Ὁ Ὅμηρος, γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, εἶναι ἡ βάση τῆς παιδείας τους. Τό κάθε παιδί δέν ἐμάθαινε τίποτ’ ἄλλο, κατ’ ἀρχάς, παρά τήν Ἰλιάδα καί τήν Ὀδύσσεια. Ὅπως οἱ γιαγιάδες μας μᾶς διηγοῦνταν τά παραμύθια τους, ἔτσι ἄρχιζε κ’ ἐκείνων ἡ ἐκπαίδευση - μέ τους ὡραίους στίχους τοῦ Ὁμήρου.
Καί τί ἦταν τοῦτοι οἱ στίχοι; Ἡρωικές ἱστορίες ἑνός ὑποτιθέμενου πολέμου πού ἔγινε γιά μιάν ὡραία Ἑλένη. Τί σύμπτωση ὅμῶς! Κεῖνος πού ἅρπαξε τήν ὡραία Ἑλένη, ἦταν πριγκιπόπουλο σ’ ἕνα μέρος-κλειδί γιά τό ἐμπόριο! Σοῦ λέει: «Τό στάρι περνάει ἀπό μας. ἀπ’ τήν Τροία» - κι ἄρα: ψωμί γιόκ! Σύμπτωση, ἔ;.. (Βλέπετε, θεμελιώδεις ρεαλιστικές προϋποθέσεις προσδιορίζουν τήν Ἱστορία, ἀλλά κάποτε καί μή θεμελιώδεις.)
Μέσα σ’ αὐτούς τους ποιητικούς κύκλους περιέχονται ὅλες οἱ πρωτογονικές πεποιθήσεις τῶν Ἑλλήνων. Ἐνυπάρχει ὅλη ἡ μυθολογία τους, κ’ ἡ φιλοσοφία τους. Μαζί κι ὅλη τους ἡ Ἐπιστήμη, δηλαδή τό σύνολο τῶν γνώσεών τους, τῆς σοφίας τους, τῶν πλανῶν τους. Αὐτή εἶναι ἡ ριζική καταβολή παιδείας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Μ ε γ ά λ ο ποίημα, καί μάλιστα λαϊκῆς δημιουργίας. Τώρα ὡς πρός τή λαϊκή δημιουργία, χονδρικῶς, πρέπει νά λεχθῇ τό ἑξῆς: Μή νομίζετε ὅτι ἔχουνε κάτσει πολλοί μαζί γιά νά φτειάξουν ἕνα ποίημα ποτέ. Ἁπλῶς, κάποιος ἔχει κάποτε κάτι ἐμπνευστῆ, πού ἄρεσε σέ κείνους πού τ’ ἄκουσαν, τό ξανατραγούδησαν ἀλλάζοντας το. παραλλάζοντας το - διορθώνοντας το ἤ χαλώντας το - , καί στό τέλος ἐπικρατεῖ πάντοτε αὐτό πού ἀρέσει στούς περσότερους. Κι ὅπως ἡ θάλασσα λειαίνει ἕνα κομμάτι βράχου ὅλο αἰχμές, καί τό κυλάει μέ τά κύματά της φτειάχνοντας τελικά ἕνα φίνο βότσαλο, ἔτσι τελειοποιεῖται καί ἡ ἀρχικά προσωπική δημιουργία ἑνός ἀνώνυμου, πού στάθηκε στό στόμα πολλῶν, μές ἀπό παραλλαγές καί βελτιώσεις, ἐπί αἰῶνες!.. Θά τά δοῦμ’ ὅλ’ αὐτά καί στό Δημοτικό τραγούδι...
Ἔχουμε λοιπόν τόν ὁμηρικό κόσμο. Βρισκόμαστε δηλαδή σέ μιά μυθική κατάσταση. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νοῦ, προσπαθοῦν νά ἐξακριβώσουν τί γίνεται γύρω τους, στόν ἄμεσο περίγυρό τους. Ὡστόσο τά εὐρύτερα δέν μποροῦν νά τά ἑρμηνεύσουν. Δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν, δηλαδή, ὅλον αὐτόν τόν κόσμο, ὅλο Α ὐ τ ό στ’ ὁποῖο βρεθήκαμε.
Ἄς δοῦμ’ ἕνα πρῶτο θέμα πού ἀπασχολεῖ, ἔστω ἀνεπίγνωστα, τήν ἀρχαιοελληνική σκέψη. Θάλεγε κάνεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά σκέφτεται διότι ἔχει ἀνάγκες. Ἐγώ θά τοῦ ἀπαντοῦσα ὅτι ἔχοντας ἀνάγκες, ἁπλῶς πιάνει ἕνα ρόπαλο καί βαράει κάποιο ζῶο στό κεφάλι καί τό τρώει. Δέν ἔχει λόγο νά κάτςῃ νά σκεφτῇ. Πεινάει! - τί νά σκεφτῇ! Μπορεῖ νά μοῦ πῇ ἄλλος ὅτι χορταίνει πρῶτα, κ’ ὕστερα ἀρχίζει να σκέφτεται. Θά τό δοῦμε...
Κατά μιάν ἄποψη, ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχή ἐκπλήσσεται, θαυμάζει, σηκώνει τό κεφάλι καί παύει νά βλέπῃ τό συγκεκριμένο, βλέπει ἄλλα, πολύ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτόν, τόν περιβάλλουν, κι ὁ ἴδιος εἶναι κάτι ἐλάχιστο μπροστά τους. Καταπλήσσεται ἀπό διάφορα φύσικά φαινόμενα πού ἀδυνατεῖ νά ἐξήγηςῃ - τόν τρομάζουν ἀστραπές, βροντές, κεραυνοί... Ὥστε λοιπόν τό ξεκίνημα εἶναι ἡ κατάπληξη κι ὁ θαυμασμός...
Ἐμενα δέ μέ πείθει οὔτ’ αὐτή ἡ ἄποψη. Προσωπικά θάλεγα ὅτι δέν ξέρω γιατί ὁ ἄθρωπος ἀρχίζει καί σκέφτεται. Μάλιστα, ποῦ ξέρω ὅτι δέ σκέφτεται κ α ί τ ό ζ ῶ ο! Ἁπλῶς δέν ἐκφράζεται... Δέν ξέρω. Οἱ ἀπαντήσεις πού ’χουν δοθῆ, ἐμένα τουλάχιστον, δέ μέ πείθουν. Ἴσως ἀρχίζει κανείς νά σκέφτεται προχωρῶντας ἀπό συνάρτηση σέ συνάρτηση πρός ἐκεῖνα πού μπορεῖ νά γνωρίζῃ, προσκρούοντας διαρκῶς σέ φαινόμενα τά ὁποῖα πλέον δέν μπορεῖ νά συναρτήςῃ καί νά ἑρμηνεύςῃ... Ἡ ἀπορία, λοιπόν, ναί – μπορεῖ νά παράγῃ σκέψη.
Ὁ Μπέρξον, στό λαμπρό του βιβλίο Ἡ δημιουργός ἐξέλιξη, λέει τό ἑξῆς: Ὅταν βλέπει κανείς ἕνα ὄνειρο - πέστε ὅτι εἶν’ ὑπνοβάτης - κι ἀρχίζει, νά λειτουργῇ μιά ὀνειρική παράσταση στόν ὕπνο του, ἐκτελεῖ τήν παράστασή του. Σηκώνεται λοιπόν κι ἀρχίζει νά περπατάῃ. Ὅσο δέν ὑπάρχει τίποτα, δέν τοῦ δίνεται καμμία διαφορά ὡς πρός τήν παράσταση τήν ὀνειρική: βλέπει στ’ ὄνειρό του ὅτι σηκώθηκε καί περπατάει. Ἄν βλέπῃ στ’ ὄνειρό του ὅτι μπροστά του εἶναι μιά καρέκλα, θά κάνἡ ἕναν ἑλιγμό γιά νά τήν ἀποφύγῃ. Ἄς ὑποθέσουμε, καθώς αὐτός δ έ β λ έ π ε ι σ τ ή ν π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α, ὅτι προχωρεῖ, κ' ἐμπρός του βρίσκεται μιά καρέκλα [ καί πέφτει πάνω της. Τότε, λέει ὁ Μπέρξον, ὅταν ἀπ’ τίς αἰσθήσεις ἀνέβῃ στή συνείδηση, δίνεται μιά εἰδοποίηση, ἡ ὁποία σημαίνει τή διαφορά ἀπ’ τήν ὀνειρική παράσταση· δίνεται ἕνα σῆμα: Ἔ! σύ πηγαίνεις μπροστά, ἀλλ’ ἐδῶ κάτι ὑπάρχει! Ἡ αἴσθηση αὐτή ξυπνάει τή συνείδηση.
Πότε ξυπνάει ἡ συνείδηση; Ὅταν προσκρούςῃ ἐκ τῶν πραγμάτων σέ κάτι πού ἀντιτίθεται στήν ἐσωτερική μας παράσταση. Ἄν θέλαμε νά κάναμε μιά ἐπέκταση αὐτῆς ταῆς σκέψης, θά μπορούσαμε νά ποῦμε: μήπως γενικώτερα ἡ συνείδηση ξυπνάῃ ὅ τ α ν σ υ ν α ν τ ά ῃ ἀ ν τ ι σ τ ά σ ε ι ς ; Δηλαδή, ὅσο τρῶμε τούς καρπούς τοῦ παραδείσου, πού ὁ «θεούλης» τούς ἔχει βάλει ἐκεῖ κρεμασμένους στά δέντρα, κατά τό μῦθο, ὅλα πᾶνε καλά - δέν ὑπάρχει θέμα νά ξυπνήσουμε καί νά σκεφτοῦμε τίποτα. Ὅταν ὅμως κάπου... «τρακάρουμε»; Ὁ Ἀδάμ κ’ ἡ Εὔα «τρακάρισαν» στό φίδι. Κ’ ἔπειτα ὁ «Κύριος» τούς εἶπε ὅτι ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς θά βγάζουν μέ ἱδρώτα τό ψωμί τους, κι διάφορα τέτοια... Ἐγεύθημεν, λέει. τόν καρπό τῆς γνώσεως... Μήπως καί μέσα στό μύθο αὐτόν κλείνεται κάτι; Ὅτι θ’ ἀρχίςῃς νά σκέφτεσαι ὅταν θά βρῇς μπροστά σου ἐμπόδια - μόλις δέν θά βρίσκεσαι σέ κατάσταση ἀπολύτου ἐπαρκείας... Αὐτό εἶναι καί λίγο κοντά στήν ἄποψη τῶν θετικιστῶν: ἀ π’ τ ή ν ἀ ν ά γ κ η παράγεται ἡ σκέψη, γιατί ἡ ἀνάγκη εἶναι τό κατεξοχήν ἐμπόδιο. Μπορεῖ νάναι κι αὐτή μία ἀπάντηση.
Ὅπως καί νάχῃ, ὅλα ξεκινοῦν μέ μιά τρομερή ἀπορία, ἡ ὁποία παύει νά ἱκανοποιῆται ἀπ’ τούς μύθους· κλονίζεται τό «κῦρος» τῆ ὁμηρικῆς μυθολογίας, κι ἀρχίζει νά δουλεύῃ ἡ λογική. Γκρεμίζεται ὁ μῦθος κι ἀνεβαίνει ὁ Λόγος. Κάνουν πέρα τό συναίσθημα. Σοῦ λέει: Ἐντάξει τό συναίσθημα, ἀλλά μονόπλευρο! Δέν μπορεῖ νά γνωρίςῃ τόν κόσμο. Τό συναίσθημα μᾶς φέρνει στίς φαντασίες τῆς πίστης· τό συναίσθημα τό ἀνικανοποίητο, ἡ λύπη μας ὁ φόβος μας μᾶς βάζουν νά πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει, τάχα, μία μετά θάνατον ζωή... Κ’ ἐπί- κρατεῖ λοιπόν ἡ ἑξῆς τάση: «Πέρ’ ἀπ’ τό συναίσθημα, ἐμεῖς, μέ τό νοῦ μας, θά γνωρίσουμε τόν κόσμο. Θά τά βροῦμε ὅ λ α μ έ τ ή λ ο γ ι κ ή. Διαθέτουμε Λόγο - ἄσε τούς μύθους! Ἐμεῖς θά σκεφτοῦμε καί θά βροῦμε τόν κόσμο λ ο γ ι κ ά ! » - σά νάναι βέβαιο ὅτι μποροῦμε, πράγματι, λογικά νά βροῦμε τόν κόσμο!..
Προσέξτε: καλά νάναι σύμφωνα μέ τή λογική μας! Ἀλλ’ ἄν δ έ ν εἶναι; Ποῦ τό ξέρεις κι αὐτό; Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ξεκινᾶμε μ’ αὐτή τήν πεποίθηση: «Τόν κόσμο μποροῦμε νά τόν γνωρίσουμε μέ τό νοῦ». Τότε, λοιπόν, τόν 6ον αἰώνα, πρωτογεννᾶται ἡ περιέργεια, τό ἐνδιαφέρον, ἡ ἀπορία, θάλεγα ὁ ἱστορισμός - δηλαδή ἡ τάση πρός τό νά ἱ σ τ ο ρ η θ ο ῦ ν τά πράγματα: «Τί γινόταν χθές; Ἐμεῖς πῶς ἤρθαμε δῶ; Ποῦ βρεθήκαμε; Θυμόμαστε τί μᾶς εἶπαν οἱ παπποῦδες μας, ἐντάξει! - πιό πρίν, ὅμως, τί γινόταν;» Γεννήθηκε, λοιπόν, ἡ ἀνάγκη τῆς ἱστόρησης - ὄχι τῆς Ἱστορίας καθαυτό: «Ἐγώ θά διηγηθῶ ὅσα ξέρω, στή σειρά, πῶς ἔγιναν». Κ’ ἔχουμε καταγραφές γεγονότων, χρονικά: τότε ἔγινε τοῦτο κ’ ἐκεῖνο, ἦρθαν ἐτοῦτοι καί σκότωσαν τούς ἄλλους, καί τότε βασίλεψε ὁ τάδε κ.λ. Ὅλ’ αὐτά δέ μέ τό «καί» συνδεδεμένα - σάν ἐκθέσεις μικρῶν παιδιῶν. Εἶναι ἤδη μία μορφή χρονικοῦ, χρονογραφία ὄχι Ἱστορία. (Ἡ Ἱστορία θά γεννηθῇ μετά ἀπό ἕναν αἰώνα.)
Ἡ πρώτη ἄξια λόγου ἱστοριογραφία πού πρωτοεμφανίζεται στήν Ἑλλάδα εἶναι τοῦ Ἡροδότου. Μήν τόν ὑποτιμᾶτε μόνο καί μόνο γιατί σᾶς διδάξανε Ἡρόδοτο ἀπό ἰωνικό κείμενο τίποτ’ ἄθλιοι δάσκαλοι, στά Γυμνάσια πού πηγαίνατε, καί σᾶς δυσκόλεψε... Μή γελιέστε δέν ὑπαρχει μυθιστόρημα τόσο συναρπαστικό ὁσο αὐτός!.. Δέν εἶναι δύσκολος δέ· ἡ ἰωνική διάλεκτος εὔκολα συνηθίζεται. Ἡ σύνταξη τοῦ Ἡροδότου εἶναι παρατακτική - ὁ λόγος δέν ἔχει γίνει σύνθετος ἀκόμα. Μά εἶναι κι αὐτό ζήτημα νοοτροπίας - ζήτημα πραγματικότητας! Ἀκόμα δέν ἔχουν ἀνάγκη νά ἐκφράσουν τέτοια νοήματα πού ν’ ἀπαιτοῦν σύνθετο λόγο.
Τί κάνει λοιπόν ὁ Ἡρόδοτος; Κάνει ἱ σ τ ο ρ ί α; μέ τήν αὐστηρή ἔννοια τοῦ ὄρου; μέ τή θουκυδίδεια ἔννοια; Ὄχι. Ἔχει ὅμως τέτοια μανία νά γνωρίςῃ τό σύνολο τῶν πραγμάτων (περί τῆς Ἀσίας πρόκειται, μήν τό ξεχνᾶμε!) π’ ἀνακατώνει ἐνίοτε μύθους καί παραδόσεις. Σοῦ λέει: «Ἐτοῦτος ὁ λαός πιστεύει τά ἑξῆς». Θά τά ξεκαθαρίσῃ μετά αὐτά, κατά πόσο ἰσχύουν, ὁ κάθε Θουκυδίδης κι ὁ κάθε Πολυβίος - ναί! Πρός τό παρόν, ὅμως, ὁ Ἡρόδοτος τά καταγράφει, καί δή μαγευτικά - καταπληκτικός ἀφηγητής! Τόσο πού οἱ Ἀθηναῖοι, λέει, τόν πλήρωσαν 10 τάλαντα, νάρθῃ, ν’ ἀνέβῃ στήν Πνύκα καί νά τούς τά διηγηθῇ! Κι ὁ Θουκυδίδης, 12 χρονῶ παιδί τότε, ἐνθουσιάστηκε τόσο πολύ ἀπ’ ὅσα ἄκουγε, ὥστε τόν πήρανε τά κλάματα!.. (Μπορεῖ καί νάναι πλαστό - ἀλλά τά πλαστά, μερικές φορές, ἔστω κι ἄν δέ σοῦ δίνουν τήν πραγματικότητα, δίνουν ὅμως τήν ἀλήθεια. Ἄλλο ἡ ἀλήθεια κι ἄλλο ἡ πραγματικότητα, ἔτσι;)
Ἐκείνη λοιπόν τήν ἐποχή γεννιέται ἡ ἱστοριογραφία, ἀπ’ τή μιά μεριά, καί ἡ σκέψη, ἀπό τήν ἄλλη. Πῶς ἀρχίζει ἡ σκέψη; Μέ τούς Προσωκρατικούς - τους φιλόσοφους, δηλαδή, τούς πρό τοῦ Σωκράτη. Καί τό διαχωρισμό αὐτόν τόν ἔκαναν οἱ Γερμανοί φιλόλογοι.
Κ’ ἐνῶ λοιπόν στό κέντρο τοῦ φιλολογικοῦ ἐνδιαφέροντος ἦταν ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης, κάποια στιγμή πρόβαλε ὁ ἰσχυρισμός ὅτι βάση ὅλης τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ προηγούμενη ἑλληνική σκέψη - ἑπομένως γνωρίστε την, κι ἀφήστε τό κόλλημα στόν Πλάτωνα! Ὑπέροχος βέβαια ὁ Πλάτων, ἀλλ’ ἄς δοῦμε καί τά προηγούμενα. (Ἔτσι προέκυψε ὁ ὅρος Προσωκρατικοί.)
Ὁ κυριώτερος πού ἔστρεψε τό φιλολογικό ἐνδιαφέρον στούς Προσωκρατικούς - κυριώτερος ὄχι μόνο ἀπό φιλολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλά πού ἐπηρέασε, γενικώτερα, πνευματικά, ὅλη τήν Εὐρώπη κι ὅλον τόν κόσμο, γιατί δέν ἦταν μόνο φιλόλογος παρά σπουδαία μορφή, σπουδαία σκέψη, σπουδαῖο γράψιμο - ἦταν ὁ Νίτσε. Ἔγινε καθηγητής στή Βασιλεία, πολύ νέος ἀλλ’ ἐπειδή δέν μποροῦσε νά δεχτῇ τίς συμβατικότητες τῶν τότε φιλολόγων, τά βρόντηξε, καί συνέχισε τήν προσωπική του πορεία. Εἶν’ ἕνας θεμελιακός Εὐρωπαῖος φιλόσοφος ἀπ’ τά γενναιότερα πνεύματα τῶν αἰώνων. Μήν ἀκοῦτε τίς βρομερές προπαγάνδες πού ἀποδίδουν, στά σοβαρά, στό Νίτσε τόν ἄθλιο χιτλερισμό! Δέν εἶχε καμμία σχέση μ’ ὅσα ἰσχυρίστηκαν ο{ι χιτλερικοί ἀργότερα! Μακάρι ὁ ἄθλιος Χίτλερ νάταν πράγματι νιτσεϊκός! Τότε θά πήγαινε ν’ αὐτοκτονήςῃ, ὄχι νά κάνῃ αὐτά πού ’κανε! Ὁ Νίτσε τσάκισε τά κόκκαλα τοῦ γερμανισμοῦ καί τοῦ πανγερμανισμοῦ μέ τά βιβλία του καί μέ τίς θέσεις του! Μή χάβετε ὅ,τι σᾶς σερβίρουν διάφοροι!
Σύμφωνα μέ τό Νίτσε, ὁ Πλάτων ὑπῆρξε ἡ ἔσχατη ἀπόληξη μιᾶς ἐξέλιξης. Στό κέντρο ὅμως τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ στοχασμοῦ εἶν’ οἱ Προσωκρατικοί - μέ πυρήνα τόν Ἠράκλειτο! Κ’ ἔκανε μέν φιλολογική δουλειά, ἀλλ’ ὄχι δεσμευμένη, τυπική, δασκαλίστικη. Ἀργότερα, ἤρθανε σπουδαῖοι ἐρευνητές, πού προχώρησαν στήν καθαρά φιλολογική ἐργασία: συγκέντρωσαν τά προσωκρατικά ἀποσπάσματα - γιατί δέν σώθηκαν ἀκέραια τά ἔργα ἐκείνων τῶν φιλοσόφων - ἀπ’ ὅλα τά κείμενα τῶν κατοπινῶν συγγραφέων· μέ τή σχετική κριτική, ξεκαθάρισαν τί ἔκριναν πώς ἦταν γνήσιο, τί ἀλλοιωμένο - διασταύρωσαν τίς πηγές, ἀντιπαραβάλαν - μιλᾶμε γιά τερατώδη δουλειά - κ' ἐμφανίστηκαν ἐντέλει δύο μεγάλες βασικές συλλογές: ἡ μία ἦταν τοῦ Mullach,[1] κ' ἡ ἄλλη, πιό μεθοδική, τῶν Diels-Kranz. (Εἰδάλλως, ἄντε νά μαζέψῃς 300 τόμους ἀρχαία ἑλληνικά συγγράμματα καί βρές μόνος σου μέσα κεῖ Προσωκρατικούς!..) Τό ἔργο τοῦ Diels εἶναι τρίτομο, καί περιλαμβάνει ὅλα τ’ ἀποσπάσματα ἀπ’ τά ὁποῖα βγαίνει ἡ σκέψη τῶν Προσωκρατικῶν - ἀπό τότε πού ξεκινάει, ἀκόμα κι ἀπ’ τή μυθική της περίοδο, ὡς τόν Πλάτωνα.
Γιατί αὐτό ἔχει σημασία; Διότι ὅλη ἡ εὐρωπαϊκή σκέψη, ἡ ὁποία προσδιορίζει τή σημερινή μας καλλιέργεια καί παιδεία, ἔχει γιά βάση της τήν ἀρχαιοελληνική σκέψη. Εἶναι γελοῖο νά φαντάζεσαι ὅτι θά μελετήςῃς σύγχρονη φιλοσοφία χωρίς νάχῃς διαβάσει ἀρχαία ἑλληνική. Δέν εἶν’ ἐθνικισμός αὐτό, οὔτε σοβινισμός. Ἄλωστε τ’ ὁμολογοῦν ὅλοι. Ὁ Ἕγελος, ἄς ποῦμε πούναι κι ὁ δάσκαλος τοῦ Μάρξ, λέει ὅτι στή Λογική του δέν κάνει τίποτ’ ἄλλο, παρά μεταφέρει τή λογική του Ἡρακλείτου. Ὁ Μάρξ ἀπ’ τήν ἄλλη, κάνει τή διδακτορική του στόν Ἐπίκουρο καί τό Δημοκριτο. Ὁ Μπέρξον βάζει ὡς θέμα τοῦ διδακτορικοῦ του: «Τί φρονοῦσε ὁ Ἀριστοτέλης περί χώρου». Θέλω νά πῶ: δέν ὑπάρχει τρόπος νά συλλάβῃς τή νεώτερη φιλοσοφία ἄν δέ γνωρίζῃς τήν ἀρχαιοελληνική. Θά ’σαι ἁπλῶς ἀμαθής. Θά σέ παραπέμψουν ἐξ ἄλλου οἱ ἴδιοι οἱ Εὐρωπαῖοι!..
Ἔχουμε λοιπόν μία τάση ἀμφισβητησιακή τοῦ Μύθου. Ἤ συνέχεια τῆς τάσης αὐτῆς πρωτοεκφράζεται πανίσχυρα μέ τόν Παρμενίδη, ὁ ὁποῖος πρωτοθεμελιώνει τό μεγάλο κῦρος τοῦ Λόγου, τῆς ratio (:κεῖνο πού οἱ Ἀρχαῖοι ἔλεγαν Λόγος – αὐτό πού ὀνομάζουμε στήν καθημερινή μας γλώσσα: λογική.)
Ἀπ’ τήν ἄλλη, λίγο πρίν ἀπ’ τόν Παρμενίδη, μέσα στή βασιλεία τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔχει γκρεμίσει τό μῦθο, ἐμφανίζεται ὁ Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος. Κατά μιά παράδοση εἶν’ ἄρχοντας, τῆς βασιλικῆς γενιᾶς τῆς Ἐφέσου. Σηκώνεται ὅμως καί φεύγει, πάει στό ναό τῆς Ἀρτέμιδος καί παίζει, λέει, μέ τά παιδιά. Καί σάν τόν βρίσκουν οἱ Ἐφέσιοι, ἀπορημένοι, κεῖνος τούς εἶπε: Τί κοιτᾶτε, ρέ μοῦτρα; Πολύ καλύτερο νά 'μαι ἐδῶ ἀπ' τό νά ζῶ μαζί σας! Προσέξτε: δέν εἶναι κακός - εἶναι τρομερά κριτικός. Καί εἶναι κριτικός πρός ὅλα. Ἀκόμα καί πρός τό κῦρος τοῦ Λόγου! Ποιός Λόγος! Ὅλα εἶναι καί δέν εἶναι, τ ή ν ἴ δ ι α σ τ ι γ μ ή! Αὐτό μοιάζει ἐξωφρενικό. Ἡ λογική μας προχωράει σύμφωνα μέ τήν ἀρχή της μή ἀντιφάσεως: δέ γίνεται, δηλαδή. νά πῶ ὅτι κάτι εἶναι και, συγχρόνως, δέν εἶναι! Ἄλλο τ’ ὅτι ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά τό πῶ. Ὑπάρχει στό λόγο. ὄχι στή Λογική! Τό ἐξωφρενικό ὅμως εἶναι ὅτι ἰσχύει! Ὅλη ἡ πραγματικότητα εἶν’ ἕνα διαρκές σύν- πλήν, τ’ ὁποῖο συνέχεια ἀναβοσβήνει. Τοῦτο ἀκριβῶς παράγει τή μεταβολή, τό γίγνεσθαι... Ἄρα κ’ ἐσύ, ἀνά πᾶσα στιγμή, δέν εἶσαι ἀκριβῶς αὖτο πού εἶσαι - ἀλλιῶς, δέ θά μεγάλωνες, δέ θά γέρναγες καί δέ θά πέθαινες![2] Ἡ θέση τοῦ Ἠράκλειτου εἶν’ ὅτι ὅλα εἶναι ρευστά, τίποτα στατικό. Συμφωνεῖ δέ σ’ αὐτό καί ἡ σύγχρονη Ἐπιστήμη! Τό τάδε ἀντικείμενο μᾶς φαίνεται σταθερό, στερεό. Ἄν ὅμως τό δοῦμε μέ συγκεκριμένες λήψεις ἐμπειρίας, μέ συγκεκριμένα πειράματα, θά διαπιστώσουμε πώς πρόκειται ἁπλῶς γιά ροή ἠλεκτρονίων!.. Τί εἶναι σταθερό; Ὅλα εἶναι διαρκῶς μεταβαλλόμενα! Στήν οὐσία ἔχει λοιπόν δικαιωθῆ σήμερα ὁ Ἡράκλειτος...
Ἡ ἄλλη κατεύθυνση εἶναι ἡ ρασιοναλιστική ἤ λογοκρατική. Ὁ ὅρος λογοκρατία εἶναι πολύ εὔστοχος - βγάζει μία ἐχθρότητα, ἔ; Σ’ ἔχει γραππώσει αὐτή ἡ τάση καί δέν μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγῇς. Λογοκρατεῖσαι! Οἱ παλαιότεροι καθαρευουσιάνοι μας, τώρα, θέλοντας νά μεταφράσουν τόν ὅρο ρασιοναλισμός ἔλεγαν Ὀρθολογισμός. Ἄλλα δέν εἶναι σωστή ἡ ἀπόδοση. Γιατί Ὀρθολογισμός; Εἶν’ ὁ ὀρθός λογισμός; ὁ μόνος ὀρθός; Μέσω τοῦ ὅρου ἔκαναν κριτική, ἔπαιρναν θέση! Θά μποροῦσαν νάλεγαν, σκέττα, λογισμός. Ἀλλά, βέβαια, λογισμός σημαίνει ἁπλῶς: σκέψη. Ἐνῶ Λόγος, στήν ἀρχαία σημασία του, σημαίνει καί τό λογικό ὄργανο καί τή λογική δομή τοῦ κόσμου.
Τούτη ἡ τάση ἐρείδεται σέ μιάν ἀναπόδεικτη πεποίθηση. Εἶναι, δηλαδή, ἀξίωμα. Τί πά’ νά πῇ αὐτό; Ὅτι τό ἀξιώνει ὁ νοῦς νάν’ ἔτσι. Ἄρα πρόκειται γιά ἕνα εἶδος πίστεως. Ὁ Παρμενίδης ἐκφράζει ἀπόλυτα τόν πόλο αὐτόν. Στό σύγγραμμά του βάζει τή θεά τῆς Ἀλήθειας νά τοῦ λέῃ: Ἐσύ κράτα μακριά τό νοῦ σου ἀπ’ τίς διπλές κουβέντες (τά «εἶναι καί δέν εἶναι», τά «καί ναί καί ὄχι»)! Ἤ ναί, ἤ ὄχι! Ἤ εἶναι, ἤ δέν εἶναι!..
-------------------
[1] Fragmmta Philosophorum Graecorum, 3 τόμοι, Parisiis, 1875-81.
[2] [Ρένος, Ἄξονες, Ἀθήνα. 1979. 111: Τό «εἶναι» δέν ἔχει χρόνο· τό «γίνεται», μόνο, ἔχει χρόνο. Λοιπόν γι’ αὐτό, ἅμα λές «εἶναι» - γιά νά πῇς «εἶναι»- δέ γί νετ’ ἀλλιῶς: θ’ ἀφαιρέςῃς τό χρόνο!]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου