«Οι Θεοί φεύγουν!» Αυτό ήταν το επιφώνημα του Γάλλου περιηγητή και εκδότη Joseph François Michaud (1809-1864) όταν έβλεπε τo 1830 στον Πειραιά τα πλοία, τα οποία αποκαλούσε πειρατικά καράβια, να μπαρκάρουν γεμάτα αρχαίους θησαυρούς, κάτω από τα βλέμματα και τις οδηγίες των «παραγγελιοδόχων της επιστήμης», όπως ονομάτιζε τους εμπόρους.
Οι λεηλασίες που υπέστησαν οι αρχαίοι θησαυροί των Αθηνών έχουν συζητηθεί και αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικών εργασιών, δημοσιεύσεων αλλά και προβληματισμών σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί να είναι ευρέως γνωστή η περίπτωση του άρπαγα Έλγιν, αλλά δεν ήταν παρά μόνον ένας από τους χιλιάδες βέβηλους που άπλωσαν τα χέρια τους για να αρπάξουν θησαυρούς από τα σπλάχνα της αττικής γης.
Η περιγραφή του Michaud για την Αθήνα, όταν την επισκέφθηκε, είναι συγκλονιστική. Έγραφε πως δεν υπήρχε ούτε δρόμος ούτε πλατεία ούτε μοναστήρι ούτε εκκλησία. Περπατώντας κάποιος ανάμεσα στα ερείπια έπρεπε να βάζει σημάδια, όπως στην έρημο, για να ξαναβρεί τον δρόμο. Το πουλί των Αθηνών, η κουκουβάγια, η οποία συχνά ξεπετιόταν μέσα από τα ερείπια ενός τζαμιού ή μιας εκκλησίας, είχε μετατραπεί σε σύμβολο της άφωνης και ερημικής εγκατάλειψης. Συμπλήρωνε όμως ότι η ερήμωση της «πόλης μητέρας των Τεχνών» δεν ήταν έργο μόνον του πολέμου και της πυρκαγιάς.
Οι δύο αυτές μάστιγες βρήκαν πολυάριθμους συνεργάτες, οι οποίοι δεν έπρεπε να αναζητηθούν μεταξύ των βαρβάρων. Πολλοί ήταν εκείνοι που έμαθαν ότι οι «πέτρες» είχαν αξία και ότι μπορούσαν να τις πουλήσουν. Από τότε άρχισε η εξαγωγή αναρίθμητων γλυπτών και μαρμάρων. Μόλις κυριευόταν μια πόλη, η λεηλασία και οι αρπαγές διαρκούσαν από λίγες ώρες μέχρι μερικές ημέρες.
Αλλά η διαρπαγή και ο όλεθρος στην Αθήνα συνεχίστηκαν επί χρόνια. Στόλοι στάλθηκαν στην Ανατολή για να σταματήσουν την πειρατεία και οι πειρατές τιμωρήθηκαν. Αλλά οι πειρατές των αρχαιοτήτων εξακολούθησαν ήσυχοι την αρπαγή τους χωρίς να ακουστεί καμιά διαμαρτυρία από το βήμα των ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων, τις ακαδημίες ή τα φιλελληνικά κομιτάτα.
Η Σμύρνη και όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις της Ανατολής γέμισαν από «συντρίμμια των Αθηνών». Πουλιoύνταν στην αγορά, όπως τα τόπια υφάσματος ή η ξερή σταφίδα. Όλοι γύρευαν να αποκτήσουν τα λείψανα της πόλης του Θησέα. Υπήρχαν δίκες και καταγγελίες στους Καδήδες για Ερμές, τμήματα γλυπτών από το Γυμνάσιο ή επιγραφές που έφεραν το όνομα ενός Θεού ή ενός σοφού της Ελλάδας.
Ο περιηγητής αυτός υπήρξε μάρτυρας των αρπαγών στα διάφορα λιμάνια της Ανατολής. Φαίνεται, δε, ότι η Σμύρνη ήταν το μεγαλύτερο κέντρο του ληστρικού αυτού εμπορίου. Η αιτία μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην παρουσία εκεί του περίφημου Φωβέλ, για τον οποίο πρέπει να ανοίξει ιδιαίτερος φάκελος έρευνας ώστε να αποκαλυφθεί ο ρόλος του ως αρχαιοκάπηλου. Η παρουσία του στην Αθήνα, τα προηγούμενα χρόνια, τα τελευταία της Τουρκοκρατίας, είναι γνωστή. Κατά την Επανάσταση, μετακινήθηκε στη Σμύρνη, απ’ όπου εξακολούθησε το ανθελληνικό έργο του. Εξάλλου έγραφε στον «Ανατολικό Παρατηρητή», ένα μισελληνικό γαλλικό φύλλο, το οποίο με τις ψευδολογίες του έκανε μεγάλο κακό στον αγώνα των Ελλήνων.
Οι λεηλασίες που υπέστησαν οι αρχαίοι θησαυροί των Αθηνών έχουν συζητηθεί και αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικών εργασιών, δημοσιεύσεων αλλά και προβληματισμών σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί να είναι ευρέως γνωστή η περίπτωση του άρπαγα Έλγιν, αλλά δεν ήταν παρά μόνον ένας από τους χιλιάδες βέβηλους που άπλωσαν τα χέρια τους για να αρπάξουν θησαυρούς από τα σπλάχνα της αττικής γης.
Η περιγραφή του Michaud για την Αθήνα, όταν την επισκέφθηκε, είναι συγκλονιστική. Έγραφε πως δεν υπήρχε ούτε δρόμος ούτε πλατεία ούτε μοναστήρι ούτε εκκλησία. Περπατώντας κάποιος ανάμεσα στα ερείπια έπρεπε να βάζει σημάδια, όπως στην έρημο, για να ξαναβρεί τον δρόμο. Το πουλί των Αθηνών, η κουκουβάγια, η οποία συχνά ξεπετιόταν μέσα από τα ερείπια ενός τζαμιού ή μιας εκκλησίας, είχε μετατραπεί σε σύμβολο της άφωνης και ερημικής εγκατάλειψης. Συμπλήρωνε όμως ότι η ερήμωση της «πόλης μητέρας των Τεχνών» δεν ήταν έργο μόνον του πολέμου και της πυρκαγιάς.
Οι δύο αυτές μάστιγες βρήκαν πολυάριθμους συνεργάτες, οι οποίοι δεν έπρεπε να αναζητηθούν μεταξύ των βαρβάρων. Πολλοί ήταν εκείνοι που έμαθαν ότι οι «πέτρες» είχαν αξία και ότι μπορούσαν να τις πουλήσουν. Από τότε άρχισε η εξαγωγή αναρίθμητων γλυπτών και μαρμάρων. Μόλις κυριευόταν μια πόλη, η λεηλασία και οι αρπαγές διαρκούσαν από λίγες ώρες μέχρι μερικές ημέρες.
Αλλά η διαρπαγή και ο όλεθρος στην Αθήνα συνεχίστηκαν επί χρόνια. Στόλοι στάλθηκαν στην Ανατολή για να σταματήσουν την πειρατεία και οι πειρατές τιμωρήθηκαν. Αλλά οι πειρατές των αρχαιοτήτων εξακολούθησαν ήσυχοι την αρπαγή τους χωρίς να ακουστεί καμιά διαμαρτυρία από το βήμα των ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων, τις ακαδημίες ή τα φιλελληνικά κομιτάτα.
Η Σμύρνη και όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις της Ανατολής γέμισαν από «συντρίμμια των Αθηνών». Πουλιoύνταν στην αγορά, όπως τα τόπια υφάσματος ή η ξερή σταφίδα. Όλοι γύρευαν να αποκτήσουν τα λείψανα της πόλης του Θησέα. Υπήρχαν δίκες και καταγγελίες στους Καδήδες για Ερμές, τμήματα γλυπτών από το Γυμνάσιο ή επιγραφές που έφεραν το όνομα ενός Θεού ή ενός σοφού της Ελλάδας.
Ο περιηγητής αυτός υπήρξε μάρτυρας των αρπαγών στα διάφορα λιμάνια της Ανατολής. Φαίνεται, δε, ότι η Σμύρνη ήταν το μεγαλύτερο κέντρο του ληστρικού αυτού εμπορίου. Η αιτία μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην παρουσία εκεί του περίφημου Φωβέλ, για τον οποίο πρέπει να ανοίξει ιδιαίτερος φάκελος έρευνας ώστε να αποκαλυφθεί ο ρόλος του ως αρχαιοκάπηλου. Η παρουσία του στην Αθήνα, τα προηγούμενα χρόνια, τα τελευταία της Τουρκοκρατίας, είναι γνωστή. Κατά την Επανάσταση, μετακινήθηκε στη Σμύρνη, απ’ όπου εξακολούθησε το ανθελληνικό έργο του. Εξάλλου έγραφε στον «Ανατολικό Παρατηρητή», ένα μισελληνικό γαλλικό φύλλο, το οποίο με τις ψευδολογίες του έκανε μεγάλο κακό στον αγώνα των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου