Ο Σόλωνας στον Επιμενίδη
Φαίνεται πως ούτε οι δικοί μου νόμοι επρόκειτο να ωφελήσουν πολύ την πόλη μου ούτε και εσύ την ωφέλησες καθαρίζοντάς την. Οι θεοί και οι νομοθέτες δεν μπορούν από μόνοι τους να ωφελήσουν τις πόλεις· αυτό μπορούν να το κάνουν εκείνοι που γίνονται πάντοτε οι οδηγοί του κόσμου με το μυαλό και τα σχέδια που έχουν.
Αν η διακυβέρνηση είναι σωστή, οι θεοί και οι νόμοι είναι ωφέλιμοι· αν, αντίθετα, είναι κακή, θεοί και νόμοι δεν ωφελούν σε τίποτε.
Ούτε είναι καλύτεροι από άλλους οι δικοί μου νόμοι και όσα εγώ νομοθέτησα· αυτοί που έκαναν υποχωρήσεις ήταν που έκαναν κακό στην πόλη, αυτοί που δεν εμπόδισαν τον Πεισίστρατο να πάρει την τυραννίδα. Κανένας δεν με πίστευε, όταν έκανα τις προβλέψεις μου· εκείνος, κολακεύοντας τους Αθηναίους, θεωρήθηκε πιο άξιος να του χαρίσουν την εμπιστοσύνη τους από ότι εγώ που τους έλεγα την αλήθεια.
Αποθέτοντας τα όπλα μου μπροστά στο οίκημα του στρατηγού, είπα πως είμαι πιο έξυπνος από εκείνους που δεν καταλάβαιναν ότι ο Πεισίστρατος θέλει να γίνει τύραννος και πιο γενναίος από αυτούς που διστάζουν να του αντισταθούν – κι αυτοί έλεγαν ότι ο Σόλωνας είναι τρελός.
Στο τέλος έβαλα μάρτυρα την πατρίδα μου: “Πατρίδα, εγώ ο Σόλωνας είμαι έτοιμος να σε υπερασπισθώ με λόγια και με έργα, αυτοί όμως με θεωρούν τρελό. Φεύγω λοιπόν από τη μέση ως ο μόνος εχθρός του Πεισίστρατου· κι αυτοί, αν έτσι θέλουν, ας γίνουν και σωματοφύλακές του”.
Γιατί, να ξέρεις, φίλε μου, ο άνθρωπος κυνήγησε την τυραννίδα με όλες τις δυνάμεις του.
Άρχισε με δημαγωγίες· ύστερα, αφού αυτοτραυματίστηκε, παρουσιάστηκε στην Ηλιαία και, φωνάζοντας ότι τα τραύματα του τα έκαναν οι εχθροί του, ζητούσε να του δώσουν φρουρά από τετρακόσιους νεότατους άντρες· κι εκείνοι, παρακούοντάς με, του έδωσαν τους άντρες που ζήτησε – άντρες που κρατούσαν ρόπαλα. Αμέσως μετά κατέλυσε τη δημοκρατία.
Αλήθεια, άδικα αγωνιζόμουν να απαλλάξω τους φτωχούς Αθηναίους από τη δουλεία τους· δες τους τώρα που έγιναν όλοι τους δούλοι ενός, του Πεισίστρατου.
Σόλων Ἐπιμενίδη
Οὔτε οἱ ἐμοί θεσμοί ἄρα Ἀθηναίους ἐπιπολύ ὀνήσειν ἔμελλον, οὔτε σύ καθήρας τήν πόλιν ὤνησας· τό τε γάρ θεῖον καί οἱ νομοθέται οὐ καθ’ ἑαυτά δύνανται ὀνῆσαι τάς πόλεις, οἱ δέ ἀεί τό πλῆθος ἄγοντες ὅπως ἄν γνώμης ἔχωσιν. οὕτω δέ καί τό θεῖον καί οἱ νόμοι, εὖ μέν ἀγόντων, εἰσίν ὠφέλιμοι· κακῶς δέ ἀγόντων, οὐδέν ὠφελοῦσιν…
Φαίνεται πως ούτε οι δικοί μου νόμοι επρόκειτο να ωφελήσουν πολύ την πόλη μου ούτε και εσύ την ωφέλησες καθαρίζοντάς την. Οι θεοί και οι νομοθέτες δεν μπορούν από μόνοι τους να ωφελήσουν τις πόλεις· αυτό μπορούν να το κάνουν εκείνοι που γίνονται πάντοτε οι οδηγοί του κόσμου με το μυαλό και τα σχέδια που έχουν.
Αν η διακυβέρνηση είναι σωστή, οι θεοί και οι νόμοι είναι ωφέλιμοι· αν, αντίθετα, είναι κακή, θεοί και νόμοι δεν ωφελούν σε τίποτε.
Ούτε είναι καλύτεροι από άλλους οι δικοί μου νόμοι και όσα εγώ νομοθέτησα· αυτοί που έκαναν υποχωρήσεις ήταν που έκαναν κακό στην πόλη, αυτοί που δεν εμπόδισαν τον Πεισίστρατο να πάρει την τυραννίδα. Κανένας δεν με πίστευε, όταν έκανα τις προβλέψεις μου· εκείνος, κολακεύοντας τους Αθηναίους, θεωρήθηκε πιο άξιος να του χαρίσουν την εμπιστοσύνη τους από ότι εγώ που τους έλεγα την αλήθεια.
Αποθέτοντας τα όπλα μου μπροστά στο οίκημα του στρατηγού, είπα πως είμαι πιο έξυπνος από εκείνους που δεν καταλάβαιναν ότι ο Πεισίστρατος θέλει να γίνει τύραννος και πιο γενναίος από αυτούς που διστάζουν να του αντισταθούν – κι αυτοί έλεγαν ότι ο Σόλωνας είναι τρελός.
Στο τέλος έβαλα μάρτυρα την πατρίδα μου: “Πατρίδα, εγώ ο Σόλωνας είμαι έτοιμος να σε υπερασπισθώ με λόγια και με έργα, αυτοί όμως με θεωρούν τρελό. Φεύγω λοιπόν από τη μέση ως ο μόνος εχθρός του Πεισίστρατου· κι αυτοί, αν έτσι θέλουν, ας γίνουν και σωματοφύλακές του”.
Γιατί, να ξέρεις, φίλε μου, ο άνθρωπος κυνήγησε την τυραννίδα με όλες τις δυνάμεις του.
Άρχισε με δημαγωγίες· ύστερα, αφού αυτοτραυματίστηκε, παρουσιάστηκε στην Ηλιαία και, φωνάζοντας ότι τα τραύματα του τα έκαναν οι εχθροί του, ζητούσε να του δώσουν φρουρά από τετρακόσιους νεότατους άντρες· κι εκείνοι, παρακούοντάς με, του έδωσαν τους άντρες που ζήτησε – άντρες που κρατούσαν ρόπαλα. Αμέσως μετά κατέλυσε τη δημοκρατία.
Αλήθεια, άδικα αγωνιζόμουν να απαλλάξω τους φτωχούς Αθηναίους από τη δουλεία τους· δες τους τώρα που έγιναν όλοι τους δούλοι ενός, του Πεισίστρατου.
Σόλων Ἐπιμενίδη
Οὔτε οἱ ἐμοί θεσμοί ἄρα Ἀθηναίους ἐπιπολύ ὀνήσειν ἔμελλον, οὔτε σύ καθήρας τήν πόλιν ὤνησας· τό τε γάρ θεῖον καί οἱ νομοθέται οὐ καθ’ ἑαυτά δύνανται ὀνῆσαι τάς πόλεις, οἱ δέ ἀεί τό πλῆθος ἄγοντες ὅπως ἄν γνώμης ἔχωσιν. οὕτω δέ καί τό θεῖον καί οἱ νόμοι, εὖ μέν ἀγόντων, εἰσίν ὠφέλιμοι· κακῶς δέ ἀγόντων, οὐδέν ὠφελοῦσιν…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου