Η μοναχή Τσιγιόνο μελετούσε για χρόνια,
μα αδυνατούσε να βρει τη φώτιση.
Μια νύχτα, μετέφερε έναν παλιό κουβά, γεμάτο με νερό.
Καθώς περπατούσε, παρατηρούσε
την αντανάκλαση της πανσελήνου μέσα στο νερό του κουβά.
Ξαφνικά, τα καλαμένια χερούλια
που κρατούσαν τον κουβά ενωμένο
έσπασαν και ο κουβάς διαλύθηκε.
Το νερό χύθηκε,
η αντανάκλαση του φεγγαριού εξαφανίστηκε
και η Τσιγιόνο φωτίστηκε.
Έγραψε αυτούς τους στίχους:
Από ’δω κι από ’κει
τον κουβά να κρατήσω προσπάθησα
ελπίζοντας πως το αδύναμο καλάμι ποτέ δεν θα έσπαγε.
Ξαφνικά ο πάτος έπεσε.
Ούτε νερό ούτε φεγγάρι στο νερό.
Η κενότητα στα χέρια μου.
Πήγαινε με την κενότητα στα χέρια σου επειδή αυτό είναι όλο, αυτό είναι όλο που μπορώ να σου προσφέρω και τίποτα σπουδαιότερο από αυτό.
Αυτό είναι το δώρο μου: Πήγαινε με την κενότητα στα χέρια σου.
Αν μπορείς να μεταφέρεις την κενότητα στα χέρι σου, τότε το κάθε τι γίνεται εφικτό.
Μην κουβαλάς ιδιοκτησίες, μην κουβαλάς γνώσεις, μην κουβαλάς τίποτα που μπορεί να γεμίσει τον κουβά και γίνεται νερό, επειδή τότε θα μπορείς να δεις μόνο την αντανάκλαση.
Στο χρήμα, στις ιδιοκτησίες, στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, στο κοινωνικό κύρος, θα δεις μόνο την αντανάκλαση της πανσελήνου.
Και η πανσέληνος βρίσκεται εκεί και σε περιμένει.
Άφησε τον πάτο να σπάσει! Μην προσπαθείς με τον ένα και με τον άλλο τρόπο να προστατέψεις τον παλιό κουβά.
Δεν αξίζει.
Μην προστατεύεις τον εαυτό σου, δεν αξίζει.
Άφησε τον κουβά να σπάσει, άφησε το νερό να χυθεί, άφησε το φεγγάρι μέσα στο νερό να εξαφανιστεί, επειδή μόνο τότε θα μπορείς να σηκώσεις τα μάτια σου προς το αληθινό φεγγάρι.
Πάντοτε βρίσκεται εκεί, στον ουρανό, χρειάζεται όμως άδειο χέρι.
Να παραμένεις ολοένα και περισσότερο κενός, σκέψου τον εαυτό σου ολοένα και πιο κενό, συμπεριφέρσου ολοένα και πιο πολύ σαν να είσαι κενός.
Σιγά – σιγά, θα έχεις τη γεύση. Και από τη στιγμή που έρχεται η γεύση, είναι τόσο όμορφη!
Από τη στιγμή που γνωρίζεις τη γεύση της κενότητας, έχεις γνωρίσει το ίδιο το νόημα της ζωής.
Μετέφερε κενότητα, άφησε τον κουβά με το νερό, που είναι το εγώ σου, ο νους σου και οι σκέψεις σου και να θυμάσαι:
Ούτε νερό, ούτε φεγγάρι – Η κενότητα στα χέρια.
μα αδυνατούσε να βρει τη φώτιση.
Μια νύχτα, μετέφερε έναν παλιό κουβά, γεμάτο με νερό.
Καθώς περπατούσε, παρατηρούσε
την αντανάκλαση της πανσελήνου μέσα στο νερό του κουβά.
Ξαφνικά, τα καλαμένια χερούλια
που κρατούσαν τον κουβά ενωμένο
έσπασαν και ο κουβάς διαλύθηκε.
Το νερό χύθηκε,
η αντανάκλαση του φεγγαριού εξαφανίστηκε
και η Τσιγιόνο φωτίστηκε.
Έγραψε αυτούς τους στίχους:
Από ’δω κι από ’κει
τον κουβά να κρατήσω προσπάθησα
ελπίζοντας πως το αδύναμο καλάμι ποτέ δεν θα έσπαγε.
Ξαφνικά ο πάτος έπεσε.
Ούτε νερό ούτε φεγγάρι στο νερό.
Η κενότητα στα χέρια μου.
Πήγαινε με την κενότητα στα χέρια σου επειδή αυτό είναι όλο, αυτό είναι όλο που μπορώ να σου προσφέρω και τίποτα σπουδαιότερο από αυτό.
Αυτό είναι το δώρο μου: Πήγαινε με την κενότητα στα χέρια σου.
Αν μπορείς να μεταφέρεις την κενότητα στα χέρι σου, τότε το κάθε τι γίνεται εφικτό.
Μην κουβαλάς ιδιοκτησίες, μην κουβαλάς γνώσεις, μην κουβαλάς τίποτα που μπορεί να γεμίσει τον κουβά και γίνεται νερό, επειδή τότε θα μπορείς να δεις μόνο την αντανάκλαση.
Στο χρήμα, στις ιδιοκτησίες, στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, στο κοινωνικό κύρος, θα δεις μόνο την αντανάκλαση της πανσελήνου.
Και η πανσέληνος βρίσκεται εκεί και σε περιμένει.
Άφησε τον πάτο να σπάσει! Μην προσπαθείς με τον ένα και με τον άλλο τρόπο να προστατέψεις τον παλιό κουβά.
Δεν αξίζει.
Μην προστατεύεις τον εαυτό σου, δεν αξίζει.
Άφησε τον κουβά να σπάσει, άφησε το νερό να χυθεί, άφησε το φεγγάρι μέσα στο νερό να εξαφανιστεί, επειδή μόνο τότε θα μπορείς να σηκώσεις τα μάτια σου προς το αληθινό φεγγάρι.
Πάντοτε βρίσκεται εκεί, στον ουρανό, χρειάζεται όμως άδειο χέρι.
Να παραμένεις ολοένα και περισσότερο κενός, σκέψου τον εαυτό σου ολοένα και πιο κενό, συμπεριφέρσου ολοένα και πιο πολύ σαν να είσαι κενός.
Σιγά – σιγά, θα έχεις τη γεύση. Και από τη στιγμή που έρχεται η γεύση, είναι τόσο όμορφη!
Από τη στιγμή που γνωρίζεις τη γεύση της κενότητας, έχεις γνωρίσει το ίδιο το νόημα της ζωής.
Μετέφερε κενότητα, άφησε τον κουβά με το νερό, που είναι το εγώ σου, ο νους σου και οι σκέψεις σου και να θυμάσαι:
Ούτε νερό, ούτε φεγγάρι – Η κενότητα στα χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου