Ο Εφιάλτης και ο Ώτος ήταν νόθοι γιοι της Ιφιμέδειας, κόρης του Τρίοπα. Η Ιφιμέδεια είχε ερωτευθεί τον Ποσειδώνα και πήγαινε κάθε λίγο και λιγάκι στην ακρογιαλιά όπου σύναζε τα κύματα με τα χέρια της και τα έριχνε στον κόλπο της έτσι έμεινε έγκυος.
Ωστόσο ο Εφιάλτης και ο Ώτος ονομάστηκαν Αλωάδες επειδή η Ιφιμέδεια παντρεύτηκε τον Αλωέα, βασιλιά της Ασωπίας στη Βοιωτία. Οι Αλωάδες μεγάλωναν κάθε χρόνο μια πήχη στο πλάτος και μια οργιά στο ύψος, και όταν έγιναν εννιά χρόνων, και ήταν εννιά πήχες στο πλάτος και εννιά οργιές στο ύψος, κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Ολύμπου. Ο Εφιάλτης ορκίστηκε να βιάσει την Ήρα, και ο Ώτος ορκίστηκε να βιάσει την Άρτεμη.
Αποφασίζοντας ότι ο Άρης, ο Θεός του πολέμου, έπρεπε να είναι ο πρώτος τους αιχμάλωτος, οι Aλωάδες πήγαν στη Θράκη, τον αφόπλισαν και τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι που το έκρυψαν στο σπίτι της μητριάς τους Ερίβοιας, αφού ή Ιφιμέδεια είχε πια πεθάνει. Ύστερα, οι Αλωάδες άρχισαν την πολιορκία του Ολύμπου: έφτιαξαν για την επίθεση τους ένα ύψωμα σωριάζοντας το όρος Πήλιο πάνω στο όρος Όσσα, και περαιτέρω απείλησαν να ρίξουν βουνά στη θάλασσα ώσπου να γίνει ξηρά, αν και οι πεδιάδες κατακλύστηκαν από τα κύματα. Η αυτοπεποίθηση τους ήταν αρραγής, επειδή υπήρχε η προφητεία ότι κανένας άλλος άνθρωπος ούτε κανένας θεός θα μπορούσε να τους σκοτώσει.
Με συμβουλή του Απόλλωνα η Άρτεμις έστειλε στους Αλωάδες μήνυμα: αν τερμάτιζαν την πολιορκία τους, αυτή θα τους συναντούσε στη Νάξο και εκεί θα ενέδιδε στις περιπτύξεις του Ώτου. Ο Ώτος πέταξε από τη χαρά του, αλλά ο Εφιάλτης, που δεν είχε λάβει από την Ήρα παρόμοιο μήνυμα, ζήλεψε και θύμωσε. Άγριος καβγάς ξέσπασε στη Νάξο, όπου οι δύο Αλωάδες πήγαν μαζί. Η διαφωνία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, όταν η Άρτεμις εμφανίστηκε με τη μορφή άσπρης ελαφίνας, και οι δύο Αλωάδες, αδράχνοντας τα ακόντιά τους, ετοιμάστηκαν καρφώνοντας τη να αποδείξουν ο καθένας ότι ήταν ο καλύτερος σκοπευτής. Καθώς εκείνη χύθηκε ανάμεσα τους γοργή σαν τον άνεμο, οι Αλωάδες τίναξαν τα ακόντιά τους και τρύπησαν ο ένας τον άλλον.
Κατά τον Απολλόδωρο (Βιβλιοθήκη)
Κανάκη δὲ ἐγέννησεν ἐκ Ποσειδῶνος Ὁπλέα καὶ Νιρέα καὶ Ἐπωπέα καιὶ Ἀλωέα καὶ Τρίοπα. Ἀλωεὺς μὲν οὒν ἐγημεν (παντρεύτηκε) Ἰφιμέδειαν τὴν Τρίοπος, ἥτις Ποσειδῶνος ἠράσθη (ερωτεύτηκε), καὶ συνεχῶς φοιτὼσα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, χερσίν ἀρυομένη τὰ κύματα τοῖς κόλποις ἐνεφόρει (παίρνοντας με τα χέρια τα κύματα τα έριχνε στον κόλπο της). Συνελθὼν δε αυτῇ Ποσειδὼν (Και αφού κοιμήθηκε μαζί της ο Ποσειδώνας) δύο ἐγέννησε παίδας, Ὦτον καὶ Ἐφιάλτην, τοὺς Ἀλωάδας λεγομένους. Οὗτοι κατ’ ἐνιαυτὸν ηὔξανον (μεγάλωναν κάθε χρόνο) πλᾶτος μὲν πηχιαῖον, μῆκος δὲ ὀργυιαῖον, ἐννέα δὲ ἐτῶν γενόμενοι καὶ τὸ μὲν πλᾶτος πηχῶν ἔχοντες ἐννέα τὸ δὲ μέγεθος ὀργυιῶν ἐννέα, πρὸς θεοὺς μάχεσθαι διενοοῦντο (σκέφτηκαν να τα βάλουν με τους θεούς), καὶ τὴν μὲν Ὀσσαν ἐπὶ τὸν Ὄλυμπον ἔθεσαν, ἐπὶ δὲ τὴν Ὄσσαν θέντες τὸ Πήλιον διὰ τῶν ὀρῶν τούτων ἠπείλουν εἰς οὐρανὸν ἀναβήσεσθαι (από αυτά τα βουνά απειλούσαν ν’ ανέβουν στον ουρανό), καὶ τὴν μὲν θάλασσαν χώσαντες τοῖς ὄρεσι ἐκποιήσειν ἔλεγον ἤπειρον (και να κάνουν τη θάλασσα γη παραχώνοντάς την με βουνά), τὴν δὲ γῆν θάλασσαν (ενώ τη γη να την κάνουν θάλασσα). Ἐμνῶντο δὲ (ήθελαν δε να πάρουν γυναίκα) Ἐφιάλτης μὲν Ἧραν, Ὦτος δὲ Ἄρτεμιν. Ἔδησαν (δέσανε) δὲ καὶ Ἄρην, τοῦτον μὲν οὖν Ἑρμῆς ἐξέκλεψεν (απελευθέρωσε). Ἀνῆλε δὲ τοὺς Ἀλωάδας ἐν Νάξῳ Ἄρτεμις δι’ ἀπάτης, ἀλλάξασα γὰρ τὴν ἰδέαν εἰς ἔλαφον διὰ μἐσων αὐτῶν ἐπήδησεν, οἱ δὲ βουλόμενοι εὐστοχῆσαι του θηρίου ἐφ’ ἑαυτοὺς ἠκόντισαν (Η Άρτεμις εξολόθρευσε τους Αλωάδες με απάτη. Άλλαξε τη μορφή της σε ελάφι και πήδησε ανάμεσά τους, κι εκείνοι θέλοντας να πετύχουν το ζώο, αλληλοακοντίστηκαν)
Κατά τον Αριστοφάνη
Στο ‘Συμπόσιον’ του Πλάτωνος, κατά την προσπάθειά τους ν’ ανέβουν στον ουρανό τους κεραυνοβόλησε ο Δίας, ο οποίος επιπλέον (κατά τον Αριστοφάνη του Συμποσίου μόνο) τους χώρησε, επειδή ήσαν κολλημένοι σε ένα σώμα με διπλά μέλη, χέρια, πόδια, και τα υπόλοιπα όργανα.
Έτσι χάθηκαν και οι δύο και επαληθεύτηκε η προφητεία που έλεγε ότι δεν θα μπορούσαν να τους σκοτώσουν ούτε άλλοι άνθρωποι ούτε θεοί. Οι σοροί τους μεταφέρθηκαν για ενταφιασμό στην Ανθηδόνα της Βοιωτίας αλλά οι Νάξιοι εξακολουθούν να τους περιβάλλουν με τιμές ηρώων. Μνημονεύονται επίσης οι Αλωάδες σαν οι ιδρυτές της βοιωτικής Άσκρας και σαν οι πρώτοι θνητοί που λάτρεψαν τις Μούσες στον Ελικώνα.
Αφού έτσι έληξε η πολιορκία του Ολύμπου, ο Ερμής πήγε να αναζητήσει τον Άρη και ανάγκασε την Ερίβοια να τον βγάλει, μισοπεθαμένο, από το χάλκινο πιθάρι. Αλλά οι ψυχές των Αλωάδων κατέβηκαν στα Τάρταρα, όπου δέθηκαν γερά σ’ ένα στύλο με κομποσκοίνια από ζωντανές οχιές. Εκεί κάθονται, πλάτη με πλάτη, και η νύμφη Στυξ κουρνιάζει ζοφερή στην κορυφή του στύλου, υπενθύμιση των ανεκπλήρωτων όρκων τους
Ωστόσο ο Εφιάλτης και ο Ώτος ονομάστηκαν Αλωάδες επειδή η Ιφιμέδεια παντρεύτηκε τον Αλωέα, βασιλιά της Ασωπίας στη Βοιωτία. Οι Αλωάδες μεγάλωναν κάθε χρόνο μια πήχη στο πλάτος και μια οργιά στο ύψος, και όταν έγιναν εννιά χρόνων, και ήταν εννιά πήχες στο πλάτος και εννιά οργιές στο ύψος, κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Ολύμπου. Ο Εφιάλτης ορκίστηκε να βιάσει την Ήρα, και ο Ώτος ορκίστηκε να βιάσει την Άρτεμη.
Αποφασίζοντας ότι ο Άρης, ο Θεός του πολέμου, έπρεπε να είναι ο πρώτος τους αιχμάλωτος, οι Aλωάδες πήγαν στη Θράκη, τον αφόπλισαν και τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι που το έκρυψαν στο σπίτι της μητριάς τους Ερίβοιας, αφού ή Ιφιμέδεια είχε πια πεθάνει. Ύστερα, οι Αλωάδες άρχισαν την πολιορκία του Ολύμπου: έφτιαξαν για την επίθεση τους ένα ύψωμα σωριάζοντας το όρος Πήλιο πάνω στο όρος Όσσα, και περαιτέρω απείλησαν να ρίξουν βουνά στη θάλασσα ώσπου να γίνει ξηρά, αν και οι πεδιάδες κατακλύστηκαν από τα κύματα. Η αυτοπεποίθηση τους ήταν αρραγής, επειδή υπήρχε η προφητεία ότι κανένας άλλος άνθρωπος ούτε κανένας θεός θα μπορούσε να τους σκοτώσει.
Με συμβουλή του Απόλλωνα η Άρτεμις έστειλε στους Αλωάδες μήνυμα: αν τερμάτιζαν την πολιορκία τους, αυτή θα τους συναντούσε στη Νάξο και εκεί θα ενέδιδε στις περιπτύξεις του Ώτου. Ο Ώτος πέταξε από τη χαρά του, αλλά ο Εφιάλτης, που δεν είχε λάβει από την Ήρα παρόμοιο μήνυμα, ζήλεψε και θύμωσε. Άγριος καβγάς ξέσπασε στη Νάξο, όπου οι δύο Αλωάδες πήγαν μαζί. Η διαφωνία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, όταν η Άρτεμις εμφανίστηκε με τη μορφή άσπρης ελαφίνας, και οι δύο Αλωάδες, αδράχνοντας τα ακόντιά τους, ετοιμάστηκαν καρφώνοντας τη να αποδείξουν ο καθένας ότι ήταν ο καλύτερος σκοπευτής. Καθώς εκείνη χύθηκε ανάμεσα τους γοργή σαν τον άνεμο, οι Αλωάδες τίναξαν τα ακόντιά τους και τρύπησαν ο ένας τον άλλον.
Κατά τον Απολλόδωρο (Βιβλιοθήκη)
Κανάκη δὲ ἐγέννησεν ἐκ Ποσειδῶνος Ὁπλέα καὶ Νιρέα καὶ Ἐπωπέα καιὶ Ἀλωέα καὶ Τρίοπα. Ἀλωεὺς μὲν οὒν ἐγημεν (παντρεύτηκε) Ἰφιμέδειαν τὴν Τρίοπος, ἥτις Ποσειδῶνος ἠράσθη (ερωτεύτηκε), καὶ συνεχῶς φοιτὼσα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, χερσίν ἀρυομένη τὰ κύματα τοῖς κόλποις ἐνεφόρει (παίρνοντας με τα χέρια τα κύματα τα έριχνε στον κόλπο της). Συνελθὼν δε αυτῇ Ποσειδὼν (Και αφού κοιμήθηκε μαζί της ο Ποσειδώνας) δύο ἐγέννησε παίδας, Ὦτον καὶ Ἐφιάλτην, τοὺς Ἀλωάδας λεγομένους. Οὗτοι κατ’ ἐνιαυτὸν ηὔξανον (μεγάλωναν κάθε χρόνο) πλᾶτος μὲν πηχιαῖον, μῆκος δὲ ὀργυιαῖον, ἐννέα δὲ ἐτῶν γενόμενοι καὶ τὸ μὲν πλᾶτος πηχῶν ἔχοντες ἐννέα τὸ δὲ μέγεθος ὀργυιῶν ἐννέα, πρὸς θεοὺς μάχεσθαι διενοοῦντο (σκέφτηκαν να τα βάλουν με τους θεούς), καὶ τὴν μὲν Ὀσσαν ἐπὶ τὸν Ὄλυμπον ἔθεσαν, ἐπὶ δὲ τὴν Ὄσσαν θέντες τὸ Πήλιον διὰ τῶν ὀρῶν τούτων ἠπείλουν εἰς οὐρανὸν ἀναβήσεσθαι (από αυτά τα βουνά απειλούσαν ν’ ανέβουν στον ουρανό), καὶ τὴν μὲν θάλασσαν χώσαντες τοῖς ὄρεσι ἐκποιήσειν ἔλεγον ἤπειρον (και να κάνουν τη θάλασσα γη παραχώνοντάς την με βουνά), τὴν δὲ γῆν θάλασσαν (ενώ τη γη να την κάνουν θάλασσα). Ἐμνῶντο δὲ (ήθελαν δε να πάρουν γυναίκα) Ἐφιάλτης μὲν Ἧραν, Ὦτος δὲ Ἄρτεμιν. Ἔδησαν (δέσανε) δὲ καὶ Ἄρην, τοῦτον μὲν οὖν Ἑρμῆς ἐξέκλεψεν (απελευθέρωσε). Ἀνῆλε δὲ τοὺς Ἀλωάδας ἐν Νάξῳ Ἄρτεμις δι’ ἀπάτης, ἀλλάξασα γὰρ τὴν ἰδέαν εἰς ἔλαφον διὰ μἐσων αὐτῶν ἐπήδησεν, οἱ δὲ βουλόμενοι εὐστοχῆσαι του θηρίου ἐφ’ ἑαυτοὺς ἠκόντισαν (Η Άρτεμις εξολόθρευσε τους Αλωάδες με απάτη. Άλλαξε τη μορφή της σε ελάφι και πήδησε ανάμεσά τους, κι εκείνοι θέλοντας να πετύχουν το ζώο, αλληλοακοντίστηκαν)
Κατά τον Αριστοφάνη
Στο ‘Συμπόσιον’ του Πλάτωνος, κατά την προσπάθειά τους ν’ ανέβουν στον ουρανό τους κεραυνοβόλησε ο Δίας, ο οποίος επιπλέον (κατά τον Αριστοφάνη του Συμποσίου μόνο) τους χώρησε, επειδή ήσαν κολλημένοι σε ένα σώμα με διπλά μέλη, χέρια, πόδια, και τα υπόλοιπα όργανα.
Έτσι χάθηκαν και οι δύο και επαληθεύτηκε η προφητεία που έλεγε ότι δεν θα μπορούσαν να τους σκοτώσουν ούτε άλλοι άνθρωποι ούτε θεοί. Οι σοροί τους μεταφέρθηκαν για ενταφιασμό στην Ανθηδόνα της Βοιωτίας αλλά οι Νάξιοι εξακολουθούν να τους περιβάλλουν με τιμές ηρώων. Μνημονεύονται επίσης οι Αλωάδες σαν οι ιδρυτές της βοιωτικής Άσκρας και σαν οι πρώτοι θνητοί που λάτρεψαν τις Μούσες στον Ελικώνα.
Αφού έτσι έληξε η πολιορκία του Ολύμπου, ο Ερμής πήγε να αναζητήσει τον Άρη και ανάγκασε την Ερίβοια να τον βγάλει, μισοπεθαμένο, από το χάλκινο πιθάρι. Αλλά οι ψυχές των Αλωάδων κατέβηκαν στα Τάρταρα, όπου δέθηκαν γερά σ’ ένα στύλο με κομποσκοίνια από ζωντανές οχιές. Εκεί κάθονται, πλάτη με πλάτη, και η νύμφη Στυξ κουρνιάζει ζοφερή στην κορυφή του στύλου, υπενθύμιση των ανεκπλήρωτων όρκων τους
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου