Ποιο ενδιαφέρον θα είχε ενός ακόμα άρθρου για το Θουκυδίδη; Πρώτον, να ακούσετε πως προσεγγίζετε ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός. Ένα γεγονός που σημάδεψε την αρχαιότητα. Ένα γεγονός- και εννοώ τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- που η αβέβαιη έκβασή του, όταν άρχισε, θα προδιέγραφε δύο διαφορετικές πορείες του αρχαίου κόσμου. Ίσως να ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα αν αντί για τη Σπάρτη κέρδιζε τον πόλεμο η Αθήνα. Ίσως ήταν ένας πόλεμος ίσης σπουδαιότητας με τους μηδικούς πολέμους.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον που μπορεί να έχει η σύντομη παρουσίασή μου ίσως έγκειται στο γεγονός ότι μια προσέγγιση, προσπαθεί να προβάλλει τα θέματα που προσεγγίζει στο σήμερα. Και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ιδίως ο περίφημος διάλογος με τους Μηλίους προσφέρεται για σύγχρονα διδάγματα. Θα έλεγα όχι μόνο ο διάλογος με τους Μηλίους.
Η φύση του ιμπεριαλισμού, η ανάγκη, ας την ονομάσουμε έτσι, που ωθεί μια δύναμη να αναπτύσσεται, είναι η ίδια από την αρχαία εποχή ως σήμερα. Ιδίως αν η επιβίωση αυτής της δύναμης εξαρτάται από προϋποθέσεις ιμπεριαλιστικής επέκτασης, η επέκταση αυτή όχι μόνο δεν μπορεί να αποφευχθεί αλλά και αποτελεί αδήριτη ανάγκη.
Διαφορετικά επέρχεται η πτώση.
Τελικά, έχει κανένα νόημα να επισημαίνει κανείς τις παρενέργειες μιας ιμπεριαλιστικής συμπεριφοράς, όταν η συμπεριφορά αυτή αποτελεί νομοτέλεια για δυνάμεις που επέλεξαν την ιμπεριαλιστική επέκταση και ωφελήθηκαν τα μέγιστα στην υλική ανάπτυξη του επιπέδου ζωής και πολιτισμού της κοινωνίας τους αλλά και των υποδομών τους;
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ «ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑ»
Η Αθήνα δεν επέδειξε ιμπεριαλιστική συμπεριφορά μόνο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ανάλογη ήταν η συμπεριφορά της κατά την «Πεντηκονταετία», την περίοδο δηλαδή από το 478 ως το 431 η οποία στα κεφάλαια της ιστορίας επιγράφεται και ως «Αθηναϊκή ηγεμονία».
Για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της ηγεμονίας της η Αθήνα δημιούργησε έναν, σημαντικό αριθμητικά, γραφειοκρατικό μηχανισμό τον οποίο πλήρωνε από τους φόρους της Ηγεμονίας.
Η συμφωνία που πέτυχε η Αθήνα με τη Σπάρτη με την τριαντάχρονη ειρήνη (445 π.χ.) άφησε τον Περικλή απερίσπαστο να ολοκληρώσει τη μεταμόρφωση της Συμμαχίας της Δήλου σε Ηγεμονία.
Η μια μετά την άλλη οι πόλεις κράτη της Συμμαχίας υποτάχθηκαν στην Αθήνα και τελικά μόνο η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος διατήρησαν την αυτονομία τους. Αυτές οι πόλεις-κράτη δεν πλήρωναν, όπως οι άλλες, φόρο, προμήθευαν όμως στην Αθήνα ναυτικές δυνάμεις.
Δεν γίνονταν πια συνελεύσεις της Συμμαχίας και το ταμείο της είχε μεταφερθεί στην Αθήνα (454 π.χ.) επειδή ο κίνδυνος από την Περσία παρουσιαζόταν απειλητικός και οι αξιωματούχοι της Συμμαχίας, οι Ελληνοταμίες, ήταν φυσικά Αθηναίοι άρχοντες.
Το 444 π.χ. ένα χρόνο ύστερα από την υπογραφή της τριαντάχρονης ειρήνης, ο Περικλής πρότεινε να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα της Ηγεμονίας για δημόσια έργα στην Αθήνα.
Οι Αθηναίοι ανάγκασαν τους Συμμάχους να δεχτούν το δικό τους νομισματικό σύστημα, όπως και τα μέτρα και τα σταθμά τους, ενώ τα τοπικά νομισματοκοπεία περιορίστηκαν στην κοπή νομισμάτων μικρής αξίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως για όλα αυτά οι Αθηναίοι έγιναν αντιπαθητικοί σε πολλές περιοχές και σε πολλούς μέσα στην ίδια τους την ηγεμονία.
Η ελευθερία και η αυτονομία ήταν εξαιρετικά πολύτιμα αγαθά για τους έλληνες και οι αθηναίοι τα είχαν θίξει και τα δύο.
Φυσικά λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν πως σε έναν κόσμο, όπου δύο μεγάλες δυνάμεις είχαν φθάσει σε υπεροχή, η τέλεια ελευθερία στην εξωτερική πολιτική δεν ήταν ούτε κατορθωτή ούτε επιθυμητή για τα μικρά κράτη.
Οι Αθηναίοι ασκούσαν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στους συμμάχους τους, χωρίς να τους αφήνουν να συμμετέχουν στη λήψη σπουδαίων αποφάσεων. Και ούτε καν σκέφτονταν να τους παραχωρήσουν πολιτικά δικαιώματα αν και είναι απίθανο ότι οι σύμμαχοι θα δέχονταν κάτι τέτοιο.
Όμως σε καμιά περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας δεν είχε γνωρίσει τόσο μεγάλη ευημερία αυτή η περιοχή.
Υπ αυτές τις συνθήκες τα αισθήματα των συμμάχων απέναντι στην Αθήνα ήταν ανάμεικτα: και καλά και κακά.
ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ- ΠΟΤΙΔΑΙΑ- ΜΕΓΑΡΑ
Είναι γνωστόν ότι υπήρξαν τρία μεγάλα γεγονότα την περίοδο της Πεντηκονταετίας τα οποία, θεωρείται ότι αποτέλεσαν την αφορμή για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στα οποία η συμπεριφορά των Αθηναίων κρίνεται ως ιμπεριαλιστική: τα Κερκυραϊκά, η Ποτίδαια και το Μεγαρικό ψήφισμα.
Η ευχάριστη κατάσταση που δημιούργησε η ειρήνη του 445 π.χ. μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης ανατράπηκε απότομα με την έκρηξη ενός εμφυλίου πολέμου στην Επίδαμνο, μια ασήμαντη κερκυραϊκή αποικία στην ακτή της Αδριατικής, μακριά από το κέντρο των ελληνικών υποθέσεων. Η Κόρινθος μπλέχτηκε σε πόλεμο με την ουδέτερη Κέρκυρα η οποία ζήτησε την αθηναϊκή βοήθεια. Οι αθηναίοι βρέθηκαν σε δίλημμα αλλά στο τέλος έκαναν αμυντική συμμαχία με τους Κερκυραίους και έστειλαν συμβολική δύναμη από δέκα πλοία για να προειδοποιήσουν τους Κορινθίους να κρατηθούν μακριά.
Στη ναυμαχία στα Σύβοτα, το 433 π.χ. ο αθηναϊκός στόλος κατάφερε να εμποδίσει τους Κορινθίους να εκδικηθούν τους Κερκυραίους . Γι αυτήν, όμως, την ενέργεια η Αθήνα επέσυρε το μίσος των Κορινθίων που βάλθηκαν τώρα να παρασύρουν τη Σπάρτη στον πόλεμο για να καταστρέψουν την Αθηναϊκή Ηγεμονία.
Μια δεύτερη αιτία στενοχώριας ήρθε από το βορρά.
Η Ποτίδαια αν και αποικία της Κορίνθου, ήταν μέλος της Αθηναϊκής Ηγεμονίας.
Αγανακτισμένη από την αύξηση του φόρου που της επιδικάστηκε αλλά και για άλλους λόγους, η Ποτίδαια ήταν έτοιμη το 432 να επαναστατήσει.
Η Αθήνα ζήτησε από την Ποτίδαια να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της και όταν η Ποτίδαια αρνήθηκε, έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις για να πολιορκήσουν την πόλη. Η Κόρινθος αντέδρασε στέλνοντας βοήθεια στην πόλη.
Σχεδόν ταυτόχρονα, το χειμώνα του 432-431 π.χ. ο Περικλής αποφάσισε να τιμωρήσει τα Μέγαρα- μια από τις λίγες πόλεις της Πελοποννησιακής Συμμαχίας που πολέμησαν στο πλευρό της Κορίνθου στη ναυμαχία των Συβότων- και έτσι να αποθαρρύνει άλλα πελοποννησιακά κράτη να ανακατευτούν.
Δεν έκανε επίθεση στα Μέγαρα αλλά θέσπισε ένα ψήφισμα αποκλείοντάς τα από τα λιμάνια και τις αγορές της Αθήνας και της ηγεμονίας της. Αυτή η ενέργεια θα τιμωρούσε αυστηρά τα Μέγαρα, δεν αποτελούσε όμως παραβίαση της ειρήνης. Η Κόρινθος έπεισε τους Σπαρτιάτες ότι η Αθήνα ήταν μια αδιάκοπα επιθετική δύναμη με την οποία δεν μπορούσε πια να ζήσει ειρηνικά. Οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να πολεμήσουν «για να απελευθερώσουν τους Έλληνες».
Το Μάρτιο του 431 π.χ. ήταν η Θήβα που άναψε, τελικά, τη φωτιά στον ελληνικό κόσμο. Για να εξαναγκάσει τις Πλαταιές, που ήταν σύμμαχος της Αθήνας, να προσχωρήσουν στο βοιωτικό Κοινό, πολιόρκησε την πόλη. Ο πόλεμος άρχισε.
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΥ
Δεν υπάρχει αρχαία ελληνική λέξη που να αποδίδει την έννοια «ιμπεριαλισμός». Εκτός από μια που χρησιμοποιείται για το γεγονός της κυριαρχίας, ή για το σύνολο των κυριαρχούμενων λαών. Είναι η λέξη αρχή.
Εν τούτοις, ο ιμπεριαλισμός είναι μια ιδέα πολύ σαφής για τους ‘Ελληνες, και ειδικότερα ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός.
Ο ιμπεριαλισμός αυτός αρχίζει, όπως είπαμε, να εκδηλώνεται αμέσως μετά το τέλος των Μηδικών πολέμων. Το ερώτημα είναι μόνο το πότε τελειώνει και ειδικότερα αν είναι θεμιτό να μιλάμε για αθηναϊκό ιμπεριαλισμό την ώρα ακριβώς που αρχίζει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ υποστηρίζει πως ναι. Μπορούμε να μιλάμε. Και αυτό αναλύει στο ομώνυμο βιβλίο της.
Η υπόθεση της Πύλου δεν είχε εκ των προτέρων καμιά σχέση με τον ιμπεριαλισμό. Εν τούτοις με τον τρόπο που τη διηγείται ο Θουκυδίδης και με τον λόγο που παρεμβάλλει, τη συσχετίζει με τον κατακτητικό ιμπεριαλισμό: η Πύλος αποτελεί μέσα στο έργο την απρόσμενη επιτυχία στην οποία όφειλαν να αρκεστούν οι Αθηναίοι.
Να υπενθυμίσω πως βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του πολέμου (425 π.χ.) και οι Αθηναίοι κατανίκησαν τους σπαρτιάτες.
Στο κεντρικό σημείο των διαπραγματεύσεων μιλούν μονάχα οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, και τα λόγια τους είναι μια προειδοποίηση για την αθηναϊκή φιλοδοξία: η Αθήνα, λένε, δεν πρέπει να παρασυρθεί από αυτήν την εύνοια της τύχης. Πρέπει να μετριάσει τι δίψα της για κατακτήσεις. Να μοιραστεί με τη Σπάρτη την ηγεμόνευση της Ελλάδας. Με άλλα λόγια πρέπει να βάλει φρένο στον ιμπεριαλισμό της.
Και σαν να χρειάζεται να επιβεβαιώσει ότι αυτά δεν είναι από εκείνα τα εύκολα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν κάποιοι πρέσβεις επιδιώκοντας την ειρήνη, ο Θουκυδίδης καταγγέλλει την άρνηση της Αθήνας και τη συγκεκριμένη συμπεριφορά της, βλέποντας σ αυτήν την ίδια φιλοδοξία από την οποία οι Λακεδαιμόνιοι προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν.
Στην υπόθεση της Σικελίας ο ρόλος του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού είναι περισσότερο εμφανής. Προκύπτει, όμως, καθαρά ότι ο Θουκυδίδης επέμεινε περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο και στο επεισόδιο και στην ερμηνεία του. Και δεν αρκείται να το συσχετίσει με την πλεονεξία που φανέρωσε η υπόθεση της Πύλου, δεν αρκείται να ξεχωρίσει και να δείξει τη φιλοδοξία της Αθήνας που προσδιορίζει όλα τα επεισόδια: αισθάνεται επιπλέον την ανάγκη να αναθέσει στο Συρακούσιο Ερμοκράτη την καταγγελία της.
Ο τελευταίος δηλώνει ότι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός απειλεί τη Σικελία ολόκληρη. Το βεβαιώνει επανειλημμένα με τον πιο έντονο τρόπο. Και φέρνει ως απόδειξη τη συμπεριφορά της Αθήνας σε άλλες περιπτώσεις. Απαιτεί ως εκ τούτου τη σύσταση ενός σικελικού συνασπισμού, με σκοπό την αντίσταση σ αυτή τη φιλοδοξία.
Στην υπόθεση της Βοιωτίας ο Παγώνδας δεν συμμετέχει παρά με έναν σύντομο προτρεπτικό λόγο .Όμως το αντικείμενο της πολεμικής του είναι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός και αυτόν χρησιμοποιεί για να στείλει το στρατό στη μάχη. Ο ιμπεριαλισμός της υπόθεσης της Πύλου, ο ιμπεριαλισμός της υπόθεσης της Σικελίας, επανέρχεται εδώ κατά λέξη: όστις τα μεν εαυτού έχει, του πλείονος δε ορεγόμενος εκών τινι επέρχεται.
Ο Παγώνδας υπενθυμίζει ότι η αθηναϊκή φιλοδοξία αποτελεί κίνδυνο για όλους.
Έτσι όλα τα γεγονότα μπαίνουν σε μια διάταξη με κέντρο τον ιμπεριαλισμό. Ο πόλεμος από όπου και αν κοιταχτεί μπαίνει κάτω από τον αστερισμό του ιμπεριαλισμού.
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτού του ιμπεριαλισμού ήταν η υπόθεση της Μήλου.
Επηρεασμένοι από τον Αλκιβιάδη, οι Αθηναίοι έκαναν εκστρατεία το 416 π.χ. εναντίον της Μήλου, που ήταν δωρική αποικία.
Στον περίφημο διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Μηλίους, ο Θουκυδίδης δείχνει πώς το πιο ανθρωπιστικό κράτος του αρχαίου κόσμου έφτασε να εφαρμόζει την πολιτική του δικαίου του ισχυρότερου και να καταφεύγει στην κτηνώδη βία, γεγονός που προκάλεσε το καθολικό μίσος και το φόβο και έδωσε στους εχθρούς της Αθήνας μια γερή δικαιολογία για να την ανατρέψουν.
Ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει πουθενά ούτε τις θεσμικές αρχές ούτε το έργο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού: μεταφέρει μόνο μια σειρά από ενέργειες που σημαδεύουν τη διαδικασία της εξέλιξής του. Αλλά μέσα από τις σχέσεις που εγκαθιστά μεταξύ τους, μέσα από τις αιτίες που παρεμβάλλει για να υπερασπίσει ή για να κατηγορήσει αυτές τις ενέργειες, παρέχει προφανώς τα στοιχεία μιας συστηματικής ανάλυσης.
Μια ανάλυση της αθηναϊκής φιλοδοξίας θα μπορούσε να διενεργηθεί σε πολλαπλά επίπεδα: ποια ήταν η πολιτική μορφή της και το πρόγραμμά της, ποιος ο τρόπος και ο χώρος πραγμάτωσής της, ποια η εσώτερη φύση και το ψυχολογικό κίνητρό της.
Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός στο έργο του Θουκυδίδη, εμφανίζεται, μονολιθικά, ως η πολιτική που ακολουθεί στην πράξη η Αθήνα.
Ένα μόνο, και το ίδιο πάντα, είναι το υποκείμενο που εξασφαλίζει τη συνέχεια στο έργο: οι Αθηναίοι. Υποταγμένοι σ αυτό το συλλογικό πρόσωπο, τα διάφορα άτομα φαίνονται σαν να μην ήταν παρά τα παθητικά όργανα μιας εξωτερικής προς αυτά βούλησης.
Οι οικονομικές παράμετροι έπαιζαν πολύ μικρότερο ρόλο στην Αθήνα του 5ου αιώνα από όσο στη σύγχρονη Ευρώπη.
Η πόλη δεν αδιαφορούσε για το κέρδος, αλλά αυτό καθαυτό, ως σκοπός δεν ενέπνεε σ αυτήν παρά μια δευτερεύουσα και αποσπασματική δράση. Υπήρχαν πολλοί που ο ιμπεριαλισμός τους δεν προσδιοριζόταν από έναν τέτοιο στόχο. Και αυτοί οι ίδιοι που φρόντιζαν να αυξάνεται ο θησαυρός, άλλο δεν είχαν στο νου τους παρά να τον χρησιμοποιήσουν για περαιτέρω κατακτήσεις.
Ο πλούτος έφερνε τη δύναμη και όχι η δύναμη τον πλουτισμό.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Με τον ίδιο ειρμό της σκέψης ο Μπένζαμιν Κόνσταντ στο δοκίμιό του «Το πνεύμα της κατάκτησης και ο σφετερισμός», παρατηρεί αυτό το κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις μορφές του κατακτητικού πνεύματος, όπως εκφράστηκε πριν τη σύγχρονη εποχή. Και παραθέτει για παράδειγμα τους Σκανδιναβούς ήρωες, που, όπως λέει, έκαιγαν τους θησαυρούς που είχαν κυριεύσει, ώστε να υποχρεώνονται να κάνουν και άλλες κατακτήσεις.
Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός δεν έφθανε ως αυτό το σημείο. Είχε χωρίς αμφιβολία την αίσθηση της πραγματικότητας. Όμως αυτή δεν συνέπιπτε με την υπερβολικά απλουστευμένη λογιστική που του επικολλήθηκε. Και η απόδειξη βρίσκεται μέσα στην ίδια την παράδοση. Γιατί μαζί με αυτό το κίνητρο που ωθούσε την Αθήνα στο δρόμο των κατακτήσεων, και πριν από αυτό το κίνητρο, όλοι οι συγγραφείς αναφέρουν ένα άλλο, περισσότερο καθαρά ψυχολογικό. Και αυτό ακριβώς συγκράτησε ο Θουκυδίδης.
Όταν οι Αθηναίοι «επιθυμούν περισσότερα» πρόκειται βέβαια για την ιδέα μιας απόκτησης που έχουν στο νου τους και για μια σφοδρή επιθυμία από την οποία διακατέχονται αλλά η επιθυμία τους αντλεί τη δύναμή της από στοιχεία ψυχολογικά, ανεξάρτητα από την απλή ιδέα του υλικού αποκτήματος.
Στο έργο του Θουκυδίδη, φαίνεται να προέρχεται από δύο βασικά συναισθήματα, που είναι η αγάπη για δράση και η ανάγκη του γοήτρου. Όλες οι αναλύσεις του ιστορικού επικεντρώνονται στα δύο αυτά θέματα.
Ο χαρακτήρας της Αθήνας εξηγεί την αέναη ενεργητικότητά της. Δίνει σε κάθε νέα κατάκτηση μια ιδιαίτερη αξία, μετατρέποντάς την σε βαθμίδα απαραίτητη για την απόκτηση νέας δύναμης και ολοένα και καινούριων κατακτήσεων. Όμως στο τέρμα των πράξεων, που ολοένα μετατοπίζεται, βρίσκεται η αίσθηση ενός σκοπού που πρέπει να εκπληρωθεί που είναι η μέγιστη δύναμη και η παγκόσμια κυριαρχία.
Τώρα, αν πιστέψουμε τα αισθήματα που επικαλούνται οι ηγέτες του ιμπεριαλισμού, αυτός ο απώτατος στόχος εμφανίζεται λιγότερο με τη μορφή της κτητικότητας και πιο πολύ σαν άσκηση γοήτρου.
Αυτό που συνδαυλίζει το πάθος των Αθηναίων είναι η ευχαρίστηση που νοιώθουν όταν τους θαυμάζουν, η φήμη, τα δείγματα σεβασμού: στην ανώτερη μορφή του το πάθος τους τείνει προς τη δόξα. Στη χαμηλότερη, προς τη χρήση της εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον Περικλή. Στη δεύτερη τον οποιοδήποτε αγορόβιο.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι ικανοποιήσεις της ματαιοδοξίας μετρούν εξίσου για όλους, και η ανάλυση της αθηναϊκής φιλοδοξίας τείνει α δείξει μια γενικότερη ανθρώπινη αξία.
Ο χαρακτήρας του αρχαίου ιμπεριαλισμού είναι απλοϊκός και άμεσος.
Στη σύγχρονη εποχή η ελευθερία, για λόγους τόσο πρακτικούς όσο και θεωρητικούς, βρίσκεται σε λιγότερο άμεση σχέση με την εξουσία.
«Στις δημοκρατίες της Αρχαιότητας, γράφει ο Κόνσταντ στο βιβλίο που προαναφέραμε, εξαιτίας της μικρής εδαφικής έκτασης , κάθε πολίτης είχε για τα κοινά μια μεγάλη προσωπική σημασία… Το πλεονέκτημα που προσέφερε στο λαό η ελευθερία, με τον τρόπο που την εννοούσαν οι αρχαίοι, ήταν η συμμετοχή στη διακυβέρνηση, πλεονέκτημα πραγματικό, ευχαρίστηση κολακευτική και ταυτόχρονα στέρεη».
Στις ημέρες μας αυτή η ελευθερία δεν προεκτείνεται σε άσκηση εξουσίας και οι έννοιες της αμοιβαιότητας και της καθολικότητας των βασικών αρχών που αναπτύσσει η φιλοσοφία, έχουν επίσης συμβάλλει στη ρήξη του δεσμού ανάμεσα στις δύο ιδέες. Έγινε αντιληπτό ότι η ελευθερία έπρεπε να είναι ελευθερία και για τους άλλους. Η Γαλλική επανάσταση περισσότερο δογματική παρά ορμέμφυτη, αρχίζει με την απελευθέρωση εκείνων που οι δημοκρατικές επαναστάσεις της Αθήνας, με την ορμή μιας κίνησης ολότελα ατομικής και αυθόρμητης, είχαν την πρόθεση να υποδουλώσουν πιο αποτελεσματικά.
Ανάμεσα στο σημερινό κράτος και στην αρχαία πόλη, υπάρχει πάντα και παρεμβαίνει η ίδια διαφορά, αυτή που χωρίζει ένα μεγάλο συντεταγμένο σώμα από μια στενή ομάδα ανθρώπων που κατέχονται από ζωντανά πάθη.
Και παρόλη τη σχηματοποίησή της, η ανάλυση με τα στοιχεία που παρέχει ο Θουκυδίδης αρκεί για να αντιληφθούμε αυτή τη διαφορά.
Ο ιμπεριαλισμός φαίνεται, λοιπόν, να αναβλύζει, σαν ζωντανή πηγή από το χαρακτήρα των αθηναίων. Είναι ο τέλειος τύπος μιας κοινής εμπειρίας που ρυθμίζεται από νόμους με καθολική ισχύ.
Τόσο το μεγαλείο όσο και η ευτυχία της πόλης εμποδίζονταν από δυσκολίες που δημιουργούσε η ίδια η φύση του ανθρώπου και οι οποίες σε τελευταία ανάλυση, ανήκαν στον τομέα της ηθικής.
Για να διορθωθούν, λοιπόν, τα πράγματα, οι άνθρωποι όφειλαν να αποστρέψουν το βλέμμα από την υπαρκτή πόλη και να ξεκινήσουν από την επιβολή μιας ηθικής αναμόρφωσης. Αυτό ανέλαβαν να κάνουν οι θεωρητικοί του 4ου αιώνα. Σε αντίθεση προς την υπαρκτή πόλη και τις αδιάκοπες αναταραχές της, έθεσαν την ανάγκη μιας σε βάθος μετατροπής.
Η ισορροπία ανάμεσα στο πνεύμα και το κράτος, χαρακτηριστική της σκέψης του Θουκυδίδη, διαταράχθηκε προς όφελος του πνεύματος.
Οι στοχαστές αποσύρθηκαν από τη δημόσια ζωή για να γίνουν φιλόσοφοι. Δεν ήταν πια εκείνοι οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα, που συζητούσαν αδιάκοπα στις οδούς της πόλης εκείνα τα προβλήματα που ενδιέφεραν τους πάντες.
Αντίθετα, αυτοί οι σκεπτόμενοι τώρα απέφευγαν να ασχοληθούν με τα άμεσα προβλήματα της πολιτικής πρακτικής και υποστήριζαν ότι πρώτα από όλα έπρεπε να αλλάξουν τις ίδιες τις αρχές στις οποίες θεμελιωνόταν η πολιτική πράξη.
Η στρατιωτική ήττα έθεσε κατά κάποιο τρόπο τα θεμέλια για την ανάπτυξη της ηθικής φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου