα, θα σκοτωνόταν από άλλους».

Εξάλλου, ο πρωτοδίκης Β. Κανταρές, έντεκα μήνες μετά τη δολοφονία, όταν συνάντησε τυχαίως στην Αθήνα τον συνάδελφό του Δ. Βακά ομολόγησε πως παρά το γεγονός ότι ο Κ. Ρακτιβάν και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Αργυρόπουλος είχαν δηλώσει ότι δεν επρόκειτο για συνωμοσία, ο ίδιος πίστευε ότι «ο δολοφόνος ήταν βαλτός από τους Αυστριακούς». Την ίδια, ακριβώς, πληροφορία μετέφερε ο πρωτοδίκης και το 1938 σε μια συνομιλία που είχε με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο.

Γράφει ο Κορδάτος:

«(Ο Β. Κανταρές) Είπε ότι στην αρχή, παρ’ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς (σ.σ.: από τους αστυνομικούς), δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια-δυο μέρες ύστερα, άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράχτορες Γερμανούς και μάλιστα τον Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε, αν και έλεγε πως υπάρχουν και άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα. […] Ο Σχινάς δεν ήταν μανιακός κι ανισόρροπος. Ίσα-ίσα τα είχε τετρακόσια και, όπως διαπιστώθηκε, έκανε ταξίδια στην Γερμανία και την Αυστρία. Η δολοφονία οργανώθηκε στο Βερολίνο ή στη Βιέννη» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας».

Ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, στα «Απομνημονεύματά» του, σημειώνει για το θέμα: «[…] Ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ έτρεφε πραγματικήν αντιπάθειαν προς τον Γερμανόν Αυτοκράτορα και ήτο ένθερμος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. […] Διεδόθη τότε ότι επρόκειτο (σ.σ.: ο Αλ. Σχινάς) περί αναρχικού και ανισόρροπου, αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν ήτο αληθές…


Ο διευθύνων τότε τας ανακρίσεις Β. Κανταρές, προσωπικός φίλος μου, μου εβεβαίωσεν επίσης την ακρίβειαν των ανωτέρω και μου εξέφρασε την πεποίθησί του ότι ο Σχινάς δεν ήτο ανισόρροπος ούτε αναρχικός, αλλ’ ότι υπήρξεν όργανον ανθρώπων οι οποίοι ενήργουν προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων ξένης δυνάμεως, η οποία είχε συμφέρον να θέση εκ ποδών τον αείμνηστον Βασιλέα Γεώργιον, ούτινος ήσαν γνωστά τα θερμά υπέρ της Αγγλίας αισθήματα. […]

Ακολουθών το γνωστόν αστυνομικόν δόγμα ''Ζήτησον τον ωφελούμενον του εγκλήματος'' και λαμβάνων υπόψη ότι μετά εν έτος εξ’ αφορμής μιας άλλης υπόπτου Βασιλικής δολοφονίας (του Αρχιδουκός της Αυστρίας εν Βοσνία), εξερράγη ο Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει το δικαίωμα πας τις να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι ο αείμνηστος Βασιλεύς έπεσε θύμα των εν τη Βαλκανική βλέψεων της Γερμανίας».

Αλλά και η αφήγηση του στρατηγού Λ. Παρασκευόπουλου στις «Αναμνήσεις» του, σχετικά με μια συνάντηση που είχε, μετά τη δολοφονία, με τον πρίγκιπα Νικόλαο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα:

«Η θλίψις μου εκ της αναμνήσεως του θανόντος πατρός του» αναφέρει ο Λ. Παρακευόπουλος «ήτο ακόμα ζωηρά, όπως επίσης ζωηρά ήσαν τα κατά της Γερμανίας αισθήματά του, τα οποία συνεμερίζετο με τον πατέρα του. Εις τας πρώτας μου λέξεις, ας τους απηύθυνα ίνα τον συλλυπηθώ και αποδοκιμάσω τον, ως ενόμιζον αναρχικόν, δολοφόνον Σχινάν, δακρύων διεμαρτυρήθη ζωηρότατα και μου ετόνισεν ότι η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον των αναρχικών, αλλ’ έργον πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων».

Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός πως ο τότε πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσσαλονίκη Κραλ φρόντιζε με παραπλανητικές πληροφορίες στον Τύπο να απομακρύνει κάθε υποψία για συμμετοχή της χώρας του στην υπόθεση, ενώ ως κρίσιμος κρίνεται και ο ρόλος του Γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα φον Βάγκεν Χάιμ. Αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρει, σχετικά, ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις»:

«Εις ‘Ελευθ. Βήμα’ (19 Μαρτ. 1927) εγράφησαν εκ πληροφοριών (ως βεβαιοί ο γράφων Α. Κ.) του πρώην υπουργού των Εξωτερικών Καλλέργη, όστις εγνώριζεν από τον Βασιλέα, (τα) περί των κατ’ αυτού ενεργειών του Γερμανού, Φον Βάγκεν Χάιμ. Και εν Κωνσταντινουπόλει βραδύτερον έμαθεν ότι η εκεί γερμανική πρεσβεία είχεν εργασθεί, εν εποχή, καθ’ ήν ο ίδιος υπηρέτει εν αυτή, περί της δολοφονίας του Γεωργίου.

Εκ του δημοσιεύματος τούτου, λαβών αφορμή, έμαθον ότι ο Βάγκεν Χάιμ ήτο εν Αθήναις και βραδύτερον εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς της Γερμανίας και ότι κατά την εδώ διαμονήν του είχεν την μεγάλην εμπιστοσύνην της Σοφίας, συζύγου του Κωνσταντίνου, ούτινος φίλοι τινές, πιστεύω εν αγνοία του, πολύ επόθουν να αντικατασταθεί όσον οιόν τε ταχύτερον ο Αγγλόφιλος πατήρ παρά του Γερμανόφιλου υιού του».


Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, ο Γερμανός πρέσβης είχε συναντηθεί, παλιότερα, με τον Αλ. Σχινά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το όπλο του φόνου (ένα μαυροβουνιώτικο περίστροφο) είχε δοθεί στον δράστη της δολοφονίας από φύλακα του Αυστριακού προξενείου. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό Γερμανοί ή Αυστριακοί πράκτορες να είχαν στρατολογήσει τον Αλ. Σχινά, που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, με την υπόσχεση ενός χρηματικού ποσού και να τον είχαν μετατρέψει σε πειθήνιο όργανό τους.

Στο πλαίσιο αυτό, ίσως ταιριάζει η άποψη πως ο Αλ. Σχινάς συνοδευόταν, την ώρα της δολοφονίας, από κάποιον Γερμανό ή Αυστριακό αξιωματικό, ίσως τον Σχινάζι. Επισημαίνεται, επίσης, πως ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση για τη δολοφονία, ενώ ο Κωνσταντίνος υποδείκνυε τον τρόπο της ανάκρισης, μια επέμβαση που, όπως τονίζει στο βιβλίο «Κωνσταντίνος» ο γραμματέας του Γ. Μελάς «εφάνη εις μερικούς κύκλους ως εντελώς ανάρμοστος».

Ακόμα, ο υπασπιστής του Γεωργίου, Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ αργότερα εστάλη στην Ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος, με την εντολή να μην επιστρέψει ποτέ. Πράγματι, ο Φραγκούδης παρέμεινε στις ΗΠΑ ως το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- για την υπόθεση.

Αυτοκτόνησε ή Δολοφονήθηκε ο Αλ. Σχινάς;

Μετά τις πρώτες εβδομάδες και καθώς η υπόθεση ήταν ιδιαζόντως σοβαρή, τις ανακρίσεις για τη δολοφονία ανέλαβαν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάμπρου, ο πρόεδρος Πρωτοδικών Βάσης και ο εισαγγελέας Εφετών Ρωμανός. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογράμμισε και το γεγονός ότι η Βασίλισσα Όλγα επισκέφθηκε δύο ή τρεις φορές τον Αλ. Σχινά στο κελί του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, μετά την τελευταία επίσκεψή της βγήκε από το κελί συντετριμμένη.

Πολλοί εκτιμούν ότι ο Αλ. Σχινάς τής είχε αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας. Η Όλγα δεν μίλησε σε κανέναν για το περιεχόμενο των συνομιλιών της με τον δράστη, παρά μόνο στον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος όμως ποτέ δεν τοποθετήθηκε ανοικτά για το θέμα αυτό. Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη μεραρχία του, τον είχαν ακούσει αργότερα να οικτίρει τους Αυστριακούς ως δολοφόνους του πατέρα του.

«Η ανάμιξις της αειμνήστου Βασιλίσσης Όλγας […] είναι σαφής απόδειξις ότι ευθύς αμέσως εισέδυσεν εις το πνεύμα της η υπόνοια ότι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος ευρίσκοντο πιθανώτατα ενταύθα και ήσαν πρόσωπα ισχυρά προ των οποίων θα εκάμπτετο και θα έκυπτεν η δικαιοσύνη. Προς διαλεύκανσιν του μυστηρίου η αξιοπρεπής και αγέρωχος Βασίλισσα, δεν εδίστασε να εισδύση μέχρι και αυτού του αθλίου δωματίου της ειρκτής και να αντικρίζη κατά μόνας τον απαίσιον δολοφόνον του πεφιλημένου συζύγου της» θα παρατηρήσει, αργότερα, ο Λ. Παρασκευόπουλος.


Εξάλλου, και ο Γεννάδιος Χατζηαποστόλου, που υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κατόπιν παράκλησης της Όλγας είχε επισκεφθεί τον Αλ. Σχινά στο κελί του για να τον εξομολογήσει, θα γράψει το 1962:

«Δις επεσκέφθην τον δολοφόνον, εντός μιας και της αυτής εβδομάδος, ευρόν δε τούτον κείμενον εντός ιδιαιτέρου δωματίου επί της τοποθετημένης επί του εδάφους σούστας κλίνης, και έχοντα πλησίον του πτυελοδοχείον δια τα πτύελά του, διότι ούτος ήτο φυματικός διανύων το δεύτερον στάδιον της ασθενείας ταύτης. […] [Ο Σχινάς] είπε ότι διεπνέετο […] υπό τοιούτων αρχών (σ.σ.: αναρχικών), αίτινες αποτελούσι την αιτίαν του εγκλήματος, αφορμή όμως της εκτελέσεως τούτου υπήρξε η επιδειχθείσα αστοργία και σκληρότης του Βασιλέως, έναντι των εκ της πενίας και δυστυχίας δεινοπαθημάτων του. […]

Μήπως υπό την πρόφασιν ταύτην, υποκρύπτεται άλλος σκοπός και εγένεσο όργανον ξένης προπαγάνδας, γείτονος Κράτους ή άλλης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Ευρωπαϊκής Δυνάμεως και προέβης εις το αποτρόπαιον έγκλημα με την βεβαιότητα, ότι εκλείποντος του αγρύπνου φρουρού της Μακεδονικής πρωτευούσης, Βασιλέως Γεωργίου, θα επέλθη ανατροπή της πολιτικής καταστάσεως και θα εξυπηρετηθώσι τα συμφέροντα ξένων ισχυροτέρων ίσως δυνάμεων.

Τότε ούτος επικαλούμενος θεούς και δαίμονας απέκρουε πάσαν τοιαύτην πρόθεσίν του και ισχυρίζετο ότι κατά τη γνώμη του είναι περιττοί οι Βασιλείς, τρεφόμενοι εκ του ιδρώτος του πενομένου λαού, εκδηλών τρόπον τινά αναρχικάς και αντικαθεστωτικάς ιδέας. […] Η σχηματισθείσα τότε γνώμη μου, την οποία και διετύπωσα εις την αείμνηστον Βασίλισσαν είναι ότι ο απαίσιος κακούργος ήτο αναρχικός και ως τοιούτος ίσως να εχρησίμευσεν ως όργανον ξένης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Δυνάμεως. […] Παρά την διακρίνουσαν δε αυτόν ευστροφίαν πνεύματος, περιείρχετο εις πολλάς και διαφόρους αντιφάσεις».

Καθώς, όμως, οι ανακρίσεις προχωρούσαν, ένα «απρόοπτο» γεγονός έκλεισε για πάντα το στόμα Αλ. Σχινά: έπεσε από το παράθυρο του ανακριτικού γραφείου και σκοτώθηκε ακαριαία. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ομιχλώδεις. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν πως ο Αλ. Σχινάς εκπαραθυρώθηκε από αστυνομικούς, μετά από προσωπική εντολή του Κ. Ρακτιβάν ή του πρίγκιπα Πέτρου, ενώ ορισμένοι άλλοι αναφέρουν ότι, στην πραγματικότητα και παρά την επίσημη ανακοίνωση, ο Αλ. Σχινάς εκτελέστηκε μυστικά σε κάποιο ερημικό σημείο, έξω από την πόλη.

Τα ερωτηματικά γύρω από το θάνατό του μεγάλωσαν και από το γεγονός πως το πτώμα του εξαφανίστηκε και μια πληροφορία πως είχε ταφεί στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής αποδείχθηκε ανακριβής.

Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, ο Β. Κανταρές δήλωνε για το θέμα: «Είμαι βέβαιος ότι ο Σχινάς δεν αυτοκτόνησε. Τον έριξε από το παράθυρο του διοικητηρίου ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής ύστερα από τις ανακοινώσεις που έκανε στη Βασίλισσα Όλγα. […] Όταν έφυγε η Βασίλισσα, δεν πέρασε πολλή ώρα και ο πρίγκιπας Νικόλαος μου ζήτησε τη δικογραφία».


Μετά τον θάνατο του Αλ. Σχινά, το τελευταίο στοιχείο που απέμενε και θα μπορούσε να οδηγήσει στους ηθικούς αυτουργούς -οι φάκελοι με το ανακριτικό υλικό- καταστράφηκε ολοσχερώς. Εκείνη την εποχή διαδόθηκε πως οι φάκελοι κάηκαν το 1914 όταν στο ατμόπλοιο «Ελευθερία», με το οποίο μεταφέρονταν στην Αθήνα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά.

Αν και η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν έγκυρο ερευνητή ή ιστορικό, είναι βέβαιο ότι, σε κάθε περίπτωση, όλα τα σχετικά με τη δολοφονία έγγραφα εξαφανίστηκαν και έτσι χάθηκε κάθε αξιόπιστο στοιχείο που θα μπορούσε να διαλευκάνει την υπόθεση. Όσοι κρύβονταν στο σκοτάδι της υπόθεσης, μπορούσαν πλέον να είναι ήσυχοι…

Πριν το Τέλος του Σχινά

Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Θεσσαλονίκη. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά συνοδευόμενη από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τη Βασιλική Οικογένεια και στις 20 Μαρτίου κηδεύτηκε στο Βασιλικό ανάκτορο του Τατοΐου Την εκφορά της σορού, που έγινε με όλες τις τιμές, παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Ήταν η πρώτη φορά που η Αθήνα σαν πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους γνώριζε τέτοια κοσμοσυρροή.

Όλη η πρωτεύουσα είχε πλημμυρίσει από ανθρώπους οι οποίοι, παρά τη γενικότερη διάθεση χαράς μετά την πρόσφατη νίκη στους Βαλκανικούς πολέμους και την εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε ο νέος Βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσαν να κρύψουν τη θλίψη τους για την απώλεια ενός συνετού και σώφρονος εστεμμένου, ο οποίος γνώριζε άριστα τους Έλληνες και πάσχισε για το καλό της χώρας, αν και συχνά παρεξέκλινε από το αυστηρό πνεύμα της κοινοβουλευτικής Βασιλείας.

Αρχικά όλοι πίστεψαν ότι πίσω από το δολοφόνο του Βασιλιά Αλέξανδρο Σχινά κρυβόταν η Βουλγαρία. Λιγότεροι έβλεπαν Γερμανικό δάκτυλο, ενώ υπήρχαν και άλλοι που πίστευαν ότι ο Σχινάς ήταν απλά παράφρων. Το μυστήριο που σκέπαζε τη δολοφονία του Γεωργίου, δεν έμελε να ξεδιαλύνει στα χρόνια που ακολούθησαν. Στην αρχή ο Σχινάς, το μόνο που δήλωσε, ήταν ότι ήταν σοσιαλιστής.

Μετά άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε Γερμανούς πράκτορες και τον ίδιο το Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε σε αποκαλύψεις κι ας έλεγε πως υπήρχαν άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα πίσω από τη δολοφονία. Δέχτηκε να αποκαλύψει τα πρόσωπα αυτά μόνο στη βασίλισσα Όλγα, η οποία ήρθε στο Διοικητήριο κι έμεινε ώρες μαζί του.

Τον επισκέφτηκε δύο ή τρεις φορές και την τελευταία φορά που έβγαινε από το δωμάτιο που ο Σχινάς κρατούνταν, λένε όσοι τη συνάντησαν, πως ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη. Ακόμα κι αν ο Σχινάς της είχε αποκαλύψει ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του συζύγου της, εκείνη με τη σειρά της δεν το αποκάλυψε ποτέ και σε κανέναν.


Οι Ελληνικές αρχές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο δολοφόνος δεν ήταν παράφρων, αντίθετα ήταν πολύ καλά στα μυαλά του, το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι υποστήριζε ο Αυστριακός πρόξενος που είχε χαρακτηρίσει το Σχινά σαν ψυχονευρωτικό, ανισόρροπο και ηθικά διεφθαρμένο. Λίγη ώρα μετά την αναχώρηση της Βασίλισσας, σ’ εκείνη την τελευταία συνάντησή τους, ο Σχινάς πήδησε από ένα παράθυρο του Διοικητηρίου και σκοτώθηκε. Δόθηκε η επίσημη εξήγηση ότι αυτοκτόνησε.

Οι Πολιτικές Συνέπειες

Εν κατακλείδι και σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου επιδίωξε από την αρχή να «κλείσει» την υπόθεση της δολοφονίας στη βάση της θεωρίας του «μοναχικού και παράφρονα» δολοφόνου που έδρασε από, αποκλειστικώς, προσωπικά κίνητρα, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος των Γερμανών και των Αυστριακών.

Σε αυτή την περίπτωση, ήταν πολύ πιθανό να προκληθεί αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας και της βαλκανικής χερσονήσου, με την Θεσσαλονίκη να κινδυνεύει άμεσα. Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι θα έσπευδαν να επωφεληθούν, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (πολεμικά πλοία των οποίων είχαν καταπλεύσει, εκείνη την εποχή, στο λιμάνι της πόλης), χωρίς προσχήματα πλέον, δεν θα δίσταζαν να επιβάλλουν τη θέλησή τους με τη «λογική των κανονιοφόρων».

Έτσι, ο Ελ. Βενιζέλος προτίμησε να κερδίσει την Θεσσαλονίκη και να χάσει ένα Βασιλιά. Όμως, η στάση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού πρόσφερε μόνο προσωρινά πολιτικά και διπλωματικά οφέλη. Οι περισσότεροι ιστορικοί συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως αν ζούσε ο μετριοπαθής Γεώργιος, ο οποίος στο παρελθόν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς εθνικές κρίσεις, ενδεχομένως να μην είχε οδηγηθεί η χώρα στον Εθνικό Διχασμό και να ήταν διαφορετικές οι μετέπειτα εξελίξεις στο χώρο της Μικράς Ασίας.

Ο Αλέξανδρος Σχινάς

Ο Αλέξανδρος Σχινάς ήταν Έλληνας αναρχικός. Η καταγωγή του είναι ασαφής. Πιθανότατα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1870 από πατέρα παντοπώλη από το Λιτόχωρο που άλλοτε λεγόταν Φλόκας. Η μητέρα του ήταν μάλλον Βουλγάρα από τις Σέρρες. Η εμφάνισή του δεν συμβάδιζε με το μορφωτικό του επίπεδο. Είχε κάνει σπουδές Ιατρικής στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο της Αθήνας, για τις οποίες ήταν περήφανος και είχε και θείο γιατρό. Μιλούσε πολύ καλά την καθαρεύουσα, η σκέψη του ήταν διαυγής και ήξερε πολύ καλά τα Γαλλικά. Είχε ταξιδέψει αρκετά και στο εξωτερικό.

Είχε μόνιμη μανία καταδιώξεως και νόμιζε ότι συνεχώς τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν. Όντας ομοφυλόφιλος, είχε συνάψει σχέσεις με άνδρες από ποικίλες κοινωνικές τάξεις, τους οποίους εκβίαζε για να βγάζει τα προς το ζην. Για τον ίδιο λόγο είχε κάνει μικροαπάτες και χαρτόπαιζε. Δήλωνε σοσιαλιστής και διεθνιστής. Μια Τουρκική εφημερίδα έγραψε ότι ήταν και κομιτατζής, γνωστός ως Αλέξιος Κνιάζωφ, καταδικασθείς ερήμην εις θάνατον το 1902 από το Κακουργιοδικείο Μοναστηρίου.

Στις 5 του Μάρτη του 1913, γύρω στις 5 και τέταρτο το απόγευμα, ο Σχινάς, που τότε ήταν περίπου 40 ετών, πυροβόλησε, χωρίς καμία προηγούμενη προειδοποίηση το Βασιλιά Γεώργιο Α΄ μία φορά, καθώς αυτός έκανε τη συνηθισμένη απογευματινή του βόλτα στην περιοχή του Λευκού Πύργου. Η σφαίρα έπληξε την καρδιά και τους πνεύμονες του μονάρχη, πληγώνοντάς τον θανάσιμα. Μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκρός.


Ο Σχινάς συνελήφθει αμέσως από τον Φραγκούδη κι ας προσπάθησε να πυροβολήσει και εναντίον του, αρνήθηκε όμως να πει οτιδήποτε για τους λόγους της ενέργειάς του στους χωροφύλακες. Όταν ρωτήθηκε από έναν αξιωματικό «αν δεν λυπάται καθόλου την πατρίδα του», αυτός απάντησε πως «είναι ενάντια στα κράτη και τις κυβερνήσεις».

Στις ανακρίσεις έδειχνε ευφυΐα και θόλωνε τα νερά. Έφαγε πολύ ξύλο, μα δεν αποκάλυψε τίποτα, συνέχεια αποκάλυπτε διάφορα ονόματα εραστών του. Κάποια στιγμή ειπώθηκε ότι το όπλο τού το έδωσε Βούλγαρος αξιωματικός. Μετά ισχυρίστηκε ότι είχε συνάψει ερωτική σχέση και με τον υπασπιστή του Βασιλιά, αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Φραγκούδη!

Ο Σχινάς -ο οποίος υπέφερε από φυματίωση- βασανίστηκε κατά την διάρκεια της νύχτας που ακολούθησε, στο τότε κτίριο του διοικητηρίου όπου κρατούνταν, αρνούμενος όμως να αποκαλύψει ονόματα τυχόν συνεργών του. Κατά κάποιο τρόπο υπερηφανευόταν για τη δολοφονία, η οποία θα του χάριζε έλεγε, μια θέση στην Ιστορία και δήλωσε ότι θα πει την αλήθεια μόνο στη Βασίλισσα Όλγα. Εκείνη πήγε να τον βρει στη φυλακή. Ο Σχινάς της είπε, θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα νερά, ότι ιθύνων νους της δολοφονίας ήταν ο ίδιος ο… Γεώργιος!

Η Ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε πως ο δράστης ήταν αλκοολικός και πυροβόλησε το Βασιλιά με μοναδικό κίνητρο τη ληστεία. Στις 6 Μαΐου, λίγες βδομάδες μετά τη σύλληψή του και λίγο πριν οδηγηθεί στο δικαστήριο, ο Σχινάς αυτοκτόνησε πηδώντας από το ανοιχτό παράθυρο του διοικητηρίου. Αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία. Ο Σχινάς εκείνη τη μέρα «εκπαραθυρώθηκε» από τη χωροφυλακή από το ανοιχτό παράθυρο.

Αυτός που τον έσπρωξε έξω, σύμφωνα με μια μαρτυρία του ανακριτή της υπόθεσης Βασίλη Κανταρέ, ήταν ένας ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής. Οι φάκελοι της ανάκρισης της υπόθεσης από την άλλη καταστράφηκαν, όταν στο ατμόπλοιο ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το οποίο βρίσκονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στο οποίο φυλασσόταν για να μεταφερθούν στον Πειραιά, εκδηλώθηκε πυρκαγιά.

Η πυρκαγιά κατέστρεψε κυρίως την καμπίνα όπου φυλάσσονταν οι προανακριτικοί φάκελοι. Εικάζεται πως πίσω από αυτή την ενέργεια βρισκόταν η κυβέρνηση σε μια προσπάθειά της να καλύψει τα πολιτικά κίνητρα της υπόθεσης.

Η Εκπαραθύρωση του Σχινά

Μέσα σε αυτό το κλίμα που επικρατούσε τις πρώτες εβδομάδες ύστερα από τη δολοφονία του Γεώργιου Α΄ και καθώς η υπόθεση ήταν ιδιαζόντως σοβαρή, τις ανακρίσεις για τη δολοφονία ανέλαβαν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάμπρου, ο πρόεδρος Πρωτοδικών Βάσης και ο εισαγγελέας Εφετών Ρωμανός. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογράμμισε και το γεγονός ότι η βασίλισσα Όλγα επισκέφθηκε δύο ή τρεις φορές τον Αλ. Σχινά στο κελί του.


Και μια Διαφορετική… Μεταφυσική Ερμηνεία

Για το θάνατο του Γεωργίου, αμέσως επικράτησε και μια μεταφυσική ερμηνεία, συνδεδεμένη με τη δεισιδαιμονία περί τον αριθμό 13. Ο ίδιος ο Μονάρχης, απέφευγε να ορκίζει στις 13 κάθε μηνός κυβερνήσεις και υπουργούς αλλά και να παίρνει σοβαρές αποφάσεις. Το έτος της δολοφονίας του έληγε σε 13. Τα χρόνια που βασίλεψε ήταν 49 και η πρόσθεση των αριθμών 4 συν 9 μας δίνει άθροισμα 13 !!.

Δεν λίγοι και εκείνοι, που πιστεύουν, πώς αν δεν εξέλιπε τότε ο Βασιλιάς Γεώργιος, δεν θα ακολουθούσε η σύγκρουση Βενιζέλου- Κωνσταντίνου, που οδήγησε τη χώρα στον Διχασμό με όλες τις τραγικές συνέπειες που ακόμη τις πληρώνει η Ελλάδα.

Το Συμβάν από Περιγραφές του Τύπου της Εποχής 

Σφράγισε την Ενότητα Μεταξύ των Εθνοτήτων της Θεσσαλονίκης

Aν για τον Οθωμανό σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ (1842-1918) η Θεσσαλονίκη ήταν τόπος εξορίας και ονείδους, για τον Βασιλιά Γεώργιο Α' (1845-1913) η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν τόπος μεγαλείου και δόξας, δυστυχώς όμως και μαρτυρίου.

 Ενώ λοιπόν ο Αβδούλ Χαμίτ, ο αποκαλούμενος και "Κόκκινος Σουλτάνος", δηλαδή αιμοσταγής, εκθρονίστηκε από τους Νεότουρκους και απεστάλη "πακεταρισμένος" σε σφραγισμένο βαγόνι τον Απρίλιο του 1909 στη Θεσσαλονίκη, ώστε να βρίσκεται μακριά από την πρωτεύουσα, για τον Βασιλιά Γεώργιο η έλευσή του στην πόλη ήταν το απόγειο ολόκληρης της ζωής και της Βασιλείας του.

Ο Γεώργιος, μόλις τρία χρόνια μετά την έλευση του Αβδούλ Χαμίτ στην πόλη, μπήκε στη Θεσσαλονίκη ως απελευθερωτής και θριαμβευτής αλλά και ως εγγυητής της ελευθερίας της. (Ο Αβδούλ Χαμίτ φυγαδεύτηκε από τη Θεσσαλονίκη λίγες μέρες πριν από την είσοδο του Γεωργίου στην πόλη μαζί με τους δύο γιους του και καμιά δεκαπενταριά χανούμισσες του χαρεμιού του.)

Αυτό προφανώς σήμαινε η παρατεταμένη, τετράμηνη παραμονή του στην πόλη, δηλαδή την εμπέδωση από φίλους και εχθρούς πως η Θεσσαλονίκη μετά από 482 χρόνια σκλαβιάς ήταν πλέον ενσωματωμένη στον Ελληνικό κορμό, στο νέο Ελληνικό κράτος. Και περαιτέρω, η προσωρινή έστω εγκατάστασή του αυτή στην πόλη κατά κάποιον τρόπο μετέτρεπε τη Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα της Ελλάδας. Το αρχοντικό μάλιστα Χατζηλαζάρου, στην περιοχή της Ανάληψης, στο οποίο εγκαταστάθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος, χαρακτηρίστηκε αμέσως "Ανάκτορα".

Σε καμιά όμως περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντίστοιχα η βίλα Αλλατίνη, στην οποία κατέλυσε ο Αβδούλ Χαμίτ και η λοιπή συνοδεία του. Άλλωστε ο εγκλεισμός και ο περιορισμός του στον χώρο αυτό ουσιαστικά σηματοδοτούσε τη φυλάκιση και τα όρια της φυλακής του.


Αντίθετα ο Γεώργιος κυκλοφορούσε ελεύθερος μέσα στην πόλη και μάλιστα χωρίς τις ενδεδειγμένες προφυλάξεις και αρνούμενος να δεχθεί περαιτέρω προστασία, αρκούμενος στον υπασπιστή του και σε μια διακριτική επιτήρηση δύο κρητικών χωροφυλάκων. Έτσι, στις 5 Μαρτίου 1913 ο Αλέξανδρος Σχοινάς βρήκε σχεδόν ανυπεράσπιστο τον Γεώργιο μετά το πέρας της απογευματινής του βόλτας και κατά την επιστροφή του από τον Λευκό Πύργο στα "Ανάκτορα".

Η απρόσμενη δολοφονία του ελευθερωτή Βασιλιά πριν ακόμη κοπάσουν οι πανηγυρισμοί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (23 Φεβρουαρίου 1913) και την ενσωμάτωσή τους στον διευρυμένο πλέον εθνικό κορμό ήταν πράγματι μια απροσδόκητη τραγωδία.

Στο άκουσμα της δολοφονίας του Βασιλιά οι πιο θερμόαιμοι θεώρησαν πως το ανοσιούργημα αυτό ήταν έργο των Μουσουλμάνων, κι έτσι εννέα άτομα της Οθωμανικής κοινότητας σκοτώθηκαν. Αμέσως όμως ο πρίγκιπας Νικόλαος διέταξε να διαδοθεί πως ο δολοφόνος του πατέρα του ήταν Έλληνας, ενώ συγχρόνως απαγόρευσε και τη ρίψη πυροβολισμών. Και τότε η κατάσταση εξομαλύνθηκε αμέσως.

Βεβαίως για πολλούς ερευνητές παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστα τα αίτια της ενέργειας του "αναρχικού", "σοσιαλιστή" ή "κολοκυνθιστή" (όπως δήλωσε ο ίδιος στη "Μακεδονία") Αλέξανδρου Σχοινά. Ο Βασιλοκτόνος αυτοκτόνησε ή "εκπαραθυρώθηκε" στις αρχές Απριλίου του ίδιου έτους από το Διοικητήριο, στο οποίο ήταν φυλακισμένος, ενώ κάηκαν και τα αρχεία της ανάκρισης, τα οποία μεταφέρονταν με πλοίο στην Αθήνα. Επίσης δεν έγινε ποτέ γνωστό τι διημείφθη κατά τη συνάντηση του Βασιλοκτόνου και της Βασίλισσας Όλγας, χήρας του Γεωργίου Α'.

Έτσι, οι θεωρίες συνωμοσίας για την εμπλοκή Βουλγάρων και Γερμανών ακόμη αιωρούνται. Όσο για την ατμόσφαιρα στην πόλη από την ημέρα της δολοφονίας μέχρι τη μεταφορά της σορού του Βασιλιά Γεωργίου στην Αθήνα, μπορείτε να διαβάσετε τα κείμενα που ακολουθούν, τα οποία προέρχονται από την αρθρογραφία και ειδησεογραφία της εφημερίδας "Μακεδονία", από τις 6 έως τις 13 Μαρτίου του 1913. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμμετοχή των διαφόρων εθνοτήτων της πόλης στο πένθος, η διεθνής συμμετοχή και πάνω απ' όλα η θλίψη των μουσουλμάνων προσφύγων για την απώλεια του προστάτη τους. Έτσι, ο Αγαθότατος -όπως χαρακτηρίστηκε- Βασιλιάς Γεώργιος Α' σφράγισε με το αίμα του την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, όπως και τη σφυρηλάτηση της ενότητας μεταξύ των εθνοτήτων της πόλης. Αντιθέτως, ο εκθρονισθείς Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ έμεινε γνωστός για τη σφαγή των Αρμενίων.


Η Μεγάλη Συμφορά

Η Στυγερά Δολοφονία της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως Γεωργίου Αι Τελευταίαι Στιγμαί της Α.Μ. - Πώς Εξέπνευσεν

Η χθεσινή ημέρα υπήρξεν αποφράς ημέρα διά τον Ελληνισμόν. Έπληξεν αυτόν συμφορά εξ εκείνων, αι οποίαι προξενούν κεραυνοβόλον κατάπληξιν και γεννούν την βαθυτέραν οδύνην. Εδολοφονήθη η Α.Μ. (Αυτού Μεγαλειότης) ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α' ενώ αμέριμνος και φιλομειδής περιεπάτει, και εξέπνευσεν εν μέσω δύο στρατιωτών σφίγγων την χείρα του ενός εξ αυτών. Απέθανεν η Α.Μ. ο Βασιλεύς τον τραγικώτερον μεν αλλά και τον ωραιότερον θάνατον. Υπό την σφαίρα μεν ενός δολοφόνου αλλ' εν τω μέσω δύο εκ των γενναίων και νικηφόρων τέκνων του.

Την 8ην εσπερινήν ώρα της χθες κατ' εντολήν των Αρχών εξεδώσαμεν εν παραρτήματι το εξής επίσημον ανακοινωθέν:

''Σήμερον περί ώραν 5½ μ.μ. η Α.Μ. ο Βασιλεύς Γεώργιος επλήγη υπό δολοφόνου χειρός παρά την θέσιν Πασά Λιμάν-Κερίμ Εφέντη - καθ' ον χρόνον είχεν εξέλθει εις περίπατον. Ο φονεύς συνελήφθη και είναι δυστυχώς Έλλην έκφυλος ονόματι Αλέξανδρος Σχοινάς (Σχινάς).

Ο θανάσιμος περίπατος Περί την 3ην μ.μ. ώρα η Α.Μ. ο Βασιλεύς εξήλθεν εκ των Ανακτόρων συνοδεία του υπασπιστού Του Φραγκούδη πεζή εις περίπατον, ο οποίος φευεπέπρωτο να είναι ο τελευταίος Του περίπατος. Είχε μεταβή μέχρι Λευκού Πύργου η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ενώ επέστρεφεν εις τα Ανάκτορα παρά την θέσιν Πασά Λιμάν εύρε το μοιραίον τέλος''.


Αι Τελευταίαι Ώραι του Βασιλέως

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς κατά τον θανάσιμον περίπατόν του μετέβη εις την πλατείαν του Λευκού Πύργου, ως είπομεν. Εκεί η Α.Μ. έμεινεν επί τινα λεπτά και ενώ ήκουσε την παιανίζουσαν μουσικήν της φρουράς συνωμίλει, φιλομειδέστατος και ροδαλότατος, με στρατιώτας κάμνων θεωρίαν εις αυτούς περί χαιρετισμού εις τον Βασιλέα.

Ολίγα λεπτά προ της δολοφονίας και εις απόστασιν ολίγων βημάτων από του τόπου αυτής ένα Τουρκόπουλο μικρό, έτεινε την χείρα προς την Α.Μ. τον Βασιλέα. Ο Βασιλεύς εσταμάτησεν, είπε τω υπασπιστή του να δώση εν κερμάτιον και εθώπευσε το μικρό Τουρκόπουλο.

Είχε φθάσει η Α.Μ. ο Βασιλεύς ακριβώς εις την θέσιν όπου η οδός των Πύργων διασταυρούται μετά της οδού Αγίας Τριάδος, βαδίζων επί του δεξιού τω μεταβαίνοντι πεζοδρομίου ότε άνθρωπός τις ενεδρεύων εκεί από πολλού, ως εξηκριβώθη κατόπιν, επλησίασεν εκ των όπισθεν, και εξαγαγών αστραπιαίως περίστροφον επυροβόλησεν εκ των όπισθεν κατά της Α.Μ. του Βασιλέως, όστις έπεσεν αμέσως κατά γης.

Και κατά του υπασπιστού Ακολούθως ο δολοφόνος έστρεψε το περίστροφόν του κατά του υπασπιστού κ. Φραγκούδη και επίεσε την σκανδάλην. Αλλά η σφαίρα έπαθεν εξ αφλογιστίας και ο κ. Φραγκούδης εσώθη, ενώ ο δολοφόνος ετρέπετο εις φυγήν προς την αδιέξοδον πάροδον της Αγίας Τριάδος, κλειομένην από της θαλάσσης.


Και ενώ οι δύο Κρήτες χωροφύλακες, οίτινες παρηκολούθουν τον Βασιλέα εξ αποστάσεως βοηθούμενοι υπό τινων παρατυχόντων στρατιωτών συνέλαβον και αφώπλισαν τον δολοφόνον, ο υπασπιστής κ. Φραγκούδης μετέφερε την Α.Μ. τον Βασιλέα εις το παντοπωλείον του Ισραηλίτου Ισχά, προ του οποίου εγένετο η δολοφονία, και ενώ ο παντοπώλης υπεβάσταζε την Α. Μεγαλειότητα, ο κ. Φραγκούδης ο οποίος ενόμιζεν ότι το τραύμα είνε επιπόλαιον παρέσχε τας πρώτας βοηθείας.

Αυτόπτης μάρτυς ως εξής αφηγείται τα της δολοφονίας του Βασιλέως

''Μετά τον πυροβολισμόν του δολοφόνου ο υπασπιστής κ. Φραγκούδης στρέψας αντελήφθη άνθρωπον κρατούντα υψωμένον περίστροφον και ετοιμαζόμενον να πυροβολήσει εκ δευτέρου. Δι' ενός πηδήματος ο κ. Φραγκούδης ευρέθη επί του δολοφόνου του οποίου ήρπασε την χείρα δι' ης εκράτει το περίστροφον. Ο δολοφόνος προσεπάθησε τότε να πυροβολήση και κατά του κ. Φραγκούδη, στηρίζων την κάνην του περιστρόφου επί του στήθους του. 

Αλλ' ήδη είχε κατορθώση ο κ. Φραγκούδης να παραλύση την χείρα του δολοφόνου και του αρπάση το όπλον, συγχρόνως δε περισφίγγων αυτόν εκ του λαιμού τον παρέδωκε ο ίδιος εις τους πρώτους καταφθάσαντας στρατιώτας και χωροφύλακας με την διαταγήν να τον προστατεύσουν από το εκμανέν πλήθος. Ταύτα πάντα εγένοντο αστραπιαίως.'' 

Όταν ο κ. Φραγκούδης εστράφη προς τον Βασιλέα, ελπίζων ότι η ριφθείσα σφαίρα είχεν αστοχήσει, είδε την Α.Μ. υποβασταζομένην υπό στρατιωτών, εκάλεσε δε πάραυτα την πρώτην διερχομένην άμαξαν εφ' ης ετοποθέτησε τον Βασιλέα, την κεφαλήν του οποίου υπεστήριζε μέχρι του Νοσοκομείου διά των βραχιόνων του.

Τις προέλαβεν η εκ μέρους του κ. Φραγκούδη ασφαλής παράδοσις του δολοφόνου εις χείρας των στρατιωτών, είνε εύκολον να το μαντεύση τις, αρκεί να υπολογίση την κρισιμότητα της στιγμής εκείνης, καθ' ην πάντες είχον εκμανή κατά του οικτρού δολοφόνου, χωρίς να έχη εξακριβωθή η ιδιότης του.

Το τραύμα της Α.Μ. του Βασιλέως είνε διαμπερές. Η σφαίρα, ριφθείσα εξ αποστάσεως ενός μόλις μέτρου, εισήλθεν εκ της αριστεράς ωμοπλάτης και εξήλθε άνωθεν του στομάχου. Το περίστροφον του δολοφόνου ήτο μεγάλο και ασφαλές, συστήματος "Καραντά" (Μαυροβουνιωτικού) πεντάσφαιρον δε. Ο βασιλεύς εκπνέων Τρία λεπτά μετά τον τραυματισμόν του η Α.Μ. ο Βασιλεύς αναίσθητος πάντοτε μετεφέρθη επί αμάξης διά να οδηγηθή εις το νοσοκομείον.

Αλλ' αμέσως σχεδόν η Α.Μ. εξέπνευσε. Δεν επρόφθασεν η Α.Μ. να προφέρη ουδέ λέξιν. Ήνοιξε μόνον ολίγον τους οφθαλμούς και ενώ έσφιγγεν την χείρα του ενός των δύο υποβασταζόντων αυτόν στρατιωτών ευχαριστών τρόπον τινα αυτόν παρέδωκε την λευκήν ψυχήν του εις τον Πλάστην. Το ιερόν και τετιμημένον σκήνος του Βασιλέως μετεφέρθη εις το Παπάφειον Ορφανοτροφείον το μεταβεβλημένον εις Νοσοκομείον και εναπετέθη εκεί.


Εις το Ορφανοτροφείον Ο νεκρός του Βασιλέως εναπετέθη εις την αίθουσαν της υποδοχής, οι δε παρατυχόντες εκεί ιατροί επιστοποίησαν τον θάνατον. Αμέσως δε ενώ ο κόσμος άπειρος και στρατιώται πολλοί και αξιωματικοί έσπευδον και περιεκύκλουν το Ορφανοτροφείον (είχε διαμορφωθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο), εις αυτό έσπευδον ειδοποιηθέντες τηλεφωνικώς η Α.Β.Υ. (Αυτού Βασιλική Υψηλότης) ο πρίγκηψ Νικόλαος, οι μέραρχοι κ.κ. Μανουσογιαννάκης και Σωτήλης, ο κ. Ρακτιβάν, ο Νομάρχης και πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι.

Κατά την γενομένην ταρίχευσιν του σεπτού νεκρού ευρέθη εις τα ασπρόρρουχα η επιφέρασα τον θάνατον σφαίρα αρκετού μεγέθους.

Ο Βασιλεύς Απέθανε, Ζήτω ο Βασιλεύς

Περί την 6:30 ώραν η Α.Β.Υ. ο Πρίγκιψ Νικόλαος καλέσας από του εξώστου τους εκεί (στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο) συγκεντρωμένους αξιωματικούς και πολιτικούς υπαλλήλους με λυγμούς κρατών μανδήλιον εις την χείρα είπε:

"Με βαθύν πόνον εις την ψυχήν και την καρδίαν σας αναγγέλλω τον θάνατον του Σεπτού Βασιλέως μας και πεφιλημένου μου πατρός. Σας προσκαλώ να ορκισθήτε πίστιν εις τον νέον μας Βασιλέα Κωνσταντίνον".

Και ενώ ο Πρίγκιψ λέγων τας τελευταίας του λέξεις επνίγετο υπό λυγμών και εκλονίζετο, οι αξιωματικοί και πολιτικοί ύψωσαν την δεξιάν χείρα και ωρκίσθησαν. Το Σεπτόν του Βασιλέως σκήνος εταριχεύθη διά διάρκειαν ενός μηνός. Ο δε νεκρικός θάλαμος επληρώθη από άφθονα μυροβόλα άνθη.

Η θλιβερωτάτη είδησις της δολοφονίας της Α.Μ. του Βασιλέως αστραπιαίως διεδόθη εις την πόλιν, πλήθος δε κόσμου, αξιωματικοί, στρατιώται και πολίται πεζή επί των τροχιοδρόμων και εφ' αμαξών έσπευδον εις τον τόπον του εγκλήματος ωχροί πάντες και συγκεκινημένοι, πολλοί δε κλαίοντες και ηρώτων αν ζη ή απέθανεν η Α. Μεγαλειότης και πώς συνέβη ο φόνος. Αμέσως δε έφθασε και ισχυρά δύναμις χωροφυλακής, ήτις εφρούρησε μεν το κατάστημα εν τω οποίω εφυλάσσετο ο δολοφόνος, κατελάμβανε δε τας πέριξ παρόδους.

Ευθύς ως εγνώσθη η απαισία είδησις της στυγεράς δολοφονίας, άπασα η αγορά έκλεισεν αμέσως εις ένδειξιν πένθους, γενική κατήφεια και άφατον πένθος ηπλώθη εφ' όλης της πόλεως, εις όλων δε τα πρόσωπα διεχύθη αμέσως έκφρασις βαθυτάτης θλίψεως.


Μόλις έλαβον γνώσιν του θανάτου του Βασιλέως πάντες οι πρόξενοι της πόλεώς μας μετέβησαν εν σώματι εις το Νοσοκομείον, όπου συνελυπήθησαν την Α.Υ. (Αυτού Υψηλότητα) τον Πρίγκηπα Νικόλαον. Επίσης μετέβη και ο Σέρβος αντισυνταγματάρχης κ. Βάσιτς εκφράσας τα θερμά του συλλυπητήρια εις την Α.Υ. τον Πρίγκιπα Νικόλαον.

Ο Σεπτός Νεκρός εις τα Ανάκτορα 

Την 9:30 εσπερινήν ώραν ο σεπτός νεκρός της Α.Μ. του Βασιλέως, αφού προηγουμένως εταριχεύθη μετεφέρθη από του Ορφανοτροφείου εις τα ανάκτορα. Ο σεπτός νεκρός ετοποθετήθη επί ιδιαιτέρου φορείου, το οποίον εκράτουν η Α.Β.Υ. ο Πρίγκηψ Νικόλαος και ανώτεροι αξιωματικοί ασκεπείς πάντες, παρηκολούθουν δε οι επίσημοι πολλοί αξιωματικοί, ο εν τη πόλει μας Γεν. Πρόξενος της Ρωσσίας κ. Μπελάγιεφ, στρατιωτικόν απόσπασμα και η ανακτορική φρουρά με ανεστραμμένα τα όπλα εις ένδειξιν πένθους.

Ο σεπτός νεκρός μεταφερθείς εις τα ανάκτορα ετοποθετήθη εις την εν τω κάτω πατώματι αίθουσαν και ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης έψαλλε το Τρισάγιον, ακολούθως δε η Α.Β.Υ. ο Πρίγκηψ Νικόλαος εδέχθη τα συλλυπητήρια της Α.Π. (Αυτού Παναγιότητος) του Μητροπολίτου (Γενναδίου), του κ. υπουργού, του κ. Νομάρχου, του Ρώσσου Προξένου κ. Μπελάγιεφ και όλων των ανωτέρων πολιτικών και στρατιωτικών. Κατόπιν ο Σεπτός Νεκρός μετεφέρθη εις μίαν αίθουσαν του άνω πατώματος, τέσσαρες δε ιερείς καθ' όλην την νύκτα ηγρύπνησαν αναγινώσκοντες το ψαλτήριον.

Ο Σεπτός Νεκρός της Α.Μ. του Βασιλέως είναι τοποθετημένος εις την μεγάλην αίθουσαν του άνω πατώματος. Φέρει μικράν στολή στρατηγού και είνε κεκαλυμμένος μέχρι της κεφαλής διά της Ελληνικής σημαίας. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Α.Μ. δεν είναι διόλου σχεδόν ηλλοιωμένα, η δε ωχρότης, η οποία καλύπτει το σεπτόν πρόσωπον είναι σχετικώς μικρά. Ένα μειδίαμα πλανάται εις τα χείλη του Μεγάλου νεκρού, το μειδίαμα δια του οποίου αντίκρυσε τον θάνατον.

Παρά τον νεκρόν μένουν πάντοτε τέσσαρες ιερείς οι οποίοι ψάλλουν (διαβάζουν) το ψαλτήριον, δις δε χθες μετέβη η Α.Π. ο μητροπολίτης και ανέγνωσε νεκρωσίμους ευχάς.

Την Παραμονήν του Στυγερού Εγκλήματος

Εγνώσθη ότι την παραμονήν της δολοφονίας κατά την νύκτα της Δευτέρας εδίδετο εις τα Ανάκτορα ιδιαιτέρα κινηματογραφική παράστασις καθ' ην προεβλήθη μια ταινία τραγική εν τη οποία το εγχειρίδιον (το μαχαίρι) και το περίστροφον έπαιζον μέγαν ρόλον. Ο Βασιλεύς μη αρεσκόμενος εις το θέαμα τούτο απεσύρθη λέγων: "Δεν αγαπώ το είδος τούτο των θεαμάτων". Και την επομένην ακριβώς έπιπτε θύμα της απαισίας δολοφονίας.

Ο Νεκρός Βασιλεύς

Η Α.Μ. ο Νεκρός Βασιλεύς Γεώργιος ο Α', Γόνος του Αρχαιοτάτου Ηγεμονικού Οίκου των Γκλούκσμπουργ, ήτο υιός τριτότοκος του Βασιλέως της Δανίας Χριστιανού. Εγεννήθη εν Κοπεγχάγη τη 12 Δεκεμβρίου τω 1845, εξελέγη δε Βασιλεύς των Ελλήνων υπό της Ελληνικής Εθνοσυνελεύσεως και απεδέχθη το Ελληνικόν Στέμμα δυνάμει πρωτοκόλλου υπογραφέντες εν Λονδίνω κατά Μάιον του 1863 υπό των τριών προστατίδων της Ελλάδος Δυνάμεων, της Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσσίας. Ανέλαβε δε την Βασιλείαν τη 25 Μαΐου τω 1863.

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς παραλαβών υπό το σκήπτρον την Ελλάδα μικράν είδεν αυτήν μεγαλυνθείσαν και πολλαπλασιασθείσαν, όπως δε υπήρξεν ευτυχέστατος Βασιλεύς υπήρξε και αγαθότατος αλλά και δημοφιλέστατος.

Η Άφιξη της Σορού του Γεωργίου Α΄ στον Πειραιά 

Στις 5 Μαρτίου του 1913 (ή 13 Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο), ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του Ταγματάρχη Φραγκούδη, ενώ βάδιζε από την οικία του, προκειμένου να πραγματοποιήσει εθιμοτυπική επίσκεψη στον Γερμανό Ναύαρχο Γκρόπφεν, στο πολεμικό πλοίο "ΓΚΕΜΠΕΝ" που βρίσκονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, δέχθηκε την βολή πυροβόλου όπλου από μικρή απόσταση από τον Γεώργιο Σχοινά. Αμέσως μεταφέρθηκε στο ιατρείο του "Παπάφειου Ιδρύματος" αλλά οι ιατροί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν βοήθεια καθώς ήταν ήδη νεκρός.


Αφού η σωρός του παρέμεινε για λαϊκό προσκύνημα αρκετές μέρες στην Θεσσαλονίκη, τελικά μεταφέρθηκε στον Πειραιά, με την βασιλική θαλαμηγό "Αμφιτρίτη" στην οποία επενέβαιναν και τα άλλα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας καθώς και πολλοί Αξιωματούχοι. Την "Αμφιτρίτη" συνόδευαν ο "Πάνθηρ" "Νέα Γενεά" και "Σφενδόνη" αλλά και πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων.

Θυμίζουμε ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1898 κατεβαίνοντας με άμαξα ο Γεώργιος στον Πειραιά (στην Περιοχή του Φαλήρου) είχε δεχθεί δολοφονική επίθεση στην θέση Ανάλατος στην Λεωφόρο Συγγρού, στο σημείο που βρίσκεται μέχρι σήμερα το εκκλησάκι του Άγιου Σώστη, το οποίο ανεγέρθηκε και έλαβε αυτό το όνομα για να θυμίζει την απόπειρα δολοφονίας του.

Κι αν η κάθοδος στον Πειραιά στάθηκε άτυχη για τον Γεώργιο στην περίπτωση της απόπειρας του 1898, ο Πειραιάς τελικά ήταν γραμμένο να τον υποδεχθεί νεκρό το 1913. Στις 20 Μαρτίου (ή 2 Απριλίου ν.η.) στην Βασιλική αποβάθρα λιμένος Πειραιά (που ευρίσκετο μπροστά από το παλαιό Δημαρχείο) φθάνει η σωρός του, ενώ όλο το λιμάνι είναι κατάμεστο από πλήθη κόσμου. Το παλαιό Δημαρχείο του Πειραιά που πρόσφερε και την καλύτερη θέα είχε γεμίσει τόσο ασφυκτικά που κάποιοι φοβόντουσαν για την αντοχή του κτηρίου.


Ήδη πολύ ώρα πρίν την άφιξη του πλοίου, είχε σχηματιστεί πομπή αγημάτων του Πολεμικού Ναυτικού, Ευζώνων, Ευελπίδων καθώς και της Κρητικής Χωροφυλακής που θεωρείτο σώμα πιστό στον Βασιλιά.  Η σωρός του Γεωργίου αφού τέθηκε επί κιλλίβαντα πυροβόλου, άρχισε να βηματίζει πένθιμα υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής του Πολεμικού Ναυτικού, με κατεύθυνση τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Πειραιά.

Η σωρός του Βασιλιά μεταφέρθηκε αρχικά στην Αθήνα για να αποδοθούν τιμές και εκεί και στην συνέχεια κηδεύτηκε στο βασιλικό ανάκτορο στο Τατόϊ. Στον τάφο του στο Τατόι η χήρα του, Βασίλισσα Όλγα ζήτησε να χαράξουν τα λόγια: «Έπεσεν υπέρ Πατρίδος. Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής».

Ο Βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ της Αγγλίας, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία Του, έγραψε: «…πολύ τρομερόν. Ήμουν αφοσιωμένος εις αυτόν, και θα είναι μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα». Όποιες και αν είναι οι θεωρίες για τα κίνητρα του δολοφόνου του Γεωργίου του Α΄, του μακροβιότερου Βασιλιά της νεότερης Ελληνικής ιστορίας, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Το γεγονός της δολοφονίας του ανώτατου άρχοντα της χώρας, ενός Βασιλιά ιδιαίτερα αγαπητού στον Ελληνικό λαό συντάραξε τους Έλληνες.


Από πολλούς ο θάνατος του θεωρήθηκε μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα. Η εκτίμηση ότι, αν ζούσε ο Γεώργιος, κατά την έναρξη του A΄ Παγκόσμιου πολέμου, ίσως να είχε αποφευχθεί ο Διχασμός, αποτελεί μια εκ των υστέρων δικαίωση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο την έκβαση της Ελληνικής ιστορίας.

Η Πρώτη Απόπειρα Δολοφονίας του 1898

Η δολοφονική επίθεση της 5ης Μαρτίου 1913 δεν ήταν η μοναδική που εκδηλώθηκε εναντίον του Γεωργίου Α’, κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα του 1898, μερικούς μήνες μετά την ήττα των Ελληνικών στρατευμάτων στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Η ήττα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε ρίξει βαριά τη σκιά της πάνω στην Ελληνική κοινωνία. Η κοινή γνώμη «έβραζε» και αναζητούσε τους υπευθύνους της ταπείνωσης. Οι εφημερίδες ασκούσαν επιθετική αρθρογραφία κατά της δυναστείας και στους στρατώνες υπήρχε έντονη δυσφορία, κυρίως από τους νεώτερους αξιωματικούς.

Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα είχε καταδικαστεί να αποζημιώσει την Τουρκία και να τεθεί η χώρα υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, επειδή είχε πτωχεύσει. Μέσα σε αυτό το σκηνικό μπορούμε να εντάξουμε την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βασιλιά.

Συγκεκριμένα, το απόγευμα της 14ης Φεβρουαρίου 1898, ο Βασιλιάς και η κόρη του Μαρία επέστρεφαν με τη Βασιλική άμαξα στην Αθήνα, μετά από περίπατό τους στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Καθώς βρισκόταν στη θέση Ανάλατος, κατά μήκος της λεωφόρου Φαλήρου – Αθηνών (σημερινής λεωφόρου Συγγρού), η άμαξα δέχτηκε πυροβολισμούς από τον δημοτικό υπάλληλο Γ. Καρδίτση και τον Ι. Γεωργίου ή Κυριακό, που παραφυλούσαν στο σημείο. Οι σφαίρες δεν βρήκαν τον στόχο τους και τραυμάτισαν ελαφρά στο πόδι μόνο τον συνοδό της άμαξας.

Σαν από θαύμα γλίτωσε ο Βασιλιάς. Η μια σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι του. Η άλλη πλήγωσε στο πόδι τον ενωμοτάρχη ακόλουθο Βασίλειο Νέρη. Χαρακτηριστικό είναι το δίστηλο ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» την επόμενη μέρα:

«Χθες περί την 3.30 μετά μεσημβρίαν ώραν η Α.Μ. ο Βασιλεύς μετά της πριγκιπίσσης Μαρίας ανελθών εφ’ αμάξης ανακτορικής, με τον γνωστόν κυνηγόν του κ. Περικλή Νέρην επί της θέσεως του λακκέ, διηυθύνθη εις το Παλαιόν Φάληρον˙ εκεί κατελθών της αμάξης εντεύθεν του ξενοδοχείου Ξηροταγάρου, διηυθύνθη πεζή μετά της πριγκιπίσσης μέχρι Πιρνόπουλου, όπου ο συνήθης περίπατος της Α. Μεγαλειότητος, ένθα συνήντησε την κυρίαν Κοντοσταύλου μετά τινός άλλης κυρίας και παρέμεινε μετ΄ αυτών φαιδρώς συνδιαλεγόμενος μέχρι της 5 και 10’, καθ’ ην επανελθών εις το μέρος όπου είχεν εγκαταλείψει την άμαξάν του εισήλθε μετά της πριγκιπίσσης και διηυθύνθη προς Αθήνας, δια της αυτής οδού του Φαλήρου, ενώ η φέρουσα την κυρίαν Κοντοσταύλου άμαξα ηκολούθη εις απόστασιν ολίγων βημάτων.


Δεν είχε όμως υπερβή η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε περά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού (εγκαταλελειμμένου ήδη) και της μικράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, ήτις οδηγεί εις το παρακείμενον νηματουργείον του κ. Μ. Καψάνη, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος (το λεγόμενον της Κατσιποδούς), έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατ’ ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην».

Οι δράστες συνελήφθησαν την επόμενη μέρα και στις 19 Μαρτίου καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε στις 27 Απριλίου του ίδιου έτους στις φυλακές Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο. Ήταν δύο: ο δημοτικός υπάλληλος Γεώργιος Καρδίτσης, που είχε πολεμήσει ως εθελοντής στην Κρήτη και ο Ιωάννης Γεωργίου από τη Μακεδονία. Και οι δυο τους δεν είχαν απασχολήσει στο παρελθόν τη Χωροφυλακή και υποστήριξαν ότι θέλησαν να σκοτώσουν τον Βασιλιά γιατί ήταν ο αίτιος της ήττας.

Αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι η απόπειρα ήταν σκηνοθετημένη για να κερδίσει ο Βασιλιάς τη συμπάθεια του λαού. Την άποψη υποστήριξε και μερίδα του Τύπου, με αποτέλεσμα να διωχθεί δικαστικά ο εκδότης της εφημερίδας «Καιροί», Πέτρος Κανελλίδης.

Όπως ήταν φυσικό, η απόπειρα συνοδεύτηκε από πλήθος διαδόσεων και φημών. Στην κοινή γνώμη της εποχής δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν σκηνοθετημένη, ώστε ο Βασιλιάς να ελκύσει εκ νέου τη συμπάθεια του λαού, καθώς μετά την στρατιωτική ήττα του προηγούμενου έτους είχε αναπτυχθεί ένα βίαιο αντιδυναστικό ρεύμα ανάμεσα στους πολίτες και τους αξιωματικούς του στρατού, που θεωρούσαν υπεύθυνη για την εξέλιξη αυτή την πολιτική των ανακτόρων.

Τις φήμες αυτές, υιοθέτησε και μερίδα του Τύπου της εποχής, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Π. Κανελλίδης, ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Καιροί» που δημοσίευσε τη συγκεκριμένη θεωρία, διώχθηκε δικαστικά «επί εξυβρίσει του Βασιλέως δια του Τύπου». Μάλιστα, ο ίδιος ο Γεώργιος, προκειμένου να διασκεδάσει αυτές τις αιτιάσεις, αρνήθηκε να απονείμει χάρη στους δύο δράστες, αν και η ποινή τους είχε θεωρηθεί από όλους τους παράγοντες ως ιδιαιτέρως αυστηρή.

Από την πλευρά τους, οι δράστες απέκρουσαν την κατηγορία ότι ήταν μέλη συνωμοτικής ομάδας και υποστήριξαν σθεναρά πως έδρασαν μεμονωμένα από αποκλειστικώς πατριωτικό φανατισμό (θεωρείται η εγκυρότερη ιστορική εκδοχή). «Ο Τύπος και ολόκληρος η κοινή γνώμη εγνώριζεν και έλεγεν ότι ο βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν οι αίτιοι του επαίσχυντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν», είπε ο Γ. Καρδίτσης κατά την απολογία του στη δίκη.


Αντίθετα, ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, όπως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Γεωργίου, το 1913, υποστήριξε την άποψη της συνωμοσίας από εξωελληνικά κέντρα. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως οι δύο δράστες έδρασαν σύμφωνα με τις οδηγίες αξιωματικών του Γερμανικού Επιτελείου, έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις πως δεν θα έχουν συνέπειες για την πράξη τους. Ο Γ. Κορδάτος συμπληρώνει, ακόμα, ότι τις φήμες για σκηνοθετημένη απόπειρα διέδωσαν οι ίδιοι κύκλοι, επιδιώκοντας να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τις διωκτικές αρχές.

Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα αυτή έδωσε την αφορμή να ξεκινήσουν διώξεις σε βάρος προσώπων που είχαν αντιμοναρχικές απόψεις και να επιβληθεί λογοκρισία στον Τύπο. Πάντως, ο Γεώργιος, πραγματοποιώντας συστηματική εκστρατεία, κατάφερε στο τέλος να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα, να επιρρίψει τις ευθύνες για την ήττα στους πολιτικούς και να αποκαταστήσει το κύρος του στα μάτια των πολιτών.

Ο Καρδίτσης, που ήταν ο κύριος αυτουργός της απόπειρας, υποστήριξε στην απολογία του: «Ο Τύπος και ολόκληρος η κοινή γνώμη εγνώριζε και έλεγεν ότι ο Βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν αίτιοι του επαισχύντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν».

Στη δίκη τους υπήρξαν άφοβοι και προκλητικοί.

-Ναι, θελήσαμε να σκοτώσουμε τον Βασιλέα, δήλωσαν κατηγορηματικά.
-Διά ποιόν λόγον; ρώτησε ο πρόεδρος εφέτης Σπιθάκης. Είσθε αναρχικοί;
-Όχι, δεν είμεθα δεν γνωρίζομε καν τι ακριβώς σημαίνει η λέξις αυτή, είπε ο Καρδίτσης. Ηθελήσαμε να σκοτώσωμε τον Βασιλέα, διότι αυτός είναι ο υπαίτιος της ήττης.
 
Ο Καρδίτσης αναφερόταν στο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 εις την δεινή στρατιωτική ήττα που είχε υποστεί η Ελλάς. Και υπήρχε τότε εθνική έξαψη και έξαλλη καταφορά κατά των υπευθύνων, που κορυφαίος θεωρούταν ο βασιλιάς. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονταν, ότι η εθνική εξέγερση τους όπλισε τα χέρια τους.

Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, απόφαση που κρίθηκε πολύ αυστηρή. Ο Βασιλιάς δεν απένειμε χάρη στους δύο μελλοθανάτους, λόγω των φημών για σκηνοθετημένη απόπειρα και η ποινή εκτελέστηκε στις 27 Απριλίου 1898 στις φυλακές του Παλαμηδίου. Η απόπειρα κατά του Γεωργίου Α’ έγινε αφορμή να αρχίσουν διώξεις εναντίον όσων είχαν αντιδυναστικές απόψεις. Μεταξύ αυτών και οι πρώτοι αναρχικοί, που είχαν κάνει δειλά την εμφάνισή τους στις περιοχές της Ηλείας και της Πάτρας.

 
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι μία εβδομάδα μετά την απόπειρα, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση ναού στο σημείο, αφού όπως ανέφεραν ανακτορικοί κύκλοι «ο Θεός σώζει τον Βασιλέα και το Έθνος». Για την χρηματοδότηση του έργου, διενεργήθηκε από τους μητροπολίτες όλης της Ελλάδας έρανος μεταξύ των πιστών, με αποτέλεσμα ως τον Ιούνιο του 1901 να συγκεντρωθεί το ποσό των 74 χιλ. δραχμών και ο ναός να εγκαινιαστεί τον Νοέμβριο του 1902. Πρόκειται για τη γνωστή, σήμερα, εκκλησία του Αγίου Σώστη (Σωτήρος), που βρίσκεται στην περιοχή του Νέου κόσμου, στη λεωφόρο Συγγρού.

Ο Βασιλεύς Γεώργιος και η Δολοφονία του σε Σπάνιες  Φωτογραφίες


Φωτογραφικό Υλικό


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου