Ὅσο πιό πολύ ἐξετάζει κανείς ἀπό κοντά τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τόσο περισσότερο ἡ δομή του ἀποκαλύπτει μιά λεπτόλογη ὀργάνωση. Φαίνεται πώς καμιά λέξη δεν ἔχει μπεῖ στήν τύχη· παντοῦ οἱ πράξεις ὀργανώνονται σέ σύνολα μέ συνοχή, οἱ γραμμές γίνονται ὅλο καί πιό σαφεῖς, οἱ στόχοι στέκουν ἀντιμέτωποι μέ τά ἐπιτεύγματα· τά ἐπιχειρήματα ὀξύνονται, ἀντιστρέφονται, ἀφήνοντας νά προβάλλει, σιγά σιγά, μιά κρίση αὐστηρά ἀκριβόλογη· οἱ συλλογισμοί συμπλέκονται γιά νά ὑπηρετήσουν μιάν ἀλήθεια, γιά τήν ὁποία δέν ξέρουμε πιά νά ποῦμε ἄν τήν ἀποκαλύπτουν ἤ ἄν τήν ἐπινοοῦν.
Ὅλα ὅμως αὐτά ἔχουν πάντα ὥς στόχο να διευκολύνουν τή μεταφορά μέ τήν ὁποία, σιγά σιγά, ὅλα παίρνουν ἕνα νόημα, καθώς κάθε στοιχεῖο ἔρχεται νά ἐνταχθεῖ μέσα σέ ἕνα σαφές σύστημα ἀπό κατανοητές συσχετίσεις, ὅπου τό πῶς καί τό γιατί ἐγγράφονται μέ ἴση ἀκρίβεια.
Ὥστόσο, αὐτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό δέν πρέπει νά μᾶς κάνει νά ξεχνάμε ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἔχει γράψει, πρίν ἀπό ὅλα, ἕνα ἔργο ἱστορικό. Καί ἡ μεγαλύτερη ἀξία τῆς μεταφορᾶς πού πραγματοποιεῖ εἶναι ἀκριβῶς ὅτι συντελεῖται μέσα σ’ ἕνα ἀφηγηματικό πλαίσιο, χωρίς ὁ ἴδιος νά ἐκβιάσει ἥ νά παραποιήσει τό παραμικρό μέσα στήν ἀφήγηση.
Πράγματι, ἡ αὐστηρή ἀκρίβεια δέν ἀποκλείει οὔτε τό χρῶμα οὔτε την προσαρμοστικότητα. Στις ἀφηγήσεις τοῦ Θουκυδίδη δέν ὕπάρχουν πλάσματα, γεγονότα, χειρονομίες, ὅλα ἐντελῶς ξεχωριστά. Τά προβλεπόμενα γιά τήν ἐξιστόρηση τῶν περιστατικῶν πλαίσια προσαρμόζονται ἀνάλογα με τις περιστάσεις. Τήν ἄλφα μάχη ὁ Θουκυδίδης δέν τήν ἀφηγεῖται ὅπως τή βήτα, οὔτε αὐτή τή δημηγορία τήν ἔχει συνθέσει ὅπως τή διπλανή της. Καί πάνω ἀπ’ ὅλα ποτέ δέν περνᾶ ἀπότομα ἀπό τήν ἀφήγηση στόν ἀποδεικτικό συλλογισμό, ἀπό τό μεμονωμένο περιστατικό στό νόμο μέ τό καθολικό κύρος. Ἡ ἀφήγηση φαίνεται σάν λογική συνέπεια ἑνός ἀποδεικτικοῦ συλλογισμοῦ, τό μεμονωμένο περιστατικό ἀφήνει νά διαφανεῖ μιά ἐνδεχόμενη ἐπανάληψή του· ποτέ ὅμως ὁ Θουκυδίδης δέν ἐπιβεβαιώνει κάτι ὁ ἴδιος· ἑπομένως, δέν διατρέχει ποτέ τόν κίνδυνο νά πεῖ πάρα πολλά. Πιστεύει πώς ἡ ἀπόλυτη διαύγεια τῶν νοημάτων εἶναι ὁ στόχος πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά τείνει ἡ ἱστορία, ἄν καί δέν μπορεῖ ποτέ νά τόν φτάσει.
Καί αυτό τό διπλό γνώρισμα τοῦ ἱστορικοῦ ἔργου, τῆς historica rerum gestarum, μπορεῖ ἐπίσης νά προσδιορίσει τή στάση τοῦ Θουκυδίδη ἀπέναντι στήν ἱστορική ἐξέλιξη, τίς «res gestae».
Πράγματι, ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη ὑποδηλώνει τόν ὀρθολογικό χαρακτήρα του. Οἱ λογικές συσχετίσεις τίς ὁποίες ἐπισημαίνει ἡ ἀφήγηση τοῦ ἱστορικοῦ, ὑπάρχουν χωρίς ἀμφιβολία, στά μάτια του, ἀνάμεσα στά γεγονότα, ἀνεξάρτητα ἀπό τή σκέψη πού τά συλλαμβάνει.
Ὅταν φέρνει στό φῶς, μέ αὐστηρή ἀκρίβεια, ἕνα λεπτομερέστατο σύστημα ἀπό αἴτια καί ἀποτελέσματα, παραδέχεται, φυσικά, πώς τήν πραγματικότητα τήν κυβερνοῦσαν αὐτές οἱ λογικές ἀλληλουχίες. Μποροῦμε, μάλιστα, νά ποῦμε κάτι περισσότερο. Γιατί τά στοιχεῖα πού προσπαθεῖ νά βάλει σέ τάξη, δέν ἔρχονται, σάν κάτι τό ἀναπάντεχο, νά παίξουν κάποιο ρόλο πού θά μπορούσαμε μόνο νά τόν διαπιστώσουμε· ὅσο γίνεται, ὁ Θουκυδίδης τά τοποθετεῖ μέσα σέ ἕνα διαλεκτικό σύστημα. Ὑποδηλώνει ὥς ποιό βαθμό θά ἦταν δυνατό ἀπό πρίν νά ὑπολογιστεῖ ἡ σημασία τους, νά προβλεφτεῖ ἡ ἐπίδρασή τους, νά χρησιμοποιηθεῖ ἤ νά διορθωθεῖ ἡ παρέμβασή τους. Καί γι’ αὐτό παραδέχεται πώς μπορεῖ νά υπάρχουν ὅρισμένοι κανόνες, νά ὑπάρχουν σταθερές, στίς ὁποίες πρέπει, κανονικά, νά ὑπακούουν τά γεγονότα.
Τό πρόβλημα ὥς ποιο σημεῖο ἡ ἱστορία, ὅπως την ἀντιλαμβάνεται ὁ Θουκυδίδης, εἶναι σε θέση να ἐπισημαίνει αὐτούς τούς κανόνες, θα ἀπαιτοῦσε εἰδική μελέτη. Ὁπωσδήποτε μποροῦμε νά διαπιστώσουμε μιά διπλή παρατήρηση. Πρῶτα πρῶτα, εἶναι φανερό πώς ὁ Θουκυδίδης ἔχει τήν τάση νά ὑπακούει στούς κανόνες πού προαναφέραμε, ὅσο μπορεῖ συχνότερα. Οἱ δημηγορίες του εἶναι ὁλόκληρες διανθισμένες ἀπό παρατηρήσεις μέ καθολικό κύρος, ἀπό τίς κοινότοποες διαπιστώσεις ὥς τις μεγάλες πολιτικές ἀναλύσεις. Ἡ ἀφήγηση ὑποστηρίζεται ἀπό τίς ἀναλύσεις αὐτές· ἐπιπλέον συμβάλλει, μέ τό περιεχόμενό της, γιά νά ἐπισημαίνονται γενικές συσχετίσεις· καθώς ἀνάγονται στίς οὐσιαστικές τους γραμμές καί συνδέονται μέ τά βαθύτερά τους αἴτια, τά γεγονότα παίρνουν ἀπό μόνα τους ἀξία παραδειγμάτων· καί οἱ λογικές τους ἀλληλουχίες γίνονται πρόσφορες γιά ἐπανάληψη. Ἡ ἴδια πολιτική ἀναγκαιότητα προσδίδει ἑνότητα σέ μιά μεγάλη σειρά ἀπό περιστατικά· μιά στρατηγική δυσκολία ἑρμηνεύει ὁλόκληρη σειρά ἀπό στρατιωτικά γεγονότα. Ἄς προσθέσουμε ἀκόμα πώς τήν ἴδια εἰδοποιό διαφορά τήν ξαναβρίσκουμε σέ ὁλόκληρη τήν ἐξέλιξη τῆς Ἑλλάδας ἀπό τά παλιά χρόνια. Ἑπομένως τό ἀνθρώπινο γίγνεσθαι ἔχει νόμους· καί μποροῦμε νά βροῦμε, ἀνάμεσα στίς ποικίλες κρίσεις πού περνᾶ, συγγένειες πού μποροῦν να ταξινομηθοῦν καί νά προσφέρουν στή δράση καλύτερα ἐρείσματα.
Ἔχοντας τά γνωρίσματα αὐτά, ἡ ἀφήγηση τοῦ Θουκυδίδη μοιάζει καμιά φορά νά προσανατολίζεται πρός ἕνα εἶδος κοινωνιολογικῆς σκέψης· ὡστόσο εἶναι ἐπίσης ὁλοφάνερο ὅτι κανένας ἀπό τους κανόνες αὐτούς δέν προβάλλεται μέ τήν ἀπαίτηση τῆς καθολ ικῆς του ἐφαρμογῆς. Οἱ λογικές ἀλληλουχίες πού φέρνει στό φῶς ἡ ἀφήγηση ἐνδέχεται νά εἶναι πιθανές – μιά πιθανότητα πού ὁ ἱστορικός δέν ἔχει κάν διατυπώσει καθαρά· ὁπωσδήποτε δέν θά μποροῦσαν νά ἰσχυριστοῦν τίποτα περισσότερο. Δέν ἐπιτρέπουν, λοιπόν, σέ καμιά βαθμίδα νά προβλέψει τά μελλούμενα, οὔτε τοῦ μακρινοῦ μέλλοντος οὔτε τοῦ κοντινοῦ, οὔτε κάν πῶς θά ἐξελισσόταν μιά ὁρισμένη κατάσταση πού ἐνδεχομένως θά θύμιζε ἀναφερόμενες στήν ἀφήγηση συνθῆκες. Οἱ τυχαῖες συνυπάρξεις καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἀτόμων διατηροῦν πάντα τό ρόλο τους. Ἀκόμα καί οἱ πιό ἀνθεκτικές συνθήκες (ὅπως αὐτές πού φέρνει στό φῶς ἡ Ἀρχαιολογία) δέν ἔχουν κανένα λόγο νά μή μεταβληθοῦν μιά μέρα.
Ἀπ’ αὐτά ὅμως δέν θά πρέπει νά συμπεράνουμε πώς ἡ λογική, τόσο ‘ποτελεσματική ἀπέναντι στά περασμένα, εἶναι ἀνίσχυρη ἀπέναντι στά μελλούμενα. Ἡ λογική δέν μπορεῖ νά τά ξέρει οὔτε νά τά προβλέψει, μπορεῖ ὅμως νά συνεργαστεῖ γιά ἕνα καλύτερο μέλλον.
Ἀκόμα κι ἄν ἡ λογική δέν εἶναι σίγουρη γιά τό ἀποτέλεσμα, πρέπει, φαίνεται, νά προσπαθεῖ νά χρησιμοποιεῖ ὅλα της τά μέσα, μέ στόχο μιά πιό συνετή δράση. Αὐτό, τουλάχιστο, ἀκτινοβολεῖ τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη. Γιατί, ὅταν ἀσχολεῖται, μέ τόσο ἀκριβόλογες ἀναλύσεις, γιά γεγονότα πού ἔχουν πιά συμβεῖ, ὁ ἱστορικός διδάσκει, χωρίς ἀμφιβολία, πώς πρέπει τέτοιες ἀναλύσεις νά γίνονται πρίν συμβοῦν τά γεγονότα.
Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία του εἶναι, μέ δυό λόγια, μιά σειρά ἀπό ἐμπειρίες πού χρησιμεύουν ὡς ἀφετηρία γιά διάφορους ὑπολογισμούς περισσότερο ἤ λιγότερο σωστούς. Ἡ ἱστορία του παραδέχεται τήν ὕπαρξη μιᾶς πολιτικῆς καί στρατιωτικῆς νόησης, ἱκανῆς νά περιορίζει, σέ μεγάλο βαθμό, τήν ἀβεβαιότητα ταῦ μέλλοντος.
Αὐτό τό νόημα ἔχουν σίγουρα καί οἱ ὡραῖες δηλώσεις τοῦ Περικλῆ στόν Ἐπιτάφιο, ὅταν ἐπιβεβαιώνει την ἀξία τῆς συζήτησης: «…δέν πιστεύουμε πώς φτάσουμε νά ἐνεργήσουμε ὅσα πρέπει, αὐτό εἶναι πού θαρροῦμε τό πιό βλαβερό» (Β 40.2). Καί ὁ Διόδοτος ξαναθυμίζει ἀργότερα τήν ἴδια ίδέα: «ὅποιος ἰσχυρίζεται ὅτι τά λόγια δέν διαφωτίζουν τά ἔργα, ἤ εἶναι ἀνόητος ἤ σκέπτεται μέ ἰδιοτέλεια· εἶναι ἀνόητος ἄν νομίζει πώς ὑπάρχει ἄλλος τρόπος να ρίξουμε φῶς στά ἀβέβαια μελλούμενα» (Γ.42.2).
Και οἱ συλλογισμοί ὅμως αὐτοί, πού θά τους ἔχουμε ἔτσι συζητήσει, μπορεῖ πάντα νά βγοῦν, χωρίς νά τό περιμένουμε, λανθασμένοι. Ὁ Περκλῆς, πού εἶναι μέσα σέ ὁλόκληρο τό ἔργο τό πιό ἀξιοθαύμαστο παράδειγμα ἑνός ἀνθρώπου πού ξέρει νά θεμελιώνει τήν πολιτική του πάνω στόν ὀρθό λόγο καί νά μελετᾶ ὅλη τή συμπεριφορέ του, τελειώνει, ὡστόσο, μέ μιά ἀποτυχία. Καί αὐτό δέν θά τόν εἶχε αἰφνιδιάσει καί πολύ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος θυμίζει: «Εἶναι ἐνδεχόμενο τά γεγονότα νά ἐξελιχθοῦν μέ τρόπο ἐξίσου ἀπρόβλεπτο ὅσο καί τά ἀνθρώπινα σχέδια· γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνηθίζουμε νά κατηγοροῦμε την τύχη γιά ὅσα συμβοῦν ἀντίθετα ἀπό τούς ὑπολογισμούς μας» (Α 140.1).
Συμπέρασμα: Στόν τρόπο πού ἀντικρίζει τή δράση, ὅπως καί στην ἱστορική μέθοδό του, ὁ Θουκυδίδης δείχνει τίς ἴδιες συνταιριασμένες τάσεις. Βάζει πάνω ἀπό ὅλα, τά δικαιώματα τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί προσπαθεῖ με ὅλα τά μέσα νά τά ἐξασφαλίσει ὅσο γίνεται περισσότερο. Ὡστόσο, ἡ πίστη μέ την ὅποία κάνει αύτή την προσπάθεια εἶναι ἀκόμα πιό ἀξιοθαύμαστη, γιατί, ποτέ, σέ κανένα πεδίο, ἐπειδή ἀκριβῶς πιστεύει στη λογική, δέν ξεχνᾶ τά ὅριά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου