Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΑΜΑΛΘΕΙΑ

ΑΜΑΛΘΕΙΑ
(αστερισμός)
 
Στον αστερισμό του Ηνιόχου* (Εριχθόνιος), στους ώμους του οδηγού της άμαξας υπάρχουν δύο λαμπρά αστέρια, η Αἶγα δεξιά και Ἔριφοι (αριστερά). Ο Ερατοσθένης μεταφέρει την πληροφορία του Μουσαίου ότι η κατσίκα αυτή είναι καταστερισμένη μία από τις τροφούς στις οποίες παρέδωσε η Θέμιδα τον μικρό Δία· της τον είχε εμπιστευτεί η Ρέα, για να σώσει το παιδί από τις βουλιμικές τάσεις του πατέρα του Κρόνου. Το όνομα της τροφού ήταν Αμάλθεια, Νύμφη, που μαζί με τις αδελφές της Ίδη και Αδράστεια μεγάλωσαν τον μικρό Δία με μέλι και γάλα κατσίκας.
 
Για να προφυλάξει τον μικρό Δία η Νύμφη Αμάλθεια τον κρέμασε σε ένα δέντρο, για να μην τον βρει ο πατέρας του ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό, ούτε στη θάλασσα. Γύρω του μάζεψε τους Κουρήτες, ώστε με τα τραγούδια, τους χορούς, τα χτυπήματα των ασπίδων τους να καλύπτουν το κλάμα ή τις φωνές του παιδιού. Και έθρεφε το παιδί με το γάλα μιας κατσίκας που ονομαζόταν Αἲξ.
Αυτή ήταν κόρη του Ήλιου, που και η όψη της μόνο προκαλούσε τρόμο ακόμη και στους Τιτάνες, τόσο που ζήτησαν από τη Γη να κρύψει το ζώο σε μια σπηλιά στην Κρήτη. Όταν ο Δίας έφτασε σε ηλικία να πολεμήσει τον πατέρα του και τους άλλους Τιτάνες, όντας άοπλος, έφτιαξε από το δέρμα της κατσίκας που τον είχε θρέψει μια πανοπλία που ονομάστηκε αἰγίδα από την αἶγα του, άτρωτη και φοβερή, πόσο μάλλον που στο κέντρο της τοποθέτησε ένα γοργόνειο, δηλαδή το πρόσωπο μιας Γοργόνας που είχε αντί για μαλλιά φίδια, στο στόμα χοντρούς χαυλιόδοντες, μάτια σπινθηροβόλα και βλέμμα τόσο διαπεραστικό που όποιος παρασυρόταν από αυτό και την κοιτούσε μεταμορφωνόταν σε πέτρα -πέτρωνε από τον φόβο του. Ύστερα ο Δίας κάλυψε τα οστά της κατσίκας του με άλλο δέρμα, της έδωσε ξανά ζωή και την έκανε αθάνατη τοποθετώντας την, τιμής ένεκεν, στον ουρανό.
 
Διηγούνταν ότι ο Δίας, παίζοντας μια μέρα με την κατσίκα, άθελά του έσπασε ένα κέρατό της και το χάρισε στην Αμάλθεια λέγοντάς της ότι από αυτό θα βγαίνουν θαυμαστά όλοι οι καρποί της γης που η Νύμφη θα ζητούσε. Αυτό ήταν το κέρας της Αμαλθείας ή της Αφθονίας.
 
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις Αμάλθεια ήταν το όνομα της κατσίκας που έθρεψε με το γάλα της τον μικρό Δία (Καλλίμ., Ύμνος εις Δία 46).
 
Ο Παλαίφατος (3ος αι. π.Χ.) αφηγείται ότι η Αμάλθεια ήταν μια ωραία ξενοδόχος στις Θεσπιές με την οποία περνούσε χρόνο πολύ ο Ηρακλής και μαζί με τον Ιόλαο της έτρωγαν τα κέρδη που έβαζε σε ένα κέρατο (περί απίστων 45).
--------------------------
*Αστερισμός του Ηνιόχου
 
Τοῦτον λέγουσιν ὅτι ὁ Ζεὺς ἰδὼν πρῶτον ἐν ἀνθρώποις ἅρμα ζεύξαντα [ἵππων], ὅς ἐστιν Ἐριχθόνιος ἐξ Ἡφαίστου καὶ Γῆς γενόμενος, καὶ θαυμάσας ὅτι τῇ τοῦ Ἡλίου ἀντίμιμον ἐποιήσατο διφρείαν ὑποζεύξας ἵππους λευκοὺς <ἀνήγαγεν εἰς τὰ ἄστρα>· πρῶτόν τε ᾿Αθηνᾷ πομπὴν ἤγαγεν ἐν ἀκροπόλει καὶ ἐποιήσατο πρὸς τούτοις ἐπιφανῆ τὴν θυσίαν αὐτῆς <τὸ ξόανον> σεμνύνων. λέγει δὲ καὶ Εὐριπίδης περὶ τῆς γενέσεως αὐτοῦ τὸν τρόπον τοῦτον· Ἣφαιστον ἐρασθέντα Ἀθηνᾶς βούλεσθαι αὐτῇ μιγῆναι, τῆς δὲ ἀποστρεφομένης καὶ τὴν παρθενίαν μᾶλλον αἱρουμένης ἔν τινι τόπῳ τῆς Ἀττικῆς κρύπτεσθαι, ὃν λέγουσι καὶ ἀπ' ἐκείνου προσαγορευθῆναι Ἡφαιστεῖον· ὃς δόξας αὐτὴν κρατήσειν καὶ ἐπιθέμενος πληγεὶς ὑπ' αὐτῆς τῷ δόρατι ἀφῆκε τὴν ἐπιθυμίαν, φερομένης εἰς τὴν γῆν τῆς σπορᾶς· ἐξ ἧς γεγενῆσθαι λέγουσι παῖδα, ὃς ἐκ τούτου Ἐριχθόνιος ἐκλήθη, καὶ αὐξηθεὶς τοῦθ' εὗρε καὶ ἐθαυμάσθη ἀγωνιστὴς γενόμενος· ἤγαγε δ' ἐπιμελῶς τὰ Παναθήναια καὶ ἅρμα ἡνιόχει ἔχων παραβάτην ἀσπίδιον ἔχοντα καὶ τριλοφίαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἀπ' ἐκείνου δὲ κατὰ μίμησιν ὁ καλούμενος ἀποβάτης.
 
Ἐσχημάτισται δ' ἐν τούτῳ ἡ Αἲξ καὶ οἱ Ἒριφοι. Μουσαῖος γάρ φησι Δία γεννώμενον ἐγχειρισθῆναι ὑπὸ Ῥέας Θέμιδι, Θέμιν δὲ Ἀμαλθείᾳ δοῦναι τὸ βρέφος, τὴν δὲ ἔχουσαν αἶγα ὑποθεῖναι, τὴν δ' ἐκθρέψαι Δία· τὴν δὲ Αἶγα εἶναι Ἡλίου θυγατέρα φοβερὰν οὕτως ὥστε τοὺς κατὰ Κρόνον Θεούς, βδελυττομένους τὴν μορφὴν τῆς παιδός, ἀξιῶσαι <τὴν> Γῆν κρύψαι αὐτὴν ἔν τινι τῶν κατὰ Κρήτην ἄντρων· καὶ ἀποκρυψαμένην ἐπιμέλειαν αὐτῆς τῇ Ἀμαλθείᾳ ἐγχειρίσαι, τὴν δὲ τῷ ἐκείνης γάλακτι τὸν Δία ἐκθρέψαι· ἐλθόντος δὲ τοῦ παιδὸς εἰς ἡλικίαν καὶ μέλλοντος Τιτᾶσι πολεμεῖν, οὐκ ἔχοντος δὲ ὅπλα, θεσπισθῆναι αὐτῷ τῆς αἰγὸς τῇ δορᾷ ὅπλῳ χρήσασθαι διά τε τὸ ἄτρωτον αὐτῆς καὶ φοβερὸν καὶ διὰ τὸ εἰς μέσην τὴν ῥάχιν Γοργόνος πρόσωπον ἔχειν· ποιήσαντος δὲ ταῦτα τοῦ Διὸς καὶ τῇ τέχνῃ φανέντος διπλασίονος, τὰ ὀστᾶ δὲ τῆς αἰγὸς καλύψαντος ἄλλῃ δορᾷ καὶ ἔμψυχον αὐτὴν καὶ ἀθάνατον κατασκευάσαντος, αὐτὴν μέν φασιν ἄστρον οὐράνιον [κατασκευάσαι]
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,13

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου