Οι άνθρωποι λαχταρούν βαθύτατα να καταφέρουν να ζήσουν μια ζωή πλημμυρισμένη από πολλά, ζωηρά και πλούσια συναισθήματα που δεν θα τους κατακλύζουν, παρά μόνο θα τους οδηγούν σε μια αίσθηση νοήματος και πληρότητας. Συνήθως τα ενήλικα άτομα εντυπωσιάζονται από την ανοιχτή στάση, την περιέργεια και το εύρος των συναισθημάτων που εκφράζουν τα πολύ μικρά παιδιά. Συχνά αναρωτιούνται για την δική τους παιδικότητα και πόσο θα ήθελαν και οι ίδιοι να μπορούν να χαρούν με αυτά τα απλά πράγματα που διεγείρουν τις αισθήσεις των παιδιών.
Αυτό όμως που αναζητούν περισσότερο είναι να ξαναέρθουν σε επαφή με το χαμένο κίνητρο που θα τους οδηγήσει στην ανακάλυψη της χαράς της ζωής, αυτής της χαράς που ξεκινάει από το εσωτερικό των ανθρώπων και δεν προσδιορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Επειδή γίνεται αναφορά στο χαμένο κίνητρο, αξίζει να διευκρινιστεί ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζονται κανενός είδους, εξωτερικά δοσμένο, κίνητρο για να νιώσουν ζωντανοί και δημιουργικοί γιατί είναι γεννημένοι με την ικανότητα της χαράς και βιολογικά προγραμματισμένοι να αναπτύσσουν δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους.
Κάποιοι θεωρούν ότι το πάθος για ζωή πυροδοτείται από τον ψυχικό πόνο. Ωστόσο, αυτό που, συνήθως, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της έντονης και παρατεταμένης ψυχικής δυσφορίας είναι η παρόρμηση, η απόπειρα δηλαδή που κάνει κάποιος για να γλυτώσει από την ψυχική δυσφορία, από την βαρεμάρα και την αίσθηση του κενού. Το πάθος για τη ζωή, για τη δημιουργικότητα, για την επικοινωνία, για την αυτοπραγμάτωση και την εξέλιξη είναι εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, ενώ η παρόρμηση αφορά ενέργειες στις οποίες προβαίνει το άτομο προκειμένου να νιώσει μια άμεση ικανοποίηση γιατί ακριβώς αδυνατεί να νιώσει το πάθος για τη ζωή, με άλλα λόγια είναι η απελπισμένη προσπάθεια να επανασυνδεθεί με τη φύση του.
Στα άτομα, συνήθως, που λειτουργούν με παρορμητική διάθεση, μπορεί να εντοπιστεί κάποιο, ή κάποια τραύματα. Το τραύμα δεν είναι κάποιο εξωτερικό γεγονός που συμβαίνει σε κάποιο άτομο αλλά είναι η εσωτερική διεργασία που ακολουθεί αυτό το γεγονός.
Αυτό που μπορεί να σκεφτεί κάποιος στο άκουσμα της έννοιας «τραύμα», είναι ενδεχομένως ένα τραγικό συμβάν, όπως ένα τροχαίο ατύχημα, ένας βιασμός, μια γονεϊκή εγκατάλειψη ή μια ακραία γονεϊκή πρακτική απέναντι στα παιδιά, το τραύμα να θεωρείται δηλαδή το ίδιο το γεγονός, αυτό καθ’ αυτό. Ωστόσο, δεν προκύπτει τραύμα σε όλους όσους βιώνουν ένα τραγικό συμβάν γιατί το τραύμα δεν είναι το γεγονός που μας συμβαίνει, αλλά αυτό που συμβαίνει μέσα μας ως αποτέλεσμα του γεγονότος που έχει προηγηθεί. Επιπλέον το τραύμα μπορεί να έρθει ως αποτέλεσμα όλων αυτών που έπρεπε να συμβούν και δεν έγιναν ποτέ.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του τραύματος, είναι ότι διαμορφώνει την οπτική μας γύρω από τον κόσμο, δηλαδή συντελεί στον τρόπο που θα υιοθετήσουμε προκειμένου να κατανοούμε τον κόσμο και στον τρόπο που θα αντιδρούμε συναισθηματικά απέναντι στις καταστάσεις και στα γεγονότα που θα ακολουθήσουν στη ζωή μας.
Έτσι, λοιπόν, μπορεί κάποιος να βλέπει τον κόσμο ως ένα επικίνδυνο και απειλητικό τόπο, ενώ κάποιος άλλος να βλέπει τον κόσμο ως ένα μέρος όπου υπάρχουν όλων των ειδών οι ευκαιρίες, όμορφες ή δυσάρεστες. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι όταν κάποιος ζει σε έναν απειλητικό και τρομακτικό κόσμο, αυτόν τον κόσμο που έχει κατασκευάσει στο μυαλό του κάποτε μέσω της επαγωγικής σκέψης, τότε και ο ίδιος θα είναι τρομαγμένος, αμυντικός, θα κρύβεται ή θα επιτίθεται εύκολα ώστε να «προλάβει» τις πιθανές επιθέσεις των άλλων που πιστεύει και περιμένει να του συμβούν.
Επιπλέον, θα θέλει να «αρπάζει» αυτό που χρειάζεται από τους άλλους ανθρώπους γιατί δε θα πιστεύει ότι θα του το δώσουν, ή μπορεί απλά να πιστεύει ότι ο κόσμος του το οφείλει. Μπορεί στην πορεία να αναζητά να γίνει ιδιαίτερα ισχυρό ως άτομο, όπως για παράδειγμα να βγάλει αρκετά χρήματα, ή έστω να δίνει την εντύπωση του ισχυρού ως μια μορφή προστασίας, ή ως μια μορφή προσαρμογής σε αυτά που αναμένει ότι θα του προκύψουν. Μια άλλη εκδοχή είναι το άτομο να φτάσει να γίνει σχεδόν αόρατο, πάλι ως μια μορφή άμυνας απέναντι στα δεδομένα που διαμορφώνουν την αντίληψη του για τον κόσμο, ως έναν επικίνδυνο τόπο.
Οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και η ευαλωτότητα αυτή αυξάνει τις πιθανότητες να βιώσουν κάποιο τραύμα. Η ευθραυστότητα είναι πτυχή της φύσης μας, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Αυτό που μπορεί να κάνει ο εγκέφαλος μας κάτω από τέτοιες περιστάσεις και όταν ο πόνος έρχεται να μας κατακλύσει, είναι να καταστείλει τη συνειδητή του επίγνωση προκειμένου να γίνει υποφερτός ο πόνος, ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Η αυτόματη καταστολή των οδυνηρών συναισθημάτων είναι η απεγνωσμένη κίνηση που κάνει ένα παιδί, προκειμένου να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με το τραύμα που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικό. Ως συνέπεια, ωστόσο, αυτής της αμυντικής στάσης είναι η εκτεταμένη και άτονη συναισθηματική επίγνωση. Δηλαδή το άτομο καταφέρνει να μη νιώσει τη φρίκη του τραύματος σε όλη του την έκταση και έτσι να κερδίσει τη ζωή του, αλλά το τίμημα που πληρώνει είναι μια διαρκής ρηχότητα γύρω από τη συναισθηματική του επίγνωση.
Τα συναισθήματα εκτός από την αίσθηση ζωντάνιας που μας προσφέρουν, συμβάλλουν καταλυτικά στην επιβίωση μας γιατί μας προσανατολίζουν, ενώ μας βοηθούν στις ερμηνείες που δίνουμε στα διάφορα γεγονότα, καθώς μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες. Μας προειδοποιούν για τυχόν απειλές στο περιβάλλον, ή μας δείχνουν πως μπορούμε να φροντίσουμε τις σωματικές μας ανάγκες. Όπως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε αν δεν αισθανθούμε το κρύο, τη ζέστη, την πείνα, την δίψα ή τον πόνο, ανάλογα επικίνδυνο είναι και ο περιορισμός των συναισθημάτων, τα οποία είναι μια ουσιαστική πτυχή της ύπαρξης μας που αυξάνουν την αξία της ζωής, την μετατρέπουν σε μια συναρπαστική εμπειρία, γεμάτη προκλήσεις, με όμορφες ή μη στιγμές, αλλά κυρίως με ουσία και νόημα.
Όταν ελαττώνεται η ευαισθησία μας απέναντι στο βίωμα των συναισθημάτων μας, ουσιαστικά χάνουμε ένα μέρος από την ικανότητα μας να αισθανόμαστε τα συναισθήματα μας. Μπορεί ακόμα να μπούμε σε μια αμνησιακή κατάσταση όπου δεν θα μπορούμε να ανακαλέσουμε τις φορές εκείνες που έχουμε αισθανθεί βαθιά χαρά ή ακόμα και θλίψη. Στη θέση όμως αυτού του περιορισμένου εύρους των συναισθημάτων έρχεται η αίσθηση του κενού, το οποίο βιώνουμε ως αποξένωση, έλλειψη νοήματος ή βαρεμάρα, κάτι που μας αφήνει άδειους και πολύ κουρασμένους ως οργανισμούς.
Το βίωμα του κενού είναι μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή για πολύ από τον άνθρωπο γιατί δεν συνάδει με τις προδιαγραφές του και ως αντίδραση στο δυσάρεστο του βίωμα, μπορεί να υιοθετήσει καινούριες και προσαρμοστικές συμπεριφορές, όπως πάσης φύσεως εθισμούς, προκειμένου να μπορέσει να νιώσει ζωντάνια, χαρά και πιο κοντά με τους ανθρώπους, και πάλι όμως ως μια απεγνωσμένη κίνηση που θα του επιτρέψει να επιβιώσει στο παρόν.
Όταν λοιπόν κάποιος ζει κάποιο τραύμα, είναι γιατί δεν έχει καταφέρει να μιλήσει σε κάποιον για τα συναισθήματα του και να ακουστεί με συμπόνοια γύρω από το βίωμα του, ώστε να μπορέσει να το διεργαστεί και να το αφήσει επαρκώς πίσω του. Το γεγονός αυτό, τον οδηγεί να παγώσει συναισθηματικά, να περιορίσει δηλαδή το εύρος των συναισθημάτων του, ακόμα και να διαστρεβλώσει την επίγνωση του γύρω από τα γεγονότα. Αυτή η προσωρινή κατάσταση ύπαρξης καταφέρνει να του προσφέρει τη δυνατότητα να συνεχίσει να υπάρχει με κάποιον τρόπο. Η προσαρμογή αυτή, ως αμυντικός μηχανισμός, έχει ωστόσο καταστρεπτικά αποτελέσματα όταν γίνεται τρόπος που ορίζει την ζωή του συνεχώς.
Η καλύτερη παρέμβαση θεωρείται όταν το άτομο οδηγηθεί στην αναγνώριση και την αποκάλυψη αυτών των εμπειριών, που το έχουν οδηγήσει στον αποκλεισμό της ζωτικότητας του, μέσω όμως του εντοπισμού των συναισθημάτων και στο σώμα γιατί το τραύμα αποτυπώνεται δυναμικά στη φυσιολογία του οργανισμού.
Οι λεκτικές περιγραφές των γεγονότων και ο εντοπισμός των συναισθημάτων στα διάφορα σημεία του σώματος εμπλέκουν και τους μετωπιαίους λοβούς οι οποίοι φαίνεται να μην ασκούν επαρκή έλεγχο όταν το άτομο επαναβιώνει το τραύμα ή εμπλέκεται σε παρορμητικές ενέργειες. Με αυτό τον τρόπο δίνεται στο άτομο η δυνατότητα να αυξήσει την επίγνωση του γύρω από τις σκέψεις του και τον τρόπο που αυτές προσδιορίζουν τον τρόπο που αισθάνεται ή λειτουργεί, αλλά κυρίως μαθαίνει να αυτορρυθμίζεται.
Ουσιαστικά, μέσα από αυτή τη διαδικασία και κυρίως της συναισθηματικής του ενόρασης, το άτομο μπορεί να αλλάξει οπτική απέναντι στα τραυματικά γεγονότα, να καταφέρει να επανασυνδεθεί με τον εαυτό του ως όλον και να αφήσει σταδιακά τις παρορμητικές αντιδράσεις, έτσι ώστε να ξανασυναντηθεί με τις σχεδόν ξεχασμένες του ικανότητες για μια ζωή δημιουργική και να σταθεί μακριά από τη σύγχυση.
Αυτό όμως που αναζητούν περισσότερο είναι να ξαναέρθουν σε επαφή με το χαμένο κίνητρο που θα τους οδηγήσει στην ανακάλυψη της χαράς της ζωής, αυτής της χαράς που ξεκινάει από το εσωτερικό των ανθρώπων και δεν προσδιορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Επειδή γίνεται αναφορά στο χαμένο κίνητρο, αξίζει να διευκρινιστεί ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζονται κανενός είδους, εξωτερικά δοσμένο, κίνητρο για να νιώσουν ζωντανοί και δημιουργικοί γιατί είναι γεννημένοι με την ικανότητα της χαράς και βιολογικά προγραμματισμένοι να αναπτύσσουν δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους.
Το πάθος για ζωή ανήκει στην ανθρώπινη φύση
Κάποιοι θεωρούν ότι το πάθος για ζωή πυροδοτείται από τον ψυχικό πόνο. Ωστόσο, αυτό που, συνήθως, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της έντονης και παρατεταμένης ψυχικής δυσφορίας είναι η παρόρμηση, η απόπειρα δηλαδή που κάνει κάποιος για να γλυτώσει από την ψυχική δυσφορία, από την βαρεμάρα και την αίσθηση του κενού. Το πάθος για τη ζωή, για τη δημιουργικότητα, για την επικοινωνία, για την αυτοπραγμάτωση και την εξέλιξη είναι εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, ενώ η παρόρμηση αφορά ενέργειες στις οποίες προβαίνει το άτομο προκειμένου να νιώσει μια άμεση ικανοποίηση γιατί ακριβώς αδυνατεί να νιώσει το πάθος για τη ζωή, με άλλα λόγια είναι η απελπισμένη προσπάθεια να επανασυνδεθεί με τη φύση του.
Το τραύμα πηγάζει από μέσα μας
Στα άτομα, συνήθως, που λειτουργούν με παρορμητική διάθεση, μπορεί να εντοπιστεί κάποιο, ή κάποια τραύματα. Το τραύμα δεν είναι κάποιο εξωτερικό γεγονός που συμβαίνει σε κάποιο άτομο αλλά είναι η εσωτερική διεργασία που ακολουθεί αυτό το γεγονός.
Αυτό που μπορεί να σκεφτεί κάποιος στο άκουσμα της έννοιας «τραύμα», είναι ενδεχομένως ένα τραγικό συμβάν, όπως ένα τροχαίο ατύχημα, ένας βιασμός, μια γονεϊκή εγκατάλειψη ή μια ακραία γονεϊκή πρακτική απέναντι στα παιδιά, το τραύμα να θεωρείται δηλαδή το ίδιο το γεγονός, αυτό καθ’ αυτό. Ωστόσο, δεν προκύπτει τραύμα σε όλους όσους βιώνουν ένα τραγικό συμβάν γιατί το τραύμα δεν είναι το γεγονός που μας συμβαίνει, αλλά αυτό που συμβαίνει μέσα μας ως αποτέλεσμα του γεγονότος που έχει προηγηθεί. Επιπλέον το τραύμα μπορεί να έρθει ως αποτέλεσμα όλων αυτών που έπρεπε να συμβούν και δεν έγιναν ποτέ.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του τραύματος, είναι ότι διαμορφώνει την οπτική μας γύρω από τον κόσμο, δηλαδή συντελεί στον τρόπο που θα υιοθετήσουμε προκειμένου να κατανοούμε τον κόσμο και στον τρόπο που θα αντιδρούμε συναισθηματικά απέναντι στις καταστάσεις και στα γεγονότα που θα ακολουθήσουν στη ζωή μας.
Έτσι, λοιπόν, μπορεί κάποιος να βλέπει τον κόσμο ως ένα επικίνδυνο και απειλητικό τόπο, ενώ κάποιος άλλος να βλέπει τον κόσμο ως ένα μέρος όπου υπάρχουν όλων των ειδών οι ευκαιρίες, όμορφες ή δυσάρεστες. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι όταν κάποιος ζει σε έναν απειλητικό και τρομακτικό κόσμο, αυτόν τον κόσμο που έχει κατασκευάσει στο μυαλό του κάποτε μέσω της επαγωγικής σκέψης, τότε και ο ίδιος θα είναι τρομαγμένος, αμυντικός, θα κρύβεται ή θα επιτίθεται εύκολα ώστε να «προλάβει» τις πιθανές επιθέσεις των άλλων που πιστεύει και περιμένει να του συμβούν.
Επιπλέον, θα θέλει να «αρπάζει» αυτό που χρειάζεται από τους άλλους ανθρώπους γιατί δε θα πιστεύει ότι θα του το δώσουν, ή μπορεί απλά να πιστεύει ότι ο κόσμος του το οφείλει. Μπορεί στην πορεία να αναζητά να γίνει ιδιαίτερα ισχυρό ως άτομο, όπως για παράδειγμα να βγάλει αρκετά χρήματα, ή έστω να δίνει την εντύπωση του ισχυρού ως μια μορφή προστασίας, ή ως μια μορφή προσαρμογής σε αυτά που αναμένει ότι θα του προκύψουν. Μια άλλη εκδοχή είναι το άτομο να φτάσει να γίνει σχεδόν αόρατο, πάλι ως μια μορφή άμυνας απέναντι στα δεδομένα που διαμορφώνουν την αντίληψη του για τον κόσμο, ως έναν επικίνδυνο τόπο.
Η ευαλώτητα και η σχέση της με το τραύμα
Οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και η ευαλωτότητα αυτή αυξάνει τις πιθανότητες να βιώσουν κάποιο τραύμα. Η ευθραυστότητα είναι πτυχή της φύσης μας, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Αυτό που μπορεί να κάνει ο εγκέφαλος μας κάτω από τέτοιες περιστάσεις και όταν ο πόνος έρχεται να μας κατακλύσει, είναι να καταστείλει τη συνειδητή του επίγνωση προκειμένου να γίνει υποφερτός ο πόνος, ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Η αυτόματη καταστολή των οδυνηρών συναισθημάτων είναι η απεγνωσμένη κίνηση που κάνει ένα παιδί, προκειμένου να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με το τραύμα που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικό. Ως συνέπεια, ωστόσο, αυτής της αμυντικής στάσης είναι η εκτεταμένη και άτονη συναισθηματική επίγνωση. Δηλαδή το άτομο καταφέρνει να μη νιώσει τη φρίκη του τραύματος σε όλη του την έκταση και έτσι να κερδίσει τη ζωή του, αλλά το τίμημα που πληρώνει είναι μια διαρκής ρηχότητα γύρω από τη συναισθηματική του επίγνωση.
Τα συναισθήματα εκτός από την αίσθηση ζωντάνιας που μας προσφέρουν, συμβάλλουν καταλυτικά στην επιβίωση μας γιατί μας προσανατολίζουν, ενώ μας βοηθούν στις ερμηνείες που δίνουμε στα διάφορα γεγονότα, καθώς μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες. Μας προειδοποιούν για τυχόν απειλές στο περιβάλλον, ή μας δείχνουν πως μπορούμε να φροντίσουμε τις σωματικές μας ανάγκες. Όπως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε αν δεν αισθανθούμε το κρύο, τη ζέστη, την πείνα, την δίψα ή τον πόνο, ανάλογα επικίνδυνο είναι και ο περιορισμός των συναισθημάτων, τα οποία είναι μια ουσιαστική πτυχή της ύπαρξης μας που αυξάνουν την αξία της ζωής, την μετατρέπουν σε μια συναρπαστική εμπειρία, γεμάτη προκλήσεις, με όμορφες ή μη στιγμές, αλλά κυρίως με ουσία και νόημα.
Το βίωμα του κενού προκαλεί απεγνωσμένες κινήσεις
Όταν ελαττώνεται η ευαισθησία μας απέναντι στο βίωμα των συναισθημάτων μας, ουσιαστικά χάνουμε ένα μέρος από την ικανότητα μας να αισθανόμαστε τα συναισθήματα μας. Μπορεί ακόμα να μπούμε σε μια αμνησιακή κατάσταση όπου δεν θα μπορούμε να ανακαλέσουμε τις φορές εκείνες που έχουμε αισθανθεί βαθιά χαρά ή ακόμα και θλίψη. Στη θέση όμως αυτού του περιορισμένου εύρους των συναισθημάτων έρχεται η αίσθηση του κενού, το οποίο βιώνουμε ως αποξένωση, έλλειψη νοήματος ή βαρεμάρα, κάτι που μας αφήνει άδειους και πολύ κουρασμένους ως οργανισμούς.
Το βίωμα του κενού είναι μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή για πολύ από τον άνθρωπο γιατί δεν συνάδει με τις προδιαγραφές του και ως αντίδραση στο δυσάρεστο του βίωμα, μπορεί να υιοθετήσει καινούριες και προσαρμοστικές συμπεριφορές, όπως πάσης φύσεως εθισμούς, προκειμένου να μπορέσει να νιώσει ζωντάνια, χαρά και πιο κοντά με τους ανθρώπους, και πάλι όμως ως μια απεγνωσμένη κίνηση που θα του επιτρέψει να επιβιώσει στο παρόν.
Όταν λοιπόν κάποιος ζει κάποιο τραύμα, είναι γιατί δεν έχει καταφέρει να μιλήσει σε κάποιον για τα συναισθήματα του και να ακουστεί με συμπόνοια γύρω από το βίωμα του, ώστε να μπορέσει να το διεργαστεί και να το αφήσει επαρκώς πίσω του. Το γεγονός αυτό, τον οδηγεί να παγώσει συναισθηματικά, να περιορίσει δηλαδή το εύρος των συναισθημάτων του, ακόμα και να διαστρεβλώσει την επίγνωση του γύρω από τα γεγονότα. Αυτή η προσωρινή κατάσταση ύπαρξης καταφέρνει να του προσφέρει τη δυνατότητα να συνεχίσει να υπάρχει με κάποιον τρόπο. Η προσαρμογή αυτή, ως αμυντικός μηχανισμός, έχει ωστόσο καταστρεπτικά αποτελέσματα όταν γίνεται τρόπος που ορίζει την ζωή του συνεχώς.
Η καλύτερη παρέμβαση είναι όταν το άτομο οδηγηθεί στην αναγνώριση και την αποκάλυψη αυτών των εμπειριών
Η καλύτερη παρέμβαση θεωρείται όταν το άτομο οδηγηθεί στην αναγνώριση και την αποκάλυψη αυτών των εμπειριών, που το έχουν οδηγήσει στον αποκλεισμό της ζωτικότητας του, μέσω όμως του εντοπισμού των συναισθημάτων και στο σώμα γιατί το τραύμα αποτυπώνεται δυναμικά στη φυσιολογία του οργανισμού.
Οι λεκτικές περιγραφές των γεγονότων και ο εντοπισμός των συναισθημάτων στα διάφορα σημεία του σώματος εμπλέκουν και τους μετωπιαίους λοβούς οι οποίοι φαίνεται να μην ασκούν επαρκή έλεγχο όταν το άτομο επαναβιώνει το τραύμα ή εμπλέκεται σε παρορμητικές ενέργειες. Με αυτό τον τρόπο δίνεται στο άτομο η δυνατότητα να αυξήσει την επίγνωση του γύρω από τις σκέψεις του και τον τρόπο που αυτές προσδιορίζουν τον τρόπο που αισθάνεται ή λειτουργεί, αλλά κυρίως μαθαίνει να αυτορρυθμίζεται.
Ουσιαστικά, μέσα από αυτή τη διαδικασία και κυρίως της συναισθηματικής του ενόρασης, το άτομο μπορεί να αλλάξει οπτική απέναντι στα τραυματικά γεγονότα, να καταφέρει να επανασυνδεθεί με τον εαυτό του ως όλον και να αφήσει σταδιακά τις παρορμητικές αντιδράσεις, έτσι ώστε να ξανασυναντηθεί με τις σχεδόν ξεχασμένες του ικανότητες για μια ζωή δημιουργική και να σταθεί μακριά από τη σύγχυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου