ΚΗΡΥΞ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
980 πᾶ τᾶν Ἀσανᾶν ἐστιν ἁ γερωχία
ἢ τοὶ πρυτάνιες; λῶ τι μυσίξαι νέον.
ΠΡΥΤΑΝΙΣ
τίς δ᾽ εἶ; πότερον ἄνθρωπος ἢ Κονίσαλος;
ΚΗ. κᾶρυξ ἐγών, ὦ κυρσάνιε, ναὶ τὼ σιὼ
ἔμολον ἀπὸ Σπάρτας περὶ τᾶν διαλλαγᾶν.
985 ΠΡΥ. κἄπειτα δόρυ δῆθ᾽ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων;
ΚΗ. οὐ τὸν Δί᾽ οὐκ ἔγωνγα. ΠΡΥ. ποῖ μεταστρέφει;
τί δὴ προβάλλει τὴν χλαμύδ᾽; ἦ βουβωνιᾷς
ὑπὸ τῆς ὁδοῦ; ΚΗ. ἀλεός γα ναὶ τὸν Κάστορα
ὥνθρωπος. ΠΡΥ. ἀλλ᾽ ἔστυκας, ὦ μιαρώτατε.
990 ΚΗ. οὐ τὸν Δί᾽ οὐκ ἔγωνγα· μηδ᾽ αὖ πλαδδίη,
ΠΡΥ. τί δ᾽ ἐστί σοι τοδί; ΚΗ. σκυτάλα Λακωνικά.
ΠΡΥ. εἴπερ γε, χαὔτη ᾽στὶ σκυτάλη Λακωνική.
ἀλλ᾽ ὡς πρὸς εἰδότ᾽ ἐμὲ σὺ τἀληθῆ λέγε.
τί τὰ πράγμαθ᾽ ὑμῖν ἐστι τἀν Λακεδαίμονι;
995 ΚΗ. ὀρσὰ Λακεδαίμων πᾶἁ καὶ τοὶ σύμμαχοι
ἅπαντες ἐστύκαντι· ‹τὰν› πελλᾶν δὲ δεῖ.
ΠΡΥ. ἀπὸ τοῦ δὲ τουτὶ τὸ κακὸν ὑμῖν ἐνέπεσεν;
ἀπὸ Πανός; ΚΗ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἆρχε μέν, οἰῶ, Λαμπιτώ,
ἔπειτα τἄλλαι ταὶ κατὰ Σπάρταν ἁμᾶ
1000 γυναῖκες ἇπερ ἀπὸ μιᾶς ὑσπλαγίδος
ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων.
ΠΡΥ. πῶς οὖν ἔχετε; ΚΗ. μογίομες· ἂν γὰρ τὰν πόλιν
ἇπερ λυχνοφορίοντες ὑποκεκύφαμες.
ταὶ γὰρ γυναῖκες οὐδὲ τῶ μύρτω σιγῆν
1005 ἐῶντι, πρίν χ᾽ ἅπαντες ἐξ ἑνὸς λόγω
σπονδὰς ποιηὥμεσθα καττὰν Ἑλλάδα.
ΠΡΥ. τουτὶ τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν ξυνομώμοται
ὑπὸ τῶν γυναικῶν· ἄρτι νυνὶ μανθάνω.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα φράζε περὶ διαλλαγῶν
1010 πρέσβεις ἀποπέμπειν αὐτοκράτορας ἐνθαδί.
ἐγὼ δ᾽ ἑτέρους ἐνθένδε τῇ βουλῇ φράσω
πρέσβεις ἑλέσθαι τὸ πέος ἐπιδείξας τοδί.
ΚΗ. ποτάὁμαι· κράτιστα γὰρ παντᾶ λέγεις.
***
ΚΗΡΥΚΑΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
980 Πού ᾽ναι των Αθηναίων η Γερουσία
και πού οι πρυτάνεις; Μήνυμα έχω φέρει.
ΠΡΥΤΑΝΗΣ
Μωρ᾽ τί ᾽σαι ελόγου σου; Άνθρωπος ή Πρίαπος;
ΚΗΡ. Είμαι κήρυκας, μά τους Διόσκουρους,
γι᾽ ανακωχή σταλμένος από τη Σπάρτη.
ΠΡΥ. Κήρυκας; Και κρατάς στην αμασκάλη
το κοντάρι σου; ΚΗΡ. Μά τον Δία, δεν είναι.
ΠΡΥ. Τί γυρνάς τη μουσούδα; Τί ᾽ναι τούτο
που φουσκώνει από κάτου απ᾽ τη χλαμύδα;
Ή μήπως απ᾽ το δρόμο σού πρηστήκαν
οι ελιές σου; ΚΗΡ. Μωρέ τούτος είναι μάπας!
ΠΡΥ. Κατάλαβα, κατέργαρε, είσαι τέζα.
990 ΚΗΡ. Καθόλου μά το Δία. ΠΡΥ. Και τί ᾽ναι τούτο;
ΚΗΡ. Σπαρτιάτικη σκυτάλη. ΠΡΥ. Τότες είναι
και τούτο εδώ σκυτάλη! (Δείχνει) Μάθε, φίλε,
πως είμαι ατσίδα. Την αλήθεια λέγε.
Πώς είναι στην πατρίδα σου τα πράματα;
ΚΗΡ. Ολόρθα τα δικά και των συμμάχων!
Όλοι τους κάργα. Θέλουν κρύο κατάβρεγμα.
ΠΡΥ. Πώς σας έπιασε τούτ᾽ η επιδημία;
Σας την έστειλε ο Πάνας; ΚΗΡ. Όχι ο Πάνας!
Έκανε την αρχήν η Λαμπιτώ
1000 κι ύστερα όλες μαζί πήρανε φόρα
και διώξανε τους άντρες από τα σκέλια τους.
ΠΡΥ. Και πώς βαστάτε; ΚΗΡ. Βάσανο μεγάλο!
Σκυφτοί γυρνάμε στα σοκάκια, σάμπως
να βαστάμε φανάρι· κι οι γυναίκες
δεν αφήνουνε μήτε να τις αγγίξουμε,
αν δεν κάνουμε ειρήνη μεταξύ μας.
ΠΡΥ. Τώρα καταλαβαίνω: συνωμόσαν
όλα τα θηλυκά μας κάθε τόπου.
Τρέχα γρήγορα κάτου να τους πεις
1010 να μας στείλουν πρεσβεία με πληρεξούσιο
κι εγώ θα βάλω τη Βουλή να ορίσει
άλλη πρεσβεία — άμα τους δείξω ετούτο!
(Δείχνει)
ΚΗΡ. Κουβέντα μυαλωμένη. Πάω πετώντας.
(Βγαίνουν ο κήρυκας απ᾽ τα αριστερά κι ο Πρύτανης από τα δεξιά)
980 πᾶ τᾶν Ἀσανᾶν ἐστιν ἁ γερωχία
ἢ τοὶ πρυτάνιες; λῶ τι μυσίξαι νέον.
ΠΡΥΤΑΝΙΣ
τίς δ᾽ εἶ; πότερον ἄνθρωπος ἢ Κονίσαλος;
ΚΗ. κᾶρυξ ἐγών, ὦ κυρσάνιε, ναὶ τὼ σιὼ
ἔμολον ἀπὸ Σπάρτας περὶ τᾶν διαλλαγᾶν.
985 ΠΡΥ. κἄπειτα δόρυ δῆθ᾽ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων;
ΚΗ. οὐ τὸν Δί᾽ οὐκ ἔγωνγα. ΠΡΥ. ποῖ μεταστρέφει;
τί δὴ προβάλλει τὴν χλαμύδ᾽; ἦ βουβωνιᾷς
ὑπὸ τῆς ὁδοῦ; ΚΗ. ἀλεός γα ναὶ τὸν Κάστορα
ὥνθρωπος. ΠΡΥ. ἀλλ᾽ ἔστυκας, ὦ μιαρώτατε.
990 ΚΗ. οὐ τὸν Δί᾽ οὐκ ἔγωνγα· μηδ᾽ αὖ πλαδδίη,
ΠΡΥ. τί δ᾽ ἐστί σοι τοδί; ΚΗ. σκυτάλα Λακωνικά.
ΠΡΥ. εἴπερ γε, χαὔτη ᾽στὶ σκυτάλη Λακωνική.
ἀλλ᾽ ὡς πρὸς εἰδότ᾽ ἐμὲ σὺ τἀληθῆ λέγε.
τί τὰ πράγμαθ᾽ ὑμῖν ἐστι τἀν Λακεδαίμονι;
995 ΚΗ. ὀρσὰ Λακεδαίμων πᾶἁ καὶ τοὶ σύμμαχοι
ἅπαντες ἐστύκαντι· ‹τὰν› πελλᾶν δὲ δεῖ.
ΠΡΥ. ἀπὸ τοῦ δὲ τουτὶ τὸ κακὸν ὑμῖν ἐνέπεσεν;
ἀπὸ Πανός; ΚΗ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἆρχε μέν, οἰῶ, Λαμπιτώ,
ἔπειτα τἄλλαι ταὶ κατὰ Σπάρταν ἁμᾶ
1000 γυναῖκες ἇπερ ἀπὸ μιᾶς ὑσπλαγίδος
ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων.
ΠΡΥ. πῶς οὖν ἔχετε; ΚΗ. μογίομες· ἂν γὰρ τὰν πόλιν
ἇπερ λυχνοφορίοντες ὑποκεκύφαμες.
ταὶ γὰρ γυναῖκες οὐδὲ τῶ μύρτω σιγῆν
1005 ἐῶντι, πρίν χ᾽ ἅπαντες ἐξ ἑνὸς λόγω
σπονδὰς ποιηὥμεσθα καττὰν Ἑλλάδα.
ΠΡΥ. τουτὶ τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν ξυνομώμοται
ὑπὸ τῶν γυναικῶν· ἄρτι νυνὶ μανθάνω.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα φράζε περὶ διαλλαγῶν
1010 πρέσβεις ἀποπέμπειν αὐτοκράτορας ἐνθαδί.
ἐγὼ δ᾽ ἑτέρους ἐνθένδε τῇ βουλῇ φράσω
πρέσβεις ἑλέσθαι τὸ πέος ἐπιδείξας τοδί.
ΚΗ. ποτάὁμαι· κράτιστα γὰρ παντᾶ λέγεις.
***
ΚΗΡΥΚΑΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
980 Πού ᾽ναι των Αθηναίων η Γερουσία
και πού οι πρυτάνεις; Μήνυμα έχω φέρει.
ΠΡΥΤΑΝΗΣ
Μωρ᾽ τί ᾽σαι ελόγου σου; Άνθρωπος ή Πρίαπος;
ΚΗΡ. Είμαι κήρυκας, μά τους Διόσκουρους,
γι᾽ ανακωχή σταλμένος από τη Σπάρτη.
ΠΡΥ. Κήρυκας; Και κρατάς στην αμασκάλη
το κοντάρι σου; ΚΗΡ. Μά τον Δία, δεν είναι.
ΠΡΥ. Τί γυρνάς τη μουσούδα; Τί ᾽ναι τούτο
που φουσκώνει από κάτου απ᾽ τη χλαμύδα;
Ή μήπως απ᾽ το δρόμο σού πρηστήκαν
οι ελιές σου; ΚΗΡ. Μωρέ τούτος είναι μάπας!
ΠΡΥ. Κατάλαβα, κατέργαρε, είσαι τέζα.
990 ΚΗΡ. Καθόλου μά το Δία. ΠΡΥ. Και τί ᾽ναι τούτο;
ΚΗΡ. Σπαρτιάτικη σκυτάλη. ΠΡΥ. Τότες είναι
και τούτο εδώ σκυτάλη! (Δείχνει) Μάθε, φίλε,
πως είμαι ατσίδα. Την αλήθεια λέγε.
Πώς είναι στην πατρίδα σου τα πράματα;
ΚΗΡ. Ολόρθα τα δικά και των συμμάχων!
Όλοι τους κάργα. Θέλουν κρύο κατάβρεγμα.
ΠΡΥ. Πώς σας έπιασε τούτ᾽ η επιδημία;
Σας την έστειλε ο Πάνας; ΚΗΡ. Όχι ο Πάνας!
Έκανε την αρχήν η Λαμπιτώ
1000 κι ύστερα όλες μαζί πήρανε φόρα
και διώξανε τους άντρες από τα σκέλια τους.
ΠΡΥ. Και πώς βαστάτε; ΚΗΡ. Βάσανο μεγάλο!
Σκυφτοί γυρνάμε στα σοκάκια, σάμπως
να βαστάμε φανάρι· κι οι γυναίκες
δεν αφήνουνε μήτε να τις αγγίξουμε,
αν δεν κάνουμε ειρήνη μεταξύ μας.
ΠΡΥ. Τώρα καταλαβαίνω: συνωμόσαν
όλα τα θηλυκά μας κάθε τόπου.
Τρέχα γρήγορα κάτου να τους πεις
1010 να μας στείλουν πρεσβεία με πληρεξούσιο
κι εγώ θα βάλω τη Βουλή να ορίσει
άλλη πρεσβεία — άμα τους δείξω ετούτο!
(Δείχνει)
ΚΗΡ. Κουβέντα μυαλωμένη. Πάω πετώντας.
(Βγαίνουν ο κήρυκας απ᾽ τα αριστερά κι ο Πρύτανης από τα δεξιά)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου