Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας Κέκροπας. Τούτος δω ο Κέκροπας ήτανε βασιλιάς.
Είχε το λοιπόν μια πολιτεία, μικρή σα μανιτάρι, είχε και το παλάτι του, τους ανθρώπους του, έβαζε φόρους, έκοβε και κάνα αυτί άμα τσακώνανε τίποτα λωποδύτες, γενικά καλός άνθρωπος ήτανε.
Φαγάς κι όλας, καραμπουζουκλής και λεβέντης, το ’τσούζε κομματάκι, έτρωγε φακή, σκόρδα κι ελιές, στις γιορτές που ψήνανε τα σφαχτά έστελνε την κνίσα να τη γευτούνε οι θεοί, του λόγου του τρελαινόταν για τα γλυκάδια και τ’ αμελέτητα, ζωή χαρισάμενη περνούσε ο Κεκροπας.
Έναν καημό είχε. Την πολιτεία του. Τι όνομα να της δώσει;
Βλέπεις, τον καιρό εκείνο, δεν ήτανε τα ονόματα εύκολα, σαν και σήμερα, που κάνεις έναν δρόμο και τον λες Γιαν Σματς να πούμε, για να μπερδεύεις τον κόσμο.
Τότες ήτανε δύσκολα τα ονόματα κι ακριβά. Να φέρεις από την Αμερική; Ούτε κουβέντα. Πρώτα, δεν υπήρχανε τα παπόρια και, το χειρότερο, ούτε υπήρχε Αμερική.
Σήμερον, ό,τι θέλεις το φέρνεις. Και τανκς Σέρμαν, που λέει ο λόγος και κάλτσες νάυλον και ρολόι της Ελβετίας. Κι άμα είσαι ξύπνος, βρίσκεις μια μηχανή, τα βάζεις μέσα σ’ ένα διπλωματικό δέμα και σκαπουλάρεις και το τελωνείο.
Τότε πώς να το γελάσεις το τελωνείο, που δεν υπήρχανε τελωνεία; Και τανκς ποιος σου ’δίνε τότε; Οι άνθρωποι δεν πολυξοδιαζόντουσαν να σε βάλουνε να φαγωθείς . με τον διπλανό σου, γιατί δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει τη μηχανή, που λέγεται «ελευθερίες της ανθρωπότητος».
Κι ούτε «παραπετάσματα» υπήρχανε να αναταράζουνε τον κοσμάκη. Άμα είχανε τίποτις παραπετάσματα, τα βάζανε στο παράθυρο να τα κουνήσει ο αέρας. Γενικά, φριχτά ζούσανε οι άνθρωποι κείνη την εποχή Φριχτά και τεμπέλικα. Ο Κέκροπας λιαζότανε, χασμουριόταν) λιγούρευε καμιά πιτσιρίκα και την έννοια του είχε.
Ώσπου να σου ένα πρωί, έρχουνται μπροστά του ο θεός ο Ποσειδώνας κι η θεά η Αθηνά.
-Γεια σου, ρε Κέκροπα, λέει ο Ποσειδώνας.
-Γεια χαρά.
-Με ξέρεις;
Τον ήξερε ο Κέκροπας. Γιατί ο Ποσειδώνας θεός της θάλασσας ήτανε. Κοχύλια και κοράλλια τον στολίζανε, κι είχε και μια πιρούνα, άμα πείναγε, ανακάτευε τα ψάρια κι έκανε τη θάλασσα κακκαβιά,
-Γιατί δεν δίνεις, ρε, στην πολιτεία σου τ’ όνομά μου; λέει ο Ποσειδώνας. Να η θάλασσα. Μπροστά σου απλώνεται. Κι εγώ να δεις πώς θα τη στολίσω.
-Θα το σκεφτώ, είπ’ ο Κέκροπας.
Όπου μπαίνει στη μέση η Αθηνά.
-Τρίχες, του λέει. Τι να το κάνεις το λουλάκι. Να ξεβγάζεις χαώδες; Με τι νερό θα το ξεβγάζεις; Και την κόκκινη μπογιά να γράφεις συνθήματα στον τοίχο; Ζήτω το ΕΑΜ. Αμ’ στον Άι-Στράτη θα καταλήξεις, καημένε μου. Και τα σφουγγάρια τι τα θες; Να σου πιουνε τον Μαραθώνα; Όοοχι! Αθήνα να την πεις την πολιτεία. Και πού ’σαι; Όλα που σου λέει ο Ποσειδώνας, μπούρδες είναι. Εγώ θα σου δώσω ένα μεγάλο δώρο. Τη σοφία θα σου δώσω. Εδώ μέσα θ’ ανθίσουνε ούλοι οι σοφοί.
Την άκουσ’ ο Κέκροπας, σάμπως καλύτερα από τον Ποσειδώνα να τ’ άρεσε. Αθήνα την είπε την πολιτεία.
Ζοχάδα ο Ποσειδώνας. Δεν είναι να τα βάζεις με τους θεούς. Εδώ μ 'έναν εφοριακό τα βάζεις και σε τυλίγει σε μια κόλλα χαρτί και σε χάνει δέμα. Όχι να τα βάλεις με κοτζάμ Ποσειδώνα! Καταριέται λοιπόν κατάρες μεγάλες.
Πρώτον, σαν θεός των νερών που ήτανε, τραβάει τα νερά και τα πεταει αλλού. Κατάρα μεγάλη δίνει, μια εταιρία «Ούλεν» να ’ρθει, λες να μας κορακιάσει στη δίψα και να της πληρώνουμε τον αέρα χρυσάφι και το νερό διαμάντι, λέει. Και γίνηκε.
Δεύτερον, με τα βαπόρια μας τα ’βάλε. Βαπόρι να ’χουμε και βατηρι να μη σταυρώνουμε, λέει. Έτσι κι αποχτήσαμε πλεούμενο, ξένη σημαία να το χαίρεται, λέει, Παναμάς και Οντούρα στους παπαφίγκους να κυματίζουνε, κι οι εφοπλιστές το φράγκο τους να μη δούμε. Και γίνηκε.
Ύστερα τον «ΟΛΠ» καταράστηκε. Καλά παιδιά κει μέσα να μπουνε και να τα φάνε μέχρι σιλόβιδα. Τα φράγκα μας σαμπάνια να γινουνε, να πίνουνε οι ξένες κοκότες να σουρώνουνε, τα έμπορέυμαατα, τα σκυλόψαρα να τα χαίρουνται, τ’ αλευριά μας μαύραγοριτες να τα διαφεντεύουνε. Και γίνηκε.
ΚΙ άλλες κατάρες ο Ποσειδώνας έδωσε. Ένα σωρό. Μα η Αθηνά λεβέντρα, περδικόστηθη και αστρογαλανομάτα, γέλασε.
-Τι σε νοιάζει; του λέει του Κέκροπα. Εσύ τους σοφούς σου δε θα ’χεις; Όλες του οι κατάρες στάχτη και μπούρμπερη.
Τρομάρα να της έρθει της Αθηνάς. Ω, ρε και να το ’ξερες κατά-καημένε Κέκροπα! Γιατί τη μεγάλη κατάρα δεν την έδωσε ο Ποσειδώνας. Η Αθηνά την έδωσε. Τους σοφούς. Μας κάψανε. Ασε τη φαγωμάρα τους, άσε τη στραβομάρα τους, άσε την κουταμάρα τους... Το άλλο, αδέρφια μου... το άλλο... Τη στομαχάρα τους.
Δεν πιστεύετε δηλαδή; Ε, άμα δεν πιστεύετε, ανοίξτε το ραδιόφωνο κι ακούστε τις προεκλογικές τους δηλώσεις.
Όχι, τι;
Είχε το λοιπόν μια πολιτεία, μικρή σα μανιτάρι, είχε και το παλάτι του, τους ανθρώπους του, έβαζε φόρους, έκοβε και κάνα αυτί άμα τσακώνανε τίποτα λωποδύτες, γενικά καλός άνθρωπος ήτανε.
Φαγάς κι όλας, καραμπουζουκλής και λεβέντης, το ’τσούζε κομματάκι, έτρωγε φακή, σκόρδα κι ελιές, στις γιορτές που ψήνανε τα σφαχτά έστελνε την κνίσα να τη γευτούνε οι θεοί, του λόγου του τρελαινόταν για τα γλυκάδια και τ’ αμελέτητα, ζωή χαρισάμενη περνούσε ο Κεκροπας.
Έναν καημό είχε. Την πολιτεία του. Τι όνομα να της δώσει;
Βλέπεις, τον καιρό εκείνο, δεν ήτανε τα ονόματα εύκολα, σαν και σήμερα, που κάνεις έναν δρόμο και τον λες Γιαν Σματς να πούμε, για να μπερδεύεις τον κόσμο.
Τότες ήτανε δύσκολα τα ονόματα κι ακριβά. Να φέρεις από την Αμερική; Ούτε κουβέντα. Πρώτα, δεν υπήρχανε τα παπόρια και, το χειρότερο, ούτε υπήρχε Αμερική.
Σήμερον, ό,τι θέλεις το φέρνεις. Και τανκς Σέρμαν, που λέει ο λόγος και κάλτσες νάυλον και ρολόι της Ελβετίας. Κι άμα είσαι ξύπνος, βρίσκεις μια μηχανή, τα βάζεις μέσα σ’ ένα διπλωματικό δέμα και σκαπουλάρεις και το τελωνείο.
Τότε πώς να το γελάσεις το τελωνείο, που δεν υπήρχανε τελωνεία; Και τανκς ποιος σου ’δίνε τότε; Οι άνθρωποι δεν πολυξοδιαζόντουσαν να σε βάλουνε να φαγωθείς . με τον διπλανό σου, γιατί δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει τη μηχανή, που λέγεται «ελευθερίες της ανθρωπότητος».
Κι ούτε «παραπετάσματα» υπήρχανε να αναταράζουνε τον κοσμάκη. Άμα είχανε τίποτις παραπετάσματα, τα βάζανε στο παράθυρο να τα κουνήσει ο αέρας. Γενικά, φριχτά ζούσανε οι άνθρωποι κείνη την εποχή Φριχτά και τεμπέλικα. Ο Κέκροπας λιαζότανε, χασμουριόταν) λιγούρευε καμιά πιτσιρίκα και την έννοια του είχε.
Ώσπου να σου ένα πρωί, έρχουνται μπροστά του ο θεός ο Ποσειδώνας κι η θεά η Αθηνά.
-Γεια σου, ρε Κέκροπα, λέει ο Ποσειδώνας.
-Γεια χαρά.
-Με ξέρεις;
Τον ήξερε ο Κέκροπας. Γιατί ο Ποσειδώνας θεός της θάλασσας ήτανε. Κοχύλια και κοράλλια τον στολίζανε, κι είχε και μια πιρούνα, άμα πείναγε, ανακάτευε τα ψάρια κι έκανε τη θάλασσα κακκαβιά,
-Γιατί δεν δίνεις, ρε, στην πολιτεία σου τ’ όνομά μου; λέει ο Ποσειδώνας. Να η θάλασσα. Μπροστά σου απλώνεται. Κι εγώ να δεις πώς θα τη στολίσω.
-Θα το σκεφτώ, είπ’ ο Κέκροπας.
Όπου μπαίνει στη μέση η Αθηνά.
-Τρίχες, του λέει. Τι να το κάνεις το λουλάκι. Να ξεβγάζεις χαώδες; Με τι νερό θα το ξεβγάζεις; Και την κόκκινη μπογιά να γράφεις συνθήματα στον τοίχο; Ζήτω το ΕΑΜ. Αμ’ στον Άι-Στράτη θα καταλήξεις, καημένε μου. Και τα σφουγγάρια τι τα θες; Να σου πιουνε τον Μαραθώνα; Όοοχι! Αθήνα να την πεις την πολιτεία. Και πού ’σαι; Όλα που σου λέει ο Ποσειδώνας, μπούρδες είναι. Εγώ θα σου δώσω ένα μεγάλο δώρο. Τη σοφία θα σου δώσω. Εδώ μέσα θ’ ανθίσουνε ούλοι οι σοφοί.
Την άκουσ’ ο Κέκροπας, σάμπως καλύτερα από τον Ποσειδώνα να τ’ άρεσε. Αθήνα την είπε την πολιτεία.
Ζοχάδα ο Ποσειδώνας. Δεν είναι να τα βάζεις με τους θεούς. Εδώ μ 'έναν εφοριακό τα βάζεις και σε τυλίγει σε μια κόλλα χαρτί και σε χάνει δέμα. Όχι να τα βάλεις με κοτζάμ Ποσειδώνα! Καταριέται λοιπόν κατάρες μεγάλες.
Πρώτον, σαν θεός των νερών που ήτανε, τραβάει τα νερά και τα πεταει αλλού. Κατάρα μεγάλη δίνει, μια εταιρία «Ούλεν» να ’ρθει, λες να μας κορακιάσει στη δίψα και να της πληρώνουμε τον αέρα χρυσάφι και το νερό διαμάντι, λέει. Και γίνηκε.
Δεύτερον, με τα βαπόρια μας τα ’βάλε. Βαπόρι να ’χουμε και βατηρι να μη σταυρώνουμε, λέει. Έτσι κι αποχτήσαμε πλεούμενο, ξένη σημαία να το χαίρεται, λέει, Παναμάς και Οντούρα στους παπαφίγκους να κυματίζουνε, κι οι εφοπλιστές το φράγκο τους να μη δούμε. Και γίνηκε.
Ύστερα τον «ΟΛΠ» καταράστηκε. Καλά παιδιά κει μέσα να μπουνε και να τα φάνε μέχρι σιλόβιδα. Τα φράγκα μας σαμπάνια να γινουνε, να πίνουνε οι ξένες κοκότες να σουρώνουνε, τα έμπορέυμαατα, τα σκυλόψαρα να τα χαίρουνται, τ’ αλευριά μας μαύραγοριτες να τα διαφεντεύουνε. Και γίνηκε.
ΚΙ άλλες κατάρες ο Ποσειδώνας έδωσε. Ένα σωρό. Μα η Αθηνά λεβέντρα, περδικόστηθη και αστρογαλανομάτα, γέλασε.
-Τι σε νοιάζει; του λέει του Κέκροπα. Εσύ τους σοφούς σου δε θα ’χεις; Όλες του οι κατάρες στάχτη και μπούρμπερη.
Τρομάρα να της έρθει της Αθηνάς. Ω, ρε και να το ’ξερες κατά-καημένε Κέκροπα! Γιατί τη μεγάλη κατάρα δεν την έδωσε ο Ποσειδώνας. Η Αθηνά την έδωσε. Τους σοφούς. Μας κάψανε. Ασε τη φαγωμάρα τους, άσε τη στραβομάρα τους, άσε την κουταμάρα τους... Το άλλο, αδέρφια μου... το άλλο... Τη στομαχάρα τους.
Δεν πιστεύετε δηλαδή; Ε, άμα δεν πιστεύετε, ανοίξτε το ραδιόφωνο κι ακούστε τις προεκλογικές τους δηλώσεις.
Όχι, τι;
Νίκος Τσιφόρος, Ο κόσμος κι ο κοσμάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου