Στην κριτική παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού στηρίζει ο Μονταίν τη φιλοσοφική του θεωρία, τις απόψεις του για μια ευτυχή και επιτυχημένη ζωή. Δεν τον ενδιαφέρει όμως να μεταδώσει καμία θεωρία με τη συνήθη έννοια, κανένα δόγμα και κανένα σύστημα, αυτό που τον ενδιαφέρει να μεταδώσει είναι μια συγκεκριμένη στάση ζωής. Όπως συνέβη και με τους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Μονταίν στρέφεται στο εφικτό, στις γήινες απολαύσεις της ζωής, και όχι στη λύτρωση που περιμένει τον άνθρωπο στον άλλο κόσμο. Παρόλο που ήταν χριστιανός καθολικός, το υπερπέραν δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στο φιλοσοφικό του έργο. Ο Μονταίν είναι ένας στοχαστής προσανατολισμένος απολύτως στα εγκόσμια, ένας στοχαστής που επαναφέρει στο προσκήνιο το κεντρικό αίτημα της ελληνικής φιλοσοφίας: Να ζει δηλαδή κανείς σε αρμονία με τη φύση και με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος πρέπει να πάψει να υπερεκτιμά τον εαυτό του και να επανασυνδεθεί με το φυσικό του περιβάλλον.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδεχτεί πως η ύπαρξη του είναι εφήμερη και θνητή. Στον διάλογο Φαίδων του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει πως «η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο». Ο Μονταίν χρησιμοποιεί αυτή τη ρήση στον τίτλο ενός από τα πιο γνωστά του δοκίμια. Δεν εννοεί κάποια ρομαντική επιθυμία θανάτου ή κάποια νοσηρή στάση εχθρική προς τη ζωή. Όπως πάντα συνηγορεί υπέρ μιας ρεαλιστικής στάσης ζωής. Ο Μονταίν, βλέποντας καθημερινά ανθρώπους να πεθαίνουν από αρρώστιες, από ατυχήματα ή στον πόλεμο, πίστευε ότι μόνο με τη διαρκή επαφή με τον θάνατο μπορούμε να τον δούμε σαν κάτι φυσικό και να απελευθερωθούμε από τους παράλογους φόβους μας. Όποιος ωστόσο φροντίζει να απωθεί από τη ζωή του τον θάνατο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την αξία της ζωής.
Ο Μονταίν τάσσεται υπέρ μιας χαλαρής στάσης ζωής, που απέχει από μεγαλεπήβολα σχέδια και βρίσκει χαρά στα μικρά πράγματα, στα εφικτά. Η ζωή την οποία περιγράφει δεν είναι περιπετειώδης, δεν δοκιμάζει τα όρια του ανθρώπου. Αντιθέτως, ο Μονταίν συνηγορεί υπέρ μιας ζωής που σε πολλούς μπορεί να φαίνεται μικροαστική. Έτσι γίνεται υπέρμαχος της συνήθειας και της άνεσης, της βολής. Περιγράφει τη συνήθεια σαν το μαγικό φίλτρο της θεάς Κίρκης, που μας γλιτώνει από τα βάσανα και μας συμφιλιώνει με τη φύση. Παραμένει και στο σημείο αυτό συντηρητικός: Υποστηρίζει πως ο καθένας θα πρέπει να ζει σύμφωνα με αυτά που επιτάσσουν τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού του και σύμφωνα με τους προσωπικούς του ρυθμούς. Στη βιασύνη, στη φιλοδοξία και στα μεγαλεπήβολα σχέδια αντιτάσσει το αρχαίο ιδανικό της ηρεμίας.
Στην αποδοχή των προσωπικών, φυσικών μας και στη μετρημένη αισθητική απόλαυση της ζωής έγκειται η ευτυχία που είναι εφικτή για τον άνθρωπο. Ο Μονταίν είναι ηδονιστής, ένας άνθρωπος δηλαδή που βλέπει την ευτυχία αυτή να πραγματώνεται μέσα από την «ηδονή». Ακόμη και όταν επιδιώκουμε την αρετή, στην πραγματικότητα έχουμε στον νου μας την ηδονική απόλαυση που μας προσφέρει η ενάρετη ζωή. Ο δρόμος για την ευτυχία, κατά τον Μονταίν, περνάει μέσα από τις αισθήσεις, όχι μέσα από τον ορθολογισμό. Ο αισθησιασμός τον οποίο περιγράφει ωστόσο δεν είναι ακραίος. Οποιαδήποτε μορφή έκστασης και διονυσιασμού δεν αφορά καθόλου τον Μονταίν. Απολαμβάνει τις μικρές, καθημερινές και φυσικές μορφές αισθησιασμού: το φαγητό, το ποτό, τη σεξουαλικότητα. Και στο σημείο αυτό απομακρύνεται από την παράδοση που κυριαρχούσε στη φιλοσοφία από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη: Η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου δεν έγκειται πλέον στην πνευματική ενατένιση, που σημαίνει κυριαρχία του νου επί των αισθήσεων, αλλά στη συνειδητή ανάπτυξη των αισθητικών διαθέσεων.
Η καλλιέργεια των αισθητικών, ενστικτωδών ικανοτήτων του ανθρώπου είναι εκείνη που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανακτήσει τον χαμένο ενστικτώδη προσανατολισμό του, και συνεπώς και την επαφή του με τη «μητέρα φύση», όπως την αποκαλεί ο Μονταίν. Υιοθετεί εν προκειμένω ιδέες που παίζουν σημαντικό ρόλο και στον διαλογισμό, όπως αυτός διδάσκεται στις ανατολικές θρησκείες του βουδισμού, του ινδουισμού ή του ταοϊσμού: την ικανότητα να αφήνεται κανείς ελεύθερος, να εγκαταλείπει τις προσωπικές του επιδιώξεις και να «αφουγκράζεται» τα πράγματα. Στοv Μονταίν ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως homo faber, αλλά ως κάποιος ο οποίος είναι ανοιχτός καταγράφει και μαθαίνει. Δεν είναι τυχαίο που ο Μονταίν στο τελευταίο δοκίμιο του τρίτου τόμου με τίτλο «Περί της εμπειρίας» κλείνει το βιβλίο του με μια προσευχή στον θεό Απόλλωνα, τον θεό της «χαρούμενης σοφίας». Στον κόσμο του Μονταίν οι θεοί δεν βρίσκονται έξω από τη φύση, αποτελούν κομμάτι της.
Το Δοκίμια του Μονταίν ήταν ένα «έργο εν εξελίξει», στο οποίο έκανε διαρκώς προσθήκες και αλλαγές μέχρι και τον θάνατό του, το 1592. Όταν το 1580 ολοκληρώθηκε ο δεύτερος τόμος, έγινε η πρώτη έκδοση των Δοκιμίων. Αποκτά λοιπόν όχι μόνο αναγνώστες, αλλά και τους πρώτους λάτρεις του έργου του, μεταξύ αυτών και τη Μαρί ντε Γκουρνέ, μια νεαρή αριστοκράτισσα από το Πικαρντί με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, γεννημένη το 1565, με την οποία ξεκίνησε να αλληλογραφεί και την οποία αργότερα χαρακτήριζε μάλιστα ως «θετή του κόρη». Όταν το 1588, με αφορμή την πρώτη συνολική έκδοση, που περιείχε πλέον και τον τρίτο τόμο, ταξιδεύει στο Παρίσι, την επισκέπτεται προσωπικά. Ήταν ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα με τα οποία ο Μονταίν μοιράστηκε τα πνευματικά του ενδιαφέροντα μετά τον θάνατο του Ετιέν Ντε Λα Μποεσί. Μετά τον θάνατο του Μονταίν η Γκουρνέ ανέλαβε την επιμέλεια της έκδοσης των έργων του και τo 1595 φρόντισε για την πρώτη μετά τον θάνατο του συγγραφέα έκδοσή τους.
Το γεγονός ότι ο Μονταίν δώρισε ένα από τα πρώτα αντίτυπα του βιβλίου στον Πάπα δεν εμπόδισε την Καθολική Εκκλησία να το συμπεριλάβει το 1676 στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων. Οι λογοκριτές της Εκκλησίας χρειάστηκαν ωστόσο αρκετές δεκαετίες μέχρι να αντιληφθούν ότι ο καθολικός Μονταίν ήταν στην πραγματικότητα ένας λάτρης της φύσης με την προχριστιανική έννοια.
Ωστόσο, και οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν με το έργο του Μονταίν. Τα ίχνη του όμως είναι ξεκάθαρα στην ιστορία της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Η δοκιμιακή μορφή της φιλοσοφίας του σε συνδυασμό με τη σκεπτικιστική θεώρηση του ανθρώπου και την πραγματιστική φιλοσοφική του τοποθέτηση αποτέλεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης ευρωπαϊκής ηθικοπλαστικής λογοτεχνίας, την οποία συνέχισαν κυρίως στη Γαλλία ο Λα Ροσφουκό, ο Λα Μπριγέρ και ο Σαμφόρ. Το έργο της αυτοδιερεύνησης του Εγώ που είχε ξεκινήσει ο Μονταίν αναλαμβάνει στη συνέχεια ο Ρενέ Ντεκάρτ. Τον ακολούθησε ο Πασκάλ, με τη διάγνωση περί αδύναμου και ασταθούς ανθρώπου. Η γνωστή ρήση του Ζαν-Ζακ Ρουσό «επιστροφή στη φύση» έχει επίσης τις ρίζες της στο έργο του Μονταίν, όπως και η έκκληση για ανοχή που εξέφρασαν οι διαφωτιστές. Αλλά και ο Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος με την «επανεκτίμηση όλων των αξιών» ενισχύει την αξία που έχει το σώμα έναντι του πνεύματος, βαδίζει στα χνάρια του Μονταίν. Ο Μονταίν ήταν επίσης εκείνος που, αρκετούς αιώνες πριν από την εμφάνιση της υπαρξιακής φιλοσοφίας, εγείρει το αίτημα αντιπαράθεσης του ανθρώπου με τη θνητότητα του προβάλλοντάς το ως προϋπόθεση της «πραγματικής» ζωής.
Αυτό που πρωτίστως κατόρθωσαν τα Δοκίμια του Μονταίν ήταν να προσδώσουν στη φιλοσοφία εκείνη την αξιοπιστία, τη σαφήνεια και την ελαφρότητα που την κατέστησαν προσιτή και στους αναγνώστες οι οποίοι την αντιμετώπιζαν όχι ως αντικείμενο μελέτης αλλά και ως πνευματική απόλαυση.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδεχτεί πως η ύπαρξη του είναι εφήμερη και θνητή. Στον διάλογο Φαίδων του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει πως «η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο». Ο Μονταίν χρησιμοποιεί αυτή τη ρήση στον τίτλο ενός από τα πιο γνωστά του δοκίμια. Δεν εννοεί κάποια ρομαντική επιθυμία θανάτου ή κάποια νοσηρή στάση εχθρική προς τη ζωή. Όπως πάντα συνηγορεί υπέρ μιας ρεαλιστικής στάσης ζωής. Ο Μονταίν, βλέποντας καθημερινά ανθρώπους να πεθαίνουν από αρρώστιες, από ατυχήματα ή στον πόλεμο, πίστευε ότι μόνο με τη διαρκή επαφή με τον θάνατο μπορούμε να τον δούμε σαν κάτι φυσικό και να απελευθερωθούμε από τους παράλογους φόβους μας. Όποιος ωστόσο φροντίζει να απωθεί από τη ζωή του τον θάνατο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την αξία της ζωής.
Ο Μονταίν τάσσεται υπέρ μιας χαλαρής στάσης ζωής, που απέχει από μεγαλεπήβολα σχέδια και βρίσκει χαρά στα μικρά πράγματα, στα εφικτά. Η ζωή την οποία περιγράφει δεν είναι περιπετειώδης, δεν δοκιμάζει τα όρια του ανθρώπου. Αντιθέτως, ο Μονταίν συνηγορεί υπέρ μιας ζωής που σε πολλούς μπορεί να φαίνεται μικροαστική. Έτσι γίνεται υπέρμαχος της συνήθειας και της άνεσης, της βολής. Περιγράφει τη συνήθεια σαν το μαγικό φίλτρο της θεάς Κίρκης, που μας γλιτώνει από τα βάσανα και μας συμφιλιώνει με τη φύση. Παραμένει και στο σημείο αυτό συντηρητικός: Υποστηρίζει πως ο καθένας θα πρέπει να ζει σύμφωνα με αυτά που επιτάσσουν τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού του και σύμφωνα με τους προσωπικούς του ρυθμούς. Στη βιασύνη, στη φιλοδοξία και στα μεγαλεπήβολα σχέδια αντιτάσσει το αρχαίο ιδανικό της ηρεμίας.
Στην αποδοχή των προσωπικών, φυσικών μας και στη μετρημένη αισθητική απόλαυση της ζωής έγκειται η ευτυχία που είναι εφικτή για τον άνθρωπο. Ο Μονταίν είναι ηδονιστής, ένας άνθρωπος δηλαδή που βλέπει την ευτυχία αυτή να πραγματώνεται μέσα από την «ηδονή». Ακόμη και όταν επιδιώκουμε την αρετή, στην πραγματικότητα έχουμε στον νου μας την ηδονική απόλαυση που μας προσφέρει η ενάρετη ζωή. Ο δρόμος για την ευτυχία, κατά τον Μονταίν, περνάει μέσα από τις αισθήσεις, όχι μέσα από τον ορθολογισμό. Ο αισθησιασμός τον οποίο περιγράφει ωστόσο δεν είναι ακραίος. Οποιαδήποτε μορφή έκστασης και διονυσιασμού δεν αφορά καθόλου τον Μονταίν. Απολαμβάνει τις μικρές, καθημερινές και φυσικές μορφές αισθησιασμού: το φαγητό, το ποτό, τη σεξουαλικότητα. Και στο σημείο αυτό απομακρύνεται από την παράδοση που κυριαρχούσε στη φιλοσοφία από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη: Η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου δεν έγκειται πλέον στην πνευματική ενατένιση, που σημαίνει κυριαρχία του νου επί των αισθήσεων, αλλά στη συνειδητή ανάπτυξη των αισθητικών διαθέσεων.
Η καλλιέργεια των αισθητικών, ενστικτωδών ικανοτήτων του ανθρώπου είναι εκείνη που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανακτήσει τον χαμένο ενστικτώδη προσανατολισμό του, και συνεπώς και την επαφή του με τη «μητέρα φύση», όπως την αποκαλεί ο Μονταίν. Υιοθετεί εν προκειμένω ιδέες που παίζουν σημαντικό ρόλο και στον διαλογισμό, όπως αυτός διδάσκεται στις ανατολικές θρησκείες του βουδισμού, του ινδουισμού ή του ταοϊσμού: την ικανότητα να αφήνεται κανείς ελεύθερος, να εγκαταλείπει τις προσωπικές του επιδιώξεις και να «αφουγκράζεται» τα πράγματα. Στοv Μονταίν ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως homo faber, αλλά ως κάποιος ο οποίος είναι ανοιχτός καταγράφει και μαθαίνει. Δεν είναι τυχαίο που ο Μονταίν στο τελευταίο δοκίμιο του τρίτου τόμου με τίτλο «Περί της εμπειρίας» κλείνει το βιβλίο του με μια προσευχή στον θεό Απόλλωνα, τον θεό της «χαρούμενης σοφίας». Στον κόσμο του Μονταίν οι θεοί δεν βρίσκονται έξω από τη φύση, αποτελούν κομμάτι της.
Το Δοκίμια του Μονταίν ήταν ένα «έργο εν εξελίξει», στο οποίο έκανε διαρκώς προσθήκες και αλλαγές μέχρι και τον θάνατό του, το 1592. Όταν το 1580 ολοκληρώθηκε ο δεύτερος τόμος, έγινε η πρώτη έκδοση των Δοκιμίων. Αποκτά λοιπόν όχι μόνο αναγνώστες, αλλά και τους πρώτους λάτρεις του έργου του, μεταξύ αυτών και τη Μαρί ντε Γκουρνέ, μια νεαρή αριστοκράτισσα από το Πικαρντί με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, γεννημένη το 1565, με την οποία ξεκίνησε να αλληλογραφεί και την οποία αργότερα χαρακτήριζε μάλιστα ως «θετή του κόρη». Όταν το 1588, με αφορμή την πρώτη συνολική έκδοση, που περιείχε πλέον και τον τρίτο τόμο, ταξιδεύει στο Παρίσι, την επισκέπτεται προσωπικά. Ήταν ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα με τα οποία ο Μονταίν μοιράστηκε τα πνευματικά του ενδιαφέροντα μετά τον θάνατο του Ετιέν Ντε Λα Μποεσί. Μετά τον θάνατο του Μονταίν η Γκουρνέ ανέλαβε την επιμέλεια της έκδοσης των έργων του και τo 1595 φρόντισε για την πρώτη μετά τον θάνατο του συγγραφέα έκδοσή τους.
Το γεγονός ότι ο Μονταίν δώρισε ένα από τα πρώτα αντίτυπα του βιβλίου στον Πάπα δεν εμπόδισε την Καθολική Εκκλησία να το συμπεριλάβει το 1676 στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων. Οι λογοκριτές της Εκκλησίας χρειάστηκαν ωστόσο αρκετές δεκαετίες μέχρι να αντιληφθούν ότι ο καθολικός Μονταίν ήταν στην πραγματικότητα ένας λάτρης της φύσης με την προχριστιανική έννοια.
Ωστόσο, και οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν με το έργο του Μονταίν. Τα ίχνη του όμως είναι ξεκάθαρα στην ιστορία της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Η δοκιμιακή μορφή της φιλοσοφίας του σε συνδυασμό με τη σκεπτικιστική θεώρηση του ανθρώπου και την πραγματιστική φιλοσοφική του τοποθέτηση αποτέλεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης ευρωπαϊκής ηθικοπλαστικής λογοτεχνίας, την οποία συνέχισαν κυρίως στη Γαλλία ο Λα Ροσφουκό, ο Λα Μπριγέρ και ο Σαμφόρ. Το έργο της αυτοδιερεύνησης του Εγώ που είχε ξεκινήσει ο Μονταίν αναλαμβάνει στη συνέχεια ο Ρενέ Ντεκάρτ. Τον ακολούθησε ο Πασκάλ, με τη διάγνωση περί αδύναμου και ασταθούς ανθρώπου. Η γνωστή ρήση του Ζαν-Ζακ Ρουσό «επιστροφή στη φύση» έχει επίσης τις ρίζες της στο έργο του Μονταίν, όπως και η έκκληση για ανοχή που εξέφρασαν οι διαφωτιστές. Αλλά και ο Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος με την «επανεκτίμηση όλων των αξιών» ενισχύει την αξία που έχει το σώμα έναντι του πνεύματος, βαδίζει στα χνάρια του Μονταίν. Ο Μονταίν ήταν επίσης εκείνος που, αρκετούς αιώνες πριν από την εμφάνιση της υπαρξιακής φιλοσοφίας, εγείρει το αίτημα αντιπαράθεσης του ανθρώπου με τη θνητότητα του προβάλλοντάς το ως προϋπόθεση της «πραγματικής» ζωής.
Αυτό που πρωτίστως κατόρθωσαν τα Δοκίμια του Μονταίν ήταν να προσδώσουν στη φιλοσοφία εκείνη την αξιοπιστία, τη σαφήνεια και την ελαφρότητα που την κατέστησαν προσιτή και στους αναγνώστες οι οποίοι την αντιμετώπιζαν όχι ως αντικείμενο μελέτης αλλά και ως πνευματική απόλαυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου