ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΘΩΡΗΚΤΩΝ
Ο ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟ Β' Π.Π.
Τα χοντρά μουντζουρωμένα κιτάπια της ιστορίας είναι γεμάτα με περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος προσπάθησε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Σε πολλές από αυτές λες και η «Νέμεσις», που στην αρχαία τραγωδία τιμωρούσε την ανθρώπινη αλαζονεία, παρενέβη για να επαναφέρει την απαραίτητη τάξη. Όταν μιλάμε για τεράστια πλοία στο μυαλό μας δίχως άλλο έρχεται το παράδειγμα του Τιτανικού που δεν χρειάζεται φυσικά παραπάνω ανάλυση. Λιγότερο γνωστά αν και όχι λιγότερο συγκλονιστικά είναι τα γεγονότα που σχετίζονται με το θωρηκτό Bίσμαρκ. Ας μεταφερθούμε όμως πίσω, στα σκοτεινά χρόνια του Μεσοπολέμου για να δούμε τα πράγματα με τη σειρά...
Ο ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟ Β' Π.Π.
Τα χοντρά μουντζουρωμένα κιτάπια της ιστορίας είναι γεμάτα με περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος προσπάθησε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Σε πολλές από αυτές λες και η «Νέμεσις», που στην αρχαία τραγωδία τιμωρούσε την ανθρώπινη αλαζονεία, παρενέβη για να επαναφέρει την απαραίτητη τάξη. Όταν μιλάμε για τεράστια πλοία στο μυαλό μας δίχως άλλο έρχεται το παράδειγμα του Τιτανικού που δεν χρειάζεται φυσικά παραπάνω ανάλυση. Λιγότερο γνωστά αν και όχι λιγότερο συγκλονιστικά είναι τα γεγονότα που σχετίζονται με το θωρηκτό Bίσμαρκ. Ας μεταφερθούμε όμως πίσω, στα σκοτεινά χρόνια του Μεσοπολέμου για να δούμε τα πράγματα με τη σειρά...
H Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (Α’ Π.Π.) υποχρέωσε τη Γερμανία να διατηρεί Στόλο που περιελάμβανε 6 θωρηκτά των 10.000 τόνων με πυροβόλα των 11 ιντσών, 6 ελαφρά καταδρομικά με πυροβόλα των 6 ιντσών, 12 αντιτορπιλικά των 800 τόνων, 12 τορπιλοβόλα των 200 τόνων και μικρό αριθμό βοηθητικών. Δεν εδικαιούτο να έχει αεροπλανοφόρα και υποβρύχια.
Στο τέλος του 1920 το Γερμανικό Ναυτικό για να αντικαταστήσει τα παλαιά θωρηκτά σχεδίασε ένα νέο τύπο σκαφών, τα «θωρηκτά τσέπης» (Ρanzerschiff) κλάσης Deutschland μέσα στα όρια των 10.000 τόννων (στην πραγματικότητα ήταν μεγαλύτερα, 11.700 standard) και στα όρια του διαμετρήματος των πυροβόλων (6 των 11 ιντσών). Ναυπηγήθηκαν και εντάχθηκαν στο Ναυτικό μεταξύ 1933 - 1936 τρία πλοία που συγκέντρωναν τέτοιες δυνατότητες ώστε όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, το 1939, πίστευαν ότι μόνο τρία πλοία του Βρετανικού Ναυτικού ήταν ικανά να τα αντιμετωπίσουν επιτυχώς.
Όταν το 1930 η Γερμανία άρχισε να συνέρχεται από την ήττα του Α’ Π.Π., τα πρώτα σχέδια συντάχθηκαν με πιθανό εχθρό την Πολωνία, αργότερα όμως προστέθηκαν η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν μπορούσε να γίνει σκέψη για αντιμετώπιση και της Βρετανίας. Από το τέλος όμως του 1932 με την άνοδο στην αρχή του Χίτλερ, οι Γερμανοί αποφάσισαν να σταματήσουν, βαθμιαία, να ακολουθούν τις υποχρεώσεις που τους επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με το επιχείρημα ότι και άλλες δυνάμεις που είχαν υποσχεθεί στις Βερσαλλίες ότι θα αφοπλισθούν δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους.
Κατάρτισαν λοιπόν ένα ναυτικό πρόγραμμα με το οποίο αυξάνετε σημαντικά ο προβλεπόμενος αριθμός αντιτορπιλικών, τορπιλακάτων, τορπιλοβόλων και προέβλεπε την κατασκευή μικρών υποβρυχίων, των 280 τόνων. Παράλληλα ο Χίτλερ ήλθε σε συμφωνία με τη Βρετανία, όπως η Γερμανία αποδεσμευθεί από τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αυξάνοντας σημαντικά τις ναυτικές της δυνάμεις με την υπόσχεση ότι αυτές δεν θα στρέφονταν κατά της Βρετανίας.
Έτσι τον Ιούνιο του 1935 υπογράφηκε το Ναυτικό Σύμφωνο του Λονδίνου σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία μπορούσε να διαθέτει σε όλες τις κατηγορίες πλοίων συνολικό εκτόπισμα ίσο με το 35% του αντίστοιχου Βρετανικού, πλην των υποβρυχίων που θα ανερχόταν στο 45%, δυνάμενο κατόπιν ειδικής προειδοποίησης της Γερμανίας να φθάσει και το 100% σε βάρος των άλλων κατηγοριών πλοίων. Σε αντιστάθμισμα η Γερμανία αναλάμβανε την υποχρέωση όπως εν καιρώ πολέμου τα υποβρύχιά της να τηρούν τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, μη βυθίζοντα εμπορικά πλοία χωρίς προειδοποίηση.
Το πρώτο μέρος του νέου προγράμματος, εκτός των άλλων μικρότερων σκαφών, προέβλεπε την κατασκευή 2 θωρηκτών (Scharnhorst και Gneisenau), 3 βαρέων καταδρομικών, 16 αντιτορπιλικών και 28 υποβρυχίων. Τα δύο θωρηκτά πραγματικού εκτοπίσματος 38.900 τόνων (πλήρες) - αντί του αναφερομένου επισήμως 26.000 - ήταν τα πρώτα πλοία γραμμής ή πρωτεύοντα πλοία (capital ships) που ναυπηγήθηκαν από τη Γερμανία μετά τον Α’ Π.Π.
Με τον όρο «capital ship», o oποίος για πρώτη φορά επισήμως χρησιμοποιήθηκε στη Συνθήκη της Ουάσινγκτον του 1922, καθορίζονταν τα πλοία επιφανείας που έφεραν πυροβόλα διαμετρήματος άνω των 203 χλστ. (8 ιντσών) και εκτοπίσματος μεγαλύτερου των 10.000 τόνων. Στοιχεία των πλοίων φαίνονται στον πίνακα. H ναυπήγησή τους άρχισε το 1935 και αποδόθηκαν στο στόλο το 1938 (Gneisenau) και το 1939 (Scharnhorst). Για κύριο οπλισμό προβλέπονταν πυροβόλα των 15 ιντσών τα οποία επειδή δεν διετίθεντο κατά τη ναυπήγηση επρόκειτο να τοποθετηθούν αργότερα.
H έκρηξη όμως του πολέμου δεν το επέτρεψε. Τα πλοία προσομοίαζαν μάλλον προς καταδρομικά μάχης - ως τέτοιος τύπος φέρονταν στα επίσημα βιβλία - λόγω του σχετικά ασθενούς οπλισμού τους και της μεγάλης ταχύτητας. Ήταν ισχυρότερα από κάθε άλλο ταχύτερο πλοίο και ταχύτερα από κάθε άλλο ισχυρότερο, πλην των βρετανικών Hood, Renoun, Repulse. Στη συνέχεια του προγράμματος από το 1936 τέθηκαν υπό ναυπήγηση τα θωρηκτά Βismarck και Τirpitz δηλωμένα ως εκτοπίσματος 35.000 τόνων, αλλά το πραγματικό τους εκτόπισμα, κατά παράβαση της Συνθήκης της Ουάσινγκτον ήταν 50.900 τόνων και 52.600, πλήρες, αντίστοιχα.
Ως τύπος ήταν ανώτερα κάθε άλλου σύγχρονου πλοίου, πλην των Αμερικανικών κλάσης Ιowa και των Ιαπωνικών υπερθωρηκτών κλάσης Yamato. Τα πλοία αποδόθηκαν στο Στόλο το 1940 (Βismarck) και 1941 (Τirpitz). Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το ναυτικό πρόγραμμα ο Χίτλερ πληροφόρησε τον αρχιναύαρχο Έριχ Ραίντερ, αρχηγό του Γερμανικού Ναυτικού, ότι του λοιπού μεταξύ των πιθανών εχθρών θα έπρεπε να υπολογίζεται και η Βρετανία για να το λάβει υπόψη στις ναυτικές κατασκευές.
Συγχρόνως η Γερμανία δήλωσε στη Βρετανία ότι θα έκανε χρήση του δικαιώματός της να ναυπηγήσει υποβρύχια ίσα με της Βρετανίας, σύμφωνα με το Σύμφωνο του Λονδίνου του 1935.
Κατόπιν αυτού ο Ραίντερ κατάρτισε και υπέβαλε στον Χίτλερ δύο εναλλακτικά σχέδια ναυτικών κατασκευών από τα οποία ο Χίτλερ επέλεξε το Σχέδιο Ζ, το πλέον φιλόδοξο. Σύμφωνα με αυτό προβλεπόταν, το αργότερο μέχρι το 1948, ο Γερμανικός Στόλος να περιλαμβάνει 10 μεγάλα θωρηκτά, 3 καταδρομικά μάχης, 3 θωρηκτά τσέπης, 4 αεροπλανοφόρα, 5 βαρέα καταδρομικά, 44 καταδρομικά των 5.000 - 8.000 τόνων, 158 αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα, 27 ωκεάνεια υποβρύχια και 222 μικρότερα.
Τον Ιανουάριο του 1939 ο Χίτλερ διέταξε το πρόγραμμα αυτό να λάβει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης στρατιωτικής και αεροπορικής κατασκευής. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου κατήγγειλε το Ναυτικό Σύμφωνο του Λονδίνου που είχε συνάψει το 1935 με τη Βρετανία και το Σεπτέμβριο του 1939 βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Αμέσως δόθηκε εντολή να διαλυθούν οι μεγάλες υπό κατασκευή μονάδες διότι καμία δεν βρισκόταν σε στάδιο που να δικαιολογεί τη συνέχισή της.
Έτσι το πρόγραμμα δεν υλοποιήθηκε, ο δε χάλυβας χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς. Το Γερμανικό Ναυτικό λοιπόν, μπήκε στο Β’ Π.Π. με 4 πρωτεύοντα πλοία (capital ships) τα θωρηκτά Βismarck και Τirpitz που δεν είχαν αποδοθεί ακόμα και τα καταδρομικά μάχης Scharnhorst και Gneisenau, τις «ugly sisters» (απειλητικές αδελφές), όπως αποκλήθηκαν από τους Βρετανούς.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ Scharnhorst και Gneisenau το 1939
H πρώτη πολεμική επιχείρηση αναλήφθηκε από το Gneisenau την 7η Οκτωβρίου 1939 κατά μονάδων του Μητροπολιτικού Στόλου που είχαν εντοπιστεί στις νότιες ακτές της Νορβηγίας. Το καταδρομικό συνοδευόταν από ελαφρές δυνάμεις επιφανείας και ισχυρές αεροπορικές, αλλά η επιχείρηση απέβη άκαρπη. Επακολούθησε καταδρομική ενέργεια και των δύο καταδρομικών τα οποία την 21η Νοεμβρίου 1939 εξήλθαν στη Βόρειο θάλασσα. Ήταν η πρώτη φορά στη ναυτική ιστορία που μεγάλα πλοία γραμμής τέτοιου εκτοπίσματος χρησιμοποιούνταν για καταδρομές κατά εμπορικών πλοίων.
H μόνη τους επιτυχία ήταν η καταβύθιση την 23η Νοεμβρίου του βρετανικού εξοπλισμένου εμπορικού Rawalpindi. Προκάλεσαν όμως πραγματική αναστάτωση στον Μητροπολιτικό Στόλο και τη συμμαχική ναυσιπλοΐα. Δύο νηοπομπές που είχαν εκπλεύσει από βρετανικά λιμάνια διατάχθηκαν να επιστρέψουν πίσω, ενώ ο αρχηγός του Μητροπολιτικού Στόλου, ναύαρχος Φόρμπες απέπλευσε ο ίδιος με ισχυρές δυνάμεις και τη συνδρομή της Αεροπορίας για να αποτρέψει τη διαφυγή των καταδρομέων.
Ο Γερμανός Ναύαρχος όμως εκμεταλλευόμενος τις κακές συνθήκες ορατότητας και με έξυπνους χειρισμούς κατέπλευσε ανενόχλητος στη βάση του την 27η Νοεμβρίου, ενώ τα βρετανικά πλοία συνέχιζαν τις άκαρπες έρευνές τους μέχρι την 30ή του μηνός. H δράση αυτή των δύο γερμανικών πλοίων απασχόλησε σοβαρά το Βρετανικό Ναυαρχείο γιατί η παρουσία τους στον Ατλαντικό το ανάγκασε να διαθέσει 28 μεγάλα πλοία-θωρηκτά, καταδρομικά μάχης, βαρέα και ελαφρά καταδρομικά, αεροπλανοφόρα -σε ομάδες για την καταστροφή τους και την προστασία των ωκεάνιων νηοπομπών.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ
Την άνοιξη του 1940 η συμμετοχή του Γερμανικού Στόλου επιφανείας στην υποστήριξη της εισβολής στη Νορβηγία ανέστειλε, προσωρινά, τις καταδρομικές επιχειρήσεις στον Ατλαντικό. Τα δύο καταδρομικά μάχης κάλυψαν την απόβαση στο Νάρβικ. Την 9η Απριλίου 1940 συναντήθηκαν με τη δύναμη του βρετανικού καταδρομικού μάχης Renown και μετά από συμπλοκή μικρής διάρκειας κατά την οποίαν υπέστησαν αρκετές βλάβες και ελαφρές το βρετανικό, οι «ugly sisters» απομακρύνθηκαν εκμεταλλευόμενες την υπεροχή της ταχύτητάς τους.
Με παραπλανητικές κινήσεις κατάφεραν να διαφύγουν δια μέσου των περιπολούντων βρετανικών πλοίων και αεροσκαφών και, αφού συνενώθηκαν με το βαρύ καταδρομικό Αdmiral Hipper, κατέπλευσαν ασφαλώς στις βάσεις τους τη 12η Απριλίου. Στις αρχές Ιουνίου τα δύο καταδρομικά απεστάλησαν και πάλι στο Νάρβικ. Το απόγευμα της 8ης και ενώ εκτελούσαν έρευνα στην ανοιχτή θάλασσα συνάντησαν το βρετανικό αεροπλανοφόρο στόλου Glorious με συνοδεία δύο μόνο αντιτορπιλικών. Το αεροπλανοφόρο αιφνιδιάστηκε.
Στις 16.32 το Scharnhorst άνοιξε πυρ από απόσταση 28.600 υαρδών και με την τρίτη ομοβροντία το έπληξε στο κατάστρωμα πτήσεων. Εικοσιτέσσερα λεπτά αργότερα ένα βλήμα σκότωσε τον κυβερνήτη και πολλούς στη γέφυρα. Τα αντιτορπιλικά προσπάθησαν να το προστατεύσουν με καπνόφραγμα, όταν το Glorious δέχθηκε και άλλο πλήγμα στο μηχανοστάσιο. Τελικά περί τις 17.30 βυθίστηκε. Από τους 1.245 άνδρες του πληρώματος μόνο 37 διασώθηκαν. Τα δύο αντιτορπιλικά συνοδείας Αrdent και Αcasta βυθίστηκαν σχεδόν αύτανδρα.
Το δεύτερο όμως πρόλαβε να πλήξει με μία τορπίλη το Scharnhorst, προκαλώντας του σοβαρές βλάβες που ανάγκασαν τα δύο καταδρομικά να επιστρέψουν στο Τροντχάιμ και στη συνέχεια στο Κίελο όπου το Scharnhorst παρέμεινε στη δεξαμενή επί εξάμηνο για επισκευές.
ΝΕΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
Μετά την αναβολή της εισβολής στη Βρετανία ξανάρχισαν και πάλι οι καταδρομές των πλοίων επιφανείας στον Ατλαντικό, κατά της συμμαχικής ναυσιπλοΐας. Την 23η Ιανουαρίου 1941 οι «ugly sisters» απέπλευσαν από το Κίελο με κατεύθυνση προς τον Ατλαντικό διερχόμενες νότια της Ισλανδίας. Είχε προηγηθεί η αποστολή πέντε ανεφοδιαστικών πλοίων σε διάφορες περιοχές του Ατλαντικού.
Τη φορά αυτή το Βρετανικό Ναυαρχείο είχε ασφαλείς πληροφορίες για την έξοδο των πλοίων και ισχυρή δύναμη του Μητροπολιτικού Στόλου υπό το ναύαρχο Τζων Τόβεϊ είχε εκπλεύσει εγκαίρως από το Σκάπα Φλόου για ανάσχεσή τους. Την αυγή της 28ης τα Γερμανικά πλοία εντοπίστηκαν από Βρετανικό καταδρομικό το οποίο μετά μικρή παρακολούθηση τα έχασε. Αφού πέρασαν το Στενό της Δανίας, κατευθύνθηκαν προς την οδό των νηοπομπών που ξεκινούσαν από το Χάλιφαξ.
Την 8η Φεβρουαρίου συνάντησαν την πρώτη νηοπομπή, αλλά ο αντιναύαρχος Γκούντερ Λούτζενς, με την παρουσία του θωρηκτού Ramillies που τη συνόδευε, απομακρύνθηκε χωρίς να την ενοχλήσει. Την 22α Φεβρουαρίου συνάντησαν 500 μίλια ανατολικά της Νέας Γης (Νewfoundland) άλλη νηοπομπή με κατεύθυνση προς δυσμάς και βύθισαν 5 πλοία, χωρητικότητας 25.784 τόνων. Στη συνέχεια ο Λούτζενς έπλευσε προς την οδό της Σιέρρα Λεόνε όπου και πάλι την 8η Μαρτίου απέφυγε νηοπομπή που συνοδευόταν από το θωρηκτό Μalaya.
Την 15η και 16η Μαρτίου όμως πέτυχαν τη μεγαλύτερη λεία νότια της Νέας Γης βυθίζοντας 16 πλοία νηοπομπής συνολικού εκτοπίσματος 82.000 τόνων. Μετά την επιτυχία αυτή η Γερμανική μοίρα διατάχθηκε να επιστρέψει στη Βρέστη όπου κατέπλευσε την 22α Μαρτίου. H παρουσία των Γερμανικών καταδρομικών μάχης στη βάση αυτή αποτελούσε ένα συνεχή κίνδυνο κατά των ωκεάνειων νηοπομπών. Οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να διαθέτουν πλοία, υποβρύχια και αεροσκάφη για να επιτηρούν τις προσβάσεις της Βρέστης και το Βισκαϊκό.
H δίμηνη καταδρομή των «ugly sisters» απέφερε στη Γερμανική πλευρά τη βύθιση ή σύλληψη 22 πλοίων, συνολικού εκτοπίσματος 115.622 τόνων. Αποδιοργάνωσαν τις συμμαχικές νηοπομπές και υποχρέωσαν τους Βρετανούς να διασπείρουν τις δυνάμεις τους. Για την επιτυχία του αυτή ο ναύαρχος Λούτζενς απέσπασε τα συγχαρητήρια της ναυτικής ηγεσίας.
Η ΜΟΙΡΑΙ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ BISMARCK ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
Τα επόμενα σχέδια του αρχιναυάρχου Pαίντερ ήταν να αποστείλει από τη Βρέστη, μετά την άνοιξη του 1941, τις «ugly sisters» να συνενωθούν με τα δύο νεότευκτα θωρηκτά Βismarck και Τirpitz σε μία ισχυρότατη καταδρομική δύναμη για να «σαρώσουν» το Βόρειο Ατλαντικό. Το φιλόδοξο όμως σχέδιο έμεινε απραγματοποίητο, διότι: το Scharnhorst έπρεπε να πέσει σε μακρά ακινησία για γενική επιθεώρηση των μηχανών του, το Gneisenau είχε υποστεί σοβαρές βλάβες από Βρετανικά αεροσκάφη στο λιμάνι της Βρέστης που το έθεσαν εκτός ενεργείας για πολλούς μήνες και η απόδοση στην ενέργεια του Τirpitz καθυστέρησε.
Αντί αυτών όμως ο Pαίντερ έστειλε στον Ατλαντικό το Βismarck μαζί με το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen. Θεωρούσε ότι δεν επιτρεπόταν το αξιόμαχο αυτό πλοίο, το ισχυρότερο της εποχής του, να παραμένει αναξιοποίητο ενώ εφαρμοζόταν επιθετική στρατηγική. Ο Χίτλερ είχε πολλούς δισταγμούς και με δυσφορία ενέκρινε την έξοδό του. Τη 18η Μαρτίου 1941 τα πλοία απέπλευσαν από το λιμάνι Γδύνια της Βαλτικής με διοικητή τον αντιναύαρχο Λούτζενς και προορισμό τον Ατλαντικό.
H επιχείρηση με κωδική ονομασία «Rheinubung» αποσκοπούσε στην προσβολή των ζωτικών θαλάσσιων συγκοινωνιών των συμμάχων. Το πρωί της 20ής τα πλοία αγκυροβόλησαν στο λιμάνι Μπέργκεν της Νορβηγίας. Το ίδιο βράδυ ο Βρετανός Ναυτικός Ακόλουθος της Στοκχόλμης πληροφορούσε το Ναυαρχείο για τον απόπλου των πλοίων στις τρεις εξόδους που οδηγούν στο Βόρειο Ατλαντικό μεταξύ Γροιλανδίας, Ισλανδίας, νησιών Φερόων, Νορβηγίας.
H έξοδος των πλοίων αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από το Βρετανικό Ναυαρχείο το οποίο φοβόταν γενική επίθεση του Γερμανικού Στόλου επιφανείας. Το σύνολο σχεδόν του Μητροπολιτικού Στόλου κινήθηκε προς καταδίωξή τους. (Μητροπολιτικός Στόλος είναι το σύνολο των ναυτικών δυνάμεων που εδρεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο). Μία δύναμη αποτελούμενη από το καταδρομικό μάχης Hood – με την ίδια με το Βismarck ισχύ πυρός – το νεότευκτο θωρηκτό Prince of Wales και 6 αντιτορπιλικά υπό τον αντιναύαρχο Χόλλαντ απέπλευσε την 22α από το Σκάπα Φλόου κατευθυνόμενη προς την Ισλανδία.
Μία άλλη την οποίαν αποτελούσαν το νεότευκτο θωρηκτό King George V - της ίδιας με το Prince of Wales κλάσης - επί του οποίου επέβαινε ο Αρχηγός του Μητροπολιτικού Στόλου ναύαρχος Τζων K. Τόβεϊ, το αεροπλανοφόρο Victorius, 7 καταδρομικά και 7 αντιτορπιλικά απέπλευσε την ίδια ημέρα προς την ίδια κατεύθυνση. Στη δύναμη αυτή αργότερα προστέθηκε το καταδρομικό μάχης Repulse. Ο πρώτος εντοπισμός με τους καταδρομείς έγινε το βράδυ της 23ης από δύο καταδρομικά που περιπολούσαν στο στενό της Δανίας (μεταξύ Γροιλανδίας - Ισλανδίας).
Ο Χόλλαντ έλαβε αμέσως πορεία για αναχαίτιση, υπολογίζοντας η συνάντηση να γίνει περί τις 05:30 της 24ης. Την εποχή αυτή του χρόνου, οι συνθήκες που επικρατούν στο στενό της Δανίας, είναι περίεργες. H νύχτα είναι ένα παρατεταμένο λυκόφως, αλλά και η ημέρα, λόγω της ομίχλης, είναι το ίδιο. Στις 05:00 ο Χόλλαντ ευελπιστούσε να προσεγγίσει τη Γερμανική μοίρα κάτω από τις καλύτερες συνθήκες φέρνοντας τα πλοία του σε τέτοια θέση ώστε τα πυροβόλα τους να έχουν ελεύθερο πεδίο βολής. Μια ξαφνική όμως αλλαγή πορείας των Γερμανικών πλοίων έφερε τα Βρετανικά σε θέση που να μπορούν να βάλουν μόνο με τα πρωραία πυροβόλα.
Στις 05:53 τα Βρετανικά άρχισαν πυρ από τις 26.500 υάρδες για να ακολουθήσουν αμέσως τα Γερμανικά που επικέντρωσαν τις βολές τους στο Hood. H πέμπτη ομοβροντία του Βismarck έπληξε το Hood, προκλήθηκε πυρκαϊά πλώρα από την καπνοδόχο και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μία τρομερή έκρηξη το τίναξε στον αέρα κόβοντάς το στα δύο και παρασύροντας στο βυθό 95 αξιωματικούς και 1.324 άνδρες του πληρώματος. Μόνο 1 αξιωματικός και 2 ναύτες διασώθηκαν που τους περισυνέλεξαν τα Βρετανικά αντιτορπιλικά.
Το ευθύβολο πυρ των Γερμανικών πλοίων τώρα συγκεντρώθηκε στο Prince of Wales το οποίο άρχισε να δέχεται σκληρά πλήγματα. Δέχτηκε 6 βλήματα που έπληξαν τη γέφυρα τα οποία σκότωσαν ή τραυμάτισαν όλους πλην του κυβερνήτη. Το πυροβολικό του όμως λειτουργούσε κανονικά και φιλοδώρησε το Βismarck με τέσσερα βλήματα των 14 ιντσών τα οποία προκάλεσαν, κυρίως, ελαφρά διαρροή πετρελαίου που έμελλε να αποδειχθεί μοιραία. Τα Βρετανικά πλοία προ της ισχυρής πίεσης που δέχονταν διέκοψαν τη συμπλοκή και ακολούθησαν τη Γερμανική μοίρα που αύξησε ταχύτητα και απομακρύνθηκε προς νότον.
Το μεσημέρι της 24ης ο ναύαρχος Τόβεϊ με το κύριο μέρος του Μητροπολιτικού Στόλου βρισκόταν περί τα 300 μίλια μακριά πλέοντας πάση δυνάμει με σκοπό να αναχαιτίσει τον εχθρό περί την 07:00 της 25ης. Στις 23:27 της 24ης, 9 τορπιλοπλάνα του Victorius με φρικτές καιρικές συνθήκες επιτέθηκαν κατά των Γερμανικών πλοίων κάτω από πυκνό αντιαεροπορικό πυρ. Μία τορπίλη έπληξε στο μέσον το Βismarck προκαλώντας ασήμαντες ζημιές. Το Βismarck πριν από την επίθεση είχε στραφεί κατά της δύναμης του Prince of Wales που το ακολουθούσε δίνοντας την ευκαιρία στο Prinz Eugen να απομακρυνθεί νοτιοδυτικά και τελικά την 1η Ιουνίου να καταπλεύσει στη Βρέστη χωρίς άλλες συνέπειες.
Το Βismarck στη συνέχεια έστριψε νοτιοανατολικά κατευθυνόμενο προς Σαιντ Ναζαίρ της Γαλλίας. Ο Γερμανός Ναύαρχος εκτιμούσε ότι το Βρετανικό Ναυαρχείο θα είχε κινητοποιήσει μεγάλες δυνάμεις για να τους αντιμετωπίσει. Για να αποφύγει λοιπόν δυσάρεστες καταστάσεις θέλησε να βρεθεί κοντά στις Γαλλικές ακτές κάτω από την κάλυψη της Γερμανικής αεροπορίας των δυτικών αεροδρομίων της Γαλλίας.
Και ο Λούτζενς δεν έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Μετά την απώλεια του Hood το Βρετανικό Ναυαρχείο είχε διατάξει τα θωρηκτά Rodney, Ramillies, Revenge και τη Δύναμη (H) του αντιναυάρχου Σόμμερβιλ που αποτελείτο από το καταδρομικό μάχης Renown, το αεροπλανοφόρο Αrc Royal, 3 καταδρομικά και 9 αντιτορπιλικά να συνδράμουν το έργο του Τόβεϊ. Ένα σύνολο 46 πλοίων - 5 θωρηκτά, 2 αεροπλανοφόρα, 2 καταδρομικά μάχης, 10 καταδρομικά, 27 αντιτορπιλικά - ενισχυόμενα και με την παράκτια αεροπορία, καταδίωκαν τα δύο Γερμανικά πλοία.
Αυτό δείχνει όχι μόνο το Βρετανικό πείσμα, αλλά και την απειλή που αποτελούσαν τα Γερμανικά πλοία στη συμμαχική ναυτιλία. H νύχτα της 24ης Μαΐου είχε πέσει παγερή στο Βόρειο Ατλαντικό. Ο αέρας ψυχρός και καταιγιστικός δημιουργούσε σφοδρό κυματισμό. H ορατότητα ήταν χαμηλή, το κρύο τσουχτερό και η Βρετανική ομάδα παρακολούθησης τηρούσε επαφή με το Βismarck μέχρι τις 03:06 της 25ης οπότε, σε μια απότομη αλλαγή πλεύσης το Γερμανικό θωρηκτό χάθηκε. Συνεχείς προσπάθειες επανάκτησης επαφής απέβησαν άκαρπες.
Ολόκληρη η ημέρα και η νύχτα της 25ης κύλησε με τα επιτελεία σκυμμένα στους χάρτες να μελετούν τις πορείες πιθανής διαφυγής του Βismarck, μολονότι ήταν πεπεισμένοι ότι κατευθυνόταν προς τη Βρέστη. Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ ενημερωνόταν συνεχώς και αγωνιούσε το ίδιο με τους επιτελείς για την εξέλιξη της κατάστασης. Από την άλλη πλευρά ο Χίτλερ ήταν γεμάτος χαρά για τη βύθιση του Hood, το καμάρι του Βρετανικού Στόλου.
Πέρασαν 32 ολόκληρες ώρες γεμάτες αγωνία και ενίοτε απογοήτευσης. Βρετανικά πλοία και αεροσκάφη χτένιζαν το Βόρειο Ατλαντικό κάτω από δυσμενείς συνθήκες ορατότητας και πτήσεων σε ένα ανελέητο κυνηγητό, αλλά το θήραμα τους είχε διαφύγει. Το Βρετανικό γόητρο είχε τρωθεί γιατί, εκτός από την απειλή που συνιστούσε το Βismarck, το Ναυτικό θρηνούσε την απώλεια του Hood.
Όλα αυτά κράτησαν μέχρι τις 10:30 της 26ης Μαΐου οπότε αεροσκάφος Catalina το εντόπισε 690 μίλια νοτιοδυτικά της Βρέστης. H πορεία και ταχύτητά του θα το έφερναν το επόμενο 24ωρο κάτω από την προστασία των βομβαρδιστικών της Λουφτβάφφε. Τη στιγμή του επανεντοπισμού η κύρια δύναμη του Τόβεϊ βρισκόταν 100 μίλια πρύμα του. Πλησιέστερα από πλώρα δεξιά του πλησίαζε η Δύναμη (H) του Σόμμερβιλ και όλες οι δυνάμεις άρχισαν να συγκλίνουν πάσει δυνάμει προς τον εχθρό.
Ο Σόμμερβιλ ο οποίος βρισκόταν στην καταλληλότερη θέση αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα τορπιλοπλάνα του Αrc Royal. Οι αρχικές επιθέσεις των Swordfish κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και χαμηλή ορατότητα έγιναν εκ λάθους στο Βρετανικό καταδρομικό Sheffield -βρισκόταν 20 μίλια βόρεια του Βismarck– το οποίο με ταχύτατο ελιγμό απέφυγε τις τορπίλες. Οι επόμενες έγιναν μεταξύ 19:30 και 21:00. Τα τορπιλοπλάνα αυτή τη φορά ήταν καταδικασμένα να επιτύχουν το στόχο γιατί η νύχτα θα σκέπαζε το θωρηκτό και την επομένη ίσως ήταν αργά. H τύχη όμως τώρα τους χαμογέλασε.
Στις 20:45 δύο τορπίλες έπληξαν το Βismarck τις οποίες, λόγω κακής ορατότητας, δεν μπόρεσε να αποφύγει. H μία περί το μέσο προκάλεσε μικρές ζημιές, η άλλη στην πρύμη δεξιά έπληξε τα πηδάλια και μία από τις τρεις έλικες. Αυτή αποδείχθηκε μοιραία. H ταχύτητα έλαττώθηκε στους 3 κόμβους και το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο με τα πηδάλια κολλημένα στην πλευρά να διαγράφει κύκλους, παρά την προσπάθεια των βατραχανθρώπων όλη τη νύχτα να τα αποκολλήσουν. H τύχη του ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη. H επιθανάτια αγωνία άρχιζε.
Τη νύχτα έφθασε στην περιοχή μία μοίρα πέντε αντιτορπιλικών του πλοιάρχoυ Vian η οποία στριφογυρίζοντας γύρω από τον σχεδόν ακινητοποιημένο γίγαντα άρχισε τις τορπιλικές επιθέσεις που όμως αποκρούονταν από το πυροβολικού του Βismarck. Ο Τόβεϊ με την ομάδα του - King George V, Rodney και το καταδρομικό Νorfolk - πλησίασαν περί τις 08:30 της 27ης Μαΐου το Βismarck. Τα δύο θωρηκτά έλαβαν εντολή να προσβάλουν τον εχθρό χρησιμοποιώντας τη μέγιστη ισχύ πυρός. Στις 08:47 άρχισε πρώτα πυρ το Rodney από τις 24.000 υάρδες με τα πυροβόλα των 16 ιντσών και μετά ένα λεπτό το King George V από τις 20.000 υάρδες με αυτά των 14 ιντσών.
Λίγο αργότερα το Νorfolk. Αμέσως απάντησε το Βismarck πλήττοντας το Rodney και προκαλώντας του ελαφρές ζημιές. Στις 09:04 πλησίασε στο πεδίο της μάχης και το βαρύ καταδρομικό Dorsetshire βάλλοντας με τα πυροβόλα των 8 ιντσών. Το Βismarck τώρα βάλλεται από δύο θωρηκτά και δύο καταδρομικά από τέσσερις κατευθύνσεις αλλά ανθίσταται σθεναρά. Μετά 25 λεπτά ανηλεούς βομβαρδισμού οι πρωραίοι πύργοι σιγούν και οι πρυμναίοι βάλλουν με τοπικό έλεγχο βολής. Τα συνεχή πλήγματα έχουν μετατρέψει το περήφανο θωρηκτό σε σωρούς από συντρίμμια και πτώματα ανάμεσά τους.
Στις 10:15 το Βismarck είναι μία φλεγόμενη μάζα και τα πυροβόλα του έχουν σιγήσει. Το Rodney πλησιάζει και από τις 3.000 υάρδες το πλήττει με μία τορπίλη και το Dorsetshire με τέσσερις. Στις 10:36 της 27ης Μαΐου το Βismarck γέρνει προς την πλευρά και βυθίζεται. Από τους 2.092 άνδρες του πληρώματος διασώθηκαν 110, τους οποίους περισυνέλεξε το Dorsetshire και ένα αντιτορπιλικό και ορισμένους τα προστρέξαντα Γερμανικά υποβρύχια. Ο ναύαρχος Λούτζενς ακολούθησε το πλοίο του στον υγρό του τάφο. Τo Βismarck που έγινε το πλοίο θρύλος και από τις δύο πλευρές, παρέμεινε το πλέον συναρπαστικό πλοίο στη μνήμη των περισσοτέρων.
H μυστηριώδης έξοδός του στο Βόρειο Ατλαντικό αποφεύγοντας τις περιπολίες των Βρετανικών πλοίων, η βύθιση του Hood, η περιπετειώδης καταδίωξη και τελικά η καταβύθισή του, έχουν όλα τα στοιχεία ενός πραγματικού δράματος. H περίπτωση του Βismarck απέδειξε την ισχυρή και αποτελεσματική θωράκιση των Γερμανικών πλοίων που αντιστάθηκε στο παρατεταμένο πυρ των Βρετανικών θωρηκτών και τα επανειλημμένα πλήγματα από τορπίλες. Μία όμως υπήρξε μοιραία. Αυτή που έπληξε τα πηδάλια και τη μία έλικα.
Οι πιθανότητες βεβαίως μιας τέτοιας βλάβης είναι μικρές, αλλά οι συνέπειες σοβαρότητες. H καταδίωξη του Βismarck υπήρξε μία πάρα πολύ σύνθετη επιχείρηση. H κινητοποίηση ολόκληρου στόλου εναντίον δύο πλοίων ήταν μία προσφιλής και δοκιμασμένη μέθοδος για το Βρετανικό Ναυαρχείο και στους δύο πολέμους. Παρά την απώλεια του Hood και ένα σφάλμα του επιτελείου του Τόβεϊ στην αρχική υποτύπωση του εχθρού, η εν γένει Βρετανική οργάνωση και ο συντονισμός υπήρξαν αξιοσημείωτα καλά. H απώλεια του Hood μέχρι και σήμερα παραμένει ένα μυστήριο.
H επικρατέστερη άποψη είναι ότι η φωτιά που προκλήθηκε από τη βολή του Βismarck εισχώρησε σε μία πυριτιδαποθήκη από κάποιο ελάττωμα του θωρακισμένου καταστρώματος και προκάλεσε την έκρηξη. Για το Γερμανικό Ναυτικό (Kriegsmarine) η μικρή καριέρα και το σύντομο τέλος του Βismarck είχε δυσμενέστατο αντίκτυπο. H κατασκευή του ισχυρότατου αυτού πλοίου ήταν μία περιφρονητική χειρονομία του Χίτλερ στην ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλιών. H βύθισή του εξέφραζε την επιθυμία του Ναυτικού να αποδείξει ότι μπορεί να πολεμήσει και να νικήσει στις ανοιχτές θάλασσες.
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
H βύθιση του Βismarck προκάλεσε την έξαλλη οργή του Χίτλερ κατά του Ναυτικού. Έπαυσε έκτοτε να εισακούει τις εισηγήσεις του Ραίντερ και απαγόρευσε την αποστολή στον Ατλαντικό των μεγάλων μονάδων επιφανείας. H απώλειά του αποτέλεσε το σημείο καμπής στη Μάχη του Ατλαντικού, μολονότι τα Scharnhorst και Gneisenau μαζί με το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen που βρίσκονταν στη Βρέστη αποτελούσαν ένα στόλο εν υπάρξει (fleetin - being) που συνεχώς απειλούσε τη συμμαχική ναυτιλία και όχι μόνο.
Το Γερμανικό Ναυτικό Επιτελείο, παρά τις απαγορευτικές διαταγές του Χίτλερ, δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα της χρησιμοποίησης των μεγάλων πλοίων για καταδρομικές ενέργειες. Υπήρχε πάντοτε το σχέδιο χρησιμοποίησης στον Ατλαντικό του αποπερατούμενου θωρηκτού Τirpitz με το βαρύ καταδρομικό Hipper και τις «ugly sisters». Ενώ όμως το Scharnhorst εκτελούσε δοκιμαστικό πλου τον Ιούλιο του 1941 μετά τη μακρά του ακινησία για επιθεώρηση των μηχανών του, υπέστη σημαντικές βλάβες από αεροπορική επίθεση και επέστρεψε στη Βρέστη για να μπει σε δεξαμενή.
Όταν η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Σοβιετικής Ένωσης (22 Ιουνίου 1941) ο Στρατός και η Αεροπορία απασχολήθηκαν αποκλειστικά με την εκστρατεία, ενώ το Ναυτικό εξακολουθούσε να δίνει έμφαση στον αγώνα κατά της Βρετανίας. Αυτές ήταν άλλωστε οι εντολές του Χίτλερ παρά τις αντιρρήσεις του Ραίντερ που δεν συμφωνούσε με την εκστρατεία για την οποία δεν ρωτήθηκε.
Ο Ραίντερ πίστευε ότι επιβάλλετο να ενταθεί ο αγώνας κατά των θαλάσσιων συγκοινωνιών των συμμάχων επιταχυνομένης της ανάπτυξης του υποβρύχιου όπλου και της ναυτικής αεροπορίας. Θεωρούσε ότι η εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης πριν κατανικηθεί η Βρετανία μπορούσε να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, όπως και έγινε.
ΟΙ ΝΗΟΠΟΜΠΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Μετά τη Γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης ο Σοβιετικός Στόλος της Βαλτικής παρέμεινε στους ναυστάθμους τους οποίους οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να καταλάβουν. Στον Αρκτικό δεν πέτυχαν επίσης την κατάληψη της ναυτικής βάσης του Μουρμάνσκ. H εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση επιφόρτισε το ήδη βεβαρημένο Βρετανικό Ναυτικό με νέες υποχρεώσεις, να παράσχει κάθε δυνατή συνδρομή στους νέους συμμάχους. Την 29η Σεπτεμβρίου 1941 απέπλευσε από Ισλανδία η πρώτη αρκτική νηοπομπή για τη Σοβιετική Ένωση έχοντας να αντιμετωπίσει σωρεία απειλών: πλοία επιφανείας, υποβρύχια, αεροσκάφη, νάρκες.
Στη συνέχεια άρχισε ο ρους εφοδίων και υλικών ανά δεκαήμερο με νηοπομπές με τη συνοδεία πλοίων, υποβρυχίων και αεροσκαφών σε μία διαδρομή 1.400 - 2.000 μιλίων, ανάλογα με το λιμάνι προορισμού, Μουρμάνσκ ή Αρχάγγελο. Από το Δεκέμβριο του 1941 -που οι HΠΑ μπήκαν στον πόλεμο- μετείχαν και Αμερικανικά εμπορικά με φορτία πολεμικού υλικού (τεθωρακισμένα και αεροσκάφη) και από τον Απρίλιο του 1942 διατέθηκαν για συνοδεία και αμερικανικά πολεμικά. H ευθύνη πάντως παρέμενε στο Βρετανικό Ναυτικό.
H μεταφορά εφοδίων από τις HΠΑ στη Σοβιετική Ένωση μπορούσε να γίνει από τρεις κύριες οδούς. H πρώτη ήταν του Ειρηνικού. Οι μεταφορές αυτές δεν παρενοχλούνταν από τους Ιάπωνες οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να εξωθήσουν τους Σοβιετικούς να τους κηρύξουν τον πόλεμο. H δεύτερη από τα λιμάνια του Ατλαντικού προς τον Περσικό κόλπο μέσω του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος, εφόσον η Μεσογειακή οδός ήταν απαγορευτική. Λόγω όμως της μεγάλης αποστάσεως επέφερε σοβαρές καθυστερήσεις και μεγάλη απασχόληση πλοίων.
H τρίτη, κατά πολύ βραχυτέρα αλλά και η πλέον επικίνδυνη, ήταν από Νέα Υόρκη ή Φιλαδέλφεια μέσω Βορείου Ατλαντικού, Ισλανδίας και θάλασσας του Μπάρεντς προς Μουρμάνσκ ή Αρχάγγελο. Το λιμάνι του Μουρμάνσκ ήταν συνήθως ελεύθερο πάγων ενώ του Αρχάγγελου μόνο από Ιούνιο μέχρι τέλη Νοεμβρίου. H διάρκεια του ταξιδιού από Ισλανδία στα δύο αυτά λιμάνια ήταν διάρκειας 10 ημερών για το πρώτο και 12 για το δεύτερο. Οι νηοπομπές ακολουθούσαν, όσο επέτρεπαν οι πάγοι, βορειότερο δρομολόγιο για να αποφεύγουν τα Γερμανικά βομβαρδιστικά που ξεκινούσαν από τις βάσεις της Νορβηγίας και Φινλανδίας.
Στο τέλος του 1941 ο Χίτλερ βασανιζόταν από την ιδέα ότι οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν εισβολή στη Νορβηγία, ενέργεια που υποστήριζε έντονα ο Τσώρτσιλ. Για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο διέταξε τις μεγάλες μονάδες επιφανείας να μετασταθμεύσουν στα Νορβηγικά φιορδς. H κίνηση αυτών άρχισε τον Ιανουάριο του 1942 και το Φεβρουάριο είχαν συγκεντρωθεί στο Τρονχάιμ της Νορβηγίας το θωρηκτό Τirpitz, το θωρηκτό - τσέπης (pocket - battleship) Αdmiral Sheer και το βαρύ καταδρομικό Prinz Εugen.
H παρουσία τους αποτελούσε ένα συνεχή επικρεμάμενο κίνδυνο για τις νηοπομπές που κινούνταν για τα λιμάνια Μουρμάνσκ και Αρχάγγελου. Αυτό εξανάγκασε τον Αρχηγό του Μητροπολιτικού Στόλου, ναύαρχο Τόβεϊ, να διαθέσει βαρέα πλοία για να παρέχουν μακρά προστασία στο δυτικό τμήμα του δρομολογίου τους, με τα υποβρύχια και αεροσκάφη να προστατεύουν το ανατολικό. Για να διευκολυνθεί δε η κάλυψη, ρυθμίστηκε όπως οι προς ανατολάς και δυσμάς νηοπομπές αναχωρούν συγχρόνως.
Η ΔΙΑΦΥΓΗ ΑΠΟ ΒΡΕΣΤΗ ΤΩΝ Scharnhorst, Gneisenau και Prinz Eugen
Τα τρία αυτά πλοία ευρισκόμενα, όπως είδαμε, στη Βρέστη από την άνοιξη του 1941 υφίσταντο συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και η περαιτέρω παραμονή συνεπαγόταν πολύ μεγάλους κινδύνους. Αποφασίστηκε η διαφυγή τους, επιχείρηση που ήταν πολύ επικίνδυνη. Το Γερμανικό σχέδιο -Cerberus ή Channel Dash για τους Βρετανούς– στηριζόταν στον αιφνιδιασμό και προέβλεπε τον απόπλου την 11η Φεβρουαρίου 1942 με την έλευση του σκότους, ώστε να διαπλεύσουν το στενό του Ντόβερ κατά τη διάρκεια της ημέρας υπό τη συνεχή αεροπορική κάλυψη 16 αεροσκαφών και τη συνοδεία 6 αντιτορπιλικών και άλλων μικρότερων πλοίων.
Το Βρετανικό Ναυαρχείο από τις προπαρασκευαστικές ενέργειες είχε υποπτευθεί το Γερμανικό σχέδιο και είχε λάβει μέτρα για παρεμπόδισή του. Δεν ήταν όμως δυνατόν να διατεθούν μεγάλα πλοία διότι η παρουσία του Τirpitz στο Τρονχάιμ επέβαλε την παρουσία τους στη βάση του Σκάπα Φλόου. Για την επιχείρηση είχαν διατεθεί 6 αντιτορπιλικά, αριθμός τορπιλακάτων, 1 υποβρύχιο και η αεροπορική δύναμη κρούσης των Στενών που διέθετε 240 αεροσκάφη, κατάλληλα για ημερήσιους βομβαρδισμούς που όμως εστερούντο επαρκούς εκπαίδευσης για προσβολή πλοίων. Στη Νότιο Αγγλία υπήρχαν επίσης περίπου 550 καταδιωκτικά.
Τα Γερμανικά πλοία απέπλευσαν στις 22:45 της 11ης Φεβρουαρίου, πλέοντας με ταχύτητα 27 κόμβων και παρέμειναν ανεντόπιστα μέχρι την 11:00 της επομένης. Στις 12:30 δέχθηκαν επίθεση 6 τορπιλοπλάνων με συνοδεία 10 καταδιωκτικών. Όλα τα τορπιλοπλάνα καταρρίφθηκαν χωρίς να επιφέρουν κανένα πλήγμα στα πλοία. Την ίδια αποτυχία είχε και η επίθεση 4 τορπιλακάτων, όπως και οι απογευματινές επιθέσεις τορπιλοπλάνων και βομβαρδιστικών της Παράκτιας Διοίκησης. Παρότι διατέθηκαν 242 βομβαρδιστικά τα γερμανικά πλοία δεν δέχθηκαν κανένα πλήγμα, ενώ κατέρριψαν 15 βομβαρδιστικά και 17 καταδιωκτικά.
Στις λυσσαλέες επιθέσεις το απόγευμα συμμετείχαν και Βρετανικά αντιτορπιλικά που εκτέλεσαν τορπιλική επίθεση από 3.000 υάρδες, χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ όμως το Scharnhorst χείριζε προς αποφυγή έξω από τις ολλανδικές ακτές την 14:32, προσέκρουσε σε νάρκη και ακινητοποιήθηκε για 17 λεπτά. Δεν υπήρχαν όμως Βρετανικές δυνάμεις στην περιοχή για να επιτεθούν και το πλοίο μετά από λίγο συνέχισε τον πλου του με 25 κόμβους. Το ίδιο συνέβη περί την 20.00 και στο Gneisenau, αλλά και αυτό σύντονα μπόρεσε να πλεύσει με 25 κόμβους.
Περί την 21:20 το Scharnhorst προσέκρουσε σε νέα νάρκη, αυτή όμως τη φορά υπέστη σοβαρή βλάβη, η ταχύτητά του ελαττώθηκε αρκετά, αλλά το πρωί της 13ης κατέπλευσε στο Βιλχελμσχάβεν, το Gneisenau στο Κίελο και το Prinz Εugen στο Μπρουνσμπάτελ. Το επίτευγμα αυτό των Γερμανικών πλοίων να διαφύγουν κάτω από τη «μύτη» των Βρετανών διανύοντας μία απόσταση 675 μιλίων, προκάλεσε αγανάκτηση στη Βρετανική κοινή γνώμη, διατάχθηκαν ανακρίσεις, επιρρίφθηκαν ευθύνες στην Παράκτια Διοίκηση της RΑF και το πόρισμα κατέδειξε την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αεροπορικών και θαλάσσιων μέσων.
Δύο εβδομάδες αργότερα το Gneisenau βομβαρδίστηκε από Βρετανικά αεροσκάφη στο λιμένα του Κιέλου, που του προκάλεσαν σοβαρότατες βλάβες. H πάροδος του χρόνου έδειξε ότι η επισκευή του πλοίου καθίστατο ασύμφορη και εγκαταλείφθηκε οριστικά, τον Ιανουάριο του 1943. Έτσι οι «ugly sisters» διαχώρισαν την τύχη τους.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΩΝ ΑΡΚΤΙΚΩΝ ΝΗΟΠΟΜΠΩΝ
Το δεύτερο τρίμηνο του 1942 οι απώλειες των αρκτικών νηοπομπών υπήρξαν σοβαρές. Από τα 84 πλοία με φορτίο 552.000 τόνων που απέπλευσαν από τις HΠΑ μόνο τα 44 με 300.000 τόνους έφτασαν στον προορισμό τους. Τα 23 απωλέσθηκαν από εχθρικές ενέργειες και τα 17 ξεφόρτωσαν στη Σκωτία. Απώλειες όμως υφίσταντο και τα συνοδά γεγονός που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες του Αρχηγού του Μητροπολιτικού Στόλου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της προς ανατολάς κινούμενης νηοπομπής PQ-17 τον Ιούλιο του 1942, η οποία στην κυριολεξία «σφαγιάστηκε» από την ακατανόητη εντολή που έδωσε την 4η Ιουλίου ο Πρώτος Λόρδος Θαλάσσης (Α / ΓΕΝ), ναύαρχος σερ Ντάντλεϊ Πάουντ. H διαταγή καθόριζε τα συνοδά να την εγκαταλείψουν και η νηοπομπή να διασκορπιστεί λόγω της απειλής από πλοία επιφανείας -κυρίως του Τirpitz- τα δε πλοία να πλεύσουν μεμονωμένα στα Σοβιετικά λιμάνια.
H λανθασμένη εκτίμηση του υπερήλικα και άρρωστου Πάουντ και η υπερβολική τάση του να επεμβαίνει στο έργο των τακτικών διοικητών, αποδείχτηκε καταστροφική. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν από τα 36 πλοία της νηοπομπής να βυθιστούν τα 23, όχι από πλοία επιφανείας (Τirpitz, Hipper, Scheer) όπως εκτιμούσε ο Πάουντ, αλλά από υποβρύχια και αεροσκάφη. Από 156.492 τόνους πολεμικού υλικού απωλέσθηκαν 99.316 τόνοι.
Ειδικότερα από 297 αεροσκάφη απωλέσθηκαν τα 210 και από 594 άρματα τα 430 μαζί με 3.350 οχήματα. Τα αποτελέσματα αυτά πέτυχαν οι Γερμανοί με την απώλεια μόνο 5 αεροσκαφών από τα 202 που επιχείρησαν. Μετά την καταστροφή αυτή το Βρετανικό Ναυαρχείο διέκοψε τις Αρκτικές νηοπομπές οι οποίες επανήρχισαν το Σεπτέμβριο που η διάρκεια της ημέρας είναι μικρότερη χρησιμοποιώντας για μακράν προστασία και αεροπλανοφόρο συνοδείας.
Από τον Οκτώβριο διακόπηκαν και πάλι –πλην της αποστολής μεμονωμένων πλοίων- λόγω της συμμαχικής απόβασης στη Βόρειο Αφρική για την οποία διατέθηκε σημαντικό μέρος του Μητροπολιτικού Στόλου. Ξανάρχισαν το Νοέμβριο του 1942 και αποφασίστηκε να είναι περισσότερες με λιγότερα πλοία, έστω και ασθενέστερα προστατευόμενες, λόγω της μακράς νύχτας του χειμώνα που καθιστούσε δυσχερέστερη την αεροπορική αναγνώριση του εχθρού.
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΟΠΛΙΣΜΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΛΟΙΩΝ
H αποτυχία των βαρέων καταδρομικών Hipper και Lutzow με συνοδεία 6 αντιτορπιλικών να καταστρέψουν την 31η Δεκεμβρίου 1942 στη θάλασσα του Μπάρεντς τη νηοπομπή JW51Β από 14 πλοία στην οποία παρείχαν εγγύς προστασία 6 αντιτορπιλικά και 5 κορβέτες και μακρά προστασία 2 καταδρομικά, προκάλεσε την οργή του Χίτλερ σε βαθμό που να κατηγορεί το Γερμανικό Ναυτικό ότι, με εξαίρεση τα υποβρύχια, τίποτα δεν έπραξε σε όλη την ιστορία του. Αποφάσισε, μάλιστα τον παροπλισμό όλων των μεγάλων πλοίων, μεγαλύτερων των αντιτορπιλικών.
Δεν αντιλαμβανόταν όμως ότι με τις επεμβάσεις του στο έργο των ναυτικών διοικητών τους αφαιρούσε κάθε πρωτοβουλία και δεν μπορούσε να έχει επιτυχίες. Οι κατηγορίες αυτές προκάλεσαν την παραίτηση του αρχιναυάρχου Pαίντερ ο οποίος θεώρησε ότι στρέφονται κατά του προσώπου του. Άλλωστε οι σχέσεις των δύο ανδρών από καιρό δεν ήσαν αγαθές επειδή ο Χίτλερ αγνοούσε τις εισηγήσεις του. H παραίτηση συγκλόνισε το Ναυτικό λόγω του μεγάλου κύρους του αρχιναυάρχου ο οποίος το διοικούσε επί 14 χρόνια.
Ο ναύαρχος Καρλ Νταίνιτς, μέχρι τότε Διοικητής Yποβρυχίων, που τον διαδέχτηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1943 -διατηρώντας και τα προηγούμενα καθήκοντά του- κατόρθωσε, λόγω της εύνοιας που απολάμβανε από τον Χίτλερ, να τον πείσει να μην επιμείνει στον παροπλισμό των πλοίων. Παροπλίστηκαν μόνο αυτά που δεν είχαν πλέον μαχητική αξία ή δεν έκαναν για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ήταν το βαρύ καταδρομικό Αdmiral Hipper και τα ελαφρά Leipzig και Κoln, ως και 2 παλαιά θωρηκτά.
Παρέμειναν στην ενέργεια το θωρηκτό Τirpitz, το καταδρομικό μάχης Scharnhorst, το «θωρηκτό - τσέπης» Αdmiral Sheer και το βαρύ καταδρομικό Lutzow. Τα Τirpitz, Scharnhorst και Lutzow μαζί με αντιτορπιλικά θα παρέμεναν στα νορβηγικά ύδατα, τα υπόλοιπα στη Βαλτική. Ο Χίτλερ όμως ξεκαθάρισε στο Νταίνιτς ότι από τις μονάδες της Νορβηγίας περίμενε θετικά αποτελέσματα.
Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΤΣΒΕΡΓΗΣ
Τον Οκτώβριο του 1943 ο επί τετραετία Πρώτος Λόρδος Θαλάσσης, ναύαρχος Πάουντ, πέθανε από υπερκόπωση και τη θέση του ανέλαβε ο ναύαρχος Άντριου Μπράουν Κάννινγκαμ. Λόγω της αναστολής των αρκτικών νηοπομπών κατά το θέρος του 1943 η συμμαχική βάση στη Σπιτσβέργη ήταν ο μόνος στόχος στην περιοχή για τους καταδρομείς, Τirpitz και Scharnhorst. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943 με τη συνοδεία 10 αντιτορπιλικών βομβάρδισαν, επιτυχώς, η ομάδα του Τirpitz το Μπάρεντσμπουργκ, γεμίζοντας την πόλη πυρκαϊές, του δε Scharnhorst, τις εγκαταστάσεις του Γκρόν - φιορδ και του κόλπου Άντβεντ.
Μετά το πέρας έσπευσαν να επανέλθουν στη βάση τους πριν επέμβει ο Μητροπολιτικός Στόλος. H παρουσία τους στη Βόρεια Νορβηγία -Τirpitz από Ιανουάριο του 1942 και Scharnhorst από Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου- αποτελούσε μία συνεχή απειλή που οι Σύμμαχοι έπρεπε να εξουδετερώσουν. Ήδη τρεις αεροπορικές επιδρομές κατά του Τirpitz με βομβαρδιστικά Halifax και Lancaster της RΑF την 29η Μαρτίου 1942, με 33 αεροσκάφη, την 27η και 28η Απριλίου 1942 με 43 και 34 αεροσκάφη αντίστοιχα, στο Φοτενφιόρδ δεν είχαν αποτέλεσμα.
Επτά αεροσκάφη καταρρίφθηκαν, αλλά το θωρηκτό παρέμενε άθικτο. Άλλη επίθεση από το Σοβιετικό υποβρύχιο Κ-21 τον Ιούλιο του 1942 είχε τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα. Επειδή ο Μητροπολιτικός Στόλος εστερείτο, την εποχή εκείνη, κατάλληλων αεροπλανοφόρων, τα δε ορμώμενα από το Βρετανικό έδαφος αεροσκάφη δεν είχαν επαρκή ακτίνα ενεργείας, αποφασίστηκε η εξουδετέρωση των μεγάλων Γερμανικών πλοίων να γίνει στα αγκυροβόλιά τους στο Αλτενφιόρδ όπου είχαν μετασταθμεύσει από το Μάρτιο του 1943 με μικροσκοπικά υποβρύχια (Μidgets) τύπου «Χ-craft».
Αυτά είχαν μήκος 51 ποδών, 35 τόνων, ντιζελοκίνητα, με μόνα όπλα δύο νάρκες των δύο τόνων εκρηκτικής ύλης οι οποίες ρίχνονταν στο βυθό κάτω από το στόχο και λειτουργούσαν με ωρολογιακό μηχανισμό. Σύμφωνα με το σχέδιο της επιχείρησης, 6 Μidgets θα ρυμουλκούνταν από άλλα μεγαλύτερα υποβρύχια μέχρι τα ναρκοπέδια που προστάτευαν τα πλοία στο αγκυροβόλιό τους, όπου θα έφθαναν την 20ή Σεπτεμβρίου 1943. Τη νύχτα θα διέπλεαν το ναρκοπέδιο, εν επιφανεία και καθL όλη την 21η θα παρέμεναν εν καταδύσει.
Τα ξημερώματα της 22ας θα έφθαναν στην είσοδο των φιορδς που αγκυροβολούσαν τα πλοία. Τρία Μidgets προορίζονταν για το Τirpitz, δύο για το Scharnhorst και ένα για το Lutzow, που βρισκόταν σε άλλο φιορδ. Εξ αυτών μόνο τα Χ6 και Χ7 κατόρθωσαν να φθάσουν στο Τirpitz, αφού πέρασαν το ανθυποβρυχιακό δίχτυ που προστάτευε το θωρηκτό στο Κααφιόρδ. Τα υπόλοιπα απωλέσθηκαν λόγω εχθρικής ενέργειας, ατυχήματος ή βλάβης. Τα υποβρύχια άφησαν τις νάρκες τους κάτω από το θωρηκτό οι οποίες την κατάλληλη στιγμή εξερράγησαν.
Από την τρομερή έκρηξη ολόκληρο το θωρηκτό σηκώθηκε πάνω από το νερό και καταστράφηκαν οι τρεις κύριοι στρόβιλοι. Οι βλάβες έθεσαν το πλοίο εκτός ενεργείας για 6 μήνες. Και τα δύο υποβρύχια βυθίστηκαν τα δε πληρώματά τους αιχμαλωτίστηκαν ή φονεύθηκαν. Μολονότι η επιχείρηση είχε μερική επιτυχία, η πολύμηνη ακινησία του Τirpitz και η μεταστάθμευση του Lutzow στη Βαλτική όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου, επέτρεψε την επανάληψη των Αρκτικών νηοπομπών από το Νοέμβριο του 1943 σε συχνότητα δύο νηοπομπές το μήνα.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΝΗΟΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ''Scharnhorst'' ΚΑΙ Η ΒΥΘΙΣΗ ΤΟΥ
Τώρα πλέον στη Βόρειο Νορβηγία από πλευράς μεγάλων μονάδων επιχειρησιακά χρησιμοποιήσιμο ήταν μόνο το Scharnhorst με τα συνοδά του. Ο ναύαρχος Νταίνιτς άφησε να κινηθούν πέντε νηοπομπές προς τους προορισμούς τους χωρίς να τις παρενοχλήσει με μονάδες επιφανείας θέλοντας να εμφυσήσει ένα αίσθημα ασφαλείας στους Βρετανούς. Στην έκτη υποσχέθηκε στον Χίτλερ ότι θα επιτεθεί με το καταδρομικό μάχης. Την 20ή Δεκεμβρίου 1943 είχε εκπλεύσει η νηοπομπή JW55Β με 18 εμπορικά πλοία κινούμενη ανατολικά και την 23η άλλη με αντίθετη κατεύθυνση.
Κάθε μία συνοδευόταν από 10 αντιτορπιλικά και μερικές κορβέτες. Εγγύς προστασία στις δύο νηοπομπές παρείχαν τα καταδρομικά Νorfolk, Sheffield και Βelfast υπό τον αντιναύαρχο Μπάρνετ επί του Βelfast. Το θωρηκτό Duke of York με το καταδρομικό Jamaica και 4 αντιτορπιλικά παρείχαν μακρά προστασία υπό τη διοίκηση του Αρχηγού του Μητροπολιτικού Στόλου, ναυάρχου Μπρους Φρέϊζερ. H νηοπομπή JW55Β εντοπίστηκε την 22α από Γερμανικό αεροσκάφος και παρακολουθείτο συνεχώς.
Το πρωί της 24ης ο Φρέιζερ τη διέταξε να αναστρέψει πορεία επί τρίωρο και αύξησε ταχύτητα για να την πλησιάσει. Συγχρόνως διέκοψε τη σιγή ασυρμάτου -ασύνηθες μέτρο- αλλά έτσι κατόρθωσε να συντονίσει τις κινήσεις των δυνάμεών του με επιτυχή αποτελέσματα. Στις 14:15 της 25ης Δεκεμβρίου, ο Νταίνιτς διέταξε το Scharnhorst να αποπλεύσει για να την προσβάλει. Έχοντας δε στο μυαλό του την εξευτελιστική αποτυχία του προηγούμενου χρόνου της επιδρομής των Hipper και Lutzow εναντίον της νηοπομπής JW51Β σήμανε στο διοικητή: «Εκμεταλλεύσου την τακτική κατάσταση επιδέξια και με τόλμη.
H επιθετική ενέργεια να μην τελειώσει μόνο με μερική επιτυχία». Συγχρόνως όμως επισήμαινε ότι το Scharnhorst θα έπρεπε να αποσυρθεί εάν αντιμετώπιζε ισχυρές εχθρικές μονάδες. Τα χριστουγεννιάτικα δέντρα πετάχτηκαν στη θάλασσα, οι εορταστικές εκδηλώσεις διακόπηκαν και στις 19:00 το καταδρομικό μαζί με 5 αντιτορπιλικά ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Στο καταδρομικό επέβαινε ο υποναύαρχος Έριχ Μπέι, διοικητής αντιτορπιλικών, λόγω απουσίας σε αναρρωτική άδεια του διοικητού της ομάδας των θωρηκτών. Οι καταδρομείς υπολόγιζαν να επιτεθούν στη νηοπομπή την αυγή της 26ης περί τις 10:00.
Περίπου στις 06:30 της 26ης Δεκεμβρίου ο Φρέιζερ διέταξε τη νηοπομπή να πλεύσει βορειότερα, τον δε Μπάρνετ με τα καταδρομικά να την πλησιάσει για υποστήριξη. Ο Μπάρνετ συμμορφώθηκε αμέσως τοποθετώντας τα πλοία του πλώρα και δεξιά της νηοπομπής, προς την πλευρά των εχθρικών βάσεων από όπου ενδεχομένως θα επιτίθετο ο εχθρός.
Στις 07:00 περίπου, ο Γερμανός ναύαρχος, προσεγγίζοντας τη νηοπομπή ανέπτυξε τα αντιτορπιλικά του σε προπέτασμα, 11 μίλια πλώρα του Scharnhorst με πορεία βορειοδυτική. Μετά 1 ώρα και 20 λεπτά έστρεψε βόρεια έχοντας χάσει την επαφή με τα αντιτορπιλικά, πιθανώς λόγω συγχύσεως. Ο Μπέι, στην κρίση του οποίου είχε αφεθεί να ενεργήσει έστω και χωρίς τα αντιτορπιλικά, συνέχισε την προσέγγιση. Τη στιγμή εκείνη δεν γνώριζε την ύπαρξη της προς δυσμάς κατευθυνόμενης νηοπομπής, αλλά ούτε και των δύο Βρετανικών δυνάμεων προστασίας, δηλαδή των καταδρομικών και του θωρηκτού.
Ήταν ακόμη σκοτάδι με καλή όμως ορατότητα όταν στις 09:24 τα Βρετανικά καταδρομικά είδαν το Scharnhorst να προσεγγίζει τη νηοπομπή από τα νοτιοανατολικά με μεγάλη ταχύτητα. Σύγχρονη ήταν και η επαφή των Γερμανών με τα Βρετανικά καταδρομικά. Ο Μπάρνετ, ευρισκόμενος μεταξύ της νηοπομπής και του Γερμανικού καταδρομικού, ευθύς εξ αρχής έλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έστριψε κατευθείαν προς τον εχθρό φωτίζοντάς τον με φωτιστικά βλήματα και άνοιξε πυρ με πρόθεση να τον προσβάλει με τορπίλες. Την ίδια ώρα η νηοπομπή έστριψε εκτός, προς βορράν.
Ο Μπέι, πολύ έμπειρος αξιωματικός, παρ' όλον ότι διέθετε ένα ισχυρά προστατευόμενο σκάφος, με μεγάλο όγκο πυρός και μεγάλη ταχύτητα που θα μπορούσε να ναυμαχήσει με τα Βρετανικά καταδρομικά βυθίζοντας ένα ή περισσότερα και στη συνέχεια να καταστρέψει τη νηοπομπή, περιέργως, διέκοψε τη μάχη και απομακρύνθηκε στο σκοτάδι αφού δέχθηκε δύο μη σοβαρά πλήγματα των 8 ιντσών από το Νorfolk τα οποία του κατέστρεψαν το ραντάρ. Πιστός στη Γερμανική αρχή να αποφεύγει τις τορπιλικές επιθέσεις αποφάσισε να επιτεθεί στη νηοπομπή από ευνοϊκότερη θέση.
H νηοπομπή έστριψε και πάλι προς ανατολάς με το Μπάρνετ σοβαρά προβληματισμένο. Επειδή ήταν απόλυτα βέβαιος ότι το Scharnhorst θα επιτίθετο και πάλι, είχε δε τη δυνατότητα λόγω υπεροχής ταχύτητας να επιτεθεί στη νηοπομπή από οποιαδήποτε κατεύθυνση, προσπαθούσε να εκτιμήσει ποία θα ήταν αυτή για να παρεμβάλει και πάλι τα καταδρομικά του μεταξύ της νηοπομπής και του εχθρού. Διασπορά των τριών καταδρομικών για να καλύψουν περιφερειακά τη νηοπομπή θα εξασθένιζε τις δυνάμεις του και θα ήταν καταστροφική.
Επίθεση του Γερμανικού καταδρομικού από πρύμα της νηοπομπής αποκλείσθηκε διότι κατά το Γερμανικό δόγμα έπρεπε η καταδρομή κατά νηοπομπής να γίνεται το ταχύτερο και αμέσως τα πλοία να απομακρύνονται, γεγονός που δεν ευνοούσαν οι πρυμναίοι τομείς. Το ίδιο αποκλείσθηκε και η επίθεση κατευθείαν από πλώρα, διότι τα εμπορικά θα παρουσίαζαν μικρούς στόχους. Παρέμεναν επομένως οι δύο παρειές της νηοπομπής, δηλαδή από πλώρα αριστερά ή δεξιά ως προς την προχώρηση.
Επειδή γνώριζε τη μεθοδική Γερμανική σκέψη επέλεξε και τοποθέτησε τα καταδρομικά του στην αριστερή παρειά πιστεύοντας ότι ο Γερμανός ναύαρχος δεν θα περίμενε από εκείνη την κατεύθυνση τα Βρετανικά καταδρομικά, τα οποία μέχρι τώρα προστάτευαν τη νηοπομπή από τη δεξιά παρειά. Και δεν έπεσε έξω. Στις 12.30 ώφθη το Scharnhorst να προσεγγίζει τη νηοπομπή από βορειοανατολικά. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπο και πάλι με τα Βρετανικά καταδρομικά τα οποία έσπευσαν να τα ενισχύσουν και 4 αντιτορπιλικά. Ο Μπάρνετ ακολούθησε την ίδια τακτική. Πλέοντας με μεγίστη ταχύτητα επιτέθηκε κατά του εχθρού.
H απειλή τορπιλικής επίθεσης επηρέασε και πάλι τον Μπέι ο οποίος έστριψε προς ανατολάς βάλλοντας κατά των καταδρομικών. Ένα βλήμα των 11 ιντσών προκάλεσε σχετικά σοβαρές βλάβες στο Νorfolk χωρίς όμως να επηρεάσει τη μαχητική του ικανότητα. Ένα άλλο προκάλεσε ελαφρότερες βλάβες σε άλλο καταδρομικό. H ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε μέχρι τις 12:47. Ο Μπάρνετ αυτή τη φορά συνέχισε να καταδιώκει το Scharnhorst εκτιμώντας ότι ήταν ήδη αργά για την αρκτική ημέρα -ένα είδος λυκόφωτος- ώστε να επιτρέψει στον καταδρομέα να απομακρυνθεί και να επιτεθεί εκ νέου.
Ο Μπέι εκτιμώντας τώρα ότι στην ομάδα των διωκτών θα υπήρχε και θωρηκτό κατευθυνόταν προς τα Νορβηγικά φιορδ. H πορεία του όμως τον έφερε κατευθείαν προς τη δύναμη του ναυάρχου Φρέιζερ, η οποία καθοδηγούμενη από τις αναφορές των Βρετανικών καταδρομικών ήρθε σε επαφή με τον εχθρό στις 16:30. Το θωρηκτό Duke of York στις 16:47 άνοιξε πυρ με τα 10 πυροβόλα των 14 ιντσών πλήττοντας με 13, τουλάχιστον, βλήματα το Scharnhorst. Μέχρι τις 17:13 οι δύο πρωραίοι τρίδυμοι πύργοι του είχαν τεθεί εκτός μάχης. Ο αγώνας ήταν τελείως άνισος. Το Γερμανικό καταδρομικό είχε να αντιμετωπίσει 1 θωρηκτό και 4 καταδρομικά.
Παρόλα αυτά εκμεταλλευόμενο την υπεροχή της ταχύτητάς του είχε απομακρυνθεί εκτός βεληνεκούς του Βρετανικού θωρηκτού και θα μπορούσε να διαφύγει μέσα στην αρκτική νύχτα. Στις 18:20 όμως βλήμα των 14 ιντσών ανατίναξε ένα λεβητοστάσιο, μειώνοντας την ταχύτητα από τους 26 στους 8 κόμβους. Διατάχθηκε τότε επίθεση των Βρετανικών αντιτορπιλικών τα οποία με τη μεγίστη ταχύτητα που επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες πλησίασαν το Γερμανικό καταδρομικό σε απόσταση 2.000 υαρδών και εκτέλεσαν τορπιλική επίθεση δεχόμενα τα πυρά του ισχυρού δευτερεύοντος οπλισμού του αντιπάλου τους, το οποίο εν τω μεταξύ είχε αναπτύξει ταχύτητα 22 κόμβων.
Τέσσερις τορπίλες έπληξαν το Scharnhorst το οποίο, εν τω μεταξύ, είχε βρεθεί και πάλι κάτω από τα κεραυνοβόλα πυρά των Duke of York, Jamaica και Βelfast τα οποία έσπευσαν να το αποτελειώσουν. Στις 19:00 ο ναύαρχος Μπέι έστειλε το τελευταίο του σήμα στο Γερμανικό επιτελείο. «Θα πολεμήσουμε μέχρι το τελευταίο βλήμα. Ζήτω ο Φύρερ. Ζήτω η Γερμανία». Το Scharnhorst συνέχισε να βάλλει με το δευτερεύοντα οπλισμό μέχρι τις 19:39 και στις 19:45, σωστό φλεγόμενο ερείπιο, βυθίστηκε έχοντας βληθεί από άλλες οκτώ τορπίλες.
Από τους 1968 άνδρες του πληρώματος σώθηκαν μόνο 36 τους οποίους περισυνέλεξαν τα Βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Μπέι ο οποίος με τόση γενναιότητα πολέμησε, κατά τη μοιραία στιγμή βρέθηκε χωρίς τα αντιτορπιλικά του. Αυτά δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν τη νηοπομπή καίτοι πέρασαν 10 μίλια από αυτή και περί ώρα 14:20 έλαβαν από τον Μπέι την ανεξήγητη διαταγή να διακόψουν την έρευνα και να επιστρέψουν στη βάση τους. Από πλευράς Βρετανών, ο ναύαρχος Φρέιζερ διηύθυνε τις διεσπαρμένες και πολυάριθμες δυνάμεις του κατά τρόπο, πράγματι, αριστοτεχνικό.
Tirpitz. ''Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ''
Μετά τη βύθιση του Scharnhorst το Tirpitz ήταν το μόνο θωρηκτό που διέθετε το Γερμανικό Ναυτικό. Αυτός ο μοναχικός «καβαλάρης» ενεργούσε ως «στόλος εν υπάρξει» (fleet-in-being) απειλώντας όχι μόνο τις αρκτικές νηοπομπές, αλλά και τις δυνάμεις του Ατλαντικού, αναγκάζοντας τους συμμάχους να διατηρούν σε ετοιμότητα για να το αντιμετωπίσουν, ποτέ λιγότερο από 2 μοντέρνα θωρηκτά, 1 αεροπλανοφόρο στόλου και αντιτορπιλικά.
Περί τα μέσα Μαρτίου του 1944 υπήρχαν πληροφορίες ότι είχαν τελειώσει οι επισκευές των ζημιών που είχε υποστεί το Σεπτέμβριο του 1943 από την επίθεση των Βρετανικών υποβρυχίων τσέπης (Μidgets) και το πλοίο ήταν έτοιμο να αναλάβει δράση. Μία Σοβιετική αεροπορική επιδρομή που έγινε το Φεβρουάριο του 1944 απέτυχε να επιβραδύνει την αποπεράτωση των ζημιών. Tο Βρετανικό Ναυαρχείο αποφάσισε τότε να επιτεθεί με ισχυρή αεροπορική δύναμη.
H επιχείρηση Tungsten διεξήχθη το πρωί της 3ης Απριλίου 1944 από μία δύναμη 2 αεροπλανοφόρων στόλου (Victorious, Furius), 4 αεροπλανοφόρων συνοδείας, 2 θωρηκτών και των συνοδών τους. Υπήρχαν δύο δυνάμεις κρούσης εκάστη αποτελούμενη από 21 βομβαρδιστικά Βarracudas που προστατεύονταν από 40 καταδιωκτικά. Tα βομβαρδιστικά έφεραν βόμβες ρηκτικές, ημιρηκτικές και εκρηκτικές. Οι ρηκτικές θα μπορούσαν να διατρήσουν το θωρηκτό κατάστρωμα του Tirpitz, εφόσον ρίπτονταν από ύψος τουλάχιστον 3.500 ποδών.
H πρώτη δύναμη κρούσης αιφνιδίασε το θωρηκτό και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα άργησαν να αντιδράσουν, ενώ δεν φάνηκαν φίλια καταδιωκτικά. H δεύτερη ομάδα, μετά μία ώρα, συνάντησε ισχυρό αντιαεροπορικό πυρ. Tο θωρηκτό δέχθηκε 14 πλήγματα τα οποία του προκάλεσαν σχετικά μικρές βλάβες που επισκευάστηκαν σε τρεις μήνες. Οι αεροπόροι στην προσπάθειά τους να πετύχουν το στόχο έριξαν τις ρηκτικές βόμβες από ύψος 600-1.200 ποδών με αποτέλεσμα να μη διατρήσουν το κύριο θωρηκτό κατάστρωμα. Υπήρχαν όμως 108 νεκροί και 184 τραυματίες. Οι Βρετανοί απώλεσαν 2 βομβαρδιστικά και 1 καταδιωκτικό.
Tο Tirpitz τέλη Ιουλίου ήταν και πάλι έτοιμο και εκτελούσε ασκήσεις εν πλω. Περί τα τέλη Αυγούστου το Βρετανικό Ναυτικό με τις επιχειρήσεις Goodwood Ι - ΙV με 3 αεροπλανοφόρα στόλου εξαπέλυσε άλλη μία σειρά αεροπορικών επιθέσεων κατά του θωρηκτού άνευ αποτελέσματος. Tο πλοίο αντιλήφθηκε εγκαίρως την προσέγγιση των αεροσκαφών καλύπτοντας το αγκυροβόλιο με καπνόφραγμα με αποτέλεσμα να μη δεχθεί κανένα πλήγμα. Μόνο κατά τη Goodwood ΙΙΙ μία βόμβα 1.600 υαρδών έπληξε το θωρηκτό κατάστρωμα η οποία όμως δεν εξερράγη. Και στις τέσσερις επιχειρήσεις απωλέσθηκαν 11 αεροσκάφη.
Βλέποντας πλέον το Βρετανικό Ναυαρχείο ότι δεν μπορούσε να έχει οριστικό αποτέλεσμα με τα αεροσκάφη του Στόλου αποτάθηκε στη RΑF να αναλάβει δράση με τα βαρέα βομβαρδιστικά για να τελειώνει άπαξ δια παντός με το Tirpitz. Μετά από σχετικές προετοιμασίες δύο μοίρες Lancaster, 27 αεροσκάφη με βόμβες «Tallboy» των 12.000 λιβρών, την 15η Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν από Σοβιετικό αεροδρόμιο για την επιχείρηση Paravane. Καίτοι ο αιφνιδιασμός δεν υπήρξε πλήρης μία από αυτές τις θηριώδεις βόμβες έπληξε το θωρηκτό επιτυγχάνοντας ένα ρήγμα 32 x 48 πόδια στην πλώρη.
Υπήρξαν και άλλες δύο εγγύς πτώσεις. Tο πρωραίο τμήμα του θωρηκτού κατακλύσθηκε όλο από νερά. Επειδή οι επισκευές δεν μπορούσαν να γίνουν στο Αλτανφιόρδ το πλοίο μεθόρμισε στο Τρόμσο. Οκτώ ημέρες αργότερα διαπιστώθηκε ότι το πλοίο δεν μπορούσε να διατηρήσει την πλευστότητά του. Αυτό ήταν και το τέλος της μάχιμης καριέρας του πανίσχυρου θωρηκτού. Ο ναύαρχος Νταίνιτς αποφάσισε τότε να το χρησιμοποιήσει ως πλωτό πυροβολείο στο Τόμσο.
Ο λαβωμένος γίγας τον Οκτώβριο αγκυροβόλησε κοντά στο νησί Χακόι. Λόγω του κινδύνου να βυθιστεί στο αγκυροβόλιό του από αεροπορικές επιδρομές, οι Γερμανοί πρόσχωσαν το βυθό κάτω από το πλοίο ώστε και αν αυτό βυθιζόταν, τα πυροβόλα του να έμεναν πάνω από την επιφάνεια λειτουργούντα ως πυροβολείο. H απόφαση του Νταίνιτς ήταν το κύκνειο άσμα του Tirpitz. Tο αγκυροβόλιο του πλοίου βρισκόταν μέσα στην ακτίνα ενεργείας των βομβαρδιστικών της RΑF που δρούσαν από τη Σκωτία.
Οι μοίρες που είχαν χρησιμοποιηθεί στην επιχείρηση Paravane επιτέθηκαν και πάλι κατά του θωρηκτού την 19η Οκτωβρίου άνευ αποτελέσματος, λόγω της νέφωσης που κάλυπτε την περιοχή. Tην 19η Νοεμβρίου η επιχείρηση επαναλήφθηκε με 32 Lancaster και αυτή τη φορά δύο, ίσως και τρεις, βόμβες «Tallboy» έπληξαν το σκάφος. Άλλες εγγύς πτώσεις βομβών κατέστρεψαν την υποδομή που είχε γίνει στο βυθό κάτω από το πλοίο και προς το τέλος της επιδρομής πήρε κλίση προς τα αριστερά.
Λίγα λεπτά αργότερα μία εσωτερική έκρηξη ανατίναξε τον πύργο «Καίσαρ» του κυρίου οπλισμού οπότε το πλοίο, χάνοντας την ευστάθειά του, βυθίστηκε. Από τους 1.630 άνδρες του πληρώματος, οι 950 χάθηκαν. Tο εξαίρετο αυτό πλοίο που μαζί με το Βismarck αποτελούσαν το καμάρι του Κriegsmarine, πλην της επιδρομής στη Σπιτσβέργη, σε καμία άλλη επιχείρηση δεν έλαβε μέρος. Όμως, η παρουσία του και μόνο στα νορβηγικά νερά αποτελούσε «στόλο εν υπάρξει» (fleet-in being).
Οι Βρετανοί που δεν διέθεταν πλοίο ανάλογο σε μέγεθος, ισχύ και ταχύτητα, ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν σε ετοιμότητα ισχυρή δύναμη από αεροπλανοφόρα, θωρηκτά και μικρότερα πλοία για να το αντιμετωπίσουν σε περίπτωση εξόδου του για καταδρομές. Πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν και πολλά πλοία διατέθηκαν μέχρι να επιτευχθεί η καταστροφή του. Μόνο οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον του κόστισαν την απώλεια 32 αεροσκαφών. Από πρακτικής πλέον πλευράς, το Γερμανικό Ναυτικό σε ότι αφορά τα πλοία επιφανείας είχε πάψει να υφίσταται.
Ο Γερμανικός στόλος επιφανείας, παρότι διέθετε άριστα πλοία άκρως αξιόμαχα, πολύ μεγάλης αντοχής και ισχύος πυρός, δεν μπόρεσε ποτέ να αντιπαραταχθεί στο Βρετανικό Στόλο. Άλλωστε το Γερμανικό Ναυτικό όταν εξερράγη ο Β’ Π.Π. δεν είχε τις απαιτούμενες πολεμικές μονάδες που προέβλεπε το ναυτικό του πρόγραμμα. Γι’ αυτό και ο Αρχιναύαρχος Ραίντερ δεν συμφωνούσε για την κήρυξη του πολέμου πριν ολοκληρωθεί το ναυτικό πρόγραμμα.
Δεν ήταν δυνατόν να νικήσουν οι Γερμανοί εφόσον παρέμενε αμείωτη η Βρετανική ναυτική ισχύς και ενισχυόταν συνεχώς από τις HΠΑ. Tα λαμπρά Γερμανικά πλοία ήταν καταδικασμένα να πεθάνουν. Tο Ηπειρωτικό πνεύμα από το οποίο διαπνεόταν η Γερμανία, οδήγησε στην καταστροφή.
ΘΩΡΗΚΤΟ BISMARCK
Το Γερμανικό θωρηκτό Bismarck ήταν ένα από τα πιο διάσημα πολεμικά πλοία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του καγκελάριου Otto von Bismarck και ήταν το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο κατά την εποχή της καθέλκυσής του. Είχε εκτόπισμα 51.000 τόνων με πλήρη φορτίο, μήκος 251 μέτρα, μέγιστο πλάτος 36 μέτρα και πλήρωμα 2.100 ανδρών. Ωστόσο η καριέρα του κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σύντομη. Κατά τη πορεία του σε αποστολή καταστροφής κομβόι μαζί με το καταδρομικό Prinz Eugen, συνάντησαν το Βρετανικό ναυτικό κοντά στη Δανία.
Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής, η ναυαρχίδα του Βρετανικού στόλου HMS Hood, βυθίστηκε από τα Γερμανικά πλοία. Ο Τσώρτσιλ τότε διέταξε το κυνήγι και την καταστροφή του Bismarck Λίγες μέρες αργότερα, το Bismarck εντοπίστηκε στο Βόρειο Ατλαντικό και αεροπλάνα τύπου Swordfish που απογειώθηκαν από το Βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Ark Royal, κατάφεραν να το τορπιλίσουν και να το ακινητοποιήσουν. Μετά από λίγες ώρες του επιτέθηκαν και άλλα πλοία του Βρετανικού στόλου που έφτασαν εκεί.
Το Μπίσμαρκ βυθίστηκε το πρωί της 27ης Μαΐου του 1941, ενώ 1995 από τους 2200 άνδρες του χάθηκαν στα νερά του Βόρειου Ατλαντικού. Το θωρηκτό μάχης Μπίσμαρκ ήταν Γερμανικό σκάφος επιφανείας, ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του, και ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν το πρώτο της ομώνυμης κλάσης θωρηκτών με δεύτερο της ίδιας κλάσης το θωρηκτό Τίρπιτς.
Το σκάφος παραγγέλθηκε το 1935 στα ναυπηγεία Blohm & Voss, στο Αμβούργο από την κυβέρνηση της Ναζιστικής Γερμανίας κατά παράβαση των όρων της συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919. Το θωρηκτό Βίσμαρκ αποτελούσε το ναυτικό καύχημα του Τρίτου Ράιχ το οποίο φιλοδοξούσε με το 50000 τόνων βαρύτατα θωρακισμένο και οπλισμένο υπερθωρηκτό, να πάρει τον έλεγχο των θαλασσών από την Μεγάλη Βρετανία.
Ναυπηγήθηκε το 1936, και η καθέλκυση του έγινε το 1939, ενώ η είσοδος του σε επιχειρήσεις ξεκίνησε το 1941 αιχμαλωτίζοντας και βυθίζοντας στον Ατλαντικό συμμαχικά εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 116.000. Στις 24 Μαΐου 1941 το Βίσμαρκ βύθισε το θωρηκτό HMS Hood και προξένησε ζημιές στο HMS Prince of Wales. Τρεις μέρες αργότερα, μεγάλη δύναμη του Βρετανικού Ναυτικού πρόφθασε το Βίσμαρκ, το οποίο είχε μείνει ακυβέρνητο μετά από τορπίλη που δέχτηκε στο πηδάλιο από αεροσκάφος, και το βύθισε στη ναυμαχία που ακολούθησε.
Η μεγάλη και μοιραία γι αυτό επιχείρηση θα ξεκινήσει στις 18 Μαΐου του 1941 από το λιμάνι του Gotenhafen συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen για τα στενά του Σκάγερακ. Θα εντοπισθούν και θα εμπλακούν με τον Βρετανικό στόλο, και στις 24 Μάιου θα βυθίσουν το καμάρι του Βρετανικού στόλου, το θωρηκτό Hood.
Από εκείνη την στιγμή η καταδίωξη του Βίσμαρκ θα πάρει μυθικές διαστάσεις με αεροπλάνα και πλοία και, τελικά, τα πλοία Rodney, Αrk Royal και Dorsetshire, το φτάνουν σχεδόν ακινητοποιημένο από ζημιές, από τορπίλες και αεροπορικές επιθέσεις Δυτικά της Δρέστης. Στις 10:20 της 27ης Μαΐου η Ναζιστική Γερμανία χάνει το καύχημά της. Από τα 2200 μέλη του πληρώματος του Βίσμαρκ διασώζονται μόνο 800 Ο Ναύαρχος Lutjens θα ακολουθήσει το Βίσμαρκ στον βυθό.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Με δεδομένη την ανομοιότητα ισχύος μεταξύ του Kriegsmarine (Γερμανικού ναυτικού) και του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, η τακτική των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να αποφευχθεί μια κλασικού τύπου ναυμαχία. Αντίθετα, η τακτική που υιοθετήθηκε ήταν να γίνονται επιθέσεις στα συμμαχικά εμπορικά σκάφη είτε με επιδρομές σκαφών επιφανείας είτε, και κυρίως, με υποβρύχια (U-boote).
Οι επιθέσεις αυτές σε εμπορικά σκάφη εξυπηρετούσαν πολλαπλούς στόχους: Ανάγκαζαν Βρετανία και Γαλλία να οργανώνουν νηοπομπές, ενώ η δυσκολία εντοπισμού των υποβρυχίων υπαγόρευε τη διασπορά μεγάλου αριθμού αεροσκαφών και σκαφών συνοδείας νηοπομπών, προκειμένου να προστατευτούν τα εμπορικά σκάφη, που ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση του εμπορίου και την προμήθεια πολεμικού και μη υλικού. Επιπλέον, οι απώλειες των εμπορικών σκαφών θα περιόριζαν τη μεταφορική ικανότητα των χωρών που πλήττονταν, με ό,τι συνέπειες θα είχε αυτό.
Ο ρόλος των σκαφών επιφανείας στο σχέδιο αυτό ήταν να πλήττουν εχθρικές νηοπομπές και να βυθίζουν όσο το δυνατό περισσότερα εμπορικά ή πολεμικά σκάφη. Με τον τρόπο αυτό θα επηρεαζόταν η πολεμική παραγωγή αλλά και ο εν γένει ανεφοδιασμός των χωρών με πρώτες ύλες και τρόφιμα. Με βάση αυτό το σχέδιο, δρομολογήθηκε η κατασκευή σκαφών επιφανείας.
Τα κύρια σκάφη επιφανείας ήταν αρχικά τα τρία θωρηκτά "τσέπης" Ντόιτσλαντ (μετονομάστηκε σε Λύτσοβ κατόπιν διαταγής του Χίτλερ ύστερα από τη βύθιση του Άντμιραλ Γκραφ Σπέε), Άντμιραλ Γκραφ Σπέε και Άντμιραλ Σερ, συνεπικουρούμενα από δύο βαρέα καταδρομικά Άντμιραλ Χίππερ και Πριντς Όιγκεν και δύο καταδρομικά μάχης Σάρνχορστ και Γκνάιζεναου. Το Βίσμαρκ ήταν το πλέον πρόσφατο, ως κατασκευή, και προβλεπόταν να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο θωρηκτό παγκοσμίως (μεγαλύτερό του ήταν μόνο το -αρκετά πεπαλαιωμένο- Βρετανικό Χουντ (HMS Hood).
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ
Άμεσα κινητοποιήθηκε η RAF (Αγγλική αεροπορία) η οποία με συνεχείς αποστολές αναγνωριστικών σκαφών προσπάθησε να εντοπίσει τα δύο μεγάλα πλοία. Πράγματι στις 21 Μαϊου ένα «Σπιτφάιρ» επιβεβαίωσε την παρουσία του Βίσμαρκ στο θαλάσσιο χώρο δυτικά της Νορβηγίας και άμεσα αρκετές μοίρες βομβαρδιστικών διατάχτηκαν να απογειωθούν προς τα εκεί. Όμως οι θεοί της καταιγίδας και της ομίχλης ήταν ακόμη με το μέρος των Γερμανών και η απότομη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων ματαίωσε αυτές τις πτήσεις.
Όμως παράλληλα από το ναύσταθμο του Σκάπα Φλόου ξεκινούσε μια ναυτική δύναμη με τον ίδιο σκοπό. Σε αυτή άνηκαν μερικά ελαφρά καταδρομικά μάχης, ένα αεροπλανοφόρο, έξι αντιτορπιλικά και το βαρύ καταδρομικό «Πρινς οφ Γουέιλς». Το κύριο βάρος της επίθεσης θα κράταγε όμως το θωρηκτό «Χουντ» ένα πλοίο εκτοπίσματος 42 χιλιάδων τόνων που μέχρι την καθέλκυση του Βίσμαρκ είχε τον τίτλο του μεγαλύτερου πολεμικού παγκοσμίως. Σε αυτό επέβαινε ο Αντιναύαρχος Λάνσελοτ Χόλαντ ο οποίος είχε και τον ηγετικό ρόλο στην όλη επιχείρηση.
Την ίδια ώρα ο Λύτιενς μην γνωρίζοντας πως το βασιλικό ναυτικό έχει τεθεί στο κατόπι του αναχωρούσε εκ νέου προς τα «στενά της Δανίας» (η θαλάσσια δίοδος ανάμεσα σε Ισλανδία και Γροιλανδία). Δύο μέρες αργότερα οι Βρετανικές μονάδες που βρίσκονταν στην περιοχή διέκριναν με τα κυάλια την τεράστια σιλουέτα δύο εχθρικών πλοίων σε απόσταση. Αμέσως στάλθηκε σήμα στον Χόλαντ ο οποίος μαζί με το «Πρινς οφ Γουέιλς» ανέπτυξαν ταχύτητα αφήνοντας πίσω τα υπόλοιπα συνοδευτικά, για να συναντήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα το μεγάλο τους στόχο.
ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΝΙΚΗ
Ξημέρωνε η 24η μέρα του Μαϊου όταν οι βάρδιες του «Χουντ» αντιλήφθηκαν τον αντίπαλο στον ορίζοντα. Αμέσως σήμανε συναγερμός και ο Χόλαντ διέταξε «Πρόσω Ολοταχώς» προκειμένου να επιτεθεί στα Γερμανικά θωρηκτά. Βέβαια αυτό ίσως δεν ήταν και η σοφότερη απόφαση. Το «Χουντ» μπορεί να μην υστερούσε πολύ από το Βίσμαρκ σε δύναμη πυρός ή εκτόπισμα, υστερούσε όμως τραγικά σε θωράκιση. Ακόμη ήταν ένα πλοίο που είχε ναυπηγηθεί το 1920 κι αυτό σίγουρα λέει πολλά.
Φτάνοντας σε απόσταση βολής το «Χουντ» και το «Γουέιλς» εξαπέλυσαν απο μια ομοβροντία προς το προπορευόμενο από τα εχθρικά πλοία που νόμιζαν πως ήταν το Βίσμαρκ. Μια σφοδρή όμως απάντηση από το δεύτερο τους έκανε να καταλάβουν το μοιραίο τους λάθος. Άμεσα προσπάθησαν να αλλάξουν στόχο, όμως πλέον ήταν πολύ αργά. Πρώτο βρήκε στόχο το «Όιγκεν» χωρίς όμως να πλήξει σοβαρά το «Χουντ». Το Βίσμαρκ χρειάστηκε μόλις πέντε ομοβροντίες για να τελειώσει τη ναυμαχία.
Μια οβίδα από την τελευταία βολή χτύπησε κατακόρυφα το «Χουντ» κι αφού τρύπησε διαδοχικά όλα του τα καταστρώματα έσκασε στην αποθήκη των πυρομαχικών. Ακολούθησε μια εκκωφαντική έκρηξη. Το τεράστιο πλοίο κόπηκε στα δύο και σε δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε στα ταραγμένα κύματα. Από τα 1500 άτομα που επενέβαιναν στο πλοίο σώθηκαν μόνο 3. Ο Αρχιναύαρχος Χόλαντ δεν ήταν μέσα σε αυτά. Το «Πρινς οφ Γουέιλς» απέμεινε μόνο να συνεχίσει τη μάχη αλλά δεχόμενο συνεχή πλήγματα μετά από λίγο εγκατέλειψε το σημείο αφήνοντας τους Γερμανούς να πανηγυρίζουν μια τεράστια επιτυχία.
Η ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
Το βασιλικό ναυτικό φυσικά και δεν μπορούσε να δεχτεί την ήττα έτσι απλά. Χωρίς καθυστέρηση δόθηκε εντολή σε όλες σχεδόν τις μάχιμες μονάδες του Ατλαντικού να κινηθούν προς το σημείο που βρισκόταν το Βίσμαρκ. Τι γινόταν όμως στην πλευρά των θριαμβευτών της ναυμαχίας; Το καμάρι του
«Κριγκσμαρίν» είχε με τη σειρά του υποστεί ζημιές που επέβαλλαν την επιστροφή του σε κάποια ναυική βάση για επισκευές.
Αυτό όμως δεν φαινόταν και τόσο εύκολο. Οι Βρετανοί είχαν το στίγμα του και το παρακολουθούσαν από απόσταση, μέχρι να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες δυνάμεις για να ξαναεπιτεθούν. Ο Λύτιενς, αξιωματικός ιδιαίτερα ικανός στις θαλάσσιες επιχειρήσεις, όμως με κατάλληλες τακτικές το απόγευμα της ίδιας ημέρας κατάφερε αρχικά να απεγκλωβίσει από την παρακολούθηση το «Πριντς Όιγκεν» και κατόπιν να «εξαφανίσει» το Βίσμαρκ από τα εχθρικά ραντάρ.
Για μία ολόκληρη ημέρα οι Σύμμαχοι είχαν χάσει το τεράστιο θήραμά τους και ετοιμαζόντουσαν γεμάτοι απογοήτευση να αναστείλουν τις έρευνες καθώς πίστευαν πως κόντευε να επιστρέψει στην ασφάλεια των Νορβηγικών λιμανιών. Όμως αφενός το λάθος του Λύτιενς να σπάσει τη σιγή ασυρμάτου στέλνοντας ένα σήμα στο Βερολίνο, κι αφετέρου μια αναφορά από ένα μαχητικό υδροπλάνο τους έκανε να ξαναελπίσουν. Το Βίσμαρκ βρισκόταν στα ανοιχτά της Βρέστης και θεωρητικά προλάβαιναν να το σταματήσουν.
Οι Βρετανοί, στο μεταξύ, έχουν θορυβηθεί σημαντικά και κινητοποιούν όλες τους τις ναυτικές δυνάμεις (ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά εναντίον του κινητοποιείται ο Ατλαντικός). Το Ναυαρχείο διατάσσει όλα τα διαθέσιμα πολεμικά στην περιοχή να συμβάλουν στην καταδίωξη των Γερμανικών. Ο "Χόουμ Φλητ" του Ναυάρχου Τόβυ έπλεε με όλη του την ταχύτητα προς συνάντηση των Γερμανών, αλλά στις 24 Μαΐου οι μονάδες του απείχαν από 400 ως 600 ναυτ. μίλια από αυτούς.
Εν τω μεταξύ, το Ναυαρχείο έδωσε διαταγή στα ελαφρά καταδρομικά HMS Manchester, HMS Birmingham και HMS Arethusa να περιπολούν στα στενά της Δανίας, για την περίπτωση που ο Λύτγιενς θα ακολουθούσε την ίδια πορεία για την επιστροφή του, ενώ ο στόλος του Τόβυ ενισχύεται με το Ρόντνεϊ" (HMS Rodney) το οποίο εγκατέλειψε τη συνοδεία του RMS Britannic και το ίδιο έπραξαν τα δύο παλαιά θωρηκτά Ριβέντζ (HMS Revenge) και Ράμιλλιες (HMS Ramillies), τα οποία εγκατέλειψαν τη συνοδεία της νηοπομπής "HX 127".
Συνολικά, εναντίον του Μπίσμαρκ κινητοποιήθηκαν έξι θωρηκτά και βαρέα καταδρομικά, δύο αεροπλανοφόρα, δεκατρία ελαφρά καταδρομικά και εικοσιένα αντιτορπιλικά. Γύρω στις 5 το απόγευμα, το πλήρωμα και οι τεχνικοί στο Πρίγκηψ της Ουαλίας κατάφεραν να επισκευάσουν εννέα από τα δέκα κύρια πυροβόλα του σκάφους, γεγονός που επέτρεψε στον Ουέικ - Ουόκερ να θέσει το θωρηκτό επικεφαλής του σχηματισμού του, ώστε να είναι άμεσα δυνατή η επίθεση κατά του Μπίσμαρκ, αν το συναντούσε.
Οι καιρικές συνθήκες χειροτέρευσαν. Ο Λύτγιενς αποπειράθηκε να αποσπαστεί από το Πριντς Όιγκεν, αλλά το μπουρίνι δεν ήταν αρκετά δυνατό ώστε να καλύψει την προσπάθεια από τα Βρετανικά καταδρομικά, τα οποία συνέχιζαν να έχουν επαφή με τα Γερμανικά σκάφη μέσω ραντάρ. Έτσι, το Πριντς Όιγκεν συνέχισε να πλέει με τη συνοδεία του Μπίσμαρκ. Αποσπάστηκε από αυτό με επιτυχία στις 18:14, ενώ το Μπίσμαρκ ανέκρουσε πλώρη για να επιτεθεί στον σχηματισμό του Ουέικ - Ουόκερ, αναγκάζοντας το Σάφφολκ να υποχωρήσει με όλη του την ταχύτητα.
Αυτό, όμως, επέτρεψε στο Πρίγκηψ της Ουαλίας να βάλει δώδεκα ομοβροντίες κατά του Γερμανικού σκάφους, το οποίο απάντησε με εννέα ομοβροντίες. Καμία από αυτές δεν βρήκε στόχο. Ο επιτυχημένος αυτός αντιπερισπασμός από πλευράς Γερμανών επέτρεψε στο Πριντς Όιγκεν να ξεγλιστρήσει χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα Βρετανικά σκάφη. Το Μπίσμαρκ, αν και "τραυματισμένο" είχε καταφέρει να διατηρήσει υψηλή ταχύτητα (27 - 28 κόμβοι). Οι Βρετανοί όφειλαν να το επιβραδύνουν, αν ήθελαν να το εμποδίσουν να φθάσει στη βάση του Σαιν Ναζαίρ.
Στις 4 το απόγευμα της 25ης Μαΐου ο Τόβυ διέταξε το αεροπλανοφόρο Βικτόριους και τέσσερα ελαφρά καταδρομικά να αλλάξουν πορεία, ώστε τα τορπιλοβόλα αεροσκάφη του Βικτόριους να μπορέσουν να φθάσουν το Γερμανικό σκάφος και να το πλήξουν. Τα αεροσκάφη απονηώθηκαν στις 22:00, Τον σχηματισμό αποτελούσαν έξι Fairey Fulmar και εννέα Fairey Swordfish, αλλά οι πιλότοι τους ήταν άπειροι:
Κατεύθυναν τα πυρά τους αρχικά εναντίον του Νόρφολκ, το οποίο απέφυγε μεν τις τορπίλες, αλλά η αποτυχημένη αυτή επίθεση έθεσε σε συναγερμό το αντιαεροπορικό πυροβολικό του Μπίσμαρκ, το οποίο χρησιμοποίησε για την άμυνά του όλα τα διαθέσιμα πυροβόλα, ακόμη και του κυρίου πυροβολικού, για να δημιουργήσει τεράστιους πίδακες νερού, που δυσχέραιναν την πορεία των αεροσκαφών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να καταρρίψει κανένα από τα επιτιθέμενα αεροσκάφη, τα οποία έριξαν συνολικά εννέα τορπίλες εναντίον του.
Διέφυγε από τις οκτώ, αλλά η ένατη έπληξε το σκάφος στο μέσον της κύριας ζώνης θωράκισης προκαλώντας πολύ μικρές ζημίες, ένα νεκρό, ο οποίος από την ώση της έκρηξης εκτοξεύθηκε σε μεταλλικό τοίχο και πέντε τραυματίες. Προκάλεσε, επίσης, μικροζημιές στα ηλεκτρικά του σκάφους. Πολύ πιο σημαντικές ήταν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους ελιγμούς αποφυγής των τορπιλών: Οι ταχείες μεταβολές ταχύτητας και πορείας χαλάρωσαν τους, ήδη χαλαρούς από το πλήγμα οβίδας, αρμούς της πλώρης, με συνέπεια να αυξηθεί το μέγεθος του ρήγματος που είχε προκληθεί εκεί.
Η εισροή υδάτων είχε γίνει πλέον τόσο σημαντική, ώστε το μηχανοστάσιο αριθ. 2 έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Η εγκατάλειψη αυτή σε συνδυασμό με την απώλεια καυσίμων είχαν ως συνέπεια την ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους στους 16 κόμβους. Οι Γερμανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα στέλνοντας δύτες, οι οποίοι επισκεύασαν πρόχειρα το ρήγμα της πλώρης, με συνέπεια την αύξηση της ταχύτητας του Μπίσμαρκ στους 20 κόμβους, ταχύτητα που το επιτελείο διακυβέρνησης έκρινε ως την οικονομικότερη σε καύσιμα, προκειμένου το σκάφος να καταφέρει να φθάσει στο λιμάνι της κατεχόμενης Γαλλίας.
Όταν τα αεροσκάφη αποχώρησαν, το Μπίσμαρκ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας ενεπλάκησαν εκ νέου σε σύντομη ναυμαχία, στην οποία κανένα σκάφος δεν πέτυχε να πλήξει το άλλο. Αμέσως μετά, ομάδες αποκαταστάσεως ζημιών του Γερμανικού σκάφους κατάφεραν να εμποδίσουν την είσοδο θαλασσινού νερού στην τουρμπίνα, το οποίο θα κατέστρεφε τα ελάσματά της, προκαλώντας τη διακοπή της λειτουργίας της και, ως εκ τούτου, τη σημαντική ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους.
Η ταχύτητα μειώθηκε στους 12 κόμβους το πρωί της 25ης Μαΐου για να επιτραπεί στους δύτες να απαντλήσουν καύσιμα από τις πρόσθιες στις οπίσθιες δεξαμενές. Με τη σύνδεση δύο σωλήνων επιτεύχθηκε, έτσι, η μεταφορά μερικών εκατοντάδων τόνων καυσίμου από τις ημικατεστραμμένες πρόσθιες δεξαμενές στις οπίσθιες, που ήταν άθικτες. Καθώς πλέον η καταδίωξη του Μπίσμαρκ εισερχόταν σε ανοικτή θάλασσα, τα σκάφη του Ουέικ- Ουώκερ αναγκάστηκαν να κάνουν συνεχείς ελιγμούς, για να αποφύγουν τυχόν γερμανικά υποβρύχια.
Σε κάποιον από αυτούς, η απόσταση μεταξύ των σκαφών αυξήθηκε και, ως συνέπεια, το Σάφφολκ έχασε την επαφή ραντάρ με το Μπίσμαρκ. Εν τω μεταξύ, ο Λύτγιενς έδωσε διαταγή στο Μπίσμαρκ να αυξήσει την ταχύτητά του στο μέγιστο (με τις τρέχουσες συνθήκες αυτή μπορούσε να φθάσει ως τους 28 κόμβους), ενώ παράλληλα έδωσε εντολή να πραγματοποιούνται κύκλοι αρχικά προς δυσμάς και ύστερα προς βορρά. Οι ελιγμοί αυτοί συνέπεσαν με την απώλεια του σκάφους από τα Βρετανικά ραντάρ.
Ο κυβερνήτης του Σάφφολκ υπέθεσε ότι το Γερμανικό σκάφος είχε βάλει πορεία προς τα δυτικά και διέταξε κι αυτός πορεία προς δυσμάς με όλη τη διαθέσιμη ταχύτητα. Μισή ώρα αργότερα πληροφόρησε τον Ουέικ - Ουώκερ, ο οποίος διέταξε διασπορά των σκαφών και προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ με οπτικά μέσα. Εν τω μεταξύ, μέσω Ναυαρχείου, την απώλεια επαφής ραντάρ με το Γερμανικό σκάφος πληροφορήθηκε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος, προς στιγμήν, τρομοκρατήθηκε, αναρωτώμενος τι θα έπρεπε να πει στους Βρετανούς: Το Μπίσμαρκ, αφού βύθισε το Χουντ διέφυγε ανενόχλητο;
Η κατάσταση για τα Βρετανικά σκάφη είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, καθώς τα περισσότερα άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα ανεφοδιασμού σε καύσιμα. Οι Βρετανοί έστειλαν το Βικτόριους και τα συνοδευτικά του σκάφη προς τα δυτικά, ενώ τα σκάφη του ναυάρχου Ουέικ - Ουώκερ συνέχισαν προς τα νοτιοδυτικά. Στο μεταξύ ο Λύτγιενς γνωστοποιεί στο Γερμανικό ναυαρχείο την πρόθεσή του να φθάσει στη Βρέστη. Τμήματα των μηνυμάτων του κατορθώνουν να αποκρυπτογραφήσουν οι Βρετανοί, ενώ η Λουφτβάφφε μετακινεί αεροσκάφη της, προκειμένου να παρέξει αεροπορική κάλυψη στο γερμανικό θωρηκτό, γεγονός που επιβεβαιώνει η Γαλλική αντίσταση.
Στην προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ συμμετέχει και ένα σμήνος από αναγνωριστικά υδροπλάνα "PBY Καταλίνα". Στις 10:30 της 26ης Μαΐου, ο σημαιοφόρος Λέοναρντ Σμιθ (Leonard B. Smith) ή, κατ' άλλες πηγές, ο Βρετανός πιλότος Ντ. Ε. Μπριγκς εντοπίζει ένα μεγάλο σκάφος. Κατεβαίνει χαμηλότερα για να έχει πληρέστερη οπτική επαφή και δέχεται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, από τα οποία καταφέρνει με μεγάλη δυσκολία να διαφύγει, βοηθούμενος από την πυκνή νέφωση. Το σήμα εντοπισμού του Μπίσμαρκ φθάνει στο Βρετανικό ναυαρχείο:
Το Γερμανικό σκάφος βρίσκεται 690 ναυτ. μίλια από τη Βρέστη, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα σε λιγότερο από μια ημέρα, με την τρέχουσα ταχύτητά του, να βρεθεί σε περιοχή που καλύπτεται τόσο από τα Γερμανικά υποβρύχια όσο και από τα καταδιωκτικά της Λουφτβάφφε. Δεν υπάρχουν στην περιοχή Βρετανικά σκάφη που να μπορέσουν να το προλάβουν και να το σταματήσουν. Μία είναι η ελπίδα των Βρετανών: Τα αεροπλάνα στο αεροπλανοφόρο Αρκ Ρόαγιαλ και η "Δύναμη Η" του ναυάρχου Τζέιμς Σόμερβιλ.
Τα σκάφη των υπόλοιπων σχηματισμών σταματούν την άσκοπη πλέον καταδίωξη και σταδιακά αρχίζουν να επιστρέφουν στις βάσεις τους, έχοντας σχεδόν άδειες δεξαμενές καυσίμων. Οπτική επαφή με το Μπίσμαρκ, στο μεταξύ, έχουν και μερικά από τα "Swordfish" του Αρκ Ρόαγιαλ που είχαν απονηωθεί για αναγνωρίσεις και διαπιστώνεται ότι η απόσταση μεταξύ Μπίσμαρκ και Αρκ Ρόαγιαλ είναι περίπου 60 ναυτ. μίλια. Ο Σόμερβιλ περιμένει τα σκάφη του να επιστρέψουν και να εξοπλιστούν με τορπίλες.
Το καταδρομικό Σέφιλντ επιφορτίζεται με την παρακολούθηση του Γερμανικού θωρηκτού, αλλά αυτό δεν το πληροφορούνται οι αεροπόροι των "Swordfish". Όταν ο Σόμερβιλ στέλνει το πρώτο κύμα αεροπλάνων, αυτά επιτίθενται στο Σέφιλντ, το οποίο γλιτώνει από τις τορπίλες χάρη σε ταχύτατους ελιγμούς του, αλλά και στη δυσλειτουργία των περισσότερων μαγνητικών πυροκροτητών που έφεραν οι τορπίλες. Τα "Swordfish" επιστρέφουν στο αεροπλανοφόρο, εφοδιάζονται με τορπίλες με πυροκροτητές επαφής και ξαναφεύγουν.
Στο μεταξύ το Μπίσμαρκ έχει εντοπίσει το Σέφιλντ και βάλλει εναντίον του. Δεν κατορθώνει να το πλήξει απευθείας, αλλά θραύσματα από τις οβίδες του πλήττουν το καταδρομικό, φονεύοντας τρεις άνδρες και τραυματίζοντας αρκετούς άλλους. Το Σέφιλντ αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει δημιουργώντας προπέτασμα καπνού. Αλλά στις 19:10 ο Σόμερφιλντ απονηώνει το δεύτερο κύμα "Swordfish", τα οποία φθάνουν το γερμανικό θωρηκτό στις 20:47 και εμφανίζονται απότομα, βγαίνοντας από τα σύννεφα. Τα "Swordfish" δέχονται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, ενώ το Μπίσμαρκ κάνει ταχείς ελιγμούς για να αποφύγει τις τορπίλες τους.
Ωστόσο, δύο από αυτές καταφέρνουν να το πλήξουν. Η μία το χτυπά σχεδόν στο μέσον του, προκαλώντας μικρές μόνο ζημιές στο σκάφος, η δεύτερη όμως το πλήττει κοντά στην πρύμνη, προκαλώντας ζημιές τόσο στους έλικες όσο και στο πηδάλιο, γεγονός που προκαλεί το μπλοκάρισμά του σε στροφή 12 μοιρών. Το Μπίσμαρκ είναι αναγκασμένο να διαγράφει ευρείς κύκλους και, πρακτικά, είναι ακυβέρνητο, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να επισκευάσει τη ζημιά, η οποία αποκαταστάθηκε μόνο μερικά. Στις 21:15 ο Λύτγιενς αναγκάζεται να αναφέρει ότι το σκάφος είναι ακυβέρνητο λόγω απώλειας του πηδαλίου του.
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΤΟΡΠΙΛΗ
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν πολεμικά που είχαν αναχωρήσει από το Γιβραλτάρ. Πράγματι προς το απόγευμα έφτασαν κοντά στο σημείο αλλά κανένα δεν είχε το απαραίτητο μέγεθος να επιτεθεί στο γερμανικό κολοσσό . Μόνο ορισμένα τορπιλλοπλάνα «Σουόρντφις» απονηώθηκαν από το αεροπλανοφόρο «Αρκ Ρόγιαλ» και επέδραμαν κατά του θωρηκτού. Αρχικά μια τορπίλλη πέτυχε το αριστερό πλευρό του Βίσμαρκ χωρίς όμως να επιφέρει καμιά σοβαρή ζημιά στην ενισχυμένη θωράκιση.
Αντίθετα μια άλλη που κατευθυνόταν προς την δεξαμενή καυσίμων εξαιτίας του ελιγμού αποφυγής βρήκε το πλοίο στην πρύμνη και με την έκρηξη κατέστρεψε τα δίδυμα πηδάλια του. Ένα τυχερό χτύπημα που επρόκειτο να αποδειχθεί απίστευτα σημαντικό. Όταν η σύντομη μάχη κόπασε ο Λύτιενς κατάλαβε τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει. Την ώρα που οι Βρετανοί όλο και πλησίαζαν το Βίσμαρκ, με κατεστραμμένο το πλοηγικό σύστημα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Το ίδιο βράδυ ένα σύντομο σήμα που μίλαγε για την τελική νίκη της Γερμανίας προς το Βερολίνο περισσότερο είχε αποχαιρετιστήριο χαρακτήρα.
ΒΥΘΙΣΑΤΕ ΤΟ BISMARCK
Μια νίκη γοήτρου ήταν απόλυτα επιτακτική ανάγκη για τους Βρετανούς, στα τέλη Μαΐου του 1941, καθώς οι σκοτεινοί ουρανοί αντανακλούσαν την προέλαση της ναζιστικής μαυρίλας. Ειδικά για τους Άγγλους, τα πάντα έμοιαζαν ζοφερά. Η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη, όπου μπορούσαν ακόμη να πατούν, η Κρήτη, κερδιζόταν βήμα βήμα από τους Γερμανούς, ενώ στις θάλασσες τα Γερμανικά υποβρύχια σκορπούσαν τον όλεθρο. Στο Ιράκ, εξελισσόταν η εξέγερση του Αλή Ρασίντ κατά της Αγγλικής κατοχής και στη Γαλλία η κυβέρνηση του Βισύ παραχωρούσε τα αεροδρόμια της Συρίας στους Γερμανούς και διαπραγματευόταν την παροχή διευκολύνσεων στα Γαλλικά λιμάνια της Αφρικής.
Και, σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, μια νέα δυσάρεστη είδηση ήρθε να ταράξει το Αγγλικό ναυαρχείο: Το θωρηκτό «Βίσμαρκ», το πιο ισχυρό πλοίο του κόσμου, βγήκε στις 22 Μαΐου από τα Νορβηγικά φιόρδ και περνούσε από τα στενά της Δανίας, συνοδευόμενο από το ολοκαίνουργιο βαρύ καταδρομικό «Πρίγκιπας Ονιέγκιν». Όμως, κάποιοι είδαν την έξοδο του θωρηκτού ως τη χρυσή ευκαιρία. Το Αγγλικό ναυαρχείο έστειλε τα καταδρομικά «Σάφολκ» και «Νόρφολκ» πάνω στην πορεία του μεγαθήριου, για να το παρακολουθούν, και κινητοποίησε τα πλοία του στον Ατλαντικό.
Το Βίσμαρκ, με ταχύτητα 28 κόμβων, εκτόπισμα 42.500 τόνoυς και οπλισμένο με οχτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, κινήθηκε προς τον Βόρειο Πόλο και ξαφνικά έστριψε δυτικά και πέρασε βόρεια από την Ισλανδία, αρχίζοντας να κατηφορίζει τα στενά Ισλανδίας - Γροιλανδίας, που εκείνη την εποχή ήταν γεμάτα κινούμενους πάγους και βυθισμένα σε περιοχές ομίχλης.
Το Σάφολκ εντόπισε το Βίσμαρκ στις 10 τη νύχτα, στις 23 Μαΐου. Προτίμησε να χωθεί στην ομίχλη και να το παρακολουθεί από το ραντάρ. Στις 11 τη νύχτα, το Βίσμαρκ βρέθηκε απέναντι στο Νόρφολκ και του έριξε μιαν ομοβροντία. Το Αγγλικό πολεμικό μιμήθηκε το Σάφολκ και κρύφτηκε στην ομίχλη. Και τα δύο ειδοποίησαν το ναυαρχείο. Προς την περιοχή έσπευσε το Αγγλικό θωρηκτό Χουντ, το μεγαλύτερο τότε πολεμικό πλοίο στον κόσμο, αλλά πιο δυσκίνητο κι αρκετά πιο παλιό από το Βίσμαρκ. Μαζί με το Χουντ, έσπευσε και το νεότευκτο κι αροντάριστο ακόμη θωρηκτό Πρίγκιπας Ουαλίας.
Πλέοντας νότια της Ισλανδίας, τα Αγγλικά θωρηκτά βρέθηκαν μπροστά στο Βίσμαρκ, στις 24 Μαΐου, στις 5.35’ τα ξημερώματα. Στις 5:53 άνοιξαν πυρ. Το Βίσμαρκ πρόλαβε να πάρει ευνοϊκή θέση και ν’ ανταποδώσει. Με την τρίτη του ομοβροντία, έπληξε καίρια το Χουντ που βυθίστηκε αμέσως (ώρα 6 το πρωί). Από τους 1419 άνδρες του, σώθηκαν μόνον τρεις. Απαλλαγμένο από το Χουντ, το Βίσμαρκ στράφηκε κατά του Πρίγκιπα της Ουαλίας, που χτυπήθηκε τέσσερις φορές κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μάχη.
Το Βίσμαρκ συνέχισε τον πλου νότια, λαβωμένο ελαφρά από μια οβίδα κι έχοντας πλάι του το καταδρομικό, που δεν είχε προλάβει να μπει στη μάχη. Εναντίον τους, κινήθηκαν το αεροπλανοφόρο Βικτόριους και άλλα οχτώ μεγάλα πλοία, ενώ οι Γερμανοί έστειλαν στην περιοχή, όσα υποβρύχια βρίσκονταν τριγύρω. Τα μεσάνυχτα, αεροπλάνα από το Βικτόριους χτύπησαν το Βίσμαρκ που όμως βγήκε από τη μάχη σχεδόν ανέπαφο. Τρεις ώρες αργότερα, τα Αγγλικά πολεμικά έχασαν την επαφή με τα Γερμανικά, που χάθηκαν:
Το Ονιέγκιν κινήθηκε νότια και το Βίσμαρκ νοτιοανατολικά, με κατεύθυνση κάτω από τη Μάγχη. Οι Άγγλοι, όμως, υπέθεσαν πως στράφηκε βόρεια, με στόχο να μπει στον πολικό κύκλο. Είχαν περάσει τριάντα ώρες, όταν τυχαία ένα Αγγλικό αεροπλάνο ανακάλυψε το Βίσμαρκ να πλέει 690 μίλια δυτικά της γαλλικής Βρέστης. Κατευθυνόταν ολοταχώς προς την περιοχή της Γερμανικής αεροπορικής ομπρέλας, όπου και θα ήταν ασφαλές. Εναντίον του στάλθηκε εσπευσμένα το αεροπλανοφόρο Αρκ Ρουαγιάλ, που ερχόταν από το Γιβραλτάρ. Όμως, ο πιλότος είχε δώσει λάθος στίγμα.
Μέσα στην ομίχλη, τα τορπιλοβόλα αεροπλάνα σημάδεψαν το Αγγλικό πλοίο Σέφιλντ που απέφυγε το χτύπημα με ελιγμούς. Τα αεροπλάνα, τελικά, το αναγνώρισαν. Νύχτωνε κι έμενε δυνατότητα για μια μόνο προσπάθεια ακόμη. Μετά, το Βίσμαρκ θα χανόταν στο σκοτάδι και το πρωί θα βρισκόταν κάτω από την προστασία των Γερμανικών μαχητικών. Τα αεροπλάνα του Αρκ Ρουαγιάλ απογειώθηκαν για τελευταία φορά κι εντόπισαν το Βίσμαρκ στις 8:47 τη νύχτα. Επί 38 λεπτά, στριφογύριζαν γύρω από το μεγαθήριο και του έστελναν τις τορπίλες τους.
Μια από αυτές, βρήκε το Βίσμαρκ στις έλικες κι αχρήστευσε το πηδάλιο. Η ταχύτητά του έπεσε στους τρεις κόμβους. Τα αεροπλάνα έφυγαν αλλά το Βίσμαρκ έμεινε ουσιαστικά ακυβέρνητο. Στη 1:20 τη νύχτα, 27 Μαΐου 1941, το πρόλαβαν πέντε ελαφρά Αγγλικά αντιτορπιλικά. Δυο τορπίλες τους κατάφεραν να το ακινητοποιήσουν. Την αυγή, έφτασαν δυο ακόμη θωρηκτά. Πλησίασαν τον ακινητοποιημένο γίγαντα σε απόσταση βολής και, στις 8:47, άνοιξαν πυρ. Πρώτα χτύπησαν τα πυροβόλα, που σίγησαν.
Έπειτα, άρχισαν να χτυπούν το ακίνητο πλοίο, που δεν μπορούσε ούτε ν’ αντιδράσει ούτε να φύγει, μένοντας ουσιαστικά ακίνητος στόχος για σκοποβολή. Στις 10:15, το Βίσμαρκ τυλίχτηκε στις φλόγες. Στις 10:36 βυθίστηκε. Οι Άγγλοι έσωσαν 110 από τους άνδρες του. Η Αγγλική προπαγάνδα βρήκε πρόφαση να «ρεφάρει» την αποχώρηση από την Κρήτη, που ολοκληρώθηκε την επόμενη ημέρα.
Λαϊκή Κουλτούρα
Το 1959 ο Κ. Σ. Φόρεστερ (C. S. Forester) συνέγραψε το μυθιστόρημά του Last Nine Days of the Bismarck (οι εννέα τελευταίες ημέρες του Μπίσμαρκ). Το 1960 το μυθιστόρημα αποτέλεσε τη βάση της ταινίας "Sink the Bismarck!" σε σενάριο του Έντμουντ Νορθ (Edmund H. North) και σκηνοθεσία Λιούις Γκίλμπερτ (Lewis Gilbert). Για λόγους δραματοποίησης, το Γερμανικό σκάφος εμφανίζεται να έχει βυθίσει ένα Βρετανικό αντιτορπιλικό και να έχει καταρρίψει δύο "Swordfish", αλλά στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Το ίδιο έτος παρουσιάστηκε και το τραγούδι του Τζώννυ Χόρτον (Johnny Horton) "Sink the Bismarck". Το 1996 ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Κερκ (Robert Kirk) δημιούργησε το ντοκιμαντέρ Sink the Bismarck, διάρκειας 100 λεπτών για την τηλεόραση ενώ το 2012 οι σκηνοθέτες Μαρκ Ράντις και Μπεν Μπλαιρ (Mark Radice, Ben Blair) δημιούργησαν το επίσης τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ How the Bismarck Sank HMS Hood (Πώς το Μπισμαρκ βύθισε το Χουντ).
Στο τέλος του 1920 το Γερμανικό Ναυτικό για να αντικαταστήσει τα παλαιά θωρηκτά σχεδίασε ένα νέο τύπο σκαφών, τα «θωρηκτά τσέπης» (Ρanzerschiff) κλάσης Deutschland μέσα στα όρια των 10.000 τόννων (στην πραγματικότητα ήταν μεγαλύτερα, 11.700 standard) και στα όρια του διαμετρήματος των πυροβόλων (6 των 11 ιντσών). Ναυπηγήθηκαν και εντάχθηκαν στο Ναυτικό μεταξύ 1933 - 1936 τρία πλοία που συγκέντρωναν τέτοιες δυνατότητες ώστε όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, το 1939, πίστευαν ότι μόνο τρία πλοία του Βρετανικού Ναυτικού ήταν ικανά να τα αντιμετωπίσουν επιτυχώς.
Όταν το 1930 η Γερμανία άρχισε να συνέρχεται από την ήττα του Α’ Π.Π., τα πρώτα σχέδια συντάχθηκαν με πιθανό εχθρό την Πολωνία, αργότερα όμως προστέθηκαν η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν μπορούσε να γίνει σκέψη για αντιμετώπιση και της Βρετανίας. Από το τέλος όμως του 1932 με την άνοδο στην αρχή του Χίτλερ, οι Γερμανοί αποφάσισαν να σταματήσουν, βαθμιαία, να ακολουθούν τις υποχρεώσεις που τους επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με το επιχείρημα ότι και άλλες δυνάμεις που είχαν υποσχεθεί στις Βερσαλλίες ότι θα αφοπλισθούν δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους.
Κατάρτισαν λοιπόν ένα ναυτικό πρόγραμμα με το οποίο αυξάνετε σημαντικά ο προβλεπόμενος αριθμός αντιτορπιλικών, τορπιλακάτων, τορπιλοβόλων και προέβλεπε την κατασκευή μικρών υποβρυχίων, των 280 τόνων. Παράλληλα ο Χίτλερ ήλθε σε συμφωνία με τη Βρετανία, όπως η Γερμανία αποδεσμευθεί από τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αυξάνοντας σημαντικά τις ναυτικές της δυνάμεις με την υπόσχεση ότι αυτές δεν θα στρέφονταν κατά της Βρετανίας.
Έτσι τον Ιούνιο του 1935 υπογράφηκε το Ναυτικό Σύμφωνο του Λονδίνου σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία μπορούσε να διαθέτει σε όλες τις κατηγορίες πλοίων συνολικό εκτόπισμα ίσο με το 35% του αντίστοιχου Βρετανικού, πλην των υποβρυχίων που θα ανερχόταν στο 45%, δυνάμενο κατόπιν ειδικής προειδοποίησης της Γερμανίας να φθάσει και το 100% σε βάρος των άλλων κατηγοριών πλοίων. Σε αντιστάθμισμα η Γερμανία αναλάμβανε την υποχρέωση όπως εν καιρώ πολέμου τα υποβρύχιά της να τηρούν τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, μη βυθίζοντα εμπορικά πλοία χωρίς προειδοποίηση.
Το πρώτο μέρος του νέου προγράμματος, εκτός των άλλων μικρότερων σκαφών, προέβλεπε την κατασκευή 2 θωρηκτών (Scharnhorst και Gneisenau), 3 βαρέων καταδρομικών, 16 αντιτορπιλικών και 28 υποβρυχίων. Τα δύο θωρηκτά πραγματικού εκτοπίσματος 38.900 τόνων (πλήρες) - αντί του αναφερομένου επισήμως 26.000 - ήταν τα πρώτα πλοία γραμμής ή πρωτεύοντα πλοία (capital ships) που ναυπηγήθηκαν από τη Γερμανία μετά τον Α’ Π.Π.
Με τον όρο «capital ship», o oποίος για πρώτη φορά επισήμως χρησιμοποιήθηκε στη Συνθήκη της Ουάσινγκτον του 1922, καθορίζονταν τα πλοία επιφανείας που έφεραν πυροβόλα διαμετρήματος άνω των 203 χλστ. (8 ιντσών) και εκτοπίσματος μεγαλύτερου των 10.000 τόνων. Στοιχεία των πλοίων φαίνονται στον πίνακα. H ναυπήγησή τους άρχισε το 1935 και αποδόθηκαν στο στόλο το 1938 (Gneisenau) και το 1939 (Scharnhorst). Για κύριο οπλισμό προβλέπονταν πυροβόλα των 15 ιντσών τα οποία επειδή δεν διετίθεντο κατά τη ναυπήγηση επρόκειτο να τοποθετηθούν αργότερα.
H έκρηξη όμως του πολέμου δεν το επέτρεψε. Τα πλοία προσομοίαζαν μάλλον προς καταδρομικά μάχης - ως τέτοιος τύπος φέρονταν στα επίσημα βιβλία - λόγω του σχετικά ασθενούς οπλισμού τους και της μεγάλης ταχύτητας. Ήταν ισχυρότερα από κάθε άλλο ταχύτερο πλοίο και ταχύτερα από κάθε άλλο ισχυρότερο, πλην των βρετανικών Hood, Renoun, Repulse. Στη συνέχεια του προγράμματος από το 1936 τέθηκαν υπό ναυπήγηση τα θωρηκτά Βismarck και Τirpitz δηλωμένα ως εκτοπίσματος 35.000 τόνων, αλλά το πραγματικό τους εκτόπισμα, κατά παράβαση της Συνθήκης της Ουάσινγκτον ήταν 50.900 τόνων και 52.600, πλήρες, αντίστοιχα.
Ως τύπος ήταν ανώτερα κάθε άλλου σύγχρονου πλοίου, πλην των Αμερικανικών κλάσης Ιowa και των Ιαπωνικών υπερθωρηκτών κλάσης Yamato. Τα πλοία αποδόθηκαν στο Στόλο το 1940 (Βismarck) και 1941 (Τirpitz). Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το ναυτικό πρόγραμμα ο Χίτλερ πληροφόρησε τον αρχιναύαρχο Έριχ Ραίντερ, αρχηγό του Γερμανικού Ναυτικού, ότι του λοιπού μεταξύ των πιθανών εχθρών θα έπρεπε να υπολογίζεται και η Βρετανία για να το λάβει υπόψη στις ναυτικές κατασκευές.
Συγχρόνως η Γερμανία δήλωσε στη Βρετανία ότι θα έκανε χρήση του δικαιώματός της να ναυπηγήσει υποβρύχια ίσα με της Βρετανίας, σύμφωνα με το Σύμφωνο του Λονδίνου του 1935.
Κατόπιν αυτού ο Ραίντερ κατάρτισε και υπέβαλε στον Χίτλερ δύο εναλλακτικά σχέδια ναυτικών κατασκευών από τα οποία ο Χίτλερ επέλεξε το Σχέδιο Ζ, το πλέον φιλόδοξο. Σύμφωνα με αυτό προβλεπόταν, το αργότερο μέχρι το 1948, ο Γερμανικός Στόλος να περιλαμβάνει 10 μεγάλα θωρηκτά, 3 καταδρομικά μάχης, 3 θωρηκτά τσέπης, 4 αεροπλανοφόρα, 5 βαρέα καταδρομικά, 44 καταδρομικά των 5.000 - 8.000 τόνων, 158 αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα, 27 ωκεάνεια υποβρύχια και 222 μικρότερα.
Τον Ιανουάριο του 1939 ο Χίτλερ διέταξε το πρόγραμμα αυτό να λάβει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης στρατιωτικής και αεροπορικής κατασκευής. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου κατήγγειλε το Ναυτικό Σύμφωνο του Λονδίνου που είχε συνάψει το 1935 με τη Βρετανία και το Σεπτέμβριο του 1939 βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Αμέσως δόθηκε εντολή να διαλυθούν οι μεγάλες υπό κατασκευή μονάδες διότι καμία δεν βρισκόταν σε στάδιο που να δικαιολογεί τη συνέχισή της.
Έτσι το πρόγραμμα δεν υλοποιήθηκε, ο δε χάλυβας χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς. Το Γερμανικό Ναυτικό λοιπόν, μπήκε στο Β’ Π.Π. με 4 πρωτεύοντα πλοία (capital ships) τα θωρηκτά Βismarck και Τirpitz που δεν είχαν αποδοθεί ακόμα και τα καταδρομικά μάχης Scharnhorst και Gneisenau, τις «ugly sisters» (απειλητικές αδελφές), όπως αποκλήθηκαν από τους Βρετανούς.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ Scharnhorst και Gneisenau το 1939
H πρώτη πολεμική επιχείρηση αναλήφθηκε από το Gneisenau την 7η Οκτωβρίου 1939 κατά μονάδων του Μητροπολιτικού Στόλου που είχαν εντοπιστεί στις νότιες ακτές της Νορβηγίας. Το καταδρομικό συνοδευόταν από ελαφρές δυνάμεις επιφανείας και ισχυρές αεροπορικές, αλλά η επιχείρηση απέβη άκαρπη. Επακολούθησε καταδρομική ενέργεια και των δύο καταδρομικών τα οποία την 21η Νοεμβρίου 1939 εξήλθαν στη Βόρειο θάλασσα. Ήταν η πρώτη φορά στη ναυτική ιστορία που μεγάλα πλοία γραμμής τέτοιου εκτοπίσματος χρησιμοποιούνταν για καταδρομές κατά εμπορικών πλοίων.
H μόνη τους επιτυχία ήταν η καταβύθιση την 23η Νοεμβρίου του βρετανικού εξοπλισμένου εμπορικού Rawalpindi. Προκάλεσαν όμως πραγματική αναστάτωση στον Μητροπολιτικό Στόλο και τη συμμαχική ναυσιπλοΐα. Δύο νηοπομπές που είχαν εκπλεύσει από βρετανικά λιμάνια διατάχθηκαν να επιστρέψουν πίσω, ενώ ο αρχηγός του Μητροπολιτικού Στόλου, ναύαρχος Φόρμπες απέπλευσε ο ίδιος με ισχυρές δυνάμεις και τη συνδρομή της Αεροπορίας για να αποτρέψει τη διαφυγή των καταδρομέων.
Ο Γερμανός Ναύαρχος όμως εκμεταλλευόμενος τις κακές συνθήκες ορατότητας και με έξυπνους χειρισμούς κατέπλευσε ανενόχλητος στη βάση του την 27η Νοεμβρίου, ενώ τα βρετανικά πλοία συνέχιζαν τις άκαρπες έρευνές τους μέχρι την 30ή του μηνός. H δράση αυτή των δύο γερμανικών πλοίων απασχόλησε σοβαρά το Βρετανικό Ναυαρχείο γιατί η παρουσία τους στον Ατλαντικό το ανάγκασε να διαθέσει 28 μεγάλα πλοία-θωρηκτά, καταδρομικά μάχης, βαρέα και ελαφρά καταδρομικά, αεροπλανοφόρα -σε ομάδες για την καταστροφή τους και την προστασία των ωκεάνιων νηοπομπών.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ
Την άνοιξη του 1940 η συμμετοχή του Γερμανικού Στόλου επιφανείας στην υποστήριξη της εισβολής στη Νορβηγία ανέστειλε, προσωρινά, τις καταδρομικές επιχειρήσεις στον Ατλαντικό. Τα δύο καταδρομικά μάχης κάλυψαν την απόβαση στο Νάρβικ. Την 9η Απριλίου 1940 συναντήθηκαν με τη δύναμη του βρετανικού καταδρομικού μάχης Renown και μετά από συμπλοκή μικρής διάρκειας κατά την οποίαν υπέστησαν αρκετές βλάβες και ελαφρές το βρετανικό, οι «ugly sisters» απομακρύνθηκαν εκμεταλλευόμενες την υπεροχή της ταχύτητάς τους.
Με παραπλανητικές κινήσεις κατάφεραν να διαφύγουν δια μέσου των περιπολούντων βρετανικών πλοίων και αεροσκαφών και, αφού συνενώθηκαν με το βαρύ καταδρομικό Αdmiral Hipper, κατέπλευσαν ασφαλώς στις βάσεις τους τη 12η Απριλίου. Στις αρχές Ιουνίου τα δύο καταδρομικά απεστάλησαν και πάλι στο Νάρβικ. Το απόγευμα της 8ης και ενώ εκτελούσαν έρευνα στην ανοιχτή θάλασσα συνάντησαν το βρετανικό αεροπλανοφόρο στόλου Glorious με συνοδεία δύο μόνο αντιτορπιλικών. Το αεροπλανοφόρο αιφνιδιάστηκε.
Στις 16.32 το Scharnhorst άνοιξε πυρ από απόσταση 28.600 υαρδών και με την τρίτη ομοβροντία το έπληξε στο κατάστρωμα πτήσεων. Εικοσιτέσσερα λεπτά αργότερα ένα βλήμα σκότωσε τον κυβερνήτη και πολλούς στη γέφυρα. Τα αντιτορπιλικά προσπάθησαν να το προστατεύσουν με καπνόφραγμα, όταν το Glorious δέχθηκε και άλλο πλήγμα στο μηχανοστάσιο. Τελικά περί τις 17.30 βυθίστηκε. Από τους 1.245 άνδρες του πληρώματος μόνο 37 διασώθηκαν. Τα δύο αντιτορπιλικά συνοδείας Αrdent και Αcasta βυθίστηκαν σχεδόν αύτανδρα.
Το δεύτερο όμως πρόλαβε να πλήξει με μία τορπίλη το Scharnhorst, προκαλώντας του σοβαρές βλάβες που ανάγκασαν τα δύο καταδρομικά να επιστρέψουν στο Τροντχάιμ και στη συνέχεια στο Κίελο όπου το Scharnhorst παρέμεινε στη δεξαμενή επί εξάμηνο για επισκευές.
ΝΕΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
Μετά την αναβολή της εισβολής στη Βρετανία ξανάρχισαν και πάλι οι καταδρομές των πλοίων επιφανείας στον Ατλαντικό, κατά της συμμαχικής ναυσιπλοΐας. Την 23η Ιανουαρίου 1941 οι «ugly sisters» απέπλευσαν από το Κίελο με κατεύθυνση προς τον Ατλαντικό διερχόμενες νότια της Ισλανδίας. Είχε προηγηθεί η αποστολή πέντε ανεφοδιαστικών πλοίων σε διάφορες περιοχές του Ατλαντικού.
Τη φορά αυτή το Βρετανικό Ναυαρχείο είχε ασφαλείς πληροφορίες για την έξοδο των πλοίων και ισχυρή δύναμη του Μητροπολιτικού Στόλου υπό το ναύαρχο Τζων Τόβεϊ είχε εκπλεύσει εγκαίρως από το Σκάπα Φλόου για ανάσχεσή τους. Την αυγή της 28ης τα Γερμανικά πλοία εντοπίστηκαν από Βρετανικό καταδρομικό το οποίο μετά μικρή παρακολούθηση τα έχασε. Αφού πέρασαν το Στενό της Δανίας, κατευθύνθηκαν προς την οδό των νηοπομπών που ξεκινούσαν από το Χάλιφαξ.
Την 8η Φεβρουαρίου συνάντησαν την πρώτη νηοπομπή, αλλά ο αντιναύαρχος Γκούντερ Λούτζενς, με την παρουσία του θωρηκτού Ramillies που τη συνόδευε, απομακρύνθηκε χωρίς να την ενοχλήσει. Την 22α Φεβρουαρίου συνάντησαν 500 μίλια ανατολικά της Νέας Γης (Νewfoundland) άλλη νηοπομπή με κατεύθυνση προς δυσμάς και βύθισαν 5 πλοία, χωρητικότητας 25.784 τόνων. Στη συνέχεια ο Λούτζενς έπλευσε προς την οδό της Σιέρρα Λεόνε όπου και πάλι την 8η Μαρτίου απέφυγε νηοπομπή που συνοδευόταν από το θωρηκτό Μalaya.
Την 15η και 16η Μαρτίου όμως πέτυχαν τη μεγαλύτερη λεία νότια της Νέας Γης βυθίζοντας 16 πλοία νηοπομπής συνολικού εκτοπίσματος 82.000 τόνων. Μετά την επιτυχία αυτή η Γερμανική μοίρα διατάχθηκε να επιστρέψει στη Βρέστη όπου κατέπλευσε την 22α Μαρτίου. H παρουσία των Γερμανικών καταδρομικών μάχης στη βάση αυτή αποτελούσε ένα συνεχή κίνδυνο κατά των ωκεάνειων νηοπομπών. Οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να διαθέτουν πλοία, υποβρύχια και αεροσκάφη για να επιτηρούν τις προσβάσεις της Βρέστης και το Βισκαϊκό.
H δίμηνη καταδρομή των «ugly sisters» απέφερε στη Γερμανική πλευρά τη βύθιση ή σύλληψη 22 πλοίων, συνολικού εκτοπίσματος 115.622 τόνων. Αποδιοργάνωσαν τις συμμαχικές νηοπομπές και υποχρέωσαν τους Βρετανούς να διασπείρουν τις δυνάμεις τους. Για την επιτυχία του αυτή ο ναύαρχος Λούτζενς απέσπασε τα συγχαρητήρια της ναυτικής ηγεσίας.
Η ΜΟΙΡΑΙ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ BISMARCK ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
Τα επόμενα σχέδια του αρχιναυάρχου Pαίντερ ήταν να αποστείλει από τη Βρέστη, μετά την άνοιξη του 1941, τις «ugly sisters» να συνενωθούν με τα δύο νεότευκτα θωρηκτά Βismarck και Τirpitz σε μία ισχυρότατη καταδρομική δύναμη για να «σαρώσουν» το Βόρειο Ατλαντικό. Το φιλόδοξο όμως σχέδιο έμεινε απραγματοποίητο, διότι: το Scharnhorst έπρεπε να πέσει σε μακρά ακινησία για γενική επιθεώρηση των μηχανών του, το Gneisenau είχε υποστεί σοβαρές βλάβες από Βρετανικά αεροσκάφη στο λιμάνι της Βρέστης που το έθεσαν εκτός ενεργείας για πολλούς μήνες και η απόδοση στην ενέργεια του Τirpitz καθυστέρησε.
Αντί αυτών όμως ο Pαίντερ έστειλε στον Ατλαντικό το Βismarck μαζί με το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen. Θεωρούσε ότι δεν επιτρεπόταν το αξιόμαχο αυτό πλοίο, το ισχυρότερο της εποχής του, να παραμένει αναξιοποίητο ενώ εφαρμοζόταν επιθετική στρατηγική. Ο Χίτλερ είχε πολλούς δισταγμούς και με δυσφορία ενέκρινε την έξοδό του. Τη 18η Μαρτίου 1941 τα πλοία απέπλευσαν από το λιμάνι Γδύνια της Βαλτικής με διοικητή τον αντιναύαρχο Λούτζενς και προορισμό τον Ατλαντικό.
H επιχείρηση με κωδική ονομασία «Rheinubung» αποσκοπούσε στην προσβολή των ζωτικών θαλάσσιων συγκοινωνιών των συμμάχων. Το πρωί της 20ής τα πλοία αγκυροβόλησαν στο λιμάνι Μπέργκεν της Νορβηγίας. Το ίδιο βράδυ ο Βρετανός Ναυτικός Ακόλουθος της Στοκχόλμης πληροφορούσε το Ναυαρχείο για τον απόπλου των πλοίων στις τρεις εξόδους που οδηγούν στο Βόρειο Ατλαντικό μεταξύ Γροιλανδίας, Ισλανδίας, νησιών Φερόων, Νορβηγίας.
H έξοδος των πλοίων αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από το Βρετανικό Ναυαρχείο το οποίο φοβόταν γενική επίθεση του Γερμανικού Στόλου επιφανείας. Το σύνολο σχεδόν του Μητροπολιτικού Στόλου κινήθηκε προς καταδίωξή τους. (Μητροπολιτικός Στόλος είναι το σύνολο των ναυτικών δυνάμεων που εδρεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο). Μία δύναμη αποτελούμενη από το καταδρομικό μάχης Hood – με την ίδια με το Βismarck ισχύ πυρός – το νεότευκτο θωρηκτό Prince of Wales και 6 αντιτορπιλικά υπό τον αντιναύαρχο Χόλλαντ απέπλευσε την 22α από το Σκάπα Φλόου κατευθυνόμενη προς την Ισλανδία.
Μία άλλη την οποίαν αποτελούσαν το νεότευκτο θωρηκτό King George V - της ίδιας με το Prince of Wales κλάσης - επί του οποίου επέβαινε ο Αρχηγός του Μητροπολιτικού Στόλου ναύαρχος Τζων K. Τόβεϊ, το αεροπλανοφόρο Victorius, 7 καταδρομικά και 7 αντιτορπιλικά απέπλευσε την ίδια ημέρα προς την ίδια κατεύθυνση. Στη δύναμη αυτή αργότερα προστέθηκε το καταδρομικό μάχης Repulse. Ο πρώτος εντοπισμός με τους καταδρομείς έγινε το βράδυ της 23ης από δύο καταδρομικά που περιπολούσαν στο στενό της Δανίας (μεταξύ Γροιλανδίας - Ισλανδίας).
Ο Χόλλαντ έλαβε αμέσως πορεία για αναχαίτιση, υπολογίζοντας η συνάντηση να γίνει περί τις 05:30 της 24ης. Την εποχή αυτή του χρόνου, οι συνθήκες που επικρατούν στο στενό της Δανίας, είναι περίεργες. H νύχτα είναι ένα παρατεταμένο λυκόφως, αλλά και η ημέρα, λόγω της ομίχλης, είναι το ίδιο. Στις 05:00 ο Χόλλαντ ευελπιστούσε να προσεγγίσει τη Γερμανική μοίρα κάτω από τις καλύτερες συνθήκες φέρνοντας τα πλοία του σε τέτοια θέση ώστε τα πυροβόλα τους να έχουν ελεύθερο πεδίο βολής. Μια ξαφνική όμως αλλαγή πορείας των Γερμανικών πλοίων έφερε τα Βρετανικά σε θέση που να μπορούν να βάλουν μόνο με τα πρωραία πυροβόλα.
Στις 05:53 τα Βρετανικά άρχισαν πυρ από τις 26.500 υάρδες για να ακολουθήσουν αμέσως τα Γερμανικά που επικέντρωσαν τις βολές τους στο Hood. H πέμπτη ομοβροντία του Βismarck έπληξε το Hood, προκλήθηκε πυρκαϊά πλώρα από την καπνοδόχο και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μία τρομερή έκρηξη το τίναξε στον αέρα κόβοντάς το στα δύο και παρασύροντας στο βυθό 95 αξιωματικούς και 1.324 άνδρες του πληρώματος. Μόνο 1 αξιωματικός και 2 ναύτες διασώθηκαν που τους περισυνέλεξαν τα Βρετανικά αντιτορπιλικά.
Το ευθύβολο πυρ των Γερμανικών πλοίων τώρα συγκεντρώθηκε στο Prince of Wales το οποίο άρχισε να δέχεται σκληρά πλήγματα. Δέχτηκε 6 βλήματα που έπληξαν τη γέφυρα τα οποία σκότωσαν ή τραυμάτισαν όλους πλην του κυβερνήτη. Το πυροβολικό του όμως λειτουργούσε κανονικά και φιλοδώρησε το Βismarck με τέσσερα βλήματα των 14 ιντσών τα οποία προκάλεσαν, κυρίως, ελαφρά διαρροή πετρελαίου που έμελλε να αποδειχθεί μοιραία. Τα Βρετανικά πλοία προ της ισχυρής πίεσης που δέχονταν διέκοψαν τη συμπλοκή και ακολούθησαν τη Γερμανική μοίρα που αύξησε ταχύτητα και απομακρύνθηκε προς νότον.
Το μεσημέρι της 24ης ο ναύαρχος Τόβεϊ με το κύριο μέρος του Μητροπολιτικού Στόλου βρισκόταν περί τα 300 μίλια μακριά πλέοντας πάση δυνάμει με σκοπό να αναχαιτίσει τον εχθρό περί την 07:00 της 25ης. Στις 23:27 της 24ης, 9 τορπιλοπλάνα του Victorius με φρικτές καιρικές συνθήκες επιτέθηκαν κατά των Γερμανικών πλοίων κάτω από πυκνό αντιαεροπορικό πυρ. Μία τορπίλη έπληξε στο μέσον το Βismarck προκαλώντας ασήμαντες ζημιές. Το Βismarck πριν από την επίθεση είχε στραφεί κατά της δύναμης του Prince of Wales που το ακολουθούσε δίνοντας την ευκαιρία στο Prinz Eugen να απομακρυνθεί νοτιοδυτικά και τελικά την 1η Ιουνίου να καταπλεύσει στη Βρέστη χωρίς άλλες συνέπειες.
Το Βismarck στη συνέχεια έστριψε νοτιοανατολικά κατευθυνόμενο προς Σαιντ Ναζαίρ της Γαλλίας. Ο Γερμανός Ναύαρχος εκτιμούσε ότι το Βρετανικό Ναυαρχείο θα είχε κινητοποιήσει μεγάλες δυνάμεις για να τους αντιμετωπίσει. Για να αποφύγει λοιπόν δυσάρεστες καταστάσεις θέλησε να βρεθεί κοντά στις Γαλλικές ακτές κάτω από την κάλυψη της Γερμανικής αεροπορίας των δυτικών αεροδρομίων της Γαλλίας.
Και ο Λούτζενς δεν έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Μετά την απώλεια του Hood το Βρετανικό Ναυαρχείο είχε διατάξει τα θωρηκτά Rodney, Ramillies, Revenge και τη Δύναμη (H) του αντιναυάρχου Σόμμερβιλ που αποτελείτο από το καταδρομικό μάχης Renown, το αεροπλανοφόρο Αrc Royal, 3 καταδρομικά και 9 αντιτορπιλικά να συνδράμουν το έργο του Τόβεϊ. Ένα σύνολο 46 πλοίων - 5 θωρηκτά, 2 αεροπλανοφόρα, 2 καταδρομικά μάχης, 10 καταδρομικά, 27 αντιτορπιλικά - ενισχυόμενα και με την παράκτια αεροπορία, καταδίωκαν τα δύο Γερμανικά πλοία.
Αυτό δείχνει όχι μόνο το Βρετανικό πείσμα, αλλά και την απειλή που αποτελούσαν τα Γερμανικά πλοία στη συμμαχική ναυτιλία. H νύχτα της 24ης Μαΐου είχε πέσει παγερή στο Βόρειο Ατλαντικό. Ο αέρας ψυχρός και καταιγιστικός δημιουργούσε σφοδρό κυματισμό. H ορατότητα ήταν χαμηλή, το κρύο τσουχτερό και η Βρετανική ομάδα παρακολούθησης τηρούσε επαφή με το Βismarck μέχρι τις 03:06 της 25ης οπότε, σε μια απότομη αλλαγή πλεύσης το Γερμανικό θωρηκτό χάθηκε. Συνεχείς προσπάθειες επανάκτησης επαφής απέβησαν άκαρπες.
Ολόκληρη η ημέρα και η νύχτα της 25ης κύλησε με τα επιτελεία σκυμμένα στους χάρτες να μελετούν τις πορείες πιθανής διαφυγής του Βismarck, μολονότι ήταν πεπεισμένοι ότι κατευθυνόταν προς τη Βρέστη. Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ ενημερωνόταν συνεχώς και αγωνιούσε το ίδιο με τους επιτελείς για την εξέλιξη της κατάστασης. Από την άλλη πλευρά ο Χίτλερ ήταν γεμάτος χαρά για τη βύθιση του Hood, το καμάρι του Βρετανικού Στόλου.
Πέρασαν 32 ολόκληρες ώρες γεμάτες αγωνία και ενίοτε απογοήτευσης. Βρετανικά πλοία και αεροσκάφη χτένιζαν το Βόρειο Ατλαντικό κάτω από δυσμενείς συνθήκες ορατότητας και πτήσεων σε ένα ανελέητο κυνηγητό, αλλά το θήραμα τους είχε διαφύγει. Το Βρετανικό γόητρο είχε τρωθεί γιατί, εκτός από την απειλή που συνιστούσε το Βismarck, το Ναυτικό θρηνούσε την απώλεια του Hood.
Όλα αυτά κράτησαν μέχρι τις 10:30 της 26ης Μαΐου οπότε αεροσκάφος Catalina το εντόπισε 690 μίλια νοτιοδυτικά της Βρέστης. H πορεία και ταχύτητά του θα το έφερναν το επόμενο 24ωρο κάτω από την προστασία των βομβαρδιστικών της Λουφτβάφφε. Τη στιγμή του επανεντοπισμού η κύρια δύναμη του Τόβεϊ βρισκόταν 100 μίλια πρύμα του. Πλησιέστερα από πλώρα δεξιά του πλησίαζε η Δύναμη (H) του Σόμμερβιλ και όλες οι δυνάμεις άρχισαν να συγκλίνουν πάσει δυνάμει προς τον εχθρό.
Ο Σόμμερβιλ ο οποίος βρισκόταν στην καταλληλότερη θέση αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα τορπιλοπλάνα του Αrc Royal. Οι αρχικές επιθέσεις των Swordfish κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και χαμηλή ορατότητα έγιναν εκ λάθους στο Βρετανικό καταδρομικό Sheffield -βρισκόταν 20 μίλια βόρεια του Βismarck– το οποίο με ταχύτατο ελιγμό απέφυγε τις τορπίλες. Οι επόμενες έγιναν μεταξύ 19:30 και 21:00. Τα τορπιλοπλάνα αυτή τη φορά ήταν καταδικασμένα να επιτύχουν το στόχο γιατί η νύχτα θα σκέπαζε το θωρηκτό και την επομένη ίσως ήταν αργά. H τύχη όμως τώρα τους χαμογέλασε.
Στις 20:45 δύο τορπίλες έπληξαν το Βismarck τις οποίες, λόγω κακής ορατότητας, δεν μπόρεσε να αποφύγει. H μία περί το μέσο προκάλεσε μικρές ζημιές, η άλλη στην πρύμη δεξιά έπληξε τα πηδάλια και μία από τις τρεις έλικες. Αυτή αποδείχθηκε μοιραία. H ταχύτητα έλαττώθηκε στους 3 κόμβους και το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο με τα πηδάλια κολλημένα στην πλευρά να διαγράφει κύκλους, παρά την προσπάθεια των βατραχανθρώπων όλη τη νύχτα να τα αποκολλήσουν. H τύχη του ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη. H επιθανάτια αγωνία άρχιζε.
Τη νύχτα έφθασε στην περιοχή μία μοίρα πέντε αντιτορπιλικών του πλοιάρχoυ Vian η οποία στριφογυρίζοντας γύρω από τον σχεδόν ακινητοποιημένο γίγαντα άρχισε τις τορπιλικές επιθέσεις που όμως αποκρούονταν από το πυροβολικού του Βismarck. Ο Τόβεϊ με την ομάδα του - King George V, Rodney και το καταδρομικό Νorfolk - πλησίασαν περί τις 08:30 της 27ης Μαΐου το Βismarck. Τα δύο θωρηκτά έλαβαν εντολή να προσβάλουν τον εχθρό χρησιμοποιώντας τη μέγιστη ισχύ πυρός. Στις 08:47 άρχισε πρώτα πυρ το Rodney από τις 24.000 υάρδες με τα πυροβόλα των 16 ιντσών και μετά ένα λεπτό το King George V από τις 20.000 υάρδες με αυτά των 14 ιντσών.
Λίγο αργότερα το Νorfolk. Αμέσως απάντησε το Βismarck πλήττοντας το Rodney και προκαλώντας του ελαφρές ζημιές. Στις 09:04 πλησίασε στο πεδίο της μάχης και το βαρύ καταδρομικό Dorsetshire βάλλοντας με τα πυροβόλα των 8 ιντσών. Το Βismarck τώρα βάλλεται από δύο θωρηκτά και δύο καταδρομικά από τέσσερις κατευθύνσεις αλλά ανθίσταται σθεναρά. Μετά 25 λεπτά ανηλεούς βομβαρδισμού οι πρωραίοι πύργοι σιγούν και οι πρυμναίοι βάλλουν με τοπικό έλεγχο βολής. Τα συνεχή πλήγματα έχουν μετατρέψει το περήφανο θωρηκτό σε σωρούς από συντρίμμια και πτώματα ανάμεσά τους.
Στις 10:15 το Βismarck είναι μία φλεγόμενη μάζα και τα πυροβόλα του έχουν σιγήσει. Το Rodney πλησιάζει και από τις 3.000 υάρδες το πλήττει με μία τορπίλη και το Dorsetshire με τέσσερις. Στις 10:36 της 27ης Μαΐου το Βismarck γέρνει προς την πλευρά και βυθίζεται. Από τους 2.092 άνδρες του πληρώματος διασώθηκαν 110, τους οποίους περισυνέλεξε το Dorsetshire και ένα αντιτορπιλικό και ορισμένους τα προστρέξαντα Γερμανικά υποβρύχια. Ο ναύαρχος Λούτζενς ακολούθησε το πλοίο του στον υγρό του τάφο. Τo Βismarck που έγινε το πλοίο θρύλος και από τις δύο πλευρές, παρέμεινε το πλέον συναρπαστικό πλοίο στη μνήμη των περισσοτέρων.
H μυστηριώδης έξοδός του στο Βόρειο Ατλαντικό αποφεύγοντας τις περιπολίες των Βρετανικών πλοίων, η βύθιση του Hood, η περιπετειώδης καταδίωξη και τελικά η καταβύθισή του, έχουν όλα τα στοιχεία ενός πραγματικού δράματος. H περίπτωση του Βismarck απέδειξε την ισχυρή και αποτελεσματική θωράκιση των Γερμανικών πλοίων που αντιστάθηκε στο παρατεταμένο πυρ των Βρετανικών θωρηκτών και τα επανειλημμένα πλήγματα από τορπίλες. Μία όμως υπήρξε μοιραία. Αυτή που έπληξε τα πηδάλια και τη μία έλικα.
Οι πιθανότητες βεβαίως μιας τέτοιας βλάβης είναι μικρές, αλλά οι συνέπειες σοβαρότητες. H καταδίωξη του Βismarck υπήρξε μία πάρα πολύ σύνθετη επιχείρηση. H κινητοποίηση ολόκληρου στόλου εναντίον δύο πλοίων ήταν μία προσφιλής και δοκιμασμένη μέθοδος για το Βρετανικό Ναυαρχείο και στους δύο πολέμους. Παρά την απώλεια του Hood και ένα σφάλμα του επιτελείου του Τόβεϊ στην αρχική υποτύπωση του εχθρού, η εν γένει Βρετανική οργάνωση και ο συντονισμός υπήρξαν αξιοσημείωτα καλά. H απώλεια του Hood μέχρι και σήμερα παραμένει ένα μυστήριο.
H επικρατέστερη άποψη είναι ότι η φωτιά που προκλήθηκε από τη βολή του Βismarck εισχώρησε σε μία πυριτιδαποθήκη από κάποιο ελάττωμα του θωρακισμένου καταστρώματος και προκάλεσε την έκρηξη. Για το Γερμανικό Ναυτικό (Kriegsmarine) η μικρή καριέρα και το σύντομο τέλος του Βismarck είχε δυσμενέστατο αντίκτυπο. H κατασκευή του ισχυρότατου αυτού πλοίου ήταν μία περιφρονητική χειρονομία του Χίτλερ στην ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλιών. H βύθισή του εξέφραζε την επιθυμία του Ναυτικού να αποδείξει ότι μπορεί να πολεμήσει και να νικήσει στις ανοιχτές θάλασσες.
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ
H βύθιση του Βismarck προκάλεσε την έξαλλη οργή του Χίτλερ κατά του Ναυτικού. Έπαυσε έκτοτε να εισακούει τις εισηγήσεις του Ραίντερ και απαγόρευσε την αποστολή στον Ατλαντικό των μεγάλων μονάδων επιφανείας. H απώλειά του αποτέλεσε το σημείο καμπής στη Μάχη του Ατλαντικού, μολονότι τα Scharnhorst και Gneisenau μαζί με το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen που βρίσκονταν στη Βρέστη αποτελούσαν ένα στόλο εν υπάρξει (fleetin - being) που συνεχώς απειλούσε τη συμμαχική ναυτιλία και όχι μόνο.
Το Γερμανικό Ναυτικό Επιτελείο, παρά τις απαγορευτικές διαταγές του Χίτλερ, δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα της χρησιμοποίησης των μεγάλων πλοίων για καταδρομικές ενέργειες. Υπήρχε πάντοτε το σχέδιο χρησιμοποίησης στον Ατλαντικό του αποπερατούμενου θωρηκτού Τirpitz με το βαρύ καταδρομικό Hipper και τις «ugly sisters». Ενώ όμως το Scharnhorst εκτελούσε δοκιμαστικό πλου τον Ιούλιο του 1941 μετά τη μακρά του ακινησία για επιθεώρηση των μηχανών του, υπέστη σημαντικές βλάβες από αεροπορική επίθεση και επέστρεψε στη Βρέστη για να μπει σε δεξαμενή.
Όταν η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Σοβιετικής Ένωσης (22 Ιουνίου 1941) ο Στρατός και η Αεροπορία απασχολήθηκαν αποκλειστικά με την εκστρατεία, ενώ το Ναυτικό εξακολουθούσε να δίνει έμφαση στον αγώνα κατά της Βρετανίας. Αυτές ήταν άλλωστε οι εντολές του Χίτλερ παρά τις αντιρρήσεις του Ραίντερ που δεν συμφωνούσε με την εκστρατεία για την οποία δεν ρωτήθηκε.
Ο Ραίντερ πίστευε ότι επιβάλλετο να ενταθεί ο αγώνας κατά των θαλάσσιων συγκοινωνιών των συμμάχων επιταχυνομένης της ανάπτυξης του υποβρύχιου όπλου και της ναυτικής αεροπορίας. Θεωρούσε ότι η εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης πριν κατανικηθεί η Βρετανία μπορούσε να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, όπως και έγινε.
ΟΙ ΝΗΟΠΟΜΠΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Μετά τη Γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης ο Σοβιετικός Στόλος της Βαλτικής παρέμεινε στους ναυστάθμους τους οποίους οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να καταλάβουν. Στον Αρκτικό δεν πέτυχαν επίσης την κατάληψη της ναυτικής βάσης του Μουρμάνσκ. H εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση επιφόρτισε το ήδη βεβαρημένο Βρετανικό Ναυτικό με νέες υποχρεώσεις, να παράσχει κάθε δυνατή συνδρομή στους νέους συμμάχους. Την 29η Σεπτεμβρίου 1941 απέπλευσε από Ισλανδία η πρώτη αρκτική νηοπομπή για τη Σοβιετική Ένωση έχοντας να αντιμετωπίσει σωρεία απειλών: πλοία επιφανείας, υποβρύχια, αεροσκάφη, νάρκες.
Στη συνέχεια άρχισε ο ρους εφοδίων και υλικών ανά δεκαήμερο με νηοπομπές με τη συνοδεία πλοίων, υποβρυχίων και αεροσκαφών σε μία διαδρομή 1.400 - 2.000 μιλίων, ανάλογα με το λιμάνι προορισμού, Μουρμάνσκ ή Αρχάγγελο. Από το Δεκέμβριο του 1941 -που οι HΠΑ μπήκαν στον πόλεμο- μετείχαν και Αμερικανικά εμπορικά με φορτία πολεμικού υλικού (τεθωρακισμένα και αεροσκάφη) και από τον Απρίλιο του 1942 διατέθηκαν για συνοδεία και αμερικανικά πολεμικά. H ευθύνη πάντως παρέμενε στο Βρετανικό Ναυτικό.
H μεταφορά εφοδίων από τις HΠΑ στη Σοβιετική Ένωση μπορούσε να γίνει από τρεις κύριες οδούς. H πρώτη ήταν του Ειρηνικού. Οι μεταφορές αυτές δεν παρενοχλούνταν από τους Ιάπωνες οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να εξωθήσουν τους Σοβιετικούς να τους κηρύξουν τον πόλεμο. H δεύτερη από τα λιμάνια του Ατλαντικού προς τον Περσικό κόλπο μέσω του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος, εφόσον η Μεσογειακή οδός ήταν απαγορευτική. Λόγω όμως της μεγάλης αποστάσεως επέφερε σοβαρές καθυστερήσεις και μεγάλη απασχόληση πλοίων.
H τρίτη, κατά πολύ βραχυτέρα αλλά και η πλέον επικίνδυνη, ήταν από Νέα Υόρκη ή Φιλαδέλφεια μέσω Βορείου Ατλαντικού, Ισλανδίας και θάλασσας του Μπάρεντς προς Μουρμάνσκ ή Αρχάγγελο. Το λιμάνι του Μουρμάνσκ ήταν συνήθως ελεύθερο πάγων ενώ του Αρχάγγελου μόνο από Ιούνιο μέχρι τέλη Νοεμβρίου. H διάρκεια του ταξιδιού από Ισλανδία στα δύο αυτά λιμάνια ήταν διάρκειας 10 ημερών για το πρώτο και 12 για το δεύτερο. Οι νηοπομπές ακολουθούσαν, όσο επέτρεπαν οι πάγοι, βορειότερο δρομολόγιο για να αποφεύγουν τα Γερμανικά βομβαρδιστικά που ξεκινούσαν από τις βάσεις της Νορβηγίας και Φινλανδίας.
Στο τέλος του 1941 ο Χίτλερ βασανιζόταν από την ιδέα ότι οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν εισβολή στη Νορβηγία, ενέργεια που υποστήριζε έντονα ο Τσώρτσιλ. Για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο διέταξε τις μεγάλες μονάδες επιφανείας να μετασταθμεύσουν στα Νορβηγικά φιορδς. H κίνηση αυτών άρχισε τον Ιανουάριο του 1942 και το Φεβρουάριο είχαν συγκεντρωθεί στο Τρονχάιμ της Νορβηγίας το θωρηκτό Τirpitz, το θωρηκτό - τσέπης (pocket - battleship) Αdmiral Sheer και το βαρύ καταδρομικό Prinz Εugen.
H παρουσία τους αποτελούσε ένα συνεχή επικρεμάμενο κίνδυνο για τις νηοπομπές που κινούνταν για τα λιμάνια Μουρμάνσκ και Αρχάγγελου. Αυτό εξανάγκασε τον Αρχηγό του Μητροπολιτικού Στόλου, ναύαρχο Τόβεϊ, να διαθέσει βαρέα πλοία για να παρέχουν μακρά προστασία στο δυτικό τμήμα του δρομολογίου τους, με τα υποβρύχια και αεροσκάφη να προστατεύουν το ανατολικό. Για να διευκολυνθεί δε η κάλυψη, ρυθμίστηκε όπως οι προς ανατολάς και δυσμάς νηοπομπές αναχωρούν συγχρόνως.
Η ΔΙΑΦΥΓΗ ΑΠΟ ΒΡΕΣΤΗ ΤΩΝ Scharnhorst, Gneisenau και Prinz Eugen
Τα τρία αυτά πλοία ευρισκόμενα, όπως είδαμε, στη Βρέστη από την άνοιξη του 1941 υφίσταντο συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και η περαιτέρω παραμονή συνεπαγόταν πολύ μεγάλους κινδύνους. Αποφασίστηκε η διαφυγή τους, επιχείρηση που ήταν πολύ επικίνδυνη. Το Γερμανικό σχέδιο -Cerberus ή Channel Dash για τους Βρετανούς– στηριζόταν στον αιφνιδιασμό και προέβλεπε τον απόπλου την 11η Φεβρουαρίου 1942 με την έλευση του σκότους, ώστε να διαπλεύσουν το στενό του Ντόβερ κατά τη διάρκεια της ημέρας υπό τη συνεχή αεροπορική κάλυψη 16 αεροσκαφών και τη συνοδεία 6 αντιτορπιλικών και άλλων μικρότερων πλοίων.
Το Βρετανικό Ναυαρχείο από τις προπαρασκευαστικές ενέργειες είχε υποπτευθεί το Γερμανικό σχέδιο και είχε λάβει μέτρα για παρεμπόδισή του. Δεν ήταν όμως δυνατόν να διατεθούν μεγάλα πλοία διότι η παρουσία του Τirpitz στο Τρονχάιμ επέβαλε την παρουσία τους στη βάση του Σκάπα Φλόου. Για την επιχείρηση είχαν διατεθεί 6 αντιτορπιλικά, αριθμός τορπιλακάτων, 1 υποβρύχιο και η αεροπορική δύναμη κρούσης των Στενών που διέθετε 240 αεροσκάφη, κατάλληλα για ημερήσιους βομβαρδισμούς που όμως εστερούντο επαρκούς εκπαίδευσης για προσβολή πλοίων. Στη Νότιο Αγγλία υπήρχαν επίσης περίπου 550 καταδιωκτικά.
Τα Γερμανικά πλοία απέπλευσαν στις 22:45 της 11ης Φεβρουαρίου, πλέοντας με ταχύτητα 27 κόμβων και παρέμειναν ανεντόπιστα μέχρι την 11:00 της επομένης. Στις 12:30 δέχθηκαν επίθεση 6 τορπιλοπλάνων με συνοδεία 10 καταδιωκτικών. Όλα τα τορπιλοπλάνα καταρρίφθηκαν χωρίς να επιφέρουν κανένα πλήγμα στα πλοία. Την ίδια αποτυχία είχε και η επίθεση 4 τορπιλακάτων, όπως και οι απογευματινές επιθέσεις τορπιλοπλάνων και βομβαρδιστικών της Παράκτιας Διοίκησης. Παρότι διατέθηκαν 242 βομβαρδιστικά τα γερμανικά πλοία δεν δέχθηκαν κανένα πλήγμα, ενώ κατέρριψαν 15 βομβαρδιστικά και 17 καταδιωκτικά.
Στις λυσσαλέες επιθέσεις το απόγευμα συμμετείχαν και Βρετανικά αντιτορπιλικά που εκτέλεσαν τορπιλική επίθεση από 3.000 υάρδες, χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ όμως το Scharnhorst χείριζε προς αποφυγή έξω από τις ολλανδικές ακτές την 14:32, προσέκρουσε σε νάρκη και ακινητοποιήθηκε για 17 λεπτά. Δεν υπήρχαν όμως Βρετανικές δυνάμεις στην περιοχή για να επιτεθούν και το πλοίο μετά από λίγο συνέχισε τον πλου του με 25 κόμβους. Το ίδιο συνέβη περί την 20.00 και στο Gneisenau, αλλά και αυτό σύντονα μπόρεσε να πλεύσει με 25 κόμβους.
Περί την 21:20 το Scharnhorst προσέκρουσε σε νέα νάρκη, αυτή όμως τη φορά υπέστη σοβαρή βλάβη, η ταχύτητά του ελαττώθηκε αρκετά, αλλά το πρωί της 13ης κατέπλευσε στο Βιλχελμσχάβεν, το Gneisenau στο Κίελο και το Prinz Εugen στο Μπρουνσμπάτελ. Το επίτευγμα αυτό των Γερμανικών πλοίων να διαφύγουν κάτω από τη «μύτη» των Βρετανών διανύοντας μία απόσταση 675 μιλίων, προκάλεσε αγανάκτηση στη Βρετανική κοινή γνώμη, διατάχθηκαν ανακρίσεις, επιρρίφθηκαν ευθύνες στην Παράκτια Διοίκηση της RΑF και το πόρισμα κατέδειξε την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αεροπορικών και θαλάσσιων μέσων.
Δύο εβδομάδες αργότερα το Gneisenau βομβαρδίστηκε από Βρετανικά αεροσκάφη στο λιμένα του Κιέλου, που του προκάλεσαν σοβαρότατες βλάβες. H πάροδος του χρόνου έδειξε ότι η επισκευή του πλοίου καθίστατο ασύμφορη και εγκαταλείφθηκε οριστικά, τον Ιανουάριο του 1943. Έτσι οι «ugly sisters» διαχώρισαν την τύχη τους.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΩΝ ΑΡΚΤΙΚΩΝ ΝΗΟΠΟΜΠΩΝ
Το δεύτερο τρίμηνο του 1942 οι απώλειες των αρκτικών νηοπομπών υπήρξαν σοβαρές. Από τα 84 πλοία με φορτίο 552.000 τόνων που απέπλευσαν από τις HΠΑ μόνο τα 44 με 300.000 τόνους έφτασαν στον προορισμό τους. Τα 23 απωλέσθηκαν από εχθρικές ενέργειες και τα 17 ξεφόρτωσαν στη Σκωτία. Απώλειες όμως υφίσταντο και τα συνοδά γεγονός που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες του Αρχηγού του Μητροπολιτικού Στόλου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της προς ανατολάς κινούμενης νηοπομπής PQ-17 τον Ιούλιο του 1942, η οποία στην κυριολεξία «σφαγιάστηκε» από την ακατανόητη εντολή που έδωσε την 4η Ιουλίου ο Πρώτος Λόρδος Θαλάσσης (Α / ΓΕΝ), ναύαρχος σερ Ντάντλεϊ Πάουντ. H διαταγή καθόριζε τα συνοδά να την εγκαταλείψουν και η νηοπομπή να διασκορπιστεί λόγω της απειλής από πλοία επιφανείας -κυρίως του Τirpitz- τα δε πλοία να πλεύσουν μεμονωμένα στα Σοβιετικά λιμάνια.
H λανθασμένη εκτίμηση του υπερήλικα και άρρωστου Πάουντ και η υπερβολική τάση του να επεμβαίνει στο έργο των τακτικών διοικητών, αποδείχτηκε καταστροφική. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν από τα 36 πλοία της νηοπομπής να βυθιστούν τα 23, όχι από πλοία επιφανείας (Τirpitz, Hipper, Scheer) όπως εκτιμούσε ο Πάουντ, αλλά από υποβρύχια και αεροσκάφη. Από 156.492 τόνους πολεμικού υλικού απωλέσθηκαν 99.316 τόνοι.
Ειδικότερα από 297 αεροσκάφη απωλέσθηκαν τα 210 και από 594 άρματα τα 430 μαζί με 3.350 οχήματα. Τα αποτελέσματα αυτά πέτυχαν οι Γερμανοί με την απώλεια μόνο 5 αεροσκαφών από τα 202 που επιχείρησαν. Μετά την καταστροφή αυτή το Βρετανικό Ναυαρχείο διέκοψε τις Αρκτικές νηοπομπές οι οποίες επανήρχισαν το Σεπτέμβριο που η διάρκεια της ημέρας είναι μικρότερη χρησιμοποιώντας για μακράν προστασία και αεροπλανοφόρο συνοδείας.
Από τον Οκτώβριο διακόπηκαν και πάλι –πλην της αποστολής μεμονωμένων πλοίων- λόγω της συμμαχικής απόβασης στη Βόρειο Αφρική για την οποία διατέθηκε σημαντικό μέρος του Μητροπολιτικού Στόλου. Ξανάρχισαν το Νοέμβριο του 1942 και αποφασίστηκε να είναι περισσότερες με λιγότερα πλοία, έστω και ασθενέστερα προστατευόμενες, λόγω της μακράς νύχτας του χειμώνα που καθιστούσε δυσχερέστερη την αεροπορική αναγνώριση του εχθρού.
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΟΠΛΙΣΜΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΛΟΙΩΝ
H αποτυχία των βαρέων καταδρομικών Hipper και Lutzow με συνοδεία 6 αντιτορπιλικών να καταστρέψουν την 31η Δεκεμβρίου 1942 στη θάλασσα του Μπάρεντς τη νηοπομπή JW51Β από 14 πλοία στην οποία παρείχαν εγγύς προστασία 6 αντιτορπιλικά και 5 κορβέτες και μακρά προστασία 2 καταδρομικά, προκάλεσε την οργή του Χίτλερ σε βαθμό που να κατηγορεί το Γερμανικό Ναυτικό ότι, με εξαίρεση τα υποβρύχια, τίποτα δεν έπραξε σε όλη την ιστορία του. Αποφάσισε, μάλιστα τον παροπλισμό όλων των μεγάλων πλοίων, μεγαλύτερων των αντιτορπιλικών.
Δεν αντιλαμβανόταν όμως ότι με τις επεμβάσεις του στο έργο των ναυτικών διοικητών τους αφαιρούσε κάθε πρωτοβουλία και δεν μπορούσε να έχει επιτυχίες. Οι κατηγορίες αυτές προκάλεσαν την παραίτηση του αρχιναυάρχου Pαίντερ ο οποίος θεώρησε ότι στρέφονται κατά του προσώπου του. Άλλωστε οι σχέσεις των δύο ανδρών από καιρό δεν ήσαν αγαθές επειδή ο Χίτλερ αγνοούσε τις εισηγήσεις του. H παραίτηση συγκλόνισε το Ναυτικό λόγω του μεγάλου κύρους του αρχιναυάρχου ο οποίος το διοικούσε επί 14 χρόνια.
Ο ναύαρχος Καρλ Νταίνιτς, μέχρι τότε Διοικητής Yποβρυχίων, που τον διαδέχτηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1943 -διατηρώντας και τα προηγούμενα καθήκοντά του- κατόρθωσε, λόγω της εύνοιας που απολάμβανε από τον Χίτλερ, να τον πείσει να μην επιμείνει στον παροπλισμό των πλοίων. Παροπλίστηκαν μόνο αυτά που δεν είχαν πλέον μαχητική αξία ή δεν έκαναν για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ήταν το βαρύ καταδρομικό Αdmiral Hipper και τα ελαφρά Leipzig και Κoln, ως και 2 παλαιά θωρηκτά.
Παρέμειναν στην ενέργεια το θωρηκτό Τirpitz, το καταδρομικό μάχης Scharnhorst, το «θωρηκτό - τσέπης» Αdmiral Sheer και το βαρύ καταδρομικό Lutzow. Τα Τirpitz, Scharnhorst και Lutzow μαζί με αντιτορπιλικά θα παρέμεναν στα νορβηγικά ύδατα, τα υπόλοιπα στη Βαλτική. Ο Χίτλερ όμως ξεκαθάρισε στο Νταίνιτς ότι από τις μονάδες της Νορβηγίας περίμενε θετικά αποτελέσματα.
Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΤΣΒΕΡΓΗΣ
Τον Οκτώβριο του 1943 ο επί τετραετία Πρώτος Λόρδος Θαλάσσης, ναύαρχος Πάουντ, πέθανε από υπερκόπωση και τη θέση του ανέλαβε ο ναύαρχος Άντριου Μπράουν Κάννινγκαμ. Λόγω της αναστολής των αρκτικών νηοπομπών κατά το θέρος του 1943 η συμμαχική βάση στη Σπιτσβέργη ήταν ο μόνος στόχος στην περιοχή για τους καταδρομείς, Τirpitz και Scharnhorst. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943 με τη συνοδεία 10 αντιτορπιλικών βομβάρδισαν, επιτυχώς, η ομάδα του Τirpitz το Μπάρεντσμπουργκ, γεμίζοντας την πόλη πυρκαϊές, του δε Scharnhorst, τις εγκαταστάσεις του Γκρόν - φιορδ και του κόλπου Άντβεντ.
Μετά το πέρας έσπευσαν να επανέλθουν στη βάση τους πριν επέμβει ο Μητροπολιτικός Στόλος. H παρουσία τους στη Βόρεια Νορβηγία -Τirpitz από Ιανουάριο του 1942 και Scharnhorst από Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου- αποτελούσε μία συνεχή απειλή που οι Σύμμαχοι έπρεπε να εξουδετερώσουν. Ήδη τρεις αεροπορικές επιδρομές κατά του Τirpitz με βομβαρδιστικά Halifax και Lancaster της RΑF την 29η Μαρτίου 1942, με 33 αεροσκάφη, την 27η και 28η Απριλίου 1942 με 43 και 34 αεροσκάφη αντίστοιχα, στο Φοτενφιόρδ δεν είχαν αποτέλεσμα.
Επτά αεροσκάφη καταρρίφθηκαν, αλλά το θωρηκτό παρέμενε άθικτο. Άλλη επίθεση από το Σοβιετικό υποβρύχιο Κ-21 τον Ιούλιο του 1942 είχε τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα. Επειδή ο Μητροπολιτικός Στόλος εστερείτο, την εποχή εκείνη, κατάλληλων αεροπλανοφόρων, τα δε ορμώμενα από το Βρετανικό έδαφος αεροσκάφη δεν είχαν επαρκή ακτίνα ενεργείας, αποφασίστηκε η εξουδετέρωση των μεγάλων Γερμανικών πλοίων να γίνει στα αγκυροβόλιά τους στο Αλτενφιόρδ όπου είχαν μετασταθμεύσει από το Μάρτιο του 1943 με μικροσκοπικά υποβρύχια (Μidgets) τύπου «Χ-craft».
Αυτά είχαν μήκος 51 ποδών, 35 τόνων, ντιζελοκίνητα, με μόνα όπλα δύο νάρκες των δύο τόνων εκρηκτικής ύλης οι οποίες ρίχνονταν στο βυθό κάτω από το στόχο και λειτουργούσαν με ωρολογιακό μηχανισμό. Σύμφωνα με το σχέδιο της επιχείρησης, 6 Μidgets θα ρυμουλκούνταν από άλλα μεγαλύτερα υποβρύχια μέχρι τα ναρκοπέδια που προστάτευαν τα πλοία στο αγκυροβόλιό τους, όπου θα έφθαναν την 20ή Σεπτεμβρίου 1943. Τη νύχτα θα διέπλεαν το ναρκοπέδιο, εν επιφανεία και καθL όλη την 21η θα παρέμεναν εν καταδύσει.
Τα ξημερώματα της 22ας θα έφθαναν στην είσοδο των φιορδς που αγκυροβολούσαν τα πλοία. Τρία Μidgets προορίζονταν για το Τirpitz, δύο για το Scharnhorst και ένα για το Lutzow, που βρισκόταν σε άλλο φιορδ. Εξ αυτών μόνο τα Χ6 και Χ7 κατόρθωσαν να φθάσουν στο Τirpitz, αφού πέρασαν το ανθυποβρυχιακό δίχτυ που προστάτευε το θωρηκτό στο Κααφιόρδ. Τα υπόλοιπα απωλέσθηκαν λόγω εχθρικής ενέργειας, ατυχήματος ή βλάβης. Τα υποβρύχια άφησαν τις νάρκες τους κάτω από το θωρηκτό οι οποίες την κατάλληλη στιγμή εξερράγησαν.
Από την τρομερή έκρηξη ολόκληρο το θωρηκτό σηκώθηκε πάνω από το νερό και καταστράφηκαν οι τρεις κύριοι στρόβιλοι. Οι βλάβες έθεσαν το πλοίο εκτός ενεργείας για 6 μήνες. Και τα δύο υποβρύχια βυθίστηκαν τα δε πληρώματά τους αιχμαλωτίστηκαν ή φονεύθηκαν. Μολονότι η επιχείρηση είχε μερική επιτυχία, η πολύμηνη ακινησία του Τirpitz και η μεταστάθμευση του Lutzow στη Βαλτική όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου, επέτρεψε την επανάληψη των Αρκτικών νηοπομπών από το Νοέμβριο του 1943 σε συχνότητα δύο νηοπομπές το μήνα.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΝΗΟΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ''Scharnhorst'' ΚΑΙ Η ΒΥΘΙΣΗ ΤΟΥ
Τώρα πλέον στη Βόρειο Νορβηγία από πλευράς μεγάλων μονάδων επιχειρησιακά χρησιμοποιήσιμο ήταν μόνο το Scharnhorst με τα συνοδά του. Ο ναύαρχος Νταίνιτς άφησε να κινηθούν πέντε νηοπομπές προς τους προορισμούς τους χωρίς να τις παρενοχλήσει με μονάδες επιφανείας θέλοντας να εμφυσήσει ένα αίσθημα ασφαλείας στους Βρετανούς. Στην έκτη υποσχέθηκε στον Χίτλερ ότι θα επιτεθεί με το καταδρομικό μάχης. Την 20ή Δεκεμβρίου 1943 είχε εκπλεύσει η νηοπομπή JW55Β με 18 εμπορικά πλοία κινούμενη ανατολικά και την 23η άλλη με αντίθετη κατεύθυνση.
Κάθε μία συνοδευόταν από 10 αντιτορπιλικά και μερικές κορβέτες. Εγγύς προστασία στις δύο νηοπομπές παρείχαν τα καταδρομικά Νorfolk, Sheffield και Βelfast υπό τον αντιναύαρχο Μπάρνετ επί του Βelfast. Το θωρηκτό Duke of York με το καταδρομικό Jamaica και 4 αντιτορπιλικά παρείχαν μακρά προστασία υπό τη διοίκηση του Αρχηγού του Μητροπολιτικού Στόλου, ναυάρχου Μπρους Φρέϊζερ. H νηοπομπή JW55Β εντοπίστηκε την 22α από Γερμανικό αεροσκάφος και παρακολουθείτο συνεχώς.
Το πρωί της 24ης ο Φρέιζερ τη διέταξε να αναστρέψει πορεία επί τρίωρο και αύξησε ταχύτητα για να την πλησιάσει. Συγχρόνως διέκοψε τη σιγή ασυρμάτου -ασύνηθες μέτρο- αλλά έτσι κατόρθωσε να συντονίσει τις κινήσεις των δυνάμεών του με επιτυχή αποτελέσματα. Στις 14:15 της 25ης Δεκεμβρίου, ο Νταίνιτς διέταξε το Scharnhorst να αποπλεύσει για να την προσβάλει. Έχοντας δε στο μυαλό του την εξευτελιστική αποτυχία του προηγούμενου χρόνου της επιδρομής των Hipper και Lutzow εναντίον της νηοπομπής JW51Β σήμανε στο διοικητή: «Εκμεταλλεύσου την τακτική κατάσταση επιδέξια και με τόλμη.
H επιθετική ενέργεια να μην τελειώσει μόνο με μερική επιτυχία». Συγχρόνως όμως επισήμαινε ότι το Scharnhorst θα έπρεπε να αποσυρθεί εάν αντιμετώπιζε ισχυρές εχθρικές μονάδες. Τα χριστουγεννιάτικα δέντρα πετάχτηκαν στη θάλασσα, οι εορταστικές εκδηλώσεις διακόπηκαν και στις 19:00 το καταδρομικό μαζί με 5 αντιτορπιλικά ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Στο καταδρομικό επέβαινε ο υποναύαρχος Έριχ Μπέι, διοικητής αντιτορπιλικών, λόγω απουσίας σε αναρρωτική άδεια του διοικητού της ομάδας των θωρηκτών. Οι καταδρομείς υπολόγιζαν να επιτεθούν στη νηοπομπή την αυγή της 26ης περί τις 10:00.
Περίπου στις 06:30 της 26ης Δεκεμβρίου ο Φρέιζερ διέταξε τη νηοπομπή να πλεύσει βορειότερα, τον δε Μπάρνετ με τα καταδρομικά να την πλησιάσει για υποστήριξη. Ο Μπάρνετ συμμορφώθηκε αμέσως τοποθετώντας τα πλοία του πλώρα και δεξιά της νηοπομπής, προς την πλευρά των εχθρικών βάσεων από όπου ενδεχομένως θα επιτίθετο ο εχθρός.
Στις 07:00 περίπου, ο Γερμανός ναύαρχος, προσεγγίζοντας τη νηοπομπή ανέπτυξε τα αντιτορπιλικά του σε προπέτασμα, 11 μίλια πλώρα του Scharnhorst με πορεία βορειοδυτική. Μετά 1 ώρα και 20 λεπτά έστρεψε βόρεια έχοντας χάσει την επαφή με τα αντιτορπιλικά, πιθανώς λόγω συγχύσεως. Ο Μπέι, στην κρίση του οποίου είχε αφεθεί να ενεργήσει έστω και χωρίς τα αντιτορπιλικά, συνέχισε την προσέγγιση. Τη στιγμή εκείνη δεν γνώριζε την ύπαρξη της προς δυσμάς κατευθυνόμενης νηοπομπής, αλλά ούτε και των δύο Βρετανικών δυνάμεων προστασίας, δηλαδή των καταδρομικών και του θωρηκτού.
Ήταν ακόμη σκοτάδι με καλή όμως ορατότητα όταν στις 09:24 τα Βρετανικά καταδρομικά είδαν το Scharnhorst να προσεγγίζει τη νηοπομπή από τα νοτιοανατολικά με μεγάλη ταχύτητα. Σύγχρονη ήταν και η επαφή των Γερμανών με τα Βρετανικά καταδρομικά. Ο Μπάρνετ, ευρισκόμενος μεταξύ της νηοπομπής και του Γερμανικού καταδρομικού, ευθύς εξ αρχής έλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έστριψε κατευθείαν προς τον εχθρό φωτίζοντάς τον με φωτιστικά βλήματα και άνοιξε πυρ με πρόθεση να τον προσβάλει με τορπίλες. Την ίδια ώρα η νηοπομπή έστριψε εκτός, προς βορράν.
Ο Μπέι, πολύ έμπειρος αξιωματικός, παρ' όλον ότι διέθετε ένα ισχυρά προστατευόμενο σκάφος, με μεγάλο όγκο πυρός και μεγάλη ταχύτητα που θα μπορούσε να ναυμαχήσει με τα Βρετανικά καταδρομικά βυθίζοντας ένα ή περισσότερα και στη συνέχεια να καταστρέψει τη νηοπομπή, περιέργως, διέκοψε τη μάχη και απομακρύνθηκε στο σκοτάδι αφού δέχθηκε δύο μη σοβαρά πλήγματα των 8 ιντσών από το Νorfolk τα οποία του κατέστρεψαν το ραντάρ. Πιστός στη Γερμανική αρχή να αποφεύγει τις τορπιλικές επιθέσεις αποφάσισε να επιτεθεί στη νηοπομπή από ευνοϊκότερη θέση.
H νηοπομπή έστριψε και πάλι προς ανατολάς με το Μπάρνετ σοβαρά προβληματισμένο. Επειδή ήταν απόλυτα βέβαιος ότι το Scharnhorst θα επιτίθετο και πάλι, είχε δε τη δυνατότητα λόγω υπεροχής ταχύτητας να επιτεθεί στη νηοπομπή από οποιαδήποτε κατεύθυνση, προσπαθούσε να εκτιμήσει ποία θα ήταν αυτή για να παρεμβάλει και πάλι τα καταδρομικά του μεταξύ της νηοπομπής και του εχθρού. Διασπορά των τριών καταδρομικών για να καλύψουν περιφερειακά τη νηοπομπή θα εξασθένιζε τις δυνάμεις του και θα ήταν καταστροφική.
Επίθεση του Γερμανικού καταδρομικού από πρύμα της νηοπομπής αποκλείσθηκε διότι κατά το Γερμανικό δόγμα έπρεπε η καταδρομή κατά νηοπομπής να γίνεται το ταχύτερο και αμέσως τα πλοία να απομακρύνονται, γεγονός που δεν ευνοούσαν οι πρυμναίοι τομείς. Το ίδιο αποκλείσθηκε και η επίθεση κατευθείαν από πλώρα, διότι τα εμπορικά θα παρουσίαζαν μικρούς στόχους. Παρέμεναν επομένως οι δύο παρειές της νηοπομπής, δηλαδή από πλώρα αριστερά ή δεξιά ως προς την προχώρηση.
Επειδή γνώριζε τη μεθοδική Γερμανική σκέψη επέλεξε και τοποθέτησε τα καταδρομικά του στην αριστερή παρειά πιστεύοντας ότι ο Γερμανός ναύαρχος δεν θα περίμενε από εκείνη την κατεύθυνση τα Βρετανικά καταδρομικά, τα οποία μέχρι τώρα προστάτευαν τη νηοπομπή από τη δεξιά παρειά. Και δεν έπεσε έξω. Στις 12.30 ώφθη το Scharnhorst να προσεγγίζει τη νηοπομπή από βορειοανατολικά. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπο και πάλι με τα Βρετανικά καταδρομικά τα οποία έσπευσαν να τα ενισχύσουν και 4 αντιτορπιλικά. Ο Μπάρνετ ακολούθησε την ίδια τακτική. Πλέοντας με μεγίστη ταχύτητα επιτέθηκε κατά του εχθρού.
H απειλή τορπιλικής επίθεσης επηρέασε και πάλι τον Μπέι ο οποίος έστριψε προς ανατολάς βάλλοντας κατά των καταδρομικών. Ένα βλήμα των 11 ιντσών προκάλεσε σχετικά σοβαρές βλάβες στο Νorfolk χωρίς όμως να επηρεάσει τη μαχητική του ικανότητα. Ένα άλλο προκάλεσε ελαφρότερες βλάβες σε άλλο καταδρομικό. H ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε μέχρι τις 12:47. Ο Μπάρνετ αυτή τη φορά συνέχισε να καταδιώκει το Scharnhorst εκτιμώντας ότι ήταν ήδη αργά για την αρκτική ημέρα -ένα είδος λυκόφωτος- ώστε να επιτρέψει στον καταδρομέα να απομακρυνθεί και να επιτεθεί εκ νέου.
Ο Μπέι εκτιμώντας τώρα ότι στην ομάδα των διωκτών θα υπήρχε και θωρηκτό κατευθυνόταν προς τα Νορβηγικά φιορδ. H πορεία του όμως τον έφερε κατευθείαν προς τη δύναμη του ναυάρχου Φρέιζερ, η οποία καθοδηγούμενη από τις αναφορές των Βρετανικών καταδρομικών ήρθε σε επαφή με τον εχθρό στις 16:30. Το θωρηκτό Duke of York στις 16:47 άνοιξε πυρ με τα 10 πυροβόλα των 14 ιντσών πλήττοντας με 13, τουλάχιστον, βλήματα το Scharnhorst. Μέχρι τις 17:13 οι δύο πρωραίοι τρίδυμοι πύργοι του είχαν τεθεί εκτός μάχης. Ο αγώνας ήταν τελείως άνισος. Το Γερμανικό καταδρομικό είχε να αντιμετωπίσει 1 θωρηκτό και 4 καταδρομικά.
Παρόλα αυτά εκμεταλλευόμενο την υπεροχή της ταχύτητάς του είχε απομακρυνθεί εκτός βεληνεκούς του Βρετανικού θωρηκτού και θα μπορούσε να διαφύγει μέσα στην αρκτική νύχτα. Στις 18:20 όμως βλήμα των 14 ιντσών ανατίναξε ένα λεβητοστάσιο, μειώνοντας την ταχύτητα από τους 26 στους 8 κόμβους. Διατάχθηκε τότε επίθεση των Βρετανικών αντιτορπιλικών τα οποία με τη μεγίστη ταχύτητα που επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες πλησίασαν το Γερμανικό καταδρομικό σε απόσταση 2.000 υαρδών και εκτέλεσαν τορπιλική επίθεση δεχόμενα τα πυρά του ισχυρού δευτερεύοντος οπλισμού του αντιπάλου τους, το οποίο εν τω μεταξύ είχε αναπτύξει ταχύτητα 22 κόμβων.
Τέσσερις τορπίλες έπληξαν το Scharnhorst το οποίο, εν τω μεταξύ, είχε βρεθεί και πάλι κάτω από τα κεραυνοβόλα πυρά των Duke of York, Jamaica και Βelfast τα οποία έσπευσαν να το αποτελειώσουν. Στις 19:00 ο ναύαρχος Μπέι έστειλε το τελευταίο του σήμα στο Γερμανικό επιτελείο. «Θα πολεμήσουμε μέχρι το τελευταίο βλήμα. Ζήτω ο Φύρερ. Ζήτω η Γερμανία». Το Scharnhorst συνέχισε να βάλλει με το δευτερεύοντα οπλισμό μέχρι τις 19:39 και στις 19:45, σωστό φλεγόμενο ερείπιο, βυθίστηκε έχοντας βληθεί από άλλες οκτώ τορπίλες.
Από τους 1968 άνδρες του πληρώματος σώθηκαν μόνο 36 τους οποίους περισυνέλεξαν τα Βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Μπέι ο οποίος με τόση γενναιότητα πολέμησε, κατά τη μοιραία στιγμή βρέθηκε χωρίς τα αντιτορπιλικά του. Αυτά δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν τη νηοπομπή καίτοι πέρασαν 10 μίλια από αυτή και περί ώρα 14:20 έλαβαν από τον Μπέι την ανεξήγητη διαταγή να διακόψουν την έρευνα και να επιστρέψουν στη βάση τους. Από πλευράς Βρετανών, ο ναύαρχος Φρέιζερ διηύθυνε τις διεσπαρμένες και πολυάριθμες δυνάμεις του κατά τρόπο, πράγματι, αριστοτεχνικό.
Tirpitz. ''Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ''
Μετά τη βύθιση του Scharnhorst το Tirpitz ήταν το μόνο θωρηκτό που διέθετε το Γερμανικό Ναυτικό. Αυτός ο μοναχικός «καβαλάρης» ενεργούσε ως «στόλος εν υπάρξει» (fleet-in-being) απειλώντας όχι μόνο τις αρκτικές νηοπομπές, αλλά και τις δυνάμεις του Ατλαντικού, αναγκάζοντας τους συμμάχους να διατηρούν σε ετοιμότητα για να το αντιμετωπίσουν, ποτέ λιγότερο από 2 μοντέρνα θωρηκτά, 1 αεροπλανοφόρο στόλου και αντιτορπιλικά.
Περί τα μέσα Μαρτίου του 1944 υπήρχαν πληροφορίες ότι είχαν τελειώσει οι επισκευές των ζημιών που είχε υποστεί το Σεπτέμβριο του 1943 από την επίθεση των Βρετανικών υποβρυχίων τσέπης (Μidgets) και το πλοίο ήταν έτοιμο να αναλάβει δράση. Μία Σοβιετική αεροπορική επιδρομή που έγινε το Φεβρουάριο του 1944 απέτυχε να επιβραδύνει την αποπεράτωση των ζημιών. Tο Βρετανικό Ναυαρχείο αποφάσισε τότε να επιτεθεί με ισχυρή αεροπορική δύναμη.
H επιχείρηση Tungsten διεξήχθη το πρωί της 3ης Απριλίου 1944 από μία δύναμη 2 αεροπλανοφόρων στόλου (Victorious, Furius), 4 αεροπλανοφόρων συνοδείας, 2 θωρηκτών και των συνοδών τους. Υπήρχαν δύο δυνάμεις κρούσης εκάστη αποτελούμενη από 21 βομβαρδιστικά Βarracudas που προστατεύονταν από 40 καταδιωκτικά. Tα βομβαρδιστικά έφεραν βόμβες ρηκτικές, ημιρηκτικές και εκρηκτικές. Οι ρηκτικές θα μπορούσαν να διατρήσουν το θωρηκτό κατάστρωμα του Tirpitz, εφόσον ρίπτονταν από ύψος τουλάχιστον 3.500 ποδών.
H πρώτη δύναμη κρούσης αιφνιδίασε το θωρηκτό και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα άργησαν να αντιδράσουν, ενώ δεν φάνηκαν φίλια καταδιωκτικά. H δεύτερη ομάδα, μετά μία ώρα, συνάντησε ισχυρό αντιαεροπορικό πυρ. Tο θωρηκτό δέχθηκε 14 πλήγματα τα οποία του προκάλεσαν σχετικά μικρές βλάβες που επισκευάστηκαν σε τρεις μήνες. Οι αεροπόροι στην προσπάθειά τους να πετύχουν το στόχο έριξαν τις ρηκτικές βόμβες από ύψος 600-1.200 ποδών με αποτέλεσμα να μη διατρήσουν το κύριο θωρηκτό κατάστρωμα. Υπήρχαν όμως 108 νεκροί και 184 τραυματίες. Οι Βρετανοί απώλεσαν 2 βομβαρδιστικά και 1 καταδιωκτικό.
Tο Tirpitz τέλη Ιουλίου ήταν και πάλι έτοιμο και εκτελούσε ασκήσεις εν πλω. Περί τα τέλη Αυγούστου το Βρετανικό Ναυτικό με τις επιχειρήσεις Goodwood Ι - ΙV με 3 αεροπλανοφόρα στόλου εξαπέλυσε άλλη μία σειρά αεροπορικών επιθέσεων κατά του θωρηκτού άνευ αποτελέσματος. Tο πλοίο αντιλήφθηκε εγκαίρως την προσέγγιση των αεροσκαφών καλύπτοντας το αγκυροβόλιο με καπνόφραγμα με αποτέλεσμα να μη δεχθεί κανένα πλήγμα. Μόνο κατά τη Goodwood ΙΙΙ μία βόμβα 1.600 υαρδών έπληξε το θωρηκτό κατάστρωμα η οποία όμως δεν εξερράγη. Και στις τέσσερις επιχειρήσεις απωλέσθηκαν 11 αεροσκάφη.
Βλέποντας πλέον το Βρετανικό Ναυαρχείο ότι δεν μπορούσε να έχει οριστικό αποτέλεσμα με τα αεροσκάφη του Στόλου αποτάθηκε στη RΑF να αναλάβει δράση με τα βαρέα βομβαρδιστικά για να τελειώνει άπαξ δια παντός με το Tirpitz. Μετά από σχετικές προετοιμασίες δύο μοίρες Lancaster, 27 αεροσκάφη με βόμβες «Tallboy» των 12.000 λιβρών, την 15η Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν από Σοβιετικό αεροδρόμιο για την επιχείρηση Paravane. Καίτοι ο αιφνιδιασμός δεν υπήρξε πλήρης μία από αυτές τις θηριώδεις βόμβες έπληξε το θωρηκτό επιτυγχάνοντας ένα ρήγμα 32 x 48 πόδια στην πλώρη.
Υπήρξαν και άλλες δύο εγγύς πτώσεις. Tο πρωραίο τμήμα του θωρηκτού κατακλύσθηκε όλο από νερά. Επειδή οι επισκευές δεν μπορούσαν να γίνουν στο Αλτανφιόρδ το πλοίο μεθόρμισε στο Τρόμσο. Οκτώ ημέρες αργότερα διαπιστώθηκε ότι το πλοίο δεν μπορούσε να διατηρήσει την πλευστότητά του. Αυτό ήταν και το τέλος της μάχιμης καριέρας του πανίσχυρου θωρηκτού. Ο ναύαρχος Νταίνιτς αποφάσισε τότε να το χρησιμοποιήσει ως πλωτό πυροβολείο στο Τόμσο.
Ο λαβωμένος γίγας τον Οκτώβριο αγκυροβόλησε κοντά στο νησί Χακόι. Λόγω του κινδύνου να βυθιστεί στο αγκυροβόλιό του από αεροπορικές επιδρομές, οι Γερμανοί πρόσχωσαν το βυθό κάτω από το πλοίο ώστε και αν αυτό βυθιζόταν, τα πυροβόλα του να έμεναν πάνω από την επιφάνεια λειτουργούντα ως πυροβολείο. H απόφαση του Νταίνιτς ήταν το κύκνειο άσμα του Tirpitz. Tο αγκυροβόλιο του πλοίου βρισκόταν μέσα στην ακτίνα ενεργείας των βομβαρδιστικών της RΑF που δρούσαν από τη Σκωτία.
Οι μοίρες που είχαν χρησιμοποιηθεί στην επιχείρηση Paravane επιτέθηκαν και πάλι κατά του θωρηκτού την 19η Οκτωβρίου άνευ αποτελέσματος, λόγω της νέφωσης που κάλυπτε την περιοχή. Tην 19η Νοεμβρίου η επιχείρηση επαναλήφθηκε με 32 Lancaster και αυτή τη φορά δύο, ίσως και τρεις, βόμβες «Tallboy» έπληξαν το σκάφος. Άλλες εγγύς πτώσεις βομβών κατέστρεψαν την υποδομή που είχε γίνει στο βυθό κάτω από το πλοίο και προς το τέλος της επιδρομής πήρε κλίση προς τα αριστερά.
Λίγα λεπτά αργότερα μία εσωτερική έκρηξη ανατίναξε τον πύργο «Καίσαρ» του κυρίου οπλισμού οπότε το πλοίο, χάνοντας την ευστάθειά του, βυθίστηκε. Από τους 1.630 άνδρες του πληρώματος, οι 950 χάθηκαν. Tο εξαίρετο αυτό πλοίο που μαζί με το Βismarck αποτελούσαν το καμάρι του Κriegsmarine, πλην της επιδρομής στη Σπιτσβέργη, σε καμία άλλη επιχείρηση δεν έλαβε μέρος. Όμως, η παρουσία του και μόνο στα νορβηγικά νερά αποτελούσε «στόλο εν υπάρξει» (fleet-in being).
Οι Βρετανοί που δεν διέθεταν πλοίο ανάλογο σε μέγεθος, ισχύ και ταχύτητα, ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν σε ετοιμότητα ισχυρή δύναμη από αεροπλανοφόρα, θωρηκτά και μικρότερα πλοία για να το αντιμετωπίσουν σε περίπτωση εξόδου του για καταδρομές. Πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν και πολλά πλοία διατέθηκαν μέχρι να επιτευχθεί η καταστροφή του. Μόνο οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον του κόστισαν την απώλεια 32 αεροσκαφών. Από πρακτικής πλέον πλευράς, το Γερμανικό Ναυτικό σε ότι αφορά τα πλοία επιφανείας είχε πάψει να υφίσταται.
Ο Γερμανικός στόλος επιφανείας, παρότι διέθετε άριστα πλοία άκρως αξιόμαχα, πολύ μεγάλης αντοχής και ισχύος πυρός, δεν μπόρεσε ποτέ να αντιπαραταχθεί στο Βρετανικό Στόλο. Άλλωστε το Γερμανικό Ναυτικό όταν εξερράγη ο Β’ Π.Π. δεν είχε τις απαιτούμενες πολεμικές μονάδες που προέβλεπε το ναυτικό του πρόγραμμα. Γι’ αυτό και ο Αρχιναύαρχος Ραίντερ δεν συμφωνούσε για την κήρυξη του πολέμου πριν ολοκληρωθεί το ναυτικό πρόγραμμα.
Δεν ήταν δυνατόν να νικήσουν οι Γερμανοί εφόσον παρέμενε αμείωτη η Βρετανική ναυτική ισχύς και ενισχυόταν συνεχώς από τις HΠΑ. Tα λαμπρά Γερμανικά πλοία ήταν καταδικασμένα να πεθάνουν. Tο Ηπειρωτικό πνεύμα από το οποίο διαπνεόταν η Γερμανία, οδήγησε στην καταστροφή.
ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΘΩΡΗΚΤΟ BISMARCK
ΘΩΡΗΚΤΟ BISMARCK
Το Γερμανικό θωρηκτό Bismarck ήταν ένα από τα πιο διάσημα πολεμικά πλοία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του καγκελάριου Otto von Bismarck και ήταν το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο κατά την εποχή της καθέλκυσής του. Είχε εκτόπισμα 51.000 τόνων με πλήρη φορτίο, μήκος 251 μέτρα, μέγιστο πλάτος 36 μέτρα και πλήρωμα 2.100 ανδρών. Ωστόσο η καριέρα του κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σύντομη. Κατά τη πορεία του σε αποστολή καταστροφής κομβόι μαζί με το καταδρομικό Prinz Eugen, συνάντησαν το Βρετανικό ναυτικό κοντά στη Δανία.
Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής, η ναυαρχίδα του Βρετανικού στόλου HMS Hood, βυθίστηκε από τα Γερμανικά πλοία. Ο Τσώρτσιλ τότε διέταξε το κυνήγι και την καταστροφή του Bismarck Λίγες μέρες αργότερα, το Bismarck εντοπίστηκε στο Βόρειο Ατλαντικό και αεροπλάνα τύπου Swordfish που απογειώθηκαν από το Βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Ark Royal, κατάφεραν να το τορπιλίσουν και να το ακινητοποιήσουν. Μετά από λίγες ώρες του επιτέθηκαν και άλλα πλοία του Βρετανικού στόλου που έφτασαν εκεί.
Το Μπίσμαρκ βυθίστηκε το πρωί της 27ης Μαΐου του 1941, ενώ 1995 από τους 2200 άνδρες του χάθηκαν στα νερά του Βόρειου Ατλαντικού. Το θωρηκτό μάχης Μπίσμαρκ ήταν Γερμανικό σκάφος επιφανείας, ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του, και ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν το πρώτο της ομώνυμης κλάσης θωρηκτών με δεύτερο της ίδιας κλάσης το θωρηκτό Τίρπιτς.
Το σκάφος παραγγέλθηκε το 1935 στα ναυπηγεία Blohm & Voss, στο Αμβούργο από την κυβέρνηση της Ναζιστικής Γερμανίας κατά παράβαση των όρων της συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919. Το θωρηκτό Βίσμαρκ αποτελούσε το ναυτικό καύχημα του Τρίτου Ράιχ το οποίο φιλοδοξούσε με το 50000 τόνων βαρύτατα θωρακισμένο και οπλισμένο υπερθωρηκτό, να πάρει τον έλεγχο των θαλασσών από την Μεγάλη Βρετανία.
Ναυπηγήθηκε το 1936, και η καθέλκυση του έγινε το 1939, ενώ η είσοδος του σε επιχειρήσεις ξεκίνησε το 1941 αιχμαλωτίζοντας και βυθίζοντας στον Ατλαντικό συμμαχικά εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 116.000. Στις 24 Μαΐου 1941 το Βίσμαρκ βύθισε το θωρηκτό HMS Hood και προξένησε ζημιές στο HMS Prince of Wales. Τρεις μέρες αργότερα, μεγάλη δύναμη του Βρετανικού Ναυτικού πρόφθασε το Βίσμαρκ, το οποίο είχε μείνει ακυβέρνητο μετά από τορπίλη που δέχτηκε στο πηδάλιο από αεροσκάφος, και το βύθισε στη ναυμαχία που ακολούθησε.
Η μεγάλη και μοιραία γι αυτό επιχείρηση θα ξεκινήσει στις 18 Μαΐου του 1941 από το λιμάνι του Gotenhafen συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen για τα στενά του Σκάγερακ. Θα εντοπισθούν και θα εμπλακούν με τον Βρετανικό στόλο, και στις 24 Μάιου θα βυθίσουν το καμάρι του Βρετανικού στόλου, το θωρηκτό Hood.
Από εκείνη την στιγμή η καταδίωξη του Βίσμαρκ θα πάρει μυθικές διαστάσεις με αεροπλάνα και πλοία και, τελικά, τα πλοία Rodney, Αrk Royal και Dorsetshire, το φτάνουν σχεδόν ακινητοποιημένο από ζημιές, από τορπίλες και αεροπορικές επιθέσεις Δυτικά της Δρέστης. Στις 10:20 της 27ης Μαΐου η Ναζιστική Γερμανία χάνει το καύχημά της. Από τα 2200 μέλη του πληρώματος του Βίσμαρκ διασώζονται μόνο 800 Ο Ναύαρχος Lutjens θα ακολουθήσει το Βίσμαρκ στον βυθό.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Με δεδομένη την ανομοιότητα ισχύος μεταξύ του Kriegsmarine (Γερμανικού ναυτικού) και του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, η τακτική των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να αποφευχθεί μια κλασικού τύπου ναυμαχία. Αντίθετα, η τακτική που υιοθετήθηκε ήταν να γίνονται επιθέσεις στα συμμαχικά εμπορικά σκάφη είτε με επιδρομές σκαφών επιφανείας είτε, και κυρίως, με υποβρύχια (U-boote).
Οι επιθέσεις αυτές σε εμπορικά σκάφη εξυπηρετούσαν πολλαπλούς στόχους: Ανάγκαζαν Βρετανία και Γαλλία να οργανώνουν νηοπομπές, ενώ η δυσκολία εντοπισμού των υποβρυχίων υπαγόρευε τη διασπορά μεγάλου αριθμού αεροσκαφών και σκαφών συνοδείας νηοπομπών, προκειμένου να προστατευτούν τα εμπορικά σκάφη, που ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση του εμπορίου και την προμήθεια πολεμικού και μη υλικού. Επιπλέον, οι απώλειες των εμπορικών σκαφών θα περιόριζαν τη μεταφορική ικανότητα των χωρών που πλήττονταν, με ό,τι συνέπειες θα είχε αυτό.
Ο ρόλος των σκαφών επιφανείας στο σχέδιο αυτό ήταν να πλήττουν εχθρικές νηοπομπές και να βυθίζουν όσο το δυνατό περισσότερα εμπορικά ή πολεμικά σκάφη. Με τον τρόπο αυτό θα επηρεαζόταν η πολεμική παραγωγή αλλά και ο εν γένει ανεφοδιασμός των χωρών με πρώτες ύλες και τρόφιμα. Με βάση αυτό το σχέδιο, δρομολογήθηκε η κατασκευή σκαφών επιφανείας.
Τα κύρια σκάφη επιφανείας ήταν αρχικά τα τρία θωρηκτά "τσέπης" Ντόιτσλαντ (μετονομάστηκε σε Λύτσοβ κατόπιν διαταγής του Χίτλερ ύστερα από τη βύθιση του Άντμιραλ Γκραφ Σπέε), Άντμιραλ Γκραφ Σπέε και Άντμιραλ Σερ, συνεπικουρούμενα από δύο βαρέα καταδρομικά Άντμιραλ Χίππερ και Πριντς Όιγκεν και δύο καταδρομικά μάχης Σάρνχορστ και Γκνάιζεναου. Το Βίσμαρκ ήταν το πλέον πρόσφατο, ως κατασκευή, και προβλεπόταν να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο θωρηκτό παγκοσμίως (μεγαλύτερό του ήταν μόνο το -αρκετά πεπαλαιωμένο- Βρετανικό Χουντ (HMS Hood).
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Το ημερολόγια βρίσκονταν στον Ιούλιο του 1936 όταν στα ναυπηγεία του Αμβούργου ξεκίνησε η κατασκευή αυτού που επρόκειτο αργότερα να αποτελέσει το καμάρι του Γερμανικού Ναυτικού. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα το Bίσμαρκ καθελκείται μπροστά σε ένα κοινό που συγκλονισμένο από το μέγεθος του ατσάλινου κολοσσού αντιδρά με ενθουσιασμό. Και βέβαια δεν είχαν άδικο καθώς μπροστά τους εμφανίστηκε ένα πλωτό «κάστρο» μήκους 251 μέτρων και εκτοπίσματος σχεδόν 51 χιλιάδων τόνων…(το Αβέρωφ πχ έχει εκτόπισμα περίπου 11 χιλιάδες) .
Οπλισμένο με 8 πυροβόλα που το καθένα μπορούσε να βάλλει μια ομοβροντία από οβίδες 800 κιλών σε βεληνεκές 36 χιλιομέτρων κάθε 25 δευτερόλεπτα και θωράκιση που ισοδυναμούσε με περίπου το μισό του βάρος, το εν λόγω θωρηκτό αποτελούσε το ισχυρότερο πολεμικό της εποχής του. Αν και βαριά θωρακισμένο το Βίσμαρκ δεν υστερούσε σε ταχύτητα αφού τρία μηχανικά συστήματα συνολικής ισχύος 136 χιλιάδων ίππων του εξασφάλιζαν ταχύτητα που θα μπορούσε να φτάσει τους 30 κόμβους.
Το πλήρωμα του αποτελείτο από 1960 ναύτες και 100 αξιωματικούς ενώ το όνομά του προήλθε από τον Ότο Φον Μπίσμαρκ τον «σιδερένιο» Καγκελάριο που ένωσε τη Γερμανία στα μέσα του 19ου αιώνα.
Γενικά Χαρακτηριστικά BISMARCK
Το ημερολόγια βρίσκονταν στον Ιούλιο του 1936 όταν στα ναυπηγεία του Αμβούργου ξεκίνησε η κατασκευή αυτού που επρόκειτο αργότερα να αποτελέσει το καμάρι του Γερμανικού Ναυτικού. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα το Bίσμαρκ καθελκείται μπροστά σε ένα κοινό που συγκλονισμένο από το μέγεθος του ατσάλινου κολοσσού αντιδρά με ενθουσιασμό. Και βέβαια δεν είχαν άδικο καθώς μπροστά τους εμφανίστηκε ένα πλωτό «κάστρο» μήκους 251 μέτρων και εκτοπίσματος σχεδόν 51 χιλιάδων τόνων…(το Αβέρωφ πχ έχει εκτόπισμα περίπου 11 χιλιάδες) .
Οπλισμένο με 8 πυροβόλα που το καθένα μπορούσε να βάλλει μια ομοβροντία από οβίδες 800 κιλών σε βεληνεκές 36 χιλιομέτρων κάθε 25 δευτερόλεπτα και θωράκιση που ισοδυναμούσε με περίπου το μισό του βάρος, το εν λόγω θωρηκτό αποτελούσε το ισχυρότερο πολεμικό της εποχής του. Αν και βαριά θωρακισμένο το Βίσμαρκ δεν υστερούσε σε ταχύτητα αφού τρία μηχανικά συστήματα συνολικής ισχύος 136 χιλιάδων ίππων του εξασφάλιζαν ταχύτητα που θα μπορούσε να φτάσει τους 30 κόμβους.
Το πλήρωμα του αποτελείτο από 1960 ναύτες και 100 αξιωματικούς ενώ το όνομά του προήλθε από τον Ότο Φον Μπίσμαρκ τον «σιδερένιο» Καγκελάριο που ένωσε τη Γερμανία στα μέσα του 19ου αιώνα.
Γενικά Χαρακτηριστικά BISMARCK
Laid down: | |
Launched: | |
Commissioned: | |
Construction cost: | |
Displacement: · Empty ship: · Standard: · Construction: · Full load: · Maximum: | 40,250 metric tons 43,978 metric tons 47,870 metric tons 51,760 metric tons 53,486 metric tons |
Dimensions: · Waterline length: · Overall length: · Beam: · Standard draught: · Maximum draught: · Freeboard amidships: · Height of hull sides (depth): · Waterplane area: | 241.55 meters 251 meters 36 meters 9.33 meters 10.55 meters between 4.45 - 5.67 meters 15 meters 5,740 m² |
Armour Protection: · Upper belt: · Main belt: · Main battery turrets: · Secondary battery turrets: · Upper deck: · Third armour deck: · Conning tower: · Torpedo bulkhead: · Protected length 1): · PC/TC 2): · Armour's weight: | 145 mm 320 mm 130-360 mm 40-100 mm 50-80 mm 80-120 mm 220-350 mm 45 mm 70% (170.7 meters) 17/22 19,082 metric tons |
Armament: · Main: · Secondary: · Anti-aircraft: | 8 x 38cm/L52 12 x 15cm/L55 16 x 10.5cm/L65 16 x 3.7cm/L83 18 x 2cm/L65 |
Fire control: | 1 x 7-m base rangefinder 2 x 6.5-m base rangefinders 4 x 4-m Type SL-8 rangefinders 2 x 3-m rangefinders |
Radar Equipment: | |
Propulsion plant: | Three Blohm & Voss turbine sets 150,170 hp (maximum obtained) |
Speed: | |
Endurance: | 8,900 nautical miles at 17 knots 8,525 nautical miles at 19 knots 6,640 nautical miles at 24 knots 4,500 nautical miles at 28 knots |
Fuel oil capacity: | |
Aircraft: | |
Crew: | |
Hull coefficients & ratios: · Ratio length/beam: · Ratio beam/draught: · Ratio draught/depth: · Ratio length/depth: · Block coefficient:3) · Midship coefficient:4) · Waterplane coefficient:5) · Prismatic coefficient:6) · Metacentric height (GM): | 6.71 3.85 0.62 16.10 0.55 0.97 0.66 0.56 4.00 meters |
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΕΣ
Το συμβόλαιο κατασκευής του σκάφους μεταξύ της Γερμανικής κυβέρνησης και του ναυπηγείου Blohm & Voss στο Αμβούργο υπογράφηκε στις 16 Νοεμβρίου 1935 και η καρένα του τοποθετήθηκε στο ναυπηγείο την 1η Ιουλίου 1936. Το αρχικό σχέδιο (project) έφερε το κωδικό όνομα "F". Η κατασκευή του σκάφους διήρκεσε τρία χρόνια και η καθέλκυση έγινε στις 14 Φεβρουαρίου 1939 με ανάδοχο την Ντοροτέα φον Λέβενφελντ (Dorothea von Loewenfeld), εγγονή του Καγκελαρίου Βίσμαρκ.
Ακολούθησαν δοκιμαστικοί πλόες, οι οποίοι διήρκεσαν περίπου 18 μήνες, και στις 24 Αυγούστου 1940 το σκάφος μπήκε σε ενεργή υπηρεσία με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο (Kapitän zur See) Ερνστ Λίντεμαν (Ernst Lindemann) και πλήρωμα συνολικά 2.200 ανδρών. Το σκάφος απέπλευσε από το αγκυροβόλιό του στο ναυπηγείο στις 15 Σεπτεμβρίου 1940 και ξεκίνησε τον δοκιμαστικό (για το πλήρωμα) πλου του διερχόμενο από τα κανάλια του Έλβα και του Κιέλου και ανοίχτηκε στη Βαλτική θάλασσα.
Οι επανδρωμένες δοκιμές διήρκεσαν μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, οπότε το σκάφος επέστρεψε στο Αμβούργο, προκειμένου να εκτελεστούν οι απαραίτητες βελτιώσεις όπως διαπιστώθηκε ότι χρειάζονταν κατά τον πλου του. Παρέμεινε εκεί ως τις 6 Μαΐου 1941, οπότε απέπλευσε και στις 8 Μαΐου έφθασε στο Κίελο.
ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ο κύριος οπλισμός του Βίσμαρκ ήταν οκτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε ισχυρά θωρακισμένους πυργίσκους. Δύο από αυτούς βρίσκονταν στο πρόσθιο τμήμα του σκάφους και άλλοι δύο στο οπίσθιο. Το πλήρωμα είχε επονομάσει τους πυργίσκους αυτούς Anton και Bruno (πρόσθιο τμήμα), Caesar και Dora (οπίσθιο τμήμα). Τα πυροβόλα αυτά έδιναν στο σκάφος μεγάλη ισχύ πυρός αλλά, το κυριότερο, είχαν τέτοιο βεληνεκές ώστε επέτρεπαν στο Βίσμαρκ να βάλει εναντίον των αντιπάλων σκαφών από απόσταση τέτοια, που το ίδιο να μην κινδυνεύει από τα πυρά τους.
Τα βοηθητικά πυροβόλα ήταν 12 των 5,9 ιντσών, κατανεμημένα σε δυάδες σε τρεις πυργίσκους ανά πλευρά του σκάφους, ενώ υπήρχαν, επίσης, πυροβόλα των 105 και των 37 χιλιοστών. Η αντιαεροπορική άμυνα αποτελούνταν από πληθώρα αντιαεροπορικών πυροβόλων (flak) των 20 mm, τοποθετημένων είτε μεμονωμένα είτε ανά τετράδες. Το σκάφος ήταν επίσης σε θέση να μεταφέρει και να χρησιμοποιεί, για αναγνωρίσεις, τέσσερα αεροσκάφη Arado Ar 196, τα οποία εκτόξευε από καταπέλτη διπλής φοράς.
ΘΩΡΑΚΙΣΗ
Βασικό ρόλο στην προστασία ενός σκάφους όπως το Μπίσμαρκ έπαιζε η θωράκισή του. Ήδη από την εποχή της ναυπήγησης των τριών θωρηκτών τσέπης, οι Γερμανοί ναυπηγοί είχαν αντικαταστήσει το "κάρφωμα" των πλακών θωράκισης με κόλληση επιτυγχάνοντας το ίδιο αποτέλεσμα με σημαντικά μικρότερο βάρος. Την τεχνική αυτή εκμεταλλεύθηκαν και στο Μπίσμαρκ, έδωσαν όμως ιδιαίτερη προσοχή σε αυτήν, ώστε να καλύψουν όλα τα σημεία του σκάφους που ήταν εύτρωτα σε οβίδες κανονιών, βόμβες αεροσκαφών και τορπίλες.
Θωρακίστηκαν το κατάστρωμα, το κύτος και οι πυργίσκοι των πυροβόλων (ιδιαίτερα βαρεία θωράκιση διέθεταν οι πυργίσκοι των κανονιών των 15 ιντσών). Αν και η όλη τεχνική βρισκόταν ένα σκαλί πίσω από αυτή των Άγγλων και των Αμερικανών σχετικά με τη θωράκιση των πλοίων, η θωράκιση ήταν αξιοπρόσεκτη για το συνολικό της πάχος: Σχεδόν το μισό βάρος του σκάφους οφειλόταν σε αυτή.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές και οι ασκήσεις του Μπίσμαρκ και έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές στα επιμέρους τμήματά του, στο σκάφος μεταφέρθηκαν τα δύο πρώτα αναγνωριστικά αεροσκάφη "Arado 196 (14 - 17 Μαρτίου 1941) και στις 2 Απριλίου 1941 μεταφέρθηκαν και τα υπόλοιπα δύο από τα τέσσερα προβλεπόμενα. Στις 5 Μαΐου το σκάφος δέχεται την επίσκεψη του Χίτλερ που συνοδεύεται από τον Κάιτελ, ο οποίος θέτει ως επικεφαλής της αποστολής τον Ναύαρχο Λύτγιενς.
Η τελευταία δοκιμή με τα αεροσκάφη επί του πλοίου κατέληξε στην απενεργοποίηση του γερανού φορτοεκφόρτωσης των 12 τόνων, που χρειάστηκε επισκευή. Όταν και αυτή ολοκληρώθηκε (16 Μαΐου 1941), το Μπίσμαρκ θεωρήθηκε επιχειρησιακά έτοιμο και αποφασίστηκε η συμμετοχή του στην «Επιχείρηση Rheinübung» (άσκηση στον Ρήνο). Η επιχείρηση αυτή προέβλεπε επιθέσεις μεγάλων σκαφών επιφανείας του Kriegsmarine κατά των συμμαχικών νηοπομπών στον Ατλαντικό.
Η αρχική πρόβλεψη περιλάμβανε, εκτός από το Μπίσμαρκ, τα βαρέα καταδρομικά Σάρνχορστκαι Γκνάιζενάου, τα οποία βρίσκονταν στο λιμένα της Βρέστης. Ωστόσο, η Βρετανική αεροπορία, έχοντας αντιληφθεί την απειλή που αποτελούσαν αυτά τα σκάφη για τις νηοπομπές που εφοδίαζαν το Ηνωμένο Βασίλειο με ποικίλα υλικά, έκανε επανειλημμένες αεροπορικές επιδρομές εναντίον τους. Το μεν Σάρνχορστ εκείνη την περίοδο χρειάστηκε να υποστεί πολύ μεγάλες επισκευές στις μηχανές του (αν και δεν επλήγη), το δε Γκνάιζενάου δέχτηκε μια τορπίλη, η οποία το έθεσε εκτός μάχης για έξι μήνες.
Έτσι, στην επιχείρηση θα συμμετείχε μόνο το Μπίσμαρκ, συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Πριντς Όιγκεν (Prinz Eugen, Πρίγκηψ Ευγένιος). Οι οδηγίες του Μεγάλου Ναυάρχου Έριχ Ραίντερ προς τον Λύτγιενς ήταν σαφείς: Τα δύο σκάφη δεν έπρεπε να εμπλακούν σε ναυμαχίες με σκάφη σχεδόν ίδιας δυναμικότητας με αυτά: Ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν να καταστρέψουν όσο περισσότερα εμπορικά ή μικρότερα σκάφη τούς ήταν δυνατό.
Ο Λύτγιενς ζήτησε από τον Ραίντερ να καθυστερήσει την έναρξη της επιχείρησης, ώστε η δύναμή του να περιλάβει τοΣάρνχορστ ή το δίδυμο του Μπίσμαρκ θωρηκτό Τίρπιτς (Tirpitz). Ο Ραίντερ αρνείται: Το μεν καταδρομικό δεν θα έχει ολοκληρώσει τις επισκευές του πριν τον Ιούλιο του επόμενου έτους, το δε πλήρωμα του Τίρπιτς δεν έχει ακόμη το επαρκώς εκπαιδευμένο πλήρωμα που απαιτείται για παρόμοιες επιχειρήσεις.
Η άρνηση του Ραίντερ δεν είναι αναιτιολόγητη: Ο Μέγας Ναύαρχος έχει πληροφορηθεί την επικείμενη Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση), γνωρίζει τον ήσσονα ρόλο του Ναυτικού σε αυτήν και θέλει να εντυπωσιάσει τον Χίτλερ με σημαντικά επιτεύγματα του Ναυτικού, ώστε να μην περικοπούν οι δαπάνες για την κατασκευή νέων σκαφών επιφανείας, όπως έχει αποφασίσει ο Φύρερ.
Ναυμαχία των Στενών της Δανίας
Στις 05:45 οι Γερμανοί παρατηρητές εντόπισαν καπνό στον ορίζοντα: Επρόκειτο για τα δύο θωρηκτά που είχε στείλει ο Τόβυ, το Χουντ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας, υπό την ηγεσία του Αντιναυάρχου Λάνσελοτ Χόλλαντ (Lancelot Holland). Ο Λύτγιενς διέταξε τα πληρώματα των σκαφών του να πάρουν θέσεις μάχης. Στις 05:22 η απόσταση που χώριζε τα Γερμανικά από τα Βρετανικά σκάφη είχε περιοριστεί στα 26.000 μέτρα και το επόμενο λεπτό το Χουντ άνοιξε πυρ, ακολουθούμενο από το Πρίγκηψ της Ουαλίας με διαφορά ενός λεπτού.
Το Χουντ έβαλε εναντίον του Πριντς Όιγκεν, νομίζοντάς το για το Μπίσμαρκενώ το Πρίγκηψ της Ουαλίας στοχοποίησε το Μπίσμαρκ. Τα Βρετανικά σκάφη προσέγγιζαν τα Γερμανικά με την πλώρη στραμμένη προς αυτά, γεγονός που τα υποχρέωνε να χρησιμοποιούν μόνο τα πυροβόλα της πλώρης. Τα Γερμανικά σκάφη, αντίθετα, ήσαν στραμμένα στο πλάι, πράγμα που τους επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν όλα τα πυροβόλα τους. Ο Χόλλαντ το παρατήρησε και διέταξε στροφή 20ο. Και τα δύο Γερμανικά σκάφη συγκέντρωσαν αρχικά το πυρ τους εναντίον του Χουντ.
Το Μπίσμαρκ μετά από τρεις ομοβροντίες κατόρθωσε να στοχεύσει επακριβώς το Βρετανικό σκάφος και ο αξιωματικός βολής διέταξε ταχύ πυρ με οκτώ από τα πυροβόλα των 15 ιντσών, ενώ παράλληλα διέταξε πυρ με τα μικρότερα πυροβόλα κατά του Πρίγκηψ της Ουαλίας. Τη στιγμή εκείνη ο Χόλλαντ διέταξε στροφή άλλων 20ο ώστε να φέρει τα σκάφη του παράλληλα με τα Γερμανικά. Η τέταρτη όμως ομοβροντία του Μπίσμαρκ κατάφερε να πλήξει το Χουντ με μια οβίδα στο ασθενώς θωρακισμένο κατάστρωμά του.
Η οβίδα προκάλεσε πυρκαϊά και έφθασε ως την οπίσθια πυριτιδαποθήκη του Βρετανικού θωρηκτού, η οποία περιείχε 112 τόνους κορδίτη, οι οποίοι εξερράγησαν κόβοντας το σκάφος στα δύο: Το πρόσθιο τμήμα συνέχισε να κινείται λόγω αδράνειας, αλλά σύντομα κατακλύσθηκε από τα νερά και η πλώρη υψώθηκε σχεδόν κατακόρυφα, ενώ για τον ίδιο λόγο ανασηκώθηκε και η πρύμνη. Το Χουντ βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο, αφού μόνον δύο άνδρες, ο τιμονιέρης και ένας ναύτης (κατ' άλλες πηγές τρεις), από το σύνολο των 1.419 ανδρών του πληρώματος περισυνελλέγησαν από τα παγωμένα νερά.
Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, η καταστροφή αυτή οφειλόταν σε κατασκευαστικό λάθος, που επέτρεψε στην πυρκαγιά που προκάλεσε η (διατρητική) οβίδα να εξαπλωθεί στην αποθήκη πυρομαχικών (είχαν συμβεί και άλλες παρόμοιες βυθίσεις μεγάλων σκαφών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και παλαιότερα, όπως αυτή του HMS Indefatigable). Όταν το Χουντ εξαφανίστηκε, το Μπίσμαρκ έστρεψε τα πυρά του κατά του κατά πολύ ασθενέστερου Πρίγκηψ της Ουαλίας, το οποίο μένοντας μόνο κτυπήθηκε τέσσερις φορές μέσα σε τέσσερα λεπτά. Μια οβίδα έπληξε το Βρετανικό θωρηκτό αλλά δεν εξερράγη.
Πέρασε στην άλλη πλευρά του σκάφους, φονεύοντας όλους όσοι βρίσκονταν στο κέντρο διοίκησης του σκάφους, εκτός από τον κυβερνήτη του Τζων Λητς (John Leach) και έναν ακόμη αξιωματικό. Η ανισότητα ήταν τέτοια που ο Λητς διέταξε την απεμπλοκή του νεότευκτου θωρηκτού, το οποίο είχε ήδη υποστεί σημαντικές ζημιές, ενώ παρουσίασε και δυσλειτουργίες στα οπλικά του συστήματα (χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στο σκάφος επέβαιναν ακόμη πολίτες τεχνικοί), ενώ ο Καρτιέ είναι σαφέστερος: Αναγράφει ότι το ροντάζ του σκάφους δεν είχε συμπληρωθεί.
Τη στιγμή της απεμπλοκής του το Πρίγκηψ της Ουαλίας είχε σε λειτουργία μόνο δύο από τα δεκατέσσερα πυροβόλα των 14 ιντσών. Το σκάφος έκανε στροφή 160ο και δημιούργησε προπέτασμα καπνού για να καλύψει την υποχώρησή του. Τα Γερμανικά σκάφη σταμάτησαν το πυρ καθώς η απόσταση μεταξύ των σκαφών είχε μεγαλώσει και, παρά την επιμονή του κυβερνήτη Λίντεμαν να κυνηγήσουν το αντίπαλο σκάφος και να το βυθίσουν, ο Λύτγιενς παρέμεινε πιστός στις εντολές του να αποφύγει αχρείαστες εμπλοκές με σκάφη που δεν συνόδευαν νηοπομπές.
Ωστόσο, το πιο αδύναμο Βρετανικό σκάφος δεν αποχώρησε άπρακτο: Τρεις οβίδες του είχαν πλήξει το Μπίσμαρκ, μία στην ίσαλο γραμμή, αρκετά χαμηλά ώστε να δημιουργήσει ρήγμα από το οποίο ο κυματισμός έμπαινε στο σκάφος, μία εξερράγη πλάι στην αποθήκη τορπιλών, χωρίς να τη φθάσει και οι ζημίες που προκάλεσε ήταν σχετικά ασήμαντες και η τρίτη διαπέρασε μια από τις σωσίβιες λέμβους και "προσγειώθηκε" στον καταπέλτη των αεροσκαφών, χωρίς να εκραγεί. Ωστόσο, αν και οι ζημίες εκτιμήθηκαν αρχικά ως "ασήμαντες", αποδείχτηκε ότι δεν ήταν:
Η πρώτη οβίδα είχε προκαλέσει ρήγμα και σε δεξαμενή καυσίμων, στην οποία αρχικά σημειώθηκε είσοδος θαλασσινού νερού, ενώ αργότερα σημειώθηκε διαρροή μαζούτ. Όσο διαρκούσε η εμπλοκή του Μπίσμαρκ με το Χουντ το Πριντς Όιγκεν "ασχολήθηκε" με το Πρίγκηψ της Ουαλίας αλλά, κατ' εντολή του Λύτγιενς, και με τα δύο καταδρομικά που είχαν γίνει σκιά των Γερμανικών. Ύστερα από την απεμπλοκή των Βρετανών, ο Λύτγιενς διέταξε τα σκάφη του να ακολουθήσουν πορεία προς τον Βόρειο Ατλαντικό.
Ύστερα από τη ναυμαχία ο Λύτγιενς ανέφερε: "Ένα θωρηκτό, πιθανόν το Χουντ, βυθίστηκε, ένα δεύτερο, το Βασιλιάς Γεώργιος V (King George V) ή το Ρινόουν (Renown) υποχώρησε με ζημιές. Δύο βαρέα καταδρομικά διατηρούν την επαφή μας με το Βρετανικό Ναυαρχείο". Στις 8 το πρωί γνωστοποιεί τις προθέσεις του στο Γερμανικό ναυαρχείο: Το Πριντς Όιγκεν θα συνεχίσει την αποστολή ενώ το Μπίσμαρκ θα κατευθυνθεί προς το Σαιν Ναζαίρ για επισκευές.
Το καταδρομικό, που έπλεε επικεφαλής, βραδυπόρησε ώστε να επιτρέψει στο θωρηκτό να προσπεράσει, προκειμένου να ελέγξει τη διαρροή καυσίμων και επιβεβαίωσε σοβαρή διαρροή καυσίμων και από τις δύο πλευρές της πλώρης του Μπίσμαρκ. Στη συνέχεια μπήκε ξανά εμπρός.
Η διαρροή, όμως, επισημάνθηκε και από Βρετανικό αναγνωριστικό το οποίο ενημέρωσε τις δύο Βρετανικές "σκιές" του Γερμανικού σχηματισμού, καταδρομικά "Σάφφολκ" και "Νόρφολκ", τα οποία είχε, στο μεταξύ, συναντήσει το Πρίγκηψ της Ουαλίας. Ο υποναύαρχος Ουέικ - Ουόκερ (Wake-Walker), διοικητής της μοίρας των καταδρομικών, έδωσε εντολή στο τραυματισμένο θωρηκτό να παραμείνει πίσω από τα σκάφη του.
Στις 18 Μαϊου με παρόντα στην γέφυρα τον Γκύντερ Λύτιενς, τρίτο κατά σειρά αρχηγό στόλου των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, το Βίσμαρκ μαζί με το «Πριντς Όιγκεν» (το τρίτο βαρύ καταδρομικό) απέπλευσε από τη ναυτική βάση του Γκοτενχάβεν στην Πολωνία. Κινούμενα βόρειοδυτικά πέρασαν από τη Δανία και δύο μέρες αργότερα αγκυροβόλησαν στην ασφάλεια των Νορβηγικών Φιορδ. Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε καμία επαφή και φυσικά καμία ένδειξη πως ο εχθρός είχε αντιληφθεί την παρουσία τους.
Ήταν όμως έτσι; Η αλήθεια είναι πως οι Βρετανοί είχαν πληροφορηθεί από την ουδέτερη Σουηδία την εξόρμηση του Βίσμαρκ και μάλιστα δέχτηκαν με αρκετή ευχαρίστηση την είδηση. Μια ενδεχόμενη βύθιση του θα αποδείκνυε μια και καλή ποιος είχε την κυριαρχία στη θάλασσα.
Το συμβόλαιο κατασκευής του σκάφους μεταξύ της Γερμανικής κυβέρνησης και του ναυπηγείου Blohm & Voss στο Αμβούργο υπογράφηκε στις 16 Νοεμβρίου 1935 και η καρένα του τοποθετήθηκε στο ναυπηγείο την 1η Ιουλίου 1936. Το αρχικό σχέδιο (project) έφερε το κωδικό όνομα "F". Η κατασκευή του σκάφους διήρκεσε τρία χρόνια και η καθέλκυση έγινε στις 14 Φεβρουαρίου 1939 με ανάδοχο την Ντοροτέα φον Λέβενφελντ (Dorothea von Loewenfeld), εγγονή του Καγκελαρίου Βίσμαρκ.
Ακολούθησαν δοκιμαστικοί πλόες, οι οποίοι διήρκεσαν περίπου 18 μήνες, και στις 24 Αυγούστου 1940 το σκάφος μπήκε σε ενεργή υπηρεσία με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο (Kapitän zur See) Ερνστ Λίντεμαν (Ernst Lindemann) και πλήρωμα συνολικά 2.200 ανδρών. Το σκάφος απέπλευσε από το αγκυροβόλιό του στο ναυπηγείο στις 15 Σεπτεμβρίου 1940 και ξεκίνησε τον δοκιμαστικό (για το πλήρωμα) πλου του διερχόμενο από τα κανάλια του Έλβα και του Κιέλου και ανοίχτηκε στη Βαλτική θάλασσα.
Οι επανδρωμένες δοκιμές διήρκεσαν μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, οπότε το σκάφος επέστρεψε στο Αμβούργο, προκειμένου να εκτελεστούν οι απαραίτητες βελτιώσεις όπως διαπιστώθηκε ότι χρειάζονταν κατά τον πλου του. Παρέμεινε εκεί ως τις 6 Μαΐου 1941, οπότε απέπλευσε και στις 8 Μαΐου έφθασε στο Κίελο.
ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ο κύριος οπλισμός του Βίσμαρκ ήταν οκτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε ισχυρά θωρακισμένους πυργίσκους. Δύο από αυτούς βρίσκονταν στο πρόσθιο τμήμα του σκάφους και άλλοι δύο στο οπίσθιο. Το πλήρωμα είχε επονομάσει τους πυργίσκους αυτούς Anton και Bruno (πρόσθιο τμήμα), Caesar και Dora (οπίσθιο τμήμα). Τα πυροβόλα αυτά έδιναν στο σκάφος μεγάλη ισχύ πυρός αλλά, το κυριότερο, είχαν τέτοιο βεληνεκές ώστε επέτρεπαν στο Βίσμαρκ να βάλει εναντίον των αντιπάλων σκαφών από απόσταση τέτοια, που το ίδιο να μην κινδυνεύει από τα πυρά τους.
Τα βοηθητικά πυροβόλα ήταν 12 των 5,9 ιντσών, κατανεμημένα σε δυάδες σε τρεις πυργίσκους ανά πλευρά του σκάφους, ενώ υπήρχαν, επίσης, πυροβόλα των 105 και των 37 χιλιοστών. Η αντιαεροπορική άμυνα αποτελούνταν από πληθώρα αντιαεροπορικών πυροβόλων (flak) των 20 mm, τοποθετημένων είτε μεμονωμένα είτε ανά τετράδες. Το σκάφος ήταν επίσης σε θέση να μεταφέρει και να χρησιμοποιεί, για αναγνωρίσεις, τέσσερα αεροσκάφη Arado Ar 196, τα οποία εκτόξευε από καταπέλτη διπλής φοράς.
ΘΩΡΑΚΙΣΗ
Βασικό ρόλο στην προστασία ενός σκάφους όπως το Μπίσμαρκ έπαιζε η θωράκισή του. Ήδη από την εποχή της ναυπήγησης των τριών θωρηκτών τσέπης, οι Γερμανοί ναυπηγοί είχαν αντικαταστήσει το "κάρφωμα" των πλακών θωράκισης με κόλληση επιτυγχάνοντας το ίδιο αποτέλεσμα με σημαντικά μικρότερο βάρος. Την τεχνική αυτή εκμεταλλεύθηκαν και στο Μπίσμαρκ, έδωσαν όμως ιδιαίτερη προσοχή σε αυτήν, ώστε να καλύψουν όλα τα σημεία του σκάφους που ήταν εύτρωτα σε οβίδες κανονιών, βόμβες αεροσκαφών και τορπίλες.
Θωρακίστηκαν το κατάστρωμα, το κύτος και οι πυργίσκοι των πυροβόλων (ιδιαίτερα βαρεία θωράκιση διέθεταν οι πυργίσκοι των κανονιών των 15 ιντσών). Αν και η όλη τεχνική βρισκόταν ένα σκαλί πίσω από αυτή των Άγγλων και των Αμερικανών σχετικά με τη θωράκιση των πλοίων, η θωράκιση ήταν αξιοπρόσεκτη για το συνολικό της πάχος: Σχεδόν το μισό βάρος του σκάφους οφειλόταν σε αυτή.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές και οι ασκήσεις του Μπίσμαρκ και έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές στα επιμέρους τμήματά του, στο σκάφος μεταφέρθηκαν τα δύο πρώτα αναγνωριστικά αεροσκάφη "Arado 196 (14 - 17 Μαρτίου 1941) και στις 2 Απριλίου 1941 μεταφέρθηκαν και τα υπόλοιπα δύο από τα τέσσερα προβλεπόμενα. Στις 5 Μαΐου το σκάφος δέχεται την επίσκεψη του Χίτλερ που συνοδεύεται από τον Κάιτελ, ο οποίος θέτει ως επικεφαλής της αποστολής τον Ναύαρχο Λύτγιενς.
Η τελευταία δοκιμή με τα αεροσκάφη επί του πλοίου κατέληξε στην απενεργοποίηση του γερανού φορτοεκφόρτωσης των 12 τόνων, που χρειάστηκε επισκευή. Όταν και αυτή ολοκληρώθηκε (16 Μαΐου 1941), το Μπίσμαρκ θεωρήθηκε επιχειρησιακά έτοιμο και αποφασίστηκε η συμμετοχή του στην «Επιχείρηση Rheinübung» (άσκηση στον Ρήνο). Η επιχείρηση αυτή προέβλεπε επιθέσεις μεγάλων σκαφών επιφανείας του Kriegsmarine κατά των συμμαχικών νηοπομπών στον Ατλαντικό.
Η αρχική πρόβλεψη περιλάμβανε, εκτός από το Μπίσμαρκ, τα βαρέα καταδρομικά Σάρνχορστκαι Γκνάιζενάου, τα οποία βρίσκονταν στο λιμένα της Βρέστης. Ωστόσο, η Βρετανική αεροπορία, έχοντας αντιληφθεί την απειλή που αποτελούσαν αυτά τα σκάφη για τις νηοπομπές που εφοδίαζαν το Ηνωμένο Βασίλειο με ποικίλα υλικά, έκανε επανειλημμένες αεροπορικές επιδρομές εναντίον τους. Το μεν Σάρνχορστ εκείνη την περίοδο χρειάστηκε να υποστεί πολύ μεγάλες επισκευές στις μηχανές του (αν και δεν επλήγη), το δε Γκνάιζενάου δέχτηκε μια τορπίλη, η οποία το έθεσε εκτός μάχης για έξι μήνες.
Έτσι, στην επιχείρηση θα συμμετείχε μόνο το Μπίσμαρκ, συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Πριντς Όιγκεν (Prinz Eugen, Πρίγκηψ Ευγένιος). Οι οδηγίες του Μεγάλου Ναυάρχου Έριχ Ραίντερ προς τον Λύτγιενς ήταν σαφείς: Τα δύο σκάφη δεν έπρεπε να εμπλακούν σε ναυμαχίες με σκάφη σχεδόν ίδιας δυναμικότητας με αυτά: Ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν να καταστρέψουν όσο περισσότερα εμπορικά ή μικρότερα σκάφη τούς ήταν δυνατό.
Ο Λύτγιενς ζήτησε από τον Ραίντερ να καθυστερήσει την έναρξη της επιχείρησης, ώστε η δύναμή του να περιλάβει τοΣάρνχορστ ή το δίδυμο του Μπίσμαρκ θωρηκτό Τίρπιτς (Tirpitz). Ο Ραίντερ αρνείται: Το μεν καταδρομικό δεν θα έχει ολοκληρώσει τις επισκευές του πριν τον Ιούλιο του επόμενου έτους, το δε πλήρωμα του Τίρπιτς δεν έχει ακόμη το επαρκώς εκπαιδευμένο πλήρωμα που απαιτείται για παρόμοιες επιχειρήσεις.
Η άρνηση του Ραίντερ δεν είναι αναιτιολόγητη: Ο Μέγας Ναύαρχος έχει πληροφορηθεί την επικείμενη Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση), γνωρίζει τον ήσσονα ρόλο του Ναυτικού σε αυτήν και θέλει να εντυπωσιάσει τον Χίτλερ με σημαντικά επιτεύγματα του Ναυτικού, ώστε να μην περικοπούν οι δαπάνες για την κατασκευή νέων σκαφών επιφανείας, όπως έχει αποφασίσει ο Φύρερ.
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Την άνοιξη του 1941 η ισορροπία δυνάμεων φαινόταν να χαμογελά φιλικά στο Τρίτο Ράιχ. Το μεγαλύτερο σύνολο της ηπειρωτικής Ευρώπης βρισκόταν υπό τη Ναζιστική κατοχή (μόνο η Κρήτη αντιστεκόταν) ενώ η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η μεγάλη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης(που θεωρείτο εύκολος αντίπαλος) βρισκόταν προ των πυλών. Ο τότε αρχηγός του «Κριγκσμαρίν» (το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό) Αρχιναύαρχος Έριχ Ράιντερ θέλοντας να τραβήξει λίγο τους προβολείς του προσκηνίου από τη «Βέρμαχτ» και τη «Λουφτβάφε» αποφάσισε να οργανώσει μια επιχείρηση πέρα από τα στενά ως τότε όρια του υποβρυχιακού πολέμου.
Με αιχμή το Βίσμαρκ και τη συνδρομή τριών ακόμη καταδρομικών η επιχείρηση «Ρήνος» προέβλεπε πως η Γερμανική δύναμη θα περνούσε από τα σκανδιναβικά στενά και θα έβγαινε στον Ατλαντικό για να αναμετρηθεί με τους Βρετανούς προσδοκώντας σε μια νίκη γοήτρου και ουσίας. Το γεγονός πως τα «Σάρνχοστ» και «Γκνάιζεναου» (τα δύο από τα τρία πολεμικά που θα έπαιρναν μέρος στην απόπειρα) παρουσίασαν απροσδόκητα πρόβλημα που κατέστησε αδύνατη τη συμμετοχή τους δεν επηρέασε τον Ράιντερ που επέμεινε πως η επιχείρηση «Ρήνος» δεν έπρεπε να ματαιωθεί. Το μελάνι της ιστορίας έγραψε μια ακόμη λάθος απόφαση…
Την άνοιξη του 1941 η ισορροπία δυνάμεων φαινόταν να χαμογελά φιλικά στο Τρίτο Ράιχ. Το μεγαλύτερο σύνολο της ηπειρωτικής Ευρώπης βρισκόταν υπό τη Ναζιστική κατοχή (μόνο η Κρήτη αντιστεκόταν) ενώ η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η μεγάλη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης(που θεωρείτο εύκολος αντίπαλος) βρισκόταν προ των πυλών. Ο τότε αρχηγός του «Κριγκσμαρίν» (το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό) Αρχιναύαρχος Έριχ Ράιντερ θέλοντας να τραβήξει λίγο τους προβολείς του προσκηνίου από τη «Βέρμαχτ» και τη «Λουφτβάφε» αποφάσισε να οργανώσει μια επιχείρηση πέρα από τα στενά ως τότε όρια του υποβρυχιακού πολέμου.
Με αιχμή το Βίσμαρκ και τη συνδρομή τριών ακόμη καταδρομικών η επιχείρηση «Ρήνος» προέβλεπε πως η Γερμανική δύναμη θα περνούσε από τα σκανδιναβικά στενά και θα έβγαινε στον Ατλαντικό για να αναμετρηθεί με τους Βρετανούς προσδοκώντας σε μια νίκη γοήτρου και ουσίας. Το γεγονός πως τα «Σάρνχοστ» και «Γκνάιζεναου» (τα δύο από τα τρία πολεμικά που θα έπαιρναν μέρος στην απόπειρα) παρουσίασαν απροσδόκητα πρόβλημα που κατέστησε αδύνατη τη συμμετοχή τους δεν επηρέασε τον Ράιντερ που επέμεινε πως η επιχείρηση «Ρήνος» δεν έπρεπε να ματαιωθεί. Το μελάνι της ιστορίας έγραψε μια ακόμη λάθος απόφαση…
Επιχείρηση Rheinübung
Στις 16 Μαΐου ο Λύτγιενς ανέφερε ότι τόσο το Μπίσμαρκ όσο και το Πριντς Όιγκεν ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να εκκινήσουν για την "επιχείρηση Rheinübung". Έλαβε τη διαταγή να προχωρήσει στην επιχείρηση το βράδυ της 19ης Μαΐου. Μαζί τους θα απέπλεαν και δεκαοκτώ εφοδιαστικά σκάφη προς υποστήριξη των δύο μεγάλων πολεμικών. Της νηοπομπής θα προηγούνταν τέσσερα υποβρύχια (U-boote) που θα λάμβαναν θέση μεταξύ Χάλιφαξ και Βρετανίας, υπό τύπον ανιχνευτικών σκαφών.
Με την έναρξη της επιχείρησης το πλήρωμα του Μπίσμαρκ είχε φθάσει το σύνολο των 2.221 αξιωματικών και ναυτών. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 65 αξιωματικοί του επιτελείου του Ναυάρχου και 80 επιπλέον ναύτες προς επάνδρωση των σκαφών που θα συλλαμβάνονταν κατά την επιχείρηση. Το Μπίσμαρκ απέπλευσε από το Γκοτενχάφεν στις 2 το πρωί της 20ής Μαΐου και συναντήθηκε με το Πριντς Όιγκεν στις 11:25, καθώς το καταδρομικό είχε αποπλεύσει την προηγουμένη στις 21:20 από το Καπ Αρκόνα. Τα δύο σκάφη συνόδευαν τρία αντιτορπιλικά (Z10 Hans Lody, Z16 Friedrich Eckoldt και Z23) καθώς και ένας στολίσκος από ναρκαλιευτικά.
Η Λουφτβάφε παρείχε πλήρη αεροπορική υποστήριξη σε όλη την πορεία των σκαφών εντός των Γερμανικών υδάτων. Το μεσημέρι της 20ής Μαΐου, ο κυβερνήτης Λίντεμαν ενημερώνει, μέσω των μεγαφώνων του σκάφους, το πλήρωμα σχετικά με την αποστολή. Σχεδόν την ίδια στιγμή, ένα σμήνος δέκα ή δώδεκα σουηδικών αναγνωριστικών αεροσκαφών εντοπίζει τη Γερμανική νηοπομπή και ενημερώνει σχετικά τόσο για την κατεύθυνση όσο και για τη σύνθεσή της.
Οι Γερμανοί, όμως, δεν εντόπισαν τους Σουηδούς. Μια ώρα αργότερα, ο Γερμανικός στολίσκος συνάντησε το Σουηδικό καταδρομικό Γκότλαντ (HMS Gotland), το οποίο τον παρακολούθησε επί δίωρο στον πορθμό του Κατεγάτη. Το καταδρομικό απέστειλε στο σουηδικό ναυαρχείο αναφορά, στην οποία μεταξύ άλλων, ανέφερε: "... δύο μεγάλα σκάφη, τρία αντιτορπιλικά, πέντε σκάφη συνοδείας και 10 - 12 αεροσκάφη πέρασαν από το Μάρστραντ (Marstrand) (βόρεια του Γκέτεμποργκ) με πορεία 205° / 20'".
Το Γερμανικό επιτελείο, φυσικά, δεν ανησύχησε για την παρουσία του Σουηδικού καταδρομικού, ωστόσο και ο Λύτγιενς και ο Λίντεμαν αντιλήφθηκαν ότι η μυστικότητα της επιχείρησης είχε καταρρεύσει. Η αναφορά έφθασε στον Πλοίαρχο Χένρυ Ντέναμ (Henry Denham), τον Βρετανό ακόλουθο του Βρετανικού ναυτικού στο σουηδικό ναυαρχείο, ο οποίος και την μετέδωσε στο Βρετανικό ναυαρχείο.
Οι αποκρυπτογράφοι του Μπλέτσλεϊ Παρκ επιβεβαίωσαν την επικείμενη επιδρομή στον Ατλαντικό, καθώς κατόρθωσαν να αποκρυπτογραφήσουν αναφορές τόσο από το Μπίσμαρκ όσο και από το Πριντς Όιγκεν ότι είχαν επιβιβάσει τους πρόσθετους άνδρες του πληρώματος, ενώ αιτούνταν την αποστολή πρόσθετων χαρτών πλοήγησης από το αρχηγείο. Δύο αεροσκάφη Σπιτφάιρ απογειώθηκαν για να εντοπίσουν τον Γερμανικό στολίσκο κατά μήκος των ακτών της Νορβηγίας.
Εν τω μεταξύ τα Γερμανικά αναγνωριστικά ανέφεραν ότι ένα αεροπλανοφόρο, τρία θωρηκτά και τέσσερα καταδρομικά παρέμεναν αγκυροβολημένα στη βάση του Σκάπα Φλόου, γεγονός που έδωσε στον Λύτγιενς την εντύπωση ότι οι Βρετανοί, ως τότε, δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχετικά με την επιχείρησή του. Το βράδυ της 20ής Μαΐου ο Γερμανικός στολίσκος έφθασε στα παράλια της Νορβηγίας, όπου τα ναρκαλιευτικά αποσπάστηκαν ενώ τα δύο βαρέα πολεμικά και τα συνοδευτικά αντιτορπιλικά συνέχισαν την πορεία τους προς τα βόρεια.
Το επόμενο πρωί οι αξιωματικοί επικοινωνιών του Πριντς Όιγκεν συνέλαβαν ένα μήνυμα προς τα Βρετανικά αναγνωριστικά, τα οποία είχαν διαταχθεί να εντοπίσουν, κατά μήκος των Νορβηγικών ακτών, στολίσκο δύο βαρέων σκαφών και τριών αντιτορπιλικών συνοδείας. Στις 7 το πρωί της 21ης Μαΐου, οι Γερμανοί εντοπίζουν άγνωστης ταυτότητας αεροσκάφος, το οποίο ταχύτατα εξαφανίζεται. Γύρω στις 12 το μεσημέρι, ο στολίσκος φθάνει στο Μπέργκεν, αγκυροβολεί στο Γκρίμσταντφιορδ (Grimstadfjord) και τα πληρώματα αρχίζουν να αλλάζουν τα χρώματα του καμουφλάζ των σκαφών.
Κατά τη διάρκεια παραμονής του Μπίσμαρκ στη Νορβηγία, δύο Messerschmitt Bf 109 πετούσαν συνεχώς κάνοντας κύκλους γύρω του, ώστε να αποτρέψουν τυχόν βρετανικές επιθέσεις από αέρος. Ωστόσο, ο Βρετανός πιλότος Μάικλ Σάκλινγκ (Michael Suckling) κατόρθωσε να φωτογραφήσει τον Γερμανικό στολίσκο, υπεριπτάμενος στα 8.000 μ. Όταν έλαβε αυτή την πληροφορία, ο Ναύαρχος Τζων Τόβυ (John Tovey) έδωσε εντολή να αποπλεύσουν το Χουντ (HMS Hood) και το νεότευκτο Πρίγκηψ της Ουαλίας (HMS Prince of Wales), συνοδευόμενα από έξι αντιτορπιλικά, ενισχύοντας έτσι τα δύο καταδρομικά, Σάφφολκ και Νόρφολκ (HMS Suffolk. HMS Norfolk), τα οποία περιπολούσαν στα στενά της Δανίας.
Το υπόλοιπο του στόλου προάσπισης της Βρετανίας (Home Fleet) διατάχτηκε να αναμείνει σε υψηλής ετοιμότητας επιφυλακή στο Σκάπα Φλόου. Κλήθηκαν, επίσης, δεκαοκτώ βομβαρδιστικά για εναέρια προσβολή των γερμανικών σκαφών, αλλά ο καιρός πάνω από το φιορδ χειροτέρευσε και τα αεροσκάφη στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουν τα γερμανικά πολεμικά. Στο φιορδ, ωστόσο, το Μπίσμαρκ δεν ανεφοδιάστηκε σε καύσιμα σε αντίθεση με το Πριντς Όιγκενπου μεταφόρτωσε περίπου 760 τόνους μαζούτ.
Στις 19:30 την εσπέρα της 21ης Μαΐου ο Γερμανικός στολίσκος απέπλευσε από το φιορδ του Μπέργκεν, γεγονός που θορύβησε τους Βρετανούς Τα μεσάνυχτα και ενώ κατευθυνόταν προς τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, ο Έριχ Ραίντερ ανακοίνωσε την αποστολή, επιχείρηση στον Χίτλερ, από τον οποίο εισέπραξε μια χλιαρή συναίνεση. Στις 4 το πρωί της 22ας Μαΐου και ενώ ο στολίσκος περνούσε στα ανοικτά του Τρόντχαϊμ, αποσπάστηκαν από αυτόν να τρία αντιτορπιλικά. Ο Λύτγιενς, έχοντας πλέον μόνο το Μπίσμαρκ και το Πριντς Όιγκεν άλλαξε πορεία προς τα στενά της Δανίας για να αποπειραθεί να ανοιχτεί στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Τα Γερμανικά σκάφη αύξησαν την ταχύτητά τους στους 27 κόμβους (περίπου (50 km/h) για να πραγματοποιήσουν τη διέλευση από τα στενά, ενώ παράλληλα ενεργοποίησαν τα ραντάρ τους. Το Μπίσμαρκ βρισκόταν περίπου 700 μ. μπροστά από το Πριντς Όιγκεν αλλά η ομίχλη περιόριζε την ορατότητα στα 3 ως 4 χλμ. Λόγω της ύπαρξης πάγων στη θάλασσα, τα σκάφη αναγκάστηκαν να μειώσουν την ταχύτητά τους στους 24 κόμβους και να κάνουν ελιγμούς, προκειμένου να αποφύγουν τα επιπλέοντα κομμάτια πάγων.
Στις 19:22 οι Γερμανοί χειριστές του ραντάρ εντόπισαν το Βρετανικό καταδρομικό Σάφφολκ σε απόσταση περίπου 12,5 χλμ. Η ομάδα ασυρμάτου του Πριντς Όιγκεν αποκρυπτογράφησε τα σήματα του Σάφφολκ και διαπίστωσε ότι η θέση των Γερμανικών σκαφών είχε αναφερθεί στο Βρετανικό ναυαρχείο. Ο Λύτγιενς επέτρεψε στον κυβερνήτη του Πριντς Όιγκεν να εμπλακεί με το Σάφφολκ, αλλά ο Γερμανός πλοίαρχος δεν μπορούσε να στοχεύσει, λόγω των συνθηκών, με ακρίβεια τον στόχο του κι έτσι δεν άνοιξε πυρ.
Το Σάφφολκ, αντιλαμβανόμενο ότι δεν θα μπορούσε να εμπλακεί σε μάχη με τα υπέρτερά του Γερμανικά σκάφη αποσύρθηκε σε απόσταση ασφαλείας και συνέχισε, μέσω ραντάρ, να τα παρακολουθεί. Στις 20:30 το βαρύ καταδρομικό Νόρφολκ συναντήθηκε με το Σάφφολκ αλλά έκανε το σφάλμα να πλησιάσει σε μη ασφαλή απόσταση τα Γερμανικά σκάφη, με αποτέλεσμα να δεχθεί έξι ομοβροντίες από το Μπίσμαρκ, από τις οποίες έπεσαν πολύ κοντά στο Βρετανικό πολεμικό, γεμίζοντας θραύσματα οβίδων το κατάστρωμά του.
Ο Βρετανός κυβερνήτης δημιούργησε προπέτασμα καπνού και υποχώρησε, εισερχόμενος σε παρακείμενο στρώμα ομίχλης, δίνοντας τέλος στη σύντομη αυτή μάχη. Ωστόσο, οι ισχυροί κραδασμοί που δημιούργησαν στο σκάφος οι κανονιοβολισμοί των πυροβόλων των 15 ιντσών, απενεργοποίησαν το ραντάρ του πλοίου. Ο Λύτγιενς διέταξε το Πριντς Όιγκεν να τεθεί επικεφαλής, ώστε να χρησιμοποιήσει το δικό του ραντάρ για τον εντοπισμό εχθρικού σχηματισμού. Γύρω στις 10 το βράδυ ο Λύτγιενς διέταξε το Μπίσμαρκ να κάνει στροφή 180ο για να αιφνιδιάσει τα δύο Βρετανικά καταδρομικά που παρακολουθούσαν τα σκάφη του.
Το Μπίσμαρκ, καλυπτόμενο από ισχυρή βροχόπτωση, πραγματοποίησε τον ελιγμό, αλλά το ραντάρ του Σάφφολκ τον εντόπισε έγκαιρα, επιτρέποντας στο σκάφος να διαφύγει. Τα δύο Βρετανικά καταδρομικά συνέχισαν καθ' όλη τη διάρκεια της νύκτας την παρακολούθηση των Γερμανικών πλοίων, αλλά η κακοκαιρία υποχώρησε και το πρωινό της 24ης Μαΐου ξημέρωσε με καθαρό ουρανό. Στις 05:07 το πρωί, το Πριντς Όιγκεν ανέφερε ότι εντόπισε δύο ταχέως κινούμενα αταυτοποίητα σκάφη με διεύθυνση πυξίδας 280ο ως προς αυτό και σε απόσταση 20 ναυτ. μιλίων.
Στις 16 Μαΐου ο Λύτγιενς ανέφερε ότι τόσο το Μπίσμαρκ όσο και το Πριντς Όιγκεν ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να εκκινήσουν για την "επιχείρηση Rheinübung". Έλαβε τη διαταγή να προχωρήσει στην επιχείρηση το βράδυ της 19ης Μαΐου. Μαζί τους θα απέπλεαν και δεκαοκτώ εφοδιαστικά σκάφη προς υποστήριξη των δύο μεγάλων πολεμικών. Της νηοπομπής θα προηγούνταν τέσσερα υποβρύχια (U-boote) που θα λάμβαναν θέση μεταξύ Χάλιφαξ και Βρετανίας, υπό τύπον ανιχνευτικών σκαφών.
Με την έναρξη της επιχείρησης το πλήρωμα του Μπίσμαρκ είχε φθάσει το σύνολο των 2.221 αξιωματικών και ναυτών. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 65 αξιωματικοί του επιτελείου του Ναυάρχου και 80 επιπλέον ναύτες προς επάνδρωση των σκαφών που θα συλλαμβάνονταν κατά την επιχείρηση. Το Μπίσμαρκ απέπλευσε από το Γκοτενχάφεν στις 2 το πρωί της 20ής Μαΐου και συναντήθηκε με το Πριντς Όιγκεν στις 11:25, καθώς το καταδρομικό είχε αποπλεύσει την προηγουμένη στις 21:20 από το Καπ Αρκόνα. Τα δύο σκάφη συνόδευαν τρία αντιτορπιλικά (Z10 Hans Lody, Z16 Friedrich Eckoldt και Z23) καθώς και ένας στολίσκος από ναρκαλιευτικά.
Η Λουφτβάφε παρείχε πλήρη αεροπορική υποστήριξη σε όλη την πορεία των σκαφών εντός των Γερμανικών υδάτων. Το μεσημέρι της 20ής Μαΐου, ο κυβερνήτης Λίντεμαν ενημερώνει, μέσω των μεγαφώνων του σκάφους, το πλήρωμα σχετικά με την αποστολή. Σχεδόν την ίδια στιγμή, ένα σμήνος δέκα ή δώδεκα σουηδικών αναγνωριστικών αεροσκαφών εντοπίζει τη Γερμανική νηοπομπή και ενημερώνει σχετικά τόσο για την κατεύθυνση όσο και για τη σύνθεσή της.
Οι Γερμανοί, όμως, δεν εντόπισαν τους Σουηδούς. Μια ώρα αργότερα, ο Γερμανικός στολίσκος συνάντησε το Σουηδικό καταδρομικό Γκότλαντ (HMS Gotland), το οποίο τον παρακολούθησε επί δίωρο στον πορθμό του Κατεγάτη. Το καταδρομικό απέστειλε στο σουηδικό ναυαρχείο αναφορά, στην οποία μεταξύ άλλων, ανέφερε: "... δύο μεγάλα σκάφη, τρία αντιτορπιλικά, πέντε σκάφη συνοδείας και 10 - 12 αεροσκάφη πέρασαν από το Μάρστραντ (Marstrand) (βόρεια του Γκέτεμποργκ) με πορεία 205° / 20'".
Το Γερμανικό επιτελείο, φυσικά, δεν ανησύχησε για την παρουσία του Σουηδικού καταδρομικού, ωστόσο και ο Λύτγιενς και ο Λίντεμαν αντιλήφθηκαν ότι η μυστικότητα της επιχείρησης είχε καταρρεύσει. Η αναφορά έφθασε στον Πλοίαρχο Χένρυ Ντέναμ (Henry Denham), τον Βρετανό ακόλουθο του Βρετανικού ναυτικού στο σουηδικό ναυαρχείο, ο οποίος και την μετέδωσε στο Βρετανικό ναυαρχείο.
Οι αποκρυπτογράφοι του Μπλέτσλεϊ Παρκ επιβεβαίωσαν την επικείμενη επιδρομή στον Ατλαντικό, καθώς κατόρθωσαν να αποκρυπτογραφήσουν αναφορές τόσο από το Μπίσμαρκ όσο και από το Πριντς Όιγκεν ότι είχαν επιβιβάσει τους πρόσθετους άνδρες του πληρώματος, ενώ αιτούνταν την αποστολή πρόσθετων χαρτών πλοήγησης από το αρχηγείο. Δύο αεροσκάφη Σπιτφάιρ απογειώθηκαν για να εντοπίσουν τον Γερμανικό στολίσκο κατά μήκος των ακτών της Νορβηγίας.
Εν τω μεταξύ τα Γερμανικά αναγνωριστικά ανέφεραν ότι ένα αεροπλανοφόρο, τρία θωρηκτά και τέσσερα καταδρομικά παρέμεναν αγκυροβολημένα στη βάση του Σκάπα Φλόου, γεγονός που έδωσε στον Λύτγιενς την εντύπωση ότι οι Βρετανοί, ως τότε, δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχετικά με την επιχείρησή του. Το βράδυ της 20ής Μαΐου ο Γερμανικός στολίσκος έφθασε στα παράλια της Νορβηγίας, όπου τα ναρκαλιευτικά αποσπάστηκαν ενώ τα δύο βαρέα πολεμικά και τα συνοδευτικά αντιτορπιλικά συνέχισαν την πορεία τους προς τα βόρεια.
Το επόμενο πρωί οι αξιωματικοί επικοινωνιών του Πριντς Όιγκεν συνέλαβαν ένα μήνυμα προς τα Βρετανικά αναγνωριστικά, τα οποία είχαν διαταχθεί να εντοπίσουν, κατά μήκος των Νορβηγικών ακτών, στολίσκο δύο βαρέων σκαφών και τριών αντιτορπιλικών συνοδείας. Στις 7 το πρωί της 21ης Μαΐου, οι Γερμανοί εντοπίζουν άγνωστης ταυτότητας αεροσκάφος, το οποίο ταχύτατα εξαφανίζεται. Γύρω στις 12 το μεσημέρι, ο στολίσκος φθάνει στο Μπέργκεν, αγκυροβολεί στο Γκρίμσταντφιορδ (Grimstadfjord) και τα πληρώματα αρχίζουν να αλλάζουν τα χρώματα του καμουφλάζ των σκαφών.
Κατά τη διάρκεια παραμονής του Μπίσμαρκ στη Νορβηγία, δύο Messerschmitt Bf 109 πετούσαν συνεχώς κάνοντας κύκλους γύρω του, ώστε να αποτρέψουν τυχόν βρετανικές επιθέσεις από αέρος. Ωστόσο, ο Βρετανός πιλότος Μάικλ Σάκλινγκ (Michael Suckling) κατόρθωσε να φωτογραφήσει τον Γερμανικό στολίσκο, υπεριπτάμενος στα 8.000 μ. Όταν έλαβε αυτή την πληροφορία, ο Ναύαρχος Τζων Τόβυ (John Tovey) έδωσε εντολή να αποπλεύσουν το Χουντ (HMS Hood) και το νεότευκτο Πρίγκηψ της Ουαλίας (HMS Prince of Wales), συνοδευόμενα από έξι αντιτορπιλικά, ενισχύοντας έτσι τα δύο καταδρομικά, Σάφφολκ και Νόρφολκ (HMS Suffolk. HMS Norfolk), τα οποία περιπολούσαν στα στενά της Δανίας.
Το υπόλοιπο του στόλου προάσπισης της Βρετανίας (Home Fleet) διατάχτηκε να αναμείνει σε υψηλής ετοιμότητας επιφυλακή στο Σκάπα Φλόου. Κλήθηκαν, επίσης, δεκαοκτώ βομβαρδιστικά για εναέρια προσβολή των γερμανικών σκαφών, αλλά ο καιρός πάνω από το φιορδ χειροτέρευσε και τα αεροσκάφη στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουν τα γερμανικά πολεμικά. Στο φιορδ, ωστόσο, το Μπίσμαρκ δεν ανεφοδιάστηκε σε καύσιμα σε αντίθεση με το Πριντς Όιγκενπου μεταφόρτωσε περίπου 760 τόνους μαζούτ.
Στις 19:30 την εσπέρα της 21ης Μαΐου ο Γερμανικός στολίσκος απέπλευσε από το φιορδ του Μπέργκεν, γεγονός που θορύβησε τους Βρετανούς Τα μεσάνυχτα και ενώ κατευθυνόταν προς τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, ο Έριχ Ραίντερ ανακοίνωσε την αποστολή, επιχείρηση στον Χίτλερ, από τον οποίο εισέπραξε μια χλιαρή συναίνεση. Στις 4 το πρωί της 22ας Μαΐου και ενώ ο στολίσκος περνούσε στα ανοικτά του Τρόντχαϊμ, αποσπάστηκαν από αυτόν να τρία αντιτορπιλικά. Ο Λύτγιενς, έχοντας πλέον μόνο το Μπίσμαρκ και το Πριντς Όιγκεν άλλαξε πορεία προς τα στενά της Δανίας για να αποπειραθεί να ανοιχτεί στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Τα Γερμανικά σκάφη αύξησαν την ταχύτητά τους στους 27 κόμβους (περίπου (50 km/h) για να πραγματοποιήσουν τη διέλευση από τα στενά, ενώ παράλληλα ενεργοποίησαν τα ραντάρ τους. Το Μπίσμαρκ βρισκόταν περίπου 700 μ. μπροστά από το Πριντς Όιγκεν αλλά η ομίχλη περιόριζε την ορατότητα στα 3 ως 4 χλμ. Λόγω της ύπαρξης πάγων στη θάλασσα, τα σκάφη αναγκάστηκαν να μειώσουν την ταχύτητά τους στους 24 κόμβους και να κάνουν ελιγμούς, προκειμένου να αποφύγουν τα επιπλέοντα κομμάτια πάγων.
Στις 19:22 οι Γερμανοί χειριστές του ραντάρ εντόπισαν το Βρετανικό καταδρομικό Σάφφολκ σε απόσταση περίπου 12,5 χλμ. Η ομάδα ασυρμάτου του Πριντς Όιγκεν αποκρυπτογράφησε τα σήματα του Σάφφολκ και διαπίστωσε ότι η θέση των Γερμανικών σκαφών είχε αναφερθεί στο Βρετανικό ναυαρχείο. Ο Λύτγιενς επέτρεψε στον κυβερνήτη του Πριντς Όιγκεν να εμπλακεί με το Σάφφολκ, αλλά ο Γερμανός πλοίαρχος δεν μπορούσε να στοχεύσει, λόγω των συνθηκών, με ακρίβεια τον στόχο του κι έτσι δεν άνοιξε πυρ.
Το Σάφφολκ, αντιλαμβανόμενο ότι δεν θα μπορούσε να εμπλακεί σε μάχη με τα υπέρτερά του Γερμανικά σκάφη αποσύρθηκε σε απόσταση ασφαλείας και συνέχισε, μέσω ραντάρ, να τα παρακολουθεί. Στις 20:30 το βαρύ καταδρομικό Νόρφολκ συναντήθηκε με το Σάφφολκ αλλά έκανε το σφάλμα να πλησιάσει σε μη ασφαλή απόσταση τα Γερμανικά σκάφη, με αποτέλεσμα να δεχθεί έξι ομοβροντίες από το Μπίσμαρκ, από τις οποίες έπεσαν πολύ κοντά στο Βρετανικό πολεμικό, γεμίζοντας θραύσματα οβίδων το κατάστρωμά του.
Ο Βρετανός κυβερνήτης δημιούργησε προπέτασμα καπνού και υποχώρησε, εισερχόμενος σε παρακείμενο στρώμα ομίχλης, δίνοντας τέλος στη σύντομη αυτή μάχη. Ωστόσο, οι ισχυροί κραδασμοί που δημιούργησαν στο σκάφος οι κανονιοβολισμοί των πυροβόλων των 15 ιντσών, απενεργοποίησαν το ραντάρ του πλοίου. Ο Λύτγιενς διέταξε το Πριντς Όιγκεν να τεθεί επικεφαλής, ώστε να χρησιμοποιήσει το δικό του ραντάρ για τον εντοπισμό εχθρικού σχηματισμού. Γύρω στις 10 το βράδυ ο Λύτγιενς διέταξε το Μπίσμαρκ να κάνει στροφή 180ο για να αιφνιδιάσει τα δύο Βρετανικά καταδρομικά που παρακολουθούσαν τα σκάφη του.
Το Μπίσμαρκ, καλυπτόμενο από ισχυρή βροχόπτωση, πραγματοποίησε τον ελιγμό, αλλά το ραντάρ του Σάφφολκ τον εντόπισε έγκαιρα, επιτρέποντας στο σκάφος να διαφύγει. Τα δύο Βρετανικά καταδρομικά συνέχισαν καθ' όλη τη διάρκεια της νύκτας την παρακολούθηση των Γερμανικών πλοίων, αλλά η κακοκαιρία υποχώρησε και το πρωινό της 24ης Μαΐου ξημέρωσε με καθαρό ουρανό. Στις 05:07 το πρωί, το Πριντς Όιγκεν ανέφερε ότι εντόπισε δύο ταχέως κινούμενα αταυτοποίητα σκάφη με διεύθυνση πυξίδας 280ο ως προς αυτό και σε απόσταση 20 ναυτ. μιλίων.
Ναυμαχία των Στενών της Δανίας
Στις 05:45 οι Γερμανοί παρατηρητές εντόπισαν καπνό στον ορίζοντα: Επρόκειτο για τα δύο θωρηκτά που είχε στείλει ο Τόβυ, το Χουντ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας, υπό την ηγεσία του Αντιναυάρχου Λάνσελοτ Χόλλαντ (Lancelot Holland). Ο Λύτγιενς διέταξε τα πληρώματα των σκαφών του να πάρουν θέσεις μάχης. Στις 05:22 η απόσταση που χώριζε τα Γερμανικά από τα Βρετανικά σκάφη είχε περιοριστεί στα 26.000 μέτρα και το επόμενο λεπτό το Χουντ άνοιξε πυρ, ακολουθούμενο από το Πρίγκηψ της Ουαλίας με διαφορά ενός λεπτού.
Το Χουντ έβαλε εναντίον του Πριντς Όιγκεν, νομίζοντάς το για το Μπίσμαρκενώ το Πρίγκηψ της Ουαλίας στοχοποίησε το Μπίσμαρκ. Τα Βρετανικά σκάφη προσέγγιζαν τα Γερμανικά με την πλώρη στραμμένη προς αυτά, γεγονός που τα υποχρέωνε να χρησιμοποιούν μόνο τα πυροβόλα της πλώρης. Τα Γερμανικά σκάφη, αντίθετα, ήσαν στραμμένα στο πλάι, πράγμα που τους επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν όλα τα πυροβόλα τους. Ο Χόλλαντ το παρατήρησε και διέταξε στροφή 20ο. Και τα δύο Γερμανικά σκάφη συγκέντρωσαν αρχικά το πυρ τους εναντίον του Χουντ.
Το Μπίσμαρκ μετά από τρεις ομοβροντίες κατόρθωσε να στοχεύσει επακριβώς το Βρετανικό σκάφος και ο αξιωματικός βολής διέταξε ταχύ πυρ με οκτώ από τα πυροβόλα των 15 ιντσών, ενώ παράλληλα διέταξε πυρ με τα μικρότερα πυροβόλα κατά του Πρίγκηψ της Ουαλίας. Τη στιγμή εκείνη ο Χόλλαντ διέταξε στροφή άλλων 20ο ώστε να φέρει τα σκάφη του παράλληλα με τα Γερμανικά. Η τέταρτη όμως ομοβροντία του Μπίσμαρκ κατάφερε να πλήξει το Χουντ με μια οβίδα στο ασθενώς θωρακισμένο κατάστρωμά του.
Η οβίδα προκάλεσε πυρκαϊά και έφθασε ως την οπίσθια πυριτιδαποθήκη του Βρετανικού θωρηκτού, η οποία περιείχε 112 τόνους κορδίτη, οι οποίοι εξερράγησαν κόβοντας το σκάφος στα δύο: Το πρόσθιο τμήμα συνέχισε να κινείται λόγω αδράνειας, αλλά σύντομα κατακλύσθηκε από τα νερά και η πλώρη υψώθηκε σχεδόν κατακόρυφα, ενώ για τον ίδιο λόγο ανασηκώθηκε και η πρύμνη. Το Χουντ βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο, αφού μόνον δύο άνδρες, ο τιμονιέρης και ένας ναύτης (κατ' άλλες πηγές τρεις), από το σύνολο των 1.419 ανδρών του πληρώματος περισυνελλέγησαν από τα παγωμένα νερά.
Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, η καταστροφή αυτή οφειλόταν σε κατασκευαστικό λάθος, που επέτρεψε στην πυρκαγιά που προκάλεσε η (διατρητική) οβίδα να εξαπλωθεί στην αποθήκη πυρομαχικών (είχαν συμβεί και άλλες παρόμοιες βυθίσεις μεγάλων σκαφών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και παλαιότερα, όπως αυτή του HMS Indefatigable). Όταν το Χουντ εξαφανίστηκε, το Μπίσμαρκ έστρεψε τα πυρά του κατά του κατά πολύ ασθενέστερου Πρίγκηψ της Ουαλίας, το οποίο μένοντας μόνο κτυπήθηκε τέσσερις φορές μέσα σε τέσσερα λεπτά. Μια οβίδα έπληξε το Βρετανικό θωρηκτό αλλά δεν εξερράγη.
Πέρασε στην άλλη πλευρά του σκάφους, φονεύοντας όλους όσοι βρίσκονταν στο κέντρο διοίκησης του σκάφους, εκτός από τον κυβερνήτη του Τζων Λητς (John Leach) και έναν ακόμη αξιωματικό. Η ανισότητα ήταν τέτοια που ο Λητς διέταξε την απεμπλοκή του νεότευκτου θωρηκτού, το οποίο είχε ήδη υποστεί σημαντικές ζημιές, ενώ παρουσίασε και δυσλειτουργίες στα οπλικά του συστήματα (χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στο σκάφος επέβαιναν ακόμη πολίτες τεχνικοί), ενώ ο Καρτιέ είναι σαφέστερος: Αναγράφει ότι το ροντάζ του σκάφους δεν είχε συμπληρωθεί.
Τη στιγμή της απεμπλοκής του το Πρίγκηψ της Ουαλίας είχε σε λειτουργία μόνο δύο από τα δεκατέσσερα πυροβόλα των 14 ιντσών. Το σκάφος έκανε στροφή 160ο και δημιούργησε προπέτασμα καπνού για να καλύψει την υποχώρησή του. Τα Γερμανικά σκάφη σταμάτησαν το πυρ καθώς η απόσταση μεταξύ των σκαφών είχε μεγαλώσει και, παρά την επιμονή του κυβερνήτη Λίντεμαν να κυνηγήσουν το αντίπαλο σκάφος και να το βυθίσουν, ο Λύτγιενς παρέμεινε πιστός στις εντολές του να αποφύγει αχρείαστες εμπλοκές με σκάφη που δεν συνόδευαν νηοπομπές.
Ωστόσο, το πιο αδύναμο Βρετανικό σκάφος δεν αποχώρησε άπρακτο: Τρεις οβίδες του είχαν πλήξει το Μπίσμαρκ, μία στην ίσαλο γραμμή, αρκετά χαμηλά ώστε να δημιουργήσει ρήγμα από το οποίο ο κυματισμός έμπαινε στο σκάφος, μία εξερράγη πλάι στην αποθήκη τορπιλών, χωρίς να τη φθάσει και οι ζημίες που προκάλεσε ήταν σχετικά ασήμαντες και η τρίτη διαπέρασε μια από τις σωσίβιες λέμβους και "προσγειώθηκε" στον καταπέλτη των αεροσκαφών, χωρίς να εκραγεί. Ωστόσο, αν και οι ζημίες εκτιμήθηκαν αρχικά ως "ασήμαντες", αποδείχτηκε ότι δεν ήταν:
Η πρώτη οβίδα είχε προκαλέσει ρήγμα και σε δεξαμενή καυσίμων, στην οποία αρχικά σημειώθηκε είσοδος θαλασσινού νερού, ενώ αργότερα σημειώθηκε διαρροή μαζούτ. Όσο διαρκούσε η εμπλοκή του Μπίσμαρκ με το Χουντ το Πριντς Όιγκεν "ασχολήθηκε" με το Πρίγκηψ της Ουαλίας αλλά, κατ' εντολή του Λύτγιενς, και με τα δύο καταδρομικά που είχαν γίνει σκιά των Γερμανικών. Ύστερα από την απεμπλοκή των Βρετανών, ο Λύτγιενς διέταξε τα σκάφη του να ακολουθήσουν πορεία προς τον Βόρειο Ατλαντικό.
Ύστερα από τη ναυμαχία ο Λύτγιενς ανέφερε: "Ένα θωρηκτό, πιθανόν το Χουντ, βυθίστηκε, ένα δεύτερο, το Βασιλιάς Γεώργιος V (King George V) ή το Ρινόουν (Renown) υποχώρησε με ζημιές. Δύο βαρέα καταδρομικά διατηρούν την επαφή μας με το Βρετανικό Ναυαρχείο". Στις 8 το πρωί γνωστοποιεί τις προθέσεις του στο Γερμανικό ναυαρχείο: Το Πριντς Όιγκεν θα συνεχίσει την αποστολή ενώ το Μπίσμαρκ θα κατευθυνθεί προς το Σαιν Ναζαίρ για επισκευές.
Το καταδρομικό, που έπλεε επικεφαλής, βραδυπόρησε ώστε να επιτρέψει στο θωρηκτό να προσπεράσει, προκειμένου να ελέγξει τη διαρροή καυσίμων και επιβεβαίωσε σοβαρή διαρροή καυσίμων και από τις δύο πλευρές της πλώρης του Μπίσμαρκ. Στη συνέχεια μπήκε ξανά εμπρός.
Η διαρροή, όμως, επισημάνθηκε και από Βρετανικό αναγνωριστικό το οποίο ενημέρωσε τις δύο Βρετανικές "σκιές" του Γερμανικού σχηματισμού, καταδρομικά "Σάφφολκ" και "Νόρφολκ", τα οποία είχε, στο μεταξύ, συναντήσει το Πρίγκηψ της Ουαλίας. Ο υποναύαρχος Ουέικ - Ουόκερ (Wake-Walker), διοικητής της μοίρας των καταδρομικών, έδωσε εντολή στο τραυματισμένο θωρηκτό να παραμείνει πίσω από τα σκάφη του.
Στις 18 Μαϊου με παρόντα στην γέφυρα τον Γκύντερ Λύτιενς, τρίτο κατά σειρά αρχηγό στόλου των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, το Βίσμαρκ μαζί με το «Πριντς Όιγκεν» (το τρίτο βαρύ καταδρομικό) απέπλευσε από τη ναυτική βάση του Γκοτενχάβεν στην Πολωνία. Κινούμενα βόρειοδυτικά πέρασαν από τη Δανία και δύο μέρες αργότερα αγκυροβόλησαν στην ασφάλεια των Νορβηγικών Φιορδ. Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε καμία επαφή και φυσικά καμία ένδειξη πως ο εχθρός είχε αντιληφθεί την παρουσία τους.
Ήταν όμως έτσι; Η αλήθεια είναι πως οι Βρετανοί είχαν πληροφορηθεί από την ουδέτερη Σουηδία την εξόρμηση του Βίσμαρκ και μάλιστα δέχτηκαν με αρκετή ευχαρίστηση την είδηση. Μια ενδεχόμενη βύθιση του θα αποδείκνυε μια και καλή ποιος είχε την κυριαρχία στη θάλασσα.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ
Άμεσα κινητοποιήθηκε η RAF (Αγγλική αεροπορία) η οποία με συνεχείς αποστολές αναγνωριστικών σκαφών προσπάθησε να εντοπίσει τα δύο μεγάλα πλοία. Πράγματι στις 21 Μαϊου ένα «Σπιτφάιρ» επιβεβαίωσε την παρουσία του Βίσμαρκ στο θαλάσσιο χώρο δυτικά της Νορβηγίας και άμεσα αρκετές μοίρες βομβαρδιστικών διατάχτηκαν να απογειωθούν προς τα εκεί. Όμως οι θεοί της καταιγίδας και της ομίχλης ήταν ακόμη με το μέρος των Γερμανών και η απότομη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων ματαίωσε αυτές τις πτήσεις.
Όμως παράλληλα από το ναύσταθμο του Σκάπα Φλόου ξεκινούσε μια ναυτική δύναμη με τον ίδιο σκοπό. Σε αυτή άνηκαν μερικά ελαφρά καταδρομικά μάχης, ένα αεροπλανοφόρο, έξι αντιτορπιλικά και το βαρύ καταδρομικό «Πρινς οφ Γουέιλς». Το κύριο βάρος της επίθεσης θα κράταγε όμως το θωρηκτό «Χουντ» ένα πλοίο εκτοπίσματος 42 χιλιάδων τόνων που μέχρι την καθέλκυση του Βίσμαρκ είχε τον τίτλο του μεγαλύτερου πολεμικού παγκοσμίως. Σε αυτό επέβαινε ο Αντιναύαρχος Λάνσελοτ Χόλαντ ο οποίος είχε και τον ηγετικό ρόλο στην όλη επιχείρηση.
Την ίδια ώρα ο Λύτιενς μην γνωρίζοντας πως το βασιλικό ναυτικό έχει τεθεί στο κατόπι του αναχωρούσε εκ νέου προς τα «στενά της Δανίας» (η θαλάσσια δίοδος ανάμεσα σε Ισλανδία και Γροιλανδία). Δύο μέρες αργότερα οι Βρετανικές μονάδες που βρίσκονταν στην περιοχή διέκριναν με τα κυάλια την τεράστια σιλουέτα δύο εχθρικών πλοίων σε απόσταση. Αμέσως στάλθηκε σήμα στον Χόλαντ ο οποίος μαζί με το «Πρινς οφ Γουέιλς» ανέπτυξαν ταχύτητα αφήνοντας πίσω τα υπόλοιπα συνοδευτικά, για να συναντήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα το μεγάλο τους στόχο.
ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΝΙΚΗ
Ξημέρωνε η 24η μέρα του Μαϊου όταν οι βάρδιες του «Χουντ» αντιλήφθηκαν τον αντίπαλο στον ορίζοντα. Αμέσως σήμανε συναγερμός και ο Χόλαντ διέταξε «Πρόσω Ολοταχώς» προκειμένου να επιτεθεί στα Γερμανικά θωρηκτά. Βέβαια αυτό ίσως δεν ήταν και η σοφότερη απόφαση. Το «Χουντ» μπορεί να μην υστερούσε πολύ από το Βίσμαρκ σε δύναμη πυρός ή εκτόπισμα, υστερούσε όμως τραγικά σε θωράκιση. Ακόμη ήταν ένα πλοίο που είχε ναυπηγηθεί το 1920 κι αυτό σίγουρα λέει πολλά.
Φτάνοντας σε απόσταση βολής το «Χουντ» και το «Γουέιλς» εξαπέλυσαν απο μια ομοβροντία προς το προπορευόμενο από τα εχθρικά πλοία που νόμιζαν πως ήταν το Βίσμαρκ. Μια σφοδρή όμως απάντηση από το δεύτερο τους έκανε να καταλάβουν το μοιραίο τους λάθος. Άμεσα προσπάθησαν να αλλάξουν στόχο, όμως πλέον ήταν πολύ αργά. Πρώτο βρήκε στόχο το «Όιγκεν» χωρίς όμως να πλήξει σοβαρά το «Χουντ». Το Βίσμαρκ χρειάστηκε μόλις πέντε ομοβροντίες για να τελειώσει τη ναυμαχία.
Μια οβίδα από την τελευταία βολή χτύπησε κατακόρυφα το «Χουντ» κι αφού τρύπησε διαδοχικά όλα του τα καταστρώματα έσκασε στην αποθήκη των πυρομαχικών. Ακολούθησε μια εκκωφαντική έκρηξη. Το τεράστιο πλοίο κόπηκε στα δύο και σε δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε στα ταραγμένα κύματα. Από τα 1500 άτομα που επενέβαιναν στο πλοίο σώθηκαν μόνο 3. Ο Αρχιναύαρχος Χόλαντ δεν ήταν μέσα σε αυτά. Το «Πρινς οφ Γουέιλς» απέμεινε μόνο να συνεχίσει τη μάχη αλλά δεχόμενο συνεχή πλήγματα μετά από λίγο εγκατέλειψε το σημείο αφήνοντας τους Γερμανούς να πανηγυρίζουν μια τεράστια επιτυχία.
Η ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
Το βασιλικό ναυτικό φυσικά και δεν μπορούσε να δεχτεί την ήττα έτσι απλά. Χωρίς καθυστέρηση δόθηκε εντολή σε όλες σχεδόν τις μάχιμες μονάδες του Ατλαντικού να κινηθούν προς το σημείο που βρισκόταν το Βίσμαρκ. Τι γινόταν όμως στην πλευρά των θριαμβευτών της ναυμαχίας; Το καμάρι του
«Κριγκσμαρίν» είχε με τη σειρά του υποστεί ζημιές που επέβαλλαν την επιστροφή του σε κάποια ναυική βάση για επισκευές.
Αυτό όμως δεν φαινόταν και τόσο εύκολο. Οι Βρετανοί είχαν το στίγμα του και το παρακολουθούσαν από απόσταση, μέχρι να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες δυνάμεις για να ξαναεπιτεθούν. Ο Λύτιενς, αξιωματικός ιδιαίτερα ικανός στις θαλάσσιες επιχειρήσεις, όμως με κατάλληλες τακτικές το απόγευμα της ίδιας ημέρας κατάφερε αρχικά να απεγκλωβίσει από την παρακολούθηση το «Πριντς Όιγκεν» και κατόπιν να «εξαφανίσει» το Βίσμαρκ από τα εχθρικά ραντάρ.
Για μία ολόκληρη ημέρα οι Σύμμαχοι είχαν χάσει το τεράστιο θήραμά τους και ετοιμαζόντουσαν γεμάτοι απογοήτευση να αναστείλουν τις έρευνες καθώς πίστευαν πως κόντευε να επιστρέψει στην ασφάλεια των Νορβηγικών λιμανιών. Όμως αφενός το λάθος του Λύτιενς να σπάσει τη σιγή ασυρμάτου στέλνοντας ένα σήμα στο Βερολίνο, κι αφετέρου μια αναφορά από ένα μαχητικό υδροπλάνο τους έκανε να ξαναελπίσουν. Το Βίσμαρκ βρισκόταν στα ανοιχτά της Βρέστης και θεωρητικά προλάβαιναν να το σταματήσουν.
Οι Βρετανοί, στο μεταξύ, έχουν θορυβηθεί σημαντικά και κινητοποιούν όλες τους τις ναυτικές δυνάμεις (ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά εναντίον του κινητοποιείται ο Ατλαντικός). Το Ναυαρχείο διατάσσει όλα τα διαθέσιμα πολεμικά στην περιοχή να συμβάλουν στην καταδίωξη των Γερμανικών. Ο "Χόουμ Φλητ" του Ναυάρχου Τόβυ έπλεε με όλη του την ταχύτητα προς συνάντηση των Γερμανών, αλλά στις 24 Μαΐου οι μονάδες του απείχαν από 400 ως 600 ναυτ. μίλια από αυτούς.
Εν τω μεταξύ, το Ναυαρχείο έδωσε διαταγή στα ελαφρά καταδρομικά HMS Manchester, HMS Birmingham και HMS Arethusa να περιπολούν στα στενά της Δανίας, για την περίπτωση που ο Λύτγιενς θα ακολουθούσε την ίδια πορεία για την επιστροφή του, ενώ ο στόλος του Τόβυ ενισχύεται με το Ρόντνεϊ" (HMS Rodney) το οποίο εγκατέλειψε τη συνοδεία του RMS Britannic και το ίδιο έπραξαν τα δύο παλαιά θωρηκτά Ριβέντζ (HMS Revenge) και Ράμιλλιες (HMS Ramillies), τα οποία εγκατέλειψαν τη συνοδεία της νηοπομπής "HX 127".
Συνολικά, εναντίον του Μπίσμαρκ κινητοποιήθηκαν έξι θωρηκτά και βαρέα καταδρομικά, δύο αεροπλανοφόρα, δεκατρία ελαφρά καταδρομικά και εικοσιένα αντιτορπιλικά. Γύρω στις 5 το απόγευμα, το πλήρωμα και οι τεχνικοί στο Πρίγκηψ της Ουαλίας κατάφεραν να επισκευάσουν εννέα από τα δέκα κύρια πυροβόλα του σκάφους, γεγονός που επέτρεψε στον Ουέικ - Ουόκερ να θέσει το θωρηκτό επικεφαλής του σχηματισμού του, ώστε να είναι άμεσα δυνατή η επίθεση κατά του Μπίσμαρκ, αν το συναντούσε.
Οι καιρικές συνθήκες χειροτέρευσαν. Ο Λύτγιενς αποπειράθηκε να αποσπαστεί από το Πριντς Όιγκεν, αλλά το μπουρίνι δεν ήταν αρκετά δυνατό ώστε να καλύψει την προσπάθεια από τα Βρετανικά καταδρομικά, τα οποία συνέχιζαν να έχουν επαφή με τα Γερμανικά σκάφη μέσω ραντάρ. Έτσι, το Πριντς Όιγκεν συνέχισε να πλέει με τη συνοδεία του Μπίσμαρκ. Αποσπάστηκε από αυτό με επιτυχία στις 18:14, ενώ το Μπίσμαρκ ανέκρουσε πλώρη για να επιτεθεί στον σχηματισμό του Ουέικ - Ουόκερ, αναγκάζοντας το Σάφφολκ να υποχωρήσει με όλη του την ταχύτητα.
Αυτό, όμως, επέτρεψε στο Πρίγκηψ της Ουαλίας να βάλει δώδεκα ομοβροντίες κατά του Γερμανικού σκάφους, το οποίο απάντησε με εννέα ομοβροντίες. Καμία από αυτές δεν βρήκε στόχο. Ο επιτυχημένος αυτός αντιπερισπασμός από πλευράς Γερμανών επέτρεψε στο Πριντς Όιγκεν να ξεγλιστρήσει χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα Βρετανικά σκάφη. Το Μπίσμαρκ, αν και "τραυματισμένο" είχε καταφέρει να διατηρήσει υψηλή ταχύτητα (27 - 28 κόμβοι). Οι Βρετανοί όφειλαν να το επιβραδύνουν, αν ήθελαν να το εμποδίσουν να φθάσει στη βάση του Σαιν Ναζαίρ.
Στις 4 το απόγευμα της 25ης Μαΐου ο Τόβυ διέταξε το αεροπλανοφόρο Βικτόριους και τέσσερα ελαφρά καταδρομικά να αλλάξουν πορεία, ώστε τα τορπιλοβόλα αεροσκάφη του Βικτόριους να μπορέσουν να φθάσουν το Γερμανικό σκάφος και να το πλήξουν. Τα αεροσκάφη απονηώθηκαν στις 22:00, Τον σχηματισμό αποτελούσαν έξι Fairey Fulmar και εννέα Fairey Swordfish, αλλά οι πιλότοι τους ήταν άπειροι:
Κατεύθυναν τα πυρά τους αρχικά εναντίον του Νόρφολκ, το οποίο απέφυγε μεν τις τορπίλες, αλλά η αποτυχημένη αυτή επίθεση έθεσε σε συναγερμό το αντιαεροπορικό πυροβολικό του Μπίσμαρκ, το οποίο χρησιμοποίησε για την άμυνά του όλα τα διαθέσιμα πυροβόλα, ακόμη και του κυρίου πυροβολικού, για να δημιουργήσει τεράστιους πίδακες νερού, που δυσχέραιναν την πορεία των αεροσκαφών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να καταρρίψει κανένα από τα επιτιθέμενα αεροσκάφη, τα οποία έριξαν συνολικά εννέα τορπίλες εναντίον του.
Διέφυγε από τις οκτώ, αλλά η ένατη έπληξε το σκάφος στο μέσον της κύριας ζώνης θωράκισης προκαλώντας πολύ μικρές ζημίες, ένα νεκρό, ο οποίος από την ώση της έκρηξης εκτοξεύθηκε σε μεταλλικό τοίχο και πέντε τραυματίες. Προκάλεσε, επίσης, μικροζημιές στα ηλεκτρικά του σκάφους. Πολύ πιο σημαντικές ήταν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους ελιγμούς αποφυγής των τορπιλών: Οι ταχείες μεταβολές ταχύτητας και πορείας χαλάρωσαν τους, ήδη χαλαρούς από το πλήγμα οβίδας, αρμούς της πλώρης, με συνέπεια να αυξηθεί το μέγεθος του ρήγματος που είχε προκληθεί εκεί.
Η εισροή υδάτων είχε γίνει πλέον τόσο σημαντική, ώστε το μηχανοστάσιο αριθ. 2 έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Η εγκατάλειψη αυτή σε συνδυασμό με την απώλεια καυσίμων είχαν ως συνέπεια την ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους στους 16 κόμβους. Οι Γερμανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα στέλνοντας δύτες, οι οποίοι επισκεύασαν πρόχειρα το ρήγμα της πλώρης, με συνέπεια την αύξηση της ταχύτητας του Μπίσμαρκ στους 20 κόμβους, ταχύτητα που το επιτελείο διακυβέρνησης έκρινε ως την οικονομικότερη σε καύσιμα, προκειμένου το σκάφος να καταφέρει να φθάσει στο λιμάνι της κατεχόμενης Γαλλίας.
Όταν τα αεροσκάφη αποχώρησαν, το Μπίσμαρκ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας ενεπλάκησαν εκ νέου σε σύντομη ναυμαχία, στην οποία κανένα σκάφος δεν πέτυχε να πλήξει το άλλο. Αμέσως μετά, ομάδες αποκαταστάσεως ζημιών του Γερμανικού σκάφους κατάφεραν να εμποδίσουν την είσοδο θαλασσινού νερού στην τουρμπίνα, το οποίο θα κατέστρεφε τα ελάσματά της, προκαλώντας τη διακοπή της λειτουργίας της και, ως εκ τούτου, τη σημαντική ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους.
Η ταχύτητα μειώθηκε στους 12 κόμβους το πρωί της 25ης Μαΐου για να επιτραπεί στους δύτες να απαντλήσουν καύσιμα από τις πρόσθιες στις οπίσθιες δεξαμενές. Με τη σύνδεση δύο σωλήνων επιτεύχθηκε, έτσι, η μεταφορά μερικών εκατοντάδων τόνων καυσίμου από τις ημικατεστραμμένες πρόσθιες δεξαμενές στις οπίσθιες, που ήταν άθικτες. Καθώς πλέον η καταδίωξη του Μπίσμαρκ εισερχόταν σε ανοικτή θάλασσα, τα σκάφη του Ουέικ- Ουώκερ αναγκάστηκαν να κάνουν συνεχείς ελιγμούς, για να αποφύγουν τυχόν γερμανικά υποβρύχια.
Σε κάποιον από αυτούς, η απόσταση μεταξύ των σκαφών αυξήθηκε και, ως συνέπεια, το Σάφφολκ έχασε την επαφή ραντάρ με το Μπίσμαρκ. Εν τω μεταξύ, ο Λύτγιενς έδωσε διαταγή στο Μπίσμαρκ να αυξήσει την ταχύτητά του στο μέγιστο (με τις τρέχουσες συνθήκες αυτή μπορούσε να φθάσει ως τους 28 κόμβους), ενώ παράλληλα έδωσε εντολή να πραγματοποιούνται κύκλοι αρχικά προς δυσμάς και ύστερα προς βορρά. Οι ελιγμοί αυτοί συνέπεσαν με την απώλεια του σκάφους από τα Βρετανικά ραντάρ.
Ο κυβερνήτης του Σάφφολκ υπέθεσε ότι το Γερμανικό σκάφος είχε βάλει πορεία προς τα δυτικά και διέταξε κι αυτός πορεία προς δυσμάς με όλη τη διαθέσιμη ταχύτητα. Μισή ώρα αργότερα πληροφόρησε τον Ουέικ - Ουώκερ, ο οποίος διέταξε διασπορά των σκαφών και προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ με οπτικά μέσα. Εν τω μεταξύ, μέσω Ναυαρχείου, την απώλεια επαφής ραντάρ με το Γερμανικό σκάφος πληροφορήθηκε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος, προς στιγμήν, τρομοκρατήθηκε, αναρωτώμενος τι θα έπρεπε να πει στους Βρετανούς: Το Μπίσμαρκ, αφού βύθισε το Χουντ διέφυγε ανενόχλητο;
Η κατάσταση για τα Βρετανικά σκάφη είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, καθώς τα περισσότερα άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα ανεφοδιασμού σε καύσιμα. Οι Βρετανοί έστειλαν το Βικτόριους και τα συνοδευτικά του σκάφη προς τα δυτικά, ενώ τα σκάφη του ναυάρχου Ουέικ - Ουώκερ συνέχισαν προς τα νοτιοδυτικά. Στο μεταξύ ο Λύτγιενς γνωστοποιεί στο Γερμανικό ναυαρχείο την πρόθεσή του να φθάσει στη Βρέστη. Τμήματα των μηνυμάτων του κατορθώνουν να αποκρυπτογραφήσουν οι Βρετανοί, ενώ η Λουφτβάφφε μετακινεί αεροσκάφη της, προκειμένου να παρέξει αεροπορική κάλυψη στο γερμανικό θωρηκτό, γεγονός που επιβεβαιώνει η Γαλλική αντίσταση.
Στην προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ συμμετέχει και ένα σμήνος από αναγνωριστικά υδροπλάνα "PBY Καταλίνα". Στις 10:30 της 26ης Μαΐου, ο σημαιοφόρος Λέοναρντ Σμιθ (Leonard B. Smith) ή, κατ' άλλες πηγές, ο Βρετανός πιλότος Ντ. Ε. Μπριγκς εντοπίζει ένα μεγάλο σκάφος. Κατεβαίνει χαμηλότερα για να έχει πληρέστερη οπτική επαφή και δέχεται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, από τα οποία καταφέρνει με μεγάλη δυσκολία να διαφύγει, βοηθούμενος από την πυκνή νέφωση. Το σήμα εντοπισμού του Μπίσμαρκ φθάνει στο Βρετανικό ναυαρχείο:
Το Γερμανικό σκάφος βρίσκεται 690 ναυτ. μίλια από τη Βρέστη, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα σε λιγότερο από μια ημέρα, με την τρέχουσα ταχύτητά του, να βρεθεί σε περιοχή που καλύπτεται τόσο από τα Γερμανικά υποβρύχια όσο και από τα καταδιωκτικά της Λουφτβάφφε. Δεν υπάρχουν στην περιοχή Βρετανικά σκάφη που να μπορέσουν να το προλάβουν και να το σταματήσουν. Μία είναι η ελπίδα των Βρετανών: Τα αεροπλάνα στο αεροπλανοφόρο Αρκ Ρόαγιαλ και η "Δύναμη Η" του ναυάρχου Τζέιμς Σόμερβιλ.
Τα σκάφη των υπόλοιπων σχηματισμών σταματούν την άσκοπη πλέον καταδίωξη και σταδιακά αρχίζουν να επιστρέφουν στις βάσεις τους, έχοντας σχεδόν άδειες δεξαμενές καυσίμων. Οπτική επαφή με το Μπίσμαρκ, στο μεταξύ, έχουν και μερικά από τα "Swordfish" του Αρκ Ρόαγιαλ που είχαν απονηωθεί για αναγνωρίσεις και διαπιστώνεται ότι η απόσταση μεταξύ Μπίσμαρκ και Αρκ Ρόαγιαλ είναι περίπου 60 ναυτ. μίλια. Ο Σόμερβιλ περιμένει τα σκάφη του να επιστρέψουν και να εξοπλιστούν με τορπίλες.
Το καταδρομικό Σέφιλντ επιφορτίζεται με την παρακολούθηση του Γερμανικού θωρηκτού, αλλά αυτό δεν το πληροφορούνται οι αεροπόροι των "Swordfish". Όταν ο Σόμερβιλ στέλνει το πρώτο κύμα αεροπλάνων, αυτά επιτίθενται στο Σέφιλντ, το οποίο γλιτώνει από τις τορπίλες χάρη σε ταχύτατους ελιγμούς του, αλλά και στη δυσλειτουργία των περισσότερων μαγνητικών πυροκροτητών που έφεραν οι τορπίλες. Τα "Swordfish" επιστρέφουν στο αεροπλανοφόρο, εφοδιάζονται με τορπίλες με πυροκροτητές επαφής και ξαναφεύγουν.
Στο μεταξύ το Μπίσμαρκ έχει εντοπίσει το Σέφιλντ και βάλλει εναντίον του. Δεν κατορθώνει να το πλήξει απευθείας, αλλά θραύσματα από τις οβίδες του πλήττουν το καταδρομικό, φονεύοντας τρεις άνδρες και τραυματίζοντας αρκετούς άλλους. Το Σέφιλντ αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει δημιουργώντας προπέτασμα καπνού. Αλλά στις 19:10 ο Σόμερφιλντ απονηώνει το δεύτερο κύμα "Swordfish", τα οποία φθάνουν το γερμανικό θωρηκτό στις 20:47 και εμφανίζονται απότομα, βγαίνοντας από τα σύννεφα. Τα "Swordfish" δέχονται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, ενώ το Μπίσμαρκ κάνει ταχείς ελιγμούς για να αποφύγει τις τορπίλες τους.
Ωστόσο, δύο από αυτές καταφέρνουν να το πλήξουν. Η μία το χτυπά σχεδόν στο μέσον του, προκαλώντας μικρές μόνο ζημιές στο σκάφος, η δεύτερη όμως το πλήττει κοντά στην πρύμνη, προκαλώντας ζημιές τόσο στους έλικες όσο και στο πηδάλιο, γεγονός που προκαλεί το μπλοκάρισμά του σε στροφή 12 μοιρών. Το Μπίσμαρκ είναι αναγκασμένο να διαγράφει ευρείς κύκλους και, πρακτικά, είναι ακυβέρνητο, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να επισκευάσει τη ζημιά, η οποία αποκαταστάθηκε μόνο μερικά. Στις 21:15 ο Λύτγιενς αναγκάζεται να αναφέρει ότι το σκάφος είναι ακυβέρνητο λόγω απώλειας του πηδαλίου του.
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΤΟΡΠΙΛΗ
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν πολεμικά που είχαν αναχωρήσει από το Γιβραλτάρ. Πράγματι προς το απόγευμα έφτασαν κοντά στο σημείο αλλά κανένα δεν είχε το απαραίτητο μέγεθος να επιτεθεί στο γερμανικό κολοσσό . Μόνο ορισμένα τορπιλλοπλάνα «Σουόρντφις» απονηώθηκαν από το αεροπλανοφόρο «Αρκ Ρόγιαλ» και επέδραμαν κατά του θωρηκτού. Αρχικά μια τορπίλλη πέτυχε το αριστερό πλευρό του Βίσμαρκ χωρίς όμως να επιφέρει καμιά σοβαρή ζημιά στην ενισχυμένη θωράκιση.
Αντίθετα μια άλλη που κατευθυνόταν προς την δεξαμενή καυσίμων εξαιτίας του ελιγμού αποφυγής βρήκε το πλοίο στην πρύμνη και με την έκρηξη κατέστρεψε τα δίδυμα πηδάλια του. Ένα τυχερό χτύπημα που επρόκειτο να αποδειχθεί απίστευτα σημαντικό. Όταν η σύντομη μάχη κόπασε ο Λύτιενς κατάλαβε τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει. Την ώρα που οι Βρετανοί όλο και πλησίαζαν το Βίσμαρκ, με κατεστραμμένο το πλοηγικό σύστημα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Το ίδιο βράδυ ένα σύντομο σήμα που μίλαγε για την τελική νίκη της Γερμανίας προς το Βερολίνο περισσότερο είχε αποχαιρετιστήριο χαρακτήρα.
Η ΒΥΘΙΣΗ ΤΟΥ BISMARCK
Η διαφυγή του Γερμανικού θωρηκτού είναι πλέον αδύνατη. Ο ναύαρχος Τόβυ διαθέτει ακόμη, αν και με λίγα καύσιμα, τα θωρηκτά Βασιλιάς Γεώργιος Ε και Ρόντνεϊ και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ. Στις 21:40 ο Λύτγιενς στέλνει νέο σήμα στο Γερμανικό ναυαρχείο: "Σκάφος ακυβέρνητο. Θα πολεμήσουμε ως την τελευταία μας οβίδα. Ζήτω ο Φύρερ". Ενώ σκοτείνιαζε, το Μπίσμαρκ επιτέθηκε ξανά στο Σέφιλντ αναγκάζοντάς το για μια ακόμη φορά να υποχωρήσει, γεγονός που επέφερε την απώλεια οπτικής επαφής υπό τις συνθήκες αυτές.
Η διαταγή παρακολούθησης του Γερμανικού θωρηκτού μεταβιβάζεται στα πέντε αντιτορπιλικά της μοίρας που διοικεί ο Πλοίαρχος Φίλιπ Βάιαν (Philip Vian). Το Γερμανικό σκάφος εμπλέκεται με τους μικρότερους αντιπάλους του και, ύστερα από τρεις ομοβροντίες του κυρίου πυροβολικού του, κατάφερε να περιβάλει ως στόχο το Πολωνικό αντιτορπιλικό Piorun, το οποίο, όμως, συνέχισε να το πλησιάζει μέχρι να δεχτεί σχεδόν εύστοχη βολή στα 12.000 μέτρα, οπότε και άλλαξε πορεία απομακρυνόμενο.
Ολόκληρη τη νύχτα τα σκάφη του Βάιαν παρενοχλούσαν το Μπίσμαρκ φωτίζοντάς το με φωτοβολίδες και εξαπολύοντας τορπίλες, καμία από τις οποίες δεν έπληξε το γερμανικό σκάφος. Το ξημέρωμα και μεταξύ 05:00 - 06:00 το πλήρωμα του θωρηκτού προσπάθησε να απονηώσει ένα από τα Arado 196 που διέθετε, για να μεταφέρει το ημερολόγιο του σκάφους, την εμπλοκή με το Χουντ και άλλα σημαντικά έγγραφα. Ωστόσο, μία από τις βολές του Πρίγκηψ της Ουαλίας είχε αχρηστεύσει τον καταπέλτη και έτσι η απονήωση δεν πραγματοποιήθηκε.
Λίγο μετά την αυγή, εμφανίζονται στο προσκήνιο τα δύο Βρετανικά θωρηκτά, πρώτα το Βασιλιάς Γεώργιος Ε' και λίγο αργότερα το Ρόντνεϊ, τα οποία εμπλέκονται με το Μπίσμαρκ από απόσταση 23.00 μ. Η απόσταση ανάμεσα στα Βρετανικά σκάφη και το Γερμανικό θωρηκτό μειώνεται και στη μάχη εμπλέκονται και τα δευτερεύοντα πυροβόλα αλλά και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ με τα πυροβόλα των 8 ιντσών.
Στις 09:02 μια οβίδα των 16 ιντσών του Ρόντνεϊ κτυπά την υπερδομή του Μπίσμαρκ στο πρόσθιο τμήμα της, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του πληρώματος και προκαλώντας σημαντικές ζημίες στους πρόσθιους πυργίσκους των πυροβόλων. Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων Γερμανών, η βολή αυτή πιθανότατα φόνευσε τόσο τον Λίντεμαν όσο και τον Λύτγιενς καθώς και ολόκληρο το επιτελείο της γέφυρας. Το κύριο πυροβολικό στο πρόσθιο τμήμα ήταν πρακτικά απενεργοποιημένο και η τελευταία του ομοβροντία ήταν στις 09:27. Μία από τις οβίδες αυτές παρ' ολίγο να πλήξει την πλώρη του Ρόντνεϊ και κατέστρεψε τους πρόσθιους τορπιλοσωλήνες.
Ήταν η πλέον εύστοχη βολή που κατόρθωσε να επιτύχει το βαριά πληγωμένο Γερμανικό σκάφος. Ο ανθυποπλοίαρχος φον Μύλλενχάιμ (von Müllenheim), που ήταν επικεφαλής στους οπίσθιους πυργίσκους, κατόρθωσε να στείλει τρεις ακόμη ομοβροντίες κατά των αντιπάλων του, αλλά μια Βρετανική οβίδα κατέστρεψε τα όργανα ελέγχου βολής. Ο ανθυποπλοίαρχος έδωσε διαταγή στα ακόμη ενεργά πυροβόλα να βάλουν κατά βούληση, αλλά ως τις 09:31 όλοι οι πυργίσκοι του κύριου πυροβολικού έχουν εξουδετερωθεί.
Μέχρι τις 10 το πρωί τα σκάφη του Τόβυ έχουν καταφέρει πάνω από 700 βολές βαρέων πυροβόλων στο Γερμανικό σκάφος, το οποίο φλέγεται από την πρύμνη ως την πλώρη, ενώ έχει πάρει κλίση 20 μοιρών και η πρύμνη του έχει σχεδόν φθάσει την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Τόβυ δεν μπορεί να σταματήσει το πυρ αν οι Γερμανοί δεν κατεβάσουν τα διάσημά τους ή αν δεν γίνει σαφώς αντιληπτό ότι εγκαταλείπουν το σκάφος. Το Ρόντνεϊ πλησιάζει στα 2.700 μ., απόσταση πολύ μικρή για τα βαρέα πυροβόλα του, αλλά εκτοξεύει δύο τορπίλες από τους πλάγιους πυροσωλήνες.
Οι άνδρες του Ρόντνεϊ ισχυρίζονται ότι η μία βρήκε στόχο, ωστόσο ο συγγραφέας Λούντοβικ Κέννεντυ σημειώνει: "Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι η μοναδική περίπτωση στη ναυτική ιστορία που ένα θωρηκτό τορπιλίζει ένα άλλο". Στο Μπίσμαρκ ο Υποπλοίαρχος Χανς Ελς (Hans Oels) δίνει διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους στους άνδρες του και στο μηχανοστάσιο να απασφαλίσει τις υδατοστεγείς θύρες και να προετοιμάσει την αυτοβύθιση του πλοίου.
Ο αρχιμηχανικός Γκέραρντ Γιούνακ (Gerhard Junack) δίνει εντολή στους άνδρες του να ετοιμάσουν τα εκρηκτικά με φιτίλι διάρκειας εννέα λεπτών, αλλά το σύστημα ενδοεπικοινωνίας σταματά να λειτουργεί κι έτσι αναγκάζεται να στείλει αγγελιαφόρο για να επιβεβαιώσει τη διαταγή αυτοβύθισης του πλοίου. Ο αγγελιαφόρος δεν επέστρεψε ποτέ και ο Γιούνακ εκτελεί τη διαταγή που είχε λάβει, δίνοντας διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους. Ο Γιούνακ και οι άνδρες του άκουσαν τα εκρηκτικά να εκρήγνυνται καθώς ανέβαιναν στο επίπεδο του καταστρώματος, ενώ ο Ελς περιφερόταν στο σκάφος δίνοντας διαταγή εγκατάλειψής του.
Μόλις έφθασε στη γέφυρα, μια ισχυρή έκρηξη φόνευσε τον ίδιο και περίπου 100 ακόμη άνδρες. Παρά τις σχεδόν 400 οβίδες που είχε δεχτεί το Γερμανικό θωρηκτό και την προσπάθεια αυτοβύθισής του, αυτό συνέχισε να επιπλέει. Τα σκάφη του Τόβυ κινδυνεύουν να μείνουν από καύσιμα στο μέσο του πελάγους και σε κακές καιρικές συνθήκες. Ο ναύαρχος δίνει εντολή αποχώρησης σε όλα τα σκάφη και διατάσσει το Ντόρσετσάιρ να βυθίσει το γερμανικό σκάφος με τορπίλες.
Το Βρετανικό σκάφος πλήττει το θωρηκτό με μία τορπίλη στα δεξιά και μία στα αριστερά. αν και το Μπίσμαρκ έχει πλέον γείρει τόσο ώστε το κατάστρωμά του να καλύπτεται από το νερό. Στις 10:35 το Μπίσμαρκ γέρνει αργά προς τα αριστερά και βυθίζεται αργά με την πρύμνη.
Η διαφυγή του Γερμανικού θωρηκτού είναι πλέον αδύνατη. Ο ναύαρχος Τόβυ διαθέτει ακόμη, αν και με λίγα καύσιμα, τα θωρηκτά Βασιλιάς Γεώργιος Ε και Ρόντνεϊ και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ. Στις 21:40 ο Λύτγιενς στέλνει νέο σήμα στο Γερμανικό ναυαρχείο: "Σκάφος ακυβέρνητο. Θα πολεμήσουμε ως την τελευταία μας οβίδα. Ζήτω ο Φύρερ". Ενώ σκοτείνιαζε, το Μπίσμαρκ επιτέθηκε ξανά στο Σέφιλντ αναγκάζοντάς το για μια ακόμη φορά να υποχωρήσει, γεγονός που επέφερε την απώλεια οπτικής επαφής υπό τις συνθήκες αυτές.
Η διαταγή παρακολούθησης του Γερμανικού θωρηκτού μεταβιβάζεται στα πέντε αντιτορπιλικά της μοίρας που διοικεί ο Πλοίαρχος Φίλιπ Βάιαν (Philip Vian). Το Γερμανικό σκάφος εμπλέκεται με τους μικρότερους αντιπάλους του και, ύστερα από τρεις ομοβροντίες του κυρίου πυροβολικού του, κατάφερε να περιβάλει ως στόχο το Πολωνικό αντιτορπιλικό Piorun, το οποίο, όμως, συνέχισε να το πλησιάζει μέχρι να δεχτεί σχεδόν εύστοχη βολή στα 12.000 μέτρα, οπότε και άλλαξε πορεία απομακρυνόμενο.
Ολόκληρη τη νύχτα τα σκάφη του Βάιαν παρενοχλούσαν το Μπίσμαρκ φωτίζοντάς το με φωτοβολίδες και εξαπολύοντας τορπίλες, καμία από τις οποίες δεν έπληξε το γερμανικό σκάφος. Το ξημέρωμα και μεταξύ 05:00 - 06:00 το πλήρωμα του θωρηκτού προσπάθησε να απονηώσει ένα από τα Arado 196 που διέθετε, για να μεταφέρει το ημερολόγιο του σκάφους, την εμπλοκή με το Χουντ και άλλα σημαντικά έγγραφα. Ωστόσο, μία από τις βολές του Πρίγκηψ της Ουαλίας είχε αχρηστεύσει τον καταπέλτη και έτσι η απονήωση δεν πραγματοποιήθηκε.
Λίγο μετά την αυγή, εμφανίζονται στο προσκήνιο τα δύο Βρετανικά θωρηκτά, πρώτα το Βασιλιάς Γεώργιος Ε' και λίγο αργότερα το Ρόντνεϊ, τα οποία εμπλέκονται με το Μπίσμαρκ από απόσταση 23.00 μ. Η απόσταση ανάμεσα στα Βρετανικά σκάφη και το Γερμανικό θωρηκτό μειώνεται και στη μάχη εμπλέκονται και τα δευτερεύοντα πυροβόλα αλλά και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ με τα πυροβόλα των 8 ιντσών.
Στις 09:02 μια οβίδα των 16 ιντσών του Ρόντνεϊ κτυπά την υπερδομή του Μπίσμαρκ στο πρόσθιο τμήμα της, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του πληρώματος και προκαλώντας σημαντικές ζημίες στους πρόσθιους πυργίσκους των πυροβόλων. Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων Γερμανών, η βολή αυτή πιθανότατα φόνευσε τόσο τον Λίντεμαν όσο και τον Λύτγιενς καθώς και ολόκληρο το επιτελείο της γέφυρας. Το κύριο πυροβολικό στο πρόσθιο τμήμα ήταν πρακτικά απενεργοποιημένο και η τελευταία του ομοβροντία ήταν στις 09:27. Μία από τις οβίδες αυτές παρ' ολίγο να πλήξει την πλώρη του Ρόντνεϊ και κατέστρεψε τους πρόσθιους τορπιλοσωλήνες.
Ήταν η πλέον εύστοχη βολή που κατόρθωσε να επιτύχει το βαριά πληγωμένο Γερμανικό σκάφος. Ο ανθυποπλοίαρχος φον Μύλλενχάιμ (von Müllenheim), που ήταν επικεφαλής στους οπίσθιους πυργίσκους, κατόρθωσε να στείλει τρεις ακόμη ομοβροντίες κατά των αντιπάλων του, αλλά μια Βρετανική οβίδα κατέστρεψε τα όργανα ελέγχου βολής. Ο ανθυποπλοίαρχος έδωσε διαταγή στα ακόμη ενεργά πυροβόλα να βάλουν κατά βούληση, αλλά ως τις 09:31 όλοι οι πυργίσκοι του κύριου πυροβολικού έχουν εξουδετερωθεί.
Μέχρι τις 10 το πρωί τα σκάφη του Τόβυ έχουν καταφέρει πάνω από 700 βολές βαρέων πυροβόλων στο Γερμανικό σκάφος, το οποίο φλέγεται από την πρύμνη ως την πλώρη, ενώ έχει πάρει κλίση 20 μοιρών και η πρύμνη του έχει σχεδόν φθάσει την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Τόβυ δεν μπορεί να σταματήσει το πυρ αν οι Γερμανοί δεν κατεβάσουν τα διάσημά τους ή αν δεν γίνει σαφώς αντιληπτό ότι εγκαταλείπουν το σκάφος. Το Ρόντνεϊ πλησιάζει στα 2.700 μ., απόσταση πολύ μικρή για τα βαρέα πυροβόλα του, αλλά εκτοξεύει δύο τορπίλες από τους πλάγιους πυροσωλήνες.
Οι άνδρες του Ρόντνεϊ ισχυρίζονται ότι η μία βρήκε στόχο, ωστόσο ο συγγραφέας Λούντοβικ Κέννεντυ σημειώνει: "Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι η μοναδική περίπτωση στη ναυτική ιστορία που ένα θωρηκτό τορπιλίζει ένα άλλο". Στο Μπίσμαρκ ο Υποπλοίαρχος Χανς Ελς (Hans Oels) δίνει διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους στους άνδρες του και στο μηχανοστάσιο να απασφαλίσει τις υδατοστεγείς θύρες και να προετοιμάσει την αυτοβύθιση του πλοίου.
Ο αρχιμηχανικός Γκέραρντ Γιούνακ (Gerhard Junack) δίνει εντολή στους άνδρες του να ετοιμάσουν τα εκρηκτικά με φιτίλι διάρκειας εννέα λεπτών, αλλά το σύστημα ενδοεπικοινωνίας σταματά να λειτουργεί κι έτσι αναγκάζεται να στείλει αγγελιαφόρο για να επιβεβαιώσει τη διαταγή αυτοβύθισης του πλοίου. Ο αγγελιαφόρος δεν επέστρεψε ποτέ και ο Γιούνακ εκτελεί τη διαταγή που είχε λάβει, δίνοντας διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους. Ο Γιούνακ και οι άνδρες του άκουσαν τα εκρηκτικά να εκρήγνυνται καθώς ανέβαιναν στο επίπεδο του καταστρώματος, ενώ ο Ελς περιφερόταν στο σκάφος δίνοντας διαταγή εγκατάλειψής του.
Μόλις έφθασε στη γέφυρα, μια ισχυρή έκρηξη φόνευσε τον ίδιο και περίπου 100 ακόμη άνδρες. Παρά τις σχεδόν 400 οβίδες που είχε δεχτεί το Γερμανικό θωρηκτό και την προσπάθεια αυτοβύθισής του, αυτό συνέχισε να επιπλέει. Τα σκάφη του Τόβυ κινδυνεύουν να μείνουν από καύσιμα στο μέσο του πελάγους και σε κακές καιρικές συνθήκες. Ο ναύαρχος δίνει εντολή αποχώρησης σε όλα τα σκάφη και διατάσσει το Ντόρσετσάιρ να βυθίσει το γερμανικό σκάφος με τορπίλες.
Το Βρετανικό σκάφος πλήττει το θωρηκτό με μία τορπίλη στα δεξιά και μία στα αριστερά. αν και το Μπίσμαρκ έχει πλέον γείρει τόσο ώστε το κατάστρωμά του να καλύπτεται από το νερό. Στις 10:35 το Μπίσμαρκ γέρνει αργά προς τα αριστερά και βυθίζεται αργά με την πρύμνη.
Μια νίκη γοήτρου ήταν απόλυτα επιτακτική ανάγκη για τους Βρετανούς, στα τέλη Μαΐου του 1941, καθώς οι σκοτεινοί ουρανοί αντανακλούσαν την προέλαση της ναζιστικής μαυρίλας. Ειδικά για τους Άγγλους, τα πάντα έμοιαζαν ζοφερά. Η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη, όπου μπορούσαν ακόμη να πατούν, η Κρήτη, κερδιζόταν βήμα βήμα από τους Γερμανούς, ενώ στις θάλασσες τα Γερμανικά υποβρύχια σκορπούσαν τον όλεθρο. Στο Ιράκ, εξελισσόταν η εξέγερση του Αλή Ρασίντ κατά της Αγγλικής κατοχής και στη Γαλλία η κυβέρνηση του Βισύ παραχωρούσε τα αεροδρόμια της Συρίας στους Γερμανούς και διαπραγματευόταν την παροχή διευκολύνσεων στα Γαλλικά λιμάνια της Αφρικής.
Και, σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, μια νέα δυσάρεστη είδηση ήρθε να ταράξει το Αγγλικό ναυαρχείο: Το θωρηκτό «Βίσμαρκ», το πιο ισχυρό πλοίο του κόσμου, βγήκε στις 22 Μαΐου από τα Νορβηγικά φιόρδ και περνούσε από τα στενά της Δανίας, συνοδευόμενο από το ολοκαίνουργιο βαρύ καταδρομικό «Πρίγκιπας Ονιέγκιν». Όμως, κάποιοι είδαν την έξοδο του θωρηκτού ως τη χρυσή ευκαιρία. Το Αγγλικό ναυαρχείο έστειλε τα καταδρομικά «Σάφολκ» και «Νόρφολκ» πάνω στην πορεία του μεγαθήριου, για να το παρακολουθούν, και κινητοποίησε τα πλοία του στον Ατλαντικό.
Το Βίσμαρκ, με ταχύτητα 28 κόμβων, εκτόπισμα 42.500 τόνoυς και οπλισμένο με οχτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, κινήθηκε προς τον Βόρειο Πόλο και ξαφνικά έστριψε δυτικά και πέρασε βόρεια από την Ισλανδία, αρχίζοντας να κατηφορίζει τα στενά Ισλανδίας - Γροιλανδίας, που εκείνη την εποχή ήταν γεμάτα κινούμενους πάγους και βυθισμένα σε περιοχές ομίχλης.
Το Σάφολκ εντόπισε το Βίσμαρκ στις 10 τη νύχτα, στις 23 Μαΐου. Προτίμησε να χωθεί στην ομίχλη και να το παρακολουθεί από το ραντάρ. Στις 11 τη νύχτα, το Βίσμαρκ βρέθηκε απέναντι στο Νόρφολκ και του έριξε μιαν ομοβροντία. Το Αγγλικό πολεμικό μιμήθηκε το Σάφολκ και κρύφτηκε στην ομίχλη. Και τα δύο ειδοποίησαν το ναυαρχείο. Προς την περιοχή έσπευσε το Αγγλικό θωρηκτό Χουντ, το μεγαλύτερο τότε πολεμικό πλοίο στον κόσμο, αλλά πιο δυσκίνητο κι αρκετά πιο παλιό από το Βίσμαρκ. Μαζί με το Χουντ, έσπευσε και το νεότευκτο κι αροντάριστο ακόμη θωρηκτό Πρίγκιπας Ουαλίας.
Πλέοντας νότια της Ισλανδίας, τα Αγγλικά θωρηκτά βρέθηκαν μπροστά στο Βίσμαρκ, στις 24 Μαΐου, στις 5.35’ τα ξημερώματα. Στις 5:53 άνοιξαν πυρ. Το Βίσμαρκ πρόλαβε να πάρει ευνοϊκή θέση και ν’ ανταποδώσει. Με την τρίτη του ομοβροντία, έπληξε καίρια το Χουντ που βυθίστηκε αμέσως (ώρα 6 το πρωί). Από τους 1419 άνδρες του, σώθηκαν μόνον τρεις. Απαλλαγμένο από το Χουντ, το Βίσμαρκ στράφηκε κατά του Πρίγκιπα της Ουαλίας, που χτυπήθηκε τέσσερις φορές κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μάχη.
Το Βίσμαρκ συνέχισε τον πλου νότια, λαβωμένο ελαφρά από μια οβίδα κι έχοντας πλάι του το καταδρομικό, που δεν είχε προλάβει να μπει στη μάχη. Εναντίον τους, κινήθηκαν το αεροπλανοφόρο Βικτόριους και άλλα οχτώ μεγάλα πλοία, ενώ οι Γερμανοί έστειλαν στην περιοχή, όσα υποβρύχια βρίσκονταν τριγύρω. Τα μεσάνυχτα, αεροπλάνα από το Βικτόριους χτύπησαν το Βίσμαρκ που όμως βγήκε από τη μάχη σχεδόν ανέπαφο. Τρεις ώρες αργότερα, τα Αγγλικά πολεμικά έχασαν την επαφή με τα Γερμανικά, που χάθηκαν:
Το Ονιέγκιν κινήθηκε νότια και το Βίσμαρκ νοτιοανατολικά, με κατεύθυνση κάτω από τη Μάγχη. Οι Άγγλοι, όμως, υπέθεσαν πως στράφηκε βόρεια, με στόχο να μπει στον πολικό κύκλο. Είχαν περάσει τριάντα ώρες, όταν τυχαία ένα Αγγλικό αεροπλάνο ανακάλυψε το Βίσμαρκ να πλέει 690 μίλια δυτικά της γαλλικής Βρέστης. Κατευθυνόταν ολοταχώς προς την περιοχή της Γερμανικής αεροπορικής ομπρέλας, όπου και θα ήταν ασφαλές. Εναντίον του στάλθηκε εσπευσμένα το αεροπλανοφόρο Αρκ Ρουαγιάλ, που ερχόταν από το Γιβραλτάρ. Όμως, ο πιλότος είχε δώσει λάθος στίγμα.
Μέσα στην ομίχλη, τα τορπιλοβόλα αεροπλάνα σημάδεψαν το Αγγλικό πλοίο Σέφιλντ που απέφυγε το χτύπημα με ελιγμούς. Τα αεροπλάνα, τελικά, το αναγνώρισαν. Νύχτωνε κι έμενε δυνατότητα για μια μόνο προσπάθεια ακόμη. Μετά, το Βίσμαρκ θα χανόταν στο σκοτάδι και το πρωί θα βρισκόταν κάτω από την προστασία των Γερμανικών μαχητικών. Τα αεροπλάνα του Αρκ Ρουαγιάλ απογειώθηκαν για τελευταία φορά κι εντόπισαν το Βίσμαρκ στις 8:47 τη νύχτα. Επί 38 λεπτά, στριφογύριζαν γύρω από το μεγαθήριο και του έστελναν τις τορπίλες τους.
Μια από αυτές, βρήκε το Βίσμαρκ στις έλικες κι αχρήστευσε το πηδάλιο. Η ταχύτητά του έπεσε στους τρεις κόμβους. Τα αεροπλάνα έφυγαν αλλά το Βίσμαρκ έμεινε ουσιαστικά ακυβέρνητο. Στη 1:20 τη νύχτα, 27 Μαΐου 1941, το πρόλαβαν πέντε ελαφρά Αγγλικά αντιτορπιλικά. Δυο τορπίλες τους κατάφεραν να το ακινητοποιήσουν. Την αυγή, έφτασαν δυο ακόμη θωρηκτά. Πλησίασαν τον ακινητοποιημένο γίγαντα σε απόσταση βολής και, στις 8:47, άνοιξαν πυρ. Πρώτα χτύπησαν τα πυροβόλα, που σίγησαν.
Έπειτα, άρχισαν να χτυπούν το ακίνητο πλοίο, που δεν μπορούσε ούτε ν’ αντιδράσει ούτε να φύγει, μένοντας ουσιαστικά ακίνητος στόχος για σκοποβολή. Στις 10:15, το Βίσμαρκ τυλίχτηκε στις φλόγες. Στις 10:36 βυθίστηκε. Οι Άγγλοι έσωσαν 110 από τους άνδρες του. Η Αγγλική προπαγάνδα βρήκε πρόφαση να «ρεφάρει» την αποχώρηση από την Κρήτη, που ολοκληρώθηκε την επόμενη ημέρα.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Το πρωί της 27ης Μαϊου το εξαντλημένο από την αγωνία πλήρωμα του Βίσμαρκ είδε τη θολή γραμμή του ορίζοντα να γεμίζει με εχθρικά πλοία. Περίπου στις 9 τα βαριά θωρηκτά «Ρόντνεϊ» και «Κινγκ Τζορτζ Βι» με τις ομοβροντίες τους σηματοδότησαν την έναρξη της άνισης μάχης. Το τεράστιο θωρηκτό παραμένοντας σχεδόν ακίνητο δεχόταν αλεπάλληλα βλήματα για σχεδόν μιάμιση ώρα. Κι όμως πορόλο που τα πυροβόλα του είχαν σιγήσει αυτό παρέμενε στην επιφάνεια σαν να αρνείτο να υποκύψει.
Τελικά λίγο πριν τις 11 άρχισε να γέρνει και μετά από λίγο αναποδογύρισε πριν η θάλασσα το δεχτεί στην υγρή αγκαλιά της. Ακόμη και σήμερα πάντως δεν έχει διευκρινιστεί αν αυτό συνέβη από τις εχθρικές οβίδες ή αν(το πιθανότερο) το πλήρωμά του που δεν ήθελε να πέσει στα χέρια του εχθρού ξεκίνησε τη διαδικασία αυτοβύθισης. Οι διασωθέντες ήταν μόλις 115 από τους 2200 που υπολογίζεται πως υπηρετούσαν στο πλοίο.
Το πρωί της 27ης Μαϊου το εξαντλημένο από την αγωνία πλήρωμα του Βίσμαρκ είδε τη θολή γραμμή του ορίζοντα να γεμίζει με εχθρικά πλοία. Περίπου στις 9 τα βαριά θωρηκτά «Ρόντνεϊ» και «Κινγκ Τζορτζ Βι» με τις ομοβροντίες τους σηματοδότησαν την έναρξη της άνισης μάχης. Το τεράστιο θωρηκτό παραμένοντας σχεδόν ακίνητο δεχόταν αλεπάλληλα βλήματα για σχεδόν μιάμιση ώρα. Κι όμως πορόλο που τα πυροβόλα του είχαν σιγήσει αυτό παρέμενε στην επιφάνεια σαν να αρνείτο να υποκύψει.
Τελικά λίγο πριν τις 11 άρχισε να γέρνει και μετά από λίγο αναποδογύρισε πριν η θάλασσα το δεχτεί στην υγρή αγκαλιά της. Ακόμη και σήμερα πάντως δεν έχει διευκρινιστεί αν αυτό συνέβη από τις εχθρικές οβίδες ή αν(το πιθανότερο) το πλήρωμά του που δεν ήθελε να πέσει στα χέρια του εχθρού ξεκίνησε τη διαδικασία αυτοβύθισης. Οι διασωθέντες ήταν μόλις 115 από τους 2200 που υπολογίζεται πως υπηρετούσαν στο πλοίο.
Διασώσεις
Περίπου 400 άνδρες του Μπίσμαρκ βρίσκονται στο νερό. Το Ντορσετσάιρ συνοδευόμενο από το αντιτορπιλικό Μαορί πλησιάζουν και ρίχνουν σκοινιά, προκειμένου να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Στις 11:40΄ όμως ο κυβερνήτης του Ντορσετσάιρ δίνει διαταγή να εγκαταλειφθεί η επιχείρηση διάσωσης, γιατί επισημάνθηκε Γερμανικό υποβρύχιο. Τα δύο Βρετανικά σκάφη είχαν προλάβει να διασώσουν 85 άνδρες το πρώτο και 25 το δεύτερο. Όταν τα Βρετανικά σκάφη αποχώρησαν, το Γερμανικό υποβρύχιο αναδύθηκε και διέσωσε τρεις ακόμη άνδρες, ενώ άλλοι δύο διασώθηκαν από διερχόμενο ρυμουλκό.
Συνολικά της βύθισης του Μπίσμαρκ επέζησαν 114 άνδρες κατ' άλλες πηγές 110 από σύνολο 2.200 ανδρών του πληρώματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος αξιωματικός φον Μυλλενχάιμ (Von Müllenheim - Rechberg) επέζησε και συνέγραψε αργότερα το βιβλίο Battleship Bismarck, A Survivor's Story.
Περίπου 400 άνδρες του Μπίσμαρκ βρίσκονται στο νερό. Το Ντορσετσάιρ συνοδευόμενο από το αντιτορπιλικό Μαορί πλησιάζουν και ρίχνουν σκοινιά, προκειμένου να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Στις 11:40΄ όμως ο κυβερνήτης του Ντορσετσάιρ δίνει διαταγή να εγκαταλειφθεί η επιχείρηση διάσωσης, γιατί επισημάνθηκε Γερμανικό υποβρύχιο. Τα δύο Βρετανικά σκάφη είχαν προλάβει να διασώσουν 85 άνδρες το πρώτο και 25 το δεύτερο. Όταν τα Βρετανικά σκάφη αποχώρησαν, το Γερμανικό υποβρύχιο αναδύθηκε και διέσωσε τρεις ακόμη άνδρες, ενώ άλλοι δύο διασώθηκαν από διερχόμενο ρυμουλκό.
Συνολικά της βύθισης του Μπίσμαρκ επέζησαν 114 άνδρες κατ' άλλες πηγές 110 από σύνολο 2.200 ανδρών του πληρώματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος αξιωματικός φον Μυλλενχάιμ (Von Müllenheim - Rechberg) επέζησε και συνέγραψε αργότερα το βιβλίο Battleship Bismarck, A Survivor's Story.
Λαϊκή Κουλτούρα
Το 1959 ο Κ. Σ. Φόρεστερ (C. S. Forester) συνέγραψε το μυθιστόρημά του Last Nine Days of the Bismarck (οι εννέα τελευταίες ημέρες του Μπίσμαρκ). Το 1960 το μυθιστόρημα αποτέλεσε τη βάση της ταινίας "Sink the Bismarck!" σε σενάριο του Έντμουντ Νορθ (Edmund H. North) και σκηνοθεσία Λιούις Γκίλμπερτ (Lewis Gilbert). Για λόγους δραματοποίησης, το Γερμανικό σκάφος εμφανίζεται να έχει βυθίσει ένα Βρετανικό αντιτορπιλικό και να έχει καταρρίψει δύο "Swordfish", αλλά στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Το ίδιο έτος παρουσιάστηκε και το τραγούδι του Τζώννυ Χόρτον (Johnny Horton) "Sink the Bismarck". Το 1996 ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Κερκ (Robert Kirk) δημιούργησε το ντοκιμαντέρ Sink the Bismarck, διάρκειας 100 λεπτών για την τηλεόραση ενώ το 2012 οι σκηνοθέτες Μαρκ Ράντις και Μπεν Μπλαιρ (Mark Radice, Ben Blair) δημιούργησαν το επίσης τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ How the Bismarck Sank HMS Hood (Πώς το Μπισμαρκ βύθισε το Χουντ).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου