ΔΑ. φεῦ, ταχεῖά γ᾽ ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις, ἐς δὲ παῖδ᾽ ἐμὸν
740 Ζεὺς ἀπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων· ἐγὼ δέ που
διὰ μακροῦ χρόνου τάδ᾽ ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς·
ἀλλ᾽, ὅταν σπεύδῃ τις αὐτός, χὠ θεὸς συνάπτεται.
νῦν κακῶν ἔοικε πηγὴ πᾶσιν ηὑρῆσθαι φίλοις.
παῖς δ᾽ ἐμὸς τάδ᾽ οὐ κατειδὼς ἤνυσεν νέῳ θράσει·
745 ὅστις Ἑλλήσποντον ἱρὸν δοῦλον ὣς δεσμώμασιν
ἤλπισε σχήσειν ῥέοντα, Βόσπορον ῥόον θεοῦ·
καὶ πόρον μετερρύθμιζε, καὶ πέδαις σφυρηλάτοις
περιβαλὼν πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν πολλῷ στρατῷ.
θνητὸς ὢν θεῶν τε πάντων ᾤετ᾽, οὐκ εὐβουλίᾳ,
750 καὶ Ποσειδῶνος κρατήσειν· πῶς τάδ᾽ οὐ νόσος φρενῶν
εἶχε παῖδ᾽ ἐμόν; δέδοικα μὴ πολὺς πλούτου πόνος
οὑμὸς ἀνθρώποις γένηται τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή.
ΒΑ. ταῦτά τοι κακοῖς ὁμιλῶν ἀνδράσιν διδάσκεται
θούριος Ξέρξης· λέγουσι δ᾽ ὡς σὺ μὲν μέγαν τέκνοις
755 πλοῦτον ἐκτήσω ξὺν αἰχμῇ, τὸν δ᾽ ἀνανδρίας ὕπο
ἔνδον αἰχμάζειν, πατρῷον δ᾽ ὄλβον οὐδὲν αὐξάνειν.
τοιάδ᾽ ἐξ ἀνδρῶν ὀνείδη πολλάκις κλύων κακῶν
τήνδ᾽ ἐβούλευσεν κέλευθον καὶ στράτευμ᾽ ἐφ᾽ Ἑλλάδα.
***
ΔΑΡΕΙΟΣ
Αχ, τί γρήγορα το τέλος ήρθε των χρησμών! κι ο Δίας
στου ίδιου του παιδιού μου επάνω το κεφάλι έκαμε έτσι
740 να ξεσπάσουν οι μαντείες· και γελιόμουν πάντα εγώ
πως οι θεοί ίσως και ν᾽ αφήναν χρόνια να περνούσαν πριν.
μα όταν ο άνθρωπος τα σπρώχνει, βάζει χέρι κι ο θεός.
Τώρα φαίνεται έχει ανοίξει για όλους τους δικούς πληγή
συμφορών κι ήτανε ο γιος μου, δίχως να καλοσκεφθεί
με της νιότης του τη βράση, που κατάφερε όλ᾽ αυτά·
που φαντάστηκε σα δούλο με αλυσίδες τον ιερό
τον Ελλήσποντο να τρέχει πως θα σταματούσε αυτός,
το θεϊκό ρέμα του Βοσπόρου, και ν᾽ αλλάξει τη μορφή
του πορθμού και βάζοντάς του σφυροχτύπητα δεσμά
στράτ᾽ απέραντη ν᾽ ανοίξει στο μεγάλο του στρατό·
κι άνθρωπος αυτός, πως όλους θα νικούσε τους θεούς
750 και μαζί τον Ποσειδώνα, πίστεψε ο άμυαλος! λοιπόν
πώς δεν ήταν του νου βλάβη που έπιασε το γιο μου αυτή;
Μα φοβούμαι, ο άπειρος ο πλούτος, τόσων κόπων μου καρπός,
μη γενεί οποιανού προφτάσει απ᾽ τους ανθρώπους αρπαγή.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τέτοια μάθαιν᾽ από φίλους, που ᾽χε γύρω τους κακούς
ο αψύς Ξέρξης· και του λέγαν πως εσύ πλούτο πολύ
μάζεψες για τα παιδιά σου στους πόλεμους· ενώ αυτός
μες στο σπίτι, όχι σαν άντρας, σέρνει μόνο το σπαθί
και καθόλου δεν αυξαίνει του πατέρα του το βιος.
τέτοιους ντροπιασμούς ν᾽ ακούει κάθε μέρα απ᾽ τους κακούς
φίλους, το ᾽βαλε στο νου του κι αποφάσισε κι αυτός
να σηκώσει κατά πάνω στην Ελλάδα το στρατό.
740 Ζεὺς ἀπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων· ἐγὼ δέ που
διὰ μακροῦ χρόνου τάδ᾽ ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς·
ἀλλ᾽, ὅταν σπεύδῃ τις αὐτός, χὠ θεὸς συνάπτεται.
νῦν κακῶν ἔοικε πηγὴ πᾶσιν ηὑρῆσθαι φίλοις.
παῖς δ᾽ ἐμὸς τάδ᾽ οὐ κατειδὼς ἤνυσεν νέῳ θράσει·
745 ὅστις Ἑλλήσποντον ἱρὸν δοῦλον ὣς δεσμώμασιν
ἤλπισε σχήσειν ῥέοντα, Βόσπορον ῥόον θεοῦ·
καὶ πόρον μετερρύθμιζε, καὶ πέδαις σφυρηλάτοις
περιβαλὼν πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν πολλῷ στρατῷ.
θνητὸς ὢν θεῶν τε πάντων ᾤετ᾽, οὐκ εὐβουλίᾳ,
750 καὶ Ποσειδῶνος κρατήσειν· πῶς τάδ᾽ οὐ νόσος φρενῶν
εἶχε παῖδ᾽ ἐμόν; δέδοικα μὴ πολὺς πλούτου πόνος
οὑμὸς ἀνθρώποις γένηται τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή.
ΒΑ. ταῦτά τοι κακοῖς ὁμιλῶν ἀνδράσιν διδάσκεται
θούριος Ξέρξης· λέγουσι δ᾽ ὡς σὺ μὲν μέγαν τέκνοις
755 πλοῦτον ἐκτήσω ξὺν αἰχμῇ, τὸν δ᾽ ἀνανδρίας ὕπο
ἔνδον αἰχμάζειν, πατρῷον δ᾽ ὄλβον οὐδὲν αὐξάνειν.
τοιάδ᾽ ἐξ ἀνδρῶν ὀνείδη πολλάκις κλύων κακῶν
τήνδ᾽ ἐβούλευσεν κέλευθον καὶ στράτευμ᾽ ἐφ᾽ Ἑλλάδα.
***
ΔΑΡΕΙΟΣ
Αχ, τί γρήγορα το τέλος ήρθε των χρησμών! κι ο Δίας
στου ίδιου του παιδιού μου επάνω το κεφάλι έκαμε έτσι
740 να ξεσπάσουν οι μαντείες· και γελιόμουν πάντα εγώ
πως οι θεοί ίσως και ν᾽ αφήναν χρόνια να περνούσαν πριν.
μα όταν ο άνθρωπος τα σπρώχνει, βάζει χέρι κι ο θεός.
Τώρα φαίνεται έχει ανοίξει για όλους τους δικούς πληγή
συμφορών κι ήτανε ο γιος μου, δίχως να καλοσκεφθεί
με της νιότης του τη βράση, που κατάφερε όλ᾽ αυτά·
που φαντάστηκε σα δούλο με αλυσίδες τον ιερό
τον Ελλήσποντο να τρέχει πως θα σταματούσε αυτός,
το θεϊκό ρέμα του Βοσπόρου, και ν᾽ αλλάξει τη μορφή
του πορθμού και βάζοντάς του σφυροχτύπητα δεσμά
στράτ᾽ απέραντη ν᾽ ανοίξει στο μεγάλο του στρατό·
κι άνθρωπος αυτός, πως όλους θα νικούσε τους θεούς
750 και μαζί τον Ποσειδώνα, πίστεψε ο άμυαλος! λοιπόν
πώς δεν ήταν του νου βλάβη που έπιασε το γιο μου αυτή;
Μα φοβούμαι, ο άπειρος ο πλούτος, τόσων κόπων μου καρπός,
μη γενεί οποιανού προφτάσει απ᾽ τους ανθρώπους αρπαγή.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τέτοια μάθαιν᾽ από φίλους, που ᾽χε γύρω τους κακούς
ο αψύς Ξέρξης· και του λέγαν πως εσύ πλούτο πολύ
μάζεψες για τα παιδιά σου στους πόλεμους· ενώ αυτός
μες στο σπίτι, όχι σαν άντρας, σέρνει μόνο το σπαθί
και καθόλου δεν αυξαίνει του πατέρα του το βιος.
τέτοιους ντροπιασμούς ν᾽ ακούει κάθε μέρα απ᾽ τους κακούς
φίλους, το ᾽βαλε στο νου του κι αποφάσισε κι αυτός
να σηκώσει κατά πάνω στην Ελλάδα το στρατό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου