Αρκετές φορές, η καχυποψία και η δυσπιστία εμπεριέχουν τον τρόμο μήπως αφεθούμε έρμαια στη φαντασιωσική παντοδύναμη μητέρα (κοινωνία, κράτος, εξουσία, σύντροφο, θεότητα, θεραπεία κλπ.). Είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι στατιστικά οι «δεμένες» οικογένειες «δένονται» κυρίως από τις ανάγκες της μητέρας που φυσικά δεν καλύπτονται από τη συναισθηματική οντότητα του πατέρα-συζύγου. Οι ανάγκες αυτές μαρτυρούν την ψεύτικη νίκη της επί του αρσενικού. Διατηρείται με αυτό τον τρόπο το παιδί ως λάφυρο εξαρτητικό που υπενθυμίζει την κυριαρχία της. Είναι κατανοητό πως σ’ αυτή τη μάχη κανένας δεν έχει κερδίσει. Ο μόνος ηττημένος είναι το παιδί. Γνωρίζουμε πως η εξατομίκευσή του πραγματοποιείται με φυσιολογική οριοθέτηση ανάμεσα στην ηλικία των 1,5-3 ετών.
Στη βρεφική ηλικία αρκετές μητέρες μέσα στα όρια της δικής τους διάθεσης να «ελέγχουν καταστάσεις», εμποδίζουν την εξατομίκευση των παιδιών τους και φυσικά και τον αποχωρισμό τους. Μεταδίδουν υπαινιγμούς για τη δική τους εσωτερική δομή και ανασύρουν από βαθύτερα επίπεδα έκδηλες επιθυμίες τους. Υπεύθυνη είναι η πρόθεση να μην «εγκαταλειφθούν». Αυτοκαταδικάζονται όμως να κουβαλούν χωρίς τέλος τα παιδιά τους και καταδικάζουν αυτά να κουβαλούν εκείνες. Τα μαθαίνουν να αξιολογούν τον (από)χωρισμό ως εγκατάλειψη και καταστροφή.
Η υποτιθέμενη βαθμιαία χειραφέτηση του παιδιού ουσιαστικά θυσιάζεται στον βωμό των γονεϊκών ασυνείδητων διαθέσεων.
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει πλήρως σε μία ομάδα, να αντιλαμβάνεται στο όριο αυτής της ομάδας την εξασφάλιση μιας στενής και πολύ προσωπικής σχέσης, να εισπράττει στοργικό συναίσθημα και μέσα από τη σεξουαλική παρόρμησή του να δίνει βαθιά και αληθινή στοργή σε κάποιον άλλο. Αν ο γονιός δεν ικανοποίησε αυτή την ανάγκη του με τον σύντροφο που επέλεξε (επειδή δεν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτή τη συναλλαγή στην πρώτη του οικογένεια), μεταφράζει αθέλητα ο ίδιος τον ερωτισμό του σε στοργή και «αποπλανά» το ευάλωτο παιδί του. Διευκολύνει τον εκπαιδευόμενο συναισθηματικά απ’ αυτόν απόγονό του να «δεθεί» μαζί του, να ανταλλάξουν μεταξύ τους σιωπηλά «όρκους» αποκλειστικής «ένωσης».
Ο στενός προσωπικός τους δεσμός, αν και μοιάζει να αφήνει «απ’ έξω» τον άλλο γονιό, ουσιαστικά τον «βολεύει», επειδή στη μορφή της σχέσης που έχει διαμορφωθεί διατηρεί έναν ρόλο που έχει μάθει καλά από την παλιά του οικογένεια: αυτόν της «παραδοσιακής ζητιανιάς αισθημάτων».
Όλα τα μέλη της πρωταρχικής ομάδας επιτελούν έργο συνοχής στην οικογένεια και «δένονται» για να μη «λυθούν» από τη νοσηρότητα των εσωτερικών προθέσεων.
Η υπενθύμιση που ακούμε «είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια», κρύβει τη διευκρίνιση-απειλή «κανένας μας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) να αποχωριστεί κανέναν».
Επομένως, κανείς από τα μέλη της δεν διατηρεί το δικαίωμα να σηματοδοτήσει την οντότητά του, εξατομικεύοντας το δικό του ψυχολογικό στίγμα με αποχωρισμό του δικού τους ψυχολογικού στίγματος.
Υπογραμμίζεται έτσι η ερμηνεία μιας απόλυτα εχθρικής υπενθύμισης: «Όποιος πάψει να είναι δεμένος, θα τιμωρηθεί ανελέητα με την αποκοπή του από την “αγάπη” και τη φροντίδα». Οι απόγονοι -περίπου ανάλογων σε νοοτροπία οικογενειών- διακατέχονται από αίσθημα εσωτερικής ερημίας, που επιδρά σε όλα τα επίπεδα των δραστηριοτήτων τους. Οι γονείς που δυσκολεύουν ή και απαγορεύουν τις διαπροσωπικές συναλλαγές των παιδιών τους με τα εκτός εστίας πρόσωπα, χωρίζουν την πραγματικότητα της ζωής και των δύο πλευρών με αυθαίρετο τρόπο. Ένας σημαντικός, όμως, αριθμός απ’ αυτά τα άτομα έχει ή αποκτά τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός καταθλιπτικά οργανωμένου ανθρώπου. Είναι αλήθεια πως στις οικογένειες αυτές υπάρχουν μυστικά.
Αρκετές φορές κατά τη θεραπευτική επαφή μαζί τους, αναρωτιέσαι αν τα μυστικά δημιουργούν το «δέσιμο» ή το «δέσιμο» δημιουργεί προϋποθέσεις μέσα από την ιδιαιτερότητα μιας επικοινωνίας που γεννά μυστικά. Όταν μια κρυφή διάσταση των σχέσεων ή των συνηθειών βγει στην επιφάνεια, κινδυνεύει η νοσηρή συνοχή της οικογένειας.
Ο νόμος της σιωπής καλλιεργεί ορατές συνέπειες, ακριβώς ίδιες μ’ αυτές που η διάθεση και η σκέψη της αλήθειας προετοιμάζουν. Χωρίς να αποτελεί στατιστικό δεδομένο, τα τελευταία δώδεκα χρόνια που παρακολούθησα έντεκα οικογένειες με αντίστοιχη ψυχοπαθολογία, στις δύο υπήρχε αιμομικτική σχέση.
Το οικογενειακό «δέσιμο» διαχέεται στις μύχιες ανάγκες των μελών και εξελίσσεται σε Προκρούστη των απεξαρτητικών σχέσεων, που κόβει, ράβει και τους φέρνει όλους στα μέτρα του. Με ένα σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστικό τρόπο, το «Εγώ» της οικογένειας αφιερώνεται στη νομοθετική κατοχύρωση των επίμονων και μη ηθελημένων σκέψεων προστασίας από την ανευλαβή εξάρτηση. Οι ενέργειες που δηλώνουν στην ασυνείδητη διάσταση τους την εξιλέωση αποκτούν υποστηρικτική βάση για την αυτοαγάπη των μελών.
Στη βρεφική ηλικία αρκετές μητέρες μέσα στα όρια της δικής τους διάθεσης να «ελέγχουν καταστάσεις», εμποδίζουν την εξατομίκευση των παιδιών τους και φυσικά και τον αποχωρισμό τους. Μεταδίδουν υπαινιγμούς για τη δική τους εσωτερική δομή και ανασύρουν από βαθύτερα επίπεδα έκδηλες επιθυμίες τους. Υπεύθυνη είναι η πρόθεση να μην «εγκαταλειφθούν». Αυτοκαταδικάζονται όμως να κουβαλούν χωρίς τέλος τα παιδιά τους και καταδικάζουν αυτά να κουβαλούν εκείνες. Τα μαθαίνουν να αξιολογούν τον (από)χωρισμό ως εγκατάλειψη και καταστροφή.
Η υποτιθέμενη βαθμιαία χειραφέτηση του παιδιού ουσιαστικά θυσιάζεται στον βωμό των γονεϊκών ασυνείδητων διαθέσεων.
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει πλήρως σε μία ομάδα, να αντιλαμβάνεται στο όριο αυτής της ομάδας την εξασφάλιση μιας στενής και πολύ προσωπικής σχέσης, να εισπράττει στοργικό συναίσθημα και μέσα από τη σεξουαλική παρόρμησή του να δίνει βαθιά και αληθινή στοργή σε κάποιον άλλο. Αν ο γονιός δεν ικανοποίησε αυτή την ανάγκη του με τον σύντροφο που επέλεξε (επειδή δεν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτή τη συναλλαγή στην πρώτη του οικογένεια), μεταφράζει αθέλητα ο ίδιος τον ερωτισμό του σε στοργή και «αποπλανά» το ευάλωτο παιδί του. Διευκολύνει τον εκπαιδευόμενο συναισθηματικά απ’ αυτόν απόγονό του να «δεθεί» μαζί του, να ανταλλάξουν μεταξύ τους σιωπηλά «όρκους» αποκλειστικής «ένωσης».
Ο στενός προσωπικός τους δεσμός, αν και μοιάζει να αφήνει «απ’ έξω» τον άλλο γονιό, ουσιαστικά τον «βολεύει», επειδή στη μορφή της σχέσης που έχει διαμορφωθεί διατηρεί έναν ρόλο που έχει μάθει καλά από την παλιά του οικογένεια: αυτόν της «παραδοσιακής ζητιανιάς αισθημάτων».
Όλα τα μέλη της πρωταρχικής ομάδας επιτελούν έργο συνοχής στην οικογένεια και «δένονται» για να μη «λυθούν» από τη νοσηρότητα των εσωτερικών προθέσεων.
Η υπενθύμιση που ακούμε «είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια», κρύβει τη διευκρίνιση-απειλή «κανένας μας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) να αποχωριστεί κανέναν».
Επομένως, κανείς από τα μέλη της δεν διατηρεί το δικαίωμα να σηματοδοτήσει την οντότητά του, εξατομικεύοντας το δικό του ψυχολογικό στίγμα με αποχωρισμό του δικού τους ψυχολογικού στίγματος.
Υπογραμμίζεται έτσι η ερμηνεία μιας απόλυτα εχθρικής υπενθύμισης: «Όποιος πάψει να είναι δεμένος, θα τιμωρηθεί ανελέητα με την αποκοπή του από την “αγάπη” και τη φροντίδα». Οι απόγονοι -περίπου ανάλογων σε νοοτροπία οικογενειών- διακατέχονται από αίσθημα εσωτερικής ερημίας, που επιδρά σε όλα τα επίπεδα των δραστηριοτήτων τους. Οι γονείς που δυσκολεύουν ή και απαγορεύουν τις διαπροσωπικές συναλλαγές των παιδιών τους με τα εκτός εστίας πρόσωπα, χωρίζουν την πραγματικότητα της ζωής και των δύο πλευρών με αυθαίρετο τρόπο. Ένας σημαντικός, όμως, αριθμός απ’ αυτά τα άτομα έχει ή αποκτά τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός καταθλιπτικά οργανωμένου ανθρώπου. Είναι αλήθεια πως στις οικογένειες αυτές υπάρχουν μυστικά.
Αρκετές φορές κατά τη θεραπευτική επαφή μαζί τους, αναρωτιέσαι αν τα μυστικά δημιουργούν το «δέσιμο» ή το «δέσιμο» δημιουργεί προϋποθέσεις μέσα από την ιδιαιτερότητα μιας επικοινωνίας που γεννά μυστικά. Όταν μια κρυφή διάσταση των σχέσεων ή των συνηθειών βγει στην επιφάνεια, κινδυνεύει η νοσηρή συνοχή της οικογένειας.
Ο νόμος της σιωπής καλλιεργεί ορατές συνέπειες, ακριβώς ίδιες μ’ αυτές που η διάθεση και η σκέψη της αλήθειας προετοιμάζουν. Χωρίς να αποτελεί στατιστικό δεδομένο, τα τελευταία δώδεκα χρόνια που παρακολούθησα έντεκα οικογένειες με αντίστοιχη ψυχοπαθολογία, στις δύο υπήρχε αιμομικτική σχέση.
Το οικογενειακό «δέσιμο» διαχέεται στις μύχιες ανάγκες των μελών και εξελίσσεται σε Προκρούστη των απεξαρτητικών σχέσεων, που κόβει, ράβει και τους φέρνει όλους στα μέτρα του. Με ένα σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστικό τρόπο, το «Εγώ» της οικογένειας αφιερώνεται στη νομοθετική κατοχύρωση των επίμονων και μη ηθελημένων σκέψεων προστασίας από την ανευλαβή εξάρτηση. Οι ενέργειες που δηλώνουν στην ασυνείδητη διάσταση τους την εξιλέωση αποκτούν υποστηρικτική βάση για την αυτοαγάπη των μελών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου