[V] Πραότης δ᾽ ἐστὶ μεσότης περὶ ὀργάς· ἀνωνύμου δ᾽ ὄντος τοῦ μέσου, σχεδὸν δὲ καὶ τῶν ἄκρων, ἐπὶ τὸ μέσον τὴν πραότητα φέρομεν, πρὸς τὴν ἔλλειψιν ἀποκλίνουσαν, ἀνώνυμον οὖσαν. ἡ δ᾽ ὑπερβολὴ ὀργιλότης τις λέγοιτ᾽ ἄν. τὸ μὲν γὰρ πάθος ἐστὶν ὀργή, τὰ δ᾽ ἐμποιοῦντα πολλὰ καὶ διαφέροντα. ὁ μὲν οὖν ἐφ᾽ οἷς δεῖ καὶ οἷς δεῖ ὀργιζόμενος, ἔτι δὲ καὶ ὡς δεῖ καὶ ὅτε καὶ ὅσον χρόνον, ἐπαινεῖται· πρᾶος δὴ οὗτος ἂν εἴη, εἴπερ ἡ πραότης ἐπαινεῖται. βούλεται γὰρ ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι καὶ μὴ ἄγεσθαι ὑπὸ τοῦ πάθους, ἀλλ᾽ ὡς ἂν ὁ λόγος τάξῃ, οὕτω καὶ ἐπὶ τούτοις καὶ ἐπὶ
[1126a] τοσοῦτον χρόνον χαλεπαίνειν· ἁμαρτάνειν δὲ δοκεῖ μᾶλλον ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν· οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾶος, ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικός. ἡ δ᾽ ἔλλειψις, εἴτ᾽ ἀοργησία τίς ἐστιν εἴθ᾽ ὅ τι δή ποτε, ψέγεται. οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ᾽ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι, καὶ οἱ μὴ ὡς δεῖ μηδ᾽ ὅτε μηδ᾽ οἷς δεῖ· δοκεῖ γὰρ οὐκ αἰσθάνεσθαι οὐδὲ λυπεῖσθαι, μὴ ὀργιζόμενός τε οὐκ εἶναι ἀμυντικός, τὸ δὲ προπηλακιζόμενον ἀνέχεσθαι καὶ τοὺς οἰκείους περιορᾶν ἀνδραποδῶδες. ἡ δ᾽ ὑπερβολὴ κατὰ πάντα μὲν γίνεται (καὶ γὰρ οἷς οὐ δεῖ, καὶ ἐφ᾽ οἷς οὐ δεῖ, καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ, καὶ θᾶττον, καὶ πλείω χρόνον), οὐ μὴν ἅπαντά γε τῷ αὐτῷ ὑπάρχει. οὐ γὰρ ἂν δύναιτ᾽ εἶναι· τὸ γὰρ κακὸν καὶ ἑαυτὸ ἀπόλλυσι, κἂν ὁλόκληρον ᾖ, ἀφόρητον γίνεται. οἱ μὲν οὖν ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ᾽ οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ, παύονται δὲ ταχέως· ὃ καὶ βέλτιστον ἔχουσιν. συμβαίνει δ᾽ αὐτοῖς τοῦτο, ὅτι οὐ κατέχουσι τὴν ὀργὴν ἀλλ᾽ ἀνταποδιδόασιν ᾗ φανεροί εἰσι διὰ τὴν ὀξύτητα, εἶτ᾽ ἀποπαύονται. ὑπερβολῇ δ᾽ εἰσὶν οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς καὶ πρὸς πᾶν ὀργίλοι καὶ ἐπὶ παντί· ὅθεν καὶ τοὔνομα. οἱ δὲ πικροὶ δυσδιάλυτοι, καὶ πολὺν χρόνον ὀργίζονται· κατέχουσι γὰρ τὸν θυμόν. παῦλα δὲ γίνεται ὅταν ἀνταποδιδῷ· ἡ γὰρ τιμωρία παύει τῆς ὀργῆς, ἡδονὴν ἀντὶ τῆς λύπης ἐμποιοῦσα. τούτου δὲ μὴ γινομένου τὸ βάρος ἔχουσιν· διὰ γὰρ τὸ μὴ ἐπιφανὲς εἶναι οὐδὲ συμπείθει αὐτοὺς οὐδείς, ἐν αὑτῷ δὲ πέψαι τὴν ὀργὴν χρόνου δεῖ. εἰσὶ δ᾽ οἱ τοιοῦτοι ἑαυτοῖς ὀχληρότατοι καὶ τοῖς μάλιστα φίλοις. χαλεποὺς δὲ λέγομεν τοὺς ἐφ᾽ οἷς τε μὴ δεῖ χαλεπαίνοντας καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ πλείω χρόνον, καὶ μὴ διαλλαττομένους ἄνευ τιμωρίας ἢ κολάσεως. τῇ πραότητι δὲ μᾶλλον τὴν ὑπερβολὴν ἀντιτίθεμεν· καὶ γὰρ μᾶλλον γίνεται· ἀνθρωπικώτερον γὰρ τὸ τιμωρεῖσθαι· καὶ πρὸς τὸ συμβιοῦν οἱ χαλεποὶ χείρους. ὃ δὲ καὶ ἐν τοῖς πρότερον εἴρηται, καὶ ἐκ τῶν λεγομένων δῆλον· οὐ γὰρ ῥᾴδιον διορίσαι τὸ πῶς καὶ τίσι καὶ ἐπὶ ποίοις καὶ πόσον χρόνον ὀργιστέον, καὶ τὸ μέχρι τίνος ὀρθῶς ποιεῖ τις ἢ ἁμαρτάνει. ὁ μὲν γὰρ μικρὸν παρεκβαίνων οὐ ψέγεται, οὔτ᾽ ἐπὶ τὸ μᾶλλον οὔτ᾽ ἐπὶ τὸ ἧττον· ἐνίοτε γὰρ τοὺς ἐλλείποντας
[1126b] ἐπαινοῦμεν καὶ πράους φαμέν, καὶ τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ὡς δυναμένους ἄρχειν. ὁ δὴ πόσον καὶ πῶς παρεκβαίνων ψεκτός, οὐ ῥᾴδιον τῷ λόγῳ ἀποδοῦναι· ἐν γὰρ τοῖς καθ᾽ ἕκαστα κἀν τῇ αἰσθήσει ἡ κρίσις. ἀλλὰ τό γε τοσοῦτον δῆλον, ὅτι ἡ μὲν μέση ἕξις ἐπαινετή, καθ᾽ ἣν οἷς δεῖ ὀργιζόμεθα καὶ ἐφ᾽ οἷς δεῖ καὶ ὡς δεῖ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, αἱ δ᾽ ὑπερβολαὶ καὶ ἐλλείψεις ψεκταί, καὶ ἐπὶ μικρὸν μὲν γινόμεναι ἠρέμα, ἐπὶ πλέον δὲ μᾶλλον, ἐπὶ πολὺ δὲ σφόδρα. δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον. αἱ μὲν οὖν περὶ τὴν ὀργὴν ἕξεις εἰρήσθωσαν.
***
[5] Η πραότητα είναι μεσότητα στην περιοχή της οργής. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στη γλώσσα μας λέξη που να δηλώνει το μέσον, όπως, γενικά, και τα δύο άκρα. Χρησιμοποιούμε λοιπόν για το μέσον τη λέξη «πραότητα», μολονότι αυτή κλίνει προς την πλευρά της έλλειψης, για την οποία δεν υπάρχει ξεχωριστή λέξη. Για την υπερβολή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η λέξη οργιλότητα. Γιατί το πάθος για το οποίο μιλούμε είναι η οργή, και αυτά που την προκαλούν είναι πολλά και διάφορα.
Αυτός λοιπόν που οργίζεται γι᾽ αυτά που πρέπει και με αυτούς που πρέπει, και ακόμη με τον τρόπο που πρέπει, τότε που πρέπει και για όσον χρόνο πρέπει, αυτός επαινείται. Αυτός, λέω, είναι ο πράος, αφού η πραότητα επαινείται. Πραγματικά, ο πράος θέλει να είναι ατάραχος και να μην άγεται από το πάθος, αλλά να οργίζεται με τον τρόπο, για τα πράγματα και
[1126a] για όσον χρόνο ορίζει ο ορθός λόγος. Η λανθασμένη συμπεριφορά του φαίνεται πως είναι μάλλον προς την κατεύθυνση της έλλειψης· γιατί ο πράος δεν είναι εκδικητικός άνθρωπος, αλλά μάλλον άνθρωπος της κατανόησης και της επιείκειας.
Η έλλειψη —είτε την πούμε αοργησία είτε οτιδήποτε άλλο— ψέγεται. Γιατί αυτοί που δεν οργίζονται για όσα πρέπει, θεωρούνται ανόητοι· το ίδιο και αυτοί που δεν οργίζονται με τον τρόπο που πρέπει ή όταν πρέπει ή με τους ανθρώπους που πρέπει· γιατί οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται τίποτε και ότι δεν αισθάνονται λύπη, και ο άνθρωπος που δεν οργίζεται, θεωρείται ότι δεν έχει την ιδιότητα να αμύνεται· κάτι ακόμη: το να ανέχεται κανείς προπηλακισμούς σε βάρος του ίδιου του εαυτού του και σε βάρος των δικών του ανθρώπων δείχνει ότι έχει χαρακτηριστικά δούλου.
Η υπερβολή γίνεται με όλες τις προϋποθέσεις που είπαμε (οργίζεται δηλαδή κανείς με ανθρώπους που δεν πρέπει, για πράγματα που δεν πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει, πιο γρήγορα και για περισσότερο χρόνο), αυτά όμως δεν υπάρχουν, φυσικά, όλα μαζί στο ίδιο άτομο. Ούτε και θα μπορούσαν, πράγματι· γιατί το κακό και τον ίδιο τον εαυτό του καταστρέφει και, αν εμφανίζεται με το σύνολο των μορφών του, είναι κάτι το ανυπόφορο.
Οι οργίλοι λοιπόν και γρήγορα οργίζονται, και με αυτούς που δεν πρέπει, και για πράγματα που δεν πρέπει και περισσότερο από ό,τι πρέπει, η οργή τους όμως υποχωρεί γρήγορα· αυτό είναι το καλύτερο που έχουν. Αυτό τους συμβαίνει επειδή δεν συγκρατούν την οργή τους, αλλά, λόγω της ορμητικότητας του χαρακτήρα τους, αντιδρούν αμέσως, με φανερό μάλιστα τρόπο — και ευθύς η οργή τους υποχωρεί. Οι χολερικοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά ορμητικοί, οργίζονται για το καθετί και με κάθε ευκαιρία· εξού και το όνομά τους.
Οι μουτρωμένοι και κατσούφηδες άνθρωποι καταπραΰνονται δύσκολα και η οργή τους κρατάει για μεγάλο διάστημα χρόνου· ο λόγος είναι ότι αυτοί συγκρατούν την οργή τους. Η οργή αυτού του ανθρώπου υποχωρεί, όταν ανταποδώσει τα ίσα· η εκδίκηση σταματάει, πράγματι, την οργή, καθώς στη θέση της λύπης προκαλεί ευχαρίστηση. Όσο δεν γίνεται αυτό, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μέσα τους το βάρος: καθώς αυτό δεν είναι φανερό, κανένας δεν μπορεί να τους βοηθήσει πείθοντάς τους — και το να χωνέψεις ο ίδιος μέσα σου την οργή, είναι κάτι που θέλει χρόνο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι εξαιρετικά οχληροί στον εαυτό τους και στους πιο καλούς τους φίλους. Τους ανθρώπους που τα βάζουν με αυτούς που δεν πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει και για περισσότερο χρόνο, και που δεν συμφιλιώνονται ώσπου να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν τους λέμε δύστροπους. Αντίθετη στην πραότητα θεωρούμε πιο πολύ την υπερβολή, για τον λόγο ότι είναι πιο συχνή (η εκδίκηση προσιδιάζει, πράγματι, περισσότερο στην ανθρώπινη φύση)· επιπλέον, οι δύστροποι άνθρωποι είναι χειρότεροι για να συμβιώσει κανείς μαζί τους.
Αυτό που έχουμε ήδη πει στα προηγούμενα, γίνεται φανερό και από αυτά που λέμε τώρα. Δεν είναι δηλαδή δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια με ποιόν τρόπο, με ποιούς, με τί και για πόσο χρόνο πρέπει κανείς να οργίζεται, όπως επίσης και το ως ποιό σημείο ενεργεί κανείς σωστά και ύστερα περνάει στο λάθος. Γιατί όποιος παρεκκλίνει λίγο μόνο από τη σωστή γραμμή —είτε προς το περισσότερο είτε προς το λιγότερο— δεν ψέγεται· μερικές, πράγματι, φορές επαινούμε αυτούς που ελλείπουν
[1126b] και τους λέμε πράους, και μερικές φορές ονομάζουμε «άντρες» τους ανθρώπους που οργίζονται, γιατί είναι, λέει, ικανοί να κυβερνήσουν. Δεν είναι λοιπόν εύκολο να πούμε με τον λόγο μας πόσο και πώς πρέπει να παρεκκλίνει κανείς από τη σωστή γραμμή για να είναι ψεκτός· γιατί η απόφαση εξαρτάται από τα επιμέρους πράγματα και από την εντύπωση της στιγμής. Εν πάση περιπτώσει, τόσο τουλάχιστο έχει γίνει φανερό, ότι η μέση έξη είναι επαινετή: αυτή που μας κάνει να οργιζόμαστε με τους ανθρώπους που πρέπει, για τα πράγματα που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και όλα τα άλλα που έχουμε πει. Αντίθετα, οι υπερβολές και οι ελλείψεις είναι ψεκτές: ελαφρά αν η απόκλιση είναι μικρή, περισσότερο αν η απόκλιση είναι μεγαλύτερη, έντονα αν η απόκλιση είναι πολύ μεγάλη. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι στη μέση έξη.
Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα είπαμε για τις σχετικές με την οργή έξεις.
[1126a] τοσοῦτον χρόνον χαλεπαίνειν· ἁμαρτάνειν δὲ δοκεῖ μᾶλλον ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν· οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾶος, ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικός. ἡ δ᾽ ἔλλειψις, εἴτ᾽ ἀοργησία τίς ἐστιν εἴθ᾽ ὅ τι δή ποτε, ψέγεται. οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ᾽ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι, καὶ οἱ μὴ ὡς δεῖ μηδ᾽ ὅτε μηδ᾽ οἷς δεῖ· δοκεῖ γὰρ οὐκ αἰσθάνεσθαι οὐδὲ λυπεῖσθαι, μὴ ὀργιζόμενός τε οὐκ εἶναι ἀμυντικός, τὸ δὲ προπηλακιζόμενον ἀνέχεσθαι καὶ τοὺς οἰκείους περιορᾶν ἀνδραποδῶδες. ἡ δ᾽ ὑπερβολὴ κατὰ πάντα μὲν γίνεται (καὶ γὰρ οἷς οὐ δεῖ, καὶ ἐφ᾽ οἷς οὐ δεῖ, καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ, καὶ θᾶττον, καὶ πλείω χρόνον), οὐ μὴν ἅπαντά γε τῷ αὐτῷ ὑπάρχει. οὐ γὰρ ἂν δύναιτ᾽ εἶναι· τὸ γὰρ κακὸν καὶ ἑαυτὸ ἀπόλλυσι, κἂν ὁλόκληρον ᾖ, ἀφόρητον γίνεται. οἱ μὲν οὖν ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ᾽ οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ, παύονται δὲ ταχέως· ὃ καὶ βέλτιστον ἔχουσιν. συμβαίνει δ᾽ αὐτοῖς τοῦτο, ὅτι οὐ κατέχουσι τὴν ὀργὴν ἀλλ᾽ ἀνταποδιδόασιν ᾗ φανεροί εἰσι διὰ τὴν ὀξύτητα, εἶτ᾽ ἀποπαύονται. ὑπερβολῇ δ᾽ εἰσὶν οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς καὶ πρὸς πᾶν ὀργίλοι καὶ ἐπὶ παντί· ὅθεν καὶ τοὔνομα. οἱ δὲ πικροὶ δυσδιάλυτοι, καὶ πολὺν χρόνον ὀργίζονται· κατέχουσι γὰρ τὸν θυμόν. παῦλα δὲ γίνεται ὅταν ἀνταποδιδῷ· ἡ γὰρ τιμωρία παύει τῆς ὀργῆς, ἡδονὴν ἀντὶ τῆς λύπης ἐμποιοῦσα. τούτου δὲ μὴ γινομένου τὸ βάρος ἔχουσιν· διὰ γὰρ τὸ μὴ ἐπιφανὲς εἶναι οὐδὲ συμπείθει αὐτοὺς οὐδείς, ἐν αὑτῷ δὲ πέψαι τὴν ὀργὴν χρόνου δεῖ. εἰσὶ δ᾽ οἱ τοιοῦτοι ἑαυτοῖς ὀχληρότατοι καὶ τοῖς μάλιστα φίλοις. χαλεποὺς δὲ λέγομεν τοὺς ἐφ᾽ οἷς τε μὴ δεῖ χαλεπαίνοντας καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ πλείω χρόνον, καὶ μὴ διαλλαττομένους ἄνευ τιμωρίας ἢ κολάσεως. τῇ πραότητι δὲ μᾶλλον τὴν ὑπερβολὴν ἀντιτίθεμεν· καὶ γὰρ μᾶλλον γίνεται· ἀνθρωπικώτερον γὰρ τὸ τιμωρεῖσθαι· καὶ πρὸς τὸ συμβιοῦν οἱ χαλεποὶ χείρους. ὃ δὲ καὶ ἐν τοῖς πρότερον εἴρηται, καὶ ἐκ τῶν λεγομένων δῆλον· οὐ γὰρ ῥᾴδιον διορίσαι τὸ πῶς καὶ τίσι καὶ ἐπὶ ποίοις καὶ πόσον χρόνον ὀργιστέον, καὶ τὸ μέχρι τίνος ὀρθῶς ποιεῖ τις ἢ ἁμαρτάνει. ὁ μὲν γὰρ μικρὸν παρεκβαίνων οὐ ψέγεται, οὔτ᾽ ἐπὶ τὸ μᾶλλον οὔτ᾽ ἐπὶ τὸ ἧττον· ἐνίοτε γὰρ τοὺς ἐλλείποντας
[1126b] ἐπαινοῦμεν καὶ πράους φαμέν, καὶ τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ὡς δυναμένους ἄρχειν. ὁ δὴ πόσον καὶ πῶς παρεκβαίνων ψεκτός, οὐ ῥᾴδιον τῷ λόγῳ ἀποδοῦναι· ἐν γὰρ τοῖς καθ᾽ ἕκαστα κἀν τῇ αἰσθήσει ἡ κρίσις. ἀλλὰ τό γε τοσοῦτον δῆλον, ὅτι ἡ μὲν μέση ἕξις ἐπαινετή, καθ᾽ ἣν οἷς δεῖ ὀργιζόμεθα καὶ ἐφ᾽ οἷς δεῖ καὶ ὡς δεῖ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, αἱ δ᾽ ὑπερβολαὶ καὶ ἐλλείψεις ψεκταί, καὶ ἐπὶ μικρὸν μὲν γινόμεναι ἠρέμα, ἐπὶ πλέον δὲ μᾶλλον, ἐπὶ πολὺ δὲ σφόδρα. δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον. αἱ μὲν οὖν περὶ τὴν ὀργὴν ἕξεις εἰρήσθωσαν.
***
[5] Η πραότητα είναι μεσότητα στην περιοχή της οργής. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στη γλώσσα μας λέξη που να δηλώνει το μέσον, όπως, γενικά, και τα δύο άκρα. Χρησιμοποιούμε λοιπόν για το μέσον τη λέξη «πραότητα», μολονότι αυτή κλίνει προς την πλευρά της έλλειψης, για την οποία δεν υπάρχει ξεχωριστή λέξη. Για την υπερβολή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η λέξη οργιλότητα. Γιατί το πάθος για το οποίο μιλούμε είναι η οργή, και αυτά που την προκαλούν είναι πολλά και διάφορα.
Αυτός λοιπόν που οργίζεται γι᾽ αυτά που πρέπει και με αυτούς που πρέπει, και ακόμη με τον τρόπο που πρέπει, τότε που πρέπει και για όσον χρόνο πρέπει, αυτός επαινείται. Αυτός, λέω, είναι ο πράος, αφού η πραότητα επαινείται. Πραγματικά, ο πράος θέλει να είναι ατάραχος και να μην άγεται από το πάθος, αλλά να οργίζεται με τον τρόπο, για τα πράγματα και
[1126a] για όσον χρόνο ορίζει ο ορθός λόγος. Η λανθασμένη συμπεριφορά του φαίνεται πως είναι μάλλον προς την κατεύθυνση της έλλειψης· γιατί ο πράος δεν είναι εκδικητικός άνθρωπος, αλλά μάλλον άνθρωπος της κατανόησης και της επιείκειας.
Η έλλειψη —είτε την πούμε αοργησία είτε οτιδήποτε άλλο— ψέγεται. Γιατί αυτοί που δεν οργίζονται για όσα πρέπει, θεωρούνται ανόητοι· το ίδιο και αυτοί που δεν οργίζονται με τον τρόπο που πρέπει ή όταν πρέπει ή με τους ανθρώπους που πρέπει· γιατί οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται τίποτε και ότι δεν αισθάνονται λύπη, και ο άνθρωπος που δεν οργίζεται, θεωρείται ότι δεν έχει την ιδιότητα να αμύνεται· κάτι ακόμη: το να ανέχεται κανείς προπηλακισμούς σε βάρος του ίδιου του εαυτού του και σε βάρος των δικών του ανθρώπων δείχνει ότι έχει χαρακτηριστικά δούλου.
Η υπερβολή γίνεται με όλες τις προϋποθέσεις που είπαμε (οργίζεται δηλαδή κανείς με ανθρώπους που δεν πρέπει, για πράγματα που δεν πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει, πιο γρήγορα και για περισσότερο χρόνο), αυτά όμως δεν υπάρχουν, φυσικά, όλα μαζί στο ίδιο άτομο. Ούτε και θα μπορούσαν, πράγματι· γιατί το κακό και τον ίδιο τον εαυτό του καταστρέφει και, αν εμφανίζεται με το σύνολο των μορφών του, είναι κάτι το ανυπόφορο.
Οι οργίλοι λοιπόν και γρήγορα οργίζονται, και με αυτούς που δεν πρέπει, και για πράγματα που δεν πρέπει και περισσότερο από ό,τι πρέπει, η οργή τους όμως υποχωρεί γρήγορα· αυτό είναι το καλύτερο που έχουν. Αυτό τους συμβαίνει επειδή δεν συγκρατούν την οργή τους, αλλά, λόγω της ορμητικότητας του χαρακτήρα τους, αντιδρούν αμέσως, με φανερό μάλιστα τρόπο — και ευθύς η οργή τους υποχωρεί. Οι χολερικοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά ορμητικοί, οργίζονται για το καθετί και με κάθε ευκαιρία· εξού και το όνομά τους.
Οι μουτρωμένοι και κατσούφηδες άνθρωποι καταπραΰνονται δύσκολα και η οργή τους κρατάει για μεγάλο διάστημα χρόνου· ο λόγος είναι ότι αυτοί συγκρατούν την οργή τους. Η οργή αυτού του ανθρώπου υποχωρεί, όταν ανταποδώσει τα ίσα· η εκδίκηση σταματάει, πράγματι, την οργή, καθώς στη θέση της λύπης προκαλεί ευχαρίστηση. Όσο δεν γίνεται αυτό, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μέσα τους το βάρος: καθώς αυτό δεν είναι φανερό, κανένας δεν μπορεί να τους βοηθήσει πείθοντάς τους — και το να χωνέψεις ο ίδιος μέσα σου την οργή, είναι κάτι που θέλει χρόνο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι εξαιρετικά οχληροί στον εαυτό τους και στους πιο καλούς τους φίλους. Τους ανθρώπους που τα βάζουν με αυτούς που δεν πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει και για περισσότερο χρόνο, και που δεν συμφιλιώνονται ώσπου να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν τους λέμε δύστροπους. Αντίθετη στην πραότητα θεωρούμε πιο πολύ την υπερβολή, για τον λόγο ότι είναι πιο συχνή (η εκδίκηση προσιδιάζει, πράγματι, περισσότερο στην ανθρώπινη φύση)· επιπλέον, οι δύστροποι άνθρωποι είναι χειρότεροι για να συμβιώσει κανείς μαζί τους.
Αυτό που έχουμε ήδη πει στα προηγούμενα, γίνεται φανερό και από αυτά που λέμε τώρα. Δεν είναι δηλαδή δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια με ποιόν τρόπο, με ποιούς, με τί και για πόσο χρόνο πρέπει κανείς να οργίζεται, όπως επίσης και το ως ποιό σημείο ενεργεί κανείς σωστά και ύστερα περνάει στο λάθος. Γιατί όποιος παρεκκλίνει λίγο μόνο από τη σωστή γραμμή —είτε προς το περισσότερο είτε προς το λιγότερο— δεν ψέγεται· μερικές, πράγματι, φορές επαινούμε αυτούς που ελλείπουν
[1126b] και τους λέμε πράους, και μερικές φορές ονομάζουμε «άντρες» τους ανθρώπους που οργίζονται, γιατί είναι, λέει, ικανοί να κυβερνήσουν. Δεν είναι λοιπόν εύκολο να πούμε με τον λόγο μας πόσο και πώς πρέπει να παρεκκλίνει κανείς από τη σωστή γραμμή για να είναι ψεκτός· γιατί η απόφαση εξαρτάται από τα επιμέρους πράγματα και από την εντύπωση της στιγμής. Εν πάση περιπτώσει, τόσο τουλάχιστο έχει γίνει φανερό, ότι η μέση έξη είναι επαινετή: αυτή που μας κάνει να οργιζόμαστε με τους ανθρώπους που πρέπει, για τα πράγματα που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και όλα τα άλλα που έχουμε πει. Αντίθετα, οι υπερβολές και οι ελλείψεις είναι ψεκτές: ελαφρά αν η απόκλιση είναι μικρή, περισσότερο αν η απόκλιση είναι μεγαλύτερη, έντονα αν η απόκλιση είναι πολύ μεγάλη. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι στη μέση έξη.
Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα είπαμε για τις σχετικές με την οργή έξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου