Το ερώτημα που απασχολεί τους μελετητές της θεωρίας και μεθοδολογίας της Ιστορίας είναι γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στον Θουκυδίδη. Μήπως δεν εξαντλήθηκε το περιεχόμενο του έργου του και υπάρχουν ακόμα και άλλα ενδιαφέροντα σημεία της αφήγησης και της κριτικής; Τι νέο μπορεί να φέρει η νέα έρευνα;
Μια απάντηση είναι ότι υπάρχουν πολλά ανοιχτά ερωτήματα σχετικά με τη μεθοδολογία της Ιστορίας που συνδέονται με τη σύγχρονη σκέψη. Μια διάσταση αυτών των ερωτημάτων είναι η αναζήτηση των γεγονότων του παρελθόντος ως πληροφορία και μεταφορά στην αφήγηση και το λόγο. Οι νέες μελέτες αποκαλύπτουν και άλλες πλευρές της σκέψης του ιστορικού, διαλεκτικές και ορθολογικές, που διατυπώθηκαν με τη μορφή του κριτικού σχολιασμού, πιο κοντά στην ερμηνεία.
Μέχρι σήμερα, ο Θουκυδίδης θεωρείται ο πατέρας της επιστημονικής αντίληψης της ιστορικής μεθόδου, η οποία αναζητάει την αντικειμενικότητα και αλήθεια των γεγονότων του παρελθόντος. Ο Έλληνας ιστορικός έζησε τον 5° αιώνα π. X., εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται η φιλοσοφική και ιστορική θεώρηση για τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα και ανιχνεύονται όψεις των ορίων του κόσμου. Οι Σοφιστές και ο Σωκράτης ρωτούν αν υπάρχει αληθινός κόσμος με υλική - εμπειρική υπόσταση ή είναι νοητικός και ιδεατός στο πλαίσιο της σύμβασης, αντικειμενικός ή υποκειμενικός.[1]
Το θεμελιώδες ερώτημα, ποια είναι η πηγή της γνώσης μας για τον κόσμο, σχετίζεται με το αμετάβλητο, το σταθερό, που εκφράζεται με το νόμο και την κανονικότητα, έξω από την ανθρώπινη συνείδηση, και το υποκειμενικό που είναι πιο κοντά στον ορθό λόγο και τη γλώσσα. Ποια είναι τα κριτήρια της εγκυρότητας και της αλήθειας;
Ο Θουκυδίδης τοποθετείται ανάμεσα στη φυσική, αναλλοίωτη ή και μεταβαλλόμενη εμπειρική πραγματικότητα των γεγονότων και τις ορθολογικές κανονικότητες και νόμους. Επεξεργάζεται και μια σχέση ανάμεσα στην αναγκαιότητα και νομοτέλεια ως αλήθεια που περιέχει μια βεβαιότητα και τη φυσική τάξη που περιέχει ένα ρυθμό επανάληψης.[2] Θεωρεί ότι η πραγματικότητα των γεγονότων είναι «εἰρημένων τεκμηρίων» «ἀληθέστερον», «ἐγγυτάτη τῆς ξυμπάσης γνώμης των ἀληθώς λεχθέντων», Α21- A 22, όπου κυριαρχεί η αλήθεια.
Ο μεγαλύτερος βαθμός ακρίβειας των γεγονότων για τον ιστορικό είναι η βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, των πράξεων των ανθρώπων και ταυτίζεται με την αντικειμενικότητα και την αλήθεια.[3] Η λεπτομερής εξακρίβωση και διασταύρωση των πράξεων αποκαλύπτει και άλλες πλευρές των γεγονότων που μένουν κρυφές, όπως οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, ψυχολογικές, ηθικές, ιδεολογικές και σταδιακά ολοκληρώνουν την τεκμηριωμένη προσέγγιση.
Όσο πιο επίμονα ερευνούμε τι έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε, πλησιάζουμε στη γένεση και αρχή της φύσης των πραγμάτων, την αιτιακή εξήγηση και ερμηνεία. Σύμφωνα με τον Σατελέ, η ιστορία του Θουκυδίδη αποτελεί «κατά κύριο λόγο μια τεκμηριωμένη μελέτη, αποβλέπουσα στην εξαγωγή γενικών νόμων της ιστορικής εξέλιξης και πολύ λιγότερο μια αφήγηση που σκοπό έχει τη διατήρηση των γεγονότων του παρελθόντος».[4]
Για τον Θουκυδίδη, τα ιστορικά γεγονότα είναι μορφές διατάραξης της φυσικής τάξης, που μπορεί να έχει αποτυπωθεί στην καθημερινή συμβίωση των ανθρώπων που μοιάζει σαν σταθερή και αμετάβλητη. Η βεβαιότητα της διατήρησης μιας μορφής σταθερότητας αίρεται με τον πόλεμο και τη βία που έρχεται να δείξει ότι μια σειρά από επαναλαμβανόμενες πράξεις οδηγούν σε νέες κανονικότητες και νόμους. Η επαναλαμβανόμενη αναφορά στην «ἀνθρωπείαν φύσιν» παραπέμπει σε αυτήν τη διάσταση, ότι εμφανίζονται και νέες μορφές επαναληψιμότητας. Η σκέψη του Θουκυδίδη κατευθύνεται στο ερώτημα αν οι νέες αυτές μορφές, που εμφανίζονται στον πόλεμο, μπορούν να ανατρέψουν τη φυσική τάξη, της τέλειας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, η οποία περιλαμβάνει τη λειτουργία των κοινωνικών-πολιτικών θεσμών, τη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις για τη λύση των προβλημάτων, την ελευθερία λόγου, ισονομία, ισότητα και να οδηγηθεί στην παρακμή και την καταστροφή.[5]
Επομένως, υπάρχουν βαθύτερα γεγονότα που δεν κινούνται μόνο στη σφαίρα της ιδεολογίας και της ηθικής, αλλά και της υλικής και οικονομικής πραγματικότητας. Αναζητεί τις γενετικές ρίζες στην ιστορία των ελληνικών πόλεων και πού γεννιούνται οι αντιθέσεις, πολιτικές, κοινωνικές και ταξικές. Η ορθολογική τάξη της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας διαρκεί λιγότερο απ’ όσο θεωρητικά υπολόγιζαν οι οραματιστές της εποχής.
Η δεύτερη πλευρά της Φυσικής τάξης περιέχει τη διατάραξη της ισορροπίας που φαντάζει ως παράβαση. Η οικονομική ηγεμονία απαιτεί επέκταση στρατιωτική, γιατί δεν μπορεί να διατηρηθεί ο υλικός πλούτος που χρειάζεται για να ικανοποιηθεί η πολιτεία. Επομένως, αναζητούνται τα αίτια που διαμορφώνουν τη νέα πολιτική ιδεολογία και διπλωματία με σκοπό την κυριαρχία.
Οι συζητήσεις γίνονται στο πλαίσιο του πολιτικού και ρητορικού λόγου της Δημηγορίας και τίθενται τα ερωτήματα:
1. Δίκαιη ή άδικη πράξη.
2. Διατήρηση της ελευθερίας και αντίσταση με σκοπό την ισοτιμία, ισονομία και ελευθερία συνείδησης.
3. Απόδοση δικαιοσύνης και τελικός κριτής ο Ηγεμών, ο ισχυρότερος, ο οποίος γίνεται εγγυητής του Διεθνούς Δικαίου;[6]
Ο Θουκυδίδης αναρωτιέται μήπως υπάρχει τελική Δικαιοσύνη στον πόλεμο και αποκαλύπτει ότι δεν εξηγείται η βία με ηθικούς όρους. Και οι συγκρούσεις υπερβαίνουν την ορθολογική διάσταση. Τα υλικά κίνητρα και συμφέροντα δίνουν μια εξήγηση. Ο Θουκυδίδης κρατάει μια επιφύλαξη για την ψυχολογία, τα πάθη, τα κίνητρα και την παθολογία του πολέμου. Δεν μπορεί να εξηγήσει μέχρι τέλους την κίνηση ανάμεσα στα ταξικά και πολιτικά συμφέροντα και την ηθική. Όμως, προβάλλει σταθερά τα υλικά συμφέροντα και επιμένει ότι βρίσκονται πίσω από την ψυχολογία, τη βία, τα εγκλήματα και τις αντεκδικήσεις που παρουσιάζονται στις εμφύλιες διαμάχες που κυριαρχούν στις πόλεις.
Ο Θουκυδίδης προβαίνει σε μια αιτιακή εξήγηση των υλικών συμφερόντων και της αναπόφευκτης κατεύθυνσης των γεγονότων. Με τον πόλεμο αλλάζει η οπτική και οι αναγκαιότητες μετατρέπονται σε οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα: Αποκαλύπτεται πίσω από τα υλικά κίνητρα και συμφέροντα ο πολιτικός λόγος που συγκροτείται στη βάση του λογικού επιχειρήματος.[7]
Αναδεικνύονται το ύφος και η δύναμη του ρητορικού-σοφιστικού και παραπειστικού λόγου που δεν λέει ολόκληρη την αλήθεια, αλλά μέρος αυτής. Με την αφήγηση όμως των γεγονότων πλησιάζουμε την αλήθεια. Με ορθολογικό τρόπο δικαιολογούνται τα εγκλήματα πολέμου, όπως οι εκτελέσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού της πόλης που χάνει τον πόλεμο και υποτάσσεται.
Ο Θουκυδίδης παραπέρα εξηγεί ότι αιτία της επέκτασης του πολέμου δεν είναι μόνο η αλαζονεία της δύναμης των ηγεμόνων της Αθήνας, αλλά και η προσωπική θέση των ηγετών, που παρασύρουν ως δημαγωγοί την πόλη προς άλλες κατευθύνσεις (ιδιόμορφα επιχειρήματα ερμηνεύει τη στρατηγική του πολέμου και εξηγεί την ήττα που είναι και μέρος της τραγωδίας και της καταστροφής μιας πολιτείας).
Η ιστορική γένεση, εξέλιξη και συγκρότηση των ελληνικών πόλεων-κρατών
Ο Θουκυδίδης, από την αρχή του έργου του, συνδέει την εξέλιξη των πόλεων με τους «πολέμους» και τις «στάσεις» που έχουν ως αιτία τα οικονομικά-υλικά συμφέροντα.[8]
«Διά γάρ ἀρετήν γῆς αἵ τε δυνάμεις τισί μείζους ἐγγιγνόμεναι στάσεις ἐνεποίουν ἐξ ὧν ἐφθείροντο καί ἅμα ὑπό ἀλλοφύλων μᾶλλον ἐπεβουλεύοντο» Α,2,4.
Εξηγεί ότι ο πλούτος της γης δημιουργούσε ταξικές συγκρούσεις, έτσι ώστε «ἐκ γάρ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος οἱ πολέμῳ ἤ στάσει ἐκπίπτοντες παρ’Αθηναίους οἱ δυνατώτατοι ὡς βέβαιον ὄν ἀνεχώρουν» Α,2,4.
Οι πολιτικοί εξόριστοι, αυτοί που έχασαν το πλούτο, κατέφευγαν σε άλλες πόλεις-κράτη, όπως η Αθήνα, και δημιουργούσαν μια πολιτική βάση ισχυρή. Όπως θα φανεί παρακάτω, αυτή συνδέθηκε με το εμπόριο και τη ναυτιλία και δημιούργησε πλούτο.
Στην «Αρχαιολογία» του ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι τα ισχυρά κράτη του ελλαδικού χώρου που βασίστηκαν στις φυλές ελληνικής καταγωγής συγκροτήθηκαν με υλικούς όρους ανάπτυξης. Οι γεωγραφικοί και άλλοι υλικοί όροι οδήγησαν στην επεκτατική πολιτική της αρπαγής του πλούτου και τελικά στην ανάπτυξη.[9]
«Οἱ γάρ Ἕλληνες τό πάλαι καί τῶν βαρβάρων οἱ τέ ἐν ταῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι καί ὅσοι νήσους εἶχον, ἐπειδή ἤρξαντο μᾶλλον περαιοῦσθαι ναυσίν ἐπ’ ἀλλήλους, ἐτράποντο πρός ληστείαν, ἡγουμένων ἀνδρῶν οὐ τῶν ἀδυνατωτάτων κέρδους τοῦ σφετέρου αὐτῶν ἕνεκα καί τοῖς ἀσθενέσι τροφῆς, καί προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καί κατά κώμας οἰκουμέναις, ἤρπαζον». Α,5,1.
Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι οι πόλεις που κτίστηκαν σε γεωγραφικές περιοχές όπου παράγοντες, όπως η θάλασσα και το κλίμα, ευνοούσαν την ανάπτυξη μέσω του εμπορίου, διαμόρφωναν την πολιτική και τη στρατηγική, κτίζοντας τείχη και οργανώνοντας στρατό για την άμυνα. Αυτή είναι μια επαρκής αιτιακή εξήγηση σχετικά με τη δύναμη και την κυριαρχία της πόλης-κράτους.
«Τῶν δέ πόλεων ὅσαι μέν νεώτατα ῴκίσθησαν καί ἤδη πλωιμωτέρων ὄντων, περιουσίας μᾶλλον ἔχουσαι χρημάτων, ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς αἰγιαλοῖς τείχεσιν ἐκτίζοντο καί τούς ἰσθμούς ἀπελάμβανον ἐμπορίας τε ἕνεκα καί τῆς πρός τούς προσοίκους ἕκαστοι ἰσχύος». Α,7.
Ο ιστορικός εξηγεί ότι το εμπόριο ήταν η αιτία της ανάπτυξης και άλλων κρατών, όπως της Αίγινας και Αθήνας: «ταϋτα γάρ τελευταία προ τής Ξέρξου στρατείας ναυτικό αξιόλογα έν τή Ελλάδι κατέστη. Αίγινήται γάρ καί Αθηναίοι, καί οϊτινες άλλοι, βραχέα έκέκτηντο καί τούτων τά πολλά πεντηκοντόρους». Α,14,3.
Και για να εξηγήσει τη μεγάλη συγκέντρωση στρατού που οδήγησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο διερεύνησε αιτιακά και εξελικτικά τα γεγονότα, λέγοντας ότι αυτό δεν χρειάσθηκε να γίνει ποτέ στο παρελθόν, γιατί υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στα ισχυρά κέντρα εξουσίας, σχετικά με την οικονομική πολιτική κατανομή και τις αγορές. Μόνο γειτονικές διαφορές υπήρξαν και τοπικοί πόλεμοι μικρής διάρκειας. «Κατά γῆν δέ πόλεμος, ὄθεν τις καί δύναμις παρεγένετο, οὐδείς ξυνέστη· πάντες δέ ἦσαν, ὅσοι καί ἐγένοντο, πρός ὁμόρους τούς σφετέρους ἑκάστοις, καί ἐκδήμους στρατείας πολύ ἀπό ταῆς ἑαυτῶν ἐπ’ ἀλλων καταστροφή οὐκ ἐξῇσαν οἱ Ἑλληνες». A, 15,2.
Ο ιστορικός προσπαθεί να εξηγήσει ότι η ενότητα των στρατιωτικών δυνάμεων που πραγματοποιείται απέναντι σε ένα εξωτερικό εχθρό, όπως ήταν οι Πέρσες, δεν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα είναι ισχυρότερα από την εθνική ή ιδεολογική κοινή στάση.
«Καί ὀλίγον μέν χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, ἔπειτα διενεχθέντες οἱ Λακεδαιμόνιοι καί Ἀθηναῖοι ἐπολέμησαν μετά τῶν ξυμμάχων πρός ἀλλήλους· καί τῶν ἄλλων Ἑλλήνων εἴ τινές πού διασταῖεν, πρός τούτους ἤδη ἐχώρουν». Α,18,3.
Οι οικονομικές, πολιτικές και φυλετικές αιτίες του πολέμου
Η φυσική τάξη, ως μια μορφή επαναλαμβανόμενης ισορροπίας ανάμεσα στα ισχυρά κράτη- πόλεις, δεν παραβιάσθηκε μέχρι τότε (431 π.χ.), αφού οι μεγάλες δυνάμεις είχαν συμμαχήσει ή στην πραγματικότητα υποτάξει τις μικρότερες πόλεις. Επομένως, η ισορροπία δύο κυρίως κέντρων με διαφορετικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, πολίτευμα, θεσμούς, νόμους, διατηρείται μέχρι τον μεγάλο πόλεμο. Οι δύο αντίπαλοι, Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι, μοίραζαν την κυριαρχία επί των εδαφών και των στρατηγικών σημείων. Με τη διεκδίκηση και άλλων συμφερόντων ξωτικού χώρου (χερσαίου και θαλάσσιου) διαμορφώνονται, κατά τον Θουκυδίδη, νέες αντιλήψεις περί δικαίου και, ταυτόχρονα, νέα πολιτικά επιχειρήματα, που συνδέονται με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πόλεων-κρατών κατά οποιασδήποτε επιβολής. Τα οικονομικά συμφέροντα μετατρέπονται σε πολιτικά συμφέροντα και ελευθερίες που φέρνουν στο προσκήνιο το ‘διεθνές’ Δίκαιο που συμπίπτει με το δίκαιο του ισχυροτέρου και ρωτάει ποιος αδίκησε πρώτος.[10]
Ο Θουκυδίδης αφηγείται τα γεγονότα της σύγκρουσης Επιδάμνου και Κέρκυρας και τις επεμβάσεις των Κορινθίων και Αθηναίων, αναζητώντας μια αιτιακή και λογική διαδοχή, και προβάλλει τις μαρτυρίες εκείνες που εξηγούν την έναρξη του πολέμου. Μέσα από τους λόγους της αντιπροσωπείας των Κερκυραίων και Κορινθίων στην Αθήνα, συζητείται και εξηγείται το Δίκαιο του πολέμου, το οποίο ταυτίζεται με το υλικό συμφέρον των πόλεων και την πολιτική των ζωτικών χώρων και τη διεύρυνση των αγορών. Στην ουσία, γίνεται κατανοητή η επέκταση του πολέμου προς τη Δυτική Ελλάδα από την πλευρά Κερκυραίων, Κορινθίων, Λευκαδίων, Αμπρακιωτών, Αθηναίων, όπως και το αμυντικό δίκαιο της Κέρκυρας.
Η επέμβαση μεγαλύτερης δύναμης είναι άδικη. Οι Κερκυραίοι ζητούν συμμαχία από τους Αθηναίους, γιατί:
«Ξύμμαχοί τε γάρ οὐδενός πω ἐν τῷ πρό τοῦ χρόνῳ ἑκούσιοι γενόμενοι νῦν ἄλλων τοῦτο δεησόμενοι ἥκομεν, καί ἅμα ἐς τόν παρόντα πόλεμον Κορινθίων ἔρημοι δι’αὐτό καθέσταμεν». Α,32,4.
Και θεωρούν ότι είναι σωφροσύνη να συντηρείται η πόλη με τις ίδιες της τις δυνάμεις. Ζητούν ασφάλεια και ισοτιμία πράγμα το οποίο ήταν καθεστώς στους Έλληνες, ως Ελληνικό Δίκαιο ή Νόμος:
«δεόμενοι οἶς ἐπικαλοῦνται ἀσφάλειαν καί κόσμον οὐχ ἧσσον διδόντες ἤ ληψόμενοι παραγίγνονται». Α,33,5.
Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι οι 'Έλληνες διεκδικούσαν στις πόλεις-κράτη την ισοτιμία ανάμεσα στη μητρόπολη και την αποικία. Φανερή γίνεται η πολιτική των Κερκυραίων, όπου καταγγέλλονται η αδικία και η εκμετάλλευση και, μόλις η ισορροπία χάνεται, πυκνώνουν τα σύννεφα ενός μεγάλου πολέμου:
«Ἤν δέ λέγωσιν ὡς οὐ δίκαιον τούς σφετέρους ἀποίκους ὑμᾶς δέχεσθαι, μαθόντων ὡς πᾶσα ἀποικία εὖ μέν πάσχουσα τιμᾶ τήν μητρόπολιν, ἀδικούμενη δέ ἀλλοτριοῦται· οὐ γάρ ἐπι τῷ δοῦλοι ἀλλ’ ἐπί ταῷ ὁμοῖοι τοῖς λειπομένοις εἶναι ἐκπέμπονται». Α,34, J.
Ο Θουκυδίδης μέσα από τους λόγους των Κορινθίων εξηγεί ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, αφού η κάθε πόλης-κράτος υπερβαίνει το Πανελλήνιο Δίκαιο και ερμηνεύει με ρητορικά σχήματα και επιχειρήματα τη στάση της.
«Φασίν δέ συμμαχίαν διά τό σῶφρον οὐδενός πω δέξασθαί· τό δ’ ἐπί κακουργίᾳ καί οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν ξύμμαχόν τε οὐδένα βουλόμενοι πρός τἀδικήματα οὐδέ μάρτυρα ἔχειν οὔτε παρακαλοῦντες αἰσχύνεσθαι» Α,37,2.
Οι Κορίνθιοι διαμορφώνουν σταδιακά τα επιχειρήματα του πολέμου, και ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν καλές προθέσεις (αρετή) στα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, αλλά τρόπος εφαρμογής της δύναμης και επιβολής. Η ουδετερότητα είναι ένα πρόσχημα για να επιβάλλονται οι όροι στο εμπόριο και να διατηρείται η ισορροπία.
Επανέρχεται το ζήτημα του Δικαίου και Αδίκου και στη Σπάρτη για την πολιτική της Αθήνας. Η επιθετικότητα μιας μεγάλης δύναμης είναι φανερή με τα μικρά βήματα της διπλωματίας:
«Καί ἐπιστάμεθα οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀθηναῖοι καί ὅτι κατ’ ὀλίγον χωροῦσιν ἐπί τούς πέλας» Α,69,3.
Έτσι υποτάσσονται, οι γείτονες χωρίς να γίνει αντιληπτό:
«χρῆν γάρ οὐκ εἰ ἀδικούμεθα ἔτι σκοπεῖν, ἀλλά κάθ ’ ὅτι ἀμυνούμεθα· οἱ γάρ δρῶντες βεβουλευμένοι πρός οὐ διεγνωκότας ἤδη καί οὐ μέλλοντες ἐπέρχονται». Α,69,2.
Ο Θουκυδίδης ερμηνεύει την επιθετικότητα και τον πόλεμο ως νομοτέλεια με τα λόγια των Κορινθίων. Και είναι ανάγκη να υπάρχει κίνηση και βίαιη προσαρμογή στις νέες συνθήκες και ανανέωση της στρατηγικής και πολιτικής:
«Ἀνάγκη δέ ὥσπερ τέχνης αἰεί τά ἐπιγιγνόμενα κρατεῖν· καί ἡσυχαζουςῃ μέν πόλει τά ἀκίνητα νόμιμα ἄριστα, πρός πολλά δέ ἀναγκαζομένοις ἰέναι πολλῆς καί τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῖ» Α,71,3.
Και το συμφέρον του ισχυροτέρου στον πόλεμο, που καταργεί το Δίκαιο, διατυπώνεται από πλευράς των Αθηναίων με προτάσεις-συλλογιστικές που είναι στην πραγματικότητα αιτιώδεις εξηγήσεις και ερμηνείες.[11]
«Οὕτως οὐδ’ ἡμεῖς θαυμαστόν οὐδέν πεποιήκαμεν οὐδ’ ἀπό τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου, εἰ ἀρχήν τε διδομένην ἐδεξάμεθα καί ταύτην μή ἀνεῖμεν ὑπό (τριῶν) τῶν μεγίστων νικηθέντες, τιμῆς καί δέους καί ὠφελίας, οὐδ ’ αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες, ἀλλ’ αἰεί καθεστῶτος τόν ἤσσω ὑπό τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι». Α,76,2.
Το ιστορικό κείμενο του Θουκυδίδη αποκαλύπτει ότι η αυτονομία, η αυτοτέλεια και ισοτιμία ανάμεσα στις πόλεις-κράτη της Αρχαίας Ελλάδας ήταν ένα από τα υψηλά ιδανικά και τις ηθικές επιταγές. Είναι διάχυτη μια τάση πολιτικής και ηθικής ελευθερίας η οποία διατηρεί μορφές θεσμών εγγύησης. Ο αγώνας για διατήρηση της πολιτικής ελευθερίας ανταλλάσσεται με οποιοδήποτε τίμημα και ισούται με το αίτημα της δικαιοσύνης, ένας στόχος ο οποίος απορροφήθηκε από τις οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις.
«Ἀδικούμενοί τε, ὡς ἔοικεν, οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον ὀργίζονται ἤ βιαζόμενοι· τό μέν γάρ ἀπό του ἴσου δοκεῖ πλεονεκτεῖσθαι, τό δ’ ἀπό του κρείσσονος καταναγκάζεσθαι». Α,77,4.
Δεν ανέχεται λοιπόν ο άνθρωπος να αδικείται από τον ίσο ή ισότιμο και αντιδρά, αν και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και βίαιης εξάρτησης από τον ισχυρό. Η ιδέα ότι όπου μπορεί και μάλιστα στην ισορροπία των διαφορετικών πολιτειών, να διατηρεί την ελευθερία-αυτονομία και να αντιστέκεται, είναι μια επαρκής αιτιακή εξήγηση για τη συνέχιση και αύξηση του πολέμου.
Το δίκαιο, το νόμιμο ή η ηθική εξηγούν τη βία του πολέμου;
Οι αξίες και τα ιδανικά της Ειρήνης και ολοκλήρωσης μιας Πανελλήνιας Ιδέας, οικονομικής και πολιτικής, δεν μπορούσαν να οικοδομηθούν σε μια περιοχή, όπου υπήρχαν διαφορετικά συμφέροντα.
Οι ιδέες και αξίες που δημιούργησε η Αθήνα, στο πλαίσιο της Δημοκρατίας, δηλ. της συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις, της Ισηγορίας και της Ισονομίας, διαμορφώθηκαν στο κέντρο μιας Ηγεμονίας, λειτούργησαν ως εύθραυστες ισορροπίες, αφού τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής λύνονταν με την καταστολή.
Ο Θουκυδίδης, μέσα από τους λόγους του Περικλή, κατανοεί την πραγματικότητα, αφού λέει ότι η δημοκρατία πιέζεται από τους Πελοποννήσιους και ειδικά από τους Λακεδαιμόνιους να μείνουν οι ελληνικές πόλεις αυτόνομες και ελεύθερες. Η ιδέα της λειτουργίας της αυτονομίας είναι στρατηγικός στόχος που οδηγεί με ταχείς ρυθμούς στην αντίληψη του νόμου του ισχυροτέρου.
Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν διατηρείται η φυσική τάζει υπό μορφή ειρηνικής συνύπαρξης και επαναλαμβάνεται διαταραγμένη υπό μορφή πολέμου και μοιάζει προς μια φύση την οποία αρνούνται η ανθρώπινη συνείδηση και η ηθική και ο ανώτατος θεσμός της Δημοκρατίας; Τι είναι εκείνο που κυριαρχεί; Ίσως μια αντιφατική πολυπλοκότητα, η οποία κινείται ανάμεσα στην παθολογία και τα ηθικά κίνητρα ως ανθρώπινες διεκδικήσεις.
Στον Επιτάφιο, ο Θουκυδίδης μιλάει, μέσα από το λόγο του Περικλή, και υπερασπίζεται την αρχή της πλειοψηφίας και της ισοτιμίας και ισονομίας. Ταυτίζει την αρχή της διακυβέρνησης από την πλεισψηφία με τους δίκαιους νόμους, οι οποίοι ωφελούν τους ανθρώπους που αδικούνται, εννοώντας ότι η αθηναϊκή δημοκρατία είναι ανώτερη μορφή δίκαιης εξουσίας:
«καί ὄνομα μέν διά τό μή ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας δημοκρατία κέκληται· μετεστι δέ κατά μέν τούς νόμους πρός τά ἴδια διάφορα πᾶσι τό ἴσον», ὑπέρ τῆς πειθαρχίας καί ὑπακοῆς στούς νόμους οἱ ὁποῖοι «καί μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικούμενων κεῖνται καί ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογούμενην φέρουσιν» Β,37,1,3.
Ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν η τέλεια Δημοκρατία να μην μπορεί να λύσει ειρηνικά τα προβλήματα και επανέρχεται στο ερώτημα: Τι προέχει, η ασφάλεια των πολιτών μέσα από μια ισχυρή ηγεμονία ή η συζήτηση για την ειρηνική συνύπαρξη και η λειτουργία των θεσμών χωρίς ελευθερία και ισχύ. Απαντάει ως ρεαλιστής και ιστορικός της πραγματικότητας ότι ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης για τα υλικά συμφέροντα. Λέει στον Επιτάφιο:
«Τούς δέ λοιπούς χρή ἀσφαλεστέραν μέν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δέ μηδέν ἀξιοῦν τήν ἐς τούς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μή λόγῳ μόνῳ τήν ὠφελίαν, ἥν ἄν τις πρός οὐδέν χεῖρον αὐτούς [ὑμᾶς] εἰδότας μηκύνοι» Β,43,1.
Πολύ μεγαλύτερη είναι η ωφέλεια μέσα από τα υλικά έργα παρά με τα λόγια, που σημαίνει ότι η υλική σύγκρουση θα φέρει το αποτέλεσμα.
Η Αθήνα λειτούργησε ως Ηγεμονία και απόδειξη είναι η καταστολή που πραγματοποιήθηκε στη Μυτιλήνη όπου κυριαρχεί ο λόγος του Κλέωνα. Εκεί αναπτύσσεται η αρχή του Νέου Δικαίου του πολέμου, που είναι η ισχύς-δύναμη με αποτέλεσμα η ισότητα δικαιωμάτων να καταργείται. Ταυτίζεται το ηθικό και το ωφέλιμο με το νόμιμο και η ενότητα αυτή μετατρέπεται σε δίκαιο. Αυτού που μπορεί να το επιβάλλει. Εξηγείται η μετάβαση σε μια καινούργια εποχή, όπου ο πόλεμος είναι μέσον και παρασκευάζεται ως θεωρία δικαιολόγησης των πράξεων των ισχυρών. Κάθε αντίσταση για την ελευθερία ή αυτονομία βαφτίζεται άδικη πράξη ενάντια στη Σύμβαση ανάμεσα σε δύο κράτη και οι ενδιάμεσες αδικίες στη φορολογία ή στην κατανομή του εισοδήματος δεν λαμβάνονται υπόψη. Κάθε παραβίαση της συμφωνίας υπό άλλους όρους είναι απαγορευτική. Ο Κλέων λέει:
«θαυμάζω δέ καί ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν καί ἀξιώσων ἀποφαίνειν τάς μέν Μυτιληναίων ἀδικίας ἡμῖν ὠφελίμους οὔσας, τάς δ’ ἡμετέρας ξυμφοράς τοῖς ξυμμάχοις βλάβας καθισταμένας» Γ,38,1.
Και υποστηρίζεται το δίκαιο της τιμωρίας όλων: «Κολασθέντων δέ καί νῦν ἀξίως ταῆς ἀδικίας καί μή τοῖς μέν ὀλίγοις ἡ αἰτία προστεθῇ, τόν δέ δῆμον ἀπολύσητε» Γ, 39,6.
Επομένως, η απόλυτη εξουσία οδηγεί στον ολοκληρωτικό πόλεμο. Καθένας που εναντιώνεται πρέπει να καταστρέφεται. Ο Διόδοτος εκφράζει αντίθετη γνώμη λέγοντας ότι η καταδίκη σε θάνατο είναι αναποτελεσματική και αυτό μπορεί να ισχύει ως γενική αλήθεια.[12]
Με αυτή την αρχή, αρχαία τα δεινά και δεν μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος παρά μόνο με καταστροφή. Και είναι φανερό ότι δεν υπήρχε ούτε καν σκέψη για οίκτο: «Ἔλεος τέ γάρ πρός τούς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι καί μή πρός τούς οὔτ’ ἀντοικτιοῦντας ἐξ ἀνάγκης τε καθεστῶτας αἰεί πολεμίους» Γ, 40,3.
Ο Θουκυδίδης συνδέει την «άνθρωπείαν φύσιν» με την ελευθερία και τονίζει ότι επαναλαμβάνεται ως δύναμη αντίστασης απέναντι στην καταστολή και το φόβο εκεί που δεν το περιμένεις. Οπότε τίποτε δεν είναι σταθερό για την πορεία της ηγεμονίας και μπορεί να φθάσει στη παρακμή.
Στην πραγματικότητα, η ελευθερία είναι η κατοχύρωση της ευημερίας και των οικονομικών και υλικών συμφερόντων μιας οποιασδήποτε πολιτείας.
«Ἁπλῶς τέ ἀδύνατον καί πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι ἀποτροπήν τινά ἐχειν ἤ νόμων ἰοχύι ἤ ἄλλῳ τῷ δεινῷ» Γ, 45,7.
Οι κοινωνικές, οικονομικές και κοινωνικές συγκρούσεις για τη διεκδίκηση του Δικαίου εξηγούν τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα
Τι ήταν για τον Θουκυδίδη ο εμφύλιος στην Κέρκυρα; Ήταν εμφύλια σύγκρουση, εξέγερση ή επαναστατική δράση κάποιων ομάδων πολιτικών ή κοινωνικών στρωμάτων.
Οι εμφύλιες συγκρούσεις, κατά τον Θουκυδίδη, είχαν πολλαπλές αιτίες και εξηγούνται: οικονομικά, κοινωνικά, ταξικά, -ψυχολογικά και ηθικά.
Η βασική αιτία είναι οι οικονομικές διαφορές που δημιουργήθηκαν, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της εκμετάλλευσης των φτωχών στρωμάτων από τους γαιοκτήμονες που εκφράζονταν από τους ολιγαρχικούς, τους μεγαλέμπορους τοκογλύφους, που δάνειζαν με μεγάλο επιτόκιο και έβαζαν ενέχυρο τις μικρές αγροτικές περιουσίες των φτωχών.
Ο Θουκυδίδης λέει χαρακτηριστικά ότι οι Κορίνθιοι που ενεπλάκησαν στον πόλεμο των Κερκυραίων και Επιδαμναίων ήθελαν να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη μεγάλα από τους αιχμαλώτους τους οποίους απέλυσαν κατόπιν αμοιβής (λύτρων).
Οι διαμάχες, οι ταξικές και οικονομικές, κατέληξαν σε πολιτικές διαμάχες που συνεχίστηκαν με θεσμικές και νομικές διαδικασίες. Η σύγκρουση των πραγματικών συμφερόντων (ο ισχυρός όπως θέλει περνάει την απόφασή του) δήλωσε στην περίπτωση του Πειθία, ο οποίος για πραγματικά ή μη γεγονότα έφερε τους πέντε πλούσιους ολιγαρχικούς (μεγαλογαιοκτήμονες) σε δίκη Η μια αιτία ήταν:
«Ὁ δέ (Πειθίας) ἀποφυγών ἀνθυπάγει αὐτῶν τούς πλουσιωτάτονς πέντε ἄνδρας, φάσκων τέμνειν χάρακας ἐκ τοῦ τε Διός τοῦ τεμένους καί τοῦ Ἀλκινου· ζημία δέ κάθ’ ἑκάστην χάρακα ἐπέκειτο στατήρ. Ὀφλόντων δέ αὐτῶν καί πρός τά ἱερά ἱκετῶν καθεζομένων διά πλῆθος τῆς ζημίας, ὅπως ταξάμενοι ἀποδῶσιν, ὁ Πειθίας (ἐτύγχανεν γάρ καί βουλῆς ὤν) πείθει ὥστε τῷ νόμῳ χρήσασθαι» Γ,70,4-5.
Η αρχή των βίαιων πράξεων, δολοφονιών και καταστροφών έχει σχέση με τη χρήση των νόμων, τις αυθαιρεσίες για εκδίκαση των υποθέσεων των αντιπάλων (ολιγαρχικοί-δημοκρατικοί) και την αναζωπύρωση του ταξικού μίσους.
Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη συμπεριφορά των δύο πολιτικών παρατάξεων αλλά και τη μορφή των συμμαχιών που επιδίωξαν, για να υπερασπισθούν τα συμφέροντά τους. Ο «δήμος», δηλαδή, οι φτωχοί αγρότες, οι εργάτες και μικροί επαγγελματίες της πόλης ζητούσαν τη συμμαχία των δούλων με αντάλλαγμα την ελευθερία τους.[13]
«Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἠκροβολίσαντό τε ὀλίγα καί ἐς τούς ἀγρούς περιέπεμπον ἀμφότεροι, τούς δούλους παρακαλοῦντές τε καί ἐλευθερίαν ὑπσχνούμενοι· καί τῷ μέν δήμῳ τῶν οἰκετῶν τό πλῆθος παρεγένετο ξύμμαχον, τοῖς δ’ ἑτέροις ἐκ τῆς ἠπείρου ἐπίκουροι οκτακόσιοι» Γ΄,73.
Οι αριστοκρατικοί ζητούσαν βοήθεια από τους ηγέτες άλλων πόλεων-κρατών που είχαν την ίδια πολιτική και ιδεολογία. Το χαρακτηριστικό κεφάλαιο που λέει για την έλευση του Νικόστρατου στην Κέρκυρα μας αποκαλύπτει την πολιτική της μεγάλης δύναμης, στην προκειμένη περίπτωση της Αθήνας, όταν επιχειρεί να διατηρήσει τα οικονομικά της συμφέροντα (εισφορές, φόρους) σε μια σύμμαχη, αλλά στην ουσία αποικία και μικρότερη δύναμη.
Ο στρατηγός των Αθηναίων και σημαντικοί διπλωμάτες προσπάθησαν να συμβιβάσουν τις αντίπαλες παρατάξεις, στην ουσία να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο. Οι δημοκρατικοί ήλθαν σε επαφή με το στρατηγό, ο οποίος είχε αγκυροβολήσει έξω από την πόλη. Έγινε προσπάθεια να γλυτώσουν κάποιοι ολιγαρχικοί από τη μανία των δημοκρατικών, πράγμα που δείχνει ότι η αθηναϊκή πολιτική επιδιώκει ως ηγεμονεύουσα δύναμη την ισορροπία των πολιτικών συμφερόντων και των διεθνών σχέσεων.
Όμως, και με την έλευση των Πελοποννησίων δεν σταμάτησε ο εμφύλιος και δεν έγειρε υπέρ των ολιγαρχικών, γιατί ο Σπαρτιάτης Αλκίδας δεν ήθελε να μπει στην πόλη. Η ταξική σύγκρουση, που συνεχίστηκε με βιαιότητα, ξεπέρασε κάθε εξωτερική επέμβαση. Στην ουσία γίνεται φανερό ότι οι αιτίες της σύγκρουσης, που ήταν οικονομικές και πολιτικές, δεν επέτρεπαν να λυθούν τα προβλήματα άμεσα. Και όπως τονίζει ο ιστορικός,
«Κερκυραίοι σφών αυτών τούς εχθρούς δοκούντας είναι έφόνενον, την μέν αιτίαν έπιφέροντες τοίς τον δήμον κατάλύουσιν, άπέθανον δέ τινες καί ιδίας έχθρας ένεκα, και άλλοι χρημάτων σφίσιν όφειλομένων ύπό των λαβόντων» Γ,81,4.
Το χωρίο αυτό εξηγεί με ρεαλιστικό τρόπο ότι το μίσος και η έχθρα έπαιξαν ρόλο απέναντι στους δανειστές τοκογλύφους που αδικούσαν επειδή έπαιρναν τα κτήματα των φτωχών αν δεν ξεπλήρωναν τα χρέη.
Οι επαναστάσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις, οι οποίες ζητούσαν βοήθεια από τη δημοκρατική Αθήνα και την ολιγαρχική Σπάρτη.
«Οὕτως ὠμή ἡ στάσις προυχώρησε, καί ἔδοξε μᾶλλον διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεί ὕστερον γε καί πᾶν ὡς εἰπεῖν τό Ἑλληνικόν ἐκινήθη, διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ τοῖς τέ τῶν δήμων προστάταις τούς Ἀθηναίους ἐπάγεσθαι καί τοῖς ὀλιγοις τούς Λακεδαιμονίους» Γ,82,1.
Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, αναδεικνύονται τα βαθύτερα αισθήματα-ένστικτα απόδοσης δικαιοσύνης-ισότητας και γίνονται υπερβολές και ακραίες πράξεις.
«Καί ἐπέπεσε πολλά καί χαλεπά κατά στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μέν καί αἰεί ἐσόμενα, ἕως ἄν ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων ῇ, μᾶλλον δέ καί ἡσυχαίτερα καί τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἄν ἔκασται αἱ μεταβολαί τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται» Γ,82,2.
Δεν μπορεί να εξηγήσει την «ανθρωπίνην φύσιν» και βλέπει ότι επαναλαμβάνονται οι ψυχολογικές και ηθικές διαστάσεις, αφού δεν μπορεί να κατανοήσει ποιο είναι το καθοριστικό: η ισορροπία συμφερόντων, η δίκαιη κατανομή με ισότητα οικονομική, χωρίς εκμετάλλευση, ή αξιοκρατική. Οπότε ευφυώς παρουσιάζει όλες τις πλευρές και αφήνει τον αναγνώστη να προβληματιστεί. Όμως την επανάληψη ως νόμο και κανονικότητα την καταγράφει. Λέει ότι όλοι ομοιάζουν στις ακραίες στιγμές:
«Τόλμα μέν γάρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δέ προμηθής δειλία εὐπρεπής, τό δέ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καί τό πρός ἅπαν ξυνετόν ἐπί πᾶν ἀργόν· τό δ’ ἐμπλήκτως ὀξύ ἀνδρός μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφάλεια δέ τό ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος». Γ, 82,4.
Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι ο τρόπος και η συμπεριφορά των ανθρώπων, στην πράξη, αλλάζουν την εκτίμηση που έχουμε για την ηθική στάση, σ’ ένα ιδανικό σχήμα και αντιστρέφονται οι καθημερινοί όροι της ζωής του ανθρώπου. Κατανοεί τις αντιστροφές καταστάσεις και τις διαφορές, αλλά όμως το συλλογικό, «τό εταιρικόν», όπως λέει) το θεωρεί παράγοντα συγκρότησης ατομικών συμφερόντων χωρίς να κάνει αναφορά σε κοινωνική συνείδηση.[14] Διακρίνει ευφυώς και εξηγεί ότι στο βάθος υπάρχει το συμφέρον, δεν μπορεί να διαχωρίσει πλήρως το ατομικό από το ταξικό στο βαθμό που υπάρχει. Η αρχαία κοινωνία δεν προωθούσε προβλήματα συνταγματικών ελευθεριών, ατομικών και κοινωνικών με τη σημερινή έννοια της ισότητας, των φυσικών και νομικών δικαιωμάτων, που είναι πέρα από την εποχή τους.
«Καί μήν καί τό ξυγγενές τοῦ ἑταιρικοῦ ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διά τό ἑτοιμότερον εἶναι ἀναποφασίστως τολμᾶν· οὐ γάρ μετά τῶν κειμένων νόμων ὠφελἰᾳ αἱ τοιαῦται ξύνοδοι, ἀλλά παρά τούς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ. Καί τάς ἐς σφᾶς αὐτούς πίστεις οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον ἐκρατοῦντο ἤ τῷ κοινῇ τι παρανομῆσαι». Γ, 82,6.
Τα κόμματα, σχολιάζει ο ιστορικός, δεν δημιουργήθηκαν, για να εξυπηρετούν τον όρο της αλληλοβοήθειας και της συγγένειας, αλλά της από κοινού συγκρότηση μεθόδων για την αρπαγή του άλλου. Τι θα πει ακριβώς «τώ κοινή τι παρανομήσαι» δεν είναι τόσο ευκρινές, γιατί ο νόμος είναι αφηρημένη διάσταση, πότε φυσική και πότε ηθική. Όμως αν το «κοινή» έχει κάποια αξία, αυτή βρίσκεται σε μια κοινωνιολογική- ταξική και ιστορική εξήγηση.
Η αιτιατική εξήγηση φθάνει μέχρις ότου αναγνωρισθεί το υλικό κίνητρο του ανθρώπου που τον οδηγεί στη σύγκρουση. Η παραπέρα ερμηνεία είναι ανοιχτή Ο Θουκυδίδης στα Κερκυραϊκά τελειώνει με μια σημαντική επισήμανση η οποία εξηγεί.
«Ἐν δ’ οὗν τῇ Κερκύρᾳ τά πολλά αὐτῶν προυτολμήθη, καί ὁπόσα ὕβρει μέν ἀρχόμενοι τό πλέον ἤ σωφροσύνη ὑπό τῶν τήν τιμωρίαν παραοχόντων οἱ ἀνταμυνόμενοι δράσεων, πενίας δε τῆς εἰωθυίας ἁπαλλαξείοντες τινες, μάλιστα δ’ ἄν διά πάθους ἐπιθυμοῦντες τά τῶν πέλας ἔχειν, παρά δίκην γιγνώσκοιεν, οἱ τε μή ἐπί πλεονεξίᾳ, ἀπό ἴσου δέ μάλιστα ἐπιόντες, ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς πλεῖστον ἐκφερόμενοι ὠμῶς καί ἀπαραιτήτως ἐπέλθοιεν» Γ, 84.
Με σαφήνεια και καθαρότητα εξηγεί ο ιστορικός ότι η ανθρώπινη κοινωνία επαναστάτησε σε μια φάση της Ιστορίας, γιατί: α) θέλησαν να απαλλαγούν με βίαιο τρόπο από εκείνους που τους τυραννούσαν. β) Ήθελαν να απαλλαγούν από τη διαρκή φτώχεια τους. γ) Να προβούν και αυτοί με άδικο τρόπο σε αρπαγή των περιουσιών των εκμεταλλευτών, δ) Να εκτονωθούν -ψυχολογικά, χωρίς να μπορούν να συγκροτήσουν την οργή τους. μια μορφή πρώτης, χωρίς οργάνωση, αίτησης δικαιοσύνης
Και ενώ δέχεται ότι η εκμετάλλευση και η αδικία είναι το αίτιο του εμφυλίου πολέμου, προσπαθεί χωρίς μέθοδο να εξηγήσει τα πράγματα. Σχολιάζει τη διατάραξη του νόμου, που συνήθως εγγυάται την ισορροπία. «Ξυνταραχθέντος τε τοῦ βίου ἐς τόν καιρόν τοῦτον τῇ πόλει καί τόν νόμον κρατήσασα ἡ ἀνθρωπεία φύσις, εἰωθυῖα καί παρά τούς νόμους ἀδικεῖν, ἀσμένη ἐδήλωσεν ἀκρατής μέν ὀργῆς οὖσα, κρείσσων δέ τοῦ δικαίου πολεμία δέ τοῦ προύχοντος». Γ, 84,2.
Η φύση του ανθρώπου είναι ενάντια στο νόμο όταν υπάρχει το αίτημα του δικαίου. Η κατάργηση της πείνας και της εκμετάλλευσης είναι ανώτερη από το νόμο. Έτσι εξηγείται ιστορικά και κοινωνικά η σύγκρουση.
Η ερμηνεία της Ιστορίας στα «Σικελικά» του Θουκυδίδη
Δύο όψεις της ερμηνείας περί της Στρατηγικής και Πολιτικής της Διπλωματίας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα και σχεδιάζεται στη βάση της επάρκειας των υλικών αγαθών (επισιτισμός, μεταφορικά μέσα, εξοπλισμός, άνδρες) και της στρατηγικής της, επίσης και της εκμετάλλευσης της συγκυρίας.
Οι δημηγορίες του Νικία και Αλκιβιάδη είναι και συνόψιση και ερμηνεία της πολιτικής και στρατηγικής μας Ηγεμονίας η οποία έχει μόνο ένα δρόμο για να επιβιώσει. Τίθενται τα επιχειρήματα που ερμηνεύουν τη διατήρηση, την ακμή αλλά και την πτώση μιας αυτοκρατορίας. Οι αντιλήψεις του Νικία δείχνουν ότι η Αθήνα βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση ότι είχε αδύνατες θέσεις, γιατί είναι υποχρεωμένη να συνδυάσει τις θαλάσσιες με τις χερσαίες δυνάμεις και δυσκολεύεται εξ αιτίας της απόστασης μέχρι τη Σικελία. Και ότι δεν έχουν τα νώτα εξασφαλισθεί εξ αιτίας των ανοιχτών μετώπων,
«ὥστε χρή σκοπεῖν τινά αυτά και μη μετεώρῳ ταῇ πόλει ἀξιοῦν κινδυνεύειν καί ἀρχῆς ἄλλης ὀρέγεσθαι πρίν ἥν ἔχομεν βεβαιωσώμεθα, εἰ Χαλκιδῆς γε οἱ ἐπί Θράκης ἔτη τοσαῦτα ἀφεστῶτες ἀφ’ ἡμῶν ἔτι ἀχείρωτοί εἰσι καί ἄλλοι τινές κατά τάς ἠπείρους ἐνδοιαστῶς ἀκροῶνται». Ζ, 10,5.
Ο Θουκυδίδης υποστηρίζει ότι από την αρχή της εκστρατείας υπήρχαν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, γιατί υπάρχει ο πόλεμος της φθοράς και δεν μπορεί μια ηγεμονία να αντεπεξέλθει σε συνεχείς μάχες και κινδύνους αν δεν είναι εξασφαλισμένα: «εί δέ σφαλείημέν τι, τάχιστ' άν ύπεριδόντες μετά τών ένθάδε έπιθοϊντο. δπερ νυν νμεϊς, ώ Αθηναίοι, ές Λακεδαιμονίους και τούς ξνμμάχους πεπόνθατε διά το παρά γνώμην αυτών πρός α έφοβεϊσθε το πρώτον περιγεγενήσθαι καταφρονήσαντες ήδη και Σικελίας έφίεσθε» Ζ, 11,5.
Από την άλλη μεριά μέσα από τα επιχειρήματα του Αλκιβιάδη φαίνεται ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την Ηγεμονία παρά ο κίνδυνος απέναντι στις άλλες δυνάμεις, αν θέλει να επιβιώσει είναι η μοναδική επιλογή και μπορεί μόνο να κατανοήσει την καλή συγκυρία και να φθάσει στις καλύτερες επιλογές.
Τίποτε δεν είναι βέβαιο, γιατί πρέπει να εξετάσει καλά τις κατάλληλες χρονικές στιγμές που θα επιτεθεί και την καλή διπλωματική δράση. Έτσι, η κατάλληλη στιγμή είναι οι διάφοροι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις πόλεις της Σικελίας και οι επιδιώξεις με τις «στάσεις» να καταλάβουν την εξουσία, δηλαδή αστάθεια πολιτική:
«και τον ές την Σικελίαν πλοϋν μή μεταγιγνώσκετε ώς έπι μεγάλην δύναμιν έσόμενον. όχλοις τε γάρ ζυμμείκτοις πολυανδροϋσιν αί πόλεις και ραδίας έχουσι τών πολιτών τάς μεταβολής και έπιδοχάς. και ούδείς δι ’ αύτό ώς περ'ι οικείας πατρίδος ούτε τά περ'ι τό σώμα δπλοις εζήρτυται οϋτε τά έν τή χώρα νομίμοις κατασκευαϊς. δτι δέ έκαστος ή εκ τού λέγων πείθειν οϊεται ή στασιάζων από τοϋ κοινού λαβών άλλην γην, μή κατορθώσας, οίκήσειν, ταϋτα ετοιμάζεται» Ζ, 17,2.
Η διατήρηση της ηγεμονίας είναι η πρόληψη και η καλύτερη στρατηγική και η θεωρία του ξαφνικού και ολοκληρωτικού πολέμου. Ο Θουκυδίδης επισημαίνει ότι η Αθηναϊκή Ηγεμονία δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ και έφθανε προς την παρακμή, γιατί δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αυτές τις προϋποθέσεις.
Κάνει φανερή τη στρατηγική της ανόδου μέσω της δημηγορίας του Αλκιβιάδη:
«Τήν τε ἀρχήν ὄντως ἐκτησάμεθα καί ἡμεῖς καί ὅσοι δή ἄλλοι ἦρξαν, παραγιγνόμενοι προθύμως τοῖς αἰεί ἤ βαρβάροις ἤ Ἕλλησιν ἐπικαλουμένοις, ἐπεί, εἴ γε ἡσυχάζοιεν πάντες ἤ φιλοκρινοῖεν οἶς χρεών βοηθεῖν, βραχύ ἄν τι προσκτώμενοι αὐτῇ περί αὐτῆς, ἄν ταύτης μᾶλλον κινδυνεύοιμεν. τόν γάρ προύχοντα οὐ μόνον ἐπιόντα τις ἀμύνεται, ἀλλά καί ὅπως μή ἔπεισι προκαταλαμβάνει» Ζ, 18,2.
Όμως, επιμένει ότι χωρίς τα υλικά μέσα ως βάση δεν μπορεί να προχωρήσει και εκθέτει τα πλεονεκτήματα των αντιπάλων:
«χρήματα τ’ ἔχουσι, τά μέν ἴδια, τά δέ καί ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐστί Σελινουντίοις, Συρακοσίοις δέ καί ἀπό βαρβάρων τινῶν ἀπαρχή ἐσφέρεται· ᾦ δέ μάλιστα ἡμῶν προύχουσιν, ἵππους τέ πολλούς κέκτηνται καί σίτῳ οἰκείῳ καί οὐκ ἐπακτῷ χρῶνται» Ζ, 20,4.
Και σε μια συνολική εκτίμηση που υπάρχει στα λόγια του Ερμοκράτη στις Συρακούσες δίνει στην ουσία την πρόβλεψη του πολέμου. Λέει ότι όσοι κι αν έλθουν εισβολείς για να καταλάβουν τη Σικελία δεν είναι περισσότεροι από τους ντόπιους. Και τελικά δεν θα έχουν τις απαραίτητες προμήθειες,
«οὔτε γάρ πλείους τῶν ἐνοικούντων καί ἀστυγειτόνων ἔρχονται (πάντα γάρ ὑπό δέους ξυνίσταται), ἤν τέ δι’ ἀπορίαν τῶν ἐπιτηδείων ἐν ἀλλοτρίᾳ γῇ σψαλῶσι, τοῖς ἐπιβουλευθεῖσιν ὄνομα, κἄν περί σφίσιν αὐτοῖς τά πλείω πταίσωσιν, ὅμως καταλείπουσιν» Ζ, 33.
Η πορεία της Πολιτικής και Πολιτιστικής ή Ιδεολογικής προοπτικής μη Ηγεμονίας ερμηνεύεται Ιστορικά. Εξηγεί ο Θουκυδίδης ότι η αξιοποίηση των υλικών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, ξυλεία, μεταλλεύματα, και η στρατηγική των συμμαχιών, οι εισφορές και τα χρήματα από τη λεία θα ήταν η βάση για τη νίκη.
Η αντίσταση όμως των Σικελιωτών, με όπλο τις ντόπιες συμμαχίες, τη συσπείρωση σε θύλακες άμυνας και η φθορά είναι το πρόβλημα. Και μέσα από το κείμενο εξηγείται και ερμηνεύεται τελικά η αδυναμία της επίτευξης του σκοπού. Ναι μεν μπορούσε να αξιοποιηθεί ο ένας ευνοϊκός παράγοντας, αλλά εξηγεί ότι είναι δύο τα μέρη, και η αντιφατική πολυπλοκότητα μεγάλη (Αλαζονεία).
«ἐχούσης τῆς Ἰταλίας ξύλα ἄφθονα, αἷς τήν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες καί τῷ πεζῷ ἅμα ἐκ τῆς γῆς ἐφορμαῖς τῶν πόλεων τάς μέν βίᾳ λαβόντες, τάς δέ ἐντειχισάμενοι, ῥαδίως ἠλπίζομεν καταπολεμήσειν καί μετά ταῦτα καί τοῦ ξύμπαντος Ἑλληνικοῦ ἄρξειν. χρήματα δέ καί σῖτον, ὥστε εὐπορώτερον γίγνεσθαί τι αὐτῶν, αὐτά τά προσγενόμενα ἐκεῖθεν χωρία ἔμελλε διαρκῆ ἄνευ τῆς ἐνθένδε προσόδου παρέξειν». Ζ, 90,3-4.
Ο στόχος του πολέμου εξακολουθεί να είναι οικονομικός και πολιτικός και το μέσον επέκτασης της κυριαρχίας ο πλούτος.
Η ιστορία εξηγεί ότι όλες οι ηγεμονίες και οι ηγέτες εξυπηρέτησαν αυτό το στόχο με επιτυχή ή αμφίβολα αποτελέσματα. Η αδυναμία και τα λάθη είναι νομοτελειακά, και οι Νόμοι της Ιστορίας εξηγούν την κατάληξη. Η αλαζονεία και η εκεί εκτίμηση της κατάστασης οδηγούν στην καταστροφή.
Συμπερασματικά, ο Θουκυδίδης έγραψε μια Ιστορία, η οποία ερευνά σε βάθος τις αιτιώδεις συνθήκες και περιπλοκές που πηγάζουν από τις συνέπειες μιας αύξησης της δύναμης της πόλης- κράτους, η οποία κυριαρχεί επί δεκαετίες στα οικονομικά και πολιτικά πράγματα των Ελλήνων.
Η σύγκρουση με την ετέρα ηγεμονεύουσα δύναμη, η οποία έχει τις αντίθετες βλέψεις, οικονομικές και πολιτικές, οδήγησε σε πολύπλοκο πόλεμο, ο οποίος απελευθερώνει νομοτελειακά τις δυνάμεις εκείνες αναζητώντας την αντίπαλη ισοδύναμη διαδικασία: αναδεικνύονται η δύναμη για ισονομία και ανεξαρτησία και ελευθερία και προστασία του βιοτικού επιπέδου οικονομίας και ευμάρειας.
Ἐν μέν γάρ εἰρήνῃ καί ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καί οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τάς γνώμας ἔχουσι διά τό μή ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν ὁ δέ πόλεμος ὑφελών τήν εὐπορίαν τοῦ καθ’ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καί πρός τά παρόντα τάς ὄργας τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ. Γ, 82,2.
-----------------------------
[1] W. Κ. Guthrie, Οι Έλληνες φιλόσοφοι. Από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μτφρ. Αντ. Σακελλαρίου, Παπαδήμας, Αθήνα 1987, σσ. 67-82.
[1] W. Κ. Guthrie, Οι Έλληνες φιλόσοφοι. Από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μτφρ. Αντ. Σακελλαρίου, Παπαδήμας, Αθήνα 1987, σσ. 67-82.
[2] Τζων X. Φίνλεϊ, Θουκυδίδης, μτφρ. Τασ. Κουκουλιός, Παπαδήμας, Αθήνα 1985, σσ. 297-299.
[3] Emily Greenwood, Ο Θουκυ8ί8ης και η διαμόρφωση της ιστορίας, μτφρ. Παν. Χιωτέλλης, Καρδαμίτσα, Αθήνα 2011, σσ. 114-116 .
[4] Francois Chatelet, Η γέννηση της Ιστορίας. Η διαμόρφωση της ιστορικής σκέψης στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Λίνα Κασίμη, Σμίλη, Αθήνα 1992, σσ. 147-233.
[5] Chatelet, ό.π., σσ. 198-200.
[6] Simon Homblowel, Θουκυδίδηςj ο ιστορικός και το έργο του, μτφρ. Αλ. Μανιάτης, Τυπωθήτω - Δαρδανός, Αθήνα 2003, σσ. 95-96.
[7] Perez Zagorin, Thucydides, An introduction for the common reader, Princeton University Press, 2005, p. 40-45.
[8] Robert D. Luginbill, Thucydides on War and National Character, Westwiew Press, Oxford 1999, p. 37.
[9] Ό.π,, p.39-41.
[10] J. De Romilly, Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, μτφρ. Λύντια Στεφάνου, Παπαδήμας, Αθήνα 2000.
[11] Romilly, J. De, Η οικοδόμηση της αλήθειας στο Θουκυδίδη, μτφρ. Στ. Βλοντάκης, Παπαδήμας, Αθήνα 1994, σ. 76.
[12] Ό.π., σ. 89.
[13] Price, J. Jonathan, Thucydides and internal war, Cambridge University Press, 2001.
[14] Ό.π.. σσ. 12 -14
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου