Το έρεβος της μοναξιάς, το φοβερό ταξίδι μέσα στη νύχτα, που ένα παιδί το παίρνει από την αγκαλιά μας, για να το οδηγήσει μέσα από το άγνωστο ως το εικοστό περίπου έτος της ζωής του. Και τότε, όταν έρθει αυτός ο ξένος στην ψυχή του, δεν θέλει τη βοήθεια κανενός, δεν θέλει λόγια, δεν θέλει τη δική μας αγκαλιά. Και νομίζουμε ότι δεν μας αγαπάει, νομίζουμε πως δεν μας θέλει, έχουμε τύψεις, έχουμε ενοχές.
Γιατί κοιτάμε το πρόβλημα με γνώμονα τον εαυτό μας και όχι το δικό του πρόβλημα. Λέμε συχνά «δεν αντέχω», μα δεν αναρωτιόμαστε πώς αντέχει εκείνο. Μας πιάνει το παράπονο για τον τρόπο που μας μιλάει, που αντιδράει, δεν φανταζόμαστε τι μάχη δίνει για να μην το κάνει. Συχνά, λέμε δεν αναγνωρίζουμε το παιδί μας. Ρωτάμε εκείνο εάν μας αναγνωρίζει; Και εάν ναι, σαν τι μας βλέπει; Σαν τιμωρούς, σαν εχθρούς, σαν εμμονικούς;
Θαρρούμε πως άλλαξε, πως δεν είναι το παιδί μας αυτό. Όχι, δεν άλλαξε, είναι ο ίδιος, η ίδια. Το μικρό μας παιδί, το δικό μας, όσο κι εάν μερικές φορές δεν το αναγνωρίζουμε. Αλλά μέσα του συμβαίνει μια πάλη, ένας μικρός πόλεμος, μια βουτιά στην απελπισία, μια ασάφεια και ένας θυμός.
Έξω είναι ο μεγάλος, ο άντρας, ο ανεξάρτητος. Μόλις όμως πατάει το κατώφλι της πόρτας γίνεται το παιδάκι μας πάλι και αυτό το μισεί. Κλείνεται στο δωμάτιό του χτυπώντας πόρτες και εσύ ψάχνεις να βρεις πού έκανες το λάθος σε ένα ακόμα καλωσόρισμα. Το ξέρω, είναι δύσκολο να μετράς αντίστροφα, να ράβεις το στόμα σου να κλείνεις τα αυτιά σου. Όμως, η μάχη μέσα του είναι άνιση. Ένα μικρό παιδί που θέλει αγκαλιά παλεύει με έναν ενήλικα που του τραβάει την ψυχή να μεγαλώσει.
Κι όταν εσύ τα κάνεις όλα τέλεια και σε πιάνει το παράπονο, γιατί τίποτα δεν του αρέσει πια, να θυμάσαι πως εκείνος υποφέρει περισσότερο, που ενώ θέλει να τρέξει να χωθεί στην αγκαλιά σου, προτιμάει την μοναξιά του, την δυνατή μουσική, τα ακουστικά του και το λάπτοπ του. Κλείνεται ώρες ατελείωτες μέσα στο δωμάτιό του και εσύ αναρωτιέσαι τι δεν έκανες καλά.
Πάψε να τιμωρείς τον εαυτό σου και μη στεναχωριέσαι άλλο. Όλα σωστά τα έκανες, όμως μέσα στο μυαλουδάκι του πρέπει να υπάρχει ένας Ένοχος να τα βάλει μαζί του. Ψάχνει έναν σάκο του μποξ και εσύ είσαι το πιο κοντινό του πρόσωπο. Υποφέρει και εκείνος από την ίδια του την καρδιά που ψηλώνει απότομα.
Όμως, μην τον συνερίζεσαι, είναι κι εκείνος τόσο μπερδεμένος που δεν μπορεί να σου εξηγεί. Μην του φωνάζεις, μην προσπαθείς να εκλογικεύσεις τα πράγματα. Ούτε να βρεις την άκρη, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει. Απλά όταν θα βρίσκεις ευκαιρία, να πηγαίνεις κοντά του να του χαϊδεύεις τα μαλλιά και να του δίνεις ένα φιλί, ας κάνει πως δεν θέλει, το έχει ανάγκη.
Η πάλη μέσα του είναι πολύ ισχυρή για να μπορέσει να σκεφτεί εσένα σαν γονιό. Δεν μπορεί με τίποτα να έρθει στην θέση σου, μονάχα εσύ μπορείς να έρθεις στη δική του. Όταν σε πληγώνει η συμπεριφορά του, να σκέφτεσαι πόσο υποφέρει εκείνος. Να μην σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Όταν φωνάζει δίχως λόγο, να ξέρεις πως το τελευταίο πράγμα που θέλει στον κόσμο είναι να σε πληγώσει, όμως οι λέξεις βγαίνουν αβίαστα από το στόμα του δίχως να μπορεί να τις ελέγξει.
Δεν εξηγείται η εφηβεία, δεν μπορεί να σου πει τι αισθάνεται. Εσύ όμως μπορείς να δώσεις εκείνο που πάντα έχεις σαν γονιός. Αγάπη και υπομονή. Κι όταν τα χρόνια περάσουν, θα κοιτάξεις πίσω και θα καταλάβεις πως άδικα πάλευες να εξηγήσεις αυτό το φαινόμενο που δεν ήταν τίποτε άλλο από κάποιον επισκέπτη απρόσκλητο που είχε τρυπώσει στο σώμα και την ψυχή του και έκανε κουμάντο μέσα του.
Ο Σαίξπηρ, αναφέρεται στους εφήβους με τα παρακάτω λόγια: «Μακάρι να κοιμούνταν και να ξυπνούσαν όταν θα είχαν πια ενηλικιωθεί», που τουλάχιστον σε εμένα λειτούργησαν σαν το δικό μου ευαγγέλιο για να μπορέσω να αντέξω και να κατανοήσω όσο μπόρεσα, την εφηβεία.
Γιατί κοιτάμε το πρόβλημα με γνώμονα τον εαυτό μας και όχι το δικό του πρόβλημα. Λέμε συχνά «δεν αντέχω», μα δεν αναρωτιόμαστε πώς αντέχει εκείνο. Μας πιάνει το παράπονο για τον τρόπο που μας μιλάει, που αντιδράει, δεν φανταζόμαστε τι μάχη δίνει για να μην το κάνει. Συχνά, λέμε δεν αναγνωρίζουμε το παιδί μας. Ρωτάμε εκείνο εάν μας αναγνωρίζει; Και εάν ναι, σαν τι μας βλέπει; Σαν τιμωρούς, σαν εχθρούς, σαν εμμονικούς;
Θαρρούμε πως άλλαξε, πως δεν είναι το παιδί μας αυτό. Όχι, δεν άλλαξε, είναι ο ίδιος, η ίδια. Το μικρό μας παιδί, το δικό μας, όσο κι εάν μερικές φορές δεν το αναγνωρίζουμε. Αλλά μέσα του συμβαίνει μια πάλη, ένας μικρός πόλεμος, μια βουτιά στην απελπισία, μια ασάφεια και ένας θυμός.
Έξω είναι ο μεγάλος, ο άντρας, ο ανεξάρτητος. Μόλις όμως πατάει το κατώφλι της πόρτας γίνεται το παιδάκι μας πάλι και αυτό το μισεί. Κλείνεται στο δωμάτιό του χτυπώντας πόρτες και εσύ ψάχνεις να βρεις πού έκανες το λάθος σε ένα ακόμα καλωσόρισμα. Το ξέρω, είναι δύσκολο να μετράς αντίστροφα, να ράβεις το στόμα σου να κλείνεις τα αυτιά σου. Όμως, η μάχη μέσα του είναι άνιση. Ένα μικρό παιδί που θέλει αγκαλιά παλεύει με έναν ενήλικα που του τραβάει την ψυχή να μεγαλώσει.
Κι όταν εσύ τα κάνεις όλα τέλεια και σε πιάνει το παράπονο, γιατί τίποτα δεν του αρέσει πια, να θυμάσαι πως εκείνος υποφέρει περισσότερο, που ενώ θέλει να τρέξει να χωθεί στην αγκαλιά σου, προτιμάει την μοναξιά του, την δυνατή μουσική, τα ακουστικά του και το λάπτοπ του. Κλείνεται ώρες ατελείωτες μέσα στο δωμάτιό του και εσύ αναρωτιέσαι τι δεν έκανες καλά.
Πάψε να τιμωρείς τον εαυτό σου και μη στεναχωριέσαι άλλο. Όλα σωστά τα έκανες, όμως μέσα στο μυαλουδάκι του πρέπει να υπάρχει ένας Ένοχος να τα βάλει μαζί του. Ψάχνει έναν σάκο του μποξ και εσύ είσαι το πιο κοντινό του πρόσωπο. Υποφέρει και εκείνος από την ίδια του την καρδιά που ψηλώνει απότομα.
Όμως, μην τον συνερίζεσαι, είναι κι εκείνος τόσο μπερδεμένος που δεν μπορεί να σου εξηγεί. Μην του φωνάζεις, μην προσπαθείς να εκλογικεύσεις τα πράγματα. Ούτε να βρεις την άκρη, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει. Απλά όταν θα βρίσκεις ευκαιρία, να πηγαίνεις κοντά του να του χαϊδεύεις τα μαλλιά και να του δίνεις ένα φιλί, ας κάνει πως δεν θέλει, το έχει ανάγκη.
Η πάλη μέσα του είναι πολύ ισχυρή για να μπορέσει να σκεφτεί εσένα σαν γονιό. Δεν μπορεί με τίποτα να έρθει στην θέση σου, μονάχα εσύ μπορείς να έρθεις στη δική του. Όταν σε πληγώνει η συμπεριφορά του, να σκέφτεσαι πόσο υποφέρει εκείνος. Να μην σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Όταν φωνάζει δίχως λόγο, να ξέρεις πως το τελευταίο πράγμα που θέλει στον κόσμο είναι να σε πληγώσει, όμως οι λέξεις βγαίνουν αβίαστα από το στόμα του δίχως να μπορεί να τις ελέγξει.
Δεν εξηγείται η εφηβεία, δεν μπορεί να σου πει τι αισθάνεται. Εσύ όμως μπορείς να δώσεις εκείνο που πάντα έχεις σαν γονιός. Αγάπη και υπομονή. Κι όταν τα χρόνια περάσουν, θα κοιτάξεις πίσω και θα καταλάβεις πως άδικα πάλευες να εξηγήσεις αυτό το φαινόμενο που δεν ήταν τίποτε άλλο από κάποιον επισκέπτη απρόσκλητο που είχε τρυπώσει στο σώμα και την ψυχή του και έκανε κουμάντο μέσα του.
Ο Σαίξπηρ, αναφέρεται στους εφήβους με τα παρακάτω λόγια: «Μακάρι να κοιμούνταν και να ξυπνούσαν όταν θα είχαν πια ενηλικιωθεί», που τουλάχιστον σε εμένα λειτούργησαν σαν το δικό μου ευαγγέλιο για να μπορέσω να αντέξω και να κατανοήσω όσο μπόρεσα, την εφηβεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου