Είναι η πρώτη αγάπη και παντοτινή; Θεωρητικά, ίσως ναι. Πρακτικά, όχι πάντα. Υπάρχει, άλλωστε, τίποτα πραγματικά παντοτινό; Όλα είναι θνητά. Η φύση έχει αποφασίσει πως το τέλος είναι αναγκαίο, ώστε να διατηρείται η ισορροπία. Και, αργά ή γρήγορα, το φινάλε έρχεται.
Οι πρώτες αγάπες έχουν τις ρίζες τους κάπου στο γυμνάσιο και στο λύκειο. «Θες να τα φτιάξουμε;», η μαγική ερώτηση. Ένα φιλί η επισφράγιση ενός αμήχανου δεσμού, που αρχικά περιλαμβάνει το χέρι του ενός πάνω στου άλλου στο διάλειμμα του σχολείου και σινεμά τα Σάββατα. Σαφώς και πειράγματα των κολλητών και ψιθύρους μεταξύ συμμαθητών που μεταφέρουν τα νέα. Έπειτα, πεσμένους βαθμούς, ξενύχτια στο τηλέφωνο, κλάματα, ψέματα στους γονείς για το πού βρίσκεσαι και τι κάνεις. Μαμάδες εν εξάλλω, μπαμπάδες που ξαφνικά έντρομοι θυμούνται να ενημερώσουν για την αντισύλληψη.
Τότε όλο αυτό το μπάχαλο ήταν όλος σου ο κόσμος. Πρωτόγνωρη εμπειρία και διόλου διαχειρίσιμη. Και δε σε καταλαβαίνει και κανείς. «Και ποιος νοιάζεται για τους βαθμούς, τέλος πάντων; Εδώ ο κόσμος καίγεται.» Τώρα που τα θυμάσαι, χαμογελάς κι αναρωτιέσαι πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Και τι να κάνει, άραγε, εκείνη η ψυχή που μοιραστήκατε τους πρώτους δυνατούς χτύπους της καρδιάς σας;
Κάποιοι, βέβαια, δεν αναρωτιούνται και τόσο, καθώς οι καρδιές τους άργησαν να ρίξουν ρυθμούς κι έμειναν συγχρονισμένες για κάμποσο καιρό παραπάνω. Εκείνοι οι γνωστοί άγνωστοι, τα ζευγαράκια που όλο το σχολείο ήξερε. Ήταν τόσο καιρό μαζί που ήταν αδύνατο όταν αναφερθείς στον ένα να μην πεις μια κουβέντα και για τον άλλο. Ακόμα κι οι καθηγητές τους είχαν πάρει χαμπάρι και τους έκαναν πλάκα. Ακόμα και τα «πεθερικά» γνώρισαν κι έγιναν κατά κάποιον τρόπο παιδιά τους.
Μαζί στα διαλείμματα, στην τάξη, στις εκδρομές, στις εξόδους, στις εξετάσεις, στις διακοπές. Και το σχολείο τελείωσε κι εκείνοι ήταν ακόμη μαζί, αχώριστοι. Ήταν βέβαιοι πως μια μέρα θα παντρευτούν. Και τη σχεδίαζαν αυτή τη μέρα. Ονειρεύονταν το κοινό τους σπίτι. Είχαν αποφασίσει και τα ονόματα των παιδιών τους. Α, θα υιοθετούσαν και σκύλο! Κι έφτασαν κοντά, μιας κι η κοινή τους πορεία κράτησε 5, 8, 10, 15 χρόνια.
Μα το «για πάντα» κάποιες φορές είναι λίγο πιο σύντομο απ’ όσο μπορεί να το ‘χει στο μυαλό της μια ρομαντική ψυχή. Κι αυτά τα ζευγάρια που κανείς δεν πίστευε πως θα χωρίσουν, ήρθε μια μέρα που τα τσούγκρισαν και πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Και δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου. Για εκείνους, όμως, έστω για λίγο, ήρθε. Βασικά μάλλον καλύτερα, άλλαξαν κόσμο. Απότομα. Κι οι απότομες αλλαγές είναι ολίγον άτσαλες.
Τότε που όλοι οι άλλοι έβγαιναν κι έπιναν και ξενυχτούσαν κι απογοητεύονταν κι έτρωγαν τα μούτρα τους και πονούσαν και μάθαιναν, εκείνοι είχαν βολευτεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Σε μια αγκαλιά στην οποία μπήκαν πριν καν βγουν από αυτή της μαμάς τους. Κι έτσι, προστατευμένοι κι ασφαλείς, μεγάλωναν μαζί, μένοντας, όμως, παιδιά. Κι όταν βγήκαν από αυτήν την αγκαλιά και πια η αγκαλιά της μαμάς δεν τους χωρούσε ολόκληρους, έμειναν εκτεθειμένοι. Σε έναν νέο κόσμο. Στον ενήλικο κόσμο.
Και τη φάση που οι φίλοι τους την είχαν ήδη περάσει, εκείνοι ξεκίνησαν να την περνούν τότε. Ξαφνικά ενηλικιώθηκαν, μα παράλληλα ξαναπέρασαν μια ακόμη εφηβεία. Έκαναν μαζεμένες τρέλες που είχαν χρόνια να κάνουν. Γνώρισαν ανθρώπους, ξαναβρήκαν ανθρώπους. Πειραματίστηκαν. Ζορίστηκαν αρκετά. Ανεξαρτητοποιήθηκαν κι έκαναν πια μόνοι τους αυτά που άλλοτε τα έκαναν υπό την ασφάλεια της συντροφιάς κάποιου άλλου. Και το σοβαρότερο. Πλέον τα προβλήματά τους έγιναν ολόδικά τους, χωρίς να μπορούν να τα σπάσουν στα δυο και να κουβαλήσει λίγο βάρος κι ο άλλος.
Μα, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι κι αυτός ο νέος κόσμος συνηθίζεται. Κι έπειτα έρχεται η ισορροπία. Κάποιος θα βιαστεί να πει πως μια μεγάλη σχέση από τόσο μικρή ηλικία είναι λάθος, καθώς όταν λήξει φέρνει μεγάλη αναστάτωση. Εγώ θα πω πως απλώς είναι μια εμπειρία που έρχεται νωρίς και μια ενηλικίωση που λίγο καθυστερεί. Στις ανθρώπινες σχέσεις λάθος και σωστό δεν υπάρχει, έτσι δεν είναι;
Οι πρώτες αγάπες έχουν τις ρίζες τους κάπου στο γυμνάσιο και στο λύκειο. «Θες να τα φτιάξουμε;», η μαγική ερώτηση. Ένα φιλί η επισφράγιση ενός αμήχανου δεσμού, που αρχικά περιλαμβάνει το χέρι του ενός πάνω στου άλλου στο διάλειμμα του σχολείου και σινεμά τα Σάββατα. Σαφώς και πειράγματα των κολλητών και ψιθύρους μεταξύ συμμαθητών που μεταφέρουν τα νέα. Έπειτα, πεσμένους βαθμούς, ξενύχτια στο τηλέφωνο, κλάματα, ψέματα στους γονείς για το πού βρίσκεσαι και τι κάνεις. Μαμάδες εν εξάλλω, μπαμπάδες που ξαφνικά έντρομοι θυμούνται να ενημερώσουν για την αντισύλληψη.
Τότε όλο αυτό το μπάχαλο ήταν όλος σου ο κόσμος. Πρωτόγνωρη εμπειρία και διόλου διαχειρίσιμη. Και δε σε καταλαβαίνει και κανείς. «Και ποιος νοιάζεται για τους βαθμούς, τέλος πάντων; Εδώ ο κόσμος καίγεται.» Τώρα που τα θυμάσαι, χαμογελάς κι αναρωτιέσαι πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Και τι να κάνει, άραγε, εκείνη η ψυχή που μοιραστήκατε τους πρώτους δυνατούς χτύπους της καρδιάς σας;
Κάποιοι, βέβαια, δεν αναρωτιούνται και τόσο, καθώς οι καρδιές τους άργησαν να ρίξουν ρυθμούς κι έμειναν συγχρονισμένες για κάμποσο καιρό παραπάνω. Εκείνοι οι γνωστοί άγνωστοι, τα ζευγαράκια που όλο το σχολείο ήξερε. Ήταν τόσο καιρό μαζί που ήταν αδύνατο όταν αναφερθείς στον ένα να μην πεις μια κουβέντα και για τον άλλο. Ακόμα κι οι καθηγητές τους είχαν πάρει χαμπάρι και τους έκαναν πλάκα. Ακόμα και τα «πεθερικά» γνώρισαν κι έγιναν κατά κάποιον τρόπο παιδιά τους.
Μαζί στα διαλείμματα, στην τάξη, στις εκδρομές, στις εξόδους, στις εξετάσεις, στις διακοπές. Και το σχολείο τελείωσε κι εκείνοι ήταν ακόμη μαζί, αχώριστοι. Ήταν βέβαιοι πως μια μέρα θα παντρευτούν. Και τη σχεδίαζαν αυτή τη μέρα. Ονειρεύονταν το κοινό τους σπίτι. Είχαν αποφασίσει και τα ονόματα των παιδιών τους. Α, θα υιοθετούσαν και σκύλο! Κι έφτασαν κοντά, μιας κι η κοινή τους πορεία κράτησε 5, 8, 10, 15 χρόνια.
Μα το «για πάντα» κάποιες φορές είναι λίγο πιο σύντομο απ’ όσο μπορεί να το ‘χει στο μυαλό της μια ρομαντική ψυχή. Κι αυτά τα ζευγάρια που κανείς δεν πίστευε πως θα χωρίσουν, ήρθε μια μέρα που τα τσούγκρισαν και πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Και δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου. Για εκείνους, όμως, έστω για λίγο, ήρθε. Βασικά μάλλον καλύτερα, άλλαξαν κόσμο. Απότομα. Κι οι απότομες αλλαγές είναι ολίγον άτσαλες.
Τότε που όλοι οι άλλοι έβγαιναν κι έπιναν και ξενυχτούσαν κι απογοητεύονταν κι έτρωγαν τα μούτρα τους και πονούσαν και μάθαιναν, εκείνοι είχαν βολευτεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Σε μια αγκαλιά στην οποία μπήκαν πριν καν βγουν από αυτή της μαμάς τους. Κι έτσι, προστατευμένοι κι ασφαλείς, μεγάλωναν μαζί, μένοντας, όμως, παιδιά. Κι όταν βγήκαν από αυτήν την αγκαλιά και πια η αγκαλιά της μαμάς δεν τους χωρούσε ολόκληρους, έμειναν εκτεθειμένοι. Σε έναν νέο κόσμο. Στον ενήλικο κόσμο.
Και τη φάση που οι φίλοι τους την είχαν ήδη περάσει, εκείνοι ξεκίνησαν να την περνούν τότε. Ξαφνικά ενηλικιώθηκαν, μα παράλληλα ξαναπέρασαν μια ακόμη εφηβεία. Έκαναν μαζεμένες τρέλες που είχαν χρόνια να κάνουν. Γνώρισαν ανθρώπους, ξαναβρήκαν ανθρώπους. Πειραματίστηκαν. Ζορίστηκαν αρκετά. Ανεξαρτητοποιήθηκαν κι έκαναν πια μόνοι τους αυτά που άλλοτε τα έκαναν υπό την ασφάλεια της συντροφιάς κάποιου άλλου. Και το σοβαρότερο. Πλέον τα προβλήματά τους έγιναν ολόδικά τους, χωρίς να μπορούν να τα σπάσουν στα δυο και να κουβαλήσει λίγο βάρος κι ο άλλος.
Μα, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι κι αυτός ο νέος κόσμος συνηθίζεται. Κι έπειτα έρχεται η ισορροπία. Κάποιος θα βιαστεί να πει πως μια μεγάλη σχέση από τόσο μικρή ηλικία είναι λάθος, καθώς όταν λήξει φέρνει μεγάλη αναστάτωση. Εγώ θα πω πως απλώς είναι μια εμπειρία που έρχεται νωρίς και μια ενηλικίωση που λίγο καθυστερεί. Στις ανθρώπινες σχέσεις λάθος και σωστό δεν υπάρχει, έτσι δεν είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου