Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Δεν έχουμε ανάγκη ανθρώπων που κλαίνε και θρηνούν μαζί μας, σαν άλλοι χοροί της τραγωδίας, σε καταστάσεις δυσάρεστες, αλλά ανθρώπους που μιλούν με ειλικρίνεια και μας διδάσκουν

Το έργο Περί φυγής απευθύνεται ως επιστολή σε εξόριστο από τις Σάρδεις, όπως επανειλημμένα δηλώνει ή υποδηλώνει ο Πλούταρχος μέσα στο κείμενο, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει πουθενά το όνομά του. Οι μελετητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον Μενέμαχο, τον νεαρό από τις Σάρδεις, προς τον οποίο στέλνει, ύστερα από παράκλησή του, ο Πλούταρχος τα Πολιτικά παραγγέλματα του.

ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ
Οι καλύτεροι και πιο σίγουροι λόγοι, όπως ακριβώς και φίλοι, είναι, λένε, όσοι με την παρουσία τους στις συμφορές ωφελούν και προσφέρουν βοήθεια. Διότι, βέβαια, εμφανίζονται πολλοί και μιλούν σε εκείνους που έχουν σκοντάψει, η επέμβασή τους όμως είναι άχρηστη, ή καλύτερα βλαβερή, και μοιάζουν με ανθρώπους που, χωρίς να ξέρουν κολύμπι, προσπαθούν να βοηθήσουν αυτούς που πνίγονται, αγκαλιάζοντάς τους όμως και παρασύροντάς τους μαζί τους στον βυθό. Πρέπει, λοιπόν, ο λόγος όσων αγαπούν και προσπαθούν να βοηθήσουν να είναι παρηγοριά, και όχι συνηγορία υπέρ αυτού που προξενεί τη λύπη. Στ’ αλήθεια, δεν έχουμε ανάγκη ανθρώπων που κλαίνε και θρηνούν μαζί μας, σαν άλλοι χοροί της τραγωδίας, σε καταστάσεις δυσάρεστες, αλλά ανθρώπους που μιλούν με ειλικρίνεια και μας διδάσκουν ότι το να παραδίδεται κανείς στη θλίψη και να ταπεινώνει τον εαυτό του είναι σε κάθε περίπτωση και αποδεικνύεται άσκοπο κι ανόητο. Να μας διδάσκουν επίσης ότι, όπου οι ίδιες οι καταστάσεις, αφού τις ψηλαφήσει και τις φέρει στο φως ο λόγος, προσφέρουν τη δυνατότητα να πούμε στον εαυτό μας:

“Κακό δεν έπαθες, αν δεν το φτιάξεις ο ίδιος στο μυαλό σου”. Είναι εντελώς γελοίο να μη ρωτάμε τη σάρκα να μάθουμε τι έπαθε, ούτε την ψυχή για το αν με αυτό που της έτυχε έγινε χειρότερη, αλλά να έχουμε τους έξω, που στενοχωριούνται και θλίβονται μαζί μας, ως δασκάλους της λύπης.

Επομένως, μόνοι με τον εαυτό μας ας εξετάζουμε της κάθε συμφοράς το βάρος, σαν να ήταν φορτίο. Το σώμα πιέζεται με το βάρος του φορτίου, ενώ η ψυχή συχνά προσθέτει από μόνη της βάρος στις καταστάσεις. Η πέτρα είναι από τη φύση της σκληρή, ο πάγος είναι από τη φύση του ψυχρός και δεν προβάλλουν αντίσταση ούτε προκαλούν πάγωμα από άσχετες εξωτερικές αιτίες. Για την εξορία όμως, την έλλειψη δόξας και την απώλεια των τιμών, όπως ακριβώς για τα αντίθετα επίσης, τα στεφανάκια, δηλαδή, τα αξιώματα, τις πρωτοκαθεδρίες, έχοντας ως μέτρο της λύπης και της χαράς που γεννούν όχι τη δική τους φύση αλλά τη δική μας κρίση, ο καθένας μας τα κάνει για τον εαυτό του ελαφρά και βαριά, εύκολα να τα αντέξει ή το αντίθετο. Ας ακούσουμε τον Πολυνείκη, που απαντά στο ερώτημα:

“Τι είναι να χάσεις την πατρίδα; Είναι, στ’ αλήθεια, μεγάλο κακό;”
“Το πιο μεγάλο, και στην πράξη μεγαλύτερο απ’ ό,τι στα λόγια”.

Αλλά και τον Αλκμάνα, όπως τον έχει βάλει να λέει εκείνος που έγραψε το επίγραμμα.

“Σάρδεις, αρχαία πατρίδα των προγόνων μου, αν σε σας είχα μεγαλώσει, ιερέας θα ήμουν τώρα ή ευνούχος χρυσοντυμένος, χτυπώντας φλύαρα τύμπανα- τώρα ευτυχώς Αλκμάν είναι το όνομά μου, της Σπάρτης με τους πολλούς τρίποδες και γνώρισα τις Ελληνίδες Μούσες, που από τον τύραννο τον γιο του Δασκύλεω, τον Γύγη, με έκαναν ανώτερο”.

Έτσι, το ίδιο πράγμα η γνώμη για τον ένα το κάνει εύχρηστο, σαν να ήταν ισχύον νόμισμα, ενώ για τον άλλο δύσχρηστο και βλαβερό.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου