Πόλεμος και ειρήνη
Η εγελιανή θεωρία του πολέμου δεν αφήνει περιθώρια για μια μονολιθική ερμηνεία που δοξάζει την ειρήνη και καταδικάζει σε οριστικό θάνατο τον πόλεμο. Οι σκέψεις του Χέγκελ για τον πόλεμο κινούνται πέραν κάθε «συμπονετικού» πασιφισμού και υποκριτικής ειρηνοφιλίας. Γι’ αυτό και ορισμένοι τις θεωρούν ως παράδοξες ή επικίνδυνες. Ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος, στο πλαίσιο κατανόησης του κόσμου του ανθρώπου υπό την οπτική της διαλεκτικής πραγμάτωσης του πνεύματος εντός του κόσμου, υποβάλλει σε σφοδρή κριτική τις συμβατικές αντιλήψεις ή παραστάσεις περί πολέμου. Αυτές οι αντιλήψεις ανάγουν το γενικό τους υπόβαθρο σε διάφορες θεωρίες περί φυσικού δικαίου και θεωρούν τον πόλεμο –αδιάφορο, εάν είναι θεολογικο-εκκλησιαστικής ή δημοκρατικοφανούς υφής– ως εκτροπή, ως μια κατάσταση όπου τίθεται υπό αδικαιολόγητη αμφισβήτηση η αρμονική συνεργασία ανάμεσα στα άτομα καθώς και ανάμεσα στα κράτη. Απεναντίας, μας λένε οι θεολογικο-«δημοκράτες», η ειρήνη εκφράζει την αρμονία και την αρμονική συνεργασία των ανθρώπων, γι’ αυτό και πρέπει να επικρατεί παντού και με κάθε τρόπο. Μεταφερόμενη δε αυτή η αίσθηση περί ειρήνης στην κοινωνία επιτρέπει σε όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς ληστές του ανθρώπινου μόχθου να υπερασπίζονται μέχρι θανάτου την κοινωνική ειρήνη, ακριβώς δηλαδή ό,τι ο Χέγκελ αποτιμά ως αποκοίμιση των λαών και ενάντια στο οποίο στρέφεται με τη θεωρία του περί πολέμου.
Το θεμελιώδες φιλοσοφικό θεώρημα, πάνω στο οποίο ο Χέγκελ στηρίζει τη φαινομενολογική του θεωρία περί πολέμου, είναι η ρήση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πατήρ πάντων …». Ιστορικά ιδωμένος ο πόλεμος, σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας, άρα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που υπερβαίνει κάθε είδους υποκειμενικό ή ατομικό ηθικό credo και η οποία μόνο με κριτήρια του Αντικειμενικού μπορεί να κατανοείται. Τι μας λέει λοιπόν αυτό το Αντικειμενικό; Ότι τα περισσότερα εκάστοτε νέα μορφώματα ζωής έχουν εγγραφεί στην ιστορία ως αποτελέσματα πολέμου, διαμάχης, αγώνα, έριδας, σύγκρουσης και όχι ως προερχόμενα από οποιαδήποτε κοινωνική ειρήνη, συνεργασία, αρμονία, επανάπαυση, α-πάθεια, αδράνεια. Η καταδίκη, ο αναθεματισμός του πολέμου επομένως, με βάση αφηρημένα ηθικά αξιώματα που έχουν ως κοινό παρονομαστή το Δέον-Είναι (Sollen), δηλαδή αυτό που οφείλει, που πρέπει να νομιμοποιείται σε αντίθεση με ό,τι δεν πρέπει, αιχμαλωτίζουν το άτομο μέσα στην ιδιοτέλεια του ατομικού συμφέροντος και του αφαιρούν τη δυνατότητα να σκέπτεται πολεμικά, δηλαδή μαχητικά, αποφασιστικά, καθολικά, οικουμενικά, και να οικοδομεί τη συνεργασία του με τα άλλα άτομα στη βάση υπεράσπισης του κοινού συμφέροντος· μια υπεράσπιση που καθίσταται δυνατή μόνο με τη μια ή την άλλη μορφή πολέμου.
Πώς δικαιολογεί ο Χέγκελ την ως άνω «αιχμαλωσία»–ασκεψία του ατόμου; Τη δικαιολογεί δυνάμει της διάκρισης που κάνει ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) και στο κράτος (Staat). Η κοινωνία αυτή, στη νεωτερική εποχή, συγκροτείται και λειτουργεί ως αστική κοινωνία, όπου κυριαρχεί μια τυπική κοινότητα ή ενότητα των ανθρώπινων ατόμων ως πολιτών, πίσω από την οποία μαίνεται ένας ακήρυκτος πόλεμος ανταγωνιστικών ατομικών συμφερόντων: το κάθε άτομο γίνεται μεμονωμένο-απομονωμένο άτομο, περιορισμένο μόνο στην υπεράσπιση της ατομικής του ιδιοκτησίας και του ατομικού του συμφέροντος. Το γενικό συμφέρον υπολείπεται. Κάτι, ας πούμε, που βιώνουμε καθημερινά στην ελληνική κοινωνία. Η εν λόγω κοινότητα, κατά συνέπεια, συνιστά απλώς μια επί μέρους εξισορρόπηση διαφορετικών ιδιοτελών σκοπών. Γι’ αυτό αναζητεί την αληθινή, την ουσιαστική της ενότητα στο κράτος ως την ιδέα ή το πνεύμα, όπου η κοινότητα συμφερόντων ανελίσσεται, μέσα από τη διαλεκτική της αναίρεση, στην ποιοτική βαθμίδα της κοινότητας ενδιαφερόντων. Το κράτος έτσι αναδύεται ως η υποστασιακή ατομικότητα των επί μέρους ατόμων. Όταν διακυβεύεται αυτή η υποστασιακή ατομικότητα του εκάστοτε συγκεκριμένου ανθρώπου, τότε αισθάνεται την ανάγκη πολέμου για την υπεράσπιση αυτής του της υπόστασης. Έτσι αφυπνίζεται από τον λήθαργο, εν καιρώ ειρήνης, εκ της ατομικής του φιλαυτίας και του απόλυτου εγκλεισμού του μέσα στο ιδιοτελές σαρκίο των εγωιστικών του συμφερόντων. Κατ’ αυτό τον τρόπο ενσαρκώνει την πραγμάτωση του πνεύματος: γίνεται πολεμιστής, μαχητής της Ιδέας του, η οποία είναι Ιδέα όλων, δηλαδή καθολική ή απόλυτη Ιδέα. Τότε δεν υπάρχει ως μεμονωμένο άτομο της αστικής κοινωνίας, αλλά ως ενεργώς πραγματική Ιδέα του όλου.
Η ετοιμότητα του πολέμου, αποφαίνεται ο Χέγκελ, αποδεικνύει τη σχετικότητα των αξιών της αστικής κοινωνίας. Μια αιώνια ειρήνη, ως εκ τούτου, την οποία υπερασπιζόταν ο Καντ, απολυτοποιεί αυτή τη σχετικότητα και γεμίζει τον κόσμο του ανθρώπου με αυταπάτες: δηλαδή ανάγει σε υπέρτατη αξία την υπεράσπιση των ιδιοτελών συμφερόντων των κοινωνικών ατόμων και οντολογικά προσανατολίζει τα τελευταία να θεωρούν ως ultima ratio της κοινωνικής οργάνωσης τα δικά τους συμφέροντα. Μια διαλυμένη κοινωνία λοιπόν, σαν την ελληνική, δείχνει ότι είναι βουλιαγμένη μέσα σε ωκεανούς αυταπατών, που επιτείνονται από τους πραιτοριανούς του πολιτικού καθεστωτισμού. Δείχνει περαιτέρω πως είναι οντολογικά συμμορφωμένη προς ιδιοτελείς επιταγές εργασιακής, κοινωνικής, πολιτικής, επαγγελματικής, ιδεολογικής ειρήνης κ.λπ. Η αμφισβήτηση αυτής της συμμόρφωσης προϋποθέτει την τεράστια δύναμη του αρνητικού. Και αυτή η δύναμη, κατά τον Χέγκελ, είναι ο πόλεμος στην αναλογία συνθηκών και μορφών. Αυτός συναφώς δεν είναι ένα απόλυτο κακό, ακόμη κι αν ορισμένως μπορεί να επιφέρει παροδικά κακά ή εάν προκαλείται από ανεξέλεγκτα πάθη των εκάστοτε κρατούντων. Αντίθετα είναι η κατάσταση που δείχνει τη ματαιότητα των εν χρόνω πραγμάτων και αγαθών, κατ’ επέκταση κονιορτοποιεί κάθε είδους ψευδή ωραιολογία περί βεβαιότητας, περί «πολιτισμένου διαλόγου», περί υλικής ευμάρειας κ.α., εκ μέρους υποψηφίων κυβερνητών, σε δεδομένες ιστορικές στιγμές σαν τις δικές μας, είτε ετούτοι προέρχονται από την καθεστωτική «αριστερά», κατά τα άλλα άκρως «ειρηνόφιλη» κοινωνικοπολιτικά, είτε από τον άκαπνο, μειοψηφικό εξουσιο-αστισμό, για τον οποίο ο μόνος νόμιμος πόλεμος είναι η βίαιη εξαθλίωση των πολλών για χάρη των δικών τους αδηφάγων ιδιοτελιών.
Η εγελιανή θεωρία του πολέμου δεν αφήνει περιθώρια για μια μονολιθική ερμηνεία που δοξάζει την ειρήνη και καταδικάζει σε οριστικό θάνατο τον πόλεμο. Οι σκέψεις του Χέγκελ για τον πόλεμο κινούνται πέραν κάθε «συμπονετικού» πασιφισμού και υποκριτικής ειρηνοφιλίας. Γι’ αυτό και ορισμένοι τις θεωρούν ως παράδοξες ή επικίνδυνες. Ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος, στο πλαίσιο κατανόησης του κόσμου του ανθρώπου υπό την οπτική της διαλεκτικής πραγμάτωσης του πνεύματος εντός του κόσμου, υποβάλλει σε σφοδρή κριτική τις συμβατικές αντιλήψεις ή παραστάσεις περί πολέμου. Αυτές οι αντιλήψεις ανάγουν το γενικό τους υπόβαθρο σε διάφορες θεωρίες περί φυσικού δικαίου και θεωρούν τον πόλεμο –αδιάφορο, εάν είναι θεολογικο-εκκλησιαστικής ή δημοκρατικοφανούς υφής– ως εκτροπή, ως μια κατάσταση όπου τίθεται υπό αδικαιολόγητη αμφισβήτηση η αρμονική συνεργασία ανάμεσα στα άτομα καθώς και ανάμεσα στα κράτη. Απεναντίας, μας λένε οι θεολογικο-«δημοκράτες», η ειρήνη εκφράζει την αρμονία και την αρμονική συνεργασία των ανθρώπων, γι’ αυτό και πρέπει να επικρατεί παντού και με κάθε τρόπο. Μεταφερόμενη δε αυτή η αίσθηση περί ειρήνης στην κοινωνία επιτρέπει σε όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς ληστές του ανθρώπινου μόχθου να υπερασπίζονται μέχρι θανάτου την κοινωνική ειρήνη, ακριβώς δηλαδή ό,τι ο Χέγκελ αποτιμά ως αποκοίμιση των λαών και ενάντια στο οποίο στρέφεται με τη θεωρία του περί πολέμου.
Το θεμελιώδες φιλοσοφικό θεώρημα, πάνω στο οποίο ο Χέγκελ στηρίζει τη φαινομενολογική του θεωρία περί πολέμου, είναι η ρήση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πατήρ πάντων …». Ιστορικά ιδωμένος ο πόλεμος, σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας, άρα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που υπερβαίνει κάθε είδους υποκειμενικό ή ατομικό ηθικό credo και η οποία μόνο με κριτήρια του Αντικειμενικού μπορεί να κατανοείται. Τι μας λέει λοιπόν αυτό το Αντικειμενικό; Ότι τα περισσότερα εκάστοτε νέα μορφώματα ζωής έχουν εγγραφεί στην ιστορία ως αποτελέσματα πολέμου, διαμάχης, αγώνα, έριδας, σύγκρουσης και όχι ως προερχόμενα από οποιαδήποτε κοινωνική ειρήνη, συνεργασία, αρμονία, επανάπαυση, α-πάθεια, αδράνεια. Η καταδίκη, ο αναθεματισμός του πολέμου επομένως, με βάση αφηρημένα ηθικά αξιώματα που έχουν ως κοινό παρονομαστή το Δέον-Είναι (Sollen), δηλαδή αυτό που οφείλει, που πρέπει να νομιμοποιείται σε αντίθεση με ό,τι δεν πρέπει, αιχμαλωτίζουν το άτομο μέσα στην ιδιοτέλεια του ατομικού συμφέροντος και του αφαιρούν τη δυνατότητα να σκέπτεται πολεμικά, δηλαδή μαχητικά, αποφασιστικά, καθολικά, οικουμενικά, και να οικοδομεί τη συνεργασία του με τα άλλα άτομα στη βάση υπεράσπισης του κοινού συμφέροντος· μια υπεράσπιση που καθίσταται δυνατή μόνο με τη μια ή την άλλη μορφή πολέμου.
Πώς δικαιολογεί ο Χέγκελ την ως άνω «αιχμαλωσία»–ασκεψία του ατόμου; Τη δικαιολογεί δυνάμει της διάκρισης που κάνει ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) και στο κράτος (Staat). Η κοινωνία αυτή, στη νεωτερική εποχή, συγκροτείται και λειτουργεί ως αστική κοινωνία, όπου κυριαρχεί μια τυπική κοινότητα ή ενότητα των ανθρώπινων ατόμων ως πολιτών, πίσω από την οποία μαίνεται ένας ακήρυκτος πόλεμος ανταγωνιστικών ατομικών συμφερόντων: το κάθε άτομο γίνεται μεμονωμένο-απομονωμένο άτομο, περιορισμένο μόνο στην υπεράσπιση της ατομικής του ιδιοκτησίας και του ατομικού του συμφέροντος. Το γενικό συμφέρον υπολείπεται. Κάτι, ας πούμε, που βιώνουμε καθημερινά στην ελληνική κοινωνία. Η εν λόγω κοινότητα, κατά συνέπεια, συνιστά απλώς μια επί μέρους εξισορρόπηση διαφορετικών ιδιοτελών σκοπών. Γι’ αυτό αναζητεί την αληθινή, την ουσιαστική της ενότητα στο κράτος ως την ιδέα ή το πνεύμα, όπου η κοινότητα συμφερόντων ανελίσσεται, μέσα από τη διαλεκτική της αναίρεση, στην ποιοτική βαθμίδα της κοινότητας ενδιαφερόντων. Το κράτος έτσι αναδύεται ως η υποστασιακή ατομικότητα των επί μέρους ατόμων. Όταν διακυβεύεται αυτή η υποστασιακή ατομικότητα του εκάστοτε συγκεκριμένου ανθρώπου, τότε αισθάνεται την ανάγκη πολέμου για την υπεράσπιση αυτής του της υπόστασης. Έτσι αφυπνίζεται από τον λήθαργο, εν καιρώ ειρήνης, εκ της ατομικής του φιλαυτίας και του απόλυτου εγκλεισμού του μέσα στο ιδιοτελές σαρκίο των εγωιστικών του συμφερόντων. Κατ’ αυτό τον τρόπο ενσαρκώνει την πραγμάτωση του πνεύματος: γίνεται πολεμιστής, μαχητής της Ιδέας του, η οποία είναι Ιδέα όλων, δηλαδή καθολική ή απόλυτη Ιδέα. Τότε δεν υπάρχει ως μεμονωμένο άτομο της αστικής κοινωνίας, αλλά ως ενεργώς πραγματική Ιδέα του όλου.
Η ετοιμότητα του πολέμου, αποφαίνεται ο Χέγκελ, αποδεικνύει τη σχετικότητα των αξιών της αστικής κοινωνίας. Μια αιώνια ειρήνη, ως εκ τούτου, την οποία υπερασπιζόταν ο Καντ, απολυτοποιεί αυτή τη σχετικότητα και γεμίζει τον κόσμο του ανθρώπου με αυταπάτες: δηλαδή ανάγει σε υπέρτατη αξία την υπεράσπιση των ιδιοτελών συμφερόντων των κοινωνικών ατόμων και οντολογικά προσανατολίζει τα τελευταία να θεωρούν ως ultima ratio της κοινωνικής οργάνωσης τα δικά τους συμφέροντα. Μια διαλυμένη κοινωνία λοιπόν, σαν την ελληνική, δείχνει ότι είναι βουλιαγμένη μέσα σε ωκεανούς αυταπατών, που επιτείνονται από τους πραιτοριανούς του πολιτικού καθεστωτισμού. Δείχνει περαιτέρω πως είναι οντολογικά συμμορφωμένη προς ιδιοτελείς επιταγές εργασιακής, κοινωνικής, πολιτικής, επαγγελματικής, ιδεολογικής ειρήνης κ.λπ. Η αμφισβήτηση αυτής της συμμόρφωσης προϋποθέτει την τεράστια δύναμη του αρνητικού. Και αυτή η δύναμη, κατά τον Χέγκελ, είναι ο πόλεμος στην αναλογία συνθηκών και μορφών. Αυτός συναφώς δεν είναι ένα απόλυτο κακό, ακόμη κι αν ορισμένως μπορεί να επιφέρει παροδικά κακά ή εάν προκαλείται από ανεξέλεγκτα πάθη των εκάστοτε κρατούντων. Αντίθετα είναι η κατάσταση που δείχνει τη ματαιότητα των εν χρόνω πραγμάτων και αγαθών, κατ’ επέκταση κονιορτοποιεί κάθε είδους ψευδή ωραιολογία περί βεβαιότητας, περί «πολιτισμένου διαλόγου», περί υλικής ευμάρειας κ.α., εκ μέρους υποψηφίων κυβερνητών, σε δεδομένες ιστορικές στιγμές σαν τις δικές μας, είτε ετούτοι προέρχονται από την καθεστωτική «αριστερά», κατά τα άλλα άκρως «ειρηνόφιλη» κοινωνικοπολιτικά, είτε από τον άκαπνο, μειοψηφικό εξουσιο-αστισμό, για τον οποίο ο μόνος νόμιμος πόλεμος είναι η βίαιη εξαθλίωση των πολλών για χάρη των δικών τους αδηφάγων ιδιοτελιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου