Πότε η επιθυμία επίτευξης ενός στόχου γίνεται δυσλειτουργική και συνδέεται με την τελειομανία;
Το να προσπαθούμε διαρκώς για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πολλές φορές σημαίνει να αυτοαξιολογούμαστε σε κάθε στιγμή της προσπάθειά μας. Να καθυστερούμε, αναλύοντας τις μέχρι τώρα κινήσεις μας, σκεφτόμενοι αν πράξαμε σωστά. Να αναβάλλουμε αποφάσεις αναλογιζόμενοι αν είναι η καλύτερη επιλογή.
Πότε η επιθυμία επίτευξης ενός στόχου γίνεται δυσλειτουργική και συνδέεται με την τελειομανία;
Όταν η κινητήριος δύναμή μας είναι ο φόβος της αποτυχίας. Όταν η επιθυμία για επιτυχία συνδέεται άμεσα με την επιθυμία για θετική αξιολόγηση, σαν ο μόνος τρόπος αποδοχής μας να είναι μέσω ενός επιτεύγματος. Όταν μια παρατήρηση αρνητικού περιεχομένου αναμασάται διαρκώς στην σκέψη μας και μας δυσκολεύει να την αντέξουμε και να την διαχειριστούμε. Όταν αγκιστρωνόμαστε από τις θετικές αξιολογήσεις, ενώ μπορεί να μας κατακλύσουν καταθλιπτικά συναισθήματα από μια αρνητική κριτική. Η εσωτερική φωνή που αξιολογεί τις πράξεις μας κάποιες φορές γίνεται πολύ επικριτική. Μας βάζει σε μια διαδικασία διαρκούς αναλογισμού του παρελθόντος και ανησυχίας για το μέλλον.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι θεμιτό να βάζουμε στόχους και να μας απασχολεί το πώς και αν θα τους εκπληρώσουμε. Το δυσλειτουργικό σημείο ξεκινάει εκεί που το άγχος για το αποτέλεσμα μας απορροφάει και μας δεσμεύει. Όταν δε βρίσκουμε χαρά σε αυτό που κάνουμε. Όταν μας απασχολεί η επίδοση και όχι το να περάσουμε ευχάριστα και δημιουργικά. Το να δεσμευόμαστε σε δραστηριότητες που γνωρίζουμε ότι θα επιτύχουμε και όχι επειδή μας ενδιαφέρουν. Το να απορρίπτουμε την ενασχόληση με δραστηριότητες που φανταζόμαστε ότι δεν θα έχουμε καλές επιδόσεις.
Ουσιαστικά, όταν δε ζούμε γιατί επεξεργαζόμαστε διαρκώς, σε φαντασιωσικό επίπεδο, μια εξιδανικευμένη ζωή. Σε αυτή την περίπτωση, όλη η ψυχική ενέργεια καταναλώνεται στις σκέψεις σχετικά με την αυτοαξιολόγηση, χάνοντας πολύτιμο χρόνο από τη συσχέτιση με τους άλλους, η οποία ενδεχομένως να μας βοηθούσε πολύ περισσότερο να εκπληρώσουμε με επιτυχία τους στόχους μας. Γινόμαστε δέσμιοι της παρόρμησής μας να ελέγχουμε τα πάντα και δεν δίνουμε χώρο σε μια ποιοτική αλληλεπίδραση. Η απουσία μας γίνεται αισθητή γιατί ψυχικά μας απασχολεί το πως θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό, χωρίς τελικά να δίνουμε τίποτα.
Κατά την παιδική ηλικία είναι πολύ χαρακτηριστικό το πώς διαμορφώνεται η έγνοια για την επίδοση και όχι για τη χαρά και τη δημιουργικότητα. Ο παιδικός αυθορμητισμός περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ένταξη σε ένα συστήμα αξιολόγησης, όπως το σχολείο. Το έδαφος του ανταγωνισμού στρώνεται από πολύ νωρίς, με αρκετούς γονείς να απασχολούνται για τις επιδόσεις του παιδιού τους, παρά για το τί του προσφέρει ψυχική ικανοποίηση. Προσπαθούν ασυνείδητα, μέσω αυτού, να επιβεβαιωθούν για την επιδοσή του εαυτούς τους, με την ιδιότητα του γονέα.
Η καλλιέργεια ενός τέτοιου είδους άγχους, δεν μας αφήνει να νιώσουμε πως δεχόμαστε αγάπη και αποδοχή για αυτό που είμαστε, αλλά για αυτό που πετυχαίνουμε. Μεγαλώνουμε κατά συνέπεια, σε ένα περιβάλλον αποδοχής υπό όρους ( «αν είμαι αποδοτικός, θα αγαπηθώ»). Ουσιαστικά μαθαίνουμε να μισούμε τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι και η αποτυχία είναι κομμάτι του εαυτού μας και πως αξίζει να αγαπήσουμε και αυτό το κομμάτι. Δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε τις πραγματικές δυνατότητές μας γιατί η προσπάθειά έχει να κάνει μόνο με τις προσδοκίες μας. Αυξημένες προσδοκίες χρωματίζουν αρνητικά οποιαδήποτε προσπάθεια, η οποία κρίνεται εκ του αποτελέσματος και συνήθως αρνητικά.
Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η σημασία της ίδιας της προσπάθειας. Επιθυμούμε να προσεγγίσουμε τον ιδανικό εαυτό, εγκλωβίζοντας τον εαυτό μας σε ένα ατέρμονο μονοπάτι αποτυχιών και αυτοακύρωσης. Ανακαλύπτουμε διαρκώς ατέλειες και συνεχίζουμε να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, μη επιτρέποντας και στους άλλους να τον αγαπήσουν όπως θα του άξιζε να αγαπηθεί. Χρειάζεται να σκεφτούμε ότι κανείς δεν έχει τη δυνατότητα αλλά ούτε και το χρόνο να ελέγχει τα πάντα, προσπαθώντας να πετύχει το τέλειο.
Το να προσπαθούμε διαρκώς για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πολλές φορές σημαίνει να αυτοαξιολογούμαστε σε κάθε στιγμή της προσπάθειά μας. Να καθυστερούμε, αναλύοντας τις μέχρι τώρα κινήσεις μας, σκεφτόμενοι αν πράξαμε σωστά. Να αναβάλλουμε αποφάσεις αναλογιζόμενοι αν είναι η καλύτερη επιλογή.
Πότε η επιθυμία επίτευξης ενός στόχου γίνεται δυσλειτουργική και συνδέεται με την τελειομανία;
Όταν η κινητήριος δύναμή μας είναι ο φόβος της αποτυχίας. Όταν η επιθυμία για επιτυχία συνδέεται άμεσα με την επιθυμία για θετική αξιολόγηση, σαν ο μόνος τρόπος αποδοχής μας να είναι μέσω ενός επιτεύγματος. Όταν μια παρατήρηση αρνητικού περιεχομένου αναμασάται διαρκώς στην σκέψη μας και μας δυσκολεύει να την αντέξουμε και να την διαχειριστούμε. Όταν αγκιστρωνόμαστε από τις θετικές αξιολογήσεις, ενώ μπορεί να μας κατακλύσουν καταθλιπτικά συναισθήματα από μια αρνητική κριτική. Η εσωτερική φωνή που αξιολογεί τις πράξεις μας κάποιες φορές γίνεται πολύ επικριτική. Μας βάζει σε μια διαδικασία διαρκούς αναλογισμού του παρελθόντος και ανησυχίας για το μέλλον.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι θεμιτό να βάζουμε στόχους και να μας απασχολεί το πώς και αν θα τους εκπληρώσουμε. Το δυσλειτουργικό σημείο ξεκινάει εκεί που το άγχος για το αποτέλεσμα μας απορροφάει και μας δεσμεύει. Όταν δε βρίσκουμε χαρά σε αυτό που κάνουμε. Όταν μας απασχολεί η επίδοση και όχι το να περάσουμε ευχάριστα και δημιουργικά. Το να δεσμευόμαστε σε δραστηριότητες που γνωρίζουμε ότι θα επιτύχουμε και όχι επειδή μας ενδιαφέρουν. Το να απορρίπτουμε την ενασχόληση με δραστηριότητες που φανταζόμαστε ότι δεν θα έχουμε καλές επιδόσεις.
Ουσιαστικά, όταν δε ζούμε γιατί επεξεργαζόμαστε διαρκώς, σε φαντασιωσικό επίπεδο, μια εξιδανικευμένη ζωή. Σε αυτή την περίπτωση, όλη η ψυχική ενέργεια καταναλώνεται στις σκέψεις σχετικά με την αυτοαξιολόγηση, χάνοντας πολύτιμο χρόνο από τη συσχέτιση με τους άλλους, η οποία ενδεχομένως να μας βοηθούσε πολύ περισσότερο να εκπληρώσουμε με επιτυχία τους στόχους μας. Γινόμαστε δέσμιοι της παρόρμησής μας να ελέγχουμε τα πάντα και δεν δίνουμε χώρο σε μια ποιοτική αλληλεπίδραση. Η απουσία μας γίνεται αισθητή γιατί ψυχικά μας απασχολεί το πως θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό, χωρίς τελικά να δίνουμε τίποτα.
Κατά την παιδική ηλικία είναι πολύ χαρακτηριστικό το πώς διαμορφώνεται η έγνοια για την επίδοση και όχι για τη χαρά και τη δημιουργικότητα. Ο παιδικός αυθορμητισμός περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ένταξη σε ένα συστήμα αξιολόγησης, όπως το σχολείο. Το έδαφος του ανταγωνισμού στρώνεται από πολύ νωρίς, με αρκετούς γονείς να απασχολούνται για τις επιδόσεις του παιδιού τους, παρά για το τί του προσφέρει ψυχική ικανοποίηση. Προσπαθούν ασυνείδητα, μέσω αυτού, να επιβεβαιωθούν για την επιδοσή του εαυτούς τους, με την ιδιότητα του γονέα.
Η καλλιέργεια ενός τέτοιου είδους άγχους, δεν μας αφήνει να νιώσουμε πως δεχόμαστε αγάπη και αποδοχή για αυτό που είμαστε, αλλά για αυτό που πετυχαίνουμε. Μεγαλώνουμε κατά συνέπεια, σε ένα περιβάλλον αποδοχής υπό όρους ( «αν είμαι αποδοτικός, θα αγαπηθώ»). Ουσιαστικά μαθαίνουμε να μισούμε τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι και η αποτυχία είναι κομμάτι του εαυτού μας και πως αξίζει να αγαπήσουμε και αυτό το κομμάτι. Δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε τις πραγματικές δυνατότητές μας γιατί η προσπάθειά έχει να κάνει μόνο με τις προσδοκίες μας. Αυξημένες προσδοκίες χρωματίζουν αρνητικά οποιαδήποτε προσπάθεια, η οποία κρίνεται εκ του αποτελέσματος και συνήθως αρνητικά.
Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η σημασία της ίδιας της προσπάθειας. Επιθυμούμε να προσεγγίσουμε τον ιδανικό εαυτό, εγκλωβίζοντας τον εαυτό μας σε ένα ατέρμονο μονοπάτι αποτυχιών και αυτοακύρωσης. Ανακαλύπτουμε διαρκώς ατέλειες και συνεχίζουμε να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, μη επιτρέποντας και στους άλλους να τον αγαπήσουν όπως θα του άξιζε να αγαπηθεί. Χρειάζεται να σκεφτούμε ότι κανείς δεν έχει τη δυνατότητα αλλά ούτε και το χρόνο να ελέγχει τα πάντα, προσπαθώντας να πετύχει το τέλειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου