Σε μια επιστολή του (Ιούνιος 1674) προς τον φίλο του Jarig Jelles ο Σπινόζα παρουσιάζει μια καθαρή εικόνα από βασικά σημεία της φιλοσοφίας του. Προς το τέλος των αναλύσεών του αναφέρει πως το σχήμα δεν είναι τίποτε άλλο από προσδιορισμόςˑ και προσδιορισμός είναι άρνηση (determitatio negation est). Γράφει συγκεκριμένα:
«Όσον αφορά την πρόταση ότι το σχήμα είναι μια άρνηση και όχι κάτι το θετικό, είναι προφανές πως η ύλη στην ολότητά της, θεωρούμενη χωρίς περιορισμό, δεν μπορεί να έχει σχήμα και πως το σχήμα δεν έχει εφαρμογή παρά στα πεπερασμένα και προσδιορισμένα/καθορισμένα σώματα. Διότι, όποιος λέει πως συλλαμβάνει ένα σχήμα, εννοεί, μ’ αυτό τον τρόπο, πως απλώς το υποδηλώνει, πως συλλαμβάνει ένα προσδιορισμένο/καθορισμένο πράγμα και τον τρόπο προσδιορισμού του. Επομένως, αυτός ο προσδιορισμός δεν ανήκει στο πράγμα εν αναφορά προς το Είναι του· απεναντίας είναι το μη-Είναι του. Άρα, αφού το σχήμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσδιορισμός, και προσδιορισμός είναι άρνηση, το σχήμα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση, όπως έχει λεχθεί» (Spinoza, complete works, σ. 892).
Αργότερα ο Jacobi ερμήνευσε αυτή την αξιωματική αρχή του Σπινόζα οντολογικά. Ο Χέγκελ, από τη δική του διαλεκτική σκοπιά, δίνει βαρύνουσα σημασία στην εν λόγω αρχή και την επαναδιατυπώνει ως εξής: omnis determinatio est negatio [=κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση]. Τι σημαίνει, εκ πρώτης όψεως, ετούτη η ρήση; Πολύ περιεκτικά σημαίνει πως με κάθε προσδιορισμό, που δίνουμε σε ένα αντικείμενο, αποκλείουμε άλλους και έτσι με την κατάφαση του ενός έχουμε την εξωτερική αντί-θεση, άρνηση άλλων. Από εδώ προκύπτει πως κάθε θετικός προσδιορισμός συνδέεται αναγκαστικά και με έναν αρνητικό προσδιορισμό. Ο Χέγκελ υιοθετεί αυτή την ερμηνεία του Σπινόζα, αλλά συγχρόνως την προσλαμβάνει σε συνάφεια και με μια καθοριστική κριτική της φιλοσοφίας του τελευταίου ως προς τα εξής σημεία: συλλαμβάνει αυτό το αξίωμα ή την αρχή της άρνησης με έναν απλό, ήτοι τυπικό τρόπο, δηλαδή ως αφηρημένη άρνηση και όχι με τη συγκεκριμένη μορφή της διπλής άρνησης: άρση και διατήρηση συγχρόνως: άρνηση του ορισμένου άμεσου και άρνηση ετούτης της πρώτης άρνησης.
Πρώτη αποτίμηση: το θέμα της άρνησης και η δυνατότητα της διπλής άρνησης αποτελούν καίρια σημεία προσέγγισης, αλλά και διαφοροποίησης ανάμεσα στη φιλοσοφία του Σπινόζα και του Χέγκελ. Δεύτερη αποτίμηση: η διαλεκτική, εγελιανώς νοούμενη, κατανόηση της άρνησης διαφέρει από τη σπινοζική κατά το ότι καθιδρύει τη σχέση περατού και απείρου ως αμοιβαία αρνητική σχέση, ήτοι ως ένα Όλο που φέρει μέσα του την αυτο-άρνησή του και ταυτόχρονα την ανανοηματοδότησή του , δηλαδή τη διατήρησή του σε ανώτερο επίπεδο. Απεναντίας, ο Σπινόζα δέχεται το άπειρο, ήτοι τη Μια υπόσταση, το θεό, ως κατάφαση, ως καθαρή ουσία, ως το ακίνητο Όλο: ετούτη η άπειρη μορφή στέκεται από τη μια μεριά εν είδει αιώνιας ενότητας, εν είδει καθαρού Είναι, και έχει απέναντί της όλους τους άλλους προσδιορισμούς ως κατηγορήματα (βλ. αναλυτικά: Χέγκελ, επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί του Είναι, εκδ. Νόηση, σ. 200 κ.εξ.). Πρόκειται για μια εξωτερική, μορφική σχέση κατάφασης και άρνησης και όχι για μια ενιαία, εσωτερικά διαφοροποιημένη σχέση, όπως υποστηρίζει ο Χέγκελ. Έτσι, η έννοια του καθαρού Είναι δεν είναι παρά μια κενή αφαίρεση, που στερείται κάθε μορφή και κάθε περιεχόμενο. Είναι, για να το πούμε ακριβέστερα, κενός λόγος, ίδιος κι απαράλλαχτος με εκείνον των αδιάντροπων τσαρλατάνων της επαγγελματικής πολιτικής.
Αν όλοι αυτοί οι παλιάτσοι του τραγελαφικού πολιτικού θιάσου γνώριζαν στοιχειωδώς από διαλεκτικό τρόπο σκέψης ή, έστω απλώς από τρόπους και ήθος σκέψης, οι πράξεις τους δεν θα ήταν τεκμήριο της νηπιακής τους φαιδρότητας, εξ υπαρχής καταστροφικής για το ιστορικό Είναι του λαού· ούτε θα καταρρακωνόταν το κύρος των μορφωτικών ιδρυμάτων με τους αθρόους διορισμούς άσχετων με τη γνώση κομματικών παρατρεχάμενων ή συγγενικών τους όντων. Για τη φιλοσοφία του Χέγκελ τούτο σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή πρόοδος, εάν η όλη πράξη δεν συνέχεται από τη δυναμική παρουσία της διαλεκτικής, και όχι της τυπικής-αφηρημένης, στείρας άρνησης: η πρώτη ανορθώνει την υπαρκτική μας υπόσταση, η δεύτερη την καταβαραθρώνει. Μας λέει σχετικά ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος: εάν σε επίπεδο διάνοιας ή κοινού νου η αρνητικότητα υπάρχει απλώς με τον τρόπο της σπινοζικής διαφοράς, δηλαδή ως μια παγιωμένη, σταθερά οριοθετημένη ποιότητα, σε επίπεδο διαλεκτικού Λόγου (dialektische Vernunft) συνιστά τη διάλυση των μονομερώς, από την πλευρά του κοινού νου, παγιωμένων διαφορών. Η άρνηση, ως εκ τούτου, δεν ταυτίζεται με την καταστροφολογία και την καταστροφοπραξία, αλλά με την προσδιορισμένη άρνηση [δες σχετική ανάρτηση, (bestimmte Negation)]. Η καταστροφο-λογία/πραξία ενδημεί στη χώρα της αντι-διαλεκτικής/αντιφιλοσοφικής απαιδευσίας και των αντίστοιχων εκτελεστών της, που επιζητούν παντί τρόπω το αδιαμφισβήτητο της κυριαρχίας τουςˑ η προσδιορισμένη άρνηση, απεναντίας, ενδιαφέρεται για την καθίδρυση του συγκεκριμένου, όπου δεν θα εκμηδενίζονται οι διαφορές που συλλαμβάνει η διάνοια ή, ας πούμε, ο κοινός νους, παρά μόνο θα καταργείται το αδιαμφισβήτητο της ισχύος τους, ο παγιωμένος, ο απόλυτος χαρακτήρας τους. Με άλλα λόγια θα διαλεκτικοποιείται ο Λόγος.
«Όσον αφορά την πρόταση ότι το σχήμα είναι μια άρνηση και όχι κάτι το θετικό, είναι προφανές πως η ύλη στην ολότητά της, θεωρούμενη χωρίς περιορισμό, δεν μπορεί να έχει σχήμα και πως το σχήμα δεν έχει εφαρμογή παρά στα πεπερασμένα και προσδιορισμένα/καθορισμένα σώματα. Διότι, όποιος λέει πως συλλαμβάνει ένα σχήμα, εννοεί, μ’ αυτό τον τρόπο, πως απλώς το υποδηλώνει, πως συλλαμβάνει ένα προσδιορισμένο/καθορισμένο πράγμα και τον τρόπο προσδιορισμού του. Επομένως, αυτός ο προσδιορισμός δεν ανήκει στο πράγμα εν αναφορά προς το Είναι του· απεναντίας είναι το μη-Είναι του. Άρα, αφού το σχήμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσδιορισμός, και προσδιορισμός είναι άρνηση, το σχήμα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση, όπως έχει λεχθεί» (Spinoza, complete works, σ. 892).
Αργότερα ο Jacobi ερμήνευσε αυτή την αξιωματική αρχή του Σπινόζα οντολογικά. Ο Χέγκελ, από τη δική του διαλεκτική σκοπιά, δίνει βαρύνουσα σημασία στην εν λόγω αρχή και την επαναδιατυπώνει ως εξής: omnis determinatio est negatio [=κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση]. Τι σημαίνει, εκ πρώτης όψεως, ετούτη η ρήση; Πολύ περιεκτικά σημαίνει πως με κάθε προσδιορισμό, που δίνουμε σε ένα αντικείμενο, αποκλείουμε άλλους και έτσι με την κατάφαση του ενός έχουμε την εξωτερική αντί-θεση, άρνηση άλλων. Από εδώ προκύπτει πως κάθε θετικός προσδιορισμός συνδέεται αναγκαστικά και με έναν αρνητικό προσδιορισμό. Ο Χέγκελ υιοθετεί αυτή την ερμηνεία του Σπινόζα, αλλά συγχρόνως την προσλαμβάνει σε συνάφεια και με μια καθοριστική κριτική της φιλοσοφίας του τελευταίου ως προς τα εξής σημεία: συλλαμβάνει αυτό το αξίωμα ή την αρχή της άρνησης με έναν απλό, ήτοι τυπικό τρόπο, δηλαδή ως αφηρημένη άρνηση και όχι με τη συγκεκριμένη μορφή της διπλής άρνησης: άρση και διατήρηση συγχρόνως: άρνηση του ορισμένου άμεσου και άρνηση ετούτης της πρώτης άρνησης.
Πρώτη αποτίμηση: το θέμα της άρνησης και η δυνατότητα της διπλής άρνησης αποτελούν καίρια σημεία προσέγγισης, αλλά και διαφοροποίησης ανάμεσα στη φιλοσοφία του Σπινόζα και του Χέγκελ. Δεύτερη αποτίμηση: η διαλεκτική, εγελιανώς νοούμενη, κατανόηση της άρνησης διαφέρει από τη σπινοζική κατά το ότι καθιδρύει τη σχέση περατού και απείρου ως αμοιβαία αρνητική σχέση, ήτοι ως ένα Όλο που φέρει μέσα του την αυτο-άρνησή του και ταυτόχρονα την ανανοηματοδότησή του , δηλαδή τη διατήρησή του σε ανώτερο επίπεδο. Απεναντίας, ο Σπινόζα δέχεται το άπειρο, ήτοι τη Μια υπόσταση, το θεό, ως κατάφαση, ως καθαρή ουσία, ως το ακίνητο Όλο: ετούτη η άπειρη μορφή στέκεται από τη μια μεριά εν είδει αιώνιας ενότητας, εν είδει καθαρού Είναι, και έχει απέναντί της όλους τους άλλους προσδιορισμούς ως κατηγορήματα (βλ. αναλυτικά: Χέγκελ, επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί του Είναι, εκδ. Νόηση, σ. 200 κ.εξ.). Πρόκειται για μια εξωτερική, μορφική σχέση κατάφασης και άρνησης και όχι για μια ενιαία, εσωτερικά διαφοροποιημένη σχέση, όπως υποστηρίζει ο Χέγκελ. Έτσι, η έννοια του καθαρού Είναι δεν είναι παρά μια κενή αφαίρεση, που στερείται κάθε μορφή και κάθε περιεχόμενο. Είναι, για να το πούμε ακριβέστερα, κενός λόγος, ίδιος κι απαράλλαχτος με εκείνον των αδιάντροπων τσαρλατάνων της επαγγελματικής πολιτικής.
Αν όλοι αυτοί οι παλιάτσοι του τραγελαφικού πολιτικού θιάσου γνώριζαν στοιχειωδώς από διαλεκτικό τρόπο σκέψης ή, έστω απλώς από τρόπους και ήθος σκέψης, οι πράξεις τους δεν θα ήταν τεκμήριο της νηπιακής τους φαιδρότητας, εξ υπαρχής καταστροφικής για το ιστορικό Είναι του λαού· ούτε θα καταρρακωνόταν το κύρος των μορφωτικών ιδρυμάτων με τους αθρόους διορισμούς άσχετων με τη γνώση κομματικών παρατρεχάμενων ή συγγενικών τους όντων. Για τη φιλοσοφία του Χέγκελ τούτο σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή πρόοδος, εάν η όλη πράξη δεν συνέχεται από τη δυναμική παρουσία της διαλεκτικής, και όχι της τυπικής-αφηρημένης, στείρας άρνησης: η πρώτη ανορθώνει την υπαρκτική μας υπόσταση, η δεύτερη την καταβαραθρώνει. Μας λέει σχετικά ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος: εάν σε επίπεδο διάνοιας ή κοινού νου η αρνητικότητα υπάρχει απλώς με τον τρόπο της σπινοζικής διαφοράς, δηλαδή ως μια παγιωμένη, σταθερά οριοθετημένη ποιότητα, σε επίπεδο διαλεκτικού Λόγου (dialektische Vernunft) συνιστά τη διάλυση των μονομερώς, από την πλευρά του κοινού νου, παγιωμένων διαφορών. Η άρνηση, ως εκ τούτου, δεν ταυτίζεται με την καταστροφολογία και την καταστροφοπραξία, αλλά με την προσδιορισμένη άρνηση [δες σχετική ανάρτηση, (bestimmte Negation)]. Η καταστροφο-λογία/πραξία ενδημεί στη χώρα της αντι-διαλεκτικής/αντιφιλοσοφικής απαιδευσίας και των αντίστοιχων εκτελεστών της, που επιζητούν παντί τρόπω το αδιαμφισβήτητο της κυριαρχίας τουςˑ η προσδιορισμένη άρνηση, απεναντίας, ενδιαφέρεται για την καθίδρυση του συγκεκριμένου, όπου δεν θα εκμηδενίζονται οι διαφορές που συλλαμβάνει η διάνοια ή, ας πούμε, ο κοινός νους, παρά μόνο θα καταργείται το αδιαμφισβήτητο της ισχύος τους, ο παγιωμένος, ο απόλυτος χαρακτήρας τους. Με άλλα λόγια θα διαλεκτικοποιείται ο Λόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου