Κανείς δεν μπορεί να βλέπει πέρα από τα όρια του εαυτού του. Με τούτο εννοώ ότι ο καθένας μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει τον άλλον μόνον ανάλογα με την δική του ευφυΐα. Εάν κάποιος έχει ευφυΐα του πλέον χαμηλού είδους, τότε όλα τα πνευματικά χαρίσματα, ακόμη και τα πλέον έκτακτα, δεν θα του κάνουν καμία εντύπωση˙ σ’ έναν άνθρωπο προικισμένο μ’ αυτά, δεν θα προσέξει παρά τα χαμηλότερα στοιχεία της ατομικότητάς του, όλες του δηλ. τις αδυναμίες, τα ελαττώματα της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα. Τούτα τα στοιχεία είναι αυτά που, κατά την αντίληψή του, συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, ενώ οι υπέρτερες πνευματικές ικανότητες είναι γι’ αυτόν τόσο αντιληπτές όσο τα χρώματα για τον τυφλό˙ διότι το πνεύμα είναι αόρατο για όποιον δεν έχει και ο ίδιος πνεύμα, κάθε δε αξιολόγηση είναι το γινόμενο της αξίας του αξιολογουμένου επί την γνωστική ικανότητα του αξιολογούντος.
Από τούτα προκύπτει ότι, όποτε συνομιλούμε με κάποιον, καταβιβάζουμε τον εαυτό μας στο επίπεδό του, καθότι όλα εκείνα στα όποια υπερτερούμε αυτού εξαφανίζονται, απαρατήρητη δε περνά ακόμη και η απάρνηση του εαυτού μας που απαιτείται για την ισοπέδωση αυτή. Εάν αναλογισθεί κανείς πόσο χαμηλά είναι το φρόνημα και τα προσόντα των περισσότερων ανθρώπων, δηλ. πόσο ποταποί είναι, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μιλά μαζί τους χωρίς να γίνει και ο ίδιος, στην διάρκεια της συνομιλίας, ποταπός (κατ’ αναλογία με το φαινόμενα της πτώσεως της ισχύος κατά την διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος)˙ θα κατανοήσει τότε σε βάθος το νόημα και το εύστοχον της εκφράσεως sich gemein machen, αλλά και θ’ αποφεύγει κάθε συναναστροφή στην όποια δεν μπορεί να επικοινωνήσει παρά με την parlie honteuse (επονείδιστο μέρος] της φύσης του. Θα κατανοήσει επίσης ότι, απέναντι σε ηλίθιους και μουρλούς, δεν υπάρχει παρά ένας και μόνον τρόπος να καταστήσει εμφανή την φρόνηση του, κι αυτός δεν είναι άλλος από το να μην μιλά μαζί τους. Όμως, ενεργώντας έτσι, κάποιοι άνθρωποι ενίοτε θα νιώθουν μέσα στην κοινωνία όπως ο χορευτής που προσήλθε σ’ έναν χορό και δεν συνάντησε παρά μόνο παράλυτους˙ με ποιόν τώρα να χορέψει;
Arthur Schopenhauer, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας
Από τούτα προκύπτει ότι, όποτε συνομιλούμε με κάποιον, καταβιβάζουμε τον εαυτό μας στο επίπεδό του, καθότι όλα εκείνα στα όποια υπερτερούμε αυτού εξαφανίζονται, απαρατήρητη δε περνά ακόμη και η απάρνηση του εαυτού μας που απαιτείται για την ισοπέδωση αυτή. Εάν αναλογισθεί κανείς πόσο χαμηλά είναι το φρόνημα και τα προσόντα των περισσότερων ανθρώπων, δηλ. πόσο ποταποί είναι, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μιλά μαζί τους χωρίς να γίνει και ο ίδιος, στην διάρκεια της συνομιλίας, ποταπός (κατ’ αναλογία με το φαινόμενα της πτώσεως της ισχύος κατά την διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος)˙ θα κατανοήσει τότε σε βάθος το νόημα και το εύστοχον της εκφράσεως sich gemein machen, αλλά και θ’ αποφεύγει κάθε συναναστροφή στην όποια δεν μπορεί να επικοινωνήσει παρά με την parlie honteuse (επονείδιστο μέρος] της φύσης του. Θα κατανοήσει επίσης ότι, απέναντι σε ηλίθιους και μουρλούς, δεν υπάρχει παρά ένας και μόνον τρόπος να καταστήσει εμφανή την φρόνηση του, κι αυτός δεν είναι άλλος από το να μην μιλά μαζί τους. Όμως, ενεργώντας έτσι, κάποιοι άνθρωποι ενίοτε θα νιώθουν μέσα στην κοινωνία όπως ο χορευτής που προσήλθε σ’ έναν χορό και δεν συνάντησε παρά μόνο παράλυτους˙ με ποιόν τώρα να χορέψει;
Arthur Schopenhauer, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου