Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ

Ὁ Ὅ­μη­ρος, γιά τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες, εἶ­ναι ἡ βά­ση τῆς παι­δεί­ας τους. Τό κά­θε παι­δί δέν ἐ­μά­θαι­νε τί­πο­τ’ ἄλ­λο, κα­τ’ ἀρ­χάς, πα­ρά τήν Ἰ­λιά­δα καί τήν Ὀ­δύσ­σεια. Ὅ­πως οἱ γι­α­γιά­δες μας μᾶς δι­η­γοῦν­ταν τά πα­ρα­μύ­θια τους, ἔ­τσι ἄρ­χι­ζε κ’ ἐ­κεί­νων ἡ ἐκ­παί­δευ­ση - μέ τους ὡ­ραί­ους στί­χους τοῦ Ὁ­μή­ρου.
 
Καί τί ἦ­ταν τοῦ­τοι οἱ στί­χοι; Ἡ­ρω­ι­κές ἱ­στο­ρί­ες ἑ­νός ὑ­πο­τι­θέ­με­νου πο­λέ­μου πού ἔ­γι­νε γιά μιάν ὡ­ραί­α Ἑ­λέ­νη. Τί σύμ­πτω­ση ὅ­μῶς! Κεῖ­νος πού ἅρ­πα­ξε τήν ὡ­ραί­α Ἑ­λέ­νη, ἦ­ταν πριγ­κι­πό­που­λο σ’ ἕ­να μέ­ρος-κλει­δί γιά τό ἐμ­πό­ριο! Σοῦ λέ­ει: «Τό στά­ρι περ­νά­ει ἀ­πό μας. ἀ­π’ τήν Τροί­α» - κι ἄ­ρα: ψω­μί γιόκ! Σύμ­πτω­ση, ἔ;.. (Βλέ­πε­τε, θε­με­λι­ώ­δεις ρε­α­λι­στι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις προσ­δι­ο­ρί­ζουν τήν Ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λά κά­πο­τε καί μή θε­με­λι­ώ­δεις.)
 
Μέ­σα σ’ αὐ­τούς τους ποι­η­τι­κούς κύ­κλους πε­ρι­έ­χον­ται ὅ­λες οἱ πρω­το­γο­νι­κές πε­ποι­θή­σεις τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἐ­νυ­πάρ­χει ὅ­λη ἡ μυ­θο­λο­γί­α τους, κ’ ἡ φι­λο­σο­φί­α τους. Μα­ζί κι ὅ­λη τους ἡ Ἐ­πι­στή­μη, δη­λα­δή τό σύ­νο­λο τῶν γνώ­σε­ών τους, τῆς σο­φί­ας τους, τῶν πλα­νῶν τους. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ρι­ζι­κή κα­τα­βο­λή παι­δεί­ας τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων.
 
Μ ε γ ά λ ο  ποί­η­μα, καί μά­λι­στα λα­ϊ­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Τώ­ρα ὡς πρός τή λα­ϊ­κή δη­μι­ουρ­γί­α, χον­δρι­κῶς, πρέ­πει νά λε­χθῇ τό ἑ­ξῆς: Μή νο­μί­ζε­τε ὅ­τι ἔ­χου­νε κά­τσει πολ­λοί μα­ζί γιά νά φτειά­ξουν ἕ­να ποί­η­μα πο­τέ. Ἁ­πλῶς, κά­ποι­ος ἔ­χει κά­πο­τε κά­τι ἐμ­πνευ­στῆ, πού ἄ­ρε­σε σέ κεί­νους πού τ’ ἄ­κου­σαν, τό ξα­να­τρα­γού­δη­σαν ἀλ­λά­ζον­τας το. πα­ραλ­λά­ζον­τας το - δι­ορ­θώ­νον­τας το ἤ χα­λών­τας το - , καί στό τέ­λος ἐ­πι­κρα­τεῖ πάν­το­τε αὐ­τό πού ἀ­ρέ­σει στούς περ­σό­τε­ρους. Κι ὅ­πως ἡ θά­λασ­σα λεια­ίνει ἕ­να κομ­μά­τι βρά­χου ὅ­λο αἰχ­μές, καί τό κυ­λά­ει μέ τά κύ­μα­τά της φτει­ά­χνον­τας τε­λι­κά ἕ­να φί­νο βό­τσα­λο, ἔ­τσι τε­λει­ο­ποι­εῖ­ται καί ἡ ἀρ­χι­κά προ­σω­πι­κή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νός ἀ­νώ­νυ­μου, πού στά­θη­κε στό στό­μα πολ­λῶν, μές ἀ­πό πα­ραλ­λα­γές καί βελ­τι­ώ­σεις, ἐ­πί αἰ­ῶ­νες!.. Θά τά δοῦ­μ’ ὅ­λ’ αὐ­τά καί στό Δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι...
 
Ἔ­χου­με λοι­πόν τόν ὁ­μη­ρι­κό κό­σμο. Βρι­σκό­μα­στε δη­λα­δή σέ μιά μυ­θι­κή κα­τά­στα­ση. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν νοῦ, προ­σπα­θοῦν νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σουν τί γί­νε­ται γύ­ρω τους, στόν ἄ­με­σο πε­ρί­γυ­ρό τους. Ὡ­στό­σο τά εὐ­ρύ­τε­ρα δέν μπο­ροῦν νά τά ἑρ­μη­νεύ­σουν. Δέν μπο­ροῦν νά ἐ­ξη­γή­σουν, δη­λα­δή, ὅ­λον αὐ­τόν τόν κό­σμο, ὅ­λο Α ὐ τ ό στ’ ὁ­ποῖ­ο βρε­θή­κα­με.
 
Ἄς δοῦ­μ’ ἕ­να πρῶ­το θέ­μα πού ἀ­πα­σχο­λεῖ, ἔ­στω ἀ­νε­πί­γνω­στα, τήν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή σκέ­ψη. Θά­λε­γε κά­νεις ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἀρ­χί­ζει νά σκέ­φτε­ται δι­ό­τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κες. Ἐ­γώ θά τοῦ ἀ­παν­τοῦ­σα ὅ­τι ἔ­χον­τας ἀ­νάγ­κες, ἁ­πλῶς πιά­νει ἕ­να ρό­πα­λο καί βα­ρά­ει κά­ποι­ο ζῶ­ο στό κε­φά­λι καί τό τρώ­ει. Δέν ἔ­χει λό­γο νά κάτ­ςῃ νά σκε­φτῇ. Πει­νά­ει! - τί νά σκε­φτῇ! Μπο­ρεῖ νά μοῦ πῇ ἄλ­λος ὅ­τι χορ­ταί­νει πρῶ­τα, κ’ ὕ­στε­ρα ἀρ­χί­ζει να σκέ­φτε­ται. Θά τό δοῦ­με...
 
Κα­τά μιάν ἄ­πο­ψη, ὁ ἄν­θρω­πος στήν ἀρ­χή ἐκ­πλήσ­σε­ται, θαυ­μά­ζει, ση­κώ­νει τό κε­φά­λι καί παύ­ει νά βλέ­πῃ τό συγ­κε­κρι­μέ­νο, βλέ­πει ἄλ­λα, πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­π’ αὐ­τόν, τόν πε­ρι­βάλ­λουν, κι ὁ ἴ­διος εἶ­ναι κά­τι ἐ­λά­χι­στο μπρο­στά τους. Κα­τα­πλήσ­σε­ται ἀ­πό δι­ά­φο­ρα φύ­σι­κά φαι­νό­με­να πού ἀ­δυ­να­τεῖ νά ἐ­ξή­γη­ςῃ - τόν τρο­μά­ζουν ἀ­στρα­πές, βρον­τές, κε­ραυ­νοί... Ὥ­στε λοι­πόν τό ξε­κί­νη­μα εἶ­ναι ἡ κα­τά­πλη­ξη κι ὁ θαυ­μα­σμός...
 
Ἐ­με­να δέ μέ πεί­θει οὔ­τ’ αὐ­τή ἡ ἄ­πο­ψη. Προ­σω­πι­κά θά­λε­γα ὅ­τι δέν ξέ­ρω για­τί ὁ ἄ­θρω­πος ἀρ­χί­ζει καί σκέ­φτε­ται. Μά­λι­στα, ποῦ ξέ­ρω ὅ­τι δέ σκέ­φτε­ται κ α ί  τ ό  ζ ῶ ο!  Ἁ­πλῶς δέν ἐκ­φρά­ζε­ται... Δέν ξέ­ρω. Οἱ ἀ­παν­τή­σεις πού ’­χουν δο­θῆ, ἐ­μέ­να του­λά­χι­στον, δέ μέ πεί­θουν. Ἴ­σως ἀρ­χί­ζει κα­νείς νά σκέ­φτε­ται προ­χω­ρῶν­τας ἀ­πό συ­νάρ­τη­ση σέ συ­νάρ­τη­ση πρός ἐ­κεῖ­να πού μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­ζῃ, προ­σκρού­ον­τας δια­ρκῶς σέ φαι­νό­με­να τά ὁ­ποῖ­α πλέ­ον δέν μπο­ρεῖ νά συ­ναρ­τή­ςῃ καί νά ἑρ­μη­νεύ­ςῃ... Ἡ ἀ­πο­ρί­α, λοι­πόν, ναί – μπο­ρεῖ νά πα­ρά­γῃ σκέ­ψη.
 
Ὁ Μπέρ­ξον, στό λαμ­πρό του βι­βλί­ο Ἡ δη­μι­ουρ­γός ἐ­ξέ­λι­ξη, λέ­ει τό ἑ­ξῆς: Ὅ­ταν βλέ­πει κα­νείς ἕ­να ὄ­νει­ρο - πέ­στε ὅ­τι εἶ­ν’ ὑ­πνο­βά­της - κι ἀρ­χί­ζει, νά λει­τουρ­γῇ μιά ὀ­νει­ρι­κή πα­ρά­στα­ση στόν ὕ­πνο του, ἐ­κτε­λεῖ τήν πα­ρά­στα­σή του. Ση­κώ­νε­ται λοι­πόν κι ἀρ­χί­ζει νά περ­πα­τά­ῃ. Ὅ­σο δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα, δέν τοῦ δί­νε­ται καμ­μί­α δι­α­φο­ρά ὡς πρός τήν πα­ρά­στα­ση τήν ὀ­νει­ρι­κή: βλέ­πει στ’ ὄ­νει­ρό του ὅ­τι ση­κώ­θη­κε καί περ­πα­τά­ει. Ἄν βλέ­πῃ στ’ ὄ­νει­ρό του ὅ­τι μπρο­στά του εἶ­ναι μιά κα­ρέ­κλα, θά κά­νἡ ἕ­ναν ἑ­λιγ­μό γιά νά τήν ἀ­πο­φύ­γῃ. Ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με, κα­θώς αὐ­τός δ έ  β λ έ π ε ι  σ τ ή ν  π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ  η τ  α, ὅ­τι προ­χω­ρεῖ, κ' ἐμ­πρός του βρί­σκε­ται μιά κα­ρέ­κλα [ καί πέ­φτει πά­νω της. Τό­τε, λέ­ει ὁ Μπέρ­ξον, ὅ­ταν ἀ­π’ τίς αἰ­σθή­σεις ἀ­νέ­βῃ στή συ­νεί­δη­ση, δί­νε­ται μιά εἰ­δο­ποί­η­ση, ἡ ὁ­ποί­α ση­μαί­νει τή δι­α­φο­ρά ἀ­π’ τήν ὀ­νει­ρι­κή πα­ρά­στα­ση· δί­νε­ται ἕ­να σῆ­μα: Ἔ! σύ πη­γαί­νεις μπρο­στά, ἀλ­λ’ ἐ­δῶ κά­τι ὑ­πάρ­χει! Ἡ αἴ­σθη­ση αὐ­τή ξυ­πνά­ει τή συ­νεί­δη­ση.
 
Πό­τε ξυ­πνά­ει ἡ συ­νεί­δη­ση; Ὅ­ταν προ­σκρού­ςῃ ἐκ τῶν πραγ­μά­των σέ κά­τι πού ἀν­τι­τί­θε­ται στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή μας πα­ρά­στα­ση. Ἄν θέ­λα­με νά κά­να­με μιά ἐ­πέ­κτα­ση αὐ­τῆς τα­ῆς σκέ­ψης, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με: μή­πως γε­νι­κώ­τε­ρα ἡ συ­νεί­δη­ση ξυ­πνά­ῃ ὅ τ α ν  σ υ ν α ν τ ά ῃ  ἀ ν τ ι σ τ ά σ ε ι ς ; Δη­λα­δή, ὅ­σο τρῶ­με τούς καρ­πούς τοῦ πα­ρα­δεί­σου, πού ὁ «θε­ού­λης» τούς ἔ­χει βά­λει ἐ­κεῖ κρε­μα­σμέ­νους στά δέν­τρα, κα­τά τό μῦ­θο, ὅ­λα πᾶ­νε κα­λά - δέν ὑ­πάρ­χει θέ­μα νά ξυ­πνή­σου­με καί νά σκε­φτοῦ­με τί­πο­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως κά­που... «τρα­κά­ρου­με»; Ὁ Ἀ­δάμ κ’ ἡ Εὔ­α «τρα­κά­ρι­σαν» στό φί­δι. Κ’ ἔ­πει­τα ὁ «Κύ­ριος» τούς εἶ­πε ὅ­τι ἀ­πό δῶ καί στό ἑ­ξῆς θά βγά­ζουν μέ ἱ­δρώ­τα τό ψω­μί τους, κι δι­ά­φο­ρα τέ­τοι­α... Ἐ­γεύ­θη­μεν, λέ­ει. τόν καρ­πό τῆς γνώ­σε­ως... Μή­πως καί μέ­σα στό μύ­θο αὐ­τόν κλεί­νε­ται κά­τι; Ὅ­τι θ’ ἀρ­χί­ςῃς νά σκέ­φτε­σαι ὅ­ταν θά βρῇς μπρο­στά σου ἐμ­πό­δια - μό­λις δέν θά βρί­σκε­σαι σέ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­λύ­του ἐ­παρ­κεί­ας... Αὐ­τό εἶ­ναι καί λί­γο κον­τά στήν ἄ­πο­ψη τῶν θε­τι­κι­στῶν: ἀ π’  τ ή ν  ἀ ν ά γ κ η  πα­ρά­γε­ται ἡ σκέ­ψη,  για­τί ἡ ἀ­νάγ­κη εἶ­ναι τό κα­τε­ξο­χήν ἐμ­πό­διο. Μπο­ρεῖ νά­ναι κι αὐ­τή μί­α ἀ­πάν­τη­ση.
 
Ὅ­πως καί νά­χῃ, ὅ­λα ξε­κι­νοῦν μέ μιά τρο­με­ρή ἀ­πο­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α παύ­ει νά ἱ­κα­νο­ποι­ῆ­ται ἀ­π’ τούς μύ­θους· κλο­νί­ζε­ται τό «κῦ­ρος» τῆ ὁ­μη­ρι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας, κι ἀρ­χί­ζει νά δου­λεύ­ῃ ἡ λο­γι­κή. Γκρε­μί­ζε­ται ὁ μῦ­θος κι ἀ­νε­βαί­νει ὁ Λό­γος. Κά­νουν πέ­ρα τό συ­ναί­σθη­μα. Σοῦ λέ­ει: Ἐν­τά­ξει τό συ­ναί­σθη­μα, ἀλ­λά μο­νό­πλευ­ρο! Δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­ςῃ τόν κό­σμο. Τό συ­ναί­σθη­μα μᾶς φέρ­νει στίς φαν­τα­σί­ες τῆς πί­στης· τό συ­ναί­σθη­μα τό ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­το, ἡ λύ­πη μας ὁ φό­βος μας μᾶς βά­ζουν νά πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ὑ­πάρ­χει, τά­χα, μί­α με­τά θά­να­τον ζω­ή... Κ’ ἐ­πί- κρα­τεῖ λοι­πόν ἡ ἑ­ξῆς τά­ση: «Πέ­ρ’ ἀ­π’ τό συ­ναί­σθη­μα, ἐ­μεῖς, μέ τό νοῦ μας, θά γνω­ρί­σου­με τόν κό­σμο. Θά τά βροῦ­με ὅ λ α  μ έ  τ ή  λ ο γ ι κ ή. Δι­α­θέ­του­με Λό­γο - ἄ­σε τούς μύ­θους! Ἐ­μεῖς θά σκε­φτοῦ­με καί θά βροῦ­με τόν κό­σμο λ ο γ ι κ ά ! » - σά νά­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι μπο­ροῦ­με, πράγ­μα­τι, λο­γι­κά νά βροῦ­με τόν κό­σμο!..
 
Προ­σέξ­τε: κα­λά νά­ναι σύμ­φω­να μέ τή λο­γι­κή μας! Ἀλ­λ’ ἄν  δ έ ν  εἶ­ναι; Ποῦ τό ξέ­ρεις κι αὐ­τό; Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, ξε­κι­νᾶ­με μ’ αὐ­τή τήν πε­ποί­θη­ση: «Τόν κό­σμο μπο­ροῦ­με νά τόν γνω­ρί­σου­με μέ τό νοῦ». Τό­τε, λοι­πόν, τόν 6ον αἰ­ώ­να, πρω­το­γεν­νᾶ­ται ἡ πε­ρι­έρ­γεια, τό ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἡ ἀ­πο­ρί­α, θά­λε­γα ὁ ἱ­στο­ρι­σμός - δη­λα­δή ἡ τά­ση πρός τό νά  ἱ σ τ ο ρ η θ ο ῦ ν  τά πράγ­μα­τα: «Τί γι­νό­ταν χθές; Ἐ­μεῖς πῶς ἤρ­θα­με δῶ; Ποῦ βρε­θή­κα­με; Θυ­μό­μα­στε τί μᾶς εἶ­παν οἱ παπ­ποῦ­δες μας, ἐν­τά­ξει! - πιό πρίν, ὅ­μως, τί γι­νό­ταν;» Γεν­νή­θη­κε, λοι­πόν, ἡ ἀ­νάγ­κη τῆς ἱ­στό­ρη­σης - ὄ­χι τῆς Ἱ­στο­ρί­ας κα­θαυ­τό: «Ἐ­γώ θά δι­η­γη­θῶ ὅ­σα ξέ­ρω, στή σει­ρά, πῶς ἔ­γι­ναν». Κ’ ἔ­χου­με κα­τα­γρα­φές γε­γο­νό­των, χρο­νι­κά: τό­τε ἔ­γι­νε τοῦ­το κ’ ἐ­κεῖ­νο, ἦρ­θαν ἐ­τοῦ­τοι καί σκό­τω­σαν τούς ἄλ­λους, καί τό­τε βα­σί­λε­ψε ὁ τά­δε κ.λ. Ὅ­λ’ αὐ­τά δέ μέ τό «καί» συν­δε­δε­μέ­να - σάν ἐκ­θέ­σεις μι­κρῶν παι­δι­ῶν. Εἶ­ναι ἤ­δη μί­α μορ­φή χρο­νι­κοῦ, χρο­νο­γρα­φί­α ὄ­χι Ἱ­στο­ρί­α. (Ἡ Ἱ­στο­ρί­α θά γεν­νη­θῇ με­τά ἀ­πό ἕ­ναν αἰ­ώ­να.)
 
Ἡ πρώ­τη ἄ­ξια λό­γου ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α πού πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στήν Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι τοῦ Ἡ­ρο­δό­του. Μήν τόν ὑ­πο­τι­μᾶ­τε μό­νο καί μό­νο για­τί σᾶς δι­δά­ξα­νε Ἡ­ρό­δο­το ἀ­πό ἰ­ω­νι­κό κεί­με­νο τί­πο­τ’ ἄ­θλιοι δά­σκα­λοι, στά Γυ­μνά­σια πού πη­γαί­να­τε, καί σᾶς δυ­σκό­λε­ψε... Μή γε­λι­έ­στε δέν ὑ­παρ­χει μυ­θι­στό­ρη­μα τό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό ὁ­σο αὐ­τός!.. Δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λος δέ· ἡ ἰ­ω­νι­κή δι­ά­λε­κτος εὔ­κο­λα συ­νη­θί­ζε­ται. Ἡ σύν­τα­ξη τοῦ Ἡ­ρο­δό­του εἶ­ναι πα­ρα­τα­κτι­κή - ὁ λό­γος δέν ἔ­χει γί­νει σύν­θε­τος ἀ­κό­μα. Μά εἶ­ναι κι αὐ­τό ζή­τη­μα νο­ο­τρο­πί­ας - ζή­τη­μα πραγ­μα­τι­κό­τη­τας! Ἀ­κό­μα δέν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη νά ἐκ­φρά­σουν τέ­τοι­α νο­ή­μα­τα πού ν’ ἀ­παι­τοῦν σύν­θε­το λό­γο.
 
Τί κά­νει λοι­πόν ὁ Ἡ­ρό­δο­τος; Κά­νει ἱ σ τ ο ρ ί α; μέ τήν αὐ­στη­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου; μέ τή θου­κυ­δί­δεια ἔν­νοι­α; Ὄ­χι. Ἔ­χει ὅ­μως τέ­τοι­α μα­νί­α νά γνω­ρί­ςῃ τό σύ­νο­λο τῶν πραγ­μά­των (πε­ρί τῆς Ἀ­σί­ας πρό­κει­ται, μήν τό ξε­χνᾶ­με!) π’ ἀ­να­κα­τώ­νει ἐ­νί­ο­τε μύ­θους καί πα­ρα­δό­σεις. Σοῦ λέ­ει: «Ἐ­τοῦ­τος ὁ λα­ός πι­στεύ­ει τά ἑ­ξῆς». Θά τά ξε­κα­θα­ρί­σῃ με­τά αὐ­τά, κα­τά πό­σο ἰ­σχύ­ουν, ὁ κά­θε Θου­κυ­δί­δης κι ὁ κά­θε Πο­λυ­βί­ος - ναί! Πρός τό πα­ρόν, ὅ­μως, ὁ Ἡ­ρό­δο­τος τά κα­τα­γρά­φει, καί δή μα­γευ­τι­κά - κα­τα­πλη­κτι­κός ἀ­φη­γη­τής! Τό­σο πού οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι, λέ­ει, τόν πλή­ρω­σαν 10 τά­λαν­τα, νάρ­θῃ, ν’ ἀ­νέ­βῃ στήν Πνύ­κα καί νά τούς τά δι­η­γη­θῇ! Κι ὁ Θου­κυ­δί­δης, 12 χρο­νῶ παι­δί τό­τε, ἐν­θου­σι­ά­στη­κε τό­σο πο­λύ ἀ­π’ ὅ­σα ἄ­κου­γε, ὥ­στε τόν πή­ρα­νε τά κλά­μα­τα!.. (Μπο­ρεῖ καί νά­ναι πλα­στό - ἀλ­λά τά πλα­στά, με­ρι­κές φο­ρές, ἔ­στω κι ἄν δέ σοῦ δί­νουν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δί­νουν ὅ­μως τήν ἀ­λή­θεια. Ἄλ­λο ἡ ἀ­λή­θεια κι ἄλ­λο ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἔ­τσι;)
 
Ἐ­κεί­νη λοι­πόν τήν ἐ­πο­χή γεν­νι­έ­ται ἡ ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α, ἀ­π’ τή μιά με­ριά, καί ἡ σκέ­ψη, ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Πῶς ἀρ­χί­ζει ἡ σκέ­ψη; Μέ τούς Προ­σω­κρα­τι­κούς - τους φι­λό­σο­φους, δη­λα­δή, τούς πρό τοῦ Σω­κρά­τη. Καί τό δι­α­χω­ρι­σμό αὐ­τόν τόν ἔ­κα­ναν οἱ Γερ­μα­νοί φι­λό­λο­γοι.
 
Κ’ ἐ­νῶ λοι­πόν στό κέν­τρο τοῦ φι­λο­λο­γι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἦ­ταν ὁ Πλά­των κι ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, κά­ποι­α στιγ­μή πρό­βα­λε ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅ­τι βά­ση ὅ­λης τῆς πλα­τω­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας εἶ­ναι ἡ προ­η­γού­με­νη ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη - ἑ­πο­μέ­νως γνω­ρί­στε την, κι ἀ­φή­στε τό κόλ­λη­μα στόν Πλά­τω­να! Ὑ­πέ­ρο­χος βέ­βαι­α ὁ Πλά­των, ἀλ­λ’ ἄς δοῦ­με καί τά προ­η­γού­με­να. (Ἔ­τσι προ­έ­κυ­ψε ὁ ὅ­ρος Προ­σω­κρα­τι­κοί.)
 
Ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος πού ἔ­στρε­ψε τό φι­λο­λο­γι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον στούς Προ­σω­κρα­τι­κούς - κυ­ρι­ώ­τε­ρος ὄ­χι μό­νο ἀ­πό φι­λο­λο­γι­κῆς πλευ­ρᾶς, ἀλ­λά πού ἐ­πη­ρέ­α­σε, γε­νι­κώ­τε­ρα, πνευ­μα­τι­κά, ὅ­λη τήν Εὐ­ρώ­πη κι ὅ­λον τόν κό­σμο, για­τί δέν ἦ­ταν μό­νο φι­λό­λο­γος πα­ρά σπου­δαί­α μορ­φή, σπου­δαί­α σκέ­ψη, σπου­δαῖ­ο γρά­ψι­μο - ἦ­ταν ὁ Νί­τσε. Ἔ­γι­νε κα­θη­γη­τής στή Βα­σι­λεί­α, πο­λύ νέ­ος ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σε νά δε­χτῇ τίς συμ­βα­τι­κό­τη­τες τῶν τό­τε φι­λο­λό­γων, τά βρόν­τη­ξε, καί συ­νέ­χι­σε τήν προ­σω­πι­κή του πο­ρεί­α. Εἶ­ν’ ἕ­νας θε­με­λια­κός Εὐ­ρω­παῖ­ος φι­λό­σο­φος ἀ­π’ τά γεν­ναι­ό­τε­ρα πνεύ­μα­τα τῶν αἰ­ώ­νων. Μήν ἀ­κοῦ­τε τίς βρο­με­ρές προ­πα­γάν­δες πού ἀ­πο­δί­δουν, στά σο­βα­ρά, στό Νί­τσε τόν ἄ­θλιο χι­τλε­ρι­σμό! Δέν εἶ­χε καμ­μί­α σχέ­ση μ’ ὅ­σα ἰ­σχυ­ρί­στη­καν ο{ι χι­τλε­ρι­κοί ἀρ­γό­τε­ρα! Μα­κά­ρι ὁ ἄ­θλιος Χί­τλερ νά­ταν πράγ­μα­τι νι­τσε­ϊ­κός! Τό­τε θά πή­γαι­νε ν’ αὐ­το­κτο­νή­ςῃ, ὄ­χι νά κά­νῃ αὐ­τά πού ’­κα­νε! Ὁ Νί­τσε τσά­κι­σε τά κόκ­κα­λα τοῦ γερ­μα­νι­σμοῦ καί τοῦ παν­γερ­μα­νι­σμοῦ μέ τά βι­βλί­α του καί μέ τίς θέ­σεις του! Μή χά­βε­τε ὅ,τι σᾶς σερ­βί­ρουν δι­ά­φο­ροι!
 
Σύμ­φω­να μέ τό Νί­τσε, ὁ Πλά­των ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἔ­σχα­τη ἀ­πό­λη­ξη μιᾶς ἐ­ξέ­λι­ξης. Στό κέν­τρο ὅ­μως τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ στο­χα­σμοῦ εἶ­ν’ οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί - μέ πυ­ρή­να τόν Ἠ­ρά­κλει­το! Κ’ ἔ­κα­νε μέν φι­λο­λο­γι­κή δου­λειά, ἀλ­λ’ ὄ­χι δε­σμευ­μέ­νη, τυ­πι­κή, δα­σκα­λί­στι­κη. Ἀρ­γό­τε­ρα, ἤρ­θα­νε σπου­δαῖ­οι ἐ­ρευ­νη­τές, πού προ­χώ­ρη­σαν στήν κα­θα­ρά φι­λο­λο­γι­κή ἐρ­γα­σί­α: συγ­κέν­τρω­σαν τά προ­σω­κρα­τι­κά ἀ­πο­σπά­σμα­τα - για­τί δέν σώ­θη­καν ἀ­κέ­ραι­α τά ἔρ­γα ἐ­κεί­νων τῶν φι­λο­σό­φων - ἀ­π’ ὅ­λα τά κεί­με­να τῶν κα­το­πι­νῶν συγ­γρα­φέ­ων· μέ τή σχε­τι­κή κρι­τι­κή, ξε­κα­θά­ρι­σαν τί ἔ­κρι­ναν πώς ἦ­ταν γνή­σιο, τί ἀλ­λοι­ω­μέ­νο - δι­α­σταύ­ρω­σαν τίς πη­γές, ἀν­τι­πα­ρα­βά­λαν - μι­λᾶ­με γιά τε­ρα­τώ­δη δου­λειά - κ' ἐμ­φα­νί­στη­καν ἐν­τέ­λει δύ­ο με­γά­λες βα­σι­κές συλ­λο­γές: ἡ μί­α ἦ­ταν τοῦ Mullach,[1] κ' ἡ ἄλ­λη, πιό με­θο­δι­κή, τῶν Diels-Kranz. (Εἰ­δάλ­λως, ἄν­τε νά μα­ζέ­ψῃς 300 τό­μους ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά συγ­γράμ­μα­τα καί βρές μό­νος σου μέ­σα κεῖ Προ­σω­κρα­τι­κούς!..) Τό ἔρ­γο τοῦ Diels εἶ­ναι τρί­το­μο, καί πε­ρι­λαμ­βά­νει ὅ­λα τ’ ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­π’ τά ὁ­ποῖ­α βγαί­νει ἡ σκέ­ψη τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν - ἀ­πό τό­τε πού ξε­κι­νά­ει, ἀ­κό­μα κι ἀ­π’ τή μυ­θι­κή της πε­ρί­ο­δο, ὡς τόν Πλά­τω­να.
 
Για­τί αὐ­τό ἔ­χει ση­μα­σί­α; Δι­ό­τι ὅ­λη ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή σκέ­ψη, ἡ ὁ­ποί­α προσ­δι­ο­ρί­ζει τή ση­με­ρι­νή μας καλ­λι­έρ­γεια καί παι­δεί­α, ἔ­χει γιά βά­ση της τήν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή σκέ­ψη. Εἶ­ναι γε­λοῖ­ο νά φαν­τά­ζε­σαι ὅ­τι θά με­λε­τή­ςῃς σύγ­χρο­νη φι­λο­σο­φί­α χω­ρίς νά­χῃς δι­α­βά­σει ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή. Δέν εἶ­ν’ ἐ­θνι­κι­σμός αὐ­τό, οὔ­τε σο­βι­νι­σμός. Ἄ­λω­στε τ’ ὁ­μο­λο­γοῦν ὅ­λοι. Ὁ Ἕ­γε­λος, ἄς ποῦ­με πού­ναι κι ὁ δά­σκα­λος τοῦ Μάρξ, λέ­ει ὅ­τι στή Λο­γι­κή του δέν κά­νει τί­πο­τ’ ἄλ­λο, πα­ρά με­τα­φέ­ρει τή λο­γι­κή του Ἡ­ρα­κλεί­του. Ὁ Μάρξ ἀ­π’ τήν ἄλ­λη, κά­νει τή δι­δα­κτο­ρι­κή του στόν Ἐ­πί­κου­ρο καί τό Δη­μο­κρι­το. Ὁ Μπέρ­ξον βά­ζει ὡς θέ­μα τοῦ δι­δα­κτο­ρι­κοῦ του: «Τί φρο­νοῦ­σε ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πε­ρί χώ­ρου». Θέ­λω νά πῶ: δέν ὑ­πάρ­χει τρό­πος νά συλ­λά­βῃς τή νε­ώ­τε­ρη φι­λο­σο­φί­α ἄν δέ γνω­ρί­ζῃς τήν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή. Θά ’­σαι ἁ­πλῶς ἀ­μα­θής. Θά σέ πα­ρα­πέμ­ψουν ἐξ ἄλ­λου οἱ ἴ­διοι οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι!..
 
Ἔ­χου­με λοι­πόν μί­α τά­ση ἀμ­φι­σβη­τη­σια­κή τοῦ Μύ­θου. Ἤ συ­νέ­χεια τῆς τά­σης αὐ­τῆς πρω­το­εκ­φρά­ζε­ται πα­νί­σχυ­ρα μέ τόν Παρ­με­νί­δη, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρω­το­θε­με­λι­ώ­νει τό με­γά­λο κῦ­ρος τοῦ Λό­γου, τῆς ratio (:κεῖ­νο πού οἱ Ἀρ­χαῖ­οι ἔ­λε­γαν Λό­γος – αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με στήν κα­θη­με­ρι­νή μας γλώσ­σα: λο­γι­κή.)
 
Ἀ­π’ τήν ἄλ­λη, λί­γο πρίν ἀ­π’ τόν Παρ­με­νί­δη, μέ­σα στή βα­σι­λεί­α τοῦ Λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει γκρε­μί­σει τό μῦ­θο, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ὁ Ἐ­φέ­σιος. Κα­τά μιά πα­ρά­δο­ση εἶ­ν’ ἄρ­χον­τας, τῆς βα­σι­λι­κῆς γε­νιᾶς τῆς Ἐ­φέ­σου. Ση­κώ­νε­ται ὅ­μως καί φεύ­γει, πά­ει στό να­ό τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος καί παί­ζει, λέ­ει, μέ τά παι­διά. Καί σάν τόν βρί­σκουν οἱ Ἐ­φέ­σιοι, ἀ­πο­ρη­μέ­νοι, κεῖ­νος τούς εἶ­πε: Τί κοι­τᾶ­τε, ρέ μοῦ­τρα; Πο­λύ κα­λύ­τε­ρο νά '­μαι ἐ­δῶ ἀ­π' τό νά ζῶ μα­ζί σας! Προ­σέξ­τε: δέν εἶ­ναι κα­κός - εἶ­ναι τρο­με­ρά κρι­τι­κός. Καί εἶ­ναι κρι­τι­κός πρός ὅ­λα. Ἀ­κό­μα καί πρός τό κῦ­ρος τοῦ Λό­γου! Ποι­ός Λό­γος! Ὅ­λα εἶ­ναι καί δέν εἶ­ναι,  τ ή ν  ἴ δ ι α  σ τ ι γ μ ή! Αὐ­τό μοιά­ζει ἐ­ξω­φρε­νι­κό. Ἡ λο­γι­κή μας προ­χω­ρά­ει σύμ­φω­να μέ τήν ἀρ­χή της μή ἀν­τι­φά­σε­ως: δέ γί­νε­ται, δη­λα­δή. νά πῶ ὅ­τι κά­τι εἶ­ναι και, συγ­χρό­νως, δέν εἶ­ναι! Ἄλ­λο τ’ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά τό πῶ. Ὑ­πάρ­χει στό λό­γο. ὄ­χι στή Λο­γι­κή! Τό ἐ­ξω­φρε­νι­κό ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι ἰ­σχύ­ει! Ὅ­λη ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ν’ ἕ­να δια­ρκές σύν- πλήν, τ’ ὁ­ποῖ­ο συ­νέ­χεια ἀ­να­βο­σβή­νει. Τοῦ­το ἀ­κρι­βῶς πα­ρά­γει τή με­τα­βο­λή, τό γί­γνε­σθαι... Ἄ­ρα κ’ ἐ­σύ, ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή, δέν εἶ­σαι ἀ­κρι­βῶς αὖ­το πού εἶ­σαι - ἀλ­λι­ῶς, δέ θά με­γά­λω­νες, δέ θά γέρ­να­γες καί δέ θά πέ­θαι­νες![2] Ἡ θέ­ση τοῦ Ἠ­ρά­κλει­του εἶ­ν’ ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι ρευ­στά, τί­πο­τα στα­τι­κό. Συμ­φω­νεῖ δέ σ’ αὐ­τό καί ἡ σύγ­χρο­νη Ἐ­πι­στή­μη! Τό τά­δε ἀν­τι­κεί­με­νο μᾶς φαί­νε­ται στα­θε­ρό, στε­ρε­ό. Ἄν ὅ­μως τό δοῦ­με μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες λή­ψεις ἐμ­πει­ρί­ας, μέ συγ­κε­κρι­μέ­να πει­ρά­μα­τα, θά δι­α­πι­στώ­σου­με πώς πρό­κει­ται ἁ­πλῶς γιά ρο­ή ἠ­λε­κτρο­νί­ων!.. Τί εἶ­ναι στα­θε­ρό; Ὅ­λα εἶ­ναι δια­ρκῶς με­τα­βαλ­λό­με­να!  Στήν οὐ­σί­α ἔ­χει λοι­πόν δι­και­ω­θῆ σή­με­ρα ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος...
 
Ἡ ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση εἶ­ναι ἡ ρα­σι­ο­να­λι­στι­κή ἤ λο­γο­κρα­τι­κή. Ὁ ὅ­ρος λο­γο­κρα­τί­α εἶ­ναι πο­λύ εὔ­στο­χος - βγά­ζει μί­α ἐ­χθρό­τη­τα, ἔ; Σ’ ἔ­χει γραπ­πώ­σει αὐ­τή ἡ τά­ση καί δέν μπο­ρεῖς ν’ ἀ­παλ­λα­γῇς. Λο­γο­κρα­τεῖ­σαι! Οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι κα­θα­ρευ­ου­σιά­νοι μας, τώ­ρα, θέ­λον­τας νά με­τα­φρά­σουν τόν ὅ­ρο ρα­σι­ο­να­λι­σμός ἔ­λε­γαν Ὀρ­θο­λο­γι­σμός. Ἄλ­λα δέν εἶ­ναι σω­στή ἡ ἀ­πό­δο­ση. Για­τί Ὀρ­θο­λο­γι­σμός; Εἶ­ν’ ὁ ὀρ­θός λο­γι­σμός; ὁ μό­νος ὀρ­θός; Μέ­σω τοῦ ὅ­ρου ἔ­κα­ναν κρι­τι­κή, ἔ­παιρ­ναν θέ­ση! Θά μπο­ροῦ­σαν νά­λε­γαν, σκέτ­τα, λο­γι­σμός. Ἀλ­λά, βέ­βαι­α, λο­γι­σμός ση­μαί­νει ἁ­πλῶς: σκέ­ψη. Ἐ­νῶ Λό­γος, στήν ἀρ­χαί­α ση­μα­σί­α του, ση­μαί­νει καί τό λο­γι­κό ὄρ­γα­νο καί τή λο­γι­κή δο­μή τοῦ κό­σμου.
 
Τού­τη ἡ τά­ση ἐ­ρεί­δε­ται σέ μιάν ἀ­να­πό­δει­κτη πε­ποί­θη­ση. Εἶ­ναι, δη­λα­δή, ἀ­ξί­ω­μα. Τί πά’ νά πῇ αὐ­τό; Ὅ­τι τό ἀ­ξι­ώ­νει ὁ νοῦς νά­ν’ ἔ­τσι. Ἄ­ρα πρό­κει­ται γιά ἕ­να εἶ­δος πί­στε­ως. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἐκ­φρά­ζει ἀ­πό­λυ­τα τόν πό­λο αὐ­τόν. Στό σύγ­γραμ­μά του βά­ζει τή θε­ά τῆς Ἀ­λή­θειας νά τοῦ λέ­ῃ: Ἐ­σύ κρά­τα μα­κριά τό νοῦ σου ἀ­π’ τίς δι­πλές κου­βέν­τες (τά «εἶ­ναι καί δέν εἶ­ναι», τά «καί ναί καί ὄ­χι»)! Ἤ ναί, ἤ ὄ­χι! Ἤ εἶ­ναι, ἤ δέν εἶ­ναι!..
 -------------------
[1] Fragmmta Philosophorum Graecorum, 3 τόμοι, Parisiis, 1875-81.
 
[2] [Ρένος, Ἄξονες, Ἀθήνα. 1979. 111: Τό «εἶναι» δέν ἔχει χρόνο· τό «γίνεται», μόνο, ἔχει χρόνο. Λοιπόν γι’ αὐτό, ἅμα λές «εἶναι» - γιά νά πῇς «εἶναι»- δέ γί νετ’ ἀλλιῶς: θ’ ἀφαιρέςῃς τό χρόνο!]

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου