Η ναυσιπλοΐα
Εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ·
εὖτ᾽ ἂν Πληιάδες σθένος ὄβριμον Ὠρίωνος
620 φεύγουσαι πίπτωσιν ἐς ἠεροειδέα πόντον,
δὴ τότε παντοίων ἀνέμων θυίουσιν ἀῆται·
καὶ τότε μηκέτι νῆα ἔχειν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
γῆν δ᾽ ἐργάζεσθαι μεμνημένος, ὥς σε κελεύω·
νῆα δ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου ἐρύσαι πυκάσαι τε λίθοισι
625 πάντοθεν, ὄφρ᾽ ἴσχωσ᾽ ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων,
χείμαρον ἐξερύσας, ἵνα μὴ πύθῃ Διὸς ὄμβρος.
ὅπλα δ᾽ ἐπάρμενα πάντα τεῷ ἐγκάτθεο οἴκῳ,
εὐκόσμως στολίσας νηὸς πτερὰ ποντοπόροιο·
πηδάλιον δ᾽ εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῦ κρεμάσασθαι.
630 αὐτὸς δ᾽ ὡραῖον μίμνειν πλόον εἰς ὅ κεν ἔλθῃ·
καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν, ἐν δέ τε φόρτον
ἄρμενον ἐντύνασθαι, ἵν᾽ οἴκαδε κέρδος ἄρηαι,
ὥς περ ἐμός τε πατὴρ καὶ σός, μέγα νήπιε Πέρση,
πλωίζεσκ᾽ ἐν νηυσί, βίου κεχρημένος ἐσθλοῦ·
635 ὅς ποτε καὶ τύιδ᾽ ἦλθε πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας,
Κύμην Αἰολίδα προλιπὼν ἐν νηὶ μελαίνῃ,
οὐκ ἄφενος φεύγων οὐδὲ πλοῦτόν τε καὶ ὄλβον,
ἀλλὰ κακὴν πενίην, τὴν Ζεὺς ἄνδρεσσι δίδωσιν.
νάσσατο δ᾽ ἄγχ᾽ Ἑλικῶνος ὀιζυρῇ ἐνὶ κώμῃ,
640 Ἄσκρῃ, χεῖμα κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ, οὐδέ ποτ᾽ ἐσθλῇ.
τύνη δ᾽, ὦ Πέρση, ἔργων μεμνημένος εἶναι
ὡραίων πάντων, περὶ ναυτιλίης δὲ μάλιστα.
***
Αν τώρα σε πιάσει ο πόθος για την τρικυμιώδη ναυτιλία:
όταν οι Πλειάδες, τον ισχυρό και δυνατό Ωρίωνα
620 για να ξεφύγουν, στο νεφελώδη πόντο πέφτουν,
τότε μανιάζουνε πνοές ανέμων κάθε είδους.
Μην έχεις τότε πια το πλοίο σου στο κρασάτο πέλαγος,
μα δούλευε τη γη κι έχε στο νου σου όσα σου παραγγέλλω.
Τράβα το πλοίο στη στεριά κι ασφάλισέ το με λιθάρια
ολόγυρα, να συγκρατούν αυτά το μένος των ανέμων που υγρά φυσούν,
αφού τον πίρο βγάλεις, για να μη σαπίσει η βροχή του Δία το πλοίο.
Κι όλα τα ξάρτια τακτοποιημένα στο σπίτι σου μέσα απόθεσε,
αφού μαζέψεις μ᾽ ευκοσμία τα φτερά του ποντοπόρου πλοίου.
Και το καλοφτιαγμένο το πηδάλιο κρέμασ᾽ το πάνω απ᾽ τον καπνό.
630 Κι εσύ ο ίδιος περίμενε την εποχή του πλου, ωσότου να ᾽ρθει.
Τότε το πλοίο το γοργό σύρε στη θάλασσα και μέσα του
φορτίο να ετοιμάσεις όσο πρέπει, ώστε στο σπίτι σου να φέρεις κέρδος,
όπως, πολύ ανόητε Πέρση, ο πατέρας ο δικός μου και δικός σου
έπλεε στα καράβια, γιατί ᾽χε ανάγκη για ένα βιος καλό.
Αυτός μια μέρα έφτασε κι εδώ αφού διέσχισε θάλασσα πολλή,
αφού την Κύμη την αιολική άφησε πίσω του σε μαύρο πλοίο μέσα,
όχι την αφθονία προσπαθώντας να ξεφύγει, τον πλούτο και την ευτυχία,
μα την κακή τη φτώχεια, που ο Δίας στους ανθρώπους δίνει.
Και πλάι στον Ελικώνα, σε κώμη ελεεινή κατοίκησε,
640 στην Άσκρα, κακή το χειμώνα, το θέρος ανυπόφορη, ποτέ καλή.
Εσύ να θυμάσαι, Πέρση, όλα τα έργα στον καιρό τους,
και μάλιστα όταν αφορούν τη ναυτιλία.
Εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ·
εὖτ᾽ ἂν Πληιάδες σθένος ὄβριμον Ὠρίωνος
620 φεύγουσαι πίπτωσιν ἐς ἠεροειδέα πόντον,
δὴ τότε παντοίων ἀνέμων θυίουσιν ἀῆται·
καὶ τότε μηκέτι νῆα ἔχειν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
γῆν δ᾽ ἐργάζεσθαι μεμνημένος, ὥς σε κελεύω·
νῆα δ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου ἐρύσαι πυκάσαι τε λίθοισι
625 πάντοθεν, ὄφρ᾽ ἴσχωσ᾽ ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων,
χείμαρον ἐξερύσας, ἵνα μὴ πύθῃ Διὸς ὄμβρος.
ὅπλα δ᾽ ἐπάρμενα πάντα τεῷ ἐγκάτθεο οἴκῳ,
εὐκόσμως στολίσας νηὸς πτερὰ ποντοπόροιο·
πηδάλιον δ᾽ εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῦ κρεμάσασθαι.
630 αὐτὸς δ᾽ ὡραῖον μίμνειν πλόον εἰς ὅ κεν ἔλθῃ·
καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν, ἐν δέ τε φόρτον
ἄρμενον ἐντύνασθαι, ἵν᾽ οἴκαδε κέρδος ἄρηαι,
ὥς περ ἐμός τε πατὴρ καὶ σός, μέγα νήπιε Πέρση,
πλωίζεσκ᾽ ἐν νηυσί, βίου κεχρημένος ἐσθλοῦ·
635 ὅς ποτε καὶ τύιδ᾽ ἦλθε πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας,
Κύμην Αἰολίδα προλιπὼν ἐν νηὶ μελαίνῃ,
οὐκ ἄφενος φεύγων οὐδὲ πλοῦτόν τε καὶ ὄλβον,
ἀλλὰ κακὴν πενίην, τὴν Ζεὺς ἄνδρεσσι δίδωσιν.
νάσσατο δ᾽ ἄγχ᾽ Ἑλικῶνος ὀιζυρῇ ἐνὶ κώμῃ,
640 Ἄσκρῃ, χεῖμα κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ, οὐδέ ποτ᾽ ἐσθλῇ.
τύνη δ᾽, ὦ Πέρση, ἔργων μεμνημένος εἶναι
ὡραίων πάντων, περὶ ναυτιλίης δὲ μάλιστα.
***
Αν τώρα σε πιάσει ο πόθος για την τρικυμιώδη ναυτιλία:
όταν οι Πλειάδες, τον ισχυρό και δυνατό Ωρίωνα
620 για να ξεφύγουν, στο νεφελώδη πόντο πέφτουν,
τότε μανιάζουνε πνοές ανέμων κάθε είδους.
Μην έχεις τότε πια το πλοίο σου στο κρασάτο πέλαγος,
μα δούλευε τη γη κι έχε στο νου σου όσα σου παραγγέλλω.
Τράβα το πλοίο στη στεριά κι ασφάλισέ το με λιθάρια
ολόγυρα, να συγκρατούν αυτά το μένος των ανέμων που υγρά φυσούν,
αφού τον πίρο βγάλεις, για να μη σαπίσει η βροχή του Δία το πλοίο.
Κι όλα τα ξάρτια τακτοποιημένα στο σπίτι σου μέσα απόθεσε,
αφού μαζέψεις μ᾽ ευκοσμία τα φτερά του ποντοπόρου πλοίου.
Και το καλοφτιαγμένο το πηδάλιο κρέμασ᾽ το πάνω απ᾽ τον καπνό.
630 Κι εσύ ο ίδιος περίμενε την εποχή του πλου, ωσότου να ᾽ρθει.
Τότε το πλοίο το γοργό σύρε στη θάλασσα και μέσα του
φορτίο να ετοιμάσεις όσο πρέπει, ώστε στο σπίτι σου να φέρεις κέρδος,
όπως, πολύ ανόητε Πέρση, ο πατέρας ο δικός μου και δικός σου
έπλεε στα καράβια, γιατί ᾽χε ανάγκη για ένα βιος καλό.
Αυτός μια μέρα έφτασε κι εδώ αφού διέσχισε θάλασσα πολλή,
αφού την Κύμη την αιολική άφησε πίσω του σε μαύρο πλοίο μέσα,
όχι την αφθονία προσπαθώντας να ξεφύγει, τον πλούτο και την ευτυχία,
μα την κακή τη φτώχεια, που ο Δίας στους ανθρώπους δίνει.
Και πλάι στον Ελικώνα, σε κώμη ελεεινή κατοίκησε,
640 στην Άσκρα, κακή το χειμώνα, το θέρος ανυπόφορη, ποτέ καλή.
Εσύ να θυμάσαι, Πέρση, όλα τα έργα στον καιρό τους,
και μάλιστα όταν αφορούν τη ναυτιλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου