Προσωπικά, παρατηρώντας την καθημερινότητα της κοινωνικής ζωής, απολαμβάνω να βλέπω τους διαφορετικούς και συχνά παράξενα αντιπαθητικούς τρόπους με τους οποίους η ελπίδα του κέρδους και η κερδοσκοπία διαμορφώνουν τους ανθρώπους σύμφωνα με το επάγγελμα που ασκούν και την κοινωνική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Πόσο εύθυμα και περιχαρή είναι τα πρόσωπα σ’ ένα χορό, και τι βαρύγδουπη σοβαρότητα κυριαρχεί στη μασκαράτα μιας κηδείας! Αλλά ο οργανωτής νεκρώσιμων ακολουθιών είναι εξίσου ευχαριστημένος αναλογιζόμενος το κέρδος του με τον οργανωτή χορών. Και οι δύο κοπιάζουν εξίσου στο επάγγελμά τους, και η ευθυμία του ενός είναι τόσο προσποιητή όσο η σοβαρότητα του άλλου είναι επιτηδευμένη. Όσοι δεν έτυχε ποτέ ν’ ακούσουν το διάλογο ανάμεσα σ’ έναν κομψοντυμένο έμπορο μεταξωτών και μια νεαρή πελάτισσα που μπαίνει στο μαγαζί του, έχουν χάσει μια σκηνή της καθημερινής ζωής άκρως διασκεδαστική.
Το θέμα για εκείνον είναι να πουλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα μεταξωτά σε τιμή που θα του επιτρέψει να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή να βγάλει ένα εύλογο κέρδος. Όσο για τη νεαρή κυρία, αυτό που θέλει εκείνη είναι να ικανοποιήσει το καπρίτσιο της και ν’ αγοράσει, ό,τι επιθυμεί κατά πέντε ή έξι πεντάρες τον πήχη φθηνότερα από την κανονική τιμή πώλησης. Σύμφωνα με την εντύπωση που της έχει δημιουργήσει η φιλοφρονητική διάθεση του φίλου μας, φαντάζεται (αν δεν είναι τελείως δύσμορφη) πως είναι χαριτωμένη, με άνετους τρόπους και ιδιαίτερα απαλή φωνή, πως είναι καλοκαμωμένη και, αν όχι πιο ωραία, τουλάχιστον πιο ευάρεστη από τις περισσότερες νεαρές γυναίκες που γνωρίζει. Καθώς η απαίτηση της ν’ αγοράσει τα ίδια πράγματα με λιγότερα λεφτά από τις άλλες βασίζεται στα υποτιθέμενα προσωπικά της συγκριτικά χαρίσματα, προβάλλει τον εαυτό της όσο της επιτρέπει, το πνεύμα και η κρίση της.
Πριν ακόμη η άμαξά της σταματήσει καλά καλά, σπεύδει να την προϋπαντήσει ένας ευπαρουσίαστος άνδρας, ντυμένος με καθαρά και μοδάτα ρούχα, ο οποίος τη χαιρετά με μια βαθιά υπόκλιση και, αφού μάθει τι γυρεύει ν’ αγοράσει και βεβαιωθεί ότι προτίθεται να μπει, της δίνει το χέρι για να τη βοηθήσει και, μόλις διαβούν την πόρτα του μαγαζιού του, την αφήνει προκειμένου να εγκατασταθεί αμέσως πίσω απ’ τον πάγκο με τα εμπορεύματα. Εκεί, όρθιος απέναντί της, με απέραντο σεβασμό και γλώσσα αυλικού, την παρακαλεί να του κάνει γνωστό με ποιες διαταγές θα τον τιμήσει. Ό,τι κι αν του πει, ό,τι κι αν απορρίψει, εκείνος ποτέ δεν θα διαφωνήσει ευθέως – έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο του οποίου η εξασκημένη υπομονή είναι μέρος των μυστικών της δουλειάς του. Όσο εκείνη μένει αναποφάσιστη και δεν ξέρει τι να διαλέξει, αυτός μοιάζει σαν να μην ξέρει κι ο ίδιος τι να τη συμβουλέψει, και είναι άκρως επιφυλακτικός ως προς την κατεύθυνση της επιλογής της. Μόλις όμως εκείνη καταλήξει κάπου, αναφωνεί πως αυτό είναι το ωραιότερο ύφασμα, αποθεώνει το καλό της γούστο κι όσο περισσότερο παρατηρεί το ύφασμα τόσο περισσότερο εκπλήσσεται που δεν είχε δει πόσο ανώτερο είναι απ’ όλη την πραμάτειά του.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα πάντως που διαθέτει αφορά το σπουδαιότερο μέρος του εμπορίου, το παζάρεμα της τιμής, την οποία γνωρίζει μέχρι τελευταίας δεκάρας και για την οποία εκείνη έχει παντελή άγνοια. Μολονότι, δε, είναι θεμιτό να πει όσα ψέματα μπορεί να σοφιστεί για το πόσο του έχει στοιχίσει και πόσα του έχουν προσφέρει γι’ αυτό, δεν περιορίζεται σ’ αυτά αλλά, εκμεταλλευόμενος τη ματαιοδοξία της την κάνει να πιστέψει τα πιο απίστευτα πράγματα σχετικά με τη δική του αδυναμία και τη δική της φοβερή επιτηδειότητα. Ήταν αποφασισμένος, λέει, να μη δώσει ποτέ ετούτο το κομμάτι κάτω από μια ορισμένη τιμή, εκείνη όμως κατάφερε να τον κλονίσει με τα λόγια της όπως κανένας πελάτης μέχρι σήμερα δεν τα είχε καταφέρει. Τη διαβεβαιώνει ότι βγαίνει χαμένος, αλλά αφού αυτό το μεταξωτό της αρέσει, και είναι αποφασισμένη να μην πληρώσει παραπάνω, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει μια κυρία την οποία έχει σε τόσο υψηλή εκτίμηση, θα της το αφήσει στην τιμή αυτή, ικετεύοντάς τη μόνο την επόμενη φορά να είναι λιγότερο σκληρή μαζί του. Όλο αυτό το διάστημα, η πελάτισσα, που δεν είναι ανόητη και διαθέτει ευστροφία κι ευγλωττία, πείθεται ότι πράγματι οι τρόποι της είναι ιδιαιτέρως θελκτικοί, αλλά από ευγένεια παριστάνει την ταπεινή και του ανταποδίδει με λίγα πνευματώδη λόγια τις φιλοφρονήσεις του. Ωστόσο έχει στην ουσία καταπιεί αμάσητα όλα όσα της έχει πει. Το αποτέλεσμα είναι ότι φεύγει ικανοποιημένη με την αίσθηση ότι έκανε κάποια οικονομία, ενώ στην πραγματικότητα πλήρωσε το μεταξωτό στην ίδια τιμή με κάθε άλλον, και μάλιστα συχνά έχει δώσει και κάτι παραπάνω από την τιμή που θα δεχόταν ο έμπορος για να μην του μείνει απούλητο.
BERNARD MANDEVILLE, Περί της φύσης της κοινωνίας
Το θέμα για εκείνον είναι να πουλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα μεταξωτά σε τιμή που θα του επιτρέψει να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή να βγάλει ένα εύλογο κέρδος. Όσο για τη νεαρή κυρία, αυτό που θέλει εκείνη είναι να ικανοποιήσει το καπρίτσιο της και ν’ αγοράσει, ό,τι επιθυμεί κατά πέντε ή έξι πεντάρες τον πήχη φθηνότερα από την κανονική τιμή πώλησης. Σύμφωνα με την εντύπωση που της έχει δημιουργήσει η φιλοφρονητική διάθεση του φίλου μας, φαντάζεται (αν δεν είναι τελείως δύσμορφη) πως είναι χαριτωμένη, με άνετους τρόπους και ιδιαίτερα απαλή φωνή, πως είναι καλοκαμωμένη και, αν όχι πιο ωραία, τουλάχιστον πιο ευάρεστη από τις περισσότερες νεαρές γυναίκες που γνωρίζει. Καθώς η απαίτηση της ν’ αγοράσει τα ίδια πράγματα με λιγότερα λεφτά από τις άλλες βασίζεται στα υποτιθέμενα προσωπικά της συγκριτικά χαρίσματα, προβάλλει τον εαυτό της όσο της επιτρέπει, το πνεύμα και η κρίση της.
Πριν ακόμη η άμαξά της σταματήσει καλά καλά, σπεύδει να την προϋπαντήσει ένας ευπαρουσίαστος άνδρας, ντυμένος με καθαρά και μοδάτα ρούχα, ο οποίος τη χαιρετά με μια βαθιά υπόκλιση και, αφού μάθει τι γυρεύει ν’ αγοράσει και βεβαιωθεί ότι προτίθεται να μπει, της δίνει το χέρι για να τη βοηθήσει και, μόλις διαβούν την πόρτα του μαγαζιού του, την αφήνει προκειμένου να εγκατασταθεί αμέσως πίσω απ’ τον πάγκο με τα εμπορεύματα. Εκεί, όρθιος απέναντί της, με απέραντο σεβασμό και γλώσσα αυλικού, την παρακαλεί να του κάνει γνωστό με ποιες διαταγές θα τον τιμήσει. Ό,τι κι αν του πει, ό,τι κι αν απορρίψει, εκείνος ποτέ δεν θα διαφωνήσει ευθέως – έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο του οποίου η εξασκημένη υπομονή είναι μέρος των μυστικών της δουλειάς του. Όσο εκείνη μένει αναποφάσιστη και δεν ξέρει τι να διαλέξει, αυτός μοιάζει σαν να μην ξέρει κι ο ίδιος τι να τη συμβουλέψει, και είναι άκρως επιφυλακτικός ως προς την κατεύθυνση της επιλογής της. Μόλις όμως εκείνη καταλήξει κάπου, αναφωνεί πως αυτό είναι το ωραιότερο ύφασμα, αποθεώνει το καλό της γούστο κι όσο περισσότερο παρατηρεί το ύφασμα τόσο περισσότερο εκπλήσσεται που δεν είχε δει πόσο ανώτερο είναι απ’ όλη την πραμάτειά του.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα πάντως που διαθέτει αφορά το σπουδαιότερο μέρος του εμπορίου, το παζάρεμα της τιμής, την οποία γνωρίζει μέχρι τελευταίας δεκάρας και για την οποία εκείνη έχει παντελή άγνοια. Μολονότι, δε, είναι θεμιτό να πει όσα ψέματα μπορεί να σοφιστεί για το πόσο του έχει στοιχίσει και πόσα του έχουν προσφέρει γι’ αυτό, δεν περιορίζεται σ’ αυτά αλλά, εκμεταλλευόμενος τη ματαιοδοξία της την κάνει να πιστέψει τα πιο απίστευτα πράγματα σχετικά με τη δική του αδυναμία και τη δική της φοβερή επιτηδειότητα. Ήταν αποφασισμένος, λέει, να μη δώσει ποτέ ετούτο το κομμάτι κάτω από μια ορισμένη τιμή, εκείνη όμως κατάφερε να τον κλονίσει με τα λόγια της όπως κανένας πελάτης μέχρι σήμερα δεν τα είχε καταφέρει. Τη διαβεβαιώνει ότι βγαίνει χαμένος, αλλά αφού αυτό το μεταξωτό της αρέσει, και είναι αποφασισμένη να μην πληρώσει παραπάνω, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει μια κυρία την οποία έχει σε τόσο υψηλή εκτίμηση, θα της το αφήσει στην τιμή αυτή, ικετεύοντάς τη μόνο την επόμενη φορά να είναι λιγότερο σκληρή μαζί του. Όλο αυτό το διάστημα, η πελάτισσα, που δεν είναι ανόητη και διαθέτει ευστροφία κι ευγλωττία, πείθεται ότι πράγματι οι τρόποι της είναι ιδιαιτέρως θελκτικοί, αλλά από ευγένεια παριστάνει την ταπεινή και του ανταποδίδει με λίγα πνευματώδη λόγια τις φιλοφρονήσεις του. Ωστόσο έχει στην ουσία καταπιεί αμάσητα όλα όσα της έχει πει. Το αποτέλεσμα είναι ότι φεύγει ικανοποιημένη με την αίσθηση ότι έκανε κάποια οικονομία, ενώ στην πραγματικότητα πλήρωσε το μεταξωτό στην ίδια τιμή με κάθε άλλον, και μάλιστα συχνά έχει δώσει και κάτι παραπάνω από την τιμή που θα δεχόταν ο έμπορος για να μην του μείνει απούλητο.
BERNARD MANDEVILLE, Περί της φύσης της κοινωνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου