[XIV] Διαφέρονται δὲ καὶ ἐν ταῖς καθ᾽ ὑπεροχὴν φιλίαις· ἀξιοῖ γὰρ ἑκάτερος πλέον ἔχειν, ὅταν δὲ τοῦτο γίνηται, διαλύεται ἡ φιλία. οἴεται γὰρ ὅ τε βελτίων προσήκειν αὑτῷ πλέον ἔχειν· τῷ γὰρ ἀγαθῷ νέμεσθαι πλέον· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ὠφελιμώτερος· ἀχρεῖον γὰρ ὄντα οὔ φασι δεῖν ἴσον ἔχειν· λειτουργίαν τε γὰρ γίνεσθαι καὶ οὐ φιλίαν, εἰ μὴ κατ᾽ ἀξίαν τῶν ἔργων ἔσται τὰ ἐκ τῆς φιλίας. οἴονται γάρ, καθάπερ ἐν χρημάτων κοινωνίᾳ πλεῖον λαμβάνουσιν οἱ συμβαλλόμενοι πλεῖον, οὕτω δεῖν καὶ ἐν τῇ φιλίᾳ. ὁ δ᾽ ἐνδεὴς καὶ ὁ χείρων ἀνάπαλιν· φίλου γὰρ ἀγαθοῦ εἶναι τὸ ἐπαρκεῖν τοῖς ἐνδεέσιν· τί γάρ, φασίν, ὄφελος σπουδαίῳ ἢ δυνάστῃ φίλον εἶναι, μηδέν γε μέλλοντα ἀπολαύειν;
[1163b] ἔοικε δ᾽ οὖν ἑκάτερος ὀρθῶς ἀξιοῦν, καὶ δεῖν ἑκατέρῳ πλέον νέμειν ἐκ τῆς φιλίας, οὐ τοῦ αὐτοῦ δέ, ἀλλὰ τῷ μὲν ὑπερέχοντι τιμῆς τῷ δ᾽ ἐνδεεῖ κέρδους· τῆς μὲν γὰρ ἀρετῆς καὶ τῆς εὐεργεσίας ἡ τιμὴ γέρας, τῆς δ᾽ ἐνδείας ἐπικουρία τὸ κέρδος.
Οὕτω δ᾽ ἔχειν τοῦτο καὶ ἐν ταῖς πολιτείαις φαίνεται· οὐ γὰρ τιμᾶται ὁ μηδὲν ἀγαθὸν τῷ κοινῷ πορίζων· τὸ κοινὸν γὰρ δίδοται τῷ τὸ κοινὸν εὐεργετοῦντι, ἡ τιμὴ δὲ κοινόν. οὐ γὰρ ἔστιν ἅμα χρηματίζεσθαι ἀπὸ τῶν κοινῶν καὶ τιμᾶσθαι. ἐν πᾶσι γὰρ τὸ ἔλαττον οὐδεὶς ὑπομένει· τῷ δὴ περὶ χρήματα ἐλαττουμένῳ τιμὴν ἀπονέμουσι καὶ τῷ δωροδόκῳ χρήματα· τὸ κατ᾽ ἀξίαν γὰρ ἐπανισοῖ καὶ σῴζει τὴν φιλίαν, καθάπερ εἴρηται. οὕτω δὴ καὶ τοῖς ἀνίσοις ὁμιλητέον, καὶ τῷ εἰς χρήματα ὠφελουμένῳ ἢ εἰς ἀρετὴν τιμὴν ἀνταποδοτέον, ἀποδιδόντα τὰ ἐνδεχόμενα. τὸ δυνατὸν γὰρ ἡ φιλία ἐπιζητεῖ, οὐ τὸ κατ᾽ ἀξίαν· οὐδὲ γὰρ ἔστιν ἐν πᾶσι, καθάπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς τιμαῖς καὶ τοὺς γονεῖς· οὐδεὶς γὰρ τὴν ἀξίαν ποτ᾽ ἂν ἀποδοίη, εἰς δύναμιν δὲ ὁ θεραπεύων ἐπιεικὴς εἶναι δοκεῖ. διὸ κἂν δόξειεν οὐκ ἐξεῖναι υἱῷ πατέρα ἀπείπασθαι, πατρὶ δ᾽ υἱόν· ὀφείλοντα γὰρ ἀποδοτέον, οὐδὲν δὲ ποιήσας ἄξιον τῶν ὑπηργμένων δέδρακεν, ὥστ᾽ ἀεὶ ὀφείλει. οἷς δ᾽ ὀφείλεται, ἐξουσία ἀφεῖναι· καὶ τῷ πατρὶ δή. ἅμα δ᾽ ἴσως οὐδείς ποτ᾽ ἂν ἀποστῆναι δοκεῖ μὴ ὑπερβάλλοντος μοχθηρίᾳ· χωρὶς γὰρ τῆς φυσικῆς φιλίας τὴν ἐπικουρίαν ἀνθρωπικὸν μὴ διωθεῖσθαι. τῷ δὲ φευκτὸν ἢ οὐ σπουδαστὸν τὸ ἐπαρκεῖν, μοχθηρῷ ὄντι· εὖ πάσχειν γὰρ οἱ πολλοὶ βούλονται, τὸ δὲ ποιεῖν φεύγουσιν ὡς ἀλυσιτελές. περὶ μὲν οὖν τούτων ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω.
***
[14] Διενέξεις δημιουργούνται και στις φιλίες που βασίζονται στην υπεροχή της μιας πλευράς. Ο λόγος είναι ότι ο καθένας από τους δύο διεκδικεί περισσότερα για τον εαυτό του, όταν όμως συμβαίνει αυτό, η φιλία διαλύεται. Ο καλύτερος θεωρεί ότι του ταιριάζει να έχει μεγαλύτερο μερτικό, αφού στον ενάρετο άνθρωπο δίνονται συνήθως περισσότερα· το ίδιο και ο πιο ωφέλιμος: ο άχρηστος άνθρωπος δεν πρέπει, λένε, να έχει το ίδιο μερτικό με τον χρήσιμο, γιατί καταντάει να πρόκειται για μια απλή προσφορά υπηρεσίας και όχι πια για φιλία, αν τα αγαθά που προκύπτουν από τη φιλία δεν βρίσκονται στη σωστή σχέση προς όσα οι φίλοι έχουν κάνει. Θεωρούν δηλαδή ότι, όπως σε μια οικονομικής φύσεως σχέση παίρνουν περισσότερα κέρδη αυτοί που έχουν καταβάλει μεγαλύτερο κεφάλαιο, το ίδιο πρέπει να γίνεται και στη φιλία. Αυτός όμως που βρίσκεται σε ανάγκη και ο λιγότερο καλός σκέφτονται με τον αντίθετο ακριβώς τρόπο, με το αιτιολογικό ότι του καλού φίλου γνώρισμα είναι το να βοηθάει τους φίλους του που βρίσκονται σε ανάγκη: ποιό το όφελος, λένε, να είναι κανείς φίλος ενός ενάρετου ανθρώπου ή ενός ισχυρού άνδρα, αν δεν πρόκειται, στην πραγματικότητα, να κερδίσει τίποτε από αυτό;
[1163b] Ε, λοιπόν, φαίνεται πως και ο ένας και ο άλλος έχουν δίκαιο στις διεκδικήσεις τους: στον καθένα τους πρέπει να απονεμηθεί ένα μεγαλύτερο μερτικό κέρδους από τη φιλία — όχι, φυσικά, μεγαλύτερο μερτικό από το ίδιο πράγμα, αλλά σ᾽ αυτόν που υπερέχει, μεγαλύτερο μερτικό τιμής, ενώ σ᾽ αυτόν που βρίσκεται σε ανάγκη, μεγαλύτερο μερτικό κέρδους· γιατί το βραβείο για την αρετή και για τις ευεργεσίες είναι η τιμή, ενώ η βοήθεια και η συμπαράσταση που χρειάζεται η ανάγκη είναι το κέρδος.
Είναι φανερό ότι έτσι έχει το πράγμα και στη ζωή των πόλεων. Καμιά, πράγματι, τιμή δεν απονέμεται στον άνθρωπο που δεν συμβάλλει στην αύξηση των κοινών αγαθών· γιατί τα κοινά αγαθά δίνονται σ᾽ αυτούς που ευεργετούν το κοινό, και η τιμή είναι κάτι που απονέμεται από το κοινό. Γιατί δεν είναι δυνατό να πλουτίζει κανείς από τα κοινά αγαθά και την ίδια στιγμή να κερδίζει τιμές. Γιατί κανείς δεν ανέχεται να υφίσταται μείωση σε όλα· σ᾽ αυτόν λοιπόν που υφίσταται μείωση του πλούτου του απονέμεται τιμή, ενώ στον άνθρωπο που δίνει ιδιαίτερη σημασία στο να παίρνει χρήματα, δίνονται χρήματα· γιατί το να δίνεται στον καθένα αυτό που αντιστοιχεί στην αξία του είναι κάτι που δημιουργεί ισότητα και σώζει τη φιλία — όπως το έχουμε ήδη πει.
Έτσι λοιπόν πρέπει να διαμορφώνουν τη μεταξύ τους σχέση και οι άνισοι φίλοι: αυτός που δέχεται ένα όφελος από τον φίλο του από την οικονομική άποψη ή ως προς την αρετή, πρέπει να του ανταποδίδει τιμή — στον βαθμό, βέβαια, που μπορεί· γιατί η φιλία ζητάει να κάνει κανείς αυτό που μπορεί, όχι αυτό που αντιστοιχεί στην αξία της προσφοράς που δέχτηκε — κάτι που, άλλωστε, δεν είναι καν δυνατό σε όλες τις περιπτώσεις, όπως επιπαραδείγματι στις περιπτώσεις των τιμών προς τους θεούς και προς τους γονείς· κανείς, αλήθεια, δεν θα μπορούσε ποτέ να τους ανταποδώσει αυτό που πραγματικά τους οφείλει, αυτός όμως που τους υπηρετεί και τους τιμά στον βαθμό που μπορεί λογαριάζεται καλός άνθρωπος. Αυτός λέω πως είναι ο λόγος που θεωρείται ότι ο γιος δεν μπορεί να αποκηρύξει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του, ενώ ο πατέρας τον γιο του μπορεί· γιατί, όντας χρεώστης, ο γιος πρέπει να ξεπληρώσει το χρέος του, και ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν έκανε τίποτε ισάξιο προς αυτά που πρώτος τού πρόσφερε ο πατέρας του, και έτσι ο γιος μένει πάντοτε χρεώστης. Αυτοί, πάντως, στους οποίους οφείλεται κάτι έχουν το ελεύθερο να χαρίσουν το χρέος, άρα και ο πατέρας. Την ίδια όμως στιγμή ισχύει ίσως και τούτο, ότι κανένας πατέρας δεν θα ξέκοβε ποτέ τελείως από τον γιο του, εκτός και αν αυτός έφτανε στην έσχατη κακία· γιατί, ανεξάρτητα από τη φυσική φιλία που συνδέει τον πατέρα με τον γιο του, είναι ανθρώπινο να μην απορρίπτει τη βοήθεια και συμπαράσταση του γιου του. Ο γιος όμως, αν είναι κακός, κοιτάζει πώς να αποφύγει τη βοήθεια και τη συμπαράσταση ή πώς να μη δείξει κανέναν ιδιαίτερο ζήλο γι᾽ αυτό· γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να δέχονται ευεργεσίες, αποφεύγουν όμως να κάνουν οι ίδιοι ευεργεσίες, επειδή το θεωρούν ασύμφορο.
Ας θεωρηθούν αρκετά όσα είπαμε για τα θέματα αυτά.
[1163b] ἔοικε δ᾽ οὖν ἑκάτερος ὀρθῶς ἀξιοῦν, καὶ δεῖν ἑκατέρῳ πλέον νέμειν ἐκ τῆς φιλίας, οὐ τοῦ αὐτοῦ δέ, ἀλλὰ τῷ μὲν ὑπερέχοντι τιμῆς τῷ δ᾽ ἐνδεεῖ κέρδους· τῆς μὲν γὰρ ἀρετῆς καὶ τῆς εὐεργεσίας ἡ τιμὴ γέρας, τῆς δ᾽ ἐνδείας ἐπικουρία τὸ κέρδος.
Οὕτω δ᾽ ἔχειν τοῦτο καὶ ἐν ταῖς πολιτείαις φαίνεται· οὐ γὰρ τιμᾶται ὁ μηδὲν ἀγαθὸν τῷ κοινῷ πορίζων· τὸ κοινὸν γὰρ δίδοται τῷ τὸ κοινὸν εὐεργετοῦντι, ἡ τιμὴ δὲ κοινόν. οὐ γὰρ ἔστιν ἅμα χρηματίζεσθαι ἀπὸ τῶν κοινῶν καὶ τιμᾶσθαι. ἐν πᾶσι γὰρ τὸ ἔλαττον οὐδεὶς ὑπομένει· τῷ δὴ περὶ χρήματα ἐλαττουμένῳ τιμὴν ἀπονέμουσι καὶ τῷ δωροδόκῳ χρήματα· τὸ κατ᾽ ἀξίαν γὰρ ἐπανισοῖ καὶ σῴζει τὴν φιλίαν, καθάπερ εἴρηται. οὕτω δὴ καὶ τοῖς ἀνίσοις ὁμιλητέον, καὶ τῷ εἰς χρήματα ὠφελουμένῳ ἢ εἰς ἀρετὴν τιμὴν ἀνταποδοτέον, ἀποδιδόντα τὰ ἐνδεχόμενα. τὸ δυνατὸν γὰρ ἡ φιλία ἐπιζητεῖ, οὐ τὸ κατ᾽ ἀξίαν· οὐδὲ γὰρ ἔστιν ἐν πᾶσι, καθάπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς τιμαῖς καὶ τοὺς γονεῖς· οὐδεὶς γὰρ τὴν ἀξίαν ποτ᾽ ἂν ἀποδοίη, εἰς δύναμιν δὲ ὁ θεραπεύων ἐπιεικὴς εἶναι δοκεῖ. διὸ κἂν δόξειεν οὐκ ἐξεῖναι υἱῷ πατέρα ἀπείπασθαι, πατρὶ δ᾽ υἱόν· ὀφείλοντα γὰρ ἀποδοτέον, οὐδὲν δὲ ποιήσας ἄξιον τῶν ὑπηργμένων δέδρακεν, ὥστ᾽ ἀεὶ ὀφείλει. οἷς δ᾽ ὀφείλεται, ἐξουσία ἀφεῖναι· καὶ τῷ πατρὶ δή. ἅμα δ᾽ ἴσως οὐδείς ποτ᾽ ἂν ἀποστῆναι δοκεῖ μὴ ὑπερβάλλοντος μοχθηρίᾳ· χωρὶς γὰρ τῆς φυσικῆς φιλίας τὴν ἐπικουρίαν ἀνθρωπικὸν μὴ διωθεῖσθαι. τῷ δὲ φευκτὸν ἢ οὐ σπουδαστὸν τὸ ἐπαρκεῖν, μοχθηρῷ ὄντι· εὖ πάσχειν γὰρ οἱ πολλοὶ βούλονται, τὸ δὲ ποιεῖν φεύγουσιν ὡς ἀλυσιτελές. περὶ μὲν οὖν τούτων ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω.
***
[14] Διενέξεις δημιουργούνται και στις φιλίες που βασίζονται στην υπεροχή της μιας πλευράς. Ο λόγος είναι ότι ο καθένας από τους δύο διεκδικεί περισσότερα για τον εαυτό του, όταν όμως συμβαίνει αυτό, η φιλία διαλύεται. Ο καλύτερος θεωρεί ότι του ταιριάζει να έχει μεγαλύτερο μερτικό, αφού στον ενάρετο άνθρωπο δίνονται συνήθως περισσότερα· το ίδιο και ο πιο ωφέλιμος: ο άχρηστος άνθρωπος δεν πρέπει, λένε, να έχει το ίδιο μερτικό με τον χρήσιμο, γιατί καταντάει να πρόκειται για μια απλή προσφορά υπηρεσίας και όχι πια για φιλία, αν τα αγαθά που προκύπτουν από τη φιλία δεν βρίσκονται στη σωστή σχέση προς όσα οι φίλοι έχουν κάνει. Θεωρούν δηλαδή ότι, όπως σε μια οικονομικής φύσεως σχέση παίρνουν περισσότερα κέρδη αυτοί που έχουν καταβάλει μεγαλύτερο κεφάλαιο, το ίδιο πρέπει να γίνεται και στη φιλία. Αυτός όμως που βρίσκεται σε ανάγκη και ο λιγότερο καλός σκέφτονται με τον αντίθετο ακριβώς τρόπο, με το αιτιολογικό ότι του καλού φίλου γνώρισμα είναι το να βοηθάει τους φίλους του που βρίσκονται σε ανάγκη: ποιό το όφελος, λένε, να είναι κανείς φίλος ενός ενάρετου ανθρώπου ή ενός ισχυρού άνδρα, αν δεν πρόκειται, στην πραγματικότητα, να κερδίσει τίποτε από αυτό;
[1163b] Ε, λοιπόν, φαίνεται πως και ο ένας και ο άλλος έχουν δίκαιο στις διεκδικήσεις τους: στον καθένα τους πρέπει να απονεμηθεί ένα μεγαλύτερο μερτικό κέρδους από τη φιλία — όχι, φυσικά, μεγαλύτερο μερτικό από το ίδιο πράγμα, αλλά σ᾽ αυτόν που υπερέχει, μεγαλύτερο μερτικό τιμής, ενώ σ᾽ αυτόν που βρίσκεται σε ανάγκη, μεγαλύτερο μερτικό κέρδους· γιατί το βραβείο για την αρετή και για τις ευεργεσίες είναι η τιμή, ενώ η βοήθεια και η συμπαράσταση που χρειάζεται η ανάγκη είναι το κέρδος.
Είναι φανερό ότι έτσι έχει το πράγμα και στη ζωή των πόλεων. Καμιά, πράγματι, τιμή δεν απονέμεται στον άνθρωπο που δεν συμβάλλει στην αύξηση των κοινών αγαθών· γιατί τα κοινά αγαθά δίνονται σ᾽ αυτούς που ευεργετούν το κοινό, και η τιμή είναι κάτι που απονέμεται από το κοινό. Γιατί δεν είναι δυνατό να πλουτίζει κανείς από τα κοινά αγαθά και την ίδια στιγμή να κερδίζει τιμές. Γιατί κανείς δεν ανέχεται να υφίσταται μείωση σε όλα· σ᾽ αυτόν λοιπόν που υφίσταται μείωση του πλούτου του απονέμεται τιμή, ενώ στον άνθρωπο που δίνει ιδιαίτερη σημασία στο να παίρνει χρήματα, δίνονται χρήματα· γιατί το να δίνεται στον καθένα αυτό που αντιστοιχεί στην αξία του είναι κάτι που δημιουργεί ισότητα και σώζει τη φιλία — όπως το έχουμε ήδη πει.
Έτσι λοιπόν πρέπει να διαμορφώνουν τη μεταξύ τους σχέση και οι άνισοι φίλοι: αυτός που δέχεται ένα όφελος από τον φίλο του από την οικονομική άποψη ή ως προς την αρετή, πρέπει να του ανταποδίδει τιμή — στον βαθμό, βέβαια, που μπορεί· γιατί η φιλία ζητάει να κάνει κανείς αυτό που μπορεί, όχι αυτό που αντιστοιχεί στην αξία της προσφοράς που δέχτηκε — κάτι που, άλλωστε, δεν είναι καν δυνατό σε όλες τις περιπτώσεις, όπως επιπαραδείγματι στις περιπτώσεις των τιμών προς τους θεούς και προς τους γονείς· κανείς, αλήθεια, δεν θα μπορούσε ποτέ να τους ανταποδώσει αυτό που πραγματικά τους οφείλει, αυτός όμως που τους υπηρετεί και τους τιμά στον βαθμό που μπορεί λογαριάζεται καλός άνθρωπος. Αυτός λέω πως είναι ο λόγος που θεωρείται ότι ο γιος δεν μπορεί να αποκηρύξει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του, ενώ ο πατέρας τον γιο του μπορεί· γιατί, όντας χρεώστης, ο γιος πρέπει να ξεπληρώσει το χρέος του, και ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν έκανε τίποτε ισάξιο προς αυτά που πρώτος τού πρόσφερε ο πατέρας του, και έτσι ο γιος μένει πάντοτε χρεώστης. Αυτοί, πάντως, στους οποίους οφείλεται κάτι έχουν το ελεύθερο να χαρίσουν το χρέος, άρα και ο πατέρας. Την ίδια όμως στιγμή ισχύει ίσως και τούτο, ότι κανένας πατέρας δεν θα ξέκοβε ποτέ τελείως από τον γιο του, εκτός και αν αυτός έφτανε στην έσχατη κακία· γιατί, ανεξάρτητα από τη φυσική φιλία που συνδέει τον πατέρα με τον γιο του, είναι ανθρώπινο να μην απορρίπτει τη βοήθεια και συμπαράσταση του γιου του. Ο γιος όμως, αν είναι κακός, κοιτάζει πώς να αποφύγει τη βοήθεια και τη συμπαράσταση ή πώς να μη δείξει κανέναν ιδιαίτερο ζήλο γι᾽ αυτό· γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να δέχονται ευεργεσίες, αποφεύγουν όμως να κάνουν οι ίδιοι ευεργεσίες, επειδή το θεωρούν ασύμφορο.
Ας θεωρηθούν αρκετά όσα είπαμε για τα θέματα αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου