Η σύγχρονη ευρωπαϊκή παράδοση είναι μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα. -Άλφρεντ Χουάιτχεντ
Η επιστήμη μέχρι την Αναγέννηση αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Αριστοτέλη.
-Άρθουρ Καίσλερ
Δύο άστρα διαφορετικά, μα και συγχρόνως δίδυμα, που περιφέρονταν γύρω από ένα κοινό κέντρο βάρους, ρίχνοντας εναλλάξ το φως τους πάνω στις γενιές που έρχονταν. Το άστρο Πλάτων και το άστρο Αριστοτέλης. Ο μαθητής και ο δάσκαλος. Δυο άστρα πλασμένα για να αλληλοσυμπληρώνονται, μόλο που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, επί εκατοντάδες χρόνια, δεν είχαν μπορέσει να το αντιληφθούν.
Ο Πλάτων ο μυστικιστής και ο “λογικός” Αριστοτέλης, ο άνθρωπος που θεμελίωσε την κοσμοεικόνα του πάνω στην κοινή λογική. Δυο ιδιοσυγκρασίες εντελώς διαφορετικές. Ο Πλάτων που περιφρονεί τις φυσικές επιστήμες και ο Αριστοτέλης που ζει μελετώντας τις ιτιές και τα δελφίνια. Ο διφορούμενος και αριστολόγων Πλάτων, ο ακριβολόγος και σχολαστικός Αριστοτέλης. Για τον έναν, η αλήθεια βρίσκεται έξω από τον κόσμο των αντικειμένων και οι αντιλήψεις του φέρνουν σε αμηχανία τον κοινό νου. Στον άλλον, η ενασχόληση με τα επίγεια και η κοινή λογική έχουν τον πρώτο λόγο.
Ο Πλάτων, ο πατριάρχης της αφαίρεσης, μας δίδαξε να συγκροτούμε θεωρίες βασιζόμενοι σε αφηρημένες έννοιες. Ο Αριστοτέλης, χωρίς να αγνοήσει τις δυνατότητες της αφαίρεσης, υπήρξε, πάνω απ’ όλα, ένας εραστής του συγκεκριμένου- μας έμαθε να βασιζόμαστε στα γεγονότα και, ξεκινώντας από αυτά, να οικοδομούμε τις θεωρίες μας.
Η λάμψη των δύο μεγάλων άστρων ήταν ένα παράξενο παιχνίδι στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η κυριαρχία του Πλάτωνα, μια ιδιότυπη συμμαχία των ιδεών του με τον χριστιανισμό, κράτησε έως τον δωδέκατο αιώνα, οπότε αναστήθηκε ο Αριστοτέλης, που διατηρήθηκε, για τρεις περίπου αιώνες, ως αυθεντία – ο Φιλόσοφος- στο ευρωπαϊκό προσκήνιο των ιδεών. Τότε έκανε την επανεμφάνισή του ο Πλάτων. Αλλά ένας Πλάτων με εντελώς διαφορετική μεταμφίεση. Ο νεοπλατωνισμός του δέκατου έκτου αιώνα ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του, τελείως αντίθετος από εκείνον των πρώτων μεσαιωνικών χρόνων.
Αρραβώνας πρώτος
Βασιζόμενος στη δύναμη της αναλυτικής του σκέψης και την εμπιστοσύνη του στην κοινή λογική, ο Αριστοτέλης στράφηκε προς τα “επίγεια”, επιδιώκοντας να οικοδομήσει τη λογική, τη φυσική και τη βιολογία. Στο μεταξύ, ο Πλάτων, νιώθοντας απέχθεια για την αλλαγή και για τη φθορά, θέλησε να προσεγγίσει το ιδανικό ον. Αντίθετα, δηλαδή, με τον Αριστοτέλη, μας λέει ο Gillispie, εκείνος δεν έκανε Επιστήμη, ενέπνευσε όμως την επιστήμη. Η γοητεία που άσκησε στους μεταγενέστερους ήταν γόνιμη και ταυτόχρονα στείρα. Στείρα στο ότι τοποθετεί την αλήθεια έξω από τον κόσμο των αντικειμένων, αλλά και γόνιμη ως προς το ότι ταυτίζει την ιδανική απλότητα με τα μαθηματικά.
Στα ζητήματα της επιστήμης, ενώ συμφωνούσαν ότι τα μαθηματικά και η φυσική δεν συμβιβάζονται, διαφωνούσαν στο τι φταίει γι’αυτό. Για τον “δάσκαλο”, οι μαθηματικές σχέσεις είναι αιώνιες και ιδανικές και συνεπώς αληθινές, ενώ η φυσική δεν είναι παρά μια πιθανή εκδοχή- εικώς μύθος- για τον κόσμο των αντικειμένων. Ο Αριστοτέλης τα έβλεπε διαφορετικά. Φρονούσε ότι το “πραγματικό” το μελετά, η φυσική, ενώ από την άλλη, ο κόσμος περιέχει ιδιότητες, μορφές και λεπτές διακρίσεις που είναι αδύνατον να εκφραστούν με τους ακριβείς, ποσοτικούς και απόλυτα εξωπραγματικούς όρους των μαθηματικών.
Η σύνθεση φαινόταν αδύνατη ως τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Aρχιμήδης για να διατυπώσει τον νόμο του μοχλού χωρίς να κάνει πείραμα. Οδηγήθηκε σ’αυτόν χρησιμοποιώντας την έννοια της συμμετρίας. Ήταν ο πρώτος αρραβώνας της ιδανικής γεωμετρίας με τα φθαρτά αντικείμενα, κάτι δηλαδή που είχαν θεωρήσει αδύνατον τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης.
Αρραβώνας δεύτερος. Αυτός θα κατέληγε σε γάμο.
Στους δεκαεπτά αιώνες που ακολούθησαν, κανένας άλλος αρραβώνας αυτού του τύπου δεν πραγματοποιήθηκε, ως τη στιγμή που πήρε τη σκυτάλη ο Γαλιλαίος. Στη δική του ερευνητική πρακτική, ο ενδιαφερόμενος παύει να είναι θεατής και μετατρέπεται σε “ανακριτή” της φύσης. Στη διατύπωση όμως των ερωτήσεων που απευθύνονται προς τη φύση περιέχονται δύο καινοτομίες: η γλώσσα των μαθηματικών και οι αφαιρετικές διεργασίες της ανάκρισης.
Αναφορικά με τα μαθηματικά, ο Γαλιλαίος έχει την πεποίθηση ότι το έργο μας δεν είναι απλώς να αφήνουμε την πέτρα και να διαπιστώνουμε ότι σπεύδει να προσγειωθεί, αλλά να παίρνουμε μετρήσεις και να επεξεργαζόμαστε τα μηνύματα των ποσοτικών δεδομένων. Και η μαθηματικότητα της ανάκρισης δεν σταματάει εδώ, καθώς ένα σωρό γεωμετρικά αντικείμενα διεισδύουν σ’αυτήν. Μολονότι καμιά ευκλείδια ευθεία δεν διασχίζει τη ζωή μας, εντούτοις τη χρησιμοποιούμε ώστε μαζί με τον μετρούμενο χρόνο να οδηγηθούμε στην περιγραφή της κίνησης. Με αυτό τον τρόπο η ερευνητική διεργασία γεμίζει με ευθείες, οι οποίες, μαζί με τους κύκλους, τα σημεία και τις επιφάνειες, τονίζουν την παρουσία της “πλατωνικής” γεωμετρίας στο καινούριο παιχνίδι.
Στο ζήτημα, τέλος, της αφαίρεσης ο Γαλιλαίος υιοθέτησε τη νοησιακή πρακτική τού να “γδύνει τα γεγονότα” από όλες εκείνες τις παραμέτρους που εμπόδιζαν τη διαδικασία της έρευνας. Στο Dialogo sui due massimi sistemi del mondo (Διάλογος για τα δύο πιο μεγάλα συστήματα του Κόσμου) βάζει τον Σαλβιάτι να απαντάει στον Σιμπλίτσιο, τον εκφραστή των απόψεων του αριστοτελισμού:
Σιμπλίτσιο: Αυτές οι μαθηματικές λεπτότητες ταιριάζουν πάρα πολύ στον αφηρημένο, εάν όμως τις εφαρμόσουμε στη φυσική και αντιληπτή ύλη δεν καταλήγουμε πουθενά.
Σαλβιάτι: Θα ήταν πραγματικά πρωτάκουστο οι υπολογισμοί και οι αναλογίες που γίνονται στους αφηρημένους αριθμούς να μην ανταποκρίνονται κατόπιν στο συγκεκριμένο, στα χρυσά και στα ασημένια νομίσματα και στα εμπορεύματα. Ξέρεις, Σιμπλίτσιο, τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Όπως αυτός που θέλει να υπολογίσει τη ζάχαρη, το μετάξι και το μαλλί πρέπει να αγνοήσει τα κιβώτια τα δέματα και τις άλλες συσκευασίες, έτσι και ο filosofo geometra, που θέλει να αναγνωρίσει στο συγκεκριμένο τα αποτελέσματα που έγινε αποδείξει στο αφηρημένο, πρέπει να αφαιρέσει τα υλικά εμπόδια και, εάν κατορθώσει να το κάνει, σε βεβαιώνω ότι τα πράγματα θα συμφωνούν όσο και οι αριθμητικοί υπολογισμοί.
(Γαλιλαίος, Διάλογος πάνω σε δύο νέα συστήματα)
Διατηρώντας αυτή την πεποίθηση, οδηγήθηκε σε πειράματα που δεν θα μπορούσε να τα έχει σκεφτεί με τον παραδοσιακό εμπειρισμό της κοινής λογικής. Ερευνώντας, λόγου χάριν την κίνηση του εκκρεμούς, αφαίρεσε ό,τι ήταν επουσιώδες, όπως η αντίσταση του αέρα και η τριβή του σπάγκου, για να καταλήξει στον σχετικό νόμο και να επιστρέψει στη συνέχεια ώστε να επαναφέρει τους παράγοντες που είχαν αγνοηθεί. Στην έρευνα, επίσης, για την ελεύθερη πτώση, χωρίς να εντυπωσιάζεται από την ασυμφωνία ανάμεσα στη θεωρία και στα πειράματα με πτώσεις αντικειμένων στον αέρα, επεχείρησε μια ιδιαίτερα τολμηρή αφαίρεση, λέγοντας ότι η θεωρία του θα λειτουργούσε εάν η πτώση γινόταν στο κενό.
Όσο κι αν ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να το παραδεχτεί, ο Γαλιλαίος επηρεάστηκε από τον Αριστοτέλη τόσο στον αναλυτικό τρόπο λειτουργίας της σκέψης του όσο και στο ότι “έσκυψε” πάνω στα αντικείμενα και δεν τα αγνόησε, όπως ουσιαστικά έκανε ο Πλάτων. Οι σπάγκοι, τα βαρίδια, οι μπίλιες, τα κεκλιμένα επίπεδα, οι φακοί, τα τσουβάλια με τη ζάχαρη και τα ασημένια νομίσματα ήταν πάντοτε στο οπτικό πεδίο του, σίγουρα όχι για να καθοδηγήσουν τις ερευνητικές του προσπάθειες, αλλά, σ’ένα βαθμό, για να επιβεβαιώσουν τις θεωρητικές του συλλήψεις.
Η πεποίθησή του, όμως, ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν θα μπορούσε ποτέ, μόνη της, να οδηγήσει στην οικοδόμηση της επιστήμης, η ακόμα βαθύτερη πεποίθησή του ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών και η ιδιαίτερη σημασία την οποία απέδωσε στις έννοιες και στα θεωρητικά αντικείμενα τον φέρνει πιο κοντά στον πλατωνισμό, με τη «μεταμφίεση», βέβαια, με την οποία, στη Φλωρεντία κυρίως είχε κάνει την επανεμφάνισή του.
Στο εσωτερικό δηλαδή της γαλιλαιικής μηχανικής, μια αριστοτελική θεώρηση των πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία η ενασχόληση με τα επίγεια και ο κοινός νους έχουν τον πρώτο λόγο, συστεγάζεται με έναν πλατωνισμό, ο οποίος δίνει το προβάδισμα στα γεωμετρικά αντικείμενα και σε προεπινοημένα μοντέλα, βάσει των οποίων θα έπρεπε να γίνονται πειραματικές “ανακρίσεις”.
Η πρότασή του έδειχνε ικανή να περιγράφει το πραγματικό μέσα από το ιδανικό και το συγκεκριμένο μέσα από την αφαίρεση. Ήταν μια από τις καλύτερες συναντήσεις του Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα. Η αμέσως προηγούμενη είχε γίνει 1.700 χρόνια νωρίτερα, με το έργο ταυ Αρχιμήδη. Δεκαεπτά αιώνες μετά τον Αρχιμήδη ο νέος “ιστορικός συμβιβασμός” έμελλε να δώσει καρπούς. Χωρίς αυτόν, η νεογέννητη ευρωπαϊκή επιστήμη θα δυσκολευόταν να τραφεί και να ανατραφεί και να γίνει αυτό που τελικά έγινε. Και ήταν φυσικό η γλώσσα του “νεογέννητου” να εμπεριέχει δυο ανταγωνίζόμενες “διαλέκτους”. Στο εσωτερικό, δηλαδή, της γλώσσας της επιστήμης η εμπεριέχουσα το αληθοφανές αριστοτελικής καταγωγής διάλεκτος της αισθητηριακής πραγματικότητας συστεγάζεται με μια πλατωνικής καταγωγής διάλεκτο γεμάτη ευθείες κύκλους, επιφάνειες, φυσικές αφηρημένες έννοιες και αριθμούς.
Οι αρχαίοι έκαναν διάκριση
ανάμεσα στη Γεωμετρία και στη Μηχανική.
Η μία ήταν ορθολογική και αφηρημένη,
η άλλη είχε να κάνει με τις χειρωνακτικές τέχνες.
Ισαάκ Νεύτων
Στον δρόμο που είχε πλέον ανοιχτεί περπάτησε —μερικές δεκαετίες αργότερα— ο Ισαάκ Νεύτων, μέσα από τον οποίο τα μαθηματικά, οι αφηρημένες έννοιες και τα θεωρητικά αντικείμενα έγιναν το αναπνευστικό σύστημα της νέας επιστήμης.
Ο τίτλος, εξάλλου, του σημαντικότερου έργου του, το οποίο αποτέλεσε και το «ευαγγέλιο» των φυσικών όλου του κόσμου, επισημαίνει αυτό ακριβώς το γεγονός: Philosophiae Naturalis Principia Mathematica, δηλαδή Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας.Ταυτόχρονα, όμως, και για πρώτη φορά, η θεωρία «κοίταξε στα μάτια» το πείραμα και το αντιμετώπισε ισότιμα.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η θεωρητική φυσική έγινε μια προέκταση του πλατωνισμού μέσα στην επιστήμη. Στην απέναντι όχθη ο ενθουσιασμός για το πείραμα απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Οι πειραματικοί φυσικοί υπήρξαν οι μεγάλοι τεχνίτες της επιστήμης. Και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν είδαν ανταγωνιστικά την τάξη που κατακτάται με τη συσσώρευση και με την ταξινόμηση των γεγονότων, αφενός, και τη διαφορετική εκείνη τάξη που κατακτάται με την αφαίρεση και με τα μαθηματικά, αφετέρου.
Η επιστήμη μέχρι την Αναγέννηση αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Αριστοτέλη.
-Άρθουρ Καίσλερ
Δύο άστρα διαφορετικά, μα και συγχρόνως δίδυμα, που περιφέρονταν γύρω από ένα κοινό κέντρο βάρους, ρίχνοντας εναλλάξ το φως τους πάνω στις γενιές που έρχονταν. Το άστρο Πλάτων και το άστρο Αριστοτέλης. Ο μαθητής και ο δάσκαλος. Δυο άστρα πλασμένα για να αλληλοσυμπληρώνονται, μόλο που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, επί εκατοντάδες χρόνια, δεν είχαν μπορέσει να το αντιληφθούν.
Ο Πλάτων ο μυστικιστής και ο “λογικός” Αριστοτέλης, ο άνθρωπος που θεμελίωσε την κοσμοεικόνα του πάνω στην κοινή λογική. Δυο ιδιοσυγκρασίες εντελώς διαφορετικές. Ο Πλάτων που περιφρονεί τις φυσικές επιστήμες και ο Αριστοτέλης που ζει μελετώντας τις ιτιές και τα δελφίνια. Ο διφορούμενος και αριστολόγων Πλάτων, ο ακριβολόγος και σχολαστικός Αριστοτέλης. Για τον έναν, η αλήθεια βρίσκεται έξω από τον κόσμο των αντικειμένων και οι αντιλήψεις του φέρνουν σε αμηχανία τον κοινό νου. Στον άλλον, η ενασχόληση με τα επίγεια και η κοινή λογική έχουν τον πρώτο λόγο.
Ο Πλάτων, ο πατριάρχης της αφαίρεσης, μας δίδαξε να συγκροτούμε θεωρίες βασιζόμενοι σε αφηρημένες έννοιες. Ο Αριστοτέλης, χωρίς να αγνοήσει τις δυνατότητες της αφαίρεσης, υπήρξε, πάνω απ’ όλα, ένας εραστής του συγκεκριμένου- μας έμαθε να βασιζόμαστε στα γεγονότα και, ξεκινώντας από αυτά, να οικοδομούμε τις θεωρίες μας.
Η λάμψη των δύο μεγάλων άστρων ήταν ένα παράξενο παιχνίδι στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η κυριαρχία του Πλάτωνα, μια ιδιότυπη συμμαχία των ιδεών του με τον χριστιανισμό, κράτησε έως τον δωδέκατο αιώνα, οπότε αναστήθηκε ο Αριστοτέλης, που διατηρήθηκε, για τρεις περίπου αιώνες, ως αυθεντία – ο Φιλόσοφος- στο ευρωπαϊκό προσκήνιο των ιδεών. Τότε έκανε την επανεμφάνισή του ο Πλάτων. Αλλά ένας Πλάτων με εντελώς διαφορετική μεταμφίεση. Ο νεοπλατωνισμός του δέκατου έκτου αιώνα ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του, τελείως αντίθετος από εκείνον των πρώτων μεσαιωνικών χρόνων.
Αρραβώνας πρώτος
Βασιζόμενος στη δύναμη της αναλυτικής του σκέψης και την εμπιστοσύνη του στην κοινή λογική, ο Αριστοτέλης στράφηκε προς τα “επίγεια”, επιδιώκοντας να οικοδομήσει τη λογική, τη φυσική και τη βιολογία. Στο μεταξύ, ο Πλάτων, νιώθοντας απέχθεια για την αλλαγή και για τη φθορά, θέλησε να προσεγγίσει το ιδανικό ον. Αντίθετα, δηλαδή, με τον Αριστοτέλη, μας λέει ο Gillispie, εκείνος δεν έκανε Επιστήμη, ενέπνευσε όμως την επιστήμη. Η γοητεία που άσκησε στους μεταγενέστερους ήταν γόνιμη και ταυτόχρονα στείρα. Στείρα στο ότι τοποθετεί την αλήθεια έξω από τον κόσμο των αντικειμένων, αλλά και γόνιμη ως προς το ότι ταυτίζει την ιδανική απλότητα με τα μαθηματικά.
Στα ζητήματα της επιστήμης, ενώ συμφωνούσαν ότι τα μαθηματικά και η φυσική δεν συμβιβάζονται, διαφωνούσαν στο τι φταίει γι’αυτό. Για τον “δάσκαλο”, οι μαθηματικές σχέσεις είναι αιώνιες και ιδανικές και συνεπώς αληθινές, ενώ η φυσική δεν είναι παρά μια πιθανή εκδοχή- εικώς μύθος- για τον κόσμο των αντικειμένων. Ο Αριστοτέλης τα έβλεπε διαφορετικά. Φρονούσε ότι το “πραγματικό” το μελετά, η φυσική, ενώ από την άλλη, ο κόσμος περιέχει ιδιότητες, μορφές και λεπτές διακρίσεις που είναι αδύνατον να εκφραστούν με τους ακριβείς, ποσοτικούς και απόλυτα εξωπραγματικούς όρους των μαθηματικών.
Η σύνθεση φαινόταν αδύνατη ως τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Aρχιμήδης για να διατυπώσει τον νόμο του μοχλού χωρίς να κάνει πείραμα. Οδηγήθηκε σ’αυτόν χρησιμοποιώντας την έννοια της συμμετρίας. Ήταν ο πρώτος αρραβώνας της ιδανικής γεωμετρίας με τα φθαρτά αντικείμενα, κάτι δηλαδή που είχαν θεωρήσει αδύνατον τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης.
Αρραβώνας δεύτερος. Αυτός θα κατέληγε σε γάμο.
Στους δεκαεπτά αιώνες που ακολούθησαν, κανένας άλλος αρραβώνας αυτού του τύπου δεν πραγματοποιήθηκε, ως τη στιγμή που πήρε τη σκυτάλη ο Γαλιλαίος. Στη δική του ερευνητική πρακτική, ο ενδιαφερόμενος παύει να είναι θεατής και μετατρέπεται σε “ανακριτή” της φύσης. Στη διατύπωση όμως των ερωτήσεων που απευθύνονται προς τη φύση περιέχονται δύο καινοτομίες: η γλώσσα των μαθηματικών και οι αφαιρετικές διεργασίες της ανάκρισης.
Αναφορικά με τα μαθηματικά, ο Γαλιλαίος έχει την πεποίθηση ότι το έργο μας δεν είναι απλώς να αφήνουμε την πέτρα και να διαπιστώνουμε ότι σπεύδει να προσγειωθεί, αλλά να παίρνουμε μετρήσεις και να επεξεργαζόμαστε τα μηνύματα των ποσοτικών δεδομένων. Και η μαθηματικότητα της ανάκρισης δεν σταματάει εδώ, καθώς ένα σωρό γεωμετρικά αντικείμενα διεισδύουν σ’αυτήν. Μολονότι καμιά ευκλείδια ευθεία δεν διασχίζει τη ζωή μας, εντούτοις τη χρησιμοποιούμε ώστε μαζί με τον μετρούμενο χρόνο να οδηγηθούμε στην περιγραφή της κίνησης. Με αυτό τον τρόπο η ερευνητική διεργασία γεμίζει με ευθείες, οι οποίες, μαζί με τους κύκλους, τα σημεία και τις επιφάνειες, τονίζουν την παρουσία της “πλατωνικής” γεωμετρίας στο καινούριο παιχνίδι.
Στο ζήτημα, τέλος, της αφαίρεσης ο Γαλιλαίος υιοθέτησε τη νοησιακή πρακτική τού να “γδύνει τα γεγονότα” από όλες εκείνες τις παραμέτρους που εμπόδιζαν τη διαδικασία της έρευνας. Στο Dialogo sui due massimi sistemi del mondo (Διάλογος για τα δύο πιο μεγάλα συστήματα του Κόσμου) βάζει τον Σαλβιάτι να απαντάει στον Σιμπλίτσιο, τον εκφραστή των απόψεων του αριστοτελισμού:
Σιμπλίτσιο: Αυτές οι μαθηματικές λεπτότητες ταιριάζουν πάρα πολύ στον αφηρημένο, εάν όμως τις εφαρμόσουμε στη φυσική και αντιληπτή ύλη δεν καταλήγουμε πουθενά.
Σαλβιάτι: Θα ήταν πραγματικά πρωτάκουστο οι υπολογισμοί και οι αναλογίες που γίνονται στους αφηρημένους αριθμούς να μην ανταποκρίνονται κατόπιν στο συγκεκριμένο, στα χρυσά και στα ασημένια νομίσματα και στα εμπορεύματα. Ξέρεις, Σιμπλίτσιο, τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Όπως αυτός που θέλει να υπολογίσει τη ζάχαρη, το μετάξι και το μαλλί πρέπει να αγνοήσει τα κιβώτια τα δέματα και τις άλλες συσκευασίες, έτσι και ο filosofo geometra, που θέλει να αναγνωρίσει στο συγκεκριμένο τα αποτελέσματα που έγινε αποδείξει στο αφηρημένο, πρέπει να αφαιρέσει τα υλικά εμπόδια και, εάν κατορθώσει να το κάνει, σε βεβαιώνω ότι τα πράγματα θα συμφωνούν όσο και οι αριθμητικοί υπολογισμοί.
(Γαλιλαίος, Διάλογος πάνω σε δύο νέα συστήματα)
Διατηρώντας αυτή την πεποίθηση, οδηγήθηκε σε πειράματα που δεν θα μπορούσε να τα έχει σκεφτεί με τον παραδοσιακό εμπειρισμό της κοινής λογικής. Ερευνώντας, λόγου χάριν την κίνηση του εκκρεμούς, αφαίρεσε ό,τι ήταν επουσιώδες, όπως η αντίσταση του αέρα και η τριβή του σπάγκου, για να καταλήξει στον σχετικό νόμο και να επιστρέψει στη συνέχεια ώστε να επαναφέρει τους παράγοντες που είχαν αγνοηθεί. Στην έρευνα, επίσης, για την ελεύθερη πτώση, χωρίς να εντυπωσιάζεται από την ασυμφωνία ανάμεσα στη θεωρία και στα πειράματα με πτώσεις αντικειμένων στον αέρα, επεχείρησε μια ιδιαίτερα τολμηρή αφαίρεση, λέγοντας ότι η θεωρία του θα λειτουργούσε εάν η πτώση γινόταν στο κενό.
Όσο κι αν ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να το παραδεχτεί, ο Γαλιλαίος επηρεάστηκε από τον Αριστοτέλη τόσο στον αναλυτικό τρόπο λειτουργίας της σκέψης του όσο και στο ότι “έσκυψε” πάνω στα αντικείμενα και δεν τα αγνόησε, όπως ουσιαστικά έκανε ο Πλάτων. Οι σπάγκοι, τα βαρίδια, οι μπίλιες, τα κεκλιμένα επίπεδα, οι φακοί, τα τσουβάλια με τη ζάχαρη και τα ασημένια νομίσματα ήταν πάντοτε στο οπτικό πεδίο του, σίγουρα όχι για να καθοδηγήσουν τις ερευνητικές του προσπάθειες, αλλά, σ’ένα βαθμό, για να επιβεβαιώσουν τις θεωρητικές του συλλήψεις.
Η πεποίθησή του, όμως, ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν θα μπορούσε ποτέ, μόνη της, να οδηγήσει στην οικοδόμηση της επιστήμης, η ακόμα βαθύτερη πεποίθησή του ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών και η ιδιαίτερη σημασία την οποία απέδωσε στις έννοιες και στα θεωρητικά αντικείμενα τον φέρνει πιο κοντά στον πλατωνισμό, με τη «μεταμφίεση», βέβαια, με την οποία, στη Φλωρεντία κυρίως είχε κάνει την επανεμφάνισή του.
Στο εσωτερικό δηλαδή της γαλιλαιικής μηχανικής, μια αριστοτελική θεώρηση των πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία η ενασχόληση με τα επίγεια και ο κοινός νους έχουν τον πρώτο λόγο, συστεγάζεται με έναν πλατωνισμό, ο οποίος δίνει το προβάδισμα στα γεωμετρικά αντικείμενα και σε προεπινοημένα μοντέλα, βάσει των οποίων θα έπρεπε να γίνονται πειραματικές “ανακρίσεις”.
Η πρότασή του έδειχνε ικανή να περιγράφει το πραγματικό μέσα από το ιδανικό και το συγκεκριμένο μέσα από την αφαίρεση. Ήταν μια από τις καλύτερες συναντήσεις του Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα. Η αμέσως προηγούμενη είχε γίνει 1.700 χρόνια νωρίτερα, με το έργο ταυ Αρχιμήδη. Δεκαεπτά αιώνες μετά τον Αρχιμήδη ο νέος “ιστορικός συμβιβασμός” έμελλε να δώσει καρπούς. Χωρίς αυτόν, η νεογέννητη ευρωπαϊκή επιστήμη θα δυσκολευόταν να τραφεί και να ανατραφεί και να γίνει αυτό που τελικά έγινε. Και ήταν φυσικό η γλώσσα του “νεογέννητου” να εμπεριέχει δυο ανταγωνίζόμενες “διαλέκτους”. Στο εσωτερικό, δηλαδή, της γλώσσας της επιστήμης η εμπεριέχουσα το αληθοφανές αριστοτελικής καταγωγής διάλεκτος της αισθητηριακής πραγματικότητας συστεγάζεται με μια πλατωνικής καταγωγής διάλεκτο γεμάτη ευθείες κύκλους, επιφάνειες, φυσικές αφηρημένες έννοιες και αριθμούς.
Οι αρχαίοι έκαναν διάκριση
ανάμεσα στη Γεωμετρία και στη Μηχανική.
Η μία ήταν ορθολογική και αφηρημένη,
η άλλη είχε να κάνει με τις χειρωνακτικές τέχνες.
Ισαάκ Νεύτων
Στον δρόμο που είχε πλέον ανοιχτεί περπάτησε —μερικές δεκαετίες αργότερα— ο Ισαάκ Νεύτων, μέσα από τον οποίο τα μαθηματικά, οι αφηρημένες έννοιες και τα θεωρητικά αντικείμενα έγιναν το αναπνευστικό σύστημα της νέας επιστήμης.
Ο τίτλος, εξάλλου, του σημαντικότερου έργου του, το οποίο αποτέλεσε και το «ευαγγέλιο» των φυσικών όλου του κόσμου, επισημαίνει αυτό ακριβώς το γεγονός: Philosophiae Naturalis Principia Mathematica, δηλαδή Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας.Ταυτόχρονα, όμως, και για πρώτη φορά, η θεωρία «κοίταξε στα μάτια» το πείραμα και το αντιμετώπισε ισότιμα.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η θεωρητική φυσική έγινε μια προέκταση του πλατωνισμού μέσα στην επιστήμη. Στην απέναντι όχθη ο ενθουσιασμός για το πείραμα απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Οι πειραματικοί φυσικοί υπήρξαν οι μεγάλοι τεχνίτες της επιστήμης. Και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν είδαν ανταγωνιστικά την τάξη που κατακτάται με τη συσσώρευση και με την ταξινόμηση των γεγονότων, αφενός, και τη διαφορετική εκείνη τάξη που κατακτάται με την αφαίρεση και με τα μαθηματικά, αφετέρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου