Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Αγάπη με έναν νάρκισσο δεν έχει νοστιμάδα

«Αρρώστια ήταν μάλλον η βαθειά αιτία. Όλης της δημιουργικής πνοής. Πλάθοντας βρήκα πάλι την υγεία. Και πλάθοντας ξανάγινα υγιής» -Χάινριχ Χάινε

Ο έντονος εγωισμός προστατεύεται από παθήσεις, αλλά τελικά πρέπει να αρχίσει κανείς να αγαπά, για να μην αρρωστήσει, και αρρωσταίνει αναγκαστικά, αν λόγω διάψευσης προσδοκιών δεν μπορεί να αγαπήσει.

S. Freud "Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός"

Η ψυχοσύνθεση του Νάρκισσου


Ο Νάρκισσος ασχολούταν διαρκώς με τη θέαση του σώματός του, αδιαφορώντας για τους ανθρώπους, τόσο ώστε να κριθεί ακόμη και ο ηθικός αυτουργός για την αυτοκτονία ενός νεαρού (του επίσης ωραίου Αμεινία), που τον είχε ερωτευθεί.

Σύμφωνα με τον Freud, ο ναρκισσισμός ενός ανθρώπου απευθύνει μια ελκυστικότητα σε όσους έχουν παραιτηθεί από τον πλήρη δικό τους ναρκισσισμό και βρίσκονται σε αναζήτηση ερωτικού αντικείμενου. Αυτή την έλξη τη βλέπει κανείς και στα παιδιά. Tο θέλγητρο του παιδιού οφείλεται κατά το μεγαλύτερό μέρος του στον ναρκισσισμό του, στην αυτάρκεια και το απρόσιτό του.

Ο Νάρκισσος, επίσης, μένοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ίδια θέση αντανάκλασης του εαυτού του, στο ποταμό, μαράζωσε και τελικά πέθανε.

Δεν υπάρχει συνάντηση, ένωση, αγάπη, συνδιαλλαγή για εκείνον. Αδυνατεί να περάσει από την αναζήτηση της τελειότητας που έχει για τον εαυτό του στην ατέλεια που έχει η σχέση με τον άλλον. Έτσι η ανθρώπινη εικόνα ειδωλοποιείται, παραγκωνίζοντας εντελώς τον ατελή και εφήμερο χαρακτήρα της, μένοντας εκτός της αρχής της πραγματικότητας. Ο Νάρκισσος χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση μεγαλείου και υπερβολικής αυτονομίας, από έλλειψη ενσυναίσθησης και τάση προς χειραγώγηση των άλλων. Καταστρέφεται ο άλλος που τον έχει αγαπήσει, αφανίζεται και καταστρέφεται κι ο ίδιος που χτίζει «παιχνίδια» πάνω στο ακατόρθωτο και στο μη πραγματικό.

Όταν τον έχουν αγαπήσει, αναζητά τον επόμενο σύντροφό του, διότι ο στόχος του έχει επιτευχθεί. Η αίσθηση της απόρριψης ως προς το άτομο του λαμβάνεται ως κάτι ανεπίτρεπτο και συνάμα η καταστροφή για την ψυχική του ισορροπία. Ο Νάρκισσος εμποδίζει την αγάπη, για αυτό και η υποχώρηση του ναρκισσισμού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να φτάσει κανείς στην αγάπη.

Το πορτρέτο του Dorian Grey


Συναισθήματα που κυριαρχούν, επίσης, στην ψυχοσύνθεση του Ναρκισσιστή, σύμφωνα με τον Freud, είναι το μίσος για όσους τον αμφισβητούν και ο φθόνος για όσους υπερτερούν εξ αυτού.

Αυτά είναι και τα κυρίαρχα συναισθήματα που διακρίνουμε στην ιστορία του Dorian Grey του Oscar Wilde. Ο ήρωας αυτός μεγάλωσε στερημένος από τους γονείς του και ανέπτυξε έναν άκρως ναρκισσιστικό χαρακτήρα. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η μεγαλομανία, η υποτίμηση των άλλων, οι συνεχείς σχάσεις, η συναισθηματική απομόνωση, ο θυμός και το μίσος. Ο Dorian Grey ευρισκόμενος σε πλήρη αδυναμία αποδοχής όλων εκείνων των ψυχικών του χαρακτηριστικών που έρχονται σε σύγκρουση και αναιρούν την τέλεια εικόνα που έχει για τον εαυτό του, τα αρνείται και τα προβάλει στους άλλους και στο πορτρέτο του. Η άρνησή του να αποδεχτεί την φυσική του ωρίμανση και την σωματική του αλλοίωση, που αυτή συνεπάγεται, τον οδηγούν στην τελική ολοκληρωτική καταστροφή του, τόσο ψυχική όσο και φυσική.

Ο νάρκισσος θέλει κυρίως να τον θαυμάζουν και όχι να τον αγαπούν. Άλλωστε η αγάπη «απαιτεί» συναισθηματική επαφή, κάτι που η κατάσταση της τελειότητας δεν επιτρέπει, μιας κι η συναισθηματική συνδιαλλαγή εξελίσσει και συχνά φωτίζει αδυναμίες, κάτι στο οποίο κατά τον νάρκισσο δεν υφίσταται ή υπάρχει μια «μαύρη τρύπα», θα μπορούσε κανείς να πει, στο ψυχικό του υλικό, που όταν πλησιάζει εκείνος την αδυναμία του, τότε εκείνη τον απορροφά και τον καταπίνει.

Οι άνθρωποι με Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας συνήθως δεν θα αναζητήσουν βοήθεια για την κατάστασή τους, διότι δεν θα ταιριάζει στην τελειότητα που τους διέπει και την επιθυμία τους να κάνουν παρέα με τον εαυτό τους. Μπορούν να αναζητήσουν θεραπεία σπάνια και αυτό στην περίπτωση που θα εμπιστευθούν έναν δικό τους άνθρωπο ή εάν παρουσιάζουν καταθλιπτικά συμπτώματα.

Ο ναρκισσισμός είναι γνώρισμα όλων των ανθρώπων


Ο άνθρωπος, στην παιδική του ηλικία, νιώθει παντοδύναμος και το κέντρο του κόσμου. Στη συνέχεια αυτού, ο ναρκισσισμός υποχωρεί και δίνει τη θέση του σε μια εκτίμηση εαυτού, όπου εκεί το άτομο χωρά και τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Συνεπώς, η μετεξέλιξη του ναρκισσισμού κατά την ενηλικίωση είναι αυτό που ονομάζουμε «αυτοεκτίμηση».

Ο όρος αρχικά δανείστηκε από τον Paul Nacke. Ο ίδιος το 1899 περιέγραψε μια διαστροφή της συμπεριφοράς, όπου ένα άτομο μεταχειρίζεται το σώμα του, όπως κάποιος θα μεταχειριζόταν το σώμα ενός σεξουαλικού συντρόφου. Ο Freud χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο Ναρκισσισμός το 1910 σε μια υποσημείωση στο έργο του «Τρεις εργασίες για την θεωρία της σεξουαλικότητας».

Το 1914 παρουσίασε το πρώτο του έργο που αναφερόταν αποκλειστικά στο φαινόμενο του Ναρκισσισμού με τίτλο «Ο Ναρκισσισμός: Εισαγωγή». Στο έργο αυτό υποστήριξε ότι δυο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του Ναρκισσιστή, η μεγαλομανία του και η στροφή του ενδιαφέροντός του από τον εξωτερικό κόσμο προς τον εαυτό του. Εισάγοντας την έννοια του Ναρκισσισμού επιθυμούσε να εξηγήσει πως συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα ο ναρκισσισμός ως υποκινητής της σεξουαλικής διαστροφής αλλά και ως ένα στάδιο της ανάπτυξης του ανθρώπινου ψυχισμού συγχρόνως και ως απαραίτητη λιβιδινική κάθεξη του Εγώ, τέλος δε και ως καθοριστικός παράγοντας στην διαδικασία επιλογής αντικειμένου σε μη διαστροφικές συμπεριφορές.

Ο αυτοερωτισμός και τα στάδια του ναρκισσισμού


Ως στάδιο λιβιδινικής εξέλιξης ο ναρκισσισμός έπεται του αυτοερωτισμού και προηγείται της κάθεξης των αντικειμένων (σχέσεις με το αντικείμενο / σχέσεις με τον Άλλον). Αυτός είναι ο πρωτογενής ναρκισσισμός, στον οποίο υπάρχει μία σχέση αντικειμένου που, όμως, είναι αδιαφοροποίητη από τον ίδιο τον εαυτό και για την οποία ο άνθρωπος έχει την μεγαλύτερη νοσταλγία. Εξ αυτού δημιουργείται ο δευτερογενής ναρκισσισμός, ο οποίος αποτελεί μία περισσότερο αποδεκτή του έκφραση.

Η εξέλιξη του Εγώ συνιστά μία απομάκρυνση από τον πρωτογενή ναρκισσισμό.
Πιο αναλυτικά, ο αυτοερωτισμός είναι ο χρόνος μηδέν του βρέφους όπου η μερική ενόρμηση ικανοποιείται από ένα μέρος του σώματος και αυτό διαφέρει από την έννοια του όλου. Προοδευτικά, ακολουθεί η ενοποίηση αυτών των μερικών σεξουαλικών ενορμήσεων. Το ενοποιημένο πλέον σώμα θα είναι το πρώτο αντικείμενο των λιβιδινικών επενδύσεων. Πρόκειται για τον «πρωτογενή ναρκισσισμό», σύμφωνα με τον Freud, έναν σωματικό ναρκισσισμό που έχει δομικό ρόλο για την ψυχική ζωή του ανθρώπου.

Στον πρωτογενή ναρκισσισμό, λοιπόν, έχουμε το σώμα ως αντικείμενο αγάπης. Στο στάδιο αυτό, το υποκείμενο φαντασιώνει την πληρότητα και την αυτάρκεια σε μια κατάσταση συγχώνευσης με «κάποιο αρχικό» αντικείμενο. Το Εκείνο και το Εγώ είναι ακόμα αδιαφοροποίητα μεταξύ τους. Ο άνθρωπος είναι ανίκανος να παραιτηθεί από την ικανοποίηση που δοκίμασε κατά τον πρωτογενή ναρκισσισμό, αλλά εφόσον αυτός ο ναρκισσισμός πρέπει να εγκαταλειφθεί, τον υποκαθιστά με το Ιδεώδες του Εγώ, που είναι αναπόφευκτη εξέλιξη.

Το Ιδεώδες του Εγώ


Το χτίσιμο του Ιδεώδους του Εγώ είναι άθροισμα του εναπομένοντος παιδικού ναρκισσισμού, των ταυτίσεων με γονικά στοιχεία και υποκατάστατά τους, καθώς και με συλλογικά ιδεώδη, αλλά και ως ψυχικός παράγοντας της αυτό-παρατήρησης. Στο «δευτερογενή ναρκισσισμό», που έπεται του πρωτογενή, το αντικείμενο αγάπης δεν είναι ένα μερικό όργανο όπως στον αυτοερωτισμό, ούτε όλο το σώμα όπως στον πρωτογενή ναρκισσισμό, αλλά το Εγώ το οποίο έχει τώρα σχηματιστεί.

Κατά τον Freud, η ενόρμηση ψάχνει διαρκώς ένα αντικείμενο να επενδύσει, να αγαπήσει. Έτσι το Εγώ επενδύεται συνεχώς λιβιδινικά, γίνεται μια τεράστια αποθήκη από λίμπιντο, η λίμπιντο του Εγώ.

Στην πορεία όμως δε μπορεί να σηκώσει το βάρος της ολοένα συσσωρευμένης σε αυτό λίμπιντο, επειδή αυτό είναι που οδηγεί και στην παθολογία του ναρκισσισμού. Τότε έχει την ανάγκη να συντονιστεί και να κατευθυνθεί προς τα αντικείμενα, οπότε έχουμε έναν ψυχικό πόνο, λόγω της εγκατάλειψης μιας καθιερωμένης φάσης από το υποκείμενο (της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας) και την είσοδό του στην σχέση με το αντικείμενο και στην σχέση του με την πραγματικότητα.

Αυτή η σχέση προϋποθέτει την απώθηση των αρχαϊκών μας φαντασιακών δεσμών. Αυτή, όμως, η διαδικασία είναι που αποτελεί το νόημα της πραγματικότητας. Σε μερικές περιπτώσεις όμως, το εγώ παραμένει ως αντικείμενο επενδύσεων. Τότε το άτομο χάνει, εν μέρει ή εντελώς, την επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα, κλείνεται σε έναν φανταστικό κόσμο, σε μια δική του πραγματικότητα, προσπαθώντας να εξισορροπήσει την απώλεια της επαφής με τον εξωτερικό κόσμο. Η λίμπιντο του Εγώ μπορεί να επενδύσει το Εγώ τόσο κατακλυσμικά, ώστε το υποκείμενο να καταλήξει στην απόσυρση και απομόνωση. Ο ναρκισσισμός αποτελεί μια καθήλωση όπου το υποκείμενο επιστρέφει ψυχικά από την αντικειμενοτρόπο ζωή στο ναρκισσισμό της πρώτης παιδικής ηλικίας.
«Κανείς άνθρωπος που είναι επικεντρωμένος στον εαυτό του δε γνωρίζει την ευτυχία». -Αριστοτέλης

Διάσημοι ψυχολόγοι για τον ναρκισσισμό


Ο Κ. Αbraham, δουλεύοντας με ψυχικά αρρώστους, περιέγραψε το 1908 τη διαδικασία αποεπένδυσης του αντικειμένου και την αναδίπλωση στον εαυτό τους. Πρόκειται για την ψύχωση.

Ο Freud θα υιοθετήσει τον ορισμό αυτόν, της ψύχωσης και θα επεξηγήσει έτσι το παραλήρημα του μεγαλείου στον ψυχωτικό.

Η Μelanie Klein περιγράφει την παιδική παντοδυναμία και μεγαλομανία, που συναντάμε στους πρωτόγονους λαούς, με την μαγική και παντοδύναμη σκέψη, όπου συναντάμε στα παιδιά που δίνουν στις λέξεις μαγική διάσταση, την διάσταση της πραγματοποίησης. Για εκείνα, το να προφέρουν ή να σκεφτούν μια λέξη αυτόματα γίνεται πράγμα (το πράγμα δηλαδή που λέγεται με την εκάστοτε λέξη). Λίγο αργότερα, η λέξη θα χάσει τη μαγεία της, θα γίνει απλά ένα λεκτικό σύμβολο, το οποίο θα παραπέμπει στο αντικείμενο που συμβολίζει.

Ο Fenichel (1945) έδωσε έμφαση στα συναισθήματα κενότητας και μικρότητας αυτών των ασθενών.

Αργότερα ο Kernberg (1975), τόνισε την αντίφαση ανάμεσα στη διογκωμένη αυτό-εικόνα και στην υψηλή τους ανάγκη για αγάπη και θαυμασμό. Περιέγραψε πως οι ναρκισσιστές ασθενείς νιώθουν αδύναμοι, έχουν μια συναισθηματική ρηχότητα, εμπάθεια και μειωμένη ευχαρίστηση για ζωή και σύνηθες χαρακτηριστικό τους είναι ότι βαριούνται όταν καμία νέα πηγή δε τους θρέφει τον εγωκεντρισμό και την αυτό-αναφορά τους.

Ζηλεύουν τους άλλους, ενώ κινούνται στο φάσμα της εξιδανίκευσης και υποτίμησης, εξιδανικεύοντας ανθρώπους από τους οποίους περιμένουν τη ναρκισσιστική τους ικανοποίηση, ενώ υποτιμούν και περιφρονούν εκείνους από τους οποίους δεν περιμένουν τίποτα. Συχνά αποτυγχάνουν να αναπτύξουν την ικανότητα να βασίζονται και να εμπιστεύονται άλλους. Εάν απορριφθούν, νιώθουν μίσος και υποτιμούν τα πρότερα ινδάλματά τους. Κινούνται υπό το φως της ναρκισσιστικής εκμετάλλευσης και σύμφωνα με αυτό είναι όλη η «ποιότητα» των δεσμών που συνάπτουν, η οποία βασίζεται στην ανάγκη για θαυμασμό.

Οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες μπορεί να γίνονται ορατές ως «υποσχόμενες διάνοιες» ή ηγέτες στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες ή σε δημιουργικούς τομείς. Ωστόσο, η προσεκτική παρατήρησή τους μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα θα φέρει στην επιφάνεια στοιχεία ρηχότητας και εκκεντρικότητας στη δουλειά τους, λόγω του κενού που κρύβεται πίσω από τον «θόρυβο».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου