Νόστος και Ύπνος
Με το τέλος των εγκιβωτισμένων Απολόγων και της δωδέκατης ραψωδίας ολοκληρώνεται ο εξωτερικός νόστος και ανοίγει το δεύτερο μέρος του έπους, αφιερωμένο πλέον στον εσωτερικό νόστο: στα προηγούμενά του, στη δραματική του ακμή και στα κατευναστικά παρεπόμενά του. Τα δύο, ωστόσο, μέρη της Οδύσσειας δεν χωρίζονται μεταξύ τους με αφηγηματικό ρήγμα. Υπάρχουν, όπως υπογραμμίστηκε ήδη, πρόσωπα, θέματα και μοτίβα του πρώτου μέρους που λειτουργούν ως συνδετικές προκαταβολές για το δεύτερο μέρος. Στα συνειρμικά θέματα αυτής της κατηγορίας ανήκει και το ζεύγος "νόστος και ύπνος", το οποίο στο πρώτο μέρος της δέκατης τρίτης ραψωδίας γνωρίζει την κορύφωσή του.
Μόλις έχει κλείσει η μακρά διήγηση των Απολόγων. Η γοητεία της έχει αφήσει τους ακροατές Φαίακες κατάπληκτους και σιωπηλούς. Η σιωπή όμως μπορεί να προαναγγέλλει και το τέλος μιας διήγησης, εκτός κι αν κάποιος τολμήσει να τη σπάσει. Αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνει τώρα ο Αλκίνοος. Επικυρώνει την πομπή του ήρωα προς την Ιθάκη και προχωρεί στην πραγματοποίηση του νόστου του. Το κεφάλαιο της πομπής μοιράζεται και πάλι σε τρία υποκεφάλαια: ετοιμασία, θαλάσσιο ταξίδι, άφιξη στην Ιθάκη.
Στο μεταξύ έχει μεσολαβήσει ο λίγος ύπνος της προηγούμενης νύχτας, και η επόμενη μέρα σκηνοθετείται ως εναγώνιος χρόνος αναμονής του Οδυσσέα. Όσο οι Φαίακες απολαμβάνουν το γεύμα τους και το τελευταίο τραγούδι του Δημοδόκου, ο ήρωας, προσηλωμένος στον πάμφωτο ήλιο, περιμένει πώς και πώς τη δύση του (η παρομοίωση στους στίχους ν 31-35, που εξεικονίζει τη δραματική αναμονή του Οδυσσέα, είναι από τις διασημότερες της Οδύσσειας).
Όταν, επιτέλους, ο ήλιος βασιλεύει, ο Οδυσσέας μιλά: ευχαριστεί και αποχαιρετά τους φιλόξενους Φαίακες, ειδικότερα τον Αλκίνοο και την Αρήτη, που θα παίξουν ρόλο προπομπών. Με την προσωπική επίβλεψη του Αλκινόου φτάνουν τα ξένια δώρα στο πλοίο, ενώ η Αρήτη διατάσσει τρεις σκλάβες της να ακολουθήσουν τον Οδυσσέα: η μία κρατώντας πανωφόρι και χιτώνα· η δεύτερη γερή και πολύτιμη κασέλα· η τρίτη ψωμί και κρασί. Έφτασε, επιτέλους, η ώρα της αναχώρησης· ο Οδυσσέας περνά το κατώφλι του παλατιού.
Έμπιστοι ναυτικοί των Φαιάκων βολεύουν τις προμήθειες στο καράβι, στρώνουν στην κουβέρτα του πλοίου στρωσίδια για να κοιμηθεί ο ξένος. Εκείνος πλαγιάζει αμίλητος, οι πρυμάτσες λύνονται, τα κουπιά χτυπούν το κύμα και το καράβι τρέχει σαν μαγεμένο. Στο μεταξύ, ο Οδυσσέας βυθίζεται σε ύπνο που ορίζεται ως «αξύπνητος, γλυκύτατος, παρόμοιος με θάνατο (νήγρετος, ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς, ν 80). Έτσι, ύπνος και νόστος ζευγαρώνουν, λοξοκοιτάζοντας προς το ομόλογο ζεύγος του "ύπνου - θανάτου".
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για τον ενύπνιο, παρ' ολίγον θανάσιμο, νόστο του Οδυσσέα, ο οποίος ερμηνεύθηκε, άλλοτε κυριολεκτικά, άλλοτε αλληγορικά, με πολλούς και αποκλίνοντες τρόπους. Εδώ ενδιαφέρει προπαντός η ποιητική του λειτουργία, σε σύγκριση πάντοτε προς τα ομόθεμα συμφραζόμενα της Οδύσσειας.
Γιατί υπάρχουν προς σύγκριση και άλλα παραδείγματα, στο πλαίσιο του εξωτερικού νόστου, που συνδέουν τον ύπνο με τον θάνατο, αντιθετικά και θετικά. Αναφέρονται πρώτα τα αντιθετικά παραδείγματα. Στο επεισόδιο του Αιόλου και της Αιολίας, εξοντωμένος ο Οδυσσέας από τον κυβερνητικό του κάματο, αφήνει για λίγο από τα χέρια του το δοιάκι και αποκοιμιέται, ενώ στο βάθος αχνοφαίνονται κιόλας τα βουνά της Ιθάκης. Τότε ακριβώς, περίεργοι και νήπιοι, οι εταίροι ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, οι ενάντιοι άνεμοι απελευθερώνονται, ο συλλογικός νόστος ματαιώνεται.
Δραματικότερο και τελεσίδικο αποδεικνύεται το άλλο αρνητικό παράδειγμα, της Θρινακίας. Απελπισμένος ο Οδυσσέας από την παρατεινόμενη νηνεμία και την αβάσταχτη πείνα, ανεβαίνει στο βουνό για να προσευχηθεί. Εκεί όμως οι θεοί τον αποκοιμίζουν, οπότε οι εταίροι υποχωρούν στα ακαταμάχητα επιχειρήματα του Ευρυλόχου, σφάζουν και τρώνε τα ιερά γελάδια του Ήλιου, χάνοντας έτσι μια για πάντα τον νόστο τους.
Το θετικό, εξάλλου, παράδειγμα εντοπίζεται στο τέλος της πέμπτης ραψωδίας. Ημιθανής και εξαγριωμένος από το ναυάγιο, ο ήρωας αναπλέει επιτέλους, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τις ροές του ποταμού της Σχερίας, πατά στις όχθες του και σώζεται. Άγρυπνος πολλά μερόνυχτα, γυρεύει τώρα κάπου να πλαγιάσει για να κοιμηθεί. Ανακαλύπτει μόνος του και μόνος του ταιριάζει κάτω από ένα σύδενδρο το αυτοσχέδιο στρώμα του. Τότε η Αθήνα του χαρίζει βαθύτατο ύπνο, που θα τον μεταφέρει από τη θανάσιμη εξάντληση των κυμάτων στη φιλόξενη πλέον πόλη των Φαιάκων.
Τόσο τα αντιθετικά όσο και το θετικό παράδειγμα συνδέουν άμεσα τον ύπνο με τον νόστο, έμμεσα τον ύπνο με τον θάνατο. Σ' αυτό, λοιπόν, το σύμπλεγμα "ύπνος - νόστος - θάνατος" πρέπει να ενταχθεί και ο ενύπνιος νόστος του ήρωα στη δέκατη τρίτη ραψωδία, που φαντάζει σαν ύπνος - θάνατος. Υπενθυμίζεται ότι η αρχαϊκή μυθολογία θέλει τον Ύπνο και τον Θάνατο αδέρφια.
Το ζήτημα είναι πού σκοπεύει ο βαθύτατος αυτός ύπνος. Την απάντηση σε τούτο το ερώτημα τη δίνει ο στ. 92: δὴ τότε γ' ἀτρέμας εὗδε, λελασμένος ὅσσ' ἐπεπόνθει. Που πάει να πει: σ' αυτόν τον βαθύ, σχεδόν θανάσιμο ύπνο βουλιάζουν όλα τα προηγούμενα βάσανα του Οδυσσέα και λησμονούνται. Έτσι, η υποχώρηση του εξωτερικού νόστου προσφέρει χώρο για τον εσωτερικό νόστο - ένα είδος αντιμεταχώρησης.
Κατά τα άλλα, η ενύπνια άφιξη του ήρωα στην Ιθάκη βοήθησε τον ποιητή της Οδύσσειας να αποφύγει σε τούτο το σημείο λίγο πολύ το μελόδραμα. Γιατί, αν πλησίαζε και έφτανε στην Ιθάκη ο Οδυσσέας ξύπνιος, δύσκολα η αφήγηση θα μπορούσε να αποτρέψει τις αισθηματολογίες. Ενώ τώρα, μέσα στη λήθη και στον λήθαργο του ύπνου, υπόκειται η στοχαστική σιωπή, που συμπυκνώνει με ανεπανάληπτο τρόπο όσα λόγια δεν λέγονται και όσα αισθήματα δεν ομολογούνται. Όταν ο Οδυσσέας ξυπνά την επόμενη μέρα, είναι σάμπως να ξαναγεννιέται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου