ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΠΟΛΛΩΝ
Ὦ δώματ᾽ Ἀδμήτει᾽, ἐν οἷς ἔτλην ἐγὼ
θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν.
Ζεὺς γὰρ κατακτὰς παῖδα τὸν ἐμὸν αἴτιος
Ἀσκληπιόν, στέρνοισιν ἐμβαλὼν φλόγα·
5οὗ δὴ χολωθεὶς τέκτονας Δίου πυρὸς
κτείνω Κύκλωπας· καί με θητεύειν πατὴρ
θνητῷ παρ᾽ ἀνδρὶ τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ ἠνάγκασεν.
ἐλθὼν δὲ γαῖαν τήνδ᾽ ἐβουφόρβουν ξένῳ,
καὶ τόνδ᾽ ἔσῳζον οἶκον ἐς τόδ᾽ ἡμέρας.
10ὁσίου γὰρ ἀνδρὸς ὅσιος ὢν ἐτύγχανον
παιδὸς Φέρητος, ὃν θανεῖν ἐρρυσάμην,
Μοίρας δολώσας· ᾔνεσαν δέ μοι θεαὶ
Ἄδμητον ᾅδην τὸν παραυτίκ᾽ ἐκφυγεῖν,
ἄλλον διαλλάξαντα τοῖς κάτω νεκρόν.
15πάντας δ᾽ ἐλέγξας καὶ διεξελθὼν φίλους,
πατέρα γεραιάν θ᾽ ἥ σφ᾽ ἔτικτε μητέρα,
οὐχ ηὗρε πλὴν γυναικὸς ὅστις ἤθελε
θανεῖν πρὸ κείνου μηδ᾽ ἔτ᾽ εἰσορᾶν φάος·
ἣ νῦν κατ᾽ οἴκους ἐν χεροῖν βαστάζεται
20ψυχορραγοῦσα· τῇδε γάρ σφ᾽ ἐν ἡμέρᾳ
θανεῖν πέπρωται καὶ μεταστῆναι βίου.
ἐγὼ δέ, μὴ μίασμά μ᾽ ἐν δόμοις κίχῃ,
λείπω μελάθρων τῶνδε φιλτάτην στέγην.
ἤδη δὲ τόνδε Θάνατον εἰσορῶ πέλας,
25ἱερῆ θανόντων, ὅς νιν εἰς Ἅιδου δόμους
μέλλει κατάξειν· σύμμετρος δ᾽ ἀφίκετο,
φρουρῶν τόδ᾽ ἦμαρ ᾧ θανεῖν αὐτὴν χρεών.
***
ΣΚΗΝΗ: Η πρόσοψη του παλατιού του Άδμητου στις Φερές.
Από το σπίτι του Άδμητου βγαίνει ο Απόλλωνας· κρατά το τόξο του, και από τον ώμο του κρέμεται η σαϊτοθήκη.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Ω σπίτι του Άδμητου, όπου εγώ έχω στρέξει
— κι ας είμαι θεός — να φάω ψωμί ως εργάτης!
Αίτιος ο Δίας, που χτύπησε το γιο μου,
τον Ασκληπιό, με κεραυνό στο στήθος·
θύμωσα εγώ κι αυτής της θείας φωτιάς του
τους τεχνίτες, τους Κύκλωπες, σκοτώνω·
και μ᾽ ανάγκασε ο Δίας, για τιμωρία,
10ενός θνητού να γίνω εργάτης· έτσι,
κοπάδια του Άδμητου έβοσκα, κι ως τώρα
προστάτευα του ανθρώπου αυτού το σπίτι.
Γιατί, δίκιος εγώ, τον βρήκα δίκιο,
αυτόν το γιο του Φέρη, απέναντί μου·
ξεγέλασα τις Μοίρες, και τον έχω
γλιτώσει από το θάνατο· ναι, οι Μοίρες
για χάρη μου έχουν στρέξει να ξεφύγει
ο Άδμητος για την ώρα από τον Άδη,
αν πρόσφερνε στη θέση του έναν άλλον
νεκρό σ᾽ αυτούς που ορίζουν εκεί κάτω.
Τότε δοκίμασε όλους τους δικούς του,
και τον πατέρα και τη γριά του μάνα,
μα άλλος κανείς δε δέχτηκε για κείνον
το φως να χάσει του ήλιου, να πεθάνει·
κανείς, μόνο η γυναίκα του· και τώρα
20ψυχομαχάει, και μες στο σπίτι εκείνος
στα χέρια την κρατά· η γραμμένη μέρα,
που απ᾽ τη ζωή θα φύγει, σήμερα είναι.
Κι αφήνω εγώ τη φίλτατη αυτή στέγη,
μη με χτυπήσει μίασμα μες στο σπίτι.
Ο Θάνατος, ιερέας των πεθαμένων,
ο οδηγός της στον Άδη, νά, σιμώνει·
φτάνει πάνω στην ώρα· καρτερούσε
τη μέρα που γραφτό της να πεθάνει.
Έρχεται ο Θάνατος· κρατά σπαθί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου