ΔΙ. φεῦ.
ὡς μέγα δύνασθον πανταχοῦ τὼ δύ᾽ ὀβολώ.
πῶς ἠλθέτην κἀκεῖσε; ΗΡ. Θησεὺς ἤγαγεν.
μετὰ ταῦτ᾽ ὄφεις καὶ θηρί᾽ ὄψει μυρία
δεινότατα. ΔΙ. μή μ᾽ ἔκπληττε μηδὲ δειμάτου·
145 οὐ γάρ μ᾽ ἀποτρέψεις. ΗΡ. εἶτα βόρβορον πολὺν
καὶ σκῶρ ἀείνων· ἐν δὲ τούτῳ κειμένους,
εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε,
ἢ παῖδα κινῶν τἀργύριον ὑφείλετο,
ἢ μητέρ᾽ ἠλόησεν, ἢ πατρὸς γνάθον
150 ἐπάταξεν, ἢ ᾽πίορκον ὅρκον ὤμοσεν.
152 ΔΙ. νὴ τοὺς θεοὺς ἐχρῆν γε πρὸς τούτοισι κεἰ
153 τὴν πυρρίχην τις ἔμαθε τὴν Κινησίου,
151 ἢ Μορσίμου τις ῥῆσιν ἐξεγράψατο.
ΗΡ. ἐντεῦθεν αὐλῶν τίς σε περίεισιν πνοή,
155 ὄψει τε φῶς κάλλιστον ὥσπερ ἐνθάδε,
καὶ μυρρινῶνας καὶ θιάσους εὐδαίμονας
ἀνδρῶν γυναικῶν καὶ κρότον χειρῶν πολύν.
ΔΙ. οὗτοι δὲ δὴ τίνες εἰσίν; ΗΡ. οἱ μεμυημένοι—
ΞΑ. νὴ τὸν Δί᾽ ἐγὼ γοῦν ὄνος ἄγω μυστήρια.
160 ἀτὰρ οὐ καθέξω ταῦτα τὸν πλείω χρόνον.
ΗΡ. οἵ σοι φράσουσ᾽ ἁπαξάπανθ᾽ ὧν ἂν δέῃ.
οὗτοι γὰρ ἐγγύτατα παρ᾽ αὐτὴν τὴν ὁδὸν
ἐπὶ ταῖσι τοῦ Πλούτωνος οἰκοῦσιν θύραις.
καὶ χαῖρε πόλλ᾽, ὦδελφέ. ΔΙ. νὴ Δία καὶ σύ γε
165 ὑγίαινε. σὺ δὲ τὰ στρώματ᾽ αὖθις λάμβανε.
ΞΑ. πρὶν καὶ καταθέσθαι; ΔΙ. καὶ ταχέως μέντοι πάνυ.
***
ΔΙΟ. Πο πο!
Οι δυο οβολοί παντού τί πέραση έχουν!
Πώς πήγαν εκεί κάτω; ΗΡΑ. Ο Θησέας τους πήγε.
Μύρια έπειτα θα δεις θεριά και φίδια,
φριχτά. ΔΙΟ. Μη με τρομάζεις, μη με σκιάζεις·
δεν κάνω πίσω. ΗΡΑ. Πλήθος, πλήθος λάσπη
κι αστέρευτη βρομιά κατόπι· μέσα
σ᾽ αυτή είναι βουτηγμένοι όσοι είτε φίλους
αδίκησαν, ή χρήμα, που είχαν τάξει
για ερωτική δουλειά, δε δώσανε, όσοι
έδειραν μάνα ή χτύπησαν πατέρα
150 με σαγονιά, και τέλος οι ορκοπάτες.
ΔΙΟ. Θα ᾽πρεπε να ᾽ναι κι όποιος έχει μάθει
τον ένοπλο χορό του Κινησία
ή του Μόρσιμου στίχους ξεσηκώσει.
ΗΡΑ. Φύσημα αυλών πιο κει θα σ᾽ αγκαλιάσει,
και φως, όπως το εδώ, θα δεις πανώριο,
κι άλση μυρτιές κι ευτυχισμένους θιάσους
αντρών και γυναικών, και παλαμάκια.
ΔΙΟ. Ποιοί αυτοί; ΗΡΑ. Οι κατηχημένοι στα μυστήρια…
ΞΑΝ., μέσα του.
Και, στα μυστήρια, εγώ ᾽μαι το γαϊδούρι.
160 Μα δε θα σκώνω πια άλλο το φορτιό μου.
Κατεβάζει από τον ώμο του τον μπόγο.
ΗΡΑ. που, ό,τι χρειαστείς, αυτοί θα σου εξηγήσουν.
Γιατί, στο δρόμο απάνω, κατοικούνε
πολύ κοντά στου Πλούτωνα το σπίτι.
Και στο καλό, αδερφέ μου. ΔΙΟ. Καλό να ᾽χεις.
Στον Ξανθία.
Κι εσύ ξανά τα στρώματα στον ώμο.
ΞΑΝ. Πριν τ᾽ αποθέσω; ΔΙΟ. Γρήγορα· κουνήσου.
ὡς μέγα δύνασθον πανταχοῦ τὼ δύ᾽ ὀβολώ.
πῶς ἠλθέτην κἀκεῖσε; ΗΡ. Θησεὺς ἤγαγεν.
μετὰ ταῦτ᾽ ὄφεις καὶ θηρί᾽ ὄψει μυρία
δεινότατα. ΔΙ. μή μ᾽ ἔκπληττε μηδὲ δειμάτου·
145 οὐ γάρ μ᾽ ἀποτρέψεις. ΗΡ. εἶτα βόρβορον πολὺν
καὶ σκῶρ ἀείνων· ἐν δὲ τούτῳ κειμένους,
εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε,
ἢ παῖδα κινῶν τἀργύριον ὑφείλετο,
ἢ μητέρ᾽ ἠλόησεν, ἢ πατρὸς γνάθον
150 ἐπάταξεν, ἢ ᾽πίορκον ὅρκον ὤμοσεν.
152 ΔΙ. νὴ τοὺς θεοὺς ἐχρῆν γε πρὸς τούτοισι κεἰ
153 τὴν πυρρίχην τις ἔμαθε τὴν Κινησίου,
151 ἢ Μορσίμου τις ῥῆσιν ἐξεγράψατο.
ΗΡ. ἐντεῦθεν αὐλῶν τίς σε περίεισιν πνοή,
155 ὄψει τε φῶς κάλλιστον ὥσπερ ἐνθάδε,
καὶ μυρρινῶνας καὶ θιάσους εὐδαίμονας
ἀνδρῶν γυναικῶν καὶ κρότον χειρῶν πολύν.
ΔΙ. οὗτοι δὲ δὴ τίνες εἰσίν; ΗΡ. οἱ μεμυημένοι—
ΞΑ. νὴ τὸν Δί᾽ ἐγὼ γοῦν ὄνος ἄγω μυστήρια.
160 ἀτὰρ οὐ καθέξω ταῦτα τὸν πλείω χρόνον.
ΗΡ. οἵ σοι φράσουσ᾽ ἁπαξάπανθ᾽ ὧν ἂν δέῃ.
οὗτοι γὰρ ἐγγύτατα παρ᾽ αὐτὴν τὴν ὁδὸν
ἐπὶ ταῖσι τοῦ Πλούτωνος οἰκοῦσιν θύραις.
καὶ χαῖρε πόλλ᾽, ὦδελφέ. ΔΙ. νὴ Δία καὶ σύ γε
165 ὑγίαινε. σὺ δὲ τὰ στρώματ᾽ αὖθις λάμβανε.
ΞΑ. πρὶν καὶ καταθέσθαι; ΔΙ. καὶ ταχέως μέντοι πάνυ.
***
ΔΙΟ. Πο πο!
Οι δυο οβολοί παντού τί πέραση έχουν!
Πώς πήγαν εκεί κάτω; ΗΡΑ. Ο Θησέας τους πήγε.
Μύρια έπειτα θα δεις θεριά και φίδια,
φριχτά. ΔΙΟ. Μη με τρομάζεις, μη με σκιάζεις·
δεν κάνω πίσω. ΗΡΑ. Πλήθος, πλήθος λάσπη
κι αστέρευτη βρομιά κατόπι· μέσα
σ᾽ αυτή είναι βουτηγμένοι όσοι είτε φίλους
αδίκησαν, ή χρήμα, που είχαν τάξει
για ερωτική δουλειά, δε δώσανε, όσοι
έδειραν μάνα ή χτύπησαν πατέρα
150 με σαγονιά, και τέλος οι ορκοπάτες.
ΔΙΟ. Θα ᾽πρεπε να ᾽ναι κι όποιος έχει μάθει
τον ένοπλο χορό του Κινησία
ή του Μόρσιμου στίχους ξεσηκώσει.
ΗΡΑ. Φύσημα αυλών πιο κει θα σ᾽ αγκαλιάσει,
και φως, όπως το εδώ, θα δεις πανώριο,
κι άλση μυρτιές κι ευτυχισμένους θιάσους
αντρών και γυναικών, και παλαμάκια.
ΔΙΟ. Ποιοί αυτοί; ΗΡΑ. Οι κατηχημένοι στα μυστήρια…
ΞΑΝ., μέσα του.
Και, στα μυστήρια, εγώ ᾽μαι το γαϊδούρι.
160 Μα δε θα σκώνω πια άλλο το φορτιό μου.
Κατεβάζει από τον ώμο του τον μπόγο.
ΗΡΑ. που, ό,τι χρειαστείς, αυτοί θα σου εξηγήσουν.
Γιατί, στο δρόμο απάνω, κατοικούνε
πολύ κοντά στου Πλούτωνα το σπίτι.
Και στο καλό, αδερφέ μου. ΔΙΟ. Καλό να ᾽χεις.
Στον Ξανθία.
Κι εσύ ξανά τα στρώματα στον ώμο.
ΞΑΝ. Πριν τ᾽ αποθέσω; ΔΙΟ. Γρήγορα· κουνήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου