Η επάνοδος στην πατρίδα των ηρώων τού Τρωικού πολέμου. Ξέρουμε πώς η επάνοδος αυτή για τον Αγαμέμνονα τέλειωσε σε φονικά χέρια, για τον Λοκριτικόν Αίαντα με θανάσιμο ναυάγιο, για τον Διομήδη και τον Ιδομενέα μ’ εξορία στις νότιες ακτές της Ιταλίας. Μονάχα για λίγους, όπως για τον γερο – Νέστορα στην Πύλο, η επιστροφή στην πατρίδα στάθηκε ευτυχής. Η Ελένη και ο Μενέλαος φτάσανε τελικά στο παλάτι τους στη Σπάρτη. Στο δέκατο χρόνο μετά την επανένωσή τους υποδεχτήκανε τον Τηλέμαχο, το γιο του Οδυσσέως, που είχε βγει αναζητώντας τον ξενιτεμένο ακόμα πατέρα του. Αλλά κι αυτοί πριν από λίγο είχαν φτάσει στον όγδοο χρόνο των περιπλανήσεών τους. Μετά από ένα ναυάγιο στη Φαιστό, στις δυτικές ακτές της Κρήτης, όπου είχανε χάσει πενηνταπέντε από τα εξήντα πλοία τους, το ταξίδι τους έφερε παρά τη θέλησή τους στην Κύπρο, Φοινίκη, Αίγυπτο και Λιβύη. Από το μικρό αμμόνησο Φάρο, όπου ο Μενέλαος πέτυχε να πιάσει τον Γέροντα της θάλασσας και απ’ αυτόν να πάρει συμβουλή, όπως ξέρουμε από τις Ιστορίες των θεών, ο Πρωτεύς τους έστειλε πίσω στο Νείλο, για να κάμουν στο Δία και τους άλλους θεούς όσες θυσίες είχανε παραλείψει. Έλεγαν αργότερα ότι ο Μενέλαος από το Φάρο και την Αίγυπτο έφερε στην πατρίδα την πραγματική του γυναίκα, τη γνήσια κόρη τού Διός, που τον περίμενε κει από τον καιρό της αρπαγής της. Η θυμωμένη Ήρα είχε δώσει στα χέρια τού Πάριδος ένα ζωντανό ομοίωμα της Ελένης και η ίδια δέχτηκε να οδηγηθεί απ' τον Ερμή στον Πρωτέα. Για ματαιοδοξία κι ίσως για μιαν ανόητη εκλογή χύθηκαν ποτάμια αίμα στην Τροία.
Κάποιες περιπέτειες τού Οδυσσέως, που του συμβήκανε στο δρόμο της επιστροφής του στην πατρίδα, τις ξέρουμε από τις ιστορίες των θεών. Γιατί ο άτυχος ταλαιπωρήθηκε αδιάκοπα στα φαράγγια και τα χάσματα, πάντα κοντά στον θάνατο, που του δειχνότανε αδιάκοπα με τις απαίσιες μορφές πανάρχαιων θείων όντων. Έτσι δεν αμείφτηκε καθόλου για τις πολεμικές του πανουργίες. Στον Οδυσσέα συνέβη ό,τι και στον Ηρακλέα. Γύρισε στην πατρίδα του τελικά από τον κάτω κόσμο στον δέκατο χρόνο της περιπλανήσεώς του, ύστερα από επικίνδυνες συναντήσεις με τον πολυπρόσωπο θάνατο. Γλύτωσε όμως απ’ αυτόν τον μεγάλο του εχθρό με μεγάλο κόπο και δυσκολία, όχι σα νικητής ήρωας, αλλά σαν παλιός, ναυαγισμένος ζητιάνος. Ο ήρωας έκρυβε μέσα του ένα γέρικο σώμα. Η θεά Αθηνά μονάχα του χάρισε πάλι αίγλη. Ο Οδυσσεύς είχε αφήσει στον τόπο του το ισχυρό του τόξο, που δεν μπορούσε πια κανένας έκτος απ’ αυτόν να τεντώσει. Σ’ ένα νέο φεγγάρι, στη γιορτή του Απόλλωνος – αυτού με τ’ ασημένιο τόξο – στάθηκε πάλι στο παλάτι του και μπόρεσε να ξαναπιάσει το τόξο. Αυτό γινόταν την ημέρα εκείνη που ήταν για την τιμή του θεού. Ο Οδυσσεύς πέτυχε το σκοπό, σκότωσε τους περήφανους μνηστήρες που καταπιέζανε τη γυναίκα του και ξανάγινε ο κύριος τού σπιτιού του και τού νησιού του.
Γι’ αυτόν ο θάνατος ήρθε από τη θάλασσα, από το χέρι του γιου που τον γέννησε με την Κίρκη. Ο γιος αυτός λεγόταν Τηλέγονος, «αυτός που γεννήθηκε μακριά». Ο Τηλέγονος άραξε στην Ιθάκη αναζητώντας τον πατέρα του, όταν ο Οδυσσέας φαντάστηκε πως είχε γλυτώσει πια από τους κινδύνους. Του έφεραν την είδηση για κάποιο ληστή, που ήρθε να κλέψει το κοπάδι του. Έτρεξε στην ακτή να τον τιμωρήσει κι εκεί έπεσε χτυπημένος από το δόρυ του Τηλεγόνου. Αυτό το δόρυ ήταν ένα όπλο, που μπροστά η άκρη του έφτιαχνε μυτερό κεντρί. Πολύ αργά ο γιος αναγνώρισε τον πατέρα, μα όχι πολύ αργά τον αδερφό του Τηλέμαχο. Οι δυο γιοι φέρανε τον νεκρό Οδυσσέα και την αιώνια νέα Πηνελόπη μαζί τους στην Κίρκη. Εκεί ζήσανε σαν δυο ζευγάρια, ο Τηλέγονος με την Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος με την Κίρκη, πάνω στην Αιαία, στο νησί των θαυμάτων.
Κάποιες περιπέτειες τού Οδυσσέως, που του συμβήκανε στο δρόμο της επιστροφής του στην πατρίδα, τις ξέρουμε από τις ιστορίες των θεών. Γιατί ο άτυχος ταλαιπωρήθηκε αδιάκοπα στα φαράγγια και τα χάσματα, πάντα κοντά στον θάνατο, που του δειχνότανε αδιάκοπα με τις απαίσιες μορφές πανάρχαιων θείων όντων. Έτσι δεν αμείφτηκε καθόλου για τις πολεμικές του πανουργίες. Στον Οδυσσέα συνέβη ό,τι και στον Ηρακλέα. Γύρισε στην πατρίδα του τελικά από τον κάτω κόσμο στον δέκατο χρόνο της περιπλανήσεώς του, ύστερα από επικίνδυνες συναντήσεις με τον πολυπρόσωπο θάνατο. Γλύτωσε όμως απ’ αυτόν τον μεγάλο του εχθρό με μεγάλο κόπο και δυσκολία, όχι σα νικητής ήρωας, αλλά σαν παλιός, ναυαγισμένος ζητιάνος. Ο ήρωας έκρυβε μέσα του ένα γέρικο σώμα. Η θεά Αθηνά μονάχα του χάρισε πάλι αίγλη. Ο Οδυσσεύς είχε αφήσει στον τόπο του το ισχυρό του τόξο, που δεν μπορούσε πια κανένας έκτος απ’ αυτόν να τεντώσει. Σ’ ένα νέο φεγγάρι, στη γιορτή του Απόλλωνος – αυτού με τ’ ασημένιο τόξο – στάθηκε πάλι στο παλάτι του και μπόρεσε να ξαναπιάσει το τόξο. Αυτό γινόταν την ημέρα εκείνη που ήταν για την τιμή του θεού. Ο Οδυσσεύς πέτυχε το σκοπό, σκότωσε τους περήφανους μνηστήρες που καταπιέζανε τη γυναίκα του και ξανάγινε ο κύριος τού σπιτιού του και τού νησιού του.
Γι’ αυτόν ο θάνατος ήρθε από τη θάλασσα, από το χέρι του γιου που τον γέννησε με την Κίρκη. Ο γιος αυτός λεγόταν Τηλέγονος, «αυτός που γεννήθηκε μακριά». Ο Τηλέγονος άραξε στην Ιθάκη αναζητώντας τον πατέρα του, όταν ο Οδυσσέας φαντάστηκε πως είχε γλυτώσει πια από τους κινδύνους. Του έφεραν την είδηση για κάποιο ληστή, που ήρθε να κλέψει το κοπάδι του. Έτρεξε στην ακτή να τον τιμωρήσει κι εκεί έπεσε χτυπημένος από το δόρυ του Τηλεγόνου. Αυτό το δόρυ ήταν ένα όπλο, που μπροστά η άκρη του έφτιαχνε μυτερό κεντρί. Πολύ αργά ο γιος αναγνώρισε τον πατέρα, μα όχι πολύ αργά τον αδερφό του Τηλέμαχο. Οι δυο γιοι φέρανε τον νεκρό Οδυσσέα και την αιώνια νέα Πηνελόπη μαζί τους στην Κίρκη. Εκεί ζήσανε σαν δυο ζευγάρια, ο Τηλέγονος με την Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος με την Κίρκη, πάνω στην Αιαία, στο νησί των θαυμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου