ΧΟ. νῦν σὸν ἔργον ἔστ᾽, ἐπειδὴ [ἀντ.]
590 τὴν στολὴν εἴληφας ἥνπερ
εἶχες, ἐξ ἀρχῆς πάλιν
ἀνανεάζειν ‹αὖ τὸ λῆμα›
καὶ βλέπειν αὖθις τὸ δεινόν,
τοῦ θεοῦ μεμνημένον
ᾧπερ εἰκάζεις σεαυτόν.
ἢν δὲ παραληρῶν ἁλῷς ἢ
595 κἀκβάλῃς τι μαλθακόν,
αὖθις αἴρεσθαί σ᾽ ἀνάγκη
᾽σται πάλιν τὰ στρώματα.
ΞΑ. οὐ κακῶς, ὦνδρες, παραινεῖτ᾽,
ἀλλὰ καὐτὸς τυγχάνω ταῦτ᾽
ἄρτι συννοούμενος.
ὅδε μὲν οὖν, ἢν χρηστὸν ᾖ τι,
ταῦτ᾽ ἀφαιρεῖσθαι πάλιν πει-
600 ράσεταί μ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
ἀλλ᾽ ὅμως ἐγὼ παρέξω
᾽μαυτὸν ἀνδρεῖον τὸ λῆμα
καὶ βλέποντ᾽ ὀρίγανον.
δεῖν δ᾽ ἔοικεν, ὡς ἀκούω
τῆς θύρας καὶ δὴ ψόφον.
***
590 ΧΟΡ. Τη στολή αφού πήρες που είχες,
είναι χρέος δικό σου τώρα
την ψυχή σου να γεμίσεις
με καινούριο πάλι θάρρος
κι η όψη σου ξανά ν᾽ αγριέψει·
ο Ηρακλής που παρασταίνεις
να μη φεύγει από το νου σου.
Αν αρχίσεις σαχλαμάρες
κι άναντρες να λες κουβέντες,
τότε ανάγκη το φορτιό σου
να το φορτωθείς και πάλι.
ΞΑΝ. Φίλοι, ωραίες οι συμβουλές σας,
μα κι ο ίδιος όλα τούτα
μες στο νου μου κυκλοφέρνω.
Ξέρω πως αυτός, αν τύχει
κάτι ευχάριστο, θα θέλει
600 να με ξαναγδύσει πάλι·
η καρδιά μου ωστόσο θα ᾽ναι
θάρρος κι αφοβιά γεμάτη
κι η ματιά μου… ριγανάτη.
Είναι κιόλας, φαίνεται, ώρα
γιατί κρότο ακούω στην πόρτα.
590 τὴν στολὴν εἴληφας ἥνπερ
εἶχες, ἐξ ἀρχῆς πάλιν
ἀνανεάζειν ‹αὖ τὸ λῆμα›
καὶ βλέπειν αὖθις τὸ δεινόν,
τοῦ θεοῦ μεμνημένον
ᾧπερ εἰκάζεις σεαυτόν.
ἢν δὲ παραληρῶν ἁλῷς ἢ
595 κἀκβάλῃς τι μαλθακόν,
αὖθις αἴρεσθαί σ᾽ ἀνάγκη
᾽σται πάλιν τὰ στρώματα.
ΞΑ. οὐ κακῶς, ὦνδρες, παραινεῖτ᾽,
ἀλλὰ καὐτὸς τυγχάνω ταῦτ᾽
ἄρτι συννοούμενος.
ὅδε μὲν οὖν, ἢν χρηστὸν ᾖ τι,
ταῦτ᾽ ἀφαιρεῖσθαι πάλιν πει-
600 ράσεταί μ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
ἀλλ᾽ ὅμως ἐγὼ παρέξω
᾽μαυτὸν ἀνδρεῖον τὸ λῆμα
καὶ βλέποντ᾽ ὀρίγανον.
δεῖν δ᾽ ἔοικεν, ὡς ἀκούω
τῆς θύρας καὶ δὴ ψόφον.
***
590 ΧΟΡ. Τη στολή αφού πήρες που είχες,
είναι χρέος δικό σου τώρα
την ψυχή σου να γεμίσεις
με καινούριο πάλι θάρρος
κι η όψη σου ξανά ν᾽ αγριέψει·
ο Ηρακλής που παρασταίνεις
να μη φεύγει από το νου σου.
Αν αρχίσεις σαχλαμάρες
κι άναντρες να λες κουβέντες,
τότε ανάγκη το φορτιό σου
να το φορτωθείς και πάλι.
ΞΑΝ. Φίλοι, ωραίες οι συμβουλές σας,
μα κι ο ίδιος όλα τούτα
μες στο νου μου κυκλοφέρνω.
Ξέρω πως αυτός, αν τύχει
κάτι ευχάριστο, θα θέλει
600 να με ξαναγδύσει πάλι·
η καρδιά μου ωστόσο θα ᾽ναι
θάρρος κι αφοβιά γεμάτη
κι η ματιά μου… ριγανάτη.
Είναι κιόλας, φαίνεται, ώρα
γιατί κρότο ακούω στην πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου