Ἄγροικος: πώς κουβεντιάζεται φιλοσοφικά;
1. Η λέξη ἄγροικος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει αυτόν που ζει στους αγρούς. Στην περίπτωση των ανθρώπων τούτο παραπέμπει στον χωρικό, στον αγρότη, σ’ αυτόν που κατοικεί στους αγρούς, στον γεωργό. Επί γης σημαίνει και άγριος. Παράγεται από το ἀγρός συν οἶκος. Υπό έναν πιο ευρύ μεταφορικό τρόπο, σημαίνει επίσης: αγροίκος, τραχύς, ακαλαίσθητος, άξεστος.
2. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί, κατ’ αρχήν, την εν λόγω λέξη-έννοια με τη θεμελιακή σημασία «αυτού που ζει στους αγρούς» στο έργο του: Των Περί Τα Ζώα Ιστοριών για το μεγάλο άγριο περιστέρι:
Καὶ τὰ μὲν ἄγροικα, ὥσπερ φάττα
[=κάποια ζουν στους αγρούς, όπως η φάσσα (=μεγαλόσωμο άγριο περιστέρι)] (488b1).
Κατά δεύτερον συναντάμε την εν λόγω έννοια και στο έργο του: Αθηναίων Πολιτεία. Εδώ περιγράφει ως ἄγροικους , δηλαδή ως «αυτούς που ζουν στους αγρούς», τους γεωργούς, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, τους χωρικούς και τους αγρότες. Και τούτους σε συγκριτική διαφορά με τους ευπατρίδες και τους δημιουργούς. Ουσιαστικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη διάκριση των πολιτών στις τρεις κοινωνικές τάξεις ή στρώματα: στους ευπατρίδες, ήτοι αριστοκράτες, στους αγρότες και στους δημιουργούς, δηλαδή τους τεχνίτες. Ετούτη η διάκριση δεν εκκινεί από τον Αριστοτέλη, αλλά ανάγει τη γενεαλογία της στον Θησέα. Ως τον 6ο αιώνα π.Χ. οι αγρότες και οι δημιουργοί δεν έπαιζαν κανέναν ουσιαστικό πολιτικό ρόλο. Με την εξέλιξη της πολιτικής δημοκρατίας συμμετείχαν αναλογικά στο θεσμό των δέκα αρχόντων.
3. Στα Ηθικά Νικομάχεια απαντά η λέξη ἄγροικος με ένα πιο ειδικό νόημα: ο φιλόσοφος χαρακτηρίζει ως ἄγροικον, δηλαδή ως αγροίκο, αυτόν που αποφεύγει κάθε είδους ηδονή και έτσι γίνεται αναίσθητος. Αυτός είναι η μια όψη του ακραίου, ενώ η άλλη είναι ο ακόλαστος: αυτός που επιδίδεται σε πάσης φύσεως ηδονές:
«Αυτός που απολαμβάνει συστηματικά τις πάσης φύσεως ηδονές και δεν απέχει από καμιά, γίνεται ακόλαστος, ενώ αυτός που, σαν τον αγροίκο, μένει συστηματικά μακριά από όλες, γίνεται αναίσθητος» (1104a24).
Από αμφοτέρους λείπει η μεσότητα. Ακόμη, στο ίδιο έργο, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη λέξη ἄγροικος για να χαρακτηρίσει ως αγροίκο, ως χωριάτη με την αρνητική σημασία, εκείνον που αποφεύγει εντελώς την ευχαρίστηση στις κοινωνικές εκδηλώσεις και διασκεδάσεις. Ο αγροίκος εδώ, όπως και ο αντίποδάς του, αυτός που δεν έχει μέτρο σε τέτοιου είδους ευχαριστήσεις, δεν γνωρίζουν τι σημαίνει μεσότητα και αντιπαρατίθενται στον χαριτολόγο, όπως μας λέει ο Έλληνας φιλόσοφος, που ακολουθεί το μέτρο:
«Σε σχέση με την ευχαρίστηση στις κοινωνικές μας διασκεδάσεις, ο μέσος αποκαλείται χαριτολόγος και το αντίστοιχο ουσιαστικό χαριτολογία· η υπερβολή είναι η χαμερπής αστειολογία και ο αντίστοιχος άνθρωπος με αυτή την ιδιότητα χαμερπής, ενώ ο ελλιπής είναι χωριάτης (ἄγροικος) και η ιδιότητα χωριατιά (ἀγροικία)» (1108a26).
1. Η λέξη ἄγροικος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει αυτόν που ζει στους αγρούς. Στην περίπτωση των ανθρώπων τούτο παραπέμπει στον χωρικό, στον αγρότη, σ’ αυτόν που κατοικεί στους αγρούς, στον γεωργό. Επί γης σημαίνει και άγριος. Παράγεται από το ἀγρός συν οἶκος. Υπό έναν πιο ευρύ μεταφορικό τρόπο, σημαίνει επίσης: αγροίκος, τραχύς, ακαλαίσθητος, άξεστος.
2. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί, κατ’ αρχήν, την εν λόγω λέξη-έννοια με τη θεμελιακή σημασία «αυτού που ζει στους αγρούς» στο έργο του: Των Περί Τα Ζώα Ιστοριών για το μεγάλο άγριο περιστέρι:
Καὶ τὰ μὲν ἄγροικα, ὥσπερ φάττα
[=κάποια ζουν στους αγρούς, όπως η φάσσα (=μεγαλόσωμο άγριο περιστέρι)] (488b1).
Κατά δεύτερον συναντάμε την εν λόγω έννοια και στο έργο του: Αθηναίων Πολιτεία. Εδώ περιγράφει ως ἄγροικους , δηλαδή ως «αυτούς που ζουν στους αγρούς», τους γεωργούς, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, τους χωρικούς και τους αγρότες. Και τούτους σε συγκριτική διαφορά με τους ευπατρίδες και τους δημιουργούς. Ουσιαστικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη διάκριση των πολιτών στις τρεις κοινωνικές τάξεις ή στρώματα: στους ευπατρίδες, ήτοι αριστοκράτες, στους αγρότες και στους δημιουργούς, δηλαδή τους τεχνίτες. Ετούτη η διάκριση δεν εκκινεί από τον Αριστοτέλη, αλλά ανάγει τη γενεαλογία της στον Θησέα. Ως τον 6ο αιώνα π.Χ. οι αγρότες και οι δημιουργοί δεν έπαιζαν κανέναν ουσιαστικό πολιτικό ρόλο. Με την εξέλιξη της πολιτικής δημοκρατίας συμμετείχαν αναλογικά στο θεσμό των δέκα αρχόντων.
3. Στα Ηθικά Νικομάχεια απαντά η λέξη ἄγροικος με ένα πιο ειδικό νόημα: ο φιλόσοφος χαρακτηρίζει ως ἄγροικον, δηλαδή ως αγροίκο, αυτόν που αποφεύγει κάθε είδους ηδονή και έτσι γίνεται αναίσθητος. Αυτός είναι η μια όψη του ακραίου, ενώ η άλλη είναι ο ακόλαστος: αυτός που επιδίδεται σε πάσης φύσεως ηδονές:
«Αυτός που απολαμβάνει συστηματικά τις πάσης φύσεως ηδονές και δεν απέχει από καμιά, γίνεται ακόλαστος, ενώ αυτός που, σαν τον αγροίκο, μένει συστηματικά μακριά από όλες, γίνεται αναίσθητος» (1104a24).
Από αμφοτέρους λείπει η μεσότητα. Ακόμη, στο ίδιο έργο, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη λέξη ἄγροικος για να χαρακτηρίσει ως αγροίκο, ως χωριάτη με την αρνητική σημασία, εκείνον που αποφεύγει εντελώς την ευχαρίστηση στις κοινωνικές εκδηλώσεις και διασκεδάσεις. Ο αγροίκος εδώ, όπως και ο αντίποδάς του, αυτός που δεν έχει μέτρο σε τέτοιου είδους ευχαριστήσεις, δεν γνωρίζουν τι σημαίνει μεσότητα και αντιπαρατίθενται στον χαριτολόγο, όπως μας λέει ο Έλληνας φιλόσοφος, που ακολουθεί το μέτρο:
«Σε σχέση με την ευχαρίστηση στις κοινωνικές μας διασκεδάσεις, ο μέσος αποκαλείται χαριτολόγος και το αντίστοιχο ουσιαστικό χαριτολογία· η υπερβολή είναι η χαμερπής αστειολογία και ο αντίστοιχος άνθρωπος με αυτή την ιδιότητα χαμερπής, ενώ ο ελλιπής είναι χωριάτης (ἄγροικος) και η ιδιότητα χωριατιά (ἀγροικία)» (1108a26).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου