[XIII] Τριττῶν δ᾽ οὐσῶν φιλιῶν, καθάπερ ἐν ἀρχῇ εἴρηται, καὶ καθ᾽ ἑκάστην τῶν μὲν ἐν ἰσότητι φίλων ὄντων τῶν δὲ καθ᾽ ὑπεροχήν (καὶ γὰρ ὁμοίως ἀγαθοὶ φίλοι γίνονται καὶ
[1162b] ἀμείνων χείρονι, ὁμοίως δὲ καὶ ἡδεῖς καὶ διὰ τὸ χρήσιμον, ἰσάζοντες ταῖς ὠφελείαις καὶ διαφέροντες), τοὺς ἴσους μὲν κατ᾽ ἰσότητα δεῖ τῷ φιλεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς ἰσάζειν, τοὺς δ᾽ ἀνίσους τὸ ἀνάλογον ταῖς ὑπεροχαῖς ἀποδιδόναι.
Γίνεται δὲ τὰ ἐγκλήματα καὶ αἱ μέμψεις ἐν τῇ κατὰ τὸ χρήσιμον φιλίᾳ ἢ μόνῃ ἢ μάλιστα, εὐλόγως. οἱ μὲν γὰρ δι᾽ ἀρετὴν φίλοι ὄντες εὖ δρᾶν ἀλλήλους προθυμοῦνται (τοῦτο γὰρ ἀρετῆς καὶ φιλίας), πρὸς τοῦτο δ᾽ ἁμιλλωμένων οὐκ ἔστιν ἐγκλήματα οὐδὲ μάχαι· τὸν γὰρ φιλοῦντα καὶ εὖ ποιοῦντα οὐδεὶς δυσχεραίνει, ἀλλ᾽ ἂν ᾖ χαρίεις, ἀμύνεται εὖ δρῶν. ὁ δ᾽ ὑπερβάλλων, τυγχάνων οὗ ἐφίεται, οὐκ ἂν ἐγκαλοίη τῷ φίλῳ· ἕκαστος γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ ὀρέγεται. οὐ πάνυ δ᾽ οὐδ᾽ ἐν τοῖς δι᾽ ἡδονήν· ἅμα γὰρ ἀμφοῖν γίνεται οὗ ὀρέγονται, εἰ τῷ συνδιάγειν χαίρουσιν· γελοῖος δ᾽ ἂν φαίνοιτο καὶ ὁ ἐγκαλῶν τῷ μὴ τέρποντι, ἐξὸν μὴ συνημερεύειν. ἡ δὲ διὰ τὸ χρήσιμον ἐγκληματική· ἐπ᾽ ὠφελείᾳ γὰρ χρώμενοι ἀλλήλοις ἀεὶ τοῦ πλείονος δέονται, καὶ ἔλαττον ἔχειν οἴονται τοῦ προσήκοντος, καὶ μέμφονται ὅτι οὐχ ὅσων δέονται τοσούτων τυγχάνουσιν ἄξιοι ὄντες· οἱ δ᾽ εὖ ποιοῦντες οὐ δύνανται ἐπαρκεῖν τοσαῦτα ὅσων οἱ πάσχοντες δέονται. ἔοικε δέ, καθάπερ τὸ δίκαιόν ἐστι διττόν, τὸ μὲν ἄγραφον τὸ δὲ κατὰ νόμον, καὶ τῆς κατὰ τὸ χρήσιμον φιλίας ἣ μὲν ἠθικὴ ἣ δὲ νομικὴ εἶναι. γίνεται οὖν τὰ ἐγκλήματα μάλισθ᾽ ὅταν μὴ κατὰ τὴν αὐτὴν συναλλάξωσι καὶ διαλύωνται. ἔστι δ᾽ ἡ νομικὴ μὲν ἡ ἐπὶ ῥητοῖς, ἡ μὲν πάμπαν ἀγοραία ἐκ χειρὸς εἰς χεῖρα, ἡ δὲ ἐλευθεριωτέρα εἰς χρόνον, καθ᾽ ὁμολογίαν δὲ τί ἀντὶ τίνος. δῆλον δ᾽ ἐν ταύτῃ τὸ ὀφείλημα κοὐκ ἀμφίλογον, φιλικὸν δὲ τὴν ἀναβολὴν ἔχει· διόπερ ἐνίοις οὐκ εἰσὶ τούτων δίκαι, ἀλλ᾽ οἴονται δεῖν στέργειν τοὺς κατὰ πίστιν συναλλάξαντας. ἡ δ᾽ ἠθικὴ οὐκ ἐπὶ ῥητοῖς, ἀλλ᾽ ὡς φίλῳ δωρεῖται ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο· κομίζεσθαι δὲ ἀξιοῖ τὸ ἴσον ἢ πλέον, ὡς οὐ δεδωκὼς ἀλλὰ χρήσας· οὐχ ὁμοίως δὲ συναλλάξας καὶ διαλυόμενος ἐγκαλέσει. τοῦτο δὲ συμβαίνει διὰ τὸ βούλεσθαι μὲν πάντας ἢ τοὺς πλείστους τὰ καλά, προαιρεῖσθαι δὲ τὰ ὠφέλιμα· καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν μὴ
[1163a] ἵνα ἀντιπάθῃ, ὠφέλιμον δὲ τὸ εὐεργετεῖσθαι. δυναμένῳ δὴ ἀνταποδοτέον τὴν ἀξίαν ὧν ἔπαθεν καὶ ἑκόντι (ἄκοντα γὰρ φίλον οὐ ποιητέον· ὡς δὴ διαμαρτόντα ἐν τῇ ἀρχῇ καὶ εὖ παθόντα ὑφ᾽ οὗ οὐκ ἔδει —οὐ γὰρ ὑπὸ φίλου, οὐδὲ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο δρῶντος— καθάπερ οὖν ἐπὶ ῥητοῖς εὐεργετηθέντα διαλυτέον)· καὶ †ὁμολογήσαι δ᾽† ἂν δυνάμενος ἀποδώσειν· ἀδυνατοῦντα δ᾽ οὐδ᾽ ὁ διδοὺς ἠξίωσεν ἄν. ὥστ᾽ εἰ δυνατόν, ἀποδοτέον. ἐν ἀρχῇ δ᾽ ἐπισκεπτέον ὑφ᾽ οὗ εὐεργετεῖται καὶ ἐπὶ τίνι, ὅπως ἐπὶ τούτοις ὑπομένῃ ἢ μή. ἀμφισβήτησιν δ᾽ ἔχει πότερα δεῖ τῇ τοῦ παθόντος ὠφελείᾳ μετρεῖν καὶ πρὸς ταύτην ποιεῖσθαι τὴν ἀνταπόδοσιν, ἢ τῇ τοῦ δράσαντος εὐεργεσίᾳ. οἱ μὲν γὰρ παθόντες τοιαῦτά φασι λαβεῖν παρὰ τῶν εὐεργετῶν ἃ μικρὰ ἦν ἐκείνοις καὶ ἐξῆν παρ᾽ ἑτέρων λαβεῖν, κατασμικρίζοντες· οἳ δ᾽ ἀνάπαλιν τὰ μέγιστα τῶν παρ᾽ αὑτοῖς, καὶ ἃ παρ᾽ ἄλλων οὐκ ἦν, καὶ ἐν κινδύνοις ἢ τοιαύταις χρείαις. ἆρ᾽ οὖν διὰ μὲν τὸ χρήσιμον τῆς φιλίας οὔσης ἡ τοῦ παθόντος ὠφέλεια μέτρον ἐστίν; οὗτος γὰρ ὁ δεόμενος, καὶ ἐπαρκεῖ αὐτῷ ὡς κομιούμενος τὴν ἴσην· τοσαύτη οὖν γεγένηται ἡ ἐπικουρία ὅσον οὗτος ὠφέληται, καὶ ἀποδοτέον δὴ αὐτῷ ὅσον ἐπηύρετο, ἢ καὶ πλέον· κάλλιον γάρ. ἐν δὲ ταῖς κατ᾽ ἀρετὴν ἐγκλήματα μὲν οὐκ ἔστιν, μέτρῳ δ᾽ ἔοικεν ἡ τοῦ δράσαντος προαίρεσις· τῆς ἀρετῆς γὰρ καὶ τοῦ ἤθους ἐν τῇ προαιρέσει τὸ κύριον.
***
[13] Τρία λοιπόν είναι —όπως το είπαμε στην αρχή της συζήτησής μας— τα είδη της φιλίας, και στο καθένα από αυτά άλλων η φιλία βασίζεται στην ισότητα και άλλων στην υπεροχή (πραγματικά, φίλοι μπορούν να γίνουν όχι μόνο άνθρωποι που είναι το ίδιο ενάρετοι,
[1162b] αλλά και ο περισσότερο ενάρετος με τον λιγότερο ενάρετο· παρόμοια και στις περιπτώσεις της φιλίας για την ευχαρίστηση και της φιλίας για το όφελος: και στις δύο αυτές περιπτώσεις φίλοι γίνονται και αυτοί που είναι ίδιοι αλλά και αυτοί που είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον σ᾽ αυτά που προσφέρουν). Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε: οι ίσοι πρέπει να πραγματώνουν την ισότητα αγαπώντας με τον ίδιο τρόπο ο ένας τον άλλον και ανταποκρινόμενοι με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα άλλα, ενώ οι άνισοι πρέπει να ανταποδίδουν αγάπη σε αναλογία προς τα σημεία της υπεροχής.
Παράπονα και κατηγορίες γεννιούνται ή αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη φιλία που συνάπτεται για το όφελος — και είναι φυσικό· γιατί οι φίλοι που η φιλία τους βασίζεται στην αρετή κοιτάζουν πώς και πώς να κάνουν καλό ο ένας στον άλλον (αυτό είναι, πράγματι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρετής και της φιλίας), και από τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί παραβγαίνουν ο ένας με τον άλλον σ᾽ αυτό το πράγμα, δεν μένει περιθώριο για παράπονα και καβγάδες: πώς να θυμώσεις με έναν άνθρωπο που σε αγαπάει και που σου κάνει καλό; ίσα ίσα, αν είσαι λεπτός και καλλιεργημένος άνθρωπος, απαντάς στο καλό με καλό· αν, πάλι, εσύ έχεις κάνει περισσότερα καλά, από τη στιγμή που έχεις επιτύχει αυτό που επιθυμούσες δεν έχεις παράπονα με τον φίλο σου· γιατί ο καθένας επιθυμεί το καλό.
Ούτε και στη φιλία που συνάπτεται για την ευχαρίστηση γεννιούνται μεταξύ των φίλων παράπονα, αφού και οι δυο τους έχουν την ίδια στιγμή αυτό που επιθυμούν, αν πράγματι η συμβίωση τους ευχαριστεί — προφανώς θα ήταν γελοίος όποιος θα παραπονιόταν για κάποιον ότι δεν του είναι ευχάριστος, δεδομένου ότι μπορεί κάλλιστα να μην περνάει τις ώρες και τις μέρες του μαζί του.
Η φιλία όμως που συνάπτεται για το όφελος δίνει ένα πλήθος από αφορμές για παράπονα· γιατί, καθώς η σχέση των δύο φίλων βασίζεται στο όφελος, ο καθένας τους απαιτεί πάντοτε το μεγαλύτερο μερτικό και θεωρεί ότι παίρνει λιγότερα από αυτά που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να κατηγορούν ο ένας τον άλλον ότι δεν παίρνουν όσα αξιώνουν, μολονότι τα αξίζουν. Αυτοί όμως που κάνουν καλό, δεν μπορούν να παρέχουν σ᾽ αυτούς που δέχονται το καλό τόσα όσα αυτοί αξιώνουν.
Φαίνεται, τώρα, ότι, όπως το δίκαιο είναι δύο ειδών —ένα το άγραφο και ένα αυτό που ορίζεται από τους νόμους—, έτσι είναι δύο και τα είδη της φιλίας που συνάπτεται για το όφελος: ένα «ηθικό» και ένα αυτό που προσδιορίζεται από τους νόμους. Τα παράπονα λοιπόν γεννιούνται κατά κύριο λόγο όταν τα δύο μέρη τερματίζουν τη σχέση τους όχι κατά το πνεύμα του είδους φιλίας κατά το οποίο τη συνήψαν. Το δεύτερο είδος, αυτό που προσδιορίζεται από τους νόμους, είναι αυτό που συνάπτεται με συγκεκριμένους όρους: στην καθαρά αγοραία μορφή του πρόκειται για μια συναλλαγή «από χέρι σε χέρι», ενώ στην ελευθεριότερη μορφή της η μια πλευρά αφήνει στην άλλη άνεση χρόνου, με συγκεκριμένη ωστόσο συμφωνία ενσχέσει με το «τί αντί τίνος». Σ᾽ αυτή τη μορφή το χρέος είναι ξεκάθαρο και πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η χρονική όμως άνεση είναι ένα στοιχείο φιλίας· γι᾽ αυτό και σε κάποια μέρη δεν προβλέπονται δίκες γι᾽ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά θεωρούν ότι όποιος έχει κάνει μια συναλλαγή προϋποθέτοντας την πίστη του άλλου πρέπει να δέχεται και τις συνέπειες αυτής της επιλογής του. Το «ηθικό» όμως είδος της φιλίας που συνάπτεται για το όφελος δεν συνάπτεται με συγκεκριμένους όρους: είτε δώρο προσφέρει κανείς είτε οτιδήποτε άλλο κάνει, το κάνει σαν σε φίλο, και απλώς περιμένει να λάβει ως ανταπόδοση τα ίσα ή περισσότερα, σαν να μην έδωσε αλλά να δάνεισε· αν, τώρα, κατά τη διάλυση της σχέσης φανεί ότι βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτήν στην οποία βρισκόταν όταν η σχέση δημιουργήθηκε, θα έχει παράπονα. Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ όλοι οι άνθρωποι, ή έστω οι περισσότεροι, επιθυμούν τα όμορφα και ωραία πράγματα, στη συγκεκριμένη στιγμή επιλέγουν αυτό που τους συμφέρει: όμορφο και ωραίο είναι να κάνεις το καλό
[1163a] χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση, συμφέρον όμως είναι να αφήνεις τους άλλους να σου κάνουν καλό.
Όποιος λοιπόν μπορεί, πρέπει να ξεπληρώνει την αξία αυτών που έχει δεχθεί, και αυτό να το κάνει αυθόρμητα (γιατί κανέναν δεν πρέπει να τον κάνουμε φίλο μας χωρίς τη θέλησή του· πρέπει λοιπόν να ενεργούμε σαν να είχε κάνει λάθος στην αρχή και να δέχτηκε να ευεργετηθεί από κάποιον από τον οποίο δεν έπρεπε να ευεργετηθεί, αυτό θα πει: από κάποιον που δεν ήταν φίλος και που ό,τι έκανε το έκανε μόνο για την ομορφιά της συγκεκριμένης πράξης του — πρέπει λοιπόν να κλείνει την υπόθεση ωσάν να είχε δεχτεί την ευεργεσία με συγκεκριμένους όρους). Και πραγματικά θα μπορούσε να είχε κάνει τη συμφωνία ότι θα ξεπληρώσει την οφειλή του, φτάνει να μπορεί· στην περίπτωση όμως που δεν μπορεί, ούτε και ο δότης δεν θα το έβρισκε σωστό να ζητήσει την εξόφληση. Αν, επομένως, κανείς μπορεί, πρέπει να ξεπληρώνει. Από την αρχή όμως πρέπει να εξετάζει από ποιόν ευεργετείται και με ποιούς όρους, για να δει αν θα δεχτεί την ευεργεσία με αυτούς τους όρους ή αν δεν θα τη δεχτεί.
Ένα ερώτημα που προκαλεί συζητήσεις είναι αν μια προσφορά πρέπει να μετριέται με το όφελος που αποκομίζει από αυτήν αυτός που τη δέχεται και η ανταπόδοση να γίνεται —τότε— σε σχέση με αυτό, ή αν πρέπει να μετριέται με τη διάθεση αυτού που την κάνει. Γιατί αυτοί που τη δέχονται λένε ότι την πήραν από ανθρώπους για τους οποίους το καλό που έκαναν ήταν κάτι το μικρό, που μπορούσαν μάλιστα να το πάρουν και από άλλους — μειώνοντας έτσι την αξία της προσφοράς· αντίθετα, αυτοί που έκαναν την προσφορά λένε ότι αυτή ήταν ό,τι πιο μεγάλο διέθεταν οι ίδιοι, ότι ήταν κάτι που οι άλλοι δεν μπορούσαν να το πάρουν από κανέναν άλλον και ότι η προσφορά τους έγινε σε ώρα κινδύνου ή σε στιγμές μεγάλης ανάγκης. Λοιπόν: Από τη στιγμή που πρόκειται για φιλία που συνάπτεται για το όφελος, δεν θα πρέπει μέτρο να είναι το όφελος αυτού που δέχεται την προσφορά; Γιατί αυτός είναι που τη χρειάζεται, και ο άλλος τον βοηθάει με την ελπίδα ότι θα πάρει ως ανταπόδοση τα ίσα· το μέγεθος άρα της βοήθειας συνάγεται από το μέγεθος της ωφέλειας που είχε ο αποδέκτης της, και συνεπώς ο αποδέκτης οφείλει να επιστρέψει όσα πήρε, ή και περισσότερα — αυτό θα ήταν πιο ωραίο. Στη φιλία, αντίθετα, που συνάπτεται στη βάση της αρετής παράπονα και κατηγόριες δεν υπάρχουν· ως μέτρο φαίνεται ότι μπορεί εδώ να ισχύσει το σε τί απέβλεπε αυτός που έκανε την προσφορά· γιατί αυτό στο οποίο αποβλέπουμε είναι ό,τι το πιο ουσιαστικό στην αρετή και στον χαρακτήρα.
[1162b] ἀμείνων χείρονι, ὁμοίως δὲ καὶ ἡδεῖς καὶ διὰ τὸ χρήσιμον, ἰσάζοντες ταῖς ὠφελείαις καὶ διαφέροντες), τοὺς ἴσους μὲν κατ᾽ ἰσότητα δεῖ τῷ φιλεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς ἰσάζειν, τοὺς δ᾽ ἀνίσους τὸ ἀνάλογον ταῖς ὑπεροχαῖς ἀποδιδόναι.
Γίνεται δὲ τὰ ἐγκλήματα καὶ αἱ μέμψεις ἐν τῇ κατὰ τὸ χρήσιμον φιλίᾳ ἢ μόνῃ ἢ μάλιστα, εὐλόγως. οἱ μὲν γὰρ δι᾽ ἀρετὴν φίλοι ὄντες εὖ δρᾶν ἀλλήλους προθυμοῦνται (τοῦτο γὰρ ἀρετῆς καὶ φιλίας), πρὸς τοῦτο δ᾽ ἁμιλλωμένων οὐκ ἔστιν ἐγκλήματα οὐδὲ μάχαι· τὸν γὰρ φιλοῦντα καὶ εὖ ποιοῦντα οὐδεὶς δυσχεραίνει, ἀλλ᾽ ἂν ᾖ χαρίεις, ἀμύνεται εὖ δρῶν. ὁ δ᾽ ὑπερβάλλων, τυγχάνων οὗ ἐφίεται, οὐκ ἂν ἐγκαλοίη τῷ φίλῳ· ἕκαστος γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ ὀρέγεται. οὐ πάνυ δ᾽ οὐδ᾽ ἐν τοῖς δι᾽ ἡδονήν· ἅμα γὰρ ἀμφοῖν γίνεται οὗ ὀρέγονται, εἰ τῷ συνδιάγειν χαίρουσιν· γελοῖος δ᾽ ἂν φαίνοιτο καὶ ὁ ἐγκαλῶν τῷ μὴ τέρποντι, ἐξὸν μὴ συνημερεύειν. ἡ δὲ διὰ τὸ χρήσιμον ἐγκληματική· ἐπ᾽ ὠφελείᾳ γὰρ χρώμενοι ἀλλήλοις ἀεὶ τοῦ πλείονος δέονται, καὶ ἔλαττον ἔχειν οἴονται τοῦ προσήκοντος, καὶ μέμφονται ὅτι οὐχ ὅσων δέονται τοσούτων τυγχάνουσιν ἄξιοι ὄντες· οἱ δ᾽ εὖ ποιοῦντες οὐ δύνανται ἐπαρκεῖν τοσαῦτα ὅσων οἱ πάσχοντες δέονται. ἔοικε δέ, καθάπερ τὸ δίκαιόν ἐστι διττόν, τὸ μὲν ἄγραφον τὸ δὲ κατὰ νόμον, καὶ τῆς κατὰ τὸ χρήσιμον φιλίας ἣ μὲν ἠθικὴ ἣ δὲ νομικὴ εἶναι. γίνεται οὖν τὰ ἐγκλήματα μάλισθ᾽ ὅταν μὴ κατὰ τὴν αὐτὴν συναλλάξωσι καὶ διαλύωνται. ἔστι δ᾽ ἡ νομικὴ μὲν ἡ ἐπὶ ῥητοῖς, ἡ μὲν πάμπαν ἀγοραία ἐκ χειρὸς εἰς χεῖρα, ἡ δὲ ἐλευθεριωτέρα εἰς χρόνον, καθ᾽ ὁμολογίαν δὲ τί ἀντὶ τίνος. δῆλον δ᾽ ἐν ταύτῃ τὸ ὀφείλημα κοὐκ ἀμφίλογον, φιλικὸν δὲ τὴν ἀναβολὴν ἔχει· διόπερ ἐνίοις οὐκ εἰσὶ τούτων δίκαι, ἀλλ᾽ οἴονται δεῖν στέργειν τοὺς κατὰ πίστιν συναλλάξαντας. ἡ δ᾽ ἠθικὴ οὐκ ἐπὶ ῥητοῖς, ἀλλ᾽ ὡς φίλῳ δωρεῖται ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο· κομίζεσθαι δὲ ἀξιοῖ τὸ ἴσον ἢ πλέον, ὡς οὐ δεδωκὼς ἀλλὰ χρήσας· οὐχ ὁμοίως δὲ συναλλάξας καὶ διαλυόμενος ἐγκαλέσει. τοῦτο δὲ συμβαίνει διὰ τὸ βούλεσθαι μὲν πάντας ἢ τοὺς πλείστους τὰ καλά, προαιρεῖσθαι δὲ τὰ ὠφέλιμα· καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν μὴ
[1163a] ἵνα ἀντιπάθῃ, ὠφέλιμον δὲ τὸ εὐεργετεῖσθαι. δυναμένῳ δὴ ἀνταποδοτέον τὴν ἀξίαν ὧν ἔπαθεν καὶ ἑκόντι (ἄκοντα γὰρ φίλον οὐ ποιητέον· ὡς δὴ διαμαρτόντα ἐν τῇ ἀρχῇ καὶ εὖ παθόντα ὑφ᾽ οὗ οὐκ ἔδει —οὐ γὰρ ὑπὸ φίλου, οὐδὲ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο δρῶντος— καθάπερ οὖν ἐπὶ ῥητοῖς εὐεργετηθέντα διαλυτέον)· καὶ †ὁμολογήσαι δ᾽† ἂν δυνάμενος ἀποδώσειν· ἀδυνατοῦντα δ᾽ οὐδ᾽ ὁ διδοὺς ἠξίωσεν ἄν. ὥστ᾽ εἰ δυνατόν, ἀποδοτέον. ἐν ἀρχῇ δ᾽ ἐπισκεπτέον ὑφ᾽ οὗ εὐεργετεῖται καὶ ἐπὶ τίνι, ὅπως ἐπὶ τούτοις ὑπομένῃ ἢ μή. ἀμφισβήτησιν δ᾽ ἔχει πότερα δεῖ τῇ τοῦ παθόντος ὠφελείᾳ μετρεῖν καὶ πρὸς ταύτην ποιεῖσθαι τὴν ἀνταπόδοσιν, ἢ τῇ τοῦ δράσαντος εὐεργεσίᾳ. οἱ μὲν γὰρ παθόντες τοιαῦτά φασι λαβεῖν παρὰ τῶν εὐεργετῶν ἃ μικρὰ ἦν ἐκείνοις καὶ ἐξῆν παρ᾽ ἑτέρων λαβεῖν, κατασμικρίζοντες· οἳ δ᾽ ἀνάπαλιν τὰ μέγιστα τῶν παρ᾽ αὑτοῖς, καὶ ἃ παρ᾽ ἄλλων οὐκ ἦν, καὶ ἐν κινδύνοις ἢ τοιαύταις χρείαις. ἆρ᾽ οὖν διὰ μὲν τὸ χρήσιμον τῆς φιλίας οὔσης ἡ τοῦ παθόντος ὠφέλεια μέτρον ἐστίν; οὗτος γὰρ ὁ δεόμενος, καὶ ἐπαρκεῖ αὐτῷ ὡς κομιούμενος τὴν ἴσην· τοσαύτη οὖν γεγένηται ἡ ἐπικουρία ὅσον οὗτος ὠφέληται, καὶ ἀποδοτέον δὴ αὐτῷ ὅσον ἐπηύρετο, ἢ καὶ πλέον· κάλλιον γάρ. ἐν δὲ ταῖς κατ᾽ ἀρετὴν ἐγκλήματα μὲν οὐκ ἔστιν, μέτρῳ δ᾽ ἔοικεν ἡ τοῦ δράσαντος προαίρεσις· τῆς ἀρετῆς γὰρ καὶ τοῦ ἤθους ἐν τῇ προαιρέσει τὸ κύριον.
***
[13] Τρία λοιπόν είναι —όπως το είπαμε στην αρχή της συζήτησής μας— τα είδη της φιλίας, και στο καθένα από αυτά άλλων η φιλία βασίζεται στην ισότητα και άλλων στην υπεροχή (πραγματικά, φίλοι μπορούν να γίνουν όχι μόνο άνθρωποι που είναι το ίδιο ενάρετοι,
[1162b] αλλά και ο περισσότερο ενάρετος με τον λιγότερο ενάρετο· παρόμοια και στις περιπτώσεις της φιλίας για την ευχαρίστηση και της φιλίας για το όφελος: και στις δύο αυτές περιπτώσεις φίλοι γίνονται και αυτοί που είναι ίδιοι αλλά και αυτοί που είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον σ᾽ αυτά που προσφέρουν). Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε: οι ίσοι πρέπει να πραγματώνουν την ισότητα αγαπώντας με τον ίδιο τρόπο ο ένας τον άλλον και ανταποκρινόμενοι με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα άλλα, ενώ οι άνισοι πρέπει να ανταποδίδουν αγάπη σε αναλογία προς τα σημεία της υπεροχής.
Παράπονα και κατηγορίες γεννιούνται ή αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη φιλία που συνάπτεται για το όφελος — και είναι φυσικό· γιατί οι φίλοι που η φιλία τους βασίζεται στην αρετή κοιτάζουν πώς και πώς να κάνουν καλό ο ένας στον άλλον (αυτό είναι, πράγματι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρετής και της φιλίας), και από τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί παραβγαίνουν ο ένας με τον άλλον σ᾽ αυτό το πράγμα, δεν μένει περιθώριο για παράπονα και καβγάδες: πώς να θυμώσεις με έναν άνθρωπο που σε αγαπάει και που σου κάνει καλό; ίσα ίσα, αν είσαι λεπτός και καλλιεργημένος άνθρωπος, απαντάς στο καλό με καλό· αν, πάλι, εσύ έχεις κάνει περισσότερα καλά, από τη στιγμή που έχεις επιτύχει αυτό που επιθυμούσες δεν έχεις παράπονα με τον φίλο σου· γιατί ο καθένας επιθυμεί το καλό.
Ούτε και στη φιλία που συνάπτεται για την ευχαρίστηση γεννιούνται μεταξύ των φίλων παράπονα, αφού και οι δυο τους έχουν την ίδια στιγμή αυτό που επιθυμούν, αν πράγματι η συμβίωση τους ευχαριστεί — προφανώς θα ήταν γελοίος όποιος θα παραπονιόταν για κάποιον ότι δεν του είναι ευχάριστος, δεδομένου ότι μπορεί κάλλιστα να μην περνάει τις ώρες και τις μέρες του μαζί του.
Η φιλία όμως που συνάπτεται για το όφελος δίνει ένα πλήθος από αφορμές για παράπονα· γιατί, καθώς η σχέση των δύο φίλων βασίζεται στο όφελος, ο καθένας τους απαιτεί πάντοτε το μεγαλύτερο μερτικό και θεωρεί ότι παίρνει λιγότερα από αυτά που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να κατηγορούν ο ένας τον άλλον ότι δεν παίρνουν όσα αξιώνουν, μολονότι τα αξίζουν. Αυτοί όμως που κάνουν καλό, δεν μπορούν να παρέχουν σ᾽ αυτούς που δέχονται το καλό τόσα όσα αυτοί αξιώνουν.
Φαίνεται, τώρα, ότι, όπως το δίκαιο είναι δύο ειδών —ένα το άγραφο και ένα αυτό που ορίζεται από τους νόμους—, έτσι είναι δύο και τα είδη της φιλίας που συνάπτεται για το όφελος: ένα «ηθικό» και ένα αυτό που προσδιορίζεται από τους νόμους. Τα παράπονα λοιπόν γεννιούνται κατά κύριο λόγο όταν τα δύο μέρη τερματίζουν τη σχέση τους όχι κατά το πνεύμα του είδους φιλίας κατά το οποίο τη συνήψαν. Το δεύτερο είδος, αυτό που προσδιορίζεται από τους νόμους, είναι αυτό που συνάπτεται με συγκεκριμένους όρους: στην καθαρά αγοραία μορφή του πρόκειται για μια συναλλαγή «από χέρι σε χέρι», ενώ στην ελευθεριότερη μορφή της η μια πλευρά αφήνει στην άλλη άνεση χρόνου, με συγκεκριμένη ωστόσο συμφωνία ενσχέσει με το «τί αντί τίνος». Σ᾽ αυτή τη μορφή το χρέος είναι ξεκάθαρο και πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η χρονική όμως άνεση είναι ένα στοιχείο φιλίας· γι᾽ αυτό και σε κάποια μέρη δεν προβλέπονται δίκες γι᾽ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά θεωρούν ότι όποιος έχει κάνει μια συναλλαγή προϋποθέτοντας την πίστη του άλλου πρέπει να δέχεται και τις συνέπειες αυτής της επιλογής του. Το «ηθικό» όμως είδος της φιλίας που συνάπτεται για το όφελος δεν συνάπτεται με συγκεκριμένους όρους: είτε δώρο προσφέρει κανείς είτε οτιδήποτε άλλο κάνει, το κάνει σαν σε φίλο, και απλώς περιμένει να λάβει ως ανταπόδοση τα ίσα ή περισσότερα, σαν να μην έδωσε αλλά να δάνεισε· αν, τώρα, κατά τη διάλυση της σχέσης φανεί ότι βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτήν στην οποία βρισκόταν όταν η σχέση δημιουργήθηκε, θα έχει παράπονα. Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ όλοι οι άνθρωποι, ή έστω οι περισσότεροι, επιθυμούν τα όμορφα και ωραία πράγματα, στη συγκεκριμένη στιγμή επιλέγουν αυτό που τους συμφέρει: όμορφο και ωραίο είναι να κάνεις το καλό
[1163a] χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση, συμφέρον όμως είναι να αφήνεις τους άλλους να σου κάνουν καλό.
Όποιος λοιπόν μπορεί, πρέπει να ξεπληρώνει την αξία αυτών που έχει δεχθεί, και αυτό να το κάνει αυθόρμητα (γιατί κανέναν δεν πρέπει να τον κάνουμε φίλο μας χωρίς τη θέλησή του· πρέπει λοιπόν να ενεργούμε σαν να είχε κάνει λάθος στην αρχή και να δέχτηκε να ευεργετηθεί από κάποιον από τον οποίο δεν έπρεπε να ευεργετηθεί, αυτό θα πει: από κάποιον που δεν ήταν φίλος και που ό,τι έκανε το έκανε μόνο για την ομορφιά της συγκεκριμένης πράξης του — πρέπει λοιπόν να κλείνει την υπόθεση ωσάν να είχε δεχτεί την ευεργεσία με συγκεκριμένους όρους). Και πραγματικά θα μπορούσε να είχε κάνει τη συμφωνία ότι θα ξεπληρώσει την οφειλή του, φτάνει να μπορεί· στην περίπτωση όμως που δεν μπορεί, ούτε και ο δότης δεν θα το έβρισκε σωστό να ζητήσει την εξόφληση. Αν, επομένως, κανείς μπορεί, πρέπει να ξεπληρώνει. Από την αρχή όμως πρέπει να εξετάζει από ποιόν ευεργετείται και με ποιούς όρους, για να δει αν θα δεχτεί την ευεργεσία με αυτούς τους όρους ή αν δεν θα τη δεχτεί.
Ένα ερώτημα που προκαλεί συζητήσεις είναι αν μια προσφορά πρέπει να μετριέται με το όφελος που αποκομίζει από αυτήν αυτός που τη δέχεται και η ανταπόδοση να γίνεται —τότε— σε σχέση με αυτό, ή αν πρέπει να μετριέται με τη διάθεση αυτού που την κάνει. Γιατί αυτοί που τη δέχονται λένε ότι την πήραν από ανθρώπους για τους οποίους το καλό που έκαναν ήταν κάτι το μικρό, που μπορούσαν μάλιστα να το πάρουν και από άλλους — μειώνοντας έτσι την αξία της προσφοράς· αντίθετα, αυτοί που έκαναν την προσφορά λένε ότι αυτή ήταν ό,τι πιο μεγάλο διέθεταν οι ίδιοι, ότι ήταν κάτι που οι άλλοι δεν μπορούσαν να το πάρουν από κανέναν άλλον και ότι η προσφορά τους έγινε σε ώρα κινδύνου ή σε στιγμές μεγάλης ανάγκης. Λοιπόν: Από τη στιγμή που πρόκειται για φιλία που συνάπτεται για το όφελος, δεν θα πρέπει μέτρο να είναι το όφελος αυτού που δέχεται την προσφορά; Γιατί αυτός είναι που τη χρειάζεται, και ο άλλος τον βοηθάει με την ελπίδα ότι θα πάρει ως ανταπόδοση τα ίσα· το μέγεθος άρα της βοήθειας συνάγεται από το μέγεθος της ωφέλειας που είχε ο αποδέκτης της, και συνεπώς ο αποδέκτης οφείλει να επιστρέψει όσα πήρε, ή και περισσότερα — αυτό θα ήταν πιο ωραίο. Στη φιλία, αντίθετα, που συνάπτεται στη βάση της αρετής παράπονα και κατηγόριες δεν υπάρχουν· ως μέτρο φαίνεται ότι μπορεί εδώ να ισχύσει το σε τί απέβλεπε αυτός που έκανε την προσφορά· γιατί αυτό στο οποίο αποβλέπουμε είναι ό,τι το πιο ουσιαστικό στην αρετή και στον χαρακτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου