Είναι αδύνατον να παραβλέψουμε σε ποιο βαθμό ο πολιτισμός βασίζεται στην παραίτηση από τις ενορμήσεις, πόσο πολύ έχει ως προϋπόθεση ακριβώς αυτήν τη μη ικανοποίηση (καταπίεση, απώθηση ή και τι άλλο;) έντονων ενορμήσεων. Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς γίνεται να παραιτηθεί μία ενόρμηση από την ικανοποίηση. Δεν είναι καν τόσο ακίνδυνο- εάν δεν υπάρξει οικονομική αντιστάθμιση, θα εμφανιστούν σοβαρές διαταραχές.
Εάν όμως θέλουμε να μάθουμε ποια αξία μπορεί να αξιώσει η θεώρησή μας για την πολιτισμική εξέλιξη ως ιδιαίτερη διαδικασία, συγκρίσιμη με τη φυσιολογική ωρίμανση του ατόμου, θα πρέπει προφανώς να καταπιαστούμε με ένα άλλο πρόβλημα, να αναρωτηθούμε σε ποιες επιρροές οφείλει την προέλευσή της η πολιτισμική εξέλιξη, πώς δημιουργήθηκε και από τι προσδιορίσθηκε η πορεία της.
Αυτό το έργο μοιάζει τεράστιο, μπορούμε να ομολογήσουμε την αδυναμία μας. Εδώ σας παραθέτω τα λίγα που μπόρεσα να μαντέψω.
Όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος ανακάλυψε ότι, κυριολεκτικά, βρισκόταν στο χέρι του να βελτιώσει τη μοίρα του μέσω της εργασίας, δε θα μπορούσε να αδιαφορήσει για το εάν κάποιος άλλος άνθρωπος εργαζόταν μαζί του ή εναντίον του. Ο άλλος απέκτησε γι’αυτόν την αξία του συνεργάτη, με τον οποίο ήταν χρήσιμο να ζει μαζί. Ακόμα πρωτύτερα, την περίοδο που ο άνθρωπος έμοιαζε ακόμη με τον πίθηκο, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να σχηματίζει οικογένειες- τα μέλη της οικογένειας ήταν προφανώς οι πρώτοι του βοηθοί. Πιθανόν η εδραίωση της οικογένειας να σχετιζόταν με το γεγονός ότι η ανάγκη για σεξουαλική ικανοποίηση δεν ήταν πλέον σποραδική, που εμφανίζεται ξαφνικά σε κάποιον και μετά την αποχώρησή της δε δίνει πια σημεία ζωής για πολύ καιρό, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στο άτομο. Έτσι ο άνδρας απέκτησε ένα κίνητρο για να κρατήσει κοντά του το θηλυκό ή, πιο γενικά, τα σεξουαλικά αντικείμενα- οι γυναίκες, που δεν ήθελαν να χωριστούν από τα αβοήθητα μικρά τους, έπρεπε και αυτές για το συμφέρον τους να μείνουν κοντά στο δυνατότερο αρσενικό. Σε αυτή την πρωτόγονη οικογένεια λείπει ακόμη ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού- η αυθαιρεσία του αρχηγού και πατέρα ήταν απεριόριστη. Στο Τοτέμ και Ταμπού προσπάθησα να δείξω το δρόμο που οδηγούσε από αυτή την οικογένεια στην επόμενη βαθμίδα της συμβίωσης, στη μορφή των αδερφικών ενώσεων. Με την υπερνίκηση του πατέρα, οι γιοι απέκτησαν την εμπειρία ότι μία ένωση μπορεί να είναι ισχυρότερη από το άτομο. Ο πολιτισμός του τοτέμ βασίζεται στους περιορισμούς που έπρεπε να επιβάλλουν ο ένας στον άλλον για τη διατήρηση της νέας κατάστασης. Οι διατάξεις των ταμπού ήταν το πρώτο “δίκαιο”.
Η συμβίωση των ανθρώπων ήταν λοιπόν βασισμένη σε δύο πράγματα: στον καταναγκασμό για εργασία, που δημιουργούσε η ακραία ανάγκη, και στη δύναμη της αγάπης, η οποία από την πλευρά του άντρα δεν ήθελε να στερηθεί το σεξουαλικό αντικείμενο στη γυναίκα και από την πλευρά της γυναίκας δεν ήθελε να στερηθεί το κομμάτι που είχε αφαιρεθεί από αυτή στο πρόσωπο του παιδιού. Ο Έρως και η Ανάγκη έγιναν οι γονείς του ανθρώπινου πολιτισμού. Η πρώτη επιτυχία του πολιτισμού ήταν το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπορούσε να ζήσει σε κοινότητα. Και καθώς οι δύο μεγάλες δυνάμεις δρούσαν μαζί, θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η περαιτέρω εξέλιξη θα συνέχιζε απρόσκοπτα προς την ολοένα και ισχυρότερη κυριαρχία επί του εξωτερικού κόσμου, καθώς και προς την παραπέρα επέκταση του αριθμού των ανθρώπων που περίκλειε η κοινότητα. Δεν καταλαβαίνουμε εύκολα πώς αυτός ο πολιτισμός θα μπορούσε να προκαλέσει στους συμμετέχοντές του κάτι άλλο από ευτυχία.
Πριν ακόμη εξερευνήσουμε από πού θα μπορούσε να προέλθει μία διαταραχή, θα προσπαθήσουμε, έχοντας ήδη αναγνωρίσει την αγάπη ως ένα από τα θεμέλια του πολιτισμού, να καλύψουμε ένα κενό σε μία προγενέστερη εξέταση. Είχαμε πει πως η εμπειρία ότι η σεξουαλική (γενετήσια) αγάπη εξασφαλίζει εντονότατη ικανοποίηση έδωσε ουσιαστικά στον άνθρωπο το πρότυπο κάθε ευτυχίας και θα πρέπει να τον ώθησε στο να αναζητάει στο εξής την ευτυχία της ζωής στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων, να θέσει στο επίκεντρο της ζωής το σεξουαλικό έρωτα. Συνεχίζουμε με το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρέθηκε με πολύ επικίνδυνο τρόπο να εξαρτάται από ένα κομμάτι του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή από το επιλεγμένο αντικείμενο αγάπης, και εκτέθηκε σε έναν πολύ έντονο πόνο όταν εισέπραττε την περιφρόνηση από αυτό ή όταν το έχανε εξαιτίας απιστίας ή θανάτου. Οι σοφοί όλων των εποχών μάς έχουν συμβουλεύσει επιτακτικά την αποφυγή αυτής της πορείας ζωής- αλλά για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων δεν έχει χάσει τη γοητεία της.
Μία μικρή μειοψηφία έχει τη δυνατότητα χάρις στην ιδιοσυστασία της, να βρει το δρόμο για την ευτυχία μέσω της αγάπης, κάτι που όμως απαιτεί εκτεταμένες ψυχικές μεταβολές της λειτουργίας της αγάπης. Αυτά τα άτομα ανεξαρτητοποιούνται από τη συγκατάθεση του αντικειμένου μεταθέτοντας την κύρια αξία από το να αγαπιούνται στο να αγαπούν οι ίδιοι, προστατεύονται από την απώλειά της στρέφοντας την αγάπη τους όχι σε μεμονωμένα αντικείμενα αλλά σε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο βαθμό και αποφεύγουν τις αμφιταλαντεύσεις και τις απογοητεύσεις της σεξουαλικής αγάπης αποστρέφοντάς την από το σεξουαλικό στόχο, μετατρέποντας την ενόρμηση σε μία ανασταλμένη ως προς το στόχο διέγερση. Αυτό που πραγματοποιείται με αυτό τον τρόπο μέσα τους, η κατάσταση μίας ισορροπημένης, συνεπούς, τρυφερής αίσθησης, δεν έχει πια μεγάλη εξωτερική ομοιότητα με την ορμητική, σεξουαλική ερωτική ζωή, από την οποία όμως προέρχεται, αυτής της αξιοποίησης της αγάπης για το εσωτερικό αίσθημα ευτυχίας- αυτό που αναγνωρίζουμε ως μία από τις τεχνικές της εκπλήρωσης της αρχής της ηδονής βρίσκεται πολλαπλώς, με την οποία μπορεί να συνδέεται σε εκείνες τις μακρινές περιοχές, όπου η διάκριση του Εγώ από τα αντικείμενα και η διάκριση των αντικειμένων μεταξύ τους παραμελείται. Μία ηθική θεώρηση, της οποίας το βαθύτερο κίνητρο θα μας γίνει γνωστό, θέλει να βλέπει σε αυτή την ετοιμότητα για γενική αγάπη προς τους ανθρώπους και τον κόσμο την ύψιστη βαθμίδα στην οποία μπορεί να ανυψωθεί ο άνθρωπος. Θα θέλαμε κιόλας να διατυπώσουμε δύο ενδοιασμούς. Μία αγάπη που δεν επιλέγει μάς φαίνεται ότι χάνει ένα κομμάτι της αξίας της, διαπράττοντας αδικία στο αντικείμενο. Και επιπλέον: δεν είναι όλοι οι άνθρωποι αξιαγάπητοι.
Η αγάπη εκείνη που εδραίωσε την οικογένεια, εξακολουθεί να επιδρά μέσα στον πολιτισμό στην αρχική της μορφή, όπου δεν παραιτείται από την άμεση σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά και τροποποιημένη, ως ανασταλμένη ως προς το στόχο τρυφερότητα. Και με τις δύο μορφές συνεχίζει τη λειτουργία της, να συνδέει δηλαδή ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων μεταξύ τους και μάλιστα με πιο έντονο τρόπο από ό,τι επιτυγχάνει το συμφέρον της εργασιακής κοινότητας. Η αδιαφορία της γλώσσας στη χρήση της λέξης “αγάπη” βρίσκει μία γενετική δικαιολόγηση. Αγάπη ονομάζουμε τη σχέση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, οι οποίοι ίδρυσαν μία οικογένεια βάσει των σεξουαλικών αναγκών τους, ονομάζουμε όμως και τα θετικά αισθήματα ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ανάμεσα στα αδέρφια της οικογένειας, παρόλο που αυτή τη σχέση θα πρέπει να την περιγράψουμε ως ανασταλμένη ως προς το στόχο αγάπη, ως τρυφερότητα. Η ανασταλμένη ως προς το στόχο αγάπη ήταν πρωταρχικά αισθησιακή και παραμένει ακόμη έτσι στο ασυνείδητο των ανθρώπων. Και οι δύο αγάπες, η αισθησιακή και η ανασταλμένη ως προς το στόχο, εκτείνονται πέραν της οικογένειας και δημιουργούν νέους δεσμούς με τους μέχρι πρότινος ξένους. Η σεξουαλική αγάπη οδηγεί σε νέους οικογενειακούς δεσμούς, η ανασταλμένη ως προς το στόχο σε “φιλίες”, που είναι σημαντικές για τον πολιτισμό διότι αποφεύγουν κάποιους περιορισμούς της σεξουαλικής αγάπης, πχ την αποκλειστικότητά της. Αλλά η σχέση της αγάπης με τον πολιτισμό χάνει την πορεία της εξέλιξης το μονοσήμαντό της. Από τη μία πλευρά η αγάπη αντίκειται στα συμφέροντα του πολιτισμού, από την άλλη πλευρά ο πολιτισμός απειλεί την αγάπη με σημαντικούς περιορισμούς.
Αυτός ο διχασμός μοιάζει αναπόφευκτος- η αιτία του δεν αναγνωρίζεται αμέσως. Εκδηλώνεται κατ’ αρχάς ως μία σύγκρουση ανάμεσα στην οικογένεια και στην ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκει το άτομο. Έχουμε ήδη μαντέψει ότι μία από τις κύριες επιδιώξεις του πολιτισμού είναι να συσπειρώσει τους ανθρώπους σε μεγάλες ενότητες. Η οικογένεια δε θέλει όμως να ελευθερώσει το άτομο. Όσο πιο στενή είναι η συνοχή μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, τόσο συχνότερα τείνουν να αποκόβονται από τους άλλους, τόσο δυσκολότερη τους γίνεται η είσοδος στον ευρύτερο κύκλο της ζωής. Ο φυλογενετικά παλαιότερος τρόπος συμβίωσης, που υφίσταται μόνο στην παιδική ηλικία, αμύνεται μπροστά στην αντικατάστασή του από τον πολιτισμικά επίκτητο, μεταγενέστερο. Η απομάκρυνση από την οικογένεια γίνεται καθήκον για κάθε νέο άνθρωπο, για την εκπλήρωση του οποίου η κοινωνία τον στηρίζει συχνά με εφηβικές και εισαγωγικές τελετουργίες. Μας δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για δυσκολίες που συνδέονται με κάθε ψυχική και κατά βάση με κάθε οργανική εξέλιξη.
Επιπλέον, σύντομα οι γυναίκες έρχονται και αυτές σε αντίθεση με το ρεύμα του πολιτισμού και ξεδιπλώνουν την επιβραδυντική και ανασταλτική επιρροή τους, οι ίδιες γυναίκες που στην αρχή έθεσαν τα θεμέλια του πολιτισμού μέσω των αξιώσεων της αγάπης τους. Οι γυναίκες εκπροσωπούν τα συμφέροντα της οικογένειας και της σεξουαλικής ζωής- η πολιτισμική εργασία έγινε περισσότερο υπόθεση των ανδρών, τους θέτει όλο και δυσκολότερα έργα, τους αναγκάζει για μετουσίωση των ενορμήσεων, για τις οποίες οι γυναίκες είναι ελάχιστα ικανές. Επειδή ο άνθρωπος δε διαθέτει απεριόριστες ποσότητες ψυχικής ενέργειας, πρέπει να επιτελέσει τα καθήκοντά του μέσω της κατάλληλης κατανομής της λίμπιντό του. Αυτό που καταναλώνεται για πολιτισμικούς σκοπούς αφαιρείται σε μεγάλο βαθμό από τις γυναίκες και από τη σεξουαλική ζωή: η μόνιμη συνεργασία με άνδρες, η εξάρτησή τους από τις σχέσεις με αυτούς, αποξενώνουν μάλιστα τον άνδρα από το ρόλο του ως συζύγου και πατέρα. Έτσι η γυναίκα βλέπει να παραμερίζεται από τις αξιώσεις του πολιτισμού και δημιουργεί μαζί του μία εχθρική σχέση.
Από την πλευρά του πολιτισμού, η τάση για περιορισμό της σεξουαλικής ζωής δεν είναι λιγότερο εμφανής από ό,τι η άλλη τάση για επέκταση του κύκλου του πολιτισμού. Ήδη η πρώτη φάση του πολιτισμού, αυτή του τοτεμισμού, φέρει την απαγόρευση της αιμομικτικής επιλογής αντικειμένου, ίσως ο πιο αποφασιστικός ακρωτηριασμός που βίωσε η ανθρώπινη σεξουαλική ζωή στην πορεία των χρόνων. Μέσω των ταμπού, των νόμων και των εθίμων δημιουργούνται και άλλοι περιορισμοί, οι οποίοι αφορούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Δεν πάνε όλοι οι πολιτισμοί το ίδιο μακριά- η οικονομική δομή της κοινωνίας επιδρά και στο βαθμό της υπόλοιπης σεξουαλικής ελευθερίας. Γνωρίζουμε ήδη ότι ο πολιτισμός υποτάσσεται εδώ στον καταναγκασμό για οικονομική αναγκαιότητα, καθώς αυτή αφαιρεί από τη σεξουαλικότητα ένα μεγάλο ποσό ψυχικής ενέργειας και την καταναλώνει η ίδια. Έτσι ο πολιτισμός φέρεται απέναντι στη σεξουαλικότητα όπως ένας λαός ή ένα στρώμα του πληθυσμού, που έχει υποτάξει ένα άλλο στρώμα και το εκμεταλλεύεται. Το άγχος μπροστά σε μία εξέγερση των καταπιεσμένων ωθεί για την υιοθέτηση αυστηρών προληπτικών μέτρων. Ένα ζενίθ μίας τέτοιας εξέλιξης βλέπουμε δυτικοευρωπαϊκό μας πολιτισμό. Είναι απολύτως δικαιολογημένο από ψυχολογικής απόψεως το γεγονός ότι απαγορεύει τις εκδηλώσεις της παιδικής σεξουαλικής ζωής, διότι ο περιορισμός των σεξουαλικών επιθυμιών των ενηλίκων δε θα είχε καμία τύχη αν δεν είχε προετοιμασθεί στην παιδική ηλικία. Μόνο που δε δικαιολογείται με κανέναν τρόπο όταν η πολιτισμική κοινωνία φθάνει να αρνείται αυτά τα εύκολα αποδεικνυόμενα, τόσο οφθαλμοφανή φαινόμενα. Η επιλογή του αντικειμένου που κάνει ο ώριμος σεξουαλικά άνθρωπος περιορίζεται στο αντίθετο φύλο, τις περισσότερες εξωγεννητικές ικανοποιήσει τις καταδικάζει ως διαστροφές. Η αξίωση για μία σεξουαλική ζωή ομοιόμορφη για όλους τους ανθρώπους, η οποία εκφράζεται με αυτές τις απαγορεύσεις, αγνοεί τις ανομοιότητες της έμφυτης και επίκτητης σεξουαλικής ιδιοσυστασίας των ανθρώπων, αφαιρεί από ένα αρκετά μεγάλο αριθμό τους τη σεξουαλική απόλαυση και γίνεται έτσι πηγή μεγάλης αδικίας. Η επιτυχία αυτών των περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε τότε να είναι το γεγονός ότι σε εκείνους που είναι φυσιολογικοί, σε εκείνους που δεν τους εμποδίζει η ιδιοσυστασία τους, κάθε σεξουαλικό ενδιαφέρον διευθετείται χωρίς απώλειες στα ανοιχτά κανάλια. Αλλά αυτό που μένει ελεύθερο από την απαγόρευση, η ετεροφυλοφιλική γεννητική αγάπη, μειώνεται και περαιτέρω μέσω των περιορισμών της νομιμότητας και την μονογαμίας. Ο σημερινός πολιτισμός δηλώνει εμφανώς ότι επιτρέπει μόνο σεξουαλικές σχέσεις με βάση ένα μοναδικό, αδιάλυτο δεσμό ενός άνδρα με μία γυναίκα, ότι δεν του αρέσει η σεξουαλικότητα ως αυτόνομη πηγή ηδονής και ότι έχει την πρόθεση να την ανεχθεί μόνο ως αναντικατάστατη πηγή για τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων, όπως μέχρι τώρα. Αυτό φυσικά είναι ακραίο. Είναι γνωστό ότι αποδείχθηκε ανέφικτο, ακόμη και για μικρές χρονικές περιόδους.
Μόνο τα αδύναμα άτομα έχουν υποταχθεί σε μία τόσο μεγάλη εισβολή στη σεξουαλική τους ελευθερία, οι πιο ισχυρές φύσεις το κάνουν μόνο με την προϋπόθεση μίας αποζημίωσης, για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. Η πολιτισμένη κοινωνία αναγκάστηκε να επιτρέψει πολλές παραβιάσεις στα σιωπηρά, τις οποίες σύμφωνα με τις αρχές της θα έπρεπε να καταπολεμάει. Όμως δε θα πρέπει να κάνουμε το λάθος και να δεχθούμε ότι μία τέτοια πολιτισμική στάση είναι γενικά ακίνδυνη διότι δεν επιτυγχάνει όλα όσα σκόπευε. Η σεξουαλική ζωή του πολιτισμένου ανθρώπου έχει βλαφθεί σε μεγάλο βαθμό, δημιουργεί μερικές φορές την εντύπωση μίας λειτουργίας που έχει υποστεί επαναστροφή. Ίσως δικαιούμαστε να δεχθούμε ότι η σημασία της πηγής αισθημάτων ευτυχίας, για την εκπλήρωση δηλαδή του σκοπού της ζωής μας, έχει μειωθεί αισθητά. Κάποιες φορές πιστεύουμε πως δεν είναι μόνο η πίεση του πολιτισμού αλλά κάτι στην ουσία της ίδιας της σεξουαλικής λειτουργίας που μας αρνείται την πλήρη ικανοποίηση και μας ωθεί σε άλλους δρόμους. Μπορεί να είναι λάθος, είναι δύσκολο να αποφανθούμε.
S.Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας
Εάν όμως θέλουμε να μάθουμε ποια αξία μπορεί να αξιώσει η θεώρησή μας για την πολιτισμική εξέλιξη ως ιδιαίτερη διαδικασία, συγκρίσιμη με τη φυσιολογική ωρίμανση του ατόμου, θα πρέπει προφανώς να καταπιαστούμε με ένα άλλο πρόβλημα, να αναρωτηθούμε σε ποιες επιρροές οφείλει την προέλευσή της η πολιτισμική εξέλιξη, πώς δημιουργήθηκε και από τι προσδιορίσθηκε η πορεία της.
Αυτό το έργο μοιάζει τεράστιο, μπορούμε να ομολογήσουμε την αδυναμία μας. Εδώ σας παραθέτω τα λίγα που μπόρεσα να μαντέψω.
Όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος ανακάλυψε ότι, κυριολεκτικά, βρισκόταν στο χέρι του να βελτιώσει τη μοίρα του μέσω της εργασίας, δε θα μπορούσε να αδιαφορήσει για το εάν κάποιος άλλος άνθρωπος εργαζόταν μαζί του ή εναντίον του. Ο άλλος απέκτησε γι’αυτόν την αξία του συνεργάτη, με τον οποίο ήταν χρήσιμο να ζει μαζί. Ακόμα πρωτύτερα, την περίοδο που ο άνθρωπος έμοιαζε ακόμη με τον πίθηκο, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να σχηματίζει οικογένειες- τα μέλη της οικογένειας ήταν προφανώς οι πρώτοι του βοηθοί. Πιθανόν η εδραίωση της οικογένειας να σχετιζόταν με το γεγονός ότι η ανάγκη για σεξουαλική ικανοποίηση δεν ήταν πλέον σποραδική, που εμφανίζεται ξαφνικά σε κάποιον και μετά την αποχώρησή της δε δίνει πια σημεία ζωής για πολύ καιρό, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στο άτομο. Έτσι ο άνδρας απέκτησε ένα κίνητρο για να κρατήσει κοντά του το θηλυκό ή, πιο γενικά, τα σεξουαλικά αντικείμενα- οι γυναίκες, που δεν ήθελαν να χωριστούν από τα αβοήθητα μικρά τους, έπρεπε και αυτές για το συμφέρον τους να μείνουν κοντά στο δυνατότερο αρσενικό. Σε αυτή την πρωτόγονη οικογένεια λείπει ακόμη ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού- η αυθαιρεσία του αρχηγού και πατέρα ήταν απεριόριστη. Στο Τοτέμ και Ταμπού προσπάθησα να δείξω το δρόμο που οδηγούσε από αυτή την οικογένεια στην επόμενη βαθμίδα της συμβίωσης, στη μορφή των αδερφικών ενώσεων. Με την υπερνίκηση του πατέρα, οι γιοι απέκτησαν την εμπειρία ότι μία ένωση μπορεί να είναι ισχυρότερη από το άτομο. Ο πολιτισμός του τοτέμ βασίζεται στους περιορισμούς που έπρεπε να επιβάλλουν ο ένας στον άλλον για τη διατήρηση της νέας κατάστασης. Οι διατάξεις των ταμπού ήταν το πρώτο “δίκαιο”.
Η συμβίωση των ανθρώπων ήταν λοιπόν βασισμένη σε δύο πράγματα: στον καταναγκασμό για εργασία, που δημιουργούσε η ακραία ανάγκη, και στη δύναμη της αγάπης, η οποία από την πλευρά του άντρα δεν ήθελε να στερηθεί το σεξουαλικό αντικείμενο στη γυναίκα και από την πλευρά της γυναίκας δεν ήθελε να στερηθεί το κομμάτι που είχε αφαιρεθεί από αυτή στο πρόσωπο του παιδιού. Ο Έρως και η Ανάγκη έγιναν οι γονείς του ανθρώπινου πολιτισμού. Η πρώτη επιτυχία του πολιτισμού ήταν το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπορούσε να ζήσει σε κοινότητα. Και καθώς οι δύο μεγάλες δυνάμεις δρούσαν μαζί, θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η περαιτέρω εξέλιξη θα συνέχιζε απρόσκοπτα προς την ολοένα και ισχυρότερη κυριαρχία επί του εξωτερικού κόσμου, καθώς και προς την παραπέρα επέκταση του αριθμού των ανθρώπων που περίκλειε η κοινότητα. Δεν καταλαβαίνουμε εύκολα πώς αυτός ο πολιτισμός θα μπορούσε να προκαλέσει στους συμμετέχοντές του κάτι άλλο από ευτυχία.
Πριν ακόμη εξερευνήσουμε από πού θα μπορούσε να προέλθει μία διαταραχή, θα προσπαθήσουμε, έχοντας ήδη αναγνωρίσει την αγάπη ως ένα από τα θεμέλια του πολιτισμού, να καλύψουμε ένα κενό σε μία προγενέστερη εξέταση. Είχαμε πει πως η εμπειρία ότι η σεξουαλική (γενετήσια) αγάπη εξασφαλίζει εντονότατη ικανοποίηση έδωσε ουσιαστικά στον άνθρωπο το πρότυπο κάθε ευτυχίας και θα πρέπει να τον ώθησε στο να αναζητάει στο εξής την ευτυχία της ζωής στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων, να θέσει στο επίκεντρο της ζωής το σεξουαλικό έρωτα. Συνεχίζουμε με το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρέθηκε με πολύ επικίνδυνο τρόπο να εξαρτάται από ένα κομμάτι του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή από το επιλεγμένο αντικείμενο αγάπης, και εκτέθηκε σε έναν πολύ έντονο πόνο όταν εισέπραττε την περιφρόνηση από αυτό ή όταν το έχανε εξαιτίας απιστίας ή θανάτου. Οι σοφοί όλων των εποχών μάς έχουν συμβουλεύσει επιτακτικά την αποφυγή αυτής της πορείας ζωής- αλλά για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων δεν έχει χάσει τη γοητεία της.
Μία μικρή μειοψηφία έχει τη δυνατότητα χάρις στην ιδιοσυστασία της, να βρει το δρόμο για την ευτυχία μέσω της αγάπης, κάτι που όμως απαιτεί εκτεταμένες ψυχικές μεταβολές της λειτουργίας της αγάπης. Αυτά τα άτομα ανεξαρτητοποιούνται από τη συγκατάθεση του αντικειμένου μεταθέτοντας την κύρια αξία από το να αγαπιούνται στο να αγαπούν οι ίδιοι, προστατεύονται από την απώλειά της στρέφοντας την αγάπη τους όχι σε μεμονωμένα αντικείμενα αλλά σε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο βαθμό και αποφεύγουν τις αμφιταλαντεύσεις και τις απογοητεύσεις της σεξουαλικής αγάπης αποστρέφοντάς την από το σεξουαλικό στόχο, μετατρέποντας την ενόρμηση σε μία ανασταλμένη ως προς το στόχο διέγερση. Αυτό που πραγματοποιείται με αυτό τον τρόπο μέσα τους, η κατάσταση μίας ισορροπημένης, συνεπούς, τρυφερής αίσθησης, δεν έχει πια μεγάλη εξωτερική ομοιότητα με την ορμητική, σεξουαλική ερωτική ζωή, από την οποία όμως προέρχεται, αυτής της αξιοποίησης της αγάπης για το εσωτερικό αίσθημα ευτυχίας- αυτό που αναγνωρίζουμε ως μία από τις τεχνικές της εκπλήρωσης της αρχής της ηδονής βρίσκεται πολλαπλώς, με την οποία μπορεί να συνδέεται σε εκείνες τις μακρινές περιοχές, όπου η διάκριση του Εγώ από τα αντικείμενα και η διάκριση των αντικειμένων μεταξύ τους παραμελείται. Μία ηθική θεώρηση, της οποίας το βαθύτερο κίνητρο θα μας γίνει γνωστό, θέλει να βλέπει σε αυτή την ετοιμότητα για γενική αγάπη προς τους ανθρώπους και τον κόσμο την ύψιστη βαθμίδα στην οποία μπορεί να ανυψωθεί ο άνθρωπος. Θα θέλαμε κιόλας να διατυπώσουμε δύο ενδοιασμούς. Μία αγάπη που δεν επιλέγει μάς φαίνεται ότι χάνει ένα κομμάτι της αξίας της, διαπράττοντας αδικία στο αντικείμενο. Και επιπλέον: δεν είναι όλοι οι άνθρωποι αξιαγάπητοι.
Η αγάπη εκείνη που εδραίωσε την οικογένεια, εξακολουθεί να επιδρά μέσα στον πολιτισμό στην αρχική της μορφή, όπου δεν παραιτείται από την άμεση σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά και τροποποιημένη, ως ανασταλμένη ως προς το στόχο τρυφερότητα. Και με τις δύο μορφές συνεχίζει τη λειτουργία της, να συνδέει δηλαδή ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων μεταξύ τους και μάλιστα με πιο έντονο τρόπο από ό,τι επιτυγχάνει το συμφέρον της εργασιακής κοινότητας. Η αδιαφορία της γλώσσας στη χρήση της λέξης “αγάπη” βρίσκει μία γενετική δικαιολόγηση. Αγάπη ονομάζουμε τη σχέση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, οι οποίοι ίδρυσαν μία οικογένεια βάσει των σεξουαλικών αναγκών τους, ονομάζουμε όμως και τα θετικά αισθήματα ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ανάμεσα στα αδέρφια της οικογένειας, παρόλο που αυτή τη σχέση θα πρέπει να την περιγράψουμε ως ανασταλμένη ως προς το στόχο αγάπη, ως τρυφερότητα. Η ανασταλμένη ως προς το στόχο αγάπη ήταν πρωταρχικά αισθησιακή και παραμένει ακόμη έτσι στο ασυνείδητο των ανθρώπων. Και οι δύο αγάπες, η αισθησιακή και η ανασταλμένη ως προς το στόχο, εκτείνονται πέραν της οικογένειας και δημιουργούν νέους δεσμούς με τους μέχρι πρότινος ξένους. Η σεξουαλική αγάπη οδηγεί σε νέους οικογενειακούς δεσμούς, η ανασταλμένη ως προς το στόχο σε “φιλίες”, που είναι σημαντικές για τον πολιτισμό διότι αποφεύγουν κάποιους περιορισμούς της σεξουαλικής αγάπης, πχ την αποκλειστικότητά της. Αλλά η σχέση της αγάπης με τον πολιτισμό χάνει την πορεία της εξέλιξης το μονοσήμαντό της. Από τη μία πλευρά η αγάπη αντίκειται στα συμφέροντα του πολιτισμού, από την άλλη πλευρά ο πολιτισμός απειλεί την αγάπη με σημαντικούς περιορισμούς.
Αυτός ο διχασμός μοιάζει αναπόφευκτος- η αιτία του δεν αναγνωρίζεται αμέσως. Εκδηλώνεται κατ’ αρχάς ως μία σύγκρουση ανάμεσα στην οικογένεια και στην ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκει το άτομο. Έχουμε ήδη μαντέψει ότι μία από τις κύριες επιδιώξεις του πολιτισμού είναι να συσπειρώσει τους ανθρώπους σε μεγάλες ενότητες. Η οικογένεια δε θέλει όμως να ελευθερώσει το άτομο. Όσο πιο στενή είναι η συνοχή μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, τόσο συχνότερα τείνουν να αποκόβονται από τους άλλους, τόσο δυσκολότερη τους γίνεται η είσοδος στον ευρύτερο κύκλο της ζωής. Ο φυλογενετικά παλαιότερος τρόπος συμβίωσης, που υφίσταται μόνο στην παιδική ηλικία, αμύνεται μπροστά στην αντικατάστασή του από τον πολιτισμικά επίκτητο, μεταγενέστερο. Η απομάκρυνση από την οικογένεια γίνεται καθήκον για κάθε νέο άνθρωπο, για την εκπλήρωση του οποίου η κοινωνία τον στηρίζει συχνά με εφηβικές και εισαγωγικές τελετουργίες. Μας δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για δυσκολίες που συνδέονται με κάθε ψυχική και κατά βάση με κάθε οργανική εξέλιξη.
Επιπλέον, σύντομα οι γυναίκες έρχονται και αυτές σε αντίθεση με το ρεύμα του πολιτισμού και ξεδιπλώνουν την επιβραδυντική και ανασταλτική επιρροή τους, οι ίδιες γυναίκες που στην αρχή έθεσαν τα θεμέλια του πολιτισμού μέσω των αξιώσεων της αγάπης τους. Οι γυναίκες εκπροσωπούν τα συμφέροντα της οικογένειας και της σεξουαλικής ζωής- η πολιτισμική εργασία έγινε περισσότερο υπόθεση των ανδρών, τους θέτει όλο και δυσκολότερα έργα, τους αναγκάζει για μετουσίωση των ενορμήσεων, για τις οποίες οι γυναίκες είναι ελάχιστα ικανές. Επειδή ο άνθρωπος δε διαθέτει απεριόριστες ποσότητες ψυχικής ενέργειας, πρέπει να επιτελέσει τα καθήκοντά του μέσω της κατάλληλης κατανομής της λίμπιντό του. Αυτό που καταναλώνεται για πολιτισμικούς σκοπούς αφαιρείται σε μεγάλο βαθμό από τις γυναίκες και από τη σεξουαλική ζωή: η μόνιμη συνεργασία με άνδρες, η εξάρτησή τους από τις σχέσεις με αυτούς, αποξενώνουν μάλιστα τον άνδρα από το ρόλο του ως συζύγου και πατέρα. Έτσι η γυναίκα βλέπει να παραμερίζεται από τις αξιώσεις του πολιτισμού και δημιουργεί μαζί του μία εχθρική σχέση.
Από την πλευρά του πολιτισμού, η τάση για περιορισμό της σεξουαλικής ζωής δεν είναι λιγότερο εμφανής από ό,τι η άλλη τάση για επέκταση του κύκλου του πολιτισμού. Ήδη η πρώτη φάση του πολιτισμού, αυτή του τοτεμισμού, φέρει την απαγόρευση της αιμομικτικής επιλογής αντικειμένου, ίσως ο πιο αποφασιστικός ακρωτηριασμός που βίωσε η ανθρώπινη σεξουαλική ζωή στην πορεία των χρόνων. Μέσω των ταμπού, των νόμων και των εθίμων δημιουργούνται και άλλοι περιορισμοί, οι οποίοι αφορούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Δεν πάνε όλοι οι πολιτισμοί το ίδιο μακριά- η οικονομική δομή της κοινωνίας επιδρά και στο βαθμό της υπόλοιπης σεξουαλικής ελευθερίας. Γνωρίζουμε ήδη ότι ο πολιτισμός υποτάσσεται εδώ στον καταναγκασμό για οικονομική αναγκαιότητα, καθώς αυτή αφαιρεί από τη σεξουαλικότητα ένα μεγάλο ποσό ψυχικής ενέργειας και την καταναλώνει η ίδια. Έτσι ο πολιτισμός φέρεται απέναντι στη σεξουαλικότητα όπως ένας λαός ή ένα στρώμα του πληθυσμού, που έχει υποτάξει ένα άλλο στρώμα και το εκμεταλλεύεται. Το άγχος μπροστά σε μία εξέγερση των καταπιεσμένων ωθεί για την υιοθέτηση αυστηρών προληπτικών μέτρων. Ένα ζενίθ μίας τέτοιας εξέλιξης βλέπουμε δυτικοευρωπαϊκό μας πολιτισμό. Είναι απολύτως δικαιολογημένο από ψυχολογικής απόψεως το γεγονός ότι απαγορεύει τις εκδηλώσεις της παιδικής σεξουαλικής ζωής, διότι ο περιορισμός των σεξουαλικών επιθυμιών των ενηλίκων δε θα είχε καμία τύχη αν δεν είχε προετοιμασθεί στην παιδική ηλικία. Μόνο που δε δικαιολογείται με κανέναν τρόπο όταν η πολιτισμική κοινωνία φθάνει να αρνείται αυτά τα εύκολα αποδεικνυόμενα, τόσο οφθαλμοφανή φαινόμενα. Η επιλογή του αντικειμένου που κάνει ο ώριμος σεξουαλικά άνθρωπος περιορίζεται στο αντίθετο φύλο, τις περισσότερες εξωγεννητικές ικανοποιήσει τις καταδικάζει ως διαστροφές. Η αξίωση για μία σεξουαλική ζωή ομοιόμορφη για όλους τους ανθρώπους, η οποία εκφράζεται με αυτές τις απαγορεύσεις, αγνοεί τις ανομοιότητες της έμφυτης και επίκτητης σεξουαλικής ιδιοσυστασίας των ανθρώπων, αφαιρεί από ένα αρκετά μεγάλο αριθμό τους τη σεξουαλική απόλαυση και γίνεται έτσι πηγή μεγάλης αδικίας. Η επιτυχία αυτών των περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε τότε να είναι το γεγονός ότι σε εκείνους που είναι φυσιολογικοί, σε εκείνους που δεν τους εμποδίζει η ιδιοσυστασία τους, κάθε σεξουαλικό ενδιαφέρον διευθετείται χωρίς απώλειες στα ανοιχτά κανάλια. Αλλά αυτό που μένει ελεύθερο από την απαγόρευση, η ετεροφυλοφιλική γεννητική αγάπη, μειώνεται και περαιτέρω μέσω των περιορισμών της νομιμότητας και την μονογαμίας. Ο σημερινός πολιτισμός δηλώνει εμφανώς ότι επιτρέπει μόνο σεξουαλικές σχέσεις με βάση ένα μοναδικό, αδιάλυτο δεσμό ενός άνδρα με μία γυναίκα, ότι δεν του αρέσει η σεξουαλικότητα ως αυτόνομη πηγή ηδονής και ότι έχει την πρόθεση να την ανεχθεί μόνο ως αναντικατάστατη πηγή για τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων, όπως μέχρι τώρα. Αυτό φυσικά είναι ακραίο. Είναι γνωστό ότι αποδείχθηκε ανέφικτο, ακόμη και για μικρές χρονικές περιόδους.
Μόνο τα αδύναμα άτομα έχουν υποταχθεί σε μία τόσο μεγάλη εισβολή στη σεξουαλική τους ελευθερία, οι πιο ισχυρές φύσεις το κάνουν μόνο με την προϋπόθεση μίας αποζημίωσης, για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. Η πολιτισμένη κοινωνία αναγκάστηκε να επιτρέψει πολλές παραβιάσεις στα σιωπηρά, τις οποίες σύμφωνα με τις αρχές της θα έπρεπε να καταπολεμάει. Όμως δε θα πρέπει να κάνουμε το λάθος και να δεχθούμε ότι μία τέτοια πολιτισμική στάση είναι γενικά ακίνδυνη διότι δεν επιτυγχάνει όλα όσα σκόπευε. Η σεξουαλική ζωή του πολιτισμένου ανθρώπου έχει βλαφθεί σε μεγάλο βαθμό, δημιουργεί μερικές φορές την εντύπωση μίας λειτουργίας που έχει υποστεί επαναστροφή. Ίσως δικαιούμαστε να δεχθούμε ότι η σημασία της πηγής αισθημάτων ευτυχίας, για την εκπλήρωση δηλαδή του σκοπού της ζωής μας, έχει μειωθεί αισθητά. Κάποιες φορές πιστεύουμε πως δεν είναι μόνο η πίεση του πολιτισμού αλλά κάτι στην ουσία της ίδιας της σεξουαλικής λειτουργίας που μας αρνείται την πλήρη ικανοποίηση και μας ωθεί σε άλλους δρόμους. Μπορεί να είναι λάθος, είναι δύσκολο να αποφανθούμε.
S.Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου