καὶ τότε δὴ κεραοὶ καὶ νήκεροι ὑληκοῖται
530 λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία βησσήεντα,
φεύγουσιν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο μέμηλεν,
οἷ σκέπα μαιόμενοι πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχουσι
κὰκ γλάφυ πετρῆεν· τότε δὴ τρίποδι βροτοὶ ἶσοι,
οὗ τ᾽ ἐπὶ νῶτα ἔαγε, κάρη δ᾽ εἰς οὖδας ὁρᾶται·
535 τῷ ἴκελοι φοιτῶσιν, ἀλευόμενοι νίφα λευκήν.
Καὶ τότε ἕσσασθαι ἔρυμα χροός, ὥς σε κελεύω,
χλαῖνάν τε μαλακὴν καὶ τερμιόεντα χιτῶνα·
στήμονι δ᾽ ἐν παύρῳ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι·
τὴν περιέσσασθαι, ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι
540 μηδ᾽ ὀρθαὶ φρίσσωσιν ἀειρόμεναι κατὰ σῶμα·
ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδιλα βοὸς ἶφι κταμένοιο
ἄρμενα δήσασθαι, πίλοις ἔντοσθε πυκάσσας·
πρωτογόνων δ᾽ ἐρίφων, ὁπότ᾽ ἂν κρύος ὥριον ἔλθῃ,
δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός, ὄφρ᾽ ἐπὶ νώτῳ
545 ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην· κεφαλῆφι δ᾽ ὕπερθεν
πῖλον ἔχειν ἀσκητόν, ἵν᾽ οὔατα μὴ καταδεύῃ.
ψυχρὴ γάρ τ᾽ ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος,
ἠῷος δ᾽ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἀὴρ πυροφόροις τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις,
550 ὅς τε ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἀπὸ αἰεναόντων,
ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης ἀρθεὶς ἀνέμοιο θυέλλῃ,
ἄλλοτε μέν θ᾽ ὕει ποτὶ ἕσπερον, ἄλλοτ᾽ ἄησιν,
πυκνὰ Θρηικίου Βορέω νέφεα κλονέοντος.
τὸν φθάμενος ἔργον τελέσας οἶκόνδε νέεσθαι,
555 μή ποτέ σ᾽ οὐρανόθεν σκοτόεν νέφος ἀμφικαλύψῃ,
χρῶτα δὲ μυδαλέον θήῃ κατά θ᾽ εἵματα δεύσῃ·
ἀλλ᾽ ὑπαλεύασθαι· μεὶς γὰρ χαλεπώτατος οὗτος,
χειμέριος, χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ᾽ ἀνθρώποις.
τῆμος τὤμισυ βουσίν, ἐπ᾽ ἀνέρι δὲ πλέον εἴη
560 ἁρμαλιῆς· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν.
ταῦτα φυλασσόμενος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτὸν
ἰσοῦσθαι νύκτας τε καὶ ἤματα, εἰς ὅ κεν αὖτις
γῆ πάντων μήτηρ καρπὸν σύμμικτον ἐνείκῃ.
***
Και τότε τα κερασφόρα και τα δίχως κέρατα στο δάσος που κοιμούνται ζώα
530 σκορπάν στα δασωτά φαράγγια και κροταλίζουν θλιβερά τα δόντια τους,
κι όλα για τούτο έχουνε στο νου τους έγνοια,
το πού να βρούνε, σκέπη ζητώντας, σφαλιστό κρυψώνα
σε πέτρινη σπηλιά. Τότε μοιάζουνε με θνητό που έχει τρία πόδια,
που του ᾽σπασε η ράχη και το κεφάλι του κοιτά στο χώμα.
Ίδια με τούτον τριγυρνάν, το χιόνι το λευκό ζητώντας να ξεφύγουν.
Τότε σκέπη για το κορμί σου να ντυθείς, καθώς σου παραγγέλλω,
μια χλαίνη μαλακή κι έναν χιτώνα που φτάνει ως τα πόδια.
Σε αραιό στημόνι πυκνό το υφάδι να περάσεις.
Αυτήν να τυλιχτείς, για να ᾽ναι οι τρίχες σου ακίνητες
540 κι ούτε ν᾽ αναρριγούνε σηκωμένες όρθιες σε όλο σου το σώμα.
Γύρω απ᾽ τα πόδια σου πέδιλα ταιριαστά να δέσεις από βόδι
που βίαια θανατώθηκε, με πίλημα από μέσα ντύνοντάς τα.
Από ερίφια πρωτότοκα, σαν έρθει ο καιρός του κρύου,
δέρματα να συρράψεις με χορδή βοδιού, τη ράχη σου για να τυλίξεις,
για προστασία απ᾽ τη βροχή. Και πάνω στο κεφάλι σου
να έχεις σκούφο καλοκαμωμένο, τ᾽ αυτιά να μην σου βρέχονται.
Μιας κι είναι η αυγή ψυχρή βοριάς σαν πέσει,
κι ομίχλη εωθινή απλώνεται απ᾽ τον αστρόφορτο ουρανό στη γη
στα σιτοφόρα των καλότυχων χωράφια.
550 Η ομίχλη αυτή απ᾽ τα αέναα ποτάμια αντλεί
και με του ανέμου τη θύελλα σηκώνεται ψηλά πάνω απ᾽ τη γη,
κι άλλοτε βρέχει προς το βράδυ κι άλλοτε φυσά,
σαν ο βοριάς της Θράκης τα πυκνά τα σύννεφα ταράζει.
Αυτήν αφού προφτάσεις τις δουλειές σου τελειώνοντας, στο σπίτι σου να πας,
μην τύχει και ποτέ απ᾽ τον ουρανό σύννεφο σκοτεινό από γύρω σε σκεπάσει
και κάνει μούσκεμα το σώμα σου και τα ενδύματά σου βρέξει.
Μα να φυλάγεσαι απ᾽ αυτόν. Γιατί είναι αυτός ο μήνας ο πιο δύσκολος,
θυελλώδης, για τα βοσκήματα σκληρός, σκληρός για τους ανθρώπους.
560 Τότε το μισό απ᾽ την κανονική μερίδα τους να δίνεται στα βόδια, αλλά στον άνθρωπο το πιο μεγάλο μέρος της. Γιατί οι μακριές βοηθούν οι νύχτες.
Φύλαγε αυτές τις συμβουλές και να ισοζυγιάζεις τις νύχτες
και τις μέρες, μέχρι ο χρόνος να συμπληρωθεί, μέχρι και πάλι
των πάντων η μητέρα, η γη, ανάμικτους καρπούς να φέρει.
530 λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία βησσήεντα,
φεύγουσιν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο μέμηλεν,
οἷ σκέπα μαιόμενοι πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχουσι
κὰκ γλάφυ πετρῆεν· τότε δὴ τρίποδι βροτοὶ ἶσοι,
οὗ τ᾽ ἐπὶ νῶτα ἔαγε, κάρη δ᾽ εἰς οὖδας ὁρᾶται·
535 τῷ ἴκελοι φοιτῶσιν, ἀλευόμενοι νίφα λευκήν.
Καὶ τότε ἕσσασθαι ἔρυμα χροός, ὥς σε κελεύω,
χλαῖνάν τε μαλακὴν καὶ τερμιόεντα χιτῶνα·
στήμονι δ᾽ ἐν παύρῳ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι·
τὴν περιέσσασθαι, ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι
540 μηδ᾽ ὀρθαὶ φρίσσωσιν ἀειρόμεναι κατὰ σῶμα·
ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδιλα βοὸς ἶφι κταμένοιο
ἄρμενα δήσασθαι, πίλοις ἔντοσθε πυκάσσας·
πρωτογόνων δ᾽ ἐρίφων, ὁπότ᾽ ἂν κρύος ὥριον ἔλθῃ,
δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός, ὄφρ᾽ ἐπὶ νώτῳ
545 ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην· κεφαλῆφι δ᾽ ὕπερθεν
πῖλον ἔχειν ἀσκητόν, ἵν᾽ οὔατα μὴ καταδεύῃ.
ψυχρὴ γάρ τ᾽ ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος,
ἠῷος δ᾽ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἀὴρ πυροφόροις τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις,
550 ὅς τε ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἀπὸ αἰεναόντων,
ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης ἀρθεὶς ἀνέμοιο θυέλλῃ,
ἄλλοτε μέν θ᾽ ὕει ποτὶ ἕσπερον, ἄλλοτ᾽ ἄησιν,
πυκνὰ Θρηικίου Βορέω νέφεα κλονέοντος.
τὸν φθάμενος ἔργον τελέσας οἶκόνδε νέεσθαι,
555 μή ποτέ σ᾽ οὐρανόθεν σκοτόεν νέφος ἀμφικαλύψῃ,
χρῶτα δὲ μυδαλέον θήῃ κατά θ᾽ εἵματα δεύσῃ·
ἀλλ᾽ ὑπαλεύασθαι· μεὶς γὰρ χαλεπώτατος οὗτος,
χειμέριος, χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ᾽ ἀνθρώποις.
τῆμος τὤμισυ βουσίν, ἐπ᾽ ἀνέρι δὲ πλέον εἴη
560 ἁρμαλιῆς· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν.
ταῦτα φυλασσόμενος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτὸν
ἰσοῦσθαι νύκτας τε καὶ ἤματα, εἰς ὅ κεν αὖτις
γῆ πάντων μήτηρ καρπὸν σύμμικτον ἐνείκῃ.
***
Και τότε τα κερασφόρα και τα δίχως κέρατα στο δάσος που κοιμούνται ζώα
530 σκορπάν στα δασωτά φαράγγια και κροταλίζουν θλιβερά τα δόντια τους,
κι όλα για τούτο έχουνε στο νου τους έγνοια,
το πού να βρούνε, σκέπη ζητώντας, σφαλιστό κρυψώνα
σε πέτρινη σπηλιά. Τότε μοιάζουνε με θνητό που έχει τρία πόδια,
που του ᾽σπασε η ράχη και το κεφάλι του κοιτά στο χώμα.
Ίδια με τούτον τριγυρνάν, το χιόνι το λευκό ζητώντας να ξεφύγουν.
Τότε σκέπη για το κορμί σου να ντυθείς, καθώς σου παραγγέλλω,
μια χλαίνη μαλακή κι έναν χιτώνα που φτάνει ως τα πόδια.
Σε αραιό στημόνι πυκνό το υφάδι να περάσεις.
Αυτήν να τυλιχτείς, για να ᾽ναι οι τρίχες σου ακίνητες
540 κι ούτε ν᾽ αναρριγούνε σηκωμένες όρθιες σε όλο σου το σώμα.
Γύρω απ᾽ τα πόδια σου πέδιλα ταιριαστά να δέσεις από βόδι
που βίαια θανατώθηκε, με πίλημα από μέσα ντύνοντάς τα.
Από ερίφια πρωτότοκα, σαν έρθει ο καιρός του κρύου,
δέρματα να συρράψεις με χορδή βοδιού, τη ράχη σου για να τυλίξεις,
για προστασία απ᾽ τη βροχή. Και πάνω στο κεφάλι σου
να έχεις σκούφο καλοκαμωμένο, τ᾽ αυτιά να μην σου βρέχονται.
Μιας κι είναι η αυγή ψυχρή βοριάς σαν πέσει,
κι ομίχλη εωθινή απλώνεται απ᾽ τον αστρόφορτο ουρανό στη γη
στα σιτοφόρα των καλότυχων χωράφια.
550 Η ομίχλη αυτή απ᾽ τα αέναα ποτάμια αντλεί
και με του ανέμου τη θύελλα σηκώνεται ψηλά πάνω απ᾽ τη γη,
κι άλλοτε βρέχει προς το βράδυ κι άλλοτε φυσά,
σαν ο βοριάς της Θράκης τα πυκνά τα σύννεφα ταράζει.
Αυτήν αφού προφτάσεις τις δουλειές σου τελειώνοντας, στο σπίτι σου να πας,
μην τύχει και ποτέ απ᾽ τον ουρανό σύννεφο σκοτεινό από γύρω σε σκεπάσει
και κάνει μούσκεμα το σώμα σου και τα ενδύματά σου βρέξει.
Μα να φυλάγεσαι απ᾽ αυτόν. Γιατί είναι αυτός ο μήνας ο πιο δύσκολος,
θυελλώδης, για τα βοσκήματα σκληρός, σκληρός για τους ανθρώπους.
560 Τότε το μισό απ᾽ την κανονική μερίδα τους να δίνεται στα βόδια, αλλά στον άνθρωπο το πιο μεγάλο μέρος της. Γιατί οι μακριές βοηθούν οι νύχτες.
Φύλαγε αυτές τις συμβουλές και να ισοζυγιάζεις τις νύχτες
και τις μέρες, μέχρι ο χρόνος να συμπληρωθεί, μέχρι και πάλι
των πάντων η μητέρα, η γη, ανάμικτους καρπούς να φέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου