Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Τα δεινά του πολέμου

Για ποιο ακριβώς λόγο αυτός ο μάλλον σκοτεινός αρχαίος πόλεμος ανάμεσα σε δυο μικροσκοπικές πόλεις-κράτη, τη Σπάρτη και την Αθήνα, εξακολουθεί να είναι τόσο ζωντανός, για ποιο λόγο αναφέρονται καταχρηστικά σε αυτόν σήμερα με τρόπους που δεν ισχύουν για άλλες συρράξεις της αρχαιότητας, όπως οι Περσικοί Πόλεμοι (490,480-479) ή οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (334-323); Μπορώ να παραθέσω πολλούς ενδιαφέροντες λόγους.
 
Πρώτον, ήταν μια βίαιη και μακροχρόνια σύγκρουση. Ο βασιλιάς Ξέρξης και ο τεράστιος περσικός στρατός εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα μέσα σε ένα διάστημα δύο περίπου ετών. Ο Αλέξανδρος κατέστρεψε την ύστερη Περσική Αυτοκρατορία στο ένα τρίτο του χρόνου που χρειάστηκε η Σπάρτη για να νικήσει την Αθήνα. Καθώς κράτησε είκοσι εφτά χρόνια, ή σχεδόν το ένα τρίτο του διάσημου 5ου αιώνα της κλασικής Ελλάδας, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπως ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος, ο Τριακονταετής Πόλεμος ή ο Εκατονταετής Πόλεμος, ήταν τόσο περίπλοκος και φριχτός, που διήρκεσε για περισσότερο από μια γενιές. Όσοι γεννήθηκαν ύστερα από τα πρώτα χρόνια του πολέμου συχνά πολέμησαν και σκοτώθηκαν πριν από το τέλος του.
 
Άρα, αφανίστηκαν ολόκληρες οικογένειες και πολλές γενιές. Η Αθήνα μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μάς θυμίζει την παραπαίουσα αυτοκρατορική Βρετανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το τέλος της αυτοκρατορίας και της αριστοκρατίας της, αλλά και τον αναμφισβήτητο πατριωτισμό που επέδειξαν οι Βρετανοί, όλα αξεδιάλυτα συνδεδεμένα με τα χαρακώματα που κατάπιαν τη βρετανική ελίτ. Ανεξάρτητα από τον πλούτο ή τις οικογενειακές διασυνδέσεις τους, ελάχιστοι Έλληνες γλίτωσαν από τη λαίλαπα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι «μεγάλες οικογένειες» της Αθήνας, ή τουλάχιστον αυτή είναι η μεταπολεμική ελεγεία, σχεδόν εξολοθρεύτηκαν[1].
 
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, το πιο διάσημο παρακλάδι του ένδοξου γένους των Αλκμεωνιδών. Ο Περικλής, ο πνευματικός και πολιτικός ηγέτης της Αθήνας, πέθανε από το λοιμό το 429, στο τρίτο έτος του πολέμου. Η αδερφή του, που ήταν πάνω από εξήντα χρονών, είχε χαθεί το προηγούμενο έτος από την ίδια επιδημία, καθώς επίσης και οι γιοι του Περικλή, ο Πάραλος και ο Ξάνθιππος, από τους οποίους κανείς δεν ήταν πάνω από τριάντα.
 
Αργότερα ένας νόθος γιος του, ο Περικλής ο Νεότερος, εκλέχθηκε στρατηγός και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες για τη μεγάλη νίκη στη ναυμαχία στις Αργινούσες, είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο, ο νεότερος Περικλής καταδικάστηκε σε θάνατο από ένα αθηναϊκό δικαστήριο και εκτελέστηκε, καθώς μετά τη ναυμαχία αναζητήθηκαν αποδιοπομπαίοι τράγοι μέσα σε ένα κλίμα ασυγκράτητης παραφοράς. Αλλά και ο ανιψιός του Περικλή, ο ηλικίας τριάντα δυο ετών λαμπρός και ανερχόμενος Ιπποκράτης, έπεσε στην πρώτη γραμμή στη μάχη του Δηλίου (424). Μέσε σε τριάντα έτη ο λοιμός, οι πολιτικές συνωμοσίες, η γενική υστερία και τα δόρατα του εχθρού εξολόθρευσαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την οικογένεια του πιο ισχυρού άντρα της Αθήνας.
 
Ο πόλεμος ξεκίνησε στο αποκορύφωμα του Χρυσού Αιώνα (479-404). Ωστόσο, η καταστροφή που επακολούθησε έβαλε οριστικό τέλος στις μεγάλες προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί ύστερα από την ήττα των Περσών (479). Η συνθηκολόγηση της Αθήνας (404) και το τέλος του Χρυσού Αιώνα (του 5ου αιώνα) εξακολουθούν έως σήμερα να συνδέονται συμβολικά μεταξύ τους. Και μπορούμε, σε ένα βαθμό, να συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με τη δίκη και την εκτέλεση του Σωκράτη (399), του τελευταίου και μεγαλύτερου θύματος ενός κάποτε θαυμαστού κόσμου που φάνηκε να διολίσθησε στην τρέλα μέσα σε μερικές δεκαετίες. Οι σύγχρονοί του, ανάμεσά τους και ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, πίστευαν ότι με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου η αττική τραγωδία, όπως την εκπροσωπούσαν εμβληματικά ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, έχασε τη μεγαλοπρέπειά της.
 
Πράγματι, οι ενεργά συμμετέχοντες αλλά και οι παρατηρητές του πολέμου ήταν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού -ο Αλκιβιάδης, ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, και άλλοι-, πολλοί από τους οποίους αναδείχθηκαν, δυσφημίστηκαν ή χάθηκαν εξαιτίας της ανάμειξής τους στη σύγκρουση. Πολλά έργα της κλασικής γραμματείας, όπως οι Αχαρνής του Αριστοφάνη, οι Τρωάδες του Ευριπίδη, το Συμπόσιο του Πλάτωνα ή ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, είτε πραγματεύονται ζητήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο είτε χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως δραματικό τους υπόβαθρο, γεγονός που μας φέρνει αντιμέτωπους με το θλιβερό ενδεχόμενο ο πόλεμος, και όχι η ειρήνη, να προκάλεσε την έκρηξη της ελληνικής δημιουργικής ιδιοφυίας – ένα φρενήρες ξέσπασμα πριν από την καταστροφή. Οι περισσότεροι Έλληνες είδαν την αιματηρή σύρραξη μέσα από την οπτική γωνία της Αθήνας, της οποίας οι συγγραφείς απολάμβαναν ένα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο ως προς την περιγραφή, την εξύμνηση ή την καταδίκη του πολέμου – συγκλονισμένοι από το γεγονός ότι μέσα σε τρεις δεκαετίες το όνειρο μιας πολιτισμικής αναγέννησης έσβησε. Άρα, βόρεια του Ισθμού της Κορίνθου η σύρραξη ήταν καθολικά γνωστή ως «Πελοποννησιακός Πόλεμος», ως η σύγκρουση ενάντια σε αυτούς τους αποτρόπαιους υπεράνθρωπους που κατοικούσαν στη νότια χερσόνησο της Ελλάδας – και όχι όπως την είδαν οι διαπνεόμενοι από έντονο τοπικιστικό πνεύμα Πελοποννήσιοι, δηλαδή ως τον «Αθηναϊκό Πόλεμο» τον οποίο διεξήγαν υπό την ηγεσία της Σπάρτης εναντίον της επεκτατικής Αθήνας.
 
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος οδήγησε στην αντιπαράθεση δύο ελληνικές πόλεις-κράτη που ήταν αντίθετες μεταξύ τους από κάθε σχεδόν άποψη. Η Αθήνα είχε 300 πολεμικά πλοία, έναν πληθυσμό που υπερέβαινε τους 300.000 κατοίκους, ένα οχυρωμένο λιμάνι, μια μεγάλη ύπαιθρο και μεγάλα οικονομικά αποθέματα, ενώ σχεδόν 200 πόλεις-κράτη κατέβαλλαν σε αυτήν φόρο υποτελείας. Η Σπάρτη ήταν γεωπολιτικά περίκλειστη. Βρισκόταν περίπου 250 χιλιόμετρα νότια της Αθήνας και βασιζόταν σε ένα στρατό 10.000 οπλιτών -από τους οποίους οι λιγότεροι από τους μισούς είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα- για να επιβάλλει την εξουσία της σε περισσότερους από 250.000 είλωτες και την ηγεμονία της στις γειτονικές κοινότητες, χωρίς να έχει καμία παράδοση ναυτικής ισχύος ή κοσμοπολίτικης κουλτούρας.
 
Ορθά ή λανθασμένα, η σύγκρουση θεωρήθηκε ως η τελική αναμέτρηση ανάμεσα στις αντικρουόμενες αξίες των δυο εμπλεκόμενων μερών. Ποια θα αποδεικνυόταν η πιο βιώσιμη ιδεολογία: ο πολιτισμικός και πολιτικός φιλελευθερισμός ή ο σκληρός και απομονωτικός συντηρητισμός; Μπορεί μια ανοιχτή κοινωνία να αποκομίσει στρατιωτικά πλεονεκτήματα από το φιλελευθερισμό της ή θα υποκύψει εξαιτίας της ανεκτικότητάς της, που είναι άγνωστη σε ένα πειθαρχημένο και ολιγαρχικό κράτος-στρατόπεδο; Και ποιο είναι το πιο κατάλληλο μέσο σε έναν ασύμμετρο πόλεμο, όταν και τα δυο μέρη δεν μπορούν ή δε θέλουν να αντιμετωπίσουν το ένα το άλλο σε μια συμβατική μάχη: τα πλοία μιας «φάλαινας», όπως της επεκτατικής Αθήνας, ή το βαρύ πεζικό ενός «ελέφαντα», όπως της Σπάρτης;
----------------------
[1] Ο Ισοκράτης, Περί Ειρήνης, 4.88, οικτίρει την απώλεια των διακεκριμένων Αθηναίων κατά την τριακονταετή διάρκεια του πολέμου, δηλαδή των αριστοκρατών που θα ήταν πολύ καλύτερο να είχαν χρησιμοποιήσει τα χαρίσματά τους εναντίον του κοινού εχθρού όλων των Ελλήνων, της αυτοκρατορικής Περσίας. Το επιχείρημα του Ισοκράτη είναι παρόμοιο με εκείνο όσων σήμερα οικτίρουν τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, θεωρώντας τον ως μία τραγική ευρωπαϊκή αυτοχειρία, που κατέστρεψε την αυτοκρατορική εκπολιτιστική αποστολή της Βρετανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου