Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (1-29)

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ὦ λαμπρὸν ὄμμα τοῦ τροχηλάτου λύχνου,
κάλλιστ᾽ ἐν εὐστόχοισιν ἐξηυρημένον,—
γονάς τε γὰρ σὰς καὶ τύχας δηλώσομεν·
τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῥύμης ὕπο
5 μυκτῆρσι λαμπρὰς ἡλίου τιμὰς ἔχεις,—
ὅρμα φλογὸς σημεῖα τὰ ξυγκείμενα.
σοὶ γὰρ μόνῳ δηλοῦμεν· εἰκότως, ἐπεὶ
κἀν τοῖσι δωματίοισιν Ἀφροδίτης τρόπων
πειρωμέναισι πλησίον παραστατεῖς,
10 λορδουμένων τε σωμάτων ἐπιστάτην
ὀφθαλμὸν οὐδεὶς τὸν σὸν ἐξείργει δόμων.
μόνος δὲ μηρῶν εἰς ἀπορρήτους μυχοὺς
λάμπεις ἀφεύων τὴν ἐπανθοῦσαν τρίχα·
στοάς τε καρποῦ Βακχίου τε νάματος
15 πλήρεις ὑποιγνύσαισι συμπαραστατεῖς·
καὶ ταῦτα συνδρῶν οὐ λαλεῖς τοῖς πλησίον.
ἀνθ᾽ ὧν συνείσει καὶ τὰ νῦν βουλεύματα
ὅσα Σκίροις ἔδοξε ταῖς ἐμαῖς φίλαις.
ἀλλ᾽ οὐδεμία πάρεστιν ἃς ἥκειν ἐχρῆν.
20 καίτοι πρὸς ὄρθρον γ᾽ ἐστίν· ἡ δ᾽ ἐκκλησία
αὐτίκα μάλ᾽ ἔσται· καταλαβεῖν δ᾽ ἡμᾶς ἕδρας,
ἃς Φυρόμαχός ποτ᾽ εἶπεν, εἰ μέμνησθ᾽ ἔτι,
δεῖ τὰς «ἑταίρας» κῶλά θ᾽ ἱζομένας λαθεῖν.
τί δῆτ᾽ ἂν εἴη; πότερον οὐκ ἐρραμμένους
25 ἔχουσι τοὺς πώγωνας, οὓς εἴρητ᾽ ἔχειν;
ἢ θαἰμάτια τἀνδρεῖα κλεψάσαις λαθεῖν
ἦν χαλεπὸν αὐταῖς; ἀλλ᾽ ὁρῶ τονδὶ λύχνον
προσιόντα. φέρε νυν ἐπαναχωρήσω πάλιν,
μὴ καί τις ὢν ἀνὴρ ὁ προσιὼν τυγχάνῃ.

***
Στο βάθος της ορχήστρας δυο σπιτάκια χωρισμένα από ᾽να στενό δρομάκο. Δεξιά το σπίτι του Βλέπυρου και της Πραξαγόρας. Μόλις αρχίζει να χαράζει. Βγαίν᾽ η Πραξαγόρ᾽ από το σπίτι της ντυμένη άντρας με μπαστούνι στο ένα χέρι και μ᾽ ένα λυχνάρι στο άλλο.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
(Κουνώντας ψηλά το λυχνάρι δίνει το σύνθημα στις άλλες συνωμότισσες. Απαγγέλνει με ύφος δραματικό, κοροϊδεύοντας τον Ευριπίδη.)
Ω μάτι λαμπερό του λυχναριού μου,
που τροχοδουλεμένο τεχνικά
γυροφωτάς κρεμάμενο, θα ψάλω
τα γεννητάτα και τις καλοσύνες σου.
Του κανατά σβουρίζοντας ο τόρνος
σου ᾽δωκε μούτρο κι έτσι τα ρουθούνια σου
μας κάνουνε τις νύχτες ήλιου χρέη.
(Κουνάει ψηλά το λυχνάρι της)
Κάνε μας τώρα τα συμφωνημένα
σημάδια σου. Σ᾽ ελόγου σου μονάχα
τα μυστικά μας φανερώνουμε όλα.
Και πολύ δίκια. Στην κρεβατοκάμαρα,
όταν εμείς χαιρόμαστε τον έρωτα,
στο πλάι μας παραστέκεις και κανένας,
10 άμα κουλουριάζονται τα κορμιά μας
απ᾽ το πάθος, δε σ᾽ εμποδάει να βλέπεις.
Μονάχα εσύ στ᾽ απόκρυφα τα βάθια
των σκελιών μας φωτίζεις τ᾽ ανθοτρίχι.
Κι όταν εμείς τρυπώνουμε κλεφτά
στα κελάρια γι᾽ αλεύρι και κρασάκι,
μας βοηθάς και, συνένοχος, δε βγαίνεις
στη γειτονιά για να το διαλαλήσεις.
Γι᾽ αυτό κι εμείς οι φιλενάδες τώρα
σε σένα μοναχά θα μπιστευτούμε
τα σκέδια που σκαρώσαμε κρυφά...
Μα καμιά τους δε φάνηκεν ακόμα,
όπως δώσαμε λόγο. Γλυκοφέγγει
20 κι όπου να ᾽ναι θ᾽ αρχίσ᾽ η λαοσύναξη.
Πρέπει να ᾽χουμ᾽ εμείς προκαταλάβει
τις έδρες, που τις είπε μιαν ημέρα
απ᾽ το βήμα ο Τραυλόμαχος αφέδρες,
κρυφά να κωλοκάτσουμε σε δαύτες.
(πάψη)
Τί συμβαίνει λοιπόν; Μήπως δε ράψανε
τα ψεύτικα τα γένια τους ή μήπως
δεν μπόρεσαν να κλέψουνε τα ρούχα
των αντρώνε τους; Μα τί βλέπω; Κάποιο
λυχνάρι κατά δώθε. Ας τραβηχτώ
μην τύχει να ᾽ναι αρσενικός μαντράχαλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου