ΟΡ. Ζεῦ Ζεῦ, θεωρὸς τῶνδε πραγμάτων γενοῦ·
ἰδοῦ δὲ γένναν εὖνιν αἰετοῦ πατρός,
θανόντος ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν
δεινῆς ἐχίδνης. τοὺς δ᾽ ἀπωρφανισμένους
250 νῆστις πιέζει λιμός· οὐ γὰρ ἐντελεῖς
θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν.
οὕτω δὲ κἀμὲ τήνδε τ᾽, Ἠλέκτραν λέγω,
ἰδεῖν πάρεστί σοι, πατροστερῆ γόνον,
ἄμφω φυγὴν ἔχοντε τὴν αὐτὴν δόμων.
255 καίτοι θυτῆρος καί σε τιμῶντος μέγα
πατρὸς νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἀποφθείρας πόθεν
ἕξεις ὁμοίας χειρὸς εὔθοινον γέρας;
οὔτ᾽ αἰετοῦ γένεθλ᾽ ἀποφθείρας, πάλιν
πέμπειν ἔχοις ἂν σήματ᾽ εὐπειθῆ βροτοῖς·
260 οὔτ᾽ ἀρχικός σοι πᾶς ὅδ᾽ αὐανθεὶς πυθμὴν
βωμοῖς ἀρήξει βουθύτοις ἐν ἤμασιν.
κόμιζ᾽, ἀπὸ σμικροῦ δ᾽ ἂν ἄρειας μέγαν
δόμον, δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι.
ΧΟ. ὦ παῖδες, ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός,
265 σιγᾶθ᾽, ὅπως μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα,
γλώσσης χάριν δὲ πάντ᾽ ἀπαγγελεῖ τάδε
πρὸς τοὺς κρατοῦντας· οὓς ἴδοιμ᾽ ἐγώ ποτε
θανόντας ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι, Δία, στρέψε τα μάτια σου στις συμφορές μας,
και ιδές την ορφανή γενιά αϊτού πατέρα,
που μέσα στα φριχτά ξεψύχησε τ᾽ αρπάγια
καταραμένης όχεντρας· και τα ορφανά του
250 πείνα τρανή μας σφίγγει· γιατί δε μπορούμε
να φέρνομε την πατρικιά άγρη στη φωλιά μας·
κι έτσι νά μας κι εγώ και τούτη εδώ η Ηλέκτρα
καθώς μας βλέπεις, έρμη κλήρα από πατέρα,
κι οι δυο απ᾽ τα γονικά τα σπίτια αποδιωγμένοι.
Κι αν μας αφήσεις να χαθούμ᾽ εμείς, ο γόνος
ενός γονιού που σε τιμούσε με θυσίες
άφθονες πάντα, πού θενά ᾽βρεις πια το χέρι
που όμοια πλουσιοπάροχα θα σου προσφέρει;
Ούτ᾽ αν τη φύτρα του αϊτού χαλάσεις, θα ᾽χεις
να στέλλεις άσφαλτες μαντείες στους ανθρώπους,
260 κι αν μαραθεί η βασιλική γενιά απ᾽ τη ρίζα,
ποιός τους βωμούς σου, τις γιορτές, θενα φροντίζει;
Βοήθα! κι από το τίποτε μπορείς να υψώσεις
σπίτι ξανά, που για καλά το ᾽χουν πεσμένο.
ΧΟΡΟΣ
Ω τέκνα μου, ω της πατρικής εστίας σωτήρες,
σωπάτε, μήπως και κανείς σας νιώσει, ω τέκνα,
και πάει με γλώσσα έτσι άκριτη και πει τα πάντα
στους άρχοντές μας· που είθε να τους δω μια μέρα
νεκρούς μες στους πισσένιους τους ατμούς της φλόγας.
ἰδοῦ δὲ γένναν εὖνιν αἰετοῦ πατρός,
θανόντος ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν
δεινῆς ἐχίδνης. τοὺς δ᾽ ἀπωρφανισμένους
250 νῆστις πιέζει λιμός· οὐ γὰρ ἐντελεῖς
θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν.
οὕτω δὲ κἀμὲ τήνδε τ᾽, Ἠλέκτραν λέγω,
ἰδεῖν πάρεστί σοι, πατροστερῆ γόνον,
ἄμφω φυγὴν ἔχοντε τὴν αὐτὴν δόμων.
255 καίτοι θυτῆρος καί σε τιμῶντος μέγα
πατρὸς νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἀποφθείρας πόθεν
ἕξεις ὁμοίας χειρὸς εὔθοινον γέρας;
οὔτ᾽ αἰετοῦ γένεθλ᾽ ἀποφθείρας, πάλιν
πέμπειν ἔχοις ἂν σήματ᾽ εὐπειθῆ βροτοῖς·
260 οὔτ᾽ ἀρχικός σοι πᾶς ὅδ᾽ αὐανθεὶς πυθμὴν
βωμοῖς ἀρήξει βουθύτοις ἐν ἤμασιν.
κόμιζ᾽, ἀπὸ σμικροῦ δ᾽ ἂν ἄρειας μέγαν
δόμον, δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι.
ΧΟ. ὦ παῖδες, ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός,
265 σιγᾶθ᾽, ὅπως μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα,
γλώσσης χάριν δὲ πάντ᾽ ἀπαγγελεῖ τάδε
πρὸς τοὺς κρατοῦντας· οὓς ἴδοιμ᾽ ἐγώ ποτε
θανόντας ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι, Δία, στρέψε τα μάτια σου στις συμφορές μας,
και ιδές την ορφανή γενιά αϊτού πατέρα,
που μέσα στα φριχτά ξεψύχησε τ᾽ αρπάγια
καταραμένης όχεντρας· και τα ορφανά του
250 πείνα τρανή μας σφίγγει· γιατί δε μπορούμε
να φέρνομε την πατρικιά άγρη στη φωλιά μας·
κι έτσι νά μας κι εγώ και τούτη εδώ η Ηλέκτρα
καθώς μας βλέπεις, έρμη κλήρα από πατέρα,
κι οι δυο απ᾽ τα γονικά τα σπίτια αποδιωγμένοι.
Κι αν μας αφήσεις να χαθούμ᾽ εμείς, ο γόνος
ενός γονιού που σε τιμούσε με θυσίες
άφθονες πάντα, πού θενά ᾽βρεις πια το χέρι
που όμοια πλουσιοπάροχα θα σου προσφέρει;
Ούτ᾽ αν τη φύτρα του αϊτού χαλάσεις, θα ᾽χεις
να στέλλεις άσφαλτες μαντείες στους ανθρώπους,
260 κι αν μαραθεί η βασιλική γενιά απ᾽ τη ρίζα,
ποιός τους βωμούς σου, τις γιορτές, θενα φροντίζει;
Βοήθα! κι από το τίποτε μπορείς να υψώσεις
σπίτι ξανά, που για καλά το ᾽χουν πεσμένο.
ΧΟΡΟΣ
Ω τέκνα μου, ω της πατρικής εστίας σωτήρες,
σωπάτε, μήπως και κανείς σας νιώσει, ω τέκνα,
και πάει με γλώσσα έτσι άκριτη και πει τα πάντα
στους άρχοντές μας· που είθε να τους δω μια μέρα
νεκρούς μες στους πισσένιους τους ατμούς της φλόγας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου