Απώλεια. Μια λέξη που μεγαλώνοντας μετατρέπεται σε έναν μισητό πληθυντικό. Ένας συνεχόμενος απολογισμός χαμένων στιγμών, αγαπημένων προσώπων και του χρόνου που φεύγει βιαστικά.
Γεμίσαμε τη ζωή μας με μικρές, τεράστιες, αβάστακτες απώλειες. Γεμίσαμε τα σ’ αγαπώ μας με χιλιάδες σιωπές που δεν βρίσκουν πια φωνή να ακουστούν. Μάθαμε να αγαπάμε στα σιωπηλά. Μάθαμε να κρατάμε μέσα μας τα ανείπωτα της καρδιάς και του μυαλού μας. Γιατί οι αναμνήσεις μας είναι πια μέσα στη καρδιά μας ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε.
Κι εκεί μέσα που είναι όλα για μας ασφαλή, ζούμε ξανά εκείνες τις σκηνές που έπρεπε να ζητήσουμε συγνώμη μα φωνή δεν βρήκαμε. Ζούμε ξανά και ξανά εκείνα τα «αντίο» που το μέσα μας σπάραζε, μα έδειχναν βράχοι. Παραμερίζουμε εκείνο τον θεόρατο εγωισμό και δεν του δίνουμε καμιά αξία εκεί που οι σκέψεις μας παίρνουν ξανά σάρκα και οστά.
Ό,τι ζει ακόμα στη σκέψη μας, ποτέ δεν χάθηκε. Ποτέ δεν τελείωσε. Ποτέ δεν το θάψαμε στον καθωσπρεπισμό της εποχής μας με τις γυαλιστερές ανωτερότητες που μας επιβάλει το σήμερα.
Τόσες ζωές. Τόσοι άνθρωποι μόνοι, να προσπερνάμε ο ένας τον άλλο, μα κανείς να μην σμίγει το φορτίο του με τον άλλο. Να δείχνουμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Σαν να μην είμαστε ευάλωτοι. Σαν να μην έχει γεμίσει κενά και απώλειες η καρδιά μας. Σαν να είναι ντροπή να νοσταλγήσουμε τον άνθρωπο που ήμασταν κάποτε. Σαν να είναι ντροπή να θέλουμε να νιώσουμε ξανά τη γεύση που είχε κάποτε η ευτυχία μας.
Αν δεν πονούσαμε, δεν θα λεγόμασταν άνθρωποι. Κι οι απώλειες μας κάνουν να νιώθουμε και πάλι θνητοί χωρίς αυτούς που αγαπάμε. Μας θυμίζουν εκείνο το μεγάλο φανταστικό ρολόι που ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα στο πρώτο κλάμα που κάναμε στην αγκαλιά της μάνας μας.
Είμαστε εδώ για να αρπάξουμε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Καταντήσαμε τη ζωή μας ένα μεγάλο και δύσκολο πρόγραμμα και φτάσαμε στο σημείο να σιγομουρμουράμε τα βράδια αυτό το απερίσκεπτο «επιτέλους πέρασε κι η σημερινή μέρα», χωρίς να συνειδητοποιούμε πως πέρασε ακόμα μια που δεν φωνάξαμε όλα τα σ’ αγαπώ που θέλαμε να πούμε. Που δεν πήγαμε τον εαυτό μας μια όμορφη βόλτα στην αμμουδιά να ακούσουμε το κύμα να σκάει στο πλάι μας. Αφήσαμε τον εαυτό μας να πιστεύει σε ουτοπίες και αιωνιότητες.
Αφήσαμε το μέσα μας να πιστεύει πως υπάρχει ακόμα χρόνος. Γιατί είμαστε νέοι, γιατί δουλεύουμε σκληρά και θα μας ανταμείψει η ζωή, γιατί βασανιστήκαμε και πρέπει να μας το ανταποδώσει. Η ζωή δεν μας χρωστά τίποτα και δεν μας χαρίζεται. Γιατί είναι από μόνη της ο πιο ανεκτίμητος θησαυρός που μας δόθηκε.
Μα είναι μονάχα δικιά μας επιλογή το πως την εξελίξαμε, πως τη ζήσαμε και πόση αξιοπρέπεια της δώσαμε. Γιατί τη «ζωή» τη σέβεσαι μονάχα όταν αντιληφθείς πόσο μικρή είναι για να είναι μονάχα μια χούφτα αναμνήσεις, λόγια πνιγμένα και στιγμές που ποτέ δεν θα ξαναζήσουμε.
Γεμίσαμε τη ζωή μας με μικρές, τεράστιες, αβάστακτες απώλειες. Γεμίσαμε τα σ’ αγαπώ μας με χιλιάδες σιωπές που δεν βρίσκουν πια φωνή να ακουστούν. Μάθαμε να αγαπάμε στα σιωπηλά. Μάθαμε να κρατάμε μέσα μας τα ανείπωτα της καρδιάς και του μυαλού μας. Γιατί οι αναμνήσεις μας είναι πια μέσα στη καρδιά μας ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε.
Κι εκεί μέσα που είναι όλα για μας ασφαλή, ζούμε ξανά εκείνες τις σκηνές που έπρεπε να ζητήσουμε συγνώμη μα φωνή δεν βρήκαμε. Ζούμε ξανά και ξανά εκείνα τα «αντίο» που το μέσα μας σπάραζε, μα έδειχναν βράχοι. Παραμερίζουμε εκείνο τον θεόρατο εγωισμό και δεν του δίνουμε καμιά αξία εκεί που οι σκέψεις μας παίρνουν ξανά σάρκα και οστά.
Ό,τι ζει ακόμα στη σκέψη μας, ποτέ δεν χάθηκε. Ποτέ δεν τελείωσε. Ποτέ δεν το θάψαμε στον καθωσπρεπισμό της εποχής μας με τις γυαλιστερές ανωτερότητες που μας επιβάλει το σήμερα.
Τόσες ζωές. Τόσοι άνθρωποι μόνοι, να προσπερνάμε ο ένας τον άλλο, μα κανείς να μην σμίγει το φορτίο του με τον άλλο. Να δείχνουμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Σαν να μην είμαστε ευάλωτοι. Σαν να μην έχει γεμίσει κενά και απώλειες η καρδιά μας. Σαν να είναι ντροπή να νοσταλγήσουμε τον άνθρωπο που ήμασταν κάποτε. Σαν να είναι ντροπή να θέλουμε να νιώσουμε ξανά τη γεύση που είχε κάποτε η ευτυχία μας.
Αν δεν πονούσαμε, δεν θα λεγόμασταν άνθρωποι. Κι οι απώλειες μας κάνουν να νιώθουμε και πάλι θνητοί χωρίς αυτούς που αγαπάμε. Μας θυμίζουν εκείνο το μεγάλο φανταστικό ρολόι που ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα στο πρώτο κλάμα που κάναμε στην αγκαλιά της μάνας μας.
Είμαστε εδώ για να αρπάξουμε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Καταντήσαμε τη ζωή μας ένα μεγάλο και δύσκολο πρόγραμμα και φτάσαμε στο σημείο να σιγομουρμουράμε τα βράδια αυτό το απερίσκεπτο «επιτέλους πέρασε κι η σημερινή μέρα», χωρίς να συνειδητοποιούμε πως πέρασε ακόμα μια που δεν φωνάξαμε όλα τα σ’ αγαπώ που θέλαμε να πούμε. Που δεν πήγαμε τον εαυτό μας μια όμορφη βόλτα στην αμμουδιά να ακούσουμε το κύμα να σκάει στο πλάι μας. Αφήσαμε τον εαυτό μας να πιστεύει σε ουτοπίες και αιωνιότητες.
Αφήσαμε το μέσα μας να πιστεύει πως υπάρχει ακόμα χρόνος. Γιατί είμαστε νέοι, γιατί δουλεύουμε σκληρά και θα μας ανταμείψει η ζωή, γιατί βασανιστήκαμε και πρέπει να μας το ανταποδώσει. Η ζωή δεν μας χρωστά τίποτα και δεν μας χαρίζεται. Γιατί είναι από μόνη της ο πιο ανεκτίμητος θησαυρός που μας δόθηκε.
Μα είναι μονάχα δικιά μας επιλογή το πως την εξελίξαμε, πως τη ζήσαμε και πόση αξιοπρέπεια της δώσαμε. Γιατί τη «ζωή» τη σέβεσαι μονάχα όταν αντιληφθείς πόσο μικρή είναι για να είναι μονάχα μια χούφτα αναμνήσεις, λόγια πνιγμένα και στιγμές που ποτέ δεν θα ξαναζήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου