-«Πώς θα καταλάβω πως κάποιος είναι η ιδανική επιλογή για εμένα;»
-«Όταν νιώσεις πως δεν έχεις άλλη επιλογή».
Τον ακούω πολύ συχνά το συγκεκριμένο προβληματισμό· οι άνθρωποι, μέσα στην πλειάδα των επιλογών τους αναρωτιούνται αν αξίζει να κατασταλάξουν σε έναν σύντροφο, όταν εκεί έξω υπάρχουν εκατομμύρια άλλοι υποψήφιοι, ενδεχομένως καλύτεροι από ό,τι τους προσφέρει η ζωή τη δεδομένη στιγμή. Με αυτή τη λογική οι ίδιοι άνθρωποι επιλέγουν είτε τη μοναξιά είτε να βιώνουν ντεμί καταστάσεις με την ελπίδα πως τα πράγματα θα φτιάξουν από στιγμή σε στιγμή κι η ζωή θα τους δώσει ένα σημάδι πως, ναι, η μερικής απασχόλησης σχέση τους αξίζει, τελικά, σύμβαση αορίστου χρόνου.
Ο πραγματικός έρωτας δε λειτουργεί έτσι όμως· όσες συνειδητές επιλογές κι αν κάνουν οι άνθρωποι, εκείνος παραμένει συναίσθημα βαθιά υποσυνείδητο, πρωτόγονο και καθάριο. Με λίγα λόγια αν έχεις καταφέρει να καλλιεργήσεις τη συναισθηματική σου νοημοσύνη έστω και λίγο, άρα να είσαι αρκετά νοήμων για να ξεχωρίζεις τον ενθουσιασμό απ’ το πραγματικό άγγιγμα του φτερωτού θεού, τότε γνωρίζεις πως όταν ερωτεύεσαι είναι αυτονόητο πως τυφλώνεσαι, πως η λέξη «επιλογή» αυτόματα αντικαθιστάται απ’ τη λέξη «ανάγκη».
Όταν λέω τυφλώνεσαι το εννοώ· βλέπεις αυτά που θέλεις να δεις, δικαιολογείς αδικαιολόγητες συμπεριφορές και φέρνεις την πραγματικότητα στα μέτρα σου όταν δεν έρχεται εκείνη στα δικά σου. Ξαφνικά όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν λειψοί μπροστά στον άνθρωπό σου, είσαστε ή δεν είσαστε μαζί, τα μέρη που επισκέπτεσαι είναι άδεια χωρίς τη παρουσία του, η ζωή σου μοιάζει οικτρά αξιολύπητη όταν έχετε να μιλήσετε ώρες στο τηλέφωνο, η μέρα σου φτιάχνει ή χαλάει ανάλογα με τα κέφια του και πάει λέγοντας.
Αγχωτική κατάσταση, μα και λυτρωτική ταυτόχρονα. Μοιάζει σαν να μπαίνεις σε έναν τυφώνα· δεν ήταν επιλογή σου, δεν κατάλαβες καν πώς βρέθηκες εκεί, μα γνωρίζοντας καλά πως είναι μάταιο να προσπαθείς να ξεφύγεις απ’ την ανίκητη φούρια του, τον αφήνεις να σε παρασύρει κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Έτσι κι όταν ερωτεύεσαι· ξέρεις πως γίνεσαι καραγκιοζάκος, αλλά ούτε που σε νοιάζει όντας συνειδητοποιημένος πως η λογική αντίσταση είναι πλέον εκτός της σφαίρας των δυνατοτήτων σου, οπότε θέλεις και τα παθαίνεις και το ευχαριστιέσαι κιόλας.
Απ’ τη μία ωραία όλα αυτά, απ’ την άλλη εξαιρετικά σπάνια· αν καταφέρεις να ξεμπερδέψεις απ’ το κουβάρι του μυαλού σου έννοιες όπως «ενθουσιασμός», «πάθος» κι «έρωτας», κατανοείς πως αυτά που συνήθως βαφτίζουν οι άνθρωποι ως μοναδικά, μόνο μοναδικά δεν είναι όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Δεν είναι έρωτας οι ξεπέτες, δεν είναι αγάπη η συνήθεια, δεν είναι γαλήνη η βαρεμάρα. Τα ξέρεις όλα αυτά, δεν περίμενες να τα μάθεις από εμένα, αλλά κάπως πρέπει να δικαιολογήσεις όλη αυτή την ανηδονία και την έλλειψη ενθουσιασμού που διακατέχει όλη σου την ύπαρξη, έτσι δεν είναι;
Mπλέκεις, λοιπόν, σε χαζοϊστορίες και χλιαρές σχέσεις, τόσο για να ξεγελάσεις το κενό σου, όσο και για να ‘χαμε να λέγαμε. Γιατί, όμως, είναι τόσο δύσκολο να σε συνταράξει κάτι; Η απάντηση βρίσκεται στο παρελθόν σου.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που δεν ερωτεύονται, οι ίδιοι άνθρωποι που αποφεύγουν το συναίσθημα όπως η τύχη μου τα πενταπλά τζακ-ποτ του Τζόκερ, είναι συνήθως οι ίδιοι που, είτε το παραδέχονται είτε όχι, δεν έχουν σηκώσει ακόμα άγκυρες απ’ το παρελθόν τους. Μπορεί να έζησαν μια εξαιρετικά οδυνηρή ιστορία αγάπης, μπορεί να πληγώθηκαν, να έκαναν καιρό να σταθούν στα πόδια τους, μπορεί ακόμα κι υποσυνείδητα να ελπίζουν σε μια πιθανή επανασύνδεση· τώρα αν η πιθανότητα για την επανασύνδεση αυτή είναι ανάλογη εκείνης που θα έδιναν τα στατιστικά του στοιχήματος για την κατάληξη ενός αγώνα ανάμεσα στον Κιλκισιακό και τη Ρεάλ Μαδρίτης είναι ένα άλλο θέμα και καμία σχέση δεν έχει με όσα συζητάμε.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως δε γίνεται να ξεκινήσεις μια ουσιώδη νέα ιστορία αν δεν τα έχεις βρει τόσο με τον εαυτό σου, όσο και με τις προηγούμενές σου σχέσεις, ή έστω όποια σχέση από αυτές έμοιαζε να σε ενδιαφέρει.
Όσο, λοιπόν, κάποιος αφήνει ανοιχτά μέτωπα με το παρελθόν του, όσο έχει ερωτηματικά που δεν απαντήθηκαν, φόβους που δεν αντιμετωπίστηκαν, εξηγήσεις που δε δόθηκαν, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρεθεί κάτι να τον συνταράξει. Άλλωστε, είναι γνωστό πως στην ιστορία της λογοτεχνίας, πολλά μυθιστορήματα ξεκίνησαν να γράφονται σε χαρτοπετσέτες, αποδείξεις και διαφημιστικά φυλλάδια, ποτέ κανένα όμως δε γράφτηκε πάνω στις σημειώσεις ενός παλιού.
-«Όταν νιώσεις πως δεν έχεις άλλη επιλογή».
Τον ακούω πολύ συχνά το συγκεκριμένο προβληματισμό· οι άνθρωποι, μέσα στην πλειάδα των επιλογών τους αναρωτιούνται αν αξίζει να κατασταλάξουν σε έναν σύντροφο, όταν εκεί έξω υπάρχουν εκατομμύρια άλλοι υποψήφιοι, ενδεχομένως καλύτεροι από ό,τι τους προσφέρει η ζωή τη δεδομένη στιγμή. Με αυτή τη λογική οι ίδιοι άνθρωποι επιλέγουν είτε τη μοναξιά είτε να βιώνουν ντεμί καταστάσεις με την ελπίδα πως τα πράγματα θα φτιάξουν από στιγμή σε στιγμή κι η ζωή θα τους δώσει ένα σημάδι πως, ναι, η μερικής απασχόλησης σχέση τους αξίζει, τελικά, σύμβαση αορίστου χρόνου.
Ο πραγματικός έρωτας δε λειτουργεί έτσι όμως· όσες συνειδητές επιλογές κι αν κάνουν οι άνθρωποι, εκείνος παραμένει συναίσθημα βαθιά υποσυνείδητο, πρωτόγονο και καθάριο. Με λίγα λόγια αν έχεις καταφέρει να καλλιεργήσεις τη συναισθηματική σου νοημοσύνη έστω και λίγο, άρα να είσαι αρκετά νοήμων για να ξεχωρίζεις τον ενθουσιασμό απ’ το πραγματικό άγγιγμα του φτερωτού θεού, τότε γνωρίζεις πως όταν ερωτεύεσαι είναι αυτονόητο πως τυφλώνεσαι, πως η λέξη «επιλογή» αυτόματα αντικαθιστάται απ’ τη λέξη «ανάγκη».
Όταν λέω τυφλώνεσαι το εννοώ· βλέπεις αυτά που θέλεις να δεις, δικαιολογείς αδικαιολόγητες συμπεριφορές και φέρνεις την πραγματικότητα στα μέτρα σου όταν δεν έρχεται εκείνη στα δικά σου. Ξαφνικά όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν λειψοί μπροστά στον άνθρωπό σου, είσαστε ή δεν είσαστε μαζί, τα μέρη που επισκέπτεσαι είναι άδεια χωρίς τη παρουσία του, η ζωή σου μοιάζει οικτρά αξιολύπητη όταν έχετε να μιλήσετε ώρες στο τηλέφωνο, η μέρα σου φτιάχνει ή χαλάει ανάλογα με τα κέφια του και πάει λέγοντας.
Αγχωτική κατάσταση, μα και λυτρωτική ταυτόχρονα. Μοιάζει σαν να μπαίνεις σε έναν τυφώνα· δεν ήταν επιλογή σου, δεν κατάλαβες καν πώς βρέθηκες εκεί, μα γνωρίζοντας καλά πως είναι μάταιο να προσπαθείς να ξεφύγεις απ’ την ανίκητη φούρια του, τον αφήνεις να σε παρασύρει κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Έτσι κι όταν ερωτεύεσαι· ξέρεις πως γίνεσαι καραγκιοζάκος, αλλά ούτε που σε νοιάζει όντας συνειδητοποιημένος πως η λογική αντίσταση είναι πλέον εκτός της σφαίρας των δυνατοτήτων σου, οπότε θέλεις και τα παθαίνεις και το ευχαριστιέσαι κιόλας.
Απ’ τη μία ωραία όλα αυτά, απ’ την άλλη εξαιρετικά σπάνια· αν καταφέρεις να ξεμπερδέψεις απ’ το κουβάρι του μυαλού σου έννοιες όπως «ενθουσιασμός», «πάθος» κι «έρωτας», κατανοείς πως αυτά που συνήθως βαφτίζουν οι άνθρωποι ως μοναδικά, μόνο μοναδικά δεν είναι όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Δεν είναι έρωτας οι ξεπέτες, δεν είναι αγάπη η συνήθεια, δεν είναι γαλήνη η βαρεμάρα. Τα ξέρεις όλα αυτά, δεν περίμενες να τα μάθεις από εμένα, αλλά κάπως πρέπει να δικαιολογήσεις όλη αυτή την ανηδονία και την έλλειψη ενθουσιασμού που διακατέχει όλη σου την ύπαρξη, έτσι δεν είναι;
Mπλέκεις, λοιπόν, σε χαζοϊστορίες και χλιαρές σχέσεις, τόσο για να ξεγελάσεις το κενό σου, όσο και για να ‘χαμε να λέγαμε. Γιατί, όμως, είναι τόσο δύσκολο να σε συνταράξει κάτι; Η απάντηση βρίσκεται στο παρελθόν σου.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που δεν ερωτεύονται, οι ίδιοι άνθρωποι που αποφεύγουν το συναίσθημα όπως η τύχη μου τα πενταπλά τζακ-ποτ του Τζόκερ, είναι συνήθως οι ίδιοι που, είτε το παραδέχονται είτε όχι, δεν έχουν σηκώσει ακόμα άγκυρες απ’ το παρελθόν τους. Μπορεί να έζησαν μια εξαιρετικά οδυνηρή ιστορία αγάπης, μπορεί να πληγώθηκαν, να έκαναν καιρό να σταθούν στα πόδια τους, μπορεί ακόμα κι υποσυνείδητα να ελπίζουν σε μια πιθανή επανασύνδεση· τώρα αν η πιθανότητα για την επανασύνδεση αυτή είναι ανάλογη εκείνης που θα έδιναν τα στατιστικά του στοιχήματος για την κατάληξη ενός αγώνα ανάμεσα στον Κιλκισιακό και τη Ρεάλ Μαδρίτης είναι ένα άλλο θέμα και καμία σχέση δεν έχει με όσα συζητάμε.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως δε γίνεται να ξεκινήσεις μια ουσιώδη νέα ιστορία αν δεν τα έχεις βρει τόσο με τον εαυτό σου, όσο και με τις προηγούμενές σου σχέσεις, ή έστω όποια σχέση από αυτές έμοιαζε να σε ενδιαφέρει.
Όσο, λοιπόν, κάποιος αφήνει ανοιχτά μέτωπα με το παρελθόν του, όσο έχει ερωτηματικά που δεν απαντήθηκαν, φόβους που δεν αντιμετωπίστηκαν, εξηγήσεις που δε δόθηκαν, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρεθεί κάτι να τον συνταράξει. Άλλωστε, είναι γνωστό πως στην ιστορία της λογοτεχνίας, πολλά μυθιστορήματα ξεκίνησαν να γράφονται σε χαρτοπετσέτες, αποδείξεις και διαφημιστικά φυλλάδια, ποτέ κανένα όμως δε γράφτηκε πάνω στις σημειώσεις ενός παλιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου