Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Παν. Κονδύλης: Οι προοπτικές της μαζικής δημοκρατίας και το «τέλος της ιστορίας»

Αποτέλεσμα εικόνας για Οι προοπτικές της μαζικής δημοκρατίας και το «τέλος της ιστορίας»Πρέπει να τονίσουμε ακόμα μιά φορά ότι στην πραγματεία αυτή συζητούνται μονάχα εκείνα τα φαινόμενα της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών, στα όποια συμπυκνώνονται τα ειδοποιά γνωρίσματα της λειτουργίας και του χαρακτηριστικού σχήματος σκέψης της μετααστικής και μεταφιλελεύθερης μαζικής κοινωνίας ή δημοκρατίας. Δεν υπάρχει άλλη μεθοδολογική πρόσβαση για τη σύλληψη του χαρακτήρα μιας εποχής ή ενός κοινωνικού σχηματισμού από την οριοθέτηση τους απέναντι σε αντίστοιχα μορφώματα. Ωστόσο, η σύλληψη της εποχής και η εποχή είναι δύο διαφορετικά πράγματα, ήτοι η εποχή ως συγκεκριμένη πολυδιάστατη και ετερογενής πραγματικότητα δεν συνίσταται μονάχα από φαινόμενα, στα όποια γίνονται πρόδηλα τα ειδοποιά της γνωρίσματα. Το φάσμα της κοινωνικής ζωής στον εκάστοτε δεδομένο χρόνο περιλαμβάνει επί πλέον επόψεις, οι οποίες εν μέρει ανατρέχουν στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν και εν μέρει φαίνονται να υπερπηδούν τα όρια του παρόντος — και όλα αυτά πάλι διαδραματίζονται στο πλαίσιο μιας καθημερινότητας, όπου το τετριμμένο και κοινότοπο συχνά επιζεί και δρα με τις αρχαϊκές του μορφές. Η συγκεκριμένη σύλληψη μιας εποχής στην πολυδιαστατικότητα και στην ετερογένειά της μας προφυλάσσει από τον πειρασμό να βασίσουμε τις προγνώσεις μας για το μέλλον σε μιάν αφηρημένη της σύνοψη και να μεθοδεύσουμε τις αναλύσεις μας σαν να ήταν ποτέ δυνατή η ευθύγραμμη προβολή μιας μονοσήμαντης κατάστασης πραγμάτων.
 
Οι γραμμικές προβολές είναι επί πλέον ανεπίτρεπτες επειδή η αδιάκοπα μεταβαλλόμενη διεύθυνση της συνισταμένης, η οποία προκύπτει από τη δυναμική και συχνά αστάθμητη διαπάλη των ιστορικά ενεργών παραγόντων, προσδίδει στην ιστορική εξέλιξη τη μορφή μιας τεθλασμένης, έτσι ώστε κάθε ευθεία γραμμή, η οποία θα προεκτεινόταν πέρα από το μήκος του προσωρινά τελευταίου κλάσματος της τεθλασμένης, αναγκαστικά θα έπεφτε στο κενό. Εξ ίσου είναι ανεπίτρεπτο να ανακηρύξουμε ορισμένους χαρακτηριστικούς τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς της μαζικής δημοκρατίας, που πρόσφατα ονομάσθηκαν «μεταμοντερνισμός», σε αναντίστρεπτη τάση της ιστορίας, η οποία στο έξης θα καθορίσει την πορεία της, υποβιβάζοντας ολόκληρη την ίσαμε τώρα ιστορία σε προϊστορία. Κατάφερα, ελπίζω, να καταδείξω την εσώτερη συνάφεια της μεταμοντέρνας σκέψης με το ήθος και το έθος της μαζικής δημοκρατίας· όμως ακριβώς η κατάδειξη της ιστορικότητας μιας σκέψης μας απαγορεύει να παίρνουμε στην ονομαστική του αξία τον τρόπο, με τον όποιο αυτή κατανοεί τον εαυτό της, και να συνάγουμε την πορεία της ιστορίας από τους ισχυρισμούς της για την πορεία της ιστορίας.
 
Πράγματι, ένα μεγάλο εμπόδιο για τη νηφάλια αποτίμηση της φυσιογνωμίας του παρόντος και των προοπτικών του μέλλοντος έγκειται στο ότι οι κρατούσες αντιλήψεις για τη σημερινή πραγματικότητα συγχέονται με τα όσα συμβαίνουν μέσα στην πραγματικότητα τούτη. Με άλλα λόγια: με αφετηρία τις ιδεολογικές αντιλήψεις, τις όποιες χρειάζεται η συγκαιρινή πραγματικότητα για να λειτουργήσει έτσι όπως λειτουργεί, επιχειρείται η διάγνωση του τρόπου λειτουργίας και των εσώτερων τάσεων της πραγματικότητας της ίδιας. Το γεγονός π.χ. ότι στην πνευματική παραγωγή των τελευταίων εκατό χρόνων τον τόνο συχνά τον έδωσαν «απαισιόδοξα» μοτίβα, γίνεται κατανοητό ή αισθητό ως ένδειξη ή απόδειξη του ότι στο ίδιο διάστημα η ιστορία προχωρούσε απλώς από το κακό στο χειρότερο. Έτσι παραγνωρίζεται η αποφασιστική πολεμική διάσταση αυτής της απαισιοδοξίας, η όποια δεν αναφερόταν σε οποιαδήποτε «πραγματικότητα» (άλλωστε η πραγματικότητα γνωρίζει μονάχα συμβάντα και όχι τις ηθικά εμπνευσμένες αποτιμήσεις τους· πραγματικές είναι μονάχα οι υπάρξεις που επιχειρούν τέτοιες αποτιμήσεις, καθώς και οι συνέπειες της δράσης, την οποία υποκινούν οι αποτιμήσεις αυτές), αλλά στρεφόταν ως ιδέα εναντίον άλλων ιδεών, και μάλιστα εναντίον της αστικής αισιοδοξίας της προόδου. Παρόμοια, η κατάλυση των αστικών ηθικών και αισθητικών κανονιστικών άρχων ανάγεται σε μια βαθειά κρίση «της» κοινωνίας και «του» ανθρώπου, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι ακριβώς χάρη στην κατάλυση τούτη μπόρεσαν να επιβληθούν εκείνοι οι τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς που αποδείχθηκαν απαραίτητοι για τη λειτουργία της μαζικής δημοκρατίας. Αν άλλωστε παίρναμε την έννοια της κρίσης στην κυριολεξία της και αθροίζαμε όλες τις κρίσεις, όσες ισχυρίσθηκαν διάφοροι ότι έλαβαν χώρα σε διάφορα χρονικά σημεία των Νέων Χρόνων, τότε θα αναγκαζόμαστε να συμπεράνουμε ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες από καιρό θα έπρεπε να έχουν καταρρεύσει. Ο λόγος περί κρίσεως στην πραγματικότητα συμπεριλαμβάνεται στους κοινούς τόπους του τρόπου, με τον οποίο οι Νέοι Χρόνοι κατανοούν τον εαυτό τους, εφ’ όσον οι Νέοι Χρόνοι κήρυξαν ως εσώτερο νόμο τους την πρόοδο και επομένως υποχρεώθηκαν να ζουν στη σκιά της πραγματικής ή υποτιθέμενης έλλειψης της προόδου, δηλαδή στη σκιά της κρίσης. Με δεδομένη την προσδοκία της προόδου, όποιος συνέδεε τις δικές του αξιώσεις ισχύος με την επαγγελία της προόδου έπρεπε να χαρακτηρίσει τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων ως απαράδεκτη, ήτοι ως κατάσταση στασιμότητας και κρίσης, ενώ συνάμα έπρεπε να ερμηνεύσει την κρίση ως ένδειξη της αναγκαιότητας να ξεπεραστεί η τέτοια κατάσταση. Αντίστροφα, όσοι αντιπαρέθεταν τη δική τους αξίωση ισχύος στην αξίωση ισχύος που πρόβαλλε στο όνομα της προόδου έπρεπε να ισχυρισθούν ότι το εγχείρημα των εχθρών τους θα κατέστρεφε δοκιμασμένους θεσμούς και θα προκαλούσε ανησυχία η ανασφάλεια, δηλαδή θα έφερνε την κρίση. Όπου η αλλαγή βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και επιβάλλονται αντίστοιχες φιλοσοφίες της ιστορίας, όπως έγινε στις κοινωνίες μας μετά την κατάρρευση της societas civilis, εκεί αναγκαστικά γίνεται συνεχώς λόγος για κρίση, αδιάφορο αν κάποιος χαιρετίζει ή φοβάται την αλλαγή.
 
Επίσης φίλοι και εχθροί διαπίστωσαν, συμφωνώντας αρνητικά, την αποσύνθεση «του» ανθρώπινου προσώπου ή και την εξαφάνιση «του» ανθρώπου· ό,τι για τους μεν ήταν απελευθέρωση από τον κούφιο και στατικό αστικό ανθρωπισμό για τους δε σήμαινε μιαν ανεπανόρθωτη απώλεια. Σ’ αυτό το παράδειγμα γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η ανάγκη να ξεχωρίζουμε την πραγματικότητα από τις ερμηνείες της. Γιατί όταν γίνεται λόγος για την αποσύνθεση ή την εξαφάνιση του προσώπου και του ανθρώπου, αυτό δεν μπορεί να έχει νόημα πραγματικό, παρά μόνο πολεμικό. Είναι οφθαλμοφανές ότι και στον αιώνα μας, όπως και σ’ όλους τούς προηγούμενους, υπάρχουν άνθρωποι που διαφέρουν ως προς τον χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντα τους, που αναπτύσσουν δραστηριότητες στους πιο διαφορετικούς τομείς κι έρχονται μεταξύ τους στις πιο διαφορετικές σχέσεις και που, τέλος, έχουν αισθήματα και σκέψεις και τις εκφράζουν σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικά μέσα. Όσα λέγονται για «μαζοποίηση» και «εκπεσμό του πολιτισμού» επίσης δεν αντέχουν σε κριτική, αν κανείς θελήσει να τα κατανοήσει κυριολεκτικά και συγκριτικά. Δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι όσοι άνθρωποι ζούσαν λ.χ. σε παραδοσιοκρατικές κοινωνίες ανέπτυσσαν περισσότερη πρωτοτυπία και πρωτοβουλία από τους σημερινούς ή ότι ο παπάς του χωριού και το καπηλειό συνέβαλλαν περισσότερο στον εμπλουτισμό της προσωπικότητας απ’ ό,τι σήμερα το σχολείο ή η τηλεόραση. Από την άλλη πλευρά, η πνευματική παραγωγή των τελευταίων εκατό χρόνων μπορεί από κάθε άποψη να αναμετρηθεί μ’ εκείνη κάθε άλλου αιώνα — ακόμα και τα πολιτισμικά απορρίμματα που προορίζονται για τη μαζική κατανάλωση ίσως αναλογικά να μην είναι περισσότερα σήμερα, αν αναλογισθούμε ότι η συγκαιρινή μας μαζική κουλτούρα αντικατέστησε μορφές παραδοσιακής και παραδοσιοκρατικής μαζικής κουλτούρας. Αν λοιπόν αφαιρέσουμε τις πολεμικές αιχμές, τα λεγόμενα για το τέλος «του» ανθρώπου μπορούν μόνο να σημαίνουν ότι μιά ορισμένη εικόνα για τον άνθρωπο, που επικρατούσε σε ορισμένη εποχή και σε ορισμένους πολιτισμικούς φορείς, έχασε την ισχύ και την επήρεια της ή ότι η προβληματική του ανθρώπου γενικά δεν βρίσκεται πια στο επίκεντρο της πνευματικής προσοχής. Η αστική εικόνα για τον άνθρωπο και ο αστικός ανθρωποκεντρισμός μπορεί πράγματι να έχουν πεθάνει, όμως αυτό σημαίνει απλώς ότι οι εχθροί τούτων των αντιλήψεων έχουν επιβληθεί ιδεολογικά. Όμως οι εχθροί τούτοι είναι κι αυτοί άνθρωποι, επομένως και πάλι άνθρωποι αποφασίζουν ότι ο άνθρωπος ως εννοιολογική η αισθητική κατασκευή δεν θα κυριαρχεί πιά στο ιδεολογικό φάσμα. Με άλλα λόγια: ο λόγος περί του τέλους «του» ανθρώπου δεν μπορεί να σημαίνει ούτε τη φυσική ούτε την ιστορική εξάλειψη του ανθρώπου, παρά μόνο την παρακμή εκείνου του πολιτισμού και εκείνης της κοσμοθεωρίας που έθεταν στην πρώτη σειρά των προτεραιοτήτων τους ανθρωπολογικές σκέψεις ή ανθρωπιστικές μέριμνες. Τόσο αυτός ο πολιτισμός κι αυτή η κοσμοθεωρία όσο και εκείνες, που δεν θέλουν να δώσουν τέτοια προνομιούχα θέση στον λόγο περί ανθρώπου, φτιάχνονται εξ ίσου από ανθρώπους, οι οποίοι σκέπτονται πολεμικά και διαμορφώνουν το περιεχόμενο των κοσμοθεωρητικών τους αποφάσεων με βάση τη συγκεκριμένη πολεμική συγκυρία. Η αστική κοσμοθεώρηση τόνισε τον ανθρωποκεντρισμό στην πάλη της εναντίον του θεοκεντρισμού της θεολογίας, και το αναλυτικό συνδυαστικό σχήμα σκέψης της μαζικής δημοκρατίας υποχρεωτικά καταπολέμησε τον αστικό ανθρωποκεντρισμό, αφού τούτος εδώ κατά μεγάλο μέρος παρέμενε προσκολλημένος στη μεταφυσική ουσιολογική σκέψη. Ώστε δεν πεθαίνει ο άνθρωπος, παρά ο ανθρωποκεντρισμός, ακριβώς όπως πρωτύτερα είχε πεθάνει ο θεοκεντρισμός. Τίποτε δεν δείχνει ότι μετά τον θάνατο του ανθρωποκεντρισμού οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονται διαφορετικά από πριν, ακριβώς όπως και η αντικατάσταση του θεοκεντρισμού από τον ανθρωποκεντρισμό δεν συνεπέφερε σχετικά δραματικές αλλαγές — πάντως όχι αλλαγές τέτοιες, οι όποιες κατ’ αρχήν θα μας εμπόδιζαν να κατανοήσουμε γενικά τα κίνητρα και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων του παρελθόντος.
 
Τούτη η ομοιότητα της συμπεριφοράς εδράζεται σε ορισμένες σταθερές, ανάμεσα στις όποιες καθοριστική είναι η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης μέσω της διεύρυνσης της οικείας ισχύος. Όμως οι σταθερές αυτές ενεργοποιούνται μόνο μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις και μόνο σε τέτοιες καταστάσεις έχουν συγκεκριμένη υπόσταση και συγκεκριμένο περιεχόμενο. Τελικά, λοιπόν, το ουσιώδες είναι η σύλληψη αυτιών των καταστάσεων, και η προσπάθεια μας στη μελέτη αυτήν ήταν ακριβώς να συλλάβουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση μέσα στη μαζική δημοκρατία. Αν θέλουμε να κάμουμε λόγο για το μέλλον της μαζικής δημοκρατίας, τότε πρέπει πρώτα πρώτα να ορίσουμε με ποιες μορφές θα ενεργοποιηθεί εντός της η επιδίωξη της ισχύος και ιδιαίτερα τι είδους πολιτική θα γεννήσει. Η πολιτική, όπως ασκήθηκε ίσαμε σήμερα μέσα στη μαζική δημοκρατία, συνδεόταν με ιδεολογίες, οι όποιες βέβαια δεν ήσαν όλες τους φιλελεύθερες, όμως είχαν διαμορφωθεί στην αστική φιλελεύθερη εποχή και σε αντιπαράθεση με τον φιλελευθερισμό. Ανάμεσα στη σημερινή μαζικοδημοκρατική πραγματικότητα και στην πολιτική που ασκείται ίσαμε σήμερα εντός της υπάρχει επομένως μιά ασυμμετρία, η οποία καταφαίνεται στο γεγονός ότι το περιεχόμενο των θεμελιωδών εννοιών του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας αντιστοιχεί όλο και λιγότερο σε συγκεκριμένες πραγματικότητες. Μονάχα γύρω στο 1848 υπήρξαν παράλληλα —και αλληλοπολεμήθηκαν— και τα τρία αυτά ρεύματα ως λίγο πολύ απτές και σαφείς εναλλακτικές λύσεις με συγκεκριμένους κοινωνικούς φορείς. Αλλά ο συντηρητισμός ήταν ήδη αγιάτρευτα εξασθενημένος και απορροφήθηκε βαθμιαία από τον αστικό (ολιγαρχικό) φιλελευθερισμό, ενώ συνάμα άρχισε η δημοκρατική μεθερμηνεία των φιλελεύθερων άρχων, η οποία συνόδευσε τη στροφή από τη φιλελεύθερη μαζική κοινωνία στη μαζική δημοκρατία. Μετά τον κοινωνικό θάνατο της κληρονομικής αριστοκρατίας η έννοια του συντηρητισμού επιβίωσε βέβαια, όμως στο έξης υπηρετούσε απλώς πολεμικούς σκοπούς: η αριστερά τη χρειαζόταν για να εξομοιώνει τον αστικό φιλελευθερισμό με την «αντίδραση», ενώ οι φιλελεύθεροι την ιδιοποιήθηκαν για να θέσουν διαχωριστικά όρια ανάμεσα στην αστική τοποθέτηση και στη δημοκρατική μεθερμηνεία του φιλελευθερισμού. Τούτος εδώ έχασε πάλι την εννοιολογική του διαύγεια στον βαθμό που, λόγω της ανάπτυξης της μαζικής δημοκρατίας και της παράλληλης παρακμής της αστικής τάξης και της ολιγαρχικής πολιτικής, η μεθερμηνεία του κέρδισε έδαφος και μάλιστα αποδείχθηκε και πλεονεκτική στο κομματικό παιγνίδι μετά την καθιέρωση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Τέλος, η επικράτηση κομμουνιστικών καθεστώτων κάθε άλλο παρά συνεπέφερε την αποσαφήνιση της έννοιας του σοσιαλισμού, γιατί τώρα, εξ αιτίας της διάσπασης των σοσιαλιστών σε μια μεταρρυθμιστική και σε μιάν επαναστατική πτέρυγα, δόθηκε η δυνατότητα της χρήσης της κατά βούληση, έτσι ώστε μπορούσε να σημαίνει πράγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, από τις τάσεις προς το κοινωνικό κράτος στις χώρες της Δύσης ίσαμε τις εθνικιστικές δικτατορίες στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Με δεδομένη αυτήν την αποσύνθεση των πολιτικών ιδεολογιών, οι όποιες αποτελούσαν κληρονομιά του 19ου αι., πρέπει να αναμένεται ότι ή μελλοντική πολιτική της μαζικής δημοκρατίας θα διαμορφωθεί σε νέα βάση, και μάλιστα σε στενή συνάφεια με τις ανάγκες της πλανητικής πολιτικής, η φυσιογνωμία της οπαίας επίσης μόλις τώρα αρχίζει να διαγράφεται καθαρότερα. Η κατάρρευση όσων πολιτικών κινημάτων επικαλούνταν τον μαρξισμό λενινισμό θα επιταχύνει αυτήν τη διαδικασία, γιατί τώρα θα εκλείψει ένας σοβαρός λόγος πού προκαλούσε την πολεμική χρήση του λεξιλογίου του 19ου αι. και επομένως την παραμονή στον αντίστοιχο κύκλο ιδεών. Από την άποψη αυτήν αποτελεί βέβαια οπτική άπατη να ερμηνεύουμε την κατάρρευση του μαρξισμού ως νίκη του φιλελευθερισμού. Μάλλον πρέπει να πούμε ότι μαζί με τον μαρξισμό εξαφανίσθηκαν και τα τελευταία κατάλοιπα της αστικής κοσμοθεωρίας. Άλλωστε ο μαρξισμός ήταν η τελευταία μεγάλη κοσμοθεωρητική σύνθεση που διαμορφώθηκε σε στενή επαφή με την αστική σκέψη και συμμεριζόταν τις ουσιαστικές της προϋποθέσεις: οικονομισμός και ανθρωπισμός συμπορεύονταν και στο δικό του πλαίσιο, και μάλιστα συνάπτονταν με μιάν αίσθηση του κόσμου προσανατολισμένη κατά πρώτο λόγο στον χρόνο και στην ιστορία· εδώ ο ανθρωποκεντρισμός απηχούνταν στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός του ιστορικού σύμπαντος. Στον βαθμό που ο μαρξισμός ενστερνίσθηκε τους μύθους των Νέων Χρόνων, παρέμεινε εξ ίσου με την αστική κοσμοθεώρηση προσκολλημένος στην ουσιοκρατική σκέψη· γι’ αυτό και η ήττα του σημαίνει ότι το αναλυτικό συνδυαστικό σχήμα σκέψης παραμέρισε τον τελευταίο του μεγάλο αντίπαλο. Αυτό είναι το αληθινό νόημα της μεταμοντέρνας έκφρασης για «το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων».
 
Η αποσύνθεση των πολιτικών ιδεολογιών του 19ου και του 20ου αι. δεν θα συνεπιφέρει το τέλος των αγώνων ισχύος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, έθνη και κράτη — αυτό δεν θα γινόταν ούτε και στην άκρως απίθανη περίπτωση όπου θα σταματούσαν οι πόλεμοι στη διακρατική τους μορφή. Μερικοί πολιτικοί επιστήμονες και ιστορικοί δέχονται να χρησιμοποιήσουν τον όρο «εποχή των ιδεολογιών» μονάχα για την περίοδο που άρχισε με τη γαλλική Επανάσταση, θέλοντας έτσι να υποδηλώσουν ότι η αποχώρηση αυτών των ιδεολογιών από την ιστορική σκηνή θα προκαλέσει μια διαρκή η και προϊούσα εξασθένιση των φανατισμών και των αντιθέσεων· το «τέλος των ιδεολογιών» θα έφερνε έτσι αναγκαστικά το «τέλος της ιστορίας». Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η διάσπαση του ιδεολογικού χώρου σε αντιμαχόμενες κοσμοθεωρίες διόλου δεν αποτελεί απαραίτητο όρο για τη γένεση και διεξαγωγή συγκρούσεων μέγιστης έντασης. Ο ιδεολογικός διαφορισμός, ο όποιος συνοδεύει τον διαφορισμό του κοινωνικού σώματος σε εχθρικές ομάδες ή παρατάξεις, μπορεί να συντελεσθεί μέσα στο πλαίσιο μιας και μόνης κοσμοθεωρίας που κατ’ αρχήν γίνεται αποδεκτή από όλες τις πλευρές· στην περίπτωση αυτήν, η κάθε ομάδα ή παράταξη δεν επικαλείται τη δική της αυτοτελή κοσμοθεωρία, αλλά την ερμηνεία που δίνει η ίδια στη γενικά αποδεκτή. Σύμφωνα μ’ αυτό το πρότυπο διεξάγονταν άλλωστε οι κοινωνικοί αγώνες πριν από την «εποχή των ιδεολογιών», δηλαδή κατά τους μακρούς αιώνες της societas civilis. Όμως ακόμα και μιά ολοκληρωτική εξαφάνιση των ιδεολογιών σε όλες τους τις μορφές δεν μπορεί να σημαίνει αυτόματα ότι μαζί τους θα εξαφανισθούν και οι συγκρούσεις. Γιατί είναι βέβαια δυνατές συγκρούσεις σε καθαρά υπαρξιακή βάση χωρίς κανένα ιδεολογικό ψιμύθιο, κι αυτές ίσως να ήσαν ακόμα πιο τραχείες και αμείλικτες απ’ όσες έχουν ιδεολογικά κίνητρα· το «τέλος των ιδεολογιών» θα είχε τότε ως συνέπεια όχι το «τέλος της ιστορίας» προς την κατεύθυνση ενός ακτινοβόλου μεταϊστορικού μέλλοντος, αλλά την επιστροφή της ιστορίας στο πρωτόγονο στάδιο της στοιχειακής υπαρξιακής αντιπαράθεσης. Για να είμαστε ακριβέστεροι, πρέπει να προσθέσουμε ότι ο λόγος περί του τέλους της ιστορίας δεν εμφανίσθηκε στις τελευταίες δεκατίες επειδή το ζήτημα τέθηκε εμπράγματα, αλλά επειδή για τούς λόγους πού εξηγήσαμε στα προηγούμενα οι νοητικές κατηγορίες, οι οποίες επικρατούν στη μαζική δημοκρατία, προσανατολίζονται προς τον χώρο και όχι πια προς τον χρόνο. Όμως ο ανιστορικός τρόπος σκέψης θα μπορούσε να συνεπιφέρει το τέλος της ιστορίας μονάχα αν η ιστορία συνέπιπτε με τη σκέψη. Αλλά τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα: οι ανιστορικοί τρόποι σκέψης έχουν εξ ίσου όσο και οι ιστοριστικοί ιστορικές ρίζες και ιστορικές συνέπειες.
 
Αν ο λόγος περί του τέλους της ιστορίας έχει κάποιο πραγματικό νόημα, τότε πρέπει να εννοηθεί ως νέα έκδοση της φιλελεύθερης προσδοκίας του19ου αι. ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο και θα εγκαινιάσει μιά δραστήρια βέβαια, αλλά ειρηνική εποχή. Εδώ φυσικά τίθεται το ερώτημα γιατί να πετύχει ο μάνατζερ εκείνο που δεν κατόρθωσε ο αστός. Πάντως η μακρά και σχετικά ειρηνική ανοδική εξέλιξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στον 19ο αι. δημιούργησε ένα δυναμικό πολιτικών συγκρούσεων ή τουλάχιστον —αν δεν θέλουμε να δεχθούμε αυτήν την αιτιώδη ερμηνεία— δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη δημιουργία του. Συχνά λέγεται ότι η απασχόληση με την τεχνολογία και την οικονομία κάνει τη σκέψη πραγματιστική και αποτρέπει από τη χρήση μη πραγματιστικών ή καταστροφικών μεθόδων και μέσων. Τούτο είναι αμφίβολο καθ’ αυτό, όμως και αν ακόμα το δεχθούμε παραμείνει γεγονός ότι, όπως γνωρίζουμε, ακόμα και η τεχνολογικά εξελιγμένη μαζική δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει μονάχα αν η τεχνική ορθολογικότητα συνδεθεί στο πλαίσιο της με ουσιωδώς διαφορετικούς τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς, οι όποιοι συχνά στρέφονται ενάντια στον «εργαλειακό» Λόγο. Η εσωτερική τούτη αντίφαση αποτελεί μια πιθανή εστία αναταραχών, μπορούμε όμως να φαντασθούμε και άλλη μια πιθανότητα: η τεχνολογία και η συναφής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι όποιες ακόμα σήμερα απασχολούν τόσο έντονα τα πνεύματα λόγω της ιστορικής τους καινοφάνειας, θα μπορούσαν μια μέρα εν μέρει να αδρανήσουν και εν μέρει να γίνουν τόσο αυτονόητο θεμέλιο ή συστατικό της κοινωνικής ζωής, ώστε να επηρεάζουν τη νοοτροπία και τη ζωή των ατόμων τόσο λίγο όσο λ.χ. και το κλίμα. Με δεδομένο ένα πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας, η τεχνική ορθολογικότητα θα γινόταν υπόθεση μιας μειοψηφίας, της οποίας η λειτουργία μέσα στην κοινωνία θα ήταν ανάλογη με εκείνη των σημερινών αγροτιών που φέρνουν περίσσεια αγαθών στην αγορά χωρίς κατά τα άλλα να ασκούν σημαντική κοινωνική επιρροή. Σε μια τέτοια περίπτωση, ή αντίθεση ανάμεσα σε τεχνική ορθολογικότητα και σε ηδονιστική η ανορθολογιστική τοποθέτηση απέναντι στη ζωή θα έχανε την οξύτητα της ή και τη σημασία της, και οι συγκρούσεις θα διεξάγονταν σε βάση εντελώς διαφορετική. Αυτό δεν σημαίνει ότι συγκρούσεις, και μάλιστα οξείες, δεν είναι δυνατές ή πιθανές όσο επικρατούν ηδονιστικές σκάσεις. Μας φαίνεται βέβαια ότι άνθρωποι με ηδονιστική τοποθέτηση ρέπουν λιγότερο προς τις συγκρούσεις, αλλά στην πράξη δεν υπάρχει καμμιά αναγκαία συνάφεια ανάμεσα σε ό,τι συνεπάγεται λογικά μιά τοποθέτηση και σε ό,τι κάνουν οι εκπρόσωποι της· άλλωστε από καθαρά λογική άποψη θα ήταν απρόσβλητος και ο ισχυρισμός ότι οι ασκητικοί άνθρωποι δεν προκαλούν έριδες, εφ’ όσον χρειάζονται λιγότερα αγαθά από τους άλλους κι επομένως η πλεονεξία τους είναι μικρότερη.
 
Το «τέλος των ιδεολογιών» δεν είναι και για έναν ακόμη λόγο σε θέση να εγκαθιδρύσει την αιώνια ειρήνη επί γης. Η έλευση του προφητεύθηκε ή διαπιστώθηκε σε συνάφεια με την επίκληση ορισμένων ιδεωδών και άξιων, δηλαδή ορισμένων ιδεολογημάτων, τα όποια από την πλευρά τους χρειάζονται συγκεκριμένη ερμηνεία και γι’ αυτό μέσα σε δεδομένες συνθήκες μπορούν ν’ αποτελέσουν μήλο της έριδος. Το τι σημαίνει Λόγος, συναίνεση ή δικαιοσύνη πρέπει κάθε φορά να ορίζεται δεσμευτικά και να φορτίζεται με συγκεκριμένο περιεχόμενο από μέρους μιας αρχής ή μιας βαθμίδας δικαιοδοσίας. Η σοβαρότητα της κατάστασης θα καθορίσει αν ο αγώνας γύρω από τέτοιες έννοιες θα είναι εντονότερος από τον αγώνα γύρω από τις προηγούμενες ιδεολογίες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση εκρηκτική, αν π.χ. κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες εμπεριείχαν και το δικαίωμα για αέρα και για νερό. Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε με σιγουριά ότι ο πλουραλισμός, ο όποιος σήμερα ακόμα θεωρείται ως γενική πανάκεια, θα απαλύνει ή θα κρατάει σε «λογικά» όρια τέτοιες αντιθέσεις. Πλουραλισμός, δηλαδή πολλότητα και ποικιλία, υπάρχει μόνον εκεί όπου υπάρχει και χώρος για πολλούς και πολλά, γι’ αυτό και η έλλειψη τέτοιου χώρου αναγκαστικά θα επηρεάσει αρνητικά ή θα καταργήσει τον πλουραλισμό ως αρχή και ως πράξη. Άλλωστε ο πλουραλισμός της μαζικής δημοκρατίας εξακολουθεί πάντοτε να έχει πολεμική λειτουργία, δηλαδή στρέφεται ενάντια σε ό,τι ο μεταμοντερνισμός ονομάζει ολοκληρωτισμό του Λόγου. Στον βαθμό που αυτός ξεθωριάζει και ξεχνιέται, θα πάψει και ο πλουραλισμός να γίνεται αισθητός ως αγαθό καθ’ αυτό και να επιδιώκεται συνειδητά — ας μην ξεχνούμε ότι υπήρξαν και πολύ μακρές περίοδοι στην ιστορία, όπου τον θεωρούσαν ως κάτι κακό. Το ίδιο ισχύει για όλες τις άξιες και όλα τα ιδεατά μέσα, όσα επιστρατεύθηκαν για να καταλυθεί η αστική σύνθεση. Μόνο να εικάσουμε μπορούμε το τι θ’ απογίνουν όταν θα έχουν πια εκπληρώσει την πολεμική τους αποστολή και δεν θα διαθέτουν πιά έναν απτό εχθρό ως λόγο ύπαρξης. Αναλογίες από το παρελθόν δείχνουν πάντως ότι καμμιά έννοια δεν μπορεί να σταθεί για πολύν καιρό αν δεν έχει απέναντι της την αντίθετη της έννοια. Η μελλοντική κοινωνία και ιστορική εξέλιξη δεν είναι λοιπόν καθόλου υποχρεωμένη να κατευθυνθεί σύμφωνα με τις έννοιες και τις αξίες που επικρατούν σήμερα. Οι έννοιες και οι αξίες δεν συνιστούν κατευθυντήριες γραμμές, που δείχνουν στα όσα συμβαίνουν ποιόν δρόμο πρέπει να πάρουν, παρά συναρτήσεις και λειτουργίες των όσων συμβαίνουν, μέσα σε όλες τους τις μεταπτώσεις και τις ταλαντεύσεις. Και δεν υπάρχει λόγος για να υποθέσουμε πως ό,τι ίσχυε ίσαμε τώρα ως προς αυτό δεν θα ισχύει και στο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου