Η πρώτη μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου, κατά την άποψη μου, είναι η κατάρρευση της παντοδυναμίας του. Όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο και ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του αισθάνεται παντοδύναμο: όταν πεινάει έρχεται κάποιος και το ταΐζει, όταν κρυώνει το σκεπάζει και ούτω καθεξής.
Το βρέφος, ωστόσο, δε μπορεί να αντιληφθεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο πέραν του εαυτού του που το φροντίζει, αλλά όλα αυτά γίνονται με έναν «μαγικό» τρόπο καθώς τα προκαλεί το ίδιο. Σταδιακά όμως, το βρέφος αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο έξω από αυτό που καλύπτει τις ανάγκες του κι αν το πρόσωπο αυτό σταματήσει να το φροντίζει, τότε αυτό θα πεθάνει.
Σε αυτό το χρονικό σημείο δημιουργείται και το άγχος θανάτου/αφανισμού. Άνθρωποι που δεν κατάφεραν να περάσουν σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο (αυτοί δηλαδή που ονομάζουμε «ψυχωσικούς») λόγω τραύματος ή άλλων γενετικών ανωμαλιών δεν παρουσιάζουν ποτέ άγχος θανάτου. Το άγχος θανάτου και ο «χρονικός εαυτός», δηλαδή η αίσθηση του χρόνου της ύπαρξης, εμφανίζονται όταν για πρώτη φορά το ανθρώπινο βρέφος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει Άλλος. Πράγματι, δε θα συναντήσει κανείς άγχος θανάτου ούτε αίσθηση του χρόνου στους ψυχωσικούς ασθενείς. Αυτό μου έχει δείξει τουλάχιστον η εμπειρία μου εργαζόμενος μαζί τους.
Η συνειδητοποίηση του Άλλου στο βρέφος και κατ’ επέκταση η κατάρρευση της παντοδυναμίας του το γεμίζει με ένα ανυπόφορο άγχος καθώς είναι απόλυτα εξαρτημένο από τον Άλλο (εν προκειμένω τη μητέρα) για να επιβιώσει. Για να προστατευτεί από αυτό το άγχος το βρέφος «σκίζει» στη φαντασία του τη μητέρα σε «καλή» (όταν ικανοποιεί τις βιολογικές του ανάγκες) και «κακή» (όταν τις ματαιώνει). Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη τραγωδία.
Η δεύτερη μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου είναι όταν (όντας βρέφος) συνειδητοποιεί ότι η μητέρα που το φροντίζει και την αγαπά είναι παράλληλα και η μητέρα που το ματαιώνει και την μισεί. Στο σημείο αυτό έχουμε τη γέννηση της «αγάπης» και του «μίσους».
Η αγάπη και το μίσος εμφανίζονται μαζί στην ανάπτυξη του ανθρώπου και δεν αποτελούν επ’ ουδενί αντίθετες έννοιες, αλλά είναι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι στη μοίρα μας ως ανθρώπινα όντα, να μισούμε περισσότερο αυτούς που αγαπάμε κι όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Όσο, βέβαια, περισσότερο ψυχολογικά ώριμος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο αυτά τα δύο πάνε μαζί και τόσο η αγάπη υπερτερεί του μίσους. Τόσο επίσης η ικανότητα ενός ανθρώπου για επανόρθωση είναι ενισχυμένη.
Την ψυχική αυτή ωριμότητα την αποκτά ο άνθρωπος μόνο αν κατάφερε αναπτυξιακά να μεταβεί από την απόλυτη εξάρτηση προς τη μητέρα στη «σχετική εξάρτηση». Κατά όμοιο τρόπο ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορεί να αναπτύξει «σχετική εξάρτηση» από τον/την ερωτικό του σύντροφο. Είμαστε ψυχολογικά όντα φτιαγμένα για να εξαρτόμαστε σε κάποιο βαθμό από τους άλλους και η εξάρτηση αυτή είναι επίσης φυσιολογική. Η «ψυχική ανεξαρτησία» είναι μύθευμα και ψυχολογικά αδύνατη. Φιλοσοφικά, θα όριζα την ανεξαρτησία ως την ικανότητα ανοχής της σχετικής εξάρτησης προς ένα άλλο πρόσωπο.
Συνεπώς, προορισμένοι να εξαρτόμαστε, να μισούμε και να αγαπάμε πρέπει να καταφέρουμε, να αγαπάμε χωρίς να καταστρέφουμε.
Το βρέφος, ωστόσο, δε μπορεί να αντιληφθεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο πέραν του εαυτού του που το φροντίζει, αλλά όλα αυτά γίνονται με έναν «μαγικό» τρόπο καθώς τα προκαλεί το ίδιο. Σταδιακά όμως, το βρέφος αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο έξω από αυτό που καλύπτει τις ανάγκες του κι αν το πρόσωπο αυτό σταματήσει να το φροντίζει, τότε αυτό θα πεθάνει.
Σε αυτό το χρονικό σημείο δημιουργείται και το άγχος θανάτου/αφανισμού. Άνθρωποι που δεν κατάφεραν να περάσουν σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο (αυτοί δηλαδή που ονομάζουμε «ψυχωσικούς») λόγω τραύματος ή άλλων γενετικών ανωμαλιών δεν παρουσιάζουν ποτέ άγχος θανάτου. Το άγχος θανάτου και ο «χρονικός εαυτός», δηλαδή η αίσθηση του χρόνου της ύπαρξης, εμφανίζονται όταν για πρώτη φορά το ανθρώπινο βρέφος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει Άλλος. Πράγματι, δε θα συναντήσει κανείς άγχος θανάτου ούτε αίσθηση του χρόνου στους ψυχωσικούς ασθενείς. Αυτό μου έχει δείξει τουλάχιστον η εμπειρία μου εργαζόμενος μαζί τους.
Η συνειδητοποίηση του Άλλου στο βρέφος και κατ’ επέκταση η κατάρρευση της παντοδυναμίας του το γεμίζει με ένα ανυπόφορο άγχος καθώς είναι απόλυτα εξαρτημένο από τον Άλλο (εν προκειμένω τη μητέρα) για να επιβιώσει. Για να προστατευτεί από αυτό το άγχος το βρέφος «σκίζει» στη φαντασία του τη μητέρα σε «καλή» (όταν ικανοποιεί τις βιολογικές του ανάγκες) και «κακή» (όταν τις ματαιώνει). Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη τραγωδία.
Η δεύτερη μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου είναι όταν (όντας βρέφος) συνειδητοποιεί ότι η μητέρα που το φροντίζει και την αγαπά είναι παράλληλα και η μητέρα που το ματαιώνει και την μισεί. Στο σημείο αυτό έχουμε τη γέννηση της «αγάπης» και του «μίσους».
Η αγάπη και το μίσος εμφανίζονται μαζί στην ανάπτυξη του ανθρώπου και δεν αποτελούν επ’ ουδενί αντίθετες έννοιες, αλλά είναι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι στη μοίρα μας ως ανθρώπινα όντα, να μισούμε περισσότερο αυτούς που αγαπάμε κι όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Όσο, βέβαια, περισσότερο ψυχολογικά ώριμος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο αυτά τα δύο πάνε μαζί και τόσο η αγάπη υπερτερεί του μίσους. Τόσο επίσης η ικανότητα ενός ανθρώπου για επανόρθωση είναι ενισχυμένη.
Την ψυχική αυτή ωριμότητα την αποκτά ο άνθρωπος μόνο αν κατάφερε αναπτυξιακά να μεταβεί από την απόλυτη εξάρτηση προς τη μητέρα στη «σχετική εξάρτηση». Κατά όμοιο τρόπο ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορεί να αναπτύξει «σχετική εξάρτηση» από τον/την ερωτικό του σύντροφο. Είμαστε ψυχολογικά όντα φτιαγμένα για να εξαρτόμαστε σε κάποιο βαθμό από τους άλλους και η εξάρτηση αυτή είναι επίσης φυσιολογική. Η «ψυχική ανεξαρτησία» είναι μύθευμα και ψυχολογικά αδύνατη. Φιλοσοφικά, θα όριζα την ανεξαρτησία ως την ικανότητα ανοχής της σχετικής εξάρτησης προς ένα άλλο πρόσωπο.
Συνεπώς, προορισμένοι να εξαρτόμαστε, να μισούμε και να αγαπάμε πρέπει να καταφέρουμε, να αγαπάμε χωρίς να καταστρέφουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου