Ο Όμηρος υπήρξε τυπικός Έλληνας πατριώτης. Στην Ιλιάδα κανείς Έλληνας δεν εκλιπαρεί αντίπαλο για να του χαρίσει τη ζωή, ο θάνατος Έλληνος πάντα εκδικείται ενώ Τρώος σπανίως, οι Έλληνες είναι πειθαρχημένοι κτλ. Ηγέτης των Τρώων υπήρξε ο Έκτωρ και η συμπάθεια με την οποία γράφει γι’ αυτόν ο Όμηρος οδήγησε τον Wilamowitz να υποθέσει ότι υπήρχε ένα παλαιότερο έπος για τον Έκτορα το οποίο απορροφήθηκε από την Ιλιάδα. Οι Έλληνες είχαν την ιδιοτροπία να ενδιαφέρονται για τη δόξα των αντιπάλων τους. Εν τούτοις, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα άκουγαν ευχάριστα ένα έπος το οποίο υμνεί τον εχθρό και όχι τους ιδίους. Ο Όμηρος εκθειάζει τον Έκτορα καθώς τον παρουσιάζει ως συνετό άνδρα, φιλόπατρι και καλό οικογενειάρχη αλλά όχι ως καλό πολεμιστή. Τον μόνον σημαντικό Έλληνα που σκοτώνει είναι τον Πάτροκλο (και αυτόν ύστερα από την επέμβαση του Απόλλωνος), λιποθυμά δύο φορές στη μάχη ενώ το βάζει στα πόδια προκειμένου να μην αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα. Ο Scott παρατηρεί ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος δεν υπάρχει στην εξωομηρική παράδοση και ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί ελληνικά ονόματα για τους Τρώες ήρωες που παρουσιάζει· όλα τα ονόματα της οικογενείας του Πριάμου είναι ελληνικά πριν αυτού του Πάριδος. Επίσης, στην εξωομηρική παράδοση απαντά ο Πάρις ως πρόμαχος της Τροίας. Υποθέτει λοιπόν ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος δημιουργήθηκε από τον Όμηρο, ο οποίος επιθυμούσε να πλάσει έναν συμπαθητικό αντίπαλο καθώς ο Πάρις, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε ένας μοιχός που δεν σεβάστηκε τη φιλοξενία του Μενελάου και ως εκ τούτου ήταν εντελώς ακατάλληλος για ηθικός ήρωας ενός έπους. Αν και υποβαθμίζεται στην Ιλιάδα, εν τούτοις στο έπος αυτό ο Πάρις παραμένει ο αποτελεσματικότερος Τρώας πολεμιστής, γεγονός που μάλλον απηχεί την παλαιότερη παράδοση. Επειδή ο Έκτωρ δημιουργήθηκε από τον Όμηρο για τις ανάγκες της Ιλιάδος, ο ποιητής μπορούσε να τον σκοτώσει. Αντιθέτως, η προομηρική παράδοση είχε ήδη αποφασίσει τη μοίρα των Ελλήνων πολεμάρχων (π.χ. ο Αγαμέμνων έπρεπε να δολοφονηθεί στις Μυκήνες), επομένως ο ποιητής δεν μπορούσε να επέμβει σε αυτήν. Έχοντας νωρίτερα αναφερθεί στην περίφημη σκηνή του αποχαιρετισμού μεταξύ Έκτορος και Ανδρομάχης την οποία οι αναλυτικοί απορρίπτουν σαν μεταγενέστερη προσθήκη, επισημαίνει ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος φανερώνει την ενότητα της δομής της Ιλιάδος διότι χωρίς αυτόν το έπος δεν θα είχε πλοκή.
Όταν ο Ηρόδοτος προλόγιζε τους αλλεπαλλήλους επικούς αγώνες με τους οποίους οι Έλληνες απομάκρυναν από την Ευρώπη τις ορδές του ασιατικού δεσποτισμού, επεσήμανε ότι σκοπός της εξιστορήσεώς του ήταν να διατηρηθεί στο μέλλον, για τις ένδοξες πράξεις Ελλήνων και βαρβάρων, ο έπαινος ο οποίος αναλογεί σε αυτές. Αυτός ο ζήλος να διατηρηθεί η δόξα των εχθρών μαζί με αυτή των συμπατριωτών αποτελεί χαρακτηριστική ιδιορρυθμία των Ελλήνων. Ο Θουκυδίδης ήταν ο ιστορικός αυτού του καταστρεπτικού πολέμου στον οποίο η Αθήνα απόλεσε την αυτοκρατορία της από τις δυνάμεις της Σπάρτης. Εν τούτοις, η ιστορία παρατίθεται τόσο αμερόληπτα ώστε, αν εξαιρέσουμε μία ή δύο επουσιώδεις αναφορές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο συγγραφέας δεν ήταν Αθηναίος διότι ένας Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Βρασίδας, φαίνεται να συγκεντρώνει τον θαυμασμό του Θουκυδίδου. Η ικανότητα αυτή να εξανθρωπίζεται ο αντίπαλος ήταν άγνωστη στους Εβραίους συγγραφείς. Ποτέ δεν προσεγγίζουν με συμπάθεια τους εχθρούς τους ενώ κανέναν από τους ιερούς συγγραφείς δεν φαίνεται να άγγιξε ο οίκτος ή κάποιο άλλο συναίσθημα για τους διαφόρους πληθυσμούς που εκτόπισαν από τις εστίες τους.
Οι Ηρόδοτος και Θουκυδίδης, όντες αμερόληπτοι και εκτιμώντας την αρετή των αντιπάλων τους, ήταν μαθητές του Ομήρου ο οποίος με τόση λεπτότητα μπαίνει στην καρδιά και στα ευγενέστερα συναισθήματα του εχθρού ώστε είναι Τρώας και όχι Έλληνας ο ηθικός ήρωας του ποιήματος. Εν τούτοις ο Όμηρος ήταν Έλληνας με όλες τις συμπάθειες και προκαταλήψεις ενός Έλληνος πατριώτου. Δεν απεικονίζει ποτέ κανέναν συμπατριώτη του να ικετεύει για τη ζωή του ή να συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο θάνατος Έλληνος πάντα τιμωρείται ενώ ο θάνατος Τρωός σπανίως. Γενικότερα, όταν ένας Τρώας σκοτώνεται το όνομά του καταγράφεται αλλά οι νεκροί Έλληνες είναι συνήθως ανώνυμοι[1]. Οι Έλληνες βαδίζουν στη μάχη με απόλυτη πειθαρχία και ησυχία [Γ 8-9, Δ 429-432] ενώ οι Τρώες κινούνται με ταραχή και θόρυβο [Γ 2, Δ 436]. Η σύντομη νίκη που επέτυχαν οι Τρώες ήταν αναγκαία λόγω της αποφάσεως του Διός να τιμήσει τον Αχιλλέα. Επομένως, ακόμη και η παροδική επιτυχία των Τρώων, σκόπευε στο να προσφέρει ακόμη μεγαλύτερη δόξα σε έναν Έλληνα. Οι Τρώες βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση διότι παραβίασαν τις ιερές υποχρεώσεις της ξενίας και της φιλίας ενώ οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν από τον δόλιο τραυματισμό του Μενελάου από τον Πάνδαρο σε παράβαση των πλέον σεπτών όρκων [Δ 127-140]. Ενάντια σε αυτό το πλαίσιο της παραβιάσεως της ξενίας και των όρκων, ο Όμηρος παρουσιάζει τον χαρακτήρα του Έκτορος.
Στην αρχή του ποιήματος, ο ήρωας αυτός του τρωικού στρατού ούτε παρουσιάζεται στη σκηνή ούτε του δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Πολύ πριν τον δούμε όμως, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για τον κύριο ανταγωνιστή, αυτόν που οι Έλληνες φοβούνται περισσότερο. Στην οργή του, ο Αχιλλεύς ορκίζεται ότι οι Έλληνες θα θρηνήσουν την απουσία του την ημέρα που πολλοί θα πέσουν νεκροί από τα χέρια του ανδροφόνου Έκτορος [Α 242]. Επίσης, ο Αγαμέμνων κάλεσε τους ηγέτες των Ελλήνων μαζί για θυσία και προσευχήθηκε να του προσφέρει ο Ζευς τη δύναμη να κάψει εκείνη την ίδια ημέρα τα ανάκτορα του Πριάμου και να πετάξει τον νεκρό Έκτορα στο χώμα [Β 416]. Από τους λόγους του Αχιλλέως και την προσευχή του Αγαμέμνονος, ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Έκτωρ ήταν γνωστός και ένδοξος πολεμιστής. Επομένως, όταν παρουσιάζονται οι Τρώες για πρώτη φορά, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε ότι έχουν εμπιστευτεί στον Έκτορα την προστασία της πόλεως, ούτε αυτό που διαβάζουμε στον κατάλογο των νεών [Β 816-818]:
Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ
Πριαμίδης· ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι
λαοὶ θωρήσσοντο μεμαότες ἐγχείῃσιν[2].
Όταν οι αντίπαλες δυνάμεις επί τέλους παρατάχθηκαν προκειμένου να ξεκινήσει η μάχη, ο Πάρις βγήκε μπροστά από την παράταξή του προκαλώντας τον καλλίτερο των αντιπάλων του να μονομαχήσει μαζί του. Αμέσως πετάχθηκε ο Μενέλαος, ανυπόμονος να εκδικηθεί αυτόν ο οποίος ατίμασε τον οίκο του αλλά ο Πάρις, τρομοκρατημένος, επιστρέφει γρήγορα στην παράταξη των Τρώων. Τότε ο Έκτωρ τον επέκρινε με αυτά τα λόγια [Γ 39-40]:
δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανὲς ἠπεροπευτά,
αἴθ’ ὄφελες ἄγονός τ’ ἔμεναι ἄγαμός τ’ ἀπολέσθαι...[3]
Τον επιτιμά με σκληρά λόγια για την αφροσύνη και τη δειλία του ενώ ολοκληρώνει με έναν δριμύ χλευασμό [Γ 56-57]:
ἀλλὰ μάλα Τρῶες δειδήμονες· ἦ τέ κεν ἤδη
λάινον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσσα ἔοργας[4].
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που λέει ο Έκτωρ. Φανερώνουν εξ αρχής ότι δεν συμπαθεί καθόλου την πορεία που χάραξε ο Πάρις και δεν υποστηρίζει καθόλου τον πόλεμο. Ο Πάρις αναγκάζεται να ανανεώσει την πρόκληση και η μονομαχία προετοιμάζεται υπό τον όρο ότι ο νικητής θα πάρει την Ελένη και όλη την περιουσία της, οι Τρώες θα εξακολουθήσουν να ζουν στην Τροία ενώ οι Έλληνες θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Ο Έκτωρ ήταν αποφασισμένος να συνομολογήσει ειρήνη με κάθε κόστος. Ένοιωθε ότι ο πόλεμος αυτός βασιζόταν σε ανήθικη αιτία.
Ο Πάρις δεν μπόρεσε να νικήσει στη μονομαχία. Διασώθηκε από την Αφροδίτη και ο Μενέλαος έμεινε μόνος, νικητής, στο πεδίο της τιμής. Τότε ο Πάνδαρος, ένας σύμμαχος των Τρώων, δολίως τραυμάτισε τον Μενέλαο, οι σεπτοί όρκοι παραβιάστηκαν και οι Τρώες, με το να σπεύσουν στη μάχη, αποδέχθηκαν την προδοσία του Πανδάρου. Οι Τρώες λοιπόν, ήταν επιβαρυμένοι με διπλή ατιμία: την αρπαγή της Ελένης και την ανανδρία του Πανδάρου.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τον Έκτορα στη μάχη που ακολούθησε βρίσκεται στον παρακάτω στίχο [Δ 505]:
χώρησαν δ’ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ[5].
Είναι αρκούντος χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στην πρώτη εμφάνιση του πολεμιστή αυτού στο πεδίο της μάχης, βρίσκεται ανάμεσα σε όσους υποχωρούν. Είναι αυτός ο οποίος φιλοτίμησε τον Πάρι να παραστήσει τον άνδρα· είναι αυτός ο οποίος διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ανακωχή και στους όρκους [Γ 86-94]. Αλλά, οργισμένος από τη συμπεριφορά του Πάριδος και τη δολιότητα των συμπατριωτών του, τον έχει εγκαταλείψει ο ζήλος του και δεν του κάνει καρδιά να πολεμήσει. Οι Έλληνες είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στη νίκη, ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Αχιλλέως, όταν ο Σαρπηδών φιλοτίμησε τον Έκτορα να αναλάβει δράση [Ε 471-492]. Τον κατηγόρησε ότι καλοπιάνει τους συμμάχους του προκειμένου να αναλάβουν αυτοί να πολεμήσουν για την Τροία και τους Τρώες ενώ αυτός στέκει άπραγος, ούτε πολεμώντας, ούτε παρακινώντας άλλους να ανδραγαθήσουν. Ο Έκτωρ έκανε μια ασήμαντη προσπάθεια να ανταποκριθεί στις προτροπές του Σαρπηδόνος αλλά δεν ξαναμπήκε στη μάχη μέχρις ότου ο Άρης ενώθηκε μαζί του και τον ανάγκασε να επιστρέψει στον αγώνα [Ε 590 επ.] Η στιγμιαία δόξα που κέρδισε τότε, δεν ήταν δική του· τη μοιραζόταν με τον θεό του πολέμου.
Σύντομα απομακρύνεται από τη δράση και οι Τρώες ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν όταν ο Έλενος, ο μάντης, αιφνιδίως συμβουλεύει τον Έκτορα να εγκαταλείψει τη μάχη προκειμένου να επιστρέψει στην πόλη και να ζητήσει από τη μητέρα του και τις γυναίκες της Τροίας να κατευνάσουν την Αθηνά, προσφέροντας δώρα στην οργισμένη θεά. Αμέσως σταματά να πολεμά και απευθύνεται στους άνδρες του [Ζ 111-115]:
Τρῶες ὑπέρθυμοι τηλεκλειτοί τ’ ἐπίκουροι,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δέ θούριδος ἀλκῆς,
ὄφρ’ ἄν ἐγῶ βείω προτὶ Ἴλιον, ἠδὲ γέρουσιν
εἴπω βουλευτῇσι καὶ ἡμετέρῃς ἀλόχοισι
δαίμοσιν ἀρήσασθαι, ὑποσχέσθαι δ’ ἐκατόμβας[6].
Εν συνεχεία εγκαταλείπει τους σκληρώς πιεζομένους από τους Έλληνες άνδρες του. Ασφαλώς είναι παράδοξο ο ηγέτης να εγκαταλείπει τους στρατιώτες του τη στιγμή του σφοδροτέρου κινδύνου προκειμένου να μεταφέρει ο ίδιος ένα απλό μήνυμα. Μπορούσε να έστελνε τον Έλενο με τη διαταγή να επαναλάβει στην πόλη τη συμβουλή που μόλις του έδωσε ή ακόμη και τον πλέον ασήμαντο στρατιώτη. Πρόκειται για ποιητική, όχι στρατιωτική, σκοπιμότητα χάριν της οποίας ο Όμηρος αποφάσισε να τον μεταχειριστεί ως αγγελιαφόρο. Επιθυμούσε να παρουσιάσει μια σκηνή της καθημερινής ζωής. Ο Έκτωρ χρειαζόταν για τη σκηνή αυτή, επομένως απαλλάχθηκε από τις υποχρεώσεις του στη μάχη.
Η περιγραφή της αποστολής του στην πόλη, η συνάντηση με τη μητέρα του, η σύγκρισή του με τον Πάρι, η συνομιλία με την Ελένη και, πάνω απ’ όλα, η σκηνή μεταξύ της συζύγου, του συζύγου και του βρέφους, γενικώς θεωρείται ως ο απολύτως απόλυτος θρίαμβος της λογοτεχνικής μεγαλοφυΐας. Τα λόγια με τα οποία απευθύνεται στη σύζυγό του ο Έκτωρ, είναι σπουδαία [Ζ 447-449]:
εὖ γὰρ ἐγῶ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἄν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐυμμελίω Πριάμοιο[7].
Η μελαγχολία των στίχων αυτών εντείνεται από το γεγονός ότι ακριβώς τα ίδια λόγια χρησιμοποιεί ο Αγαμέμνων όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Μενέλαος χτυπήθηκε από τον Πάνδαρο σε παράβαση των όρκων [Δ 163-165]. Παρατηρούμε ότι η καρδιά του Έκτορος δεν είναι ζεστή για τον πόλεμο ενώ ούτε πιστεύει ότι οι Τρώες θα επικρατήσουν. Αισθάνεται ότι οι θεοί δικαίως εστράφησαν κατά του λαού του.
Αν και η σκηνή του αποχαιρετισμού αξιολογείται ως αριστουργηματική από όλους τους εραστές της ποιήσεως, απορρίπτεται σχεδόν ομοφώνως από τους κριτικούς ως μεταγενέστερη προσθήκη που καταστρέφει την εντύπωση που δημιουργεί και την αρμονία του συνόλου[8]. Το γεγονός ότι η ανωτέρω σκηνή του αποχαιρετισμού δεν αποτελεί και τον τελευταίο αποχωρισμό του ζεύγους, φαίνεται στα μάτια τους σαν ο απόλυτος ποιητικός παραλογισμός. Ο Έκτωρ, συμφώνως προς το κείμενο της Ιλιάδος που μας έχει παραδοθεί, επιστρέφει το ίδιο βράδυ μετά το τέλος της μάχης στην οικία και στη σύζυγό του· τη νύκτα έπειτα από τον αποχωρισμό, το βράδυ της πρώτης ημέρας της μάχης και της εικοστής δευτέρας της ιστορίας της Ιλιάδος, το περνά μέσα στην πόλη [Η 310]. Φαίνεται μάλιστα να βρίσκεται στην πόλη και τις δύο επόμενες ημέρες και νύκτες [Η 477, Θ 55][9]. Η επιτυχία των Τρώων κατά τη δευτέρα ημέρα της μάχης, της εικοστής πέμπτης ημέρας της Ιλιάδος, τον υποχρεώνει να στρατοπεδεύσει κοντά στο πεδίο της μάχης και να παραμείνει εκτός των τειχών [Θ 497 επ.] Την επομένη ο Πάτροκλος φονεύεται [Π 855] και αποτρέπεται ο Αχιλλεύς από το να πολεμήσει έως ότου η μητέρα του φέρει τα καινούργια όπλα του [Σ 134-137]. Ο Έκτωρ απορρίπτει τη σοφή συμβουλή του Πολυδάμαντος να επιστρέψει στην πόλη [Σ 254 επ.] Παραμένει τη νύκτα εκτός των τειχών και την επομένη φονεύεται από τον Αχιλλέα [Χ 361-363]. Επομένως, ο Έκτωρ σκοτώθηκε την εικοστή εβδόμη ημέρα της Ιλιάδος ή πέντε ημέρες έπειτα από τη σκηνή του αποχωρισμού. Από τις πέντε μεσολαβήσασες νύκτες, τρεις φαίνεται να τις πέρασε στην πόλη, αναμφισβήτητα στην οικία του, και δύο εκτός των τειχών, κοντά στο στρατόπεδο των Ελλήνων.
Αναμφίβολα, κάθε αναγνώστης τουλάχιστον εκπλήσσεται μαθαίνοντας ότι οι Έκτωρ και Ανδρομάχη συναντήθηκαν ξανά έπειτα από τη σκηνή του αποχαιρετισμού. Η υψηλή κριτική σημειώνει σε αυτό το επεισόδιο τη παραφθορά δύο ή περισσοτέρων ανεξαρτήτων παραδόσεων. Θεωρεί ότι, στην αρχική μορφή του έπους, ο Έκτωρ αποχωρίζεται την Ανδρομάχη προκειμένου να συναντήσει τον εχθρό και σκοτώνεται, επομένως δεν συναντά ποτέ ξανά τη σύζυγο ή τον γιό του. Η δυσκολία την οποία αντιμετωπίζει η κριτική έγκειται στο γεγονός ότι αυτός ο σεπτός αποχωρισμός διαρκεί μόλις για λίγες ώρες ενώ ο αληθής και τελικός αποχωρισμός σκεπάζεται από τη σιωπή. Ανταποκρίνεται αυτή η συμπεριφορά στο ανώτατο επίπεδο του αρίστου προτύπου της ποιητικής τέχνης; Δεν υπάρχει αλήθεια στην ποίηση η οποία να μην είναι επίσης αλήθεια στη ζωή. Οι περισσότεροι αποχαιρετισμοί σε αυτόν τον κόσμο, πράγματι, δεν είναι τελικοί αποχωρισμοί και ασφαλώς δεν υπάρχει πατέρας ή σύζυγος ο οποίος πήγε σε επικίνδυνη μάχη χωρίς κάποιο είδος αποχαιρετισμού σαν αυτού που περιγράφεται. Το πάθος της σκηνής δεν μεταβάλλεται από το τυχαίο γεγονός ότι επέστρεψε ενώ πολλοί από τους συντρόφους του σκοτώθηκαν.
Στην εξιστόρηση της Βίβλου, το πρώτο άτομο το οποίο προετοιμάζεται για τον θάνατό του δίνοντας την εσχάτη ευλογία στον υιό και διάδοχό του, ήταν ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ ζητά να ευλογήσει τον υιό του και έπειτα να πεθάνει (Γένεσις κζ΄, 1 επ.) Είναι προφανές ότι ο πατριάρχης πίστευε ότι επίκειται το τέλος του. Δεν πέθανε όμως διότι ζούσε ακόμη όταν ο Ιακώβ επέστρεψε από την εργασία του στον Λάβαν [Γένεσις λε΄, 27-29]. Ασχέτως αν η ιστορία του Ισαάκ είναι αληθής ή όχι, θεωρείτο αληθής τουλάχιστον από τους συντάκτες του έργου. Όπως ο φόβος του Έκτορος δεν ήταν αναγκαίο να πραγματοποιηθεί αμέσως, έτσι δεν ήταν αναγκαίο την ευλογία του Ισαάκ να ακολουθήσει ο θάνατός του. Όταν ο Έκτωρ άφησε τη σύζυγό του και συνάντησε τον Πάρι, πολύ φυσιολογικά είπε στον αδελφό του τι θα κάνουν όταν επί τέλους ξεφορτωθούν τους Έλληνες. Σε αυτό το σημείο έσφαλε, διότι δεν έζησε προκειμένου [Ζ 528]:
κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν[10].
Όταν ο Σωκράτης καταδικάσθηκε σε θάνατο, είπε σε όσους τον καταδίκασαν [Πλάτων, Απολογία 39c]:
ἐπιθυμῶ ὑμῖν χρησμῳδῆσαι... καὶ γάρ εἰμι ἤδη ἐνταῦθα ἐν ᾧ μάλιστα ἄνθρωποι χρησμῳδοῦσιν, ὅταν μέλλωσιν ἀποθανεῖσθαι[11].
Εν συνεχεία προβλέπει ότι συγκεκριμένα γεγονότα θα λάβουν χώρα εκ των οποίων κανένα δεν πρόκειται να συμβεί. Η προφανής αστοχία της προφητείας δεν μεταβάλει καθόλου την εντυπωσιακή ιεροπρέπειά της. Η οδύνη της Πηνελόπης κατά τη διάρκεια εκείνης της εικοσαετίας θα ήταν περισσότερο πικρή αν ο Οδυσσεύς τελικώς δεν επέστρεφε; Γνωρίζουμε το αποτέλεσμα και μπορούμε ως εκ τούτου να προβλέψουμε τη θλίψη ή την ανακούφιση, αλλά η Πηνελόπη, ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη δεν μπορούσαν. Ο ποιητής επέλεξε να χρωματίσει τα δικά τους συναισθήματα, όχι τα δικά μας. Αυτό, φρονώ, αποτελεί την ουσία του όλου ζητήματος: ο ποιητής προτίμησε να παρουσιάσει τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών της πλοκής του ποιήματος αντί αυτών των ακροατών ή αναγνωστών του.
Στον Όμηρο υπάρχει μια τόσο υπέροχη αντίστοιχη σκηνή προς αυτή τη σκηνή αποχαιρετισμού και καθυστερημένης πραγματοποιήσεώς του, που προκαλεί απορία πως οι κριτικοί την παραβλέπουν. Ο αποχωρισμός Οδυσσέως και Καλυψούς βρίσκεται, όσον αφορά την ίδια τουλάχιστον, πολύ κοντά σε αυτόν της έκτης ραψωδίας της Ιλιάδος. Ο τρόπος με τον οποίο ένας σύγχρονος ποιητής θα περιέγραφε τη σκηνή και σε πιο σημείο θα τοποθετούσε τον αποχωρισμό, απεικονίζεται στον Ulysses του Stephen Phillips. Στο έργο αυτό, οι γεμάτοι πάθος αποχαιρετιστήριοι λόγοι ακούγονται στην ακτή. Καθώς μιλάνε ο Οδυσσεύς αναχωρεί, λέγοντας τους τελευταίους λόγους του από το κατάστρωμα του πλοίου του που ήδη αρμένιζε, το οποίο σιγά-σιγά εξαφανίζεται από τα μάτια της θλιμμένης θεάς. Πού τοποθετεί όμως ο Όμηρος, τη σκηνή του αποχαιρετισμού; Η ιστορία περιγράφεται στην πέμπτη ραψωδία της Οδύσσειας. Όταν ο Ερμής προειδοποιεί την Καλύψώ ότι ο Ζευς διέταξε πως ο Οδυσσεύς μπορεί να την εγκαταλείψει, η θεά απρόθυμα τον αναζητεί αλλά προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πείσει να παραμείνει μαζί της και να μετατραπεί σε αθάνατο. Αλλά, αφ’ ου απέτυχε στην προσπάθειά της αυτή, τον αποχαιρετά: «σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης» [ε 205][12] – τα πλέον όμορφα και αξιοπρεπή λόγια αποχωρισμού που έχουν ποτέ ειπωθεί! Θα περιμέναμε αυτά να είναι τα τελευταία τους λόγια και ότι Καλυψώ και Οδυσσεύς θα αποχωριστούν αμέσως. Αλλά δεν φεύγει. Αντιθέτως την ακολουθεί στην οικία της, επί τέσσερις ημέρες εργάζεται να κατασκευάσει τη σχεδία του υπό την καθοδήγησή της και την πέμπτη ημέρα αναχωρεί χωρίς κανείς από τους δύο να πει ούτε μία λέξη αποχαιρετισμού. Θα αποτελούσε μάλλον φονικό παραλληλισμό η παρατήρηση ότι οι Έκτωρ και Ανδρομάχη αποχαιρετίστηκαν, ότι σκοτώθηκε την πέμπτη ημέρα και ότι ο τελευταίος αποχωρισμός τους καλύπτεται από τη σιωπή, όπως ότι οι Οδυσσεύς και Καλυψώ αποχαιρετίστηκαν, ότι αναχώρησε την πέμπτη ημέρα και ότι ο τελευταίος αποχωρισμός τους καλύπτεται από τη σιωπή.
Ότι ο ένας πέθανε την πέμπτη ημέρα και ότι ο άλλος αναχώρησε επίσης την πέμπτη ημέρα έπειτα από τον αποχαιρετισμό, πρόκειται μάλλον περί συμπτώσεως. Το γεγονός όμως, ότι καμία από τις σκηνές του αποχαιρετισμού δεν πραγματοποιείται τη στιγμή της τελευταίας συναντήσεως δεν πρέπει να αποτελεί σύμπτωση αλλά ποιητικό σχέδιο. Κανείς προσεκτικός μελετητής του Ομήρου δεν δυσκολεύεται να αντιληφθεί την ποιητική σκοπιμότητα σε αυτό. Ο ποιητής σταθερώς αποφεύγει σκηνές πολύ μεγάλου τραγικού πάθους ή πολύ μεγάλης συναισθηματικής εντάσεως. Όταν ο Έκτωρ συναντά τον θάνατο από το χέρι του Αχιλλέως, η σύζυγός του δεν παρακολουθεί τη σκηνή έστω και αν διαδραματιζόταν μπροστά από τα τείχη. Ήταν απασχολημένη με την εργασία της στο δωμάτιό της και τη στιγμή του θανάτου χαιρόταν για ένα υφαντό που μόλις είχε ολοκληρώσει [Χ 440-441]. Τι ευκαιρία είχε ο ποιητής να τοποθετήσει την Ανδρομάχη στα τείχη προκειμένου «to tear a passion totatters»13! Ο αυτοέλεγχος του ποιητού φανερώνεται από το γεγονός ότι ποτέ δεν ακούμε τους θρήνους των τραυματιών και ετοιμοθανάτων ενώ κανείς στρατιώτης δεν σηκώνεται προκειμένου να διακόψει τους λυγμούς και τα βογγητά του θανάτου για να στείλει κάποιο δακρύβρεκτο μήνυμα στον πατέρα ή στη μητέρα του. Η τοποθέτηση των αποχαιρετιστηρίων λόγων του Έκτορος και της Ανδρομάχης και του Οδυσσέως και της Καλυψούς πολύ πριν από τον τελευταίο και οριστικό αποχωρισμό αποτελεί άριστο παράδειγμα της ομηρικής και ελληνικής αντιλήψεως που εκφράζεται απολύτως από το γνωμικό «μηδὲν ἄγαν»14 [Δ. Λαέρτιος Α΄, 63] και το οποίο προέτρεπε τους μεγάλους αττικούς ρήτορες να ολοκληρώνουν τους λόγους τους με ήπιες εκφράσεις. Αυτή η αλάνθαστη ποιητική κρίση φανερώνεται στον αποχωρισμό Έκτορος και Ανδρομάχης και στον αποχωρισμό Οδυσσέως και Καλυψούς.
Ακριβώς τη στιγμή που οι Τρώες φαίνονταν να βρίσκονται δίπλα στη νίκη, ένας αετός εμφανίσθηκε από τα αριστερά με ένα ζωντανό φίδι ανάμεσα στα νύχια του. Το φίδι εξακολουθούσε να δαγκώνει τον λαιμό και το στήθος αυτού που το αιχμαλώτισε έως ότου ο αετός αναγκάστηκε να το αφήσει και να πετάξει μακριά ενώ το φίδι έπεσε ανάμεσα στις γραμμές των Τρώων όπου και άρχισε να στριφογυρίζει. Ο δεισιδαίμων Πολυδάμας αμέσως ερμήνευσε τον οιωνό ως διαταγή του Διός να σταματήσει η μάχη, έστω και αν φαινόταν ότι θα οδηγούσε σε μεγάλη νίκη. Η συμβουλή του Πολυδάμαντος είναι εκπληκτικώς όμοια με αυτή που δόθηκε στον Νικία, με τόσο τρομακτικό αποτέλεσμα, πολλούς αιώνες αργότερα στον λιμένα των Συρακουσών [Θουκυδίδης Ζ΄, 50]. Ο Έκτωρ δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη μάχη για το χατήρι ενός πτηνού και ενός φιδιού, οπότε σε άγριο ύφος απήντησε στον μάντη [Μ 237-240, 243]:
τύνη δ’ οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις
πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ’ οὐδ’ ἀλεγίζω,
εἴτ’ ἐπὶ δεξί’ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε,
εἴτ’ ἐπ’ ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα...
εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης[15].
Αυτή η απόλυτη ρήξη με τις δεισιδαιμονίες του λαού του πρέπει να συγκλόνισε πολλούς, οι οποίοι ήταν πλέον τρομοκρατημένοι και από τον οιωνό και από την έλλειψη πίστεως του Έκτορος. Δύσκολα αντιλαμβανόμαστε πόσο σύγχρονο το αίσθημα αυτό του Έκτορος είναι· αρκεί να θυμηθούμε ότι, αιώνες μετά τον Όμηρο, μεγάλοι στρατηγοί μετακινούσαν τους στρατούς τους αναλόγως της όψεως του συκωτιού των θυσιασθέντων ζώων. Αργότερα ο Έκτωρ εμψυχώνει τους αποθαρρυμένους άνδρες του με αυτά τα θεσπέσια λόγια [Ο 494-499]:
ἀλλὰ μάχεσθ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἀολλέες· ὃς δέ κεν ὑμέων
βλήμενος ἠὲ τυπεὶς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ
τεθνάτω· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀμυνομένῳ περὶ πάτρης
τεθνάμεν· ἀλλ᾽ ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες ὀπίσσω,
καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος, εἴ κεν Ἀχαιοὶ
οἴχωνται σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν[16].
Όταν επί τέλους ο Αχιλλεύς, ο υιός μιας θεάς που προστατευόταν από θεϊκή πανοπλία, τον συνάντησε στη μάχη, ο Έκτωρ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να τον αντιπαλέψει. Η συναίσθηση όμως της τιμής και η αγάπη για την πατρίδα του δεν του επέτρεπαν να ενδιαφερθεί να ασφαλίσει τον εαυτό του πίσω από τα τείχη της πόλεως. Ο Αχιλλεύς του φώναξε [Υ 429]:
ἆσσον ἴθ᾽ ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ᾽ ἵκηαι[17].
Ο Έκτωρ, χωρίς καμία ψευδαίσθηση αλλά και χωρίς φόβο, απήντησε [Υ 431-434]:
Πηλεΐδη μὴ δὴ ἐπέεσσί με νηπύτιον ὣς
ἔλπεο δειδίξεσθαι, ἐπεὶ σάφα οἶδα καὶ αὐτὸς
ἠμὲν κερτομίας ἠδ᾽ αἴσυλα μυθήσασθαι.
οἶδα δ᾽ ὅτι σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων[18].
Το μεγαλείο και η μελαγχολία της πορείας που ακολούθησε ο Έκτωρ έγκειται στο εξής: υπήρξε πρόμαχος ενός αγώνος που δεν ενέκρινε, πολεμούσε έναν αντίπαλο που θεωρούσε ανώτερό του και, το πιο θλιβερό απ’ όλα, δεν μπορούσε να προκαλέσει τη συμπάθεια των θεών για έναν αγώνα τον οποίο ο ίδιος καταδίκαζε. Ενεπλάκη στον πόλεμο αποκλειστικώς ως υπερασπιστής της οικογενείας και του κράτους του. Γι’ αυτά παρότρυνε τους άλλους να πεθάνουν και γι’ αυτά ο ίδιος έχασε τη ζωή του. Κανείς άλλος χαρακτήρας στον Όμηρο δεν μοιάζει με τον Έκτορα στα κίνητρα που τον οδήγησαν στη δράση ή στην ευγενή αδιαφορία για τον εαυτό του μέσα στην ανησυχία του για τους άλλους. Αποτελεί ιδιόρρυθμο άγγιγμα της μεγαλοφυΐας του ποιητού ότι τα τελευταία λόγια που λέγονται αναφορικώς με τον Έκτορα προέρχονται από τα χείλη της Ελένης [Ω 762-775], η οποία εγκατέλειψε την ίδια της την οικία και σκέπτεται τους άλλους μόνον όσον αφορά την ιδική της ευτυχία.
Η έκταση της συμπάθειας του ποιητού φανερώνεται στον τελευταίο στίχο της Ιλιάδος:
ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο[19].
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος αναφέρει τον Αχιλλέα τον Έλληνα· ο τελευταίος στίχος τον Έκτορα τον Τρώα.
Ο Έκτωρ έχει το προνόμιο να αποτελεί τον μοναδικό χαρακτήρα ο οποίος αναφέρεται και στις είκοσι τέσσερις ραψωδίες της Ιλιάδος. Ούτε καν ο Αχιλλεύς δεν μοιράζεται μαζί του το προνόμιο αυτό, αφ’ ου δεν αναφέρεται, αμέσως ή εμμέσως, στην τρίτη ραψωδία. Ο Αγαμέμνων, ο ηγέτης των Ελλήνων, δεν αναφέρεται στη δωδέκατη [Μ], εικοστή [Υ] και εικοστή πρώτη [Φ] ραψωδία. Παρ’ όλο που ο Έκτωρ περιλαμβάνεται σε κάθε ραψωδία της Ιλιάδος, δεν αναφέρεται ούτε σε μια ραψωδία της Οδύσσειας. Εμφανίζεται αποκλειστικώς σε ένα μόνον ποίημα, στο οποίο όμως είναι αναντικατάστατος. Χωρίς τον Έκτορα η Ιλιάς δεν θα είχε πλοκή. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος, με την υποτιθέμενη ανδρεία και φήμη η οποία δεν αναλογεί όμως καθόλου στα πραγματικά του κατορθώματα, είναι εκ πρώτης όψεως άκρως προβληματικός. Ο Mahaffy θεωρεί: «τον χαρακτήρα και τη θέση του Έκτορος ως την πιο έντονη και καθαρή ασυνέπεια ολόκληρης της Ιλιάδος»[20]. Προσπαθεί να ισορροπήσει το ζήτημα υποθέτοντας ότι, στην αρχική μορφή της Ιλιάδος, ο Έκτωρ ήταν ανώτερος όλων των Ελλήνων πλην του Αχιλλέως και συμπεραίνει ότι οι διάφορες δύσκολες στιγμές με τον Αίαντα [Ξ 409-420], τον Διομήδη [Λ 349-356] και τους υπολοίπους προστέθηκαν από βάρδους προκειμένου να δοξάσουν τους Έλληνες αυτούς εις βάρος του αυθεντικού ήρωος, του Έκτορος.
Ο Wilamowitz, σε όλο το βιβλίο του Die Ilias und Homer, υποθέτει ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος
προϋπήρχε σε κάποιο παλαιότερο έπος γραμμένο αποκλειστικώς προς τιμήν του, ονομάζοντας το ποίημα αυτό Das Hektorgedicht. Ισχυρίζεται ότι ο συντάκτης της Ιλιάδος πήρε αποσπάσματα του έπους αυτού και τα προσάρμοσε στο ποίημα που γνωρίζουμε σήμερα. Το απλό γεγονός ότι ο Έκτωρ αναφέρεται σε κάθε ραψωδία της Ιλιάδος καταδεικνύει πόσο αναγκαίος είναι για την πλοκή και χωρίς αυτόν η δράση θα ήταν πολύ περιορισμένη. Αν ποτέ υπήρξε ένα αρχικό ποίημα με τον Έκτορα ως πρωταγωνιστή, πρέπει να είχε συντεθεί από έναν Έλληνα βάρδο προκειμένου να τέρψει ένα ελληνικό ακροατήριο. Αυτό είναι εξ ίσου πιθανό με έναν Ισπανό βάρδο ο οποίος θα τραγουδά στο ισπανικό κοινό τη δόξα του Drake ή με Γάλλους βάρδους οι οποίοι θα τέρπουν τους κατοίκους της Γαλλίας με τα ένδοξα κατορθώματα του διαδόχου του γερμανικού θρόνου. Γνωρίζω ότι οι Σέρβοι βάρδοι τραγουδούν τις δικές τους ήττες στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά για να τιμήσουν τους δικούς τους ηγέτες, όχι για να δοξάσουν τους Τούρκους αρχηγούς. Ο έπαινος, έως κάποιο βαθμό, για τον Έκτορα ήταν απολύτως θεμιτός για έναν Έλληνα βάρδο που τραγουδούσε ενώπιον ελληνικού ακροατηρίου όταν, στο τέλος, ακόμη και αυτός ο ήρωας υποκύπτει στον ισχυρότερο Έλληνα πρόμαχο. Αλλά ένα ελληνικό τραγούδι αποκλειστικώς αφιερωμένο στην εξιστόρηση της δόξας του Έκτορος και στις δυσκολίες που περιήλθαν εξ αιτίας του οι Έλληνες, είναι μάλλον απίθανο να υπήρξε. Ακόμη και όταν ο Έκτωρ είναι ο γενναιότερος και επιτυγχάνει τα περισσότερα, αισθανόμαστε ότι ως ήρωας είναι περιορισμένων δυνατοτήτων και ότι ο ποιητής μνησικακεί όταν προσπαθεί να δοξαστεί εις βάρος των Ελλήνων. Γενικότερα, είτε ένας θεός βρίσκεται στο πλευρό του [Ε 603-604, Π 728-730] είτε ο θεός στην πραγματικότητα σκοτώνει τον εχθρό επιτρέποντας στον Έκτορα να δοξαστεί. Γιατί, παρ’ όλο που ο Αχιλλεύς κατηγορεί αποκλειστικώς τον Έκτορα για την απώλεια του Πατρόκλου, στην πραγματικότητα τον έπαινο δικαιούται ο Απόλλων [Π 788-806].
Ο Bethe[21], ακολουθώντας τον Dümmler[22], υποστήριξε τη θεωρία ότι οι περισσότεροι από τους ήρωες της Ιλιάδος μεταφέρθηκαν στο ποίημα αυτό από άλλα τραγούδια ή έπη και ότι, στην αυθεντική εκδοχή τους, τα τραγούδια αυτά δεν σχετίζονταν με την Τροία. Υποστήριξε επίσης ότι ο Έκτωρ ήταν παλιά ένας Θηβαίος ήρωας και εξηγεί το γεγονός ότι εμφανίζεται να πολεμά στην Τροία διατυπώνοντας την υπόθεση ότι η αρχική παράδοση για τον Έκτορα τον συνέδεε με κάποια Τροία στην Αττική και η μεταγενέστερη παράδοση τον μετέφερε στην Τρωάδα. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στη μεταγενέστερη παράδοση ότι ο τάφος του Έκτορος βρισκόταν στη Θήβα [Παυσανίας Θ΄, 18, 5-6]. Πληροφορίες για τον τάφο του Έκτορος αντλούμε από ένα σχόλιο στη ραψωδία Ν 1[23]:
οἱ γὰρ ἐν Βοιωτίᾳ Θηβαῖοι πιεζόμενοι κακοῖς ἐμαντεύοντο περὶ ἀπαλλαγῆς. χρησμὸς δὲ αὐτοῖς ἐδόθη, παύσεσθαι τὰ δεινά, ἐὰν ἐξ Ὀφρυνίου τῆς Τρῳάδος τὰ Ἕκτορος ὀστᾶ διακομισθῶσιν εἰς τὸν παρ’ αὐτοῖς καλούμενον τόπον Διὸς γονάς. οἱ δὲ τοῦτο ποιήσαντες καὶ τῶν κακῶν ἀπαλλαγέντες…[24]
Εάν ο Έκτωρ υπήρξε πράγματι Θηβαίος ήρωας, αυτό θα έπρεπε να ήταν γνωστό από παλιά και θα το ανέφεραν οι Θηβαίοι συγγραφείς. Είμαστε τυχεροί να μπορούμε να επαληθεύσουμε τις θηβαϊκές παραδόσεις από τα κείμενα δύο παλαιών ποιητών, των Ησιόδου και Πινδάρου. Ο Ησίοδος ξεπερνά σε αρχαιότητα όλους τους συγγραφείς πλην του Ομήρου και ο Πίνδαρος, από άποψη αρχαιότητος, διαθέτει ελαχίστους ανταγωνιστές. Όταν στην αρχαιότητα του Πινδάρου προστεθεί το γεγονός ότι αποτελεί θησαυρό αναφορών για τους μύθους και τις παραδόσεις, πρέπει να θεωρείται ως η απόλυτη αυθεντία όλων των αρχαίων παραδόσεων, ειδικώς εκείνων οι οποίες με κάποιο τρόπο συνδέονται με τη Θήβα. Οι δύο αυτοί ποιητές, οι Ησίοδος και Πίνδαρος, δεν είναι απλώς αρχαίοι αλλά, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία στο ζήτημα που πραγματευόμαστε, είναι απολύτως ανεξάρτητοι από τον Όμηρο. Όχι μόνον αποτελούν τεράστια αποθήκη παραδόσεων οι οποίες δεν απαντούν στον Όμηρο αλλά, αδίστακτα, φθάνουν στο σημείο να αντιφάσκουν μαζί του[25]. Είμαστε βέβαιοι, λοιπόν, ότι μελετώντας τους ποιητές αυτούς μελετούμε αμόλυντες πηγές, ο σεβασμός των οποίων για τον Όμηρο δεν θα είχε στερέψει τα ποτάμια της θηβαϊκής παραδόσεως αναφορικώς με τον Έκτορα.
Ο Έκτορας δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα έργα που αποδίδονται στον Ησίοδο. Ο Τρώας πολεμιστής τον οποίο αναφέρει είναι ο Αινείας. Αφηγείται ότι ο Αινείας γεννήθηκε στις πλαγιές του όρους Ίδη [Θεογονία 1008-1010], επομένως ο Αινείας δεν ανήκε σε μια ευρωπαϊκή αλλά σε μια ασιατική Τροία. Ο Ησίοδος, επίσης, τοποθετεί στις Νήσους των Μακάρων τους πολεμιστές εκείνους οι οποίοι διέσχισαν με τα πλοία τη θάλασσα προκειμένου να φέρουν πίσω την ομορφόμαλλη Ελένη [«Έργα και Ημέραι» 161-174]. Η πληροφορία αυτή είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστική διότι αποκαλύπτει την παράδοση που επικρατούσε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα. Αν δεχθούμε ότι οι Έλληνες άποικοι ή εξόριστοι πήραν μαζί τους τα παλιά τραγούδια τους και άλλαξαν με νέα ονόματα τα παλιά, τοποθετώντας μια ασιατική Τροία εκεί που κάποτε υπήρχε μια αττική Τροία, πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι εκεί πίσω, στην παλιά πατρίδα, ένας Βοιωτός ποιητής τραγουδά για την ίδια ασιατική Τροία; Αν ο Ησίοδος είχε ζήσει μερικούς αιώνες αργότερα θα υποθέταμε ότι είχε επηρεαστεί από τον Όμηρο. Δεν μπορούμε, όμως, να το υποθέσουμε αυτό για έναν ποιητή που είναι αξιοσημείωτα διαφοροποιημένος από τον Όμηρο και ο οποίος ήταν περίπου σύγχρονός του. Ο Ησίοδος δεν προσφέρει ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό ότι την εποχή του ο Έκτωρ θεωρούταν ήρωας της Θήβας.
Ο Πίνδαρος αναφερόταν στον Έκτορα με ασυνήθιστη συμπάθεια και τον αποκαλούσε με θαυμασμό [Ολυμπιόνικος Β΄, 80-81]:
...Τροίας
ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα...[26]
Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η Τροία δεν βρισκόταν στην Αττική αλλά πρόκειται για την Τροία της ασιατικής Τρωάδος, διότι ο Πίνδαρος σημειώνει ότι η δόξα άνθισε για τον Έκτορα στα νερά του Σκαμάνδρου [Νεμεόνικος Θ΄, 38-40]. Αυτός ο ποιητής αναφέρει το όνομα του Έκτορος τουλάχιστον έξι φορές, ποτέ όμως δεν υπαινίσσεται ότι σχετιζόταν με κάποιον τρόπο με τη Θήβα του Πινδάρου. Πάντα τον παρουσιάζει ως τον υπερασπιστή ο οποίος δοξάζει την ασιατική Τροία. Μπορεί κάποιος, αναλογιζόμενος αυτό το σημαντικό στοιχείο, να ισχυριστεί ότι ο Πίνδαρος γνώριζε ότι κάποτε ο Έκτωρ τον οποίο τόσο θαύμαζε ήταν πρόμαχος της δικής του αγαπημένης αλλά κακότυχης πόλεως και απέκρυψε την πληροφορία αυτή; Η γνώση των παραδόσεων, όπως φαίνεται στα έργα του Πινδάρου, αποδεικνύει ότι θα γνώριζε παρόμοια παράδοση αν βέβαια υπήρχε. Η σιωπή του Πινδάρου αναφορικώς με τον Έκτορα αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι ο Έκτωρ δεν θεωρείτο εκείνη την εποχή ότι είχε κάποιο σύνδεσμο με τη Θήβα. Όχι μόνον ο Πίνδαρος δεν τραγουδά για κανέναν άλλον Έκτορα εκτός των Τρώα Έκτορα αλλά, και αυτό είναι πολύ σημαντικότερο, δεν διαθέτει άλλες πληροφορίες για τον Έκτορα εκτός αυτών που αντλεί από τον Όμηρο. Είναι εύκολο να διαβάσουμε κάποιο στίχο σε κάποιο χωρίο της Ιλιάδος που να δικαιολογεί και εξηγεί κάθε αναφορά του Πινδάρου στον Έκτορα. Ο Πίνδαρος δεν ακολουθούσε πιστά τον Όμηρο, όπως έχω ήδη σημειώσει. Εκτός από τις διαφορές του από τον Όμηρο, συχνά προσθέτει λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται στην Ιλιάδα. Για παράδειγμα (Νεμεόνικος Γ΄, 52) εξιστορεί πως ο Αχιλλεύς, λόγω της ασυνήθιστης ταχύτητος των ποδιών του, έπιανε ελάφια χωρίς δίκτυα ή σκυλιά. Αυτή η λεπτομέρεια δεν απαντά στον Όμηρο αλλά βρίσκεται σε αρμονία με τη φράση «πόδας ὠκὺς Αχιλλεύς»[27]. Ο Πίνδαρος δεν προσθέτει πληροφορίες ή νέα στοιχεία στην ομηρική απεικόνιση του Έκτορος. Το πρόβλημα του Έκτορος βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της Ιλιάδος. Αυτός ο ήρωας δεν είχε ρόλο σε καμία προηγούμενη Hektorgedicht, ούτε σε καμία περιπέτεια που συνδέεται με τη Θήβα. Το πρώτο και μοναδικό ποίημα που τον απεικονίζει είναι η Ιλιάς.
Στους πρώτους χίλιους στίχους της Ιλιάδος μας συστήνονται οι Αχιλλεύς, Αγαμέμνων, Αίας ο
Τελαμώνιος, ο έτερος Αίας, ο υιός του Οϊλέως, οι Ιδομενεύς, Διομήδης, Νέστωρ, Μενέλαος, Κάλχας και Πάτροκλος. Οι Έλληνες πρωταγωνιστές έχουν εμφανισθεί στη σκηνή από την αρχή. Στη συνέχεια, και αφ’ ου στις επόμενες σκηνές έπαιξαν τους ρόλους τους, επανεμφανίζονται στους αγώνες, πραγματοποιούν τις αποχαιρετιστήριες βολές με τα τόξα τους και εξαφανίζονται χωρίς κανένα σημάδι της «μήνιος» και χωρίς πληγές από τα τραύματά τους. Επανέρχονται λοιπόν, στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από το ξέσπασμα της «μήνιος». Προφανώς ο Όμηρος είχε εξ αρχής στον νου του ευδιάκριτα τους χαρακτήρες των Ελλήνων ηρώων. Η παράδοση, στο μεγαλύτερο μέρος, παρείχε τα ονόματά τους και είχε ήδη καθορίσει τη μοίρα καθενός. Ο Αγαμέμνων δεν μπορεί να σκοτωθεί στη μάχη διότι ο θάνατος τον περιμένει στην επιστροφή του. Οι Οδυσσεύς, Διομήδης, Νέστωρ και Μενέλαος δεν μπορούν να πέσουν στην Τροία αφ’ ου οι νόστοι τους αποτελούν ένα ήδη καθορισμένο μέρος της επικής παραδόσεως. Ούτε κανείς πολεμιστής μπορεί να δοξαστεί σκοτώνοντας τον Αίαντα. Οι Έλληνες ηγέτες, όπως επίσης και η μοίρα τους, είχαν ήδη πλήρως διαμορφωμένη τη δική τους παράδοση η οποία, περνώντας από τη μια γενεά στην άλλη, ήταν σαφής και ορισμένη· αντιθέτως, η παράδοση για τους Τρώες ήρωες ήταν ασαφής και αόριστη. Ο Όμηρος δεν γνώριζε τους Τρώες και οι μόνες πληροφορίες του γι’ αυτούς ήταν όσες διατήρησε η ελληνική υπερηφάνεια και πατριωτισμός. Ενώ οι Έλληνες ηγέτες μας συστήνονται εξ αρχής και γνωρίζουμε ποιος πρόκειται να πρωταγωνιστήσει στις επόμενες σκηνές, δεν υπάρχει παρόμοια εισαγωγή για τους Τρώες. Πλην των Έκτορος και Πριάμου, που αναφέρονται συχνά στην πρώτη ραψωδία, οι Τρώες ονομάζονται μόνον όταν δρουν. Ο Πάρις δεν εισάγεται και δεν γίνεται η παραμικρή νύξη για την εμπλοκή του στον πόλεμο μέχρι που συναντά τον Μενέλαο στη μονομαχία. Οι Αινείας, Γλαύκος και Σαρπηδών εμφανίζονται για πρώτη φορά στη ραψωδία Ε, ο Έλενος στη Ζ, ο Δόλων στην Κ, ο Πολυδάμας στη Λ, ο Κόων που υποχρεώνει τον Αγαμέμνονα να υποχωρήσει και ο Σώκος που τραυματίζει τον Οδυσσέα, αμφότεροι κερδίζουν τη δόξα και τον θάνατο στην πρώτη τους εμφάνιση. Ακόμη και ο Εύφορβος, ο οποίος προορίζεται να δοξαστεί καθώς τραυματίζει τον Πάτροκλο [Π 806-815], δεν αναφέρεται πριν από το κατόρθωμά του αυτό. Το έπος προδήλως συντέθηκε από την οπτική γωνία των Ελλήνων. Οι Τρώες εισάγονται ή δημιουργούνται απλώς για να έχουν οι Έλληνες αντιπάλους.
Ο Όμηρος φαίνεται εξαιρετικώς αδύναμος στην αναζήτηση ονομάτων και κατορθωμάτων για τους Τρώες. Η παράδοση, η ελληνική παράδοση, τον προμήθευε με ελάχιστα ξένα ονόματα γι’ αυτό, αντιστοίχως, σχεδόν σε όλους τους Τρώες αποδίδει όμορφα ελληνικά ονόματα. Στην τέταρτη ραψωδία αναφέρεται ένας Έλληνας με το όνομα Χρομίος ενώ στις επόμενες ραψωδίες τέσσερις Τρώες εμφανίζονται με το ίδιο όνομα. Ένας Έλληνας και τρεις Τρώες έχουν το ελληνικό όνομα Μελάνιππος, ένας Έλληνας και δύο Τρώες καλούνται Άντιφος, δύο Τρώες έχουν το όνομα Άδραστος, δύο Αστύνοος, δύο Έννομος, δύο Οφελέστης, δύο Πυλάρτης, δύο Θερσίλοχος και περισσότεροι από είκοσι ακόμη Τρώες, όπως οι Αλάστωρ, Μέδων, Νοήμων, Ορέστης, έχουν στο ποίημα τα ίδια ονόματα με μερικούς άλλους Έλληνες. Η παράδοση δεν προσέφερε στον Όμηρο ούτε το όνομα της συζύγου του Έκτορος, ειδάλλως δεν θα εμφανιζόταν με το ελληνικό όνομα Ανδρομάχη. Το ίδιο ισχύει για τον υιό του Αστυάνακτα όπως επίσης και για τους ετεροθαλείς και αμφιθαλείς αδελφούς του Δηΐφοβο, Έλενο, Πολύδωρο, Πολίτη, Αντίφονο και Αγάθωνα.
Ο Πάρις είναι ο μόνος από τους Τρώες ηγέτες ο οποίος διαθέτει ένα αναμφισβήτητα ξένο όνομα. Φαίνεται απίθανο η παράδοση να είχε διατηρήσει το όνομα του υιού και να είχε λησμονήσει το όνομα του πατρός. Επομένως, η παράδοση που αναφέρει ο Απολλόδωρος (Β΄, 6, 4) ότι ο Πρίαμος κάποτε ονομαζόταν Ποδάρκης, πρέπει μάλλον να γίνει δεκτή διότι καταδεικνύει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν το «Πρίαμος» σαν ξένο όνομα το οποίο και μετέφεραν στη γλώσσα τους με το ελληνικό αντίστοιχο. Εάν υποτεθεί ότι ο Έκτωρ είχε ποτέ το τρωικό όνομα Δαρείος, ο Όμηρος δεν φαίνεται να το γνωρίζει, και ο Έκτωρ δεν απαντά στον Όμηρο παρά μόνο με το ωραίο ελληνικό του όνομα. Παρ’ όλο που η παράδοση γνωρίζει ότι ένας ξένος πρίγκιπας με ένα ξένο όνομα ταξίδεψε στην Ελλάδα προκειμένου να ξελογιάσει την Ελένη, δεν γνωρίζει τα ονόματα των συντρόφων του. Επομένως, ο ποιητής βάζει το πλοίο να ναυπηγήθηκε από τον Έλληνα Φέρεκλο, τον γιο του Έλληνος Τέκτονος, ο πατέρας του οποίου, με τη σειρά του, ήταν επίσης Έλληνας, ο Άρμων [Ε 59-64]. Ο Έκτωρ στο όνομα, ενδυμασία, χαρακτήρα και γενικότερα σε όλα, είναι ένας Έλληνας δανεισμένος στον εχθρό· με τα ίδια σταθμά, ο Πάρις είναι εξ ολοκλήρου ξένος.
Η εξήγησή μου για όλες αυτές τις δυσκολίες που αναφύονται εκτιμώντας τον ρόλο που διαδραματίζουν οι Έκτωρ και Πάρις στη δράση της Ιλιάδος είναι η εξής: ο Πάρις ήταν ο παραδοσιακός ηγέτης και πρόμαχος των Τρώων αλλά για ηθικούς λόγους δεν μπορούσε να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή του ποιήματος. Ο ποιητής, λοιπόν, τον υποβάθμισε και δημιούργησε έναν ήρωα που ως χαρακτήρας είχε αρκετή ευγένεια ώστε να κερδίζει τη συμπάθεια για τον αγώνα του. Ο Έκτωρ, όπως παρουσιάζεται στον Όμηρο, αποτελεί δημιουργία του ποιητού που συνέλαβε την ιδέα να συνθέσει την Ιλιάδα. Χωρίς τον Όμηρο δεν θα υπήρχαν παραδόσεις για τον Έκτορα[28].
Κατ’ αρχάς θα εξετάσουμε τη θέση του Πάριδος στην παράδοση και στον Όμηρο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για το περιεχόμενο των Κυκλικών ποιημάτων, εν τούτοις μαθαίνουμε ότι ο Πάρις ήταν ο πρωταγωνιστής στα «Κύπρια», ότι ήταν ένα άτομο αρκετά σημαντικό προκειμένου να κληθεί να κρίνει τις θεές, ότι πήγε με στόλο στην Ελλάδα προκειμένου να απαγάγει την Ελένη και ότι στην επιστροφή του κατόρθωσε να λεηλατήσει την πλούσια πόλη της Σιδώνος. Όλα αυτά βρίσκονται σε αρμονία με την Ιλιάδα έστω και αν δεν εκφράζονται σαφώς. Κανενός άλλου Τρωός τα κατορθώματα δεν βρίσκουν θέση στην εξιστόρηση των «Κυπρίων»[29]. Η φράση που βρίσκεται στην περίληψη του ποιήματος [απ. 1, 10]: «καὶ θνήισκει Πρωτεσίλαος ὑφ’ Ἕκτορος»[30], δεν αποτελεί ανεξάρτητη παράδοση αλλά βασίζεται στην Ιλιάδα και στην ξεκάθαρη αλλοίωση του Ομήρου, όπως εξηγούμε κατωτέρω. Στην «Αιθιοπίδα» ο Αχιλλεύς σκοτώνεται από τον Πάρι με τη βοήθεια του Απόλλωνος [απ. 1, 3]. Κανείς άλλος Τρώας δεν αναφέρεται από τον Πρόκλο στη «Χρηστομάθεια» σαν συμμέτοχος στα γεγονότα του ποιήματος. Στη «Μικρά Ιλιάδα» ο Πάρις σκοτώνεται από τον Φιλοκτήτη ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από τη Λήμνο [απ. 1, 2]. Ακόμη και σε αυτό το σημείο ο Πάρις δεν σκοτώνεται σαν δειλός ή ενώ προσπαθεί να φύγει αλλά είναι αρκούντος γενναίος προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Φιλοκτήτη σε μονομαχία. Κανείς άλλος Τρώας δεν έχει ρόλο σε αυτό το ποίημα, εκτός από τον Έλενο ο οποίος ως προδότης πληροφορεί τους Έλληνες πως μπορεί να αλωθεί η πόλη του. Επομένως βλέπουμε ότι στα πρώτα τρία ποιήματα του Κύκλου, εξαιρώντας την Ιλιάδα, ο Πάρις είναι ο μόνος Τρώας του οποίου τα κατορθώματα είναι αρκούντος σημαντικά προκειμένου να συμπεριληφθούν στην περίληψη του Πρόκλου. Μόνος ο Πάρις από όλους τους Τρώες είχε την τιμή να προξενήσει τον θάνατο ενός Έλληνος ηγέτου, και ο ηγέτης αυτός δεν ήταν κανείς άλλος παρά ο ίδιος ο Αχιλλεύς.
Ο χαρακτήρας του Πάριδος στην Ιλιάδα περιλαμβάνει συνεχείς αντιφάσεις. Η πρώτη μεγάλη αντίφαση είναι ότι αυτός που αποδείχθηκε να είναι τόσο άνανδρος και δειλός αναφέρεται για πρώτη φορά ως «Ἀλέξανδρος θεοειδής» [Γ 16]. Γιατί χρησιμοποιείται αυτός ο τιμητικός επιθετικός προσδιορισμός; Ο σχολιαστής στη Μ 93 σημειώνει ότι ο Πάρις καλείτο Αλέξανδρος από τη στιγμή που υπερασπίστηκε την πατρίδα του όταν ο εχθρός της επιτέθηκε. Προφανώς, οι τιμητικοί επιθετικοί προσδιορισμοί «δῖος», «θεοειδής», «βασιλεύς» Αλέξανδρος[31], οι οποίοι εκ πρώτης όψεως φαίνονται τόσο ακατάλληλοι στον Όμηρο, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τις προομηρικές παραδόσεις. Η δεύτερη αντίφαση συνίσταται στο γεγονός ότι ένας Έλληνας, με την αντίληψή ότι ο όμορφος είναι επίσης γενναίος, «καλὸς καὶ ἀγαθός», θα απεικόνιζε έναν δειλό ως άσχημο. Ο Πάρις είναι «εἶδος ἄριστος»[32] [Γ 39] και εξ αιτίας της ομορφιάς του οι Έλληνες αμέσως συμπέραναν ότι πρόκειται για τον Τρώα πρόμαχο. Ήταν τα σωματικά ελαττώματα του Θερσίτη στα οποία ο ποιητής προσδίδει τη μεγαλύτερη έμφαση και ο Όμηρος έχει μια πραγματική δυσκολία στο να απεικονίσει την όμορφη φιγούρα του Πάριδος στη μορφή ενός ανάνδρου, ικανού για τον αναξιοπρεπή ρόλο που διαδραματίζει στην τρίτη ραψωδία. Μια τρίτη αντίφαση βρίσκεται στην αδιάκοπη επιρροή που ασκεί ο Πάρις. Αφ’ ου ξέφυγε από τον Μενέλαο ντροπιάζοντας τον εαυτό και τον αγώνα του, θα έπρεπε να διατήρησε ελάχιστη επιρροή ή δύναμη. Εν τούτοις, το απόγευμα της ίδιας ημέρα, όταν ο Αντίνωρ έθεσε το προφανές ζήτημα ότι οι όρκοι έπρεπε να τηρηθούν και η Ελένη μαζί με την περιουσία της να επιστρέψει στους Έλληνες [Η 348-353], ο Πάρις σηκώθηκε και με προσβλητικό τρόπο αρνήθηκε να συζητήσει την ιδέα της επιστροφής της Ελένης. Ο Έκτωρ σιωπούσε, κανείς δεν απήντησε, και ο κήρυκας εστάλη να πληροφορήσει τους Έλληνες για την απόφαση του Πάριδος[33]. Η δύναμη επιβολής του Πάριδος υπήρξε τόσο δυσανάλογη με τον χαρακτήρα που περιγράφει το ποίημα, ώστε ο Ηρόδοτος (Β΄, 120) μπορούσε να εξηγήσει την αντίφαση μόνον αναφερόμενος σε μια παράδοση συμφώνως προς την οποία η Ελένη δεν βρέθηκε ποτέ στην Τροία αλλά έμεινε αιχμάλωτη στην Αίγυπτο ειδάλλως ο Έκτωρ, παρά τη θέληση του Πάριδος, θα την είχε επιστρέψει στους Έλληνες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ενώ οι άλλοι παντρεμένοι γιοί του Πριάμου κατοικούσαν στο ανάκτορο του πατρός τους (Ζ 242), ο Πάρις διατηρεί δικό του ανάκτορο.
Ο Πάρις στον Όμηρο δεν είναι ούτε δειλός ούτε άνανδρος. Οι πολεμικές του ικανότητες φαίνονται ξεκάθαρα παρά την προσπάθεια του ποιητού να τον παρουσιάσει σαν μέτριο και δειλό στρατιώτη. Αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος και όχι ο Έκτωρ επιβάλει την απόφαση της συνελεύσεως και από τις κατωτέρω τυχαίες λεπτομέρειες: ο Πάρις ήταν επί κεφαλής ενός από τα πολυπληθέστερα στρατιωτικά τμήματα των Τρώων (Μ 93). Όταν ο Αινείας πιεζόταν επικίνδυνα από τους Έλληνες, ζήτησε βοήθεια: «Πάριν τ’ ἐσορῶν»[34] (Ν 490). Στο κρισιμότερο σημείο της μάχης ο Έκτωρ αναθάρρησε βλέποντας τον Πάρι (Ν 767):
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι[35].
Επί πλέον, στην πολεμική τέχνη και στη γενναιότητα του Πάριδος (Λ 504) οφείλεται ότι οι Τρώες δεν υποχώρησαν την τρίτη ημέρα της μάχης.
Μόνον ένας Έλληνας κάποιας σημασίας σκοτώθηκε στη μάχη στην Ιλιάδα και σχετικώς λίγοι τραυματίστηκαν. Ο Πάρις υπήρξε ο μόνος Τρώας ο οποίος τραυμάτισε έναν σπουδαίο Έλληνα χωρίς όμως στη συνέχεια να σκοτωθεί ο ίδιος. Οι Εύφορβος και Έκτωρ, που προκάλεσαν τον θάνατο του Πατρόκλου [Ρ 59-60 και Χ 361-362], ο Πάνδαρος που τραυμάτισε τον Μενέλαο [Ε 290-295], ο Κόων που τραυμάτισε τον Αγαμέμνονα [Λ 261-263] και ο Σώκος που μαχαίρωσε τον Οδυσσέα [Λ 446-449], πλήρωσαν για τη σύντομη δόξα που απέκτησαν με τις ζωές τους. Αλλά ο Πάρις, δίχως θεϊκή βοήθεια, τραυμάτισε τον Διομήδη [Λ 376-377], τον Μαχάονα [Λ 505-507] και τον Ευρύπυλο [Λ 581-584] ενώ σκότωσε τον Ευχήνορα [Ν 663-672], τον Μενέσθιο [Η 8-9] και τον Δηΐοχο [Ο 341-342] χωρίς ο ίδιος να πάθει τίποτε. Η μεγαλοσύνη του στον Όμηρο ομοιάζει στον χαρακτήρα που απαντούμε στα «Κύπρια», στην «Αιθιοπίδα» και στη «Μικρά Ιλιάδα».
Ο Πάρις ήταν τοξότης αλλά αυτό δεν αποτελούσε ντροπή παρά την οργή του Διομήδης επειδή χτυπήθηκε από βέλος [Λ 386-387]. Ένας λαός που θεωρούσε την ενέδρα ως ευκαιρία να κερδίσει δόξα (Α 227) και μια παράδοση που δόξαζε τοξότες όπως οι Τεύκρος και Φιλοκτήτης ή ανέδειξε το τόξο του Ηρακλέους στο σημαντικότερο αγαθό του και το τόξο του Οδυσσέως σε κριτή γάμου, δεν μπορούσε να θεωρεί την τοξευτική ικανότητα σαν πηγή ατιμίας. Η μοναδική αδυναμία του Πάριδος είναι η ηθική αδυναμία. Όσο σπουδαίος και αν ήταν στην παράδοση και είναι στον Όμηρο, ένας κάλπικος φίλος και μοιχός δεν επιτρέπεται να παρουσιάζεται ως επικός ηγέτης. Κανένας λαός υπό τη διοίκηση τέτοιου ηγέτη δεν μπορεί να κερδίσει τη συμπάθεια. Η παράδοση δεν προίκισε τους Τρώες με κανέναν άλλον ηγέτη, επομένως ο ποιητής πρέπει να δημιουργήσει έναν.
Ο Έκτωρ δεν απαντά στην προομηρική παράδοση όπως παραδίδεται στα «Κύπρια». Σε αυτό το ποίημα το όνομά του αναφέρεται μόλις μια φορά, όταν υποτίθεται ότι σκότωσε τον Πρωτεσίλαο. Ο Όμηρος αγνοούσε το περιστατικό αυτό, όπως καταδεικνύει η αναφορά του στον θάνατο του πολεμιστού (Β 698 επ.) Σε αυτό το χωρίο του καταλόγου σημειώνεται ότι κάποιος Δάρδανος σκότωσε τον Πρωτεσίλαο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι ο Έκτωρ αφ’ ου ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί ποτέ τη λέξη Δάρδανος για Τρώα[36]. Ο συγγραφέας των «Κυπρίων», έχοντας μπροστά του την Ιλιάδα, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί ένας τόσο σημαντικός ήρωας όπως ο Έκτωρ δεν διαθέτει κανένα έρεισμα στην εξωομηρική παράδοση. Επομένως, δημιούργησε ένα κατόρθωμα γι’ αυτόν αφαιρώντας σιωπηρώς τον ομηρικό Δάρδανο τον οποίο αντικατέστησε με τον Έκτορα. Η προσπάθεια στο σημείο αυτό να αποδοθεί στον Έκτορα θέση στον Κύκλο η οποία δεν του αποδιδόταν από την προομηρική παράδοση είναι προφανής και δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετική άποψη.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να παρατηρήσουμε ότι πολλοί από τους ηγέτες που περιγράφονται στην Ιλιάδα έχουν χαρακτηρισμούς που δεν εξηγούνται από την πλοκή του ιδίου του ποιήματος. Ο Πρίαμος δεν χρησιμοποιεί, και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει, δόρυ αλλά αποκαλείται: «ἐυμμελίης Πρίαμος»[37] ενώ αν και δεν λαμβάνει καμία απόφαση παραμένει «θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος»[38] [Η 366]. Ο Αχιλλεύς, είτε στέκεται είτε κάθεται, είναι «ποδάρκης» ή «πόδας ὠκὴς»[39] αλλά τη μοναδική φορά που του δίδεται η ευκαιρία να αποδείξει την ταχύτητά του απέτυχε να πιάσει τον Έκτορα [Χ 199-201]. Θα χρειαστεί τη βοήθεια της Αθηνάς η οποία τον προστάζει να ξεκουραστεί όσο αυτή προσπαθεί να ξεγελάσει τον Έκτορα προκειμένου να πλησιάσει. Το απλό γεγονός ότι ένας επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για τον Αχιλλέα δεν μπορεί να ερμηνευθεί από τα γεγονότα της Ιλιάδος, φανερώνει ότι πρόκειται για παραδοσιακό ήρωα και όχι για επινόηση του ποιητού. Την ερμηνεία του επιθέτου πρέπει να την αναζητήσουμε αλλού. Ο Οδυσσεύς νωρίς στην Ιλιάδα αποκαλείται «πτολίπορθος»[40] (Β 270) και την εξήγηση βρίσκουμε όχι στην Ιλιάδα αλλά στην παράδοση. Πολλά ακόμη παραδείγματα μπορούν να υποδειχθούν αλλά τα ανωτέρω επαρκώς καταδεικνύουν ότι στην Ιλιάδα μερικοί επιθετικοί προσδιορισμοί αποτελούν έμμεση απόδειξη για άλλες παραδόσεις που δεν χρησιμοποιούνται από τον ποιητή. Αν ο Έκτωρ ήταν ένας παλαιός και παραδοσιακός ήρωας θα έπρεπε να μεταφέρει μαζί του στο ποίημα κάποιες ενδείξεις της παλαιοτέρας παραδόσεως[41]. Στην Ιλιάδα απαντούν είκοσι επτά επιθετικοί προσδιορισμοί που αποδίδονται στον Έκτορα[42] – ένας ασυναγώνιστος πλούτος και ποικιλία επιθέτων. Εν τούτοις, κανείς δεν αναφέρεται σε καμία σχέση, χαρακτηριστικό ή ποιότητα που δεν περιέχεται στο ποίημα. Η Ιλιάς παρέχει πλήρη εξήγηση για κάθε ιδιότητα που αποδίδει ο Όμηρος στον Έκτορα. Αν ο αριθμός των επιθέτων ήταν μικρός, αυτό θα μπορούσε να ήταν τυχαίο. Στην περίπτωσή μας όμως, ο παράγων τύχη είναι άσχετος και μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε ότι η παράδοση, η οποία στους τόσους επιθετικούς προσδιορισμούς δεν άφησε σημάδια της επιρροής της, δεν είχε επιρροή να αφήσει και ο χαρακτήρας του Έκτορος ήταν υπεράνω της δύναμεώς της να τον διαμορφώσει ή μεταβάλει[43].
Όπως ήδη σημειώθηκε, ο Τρώας ηγέτης, ο Πάρις, τον οποίο αναφέρει η παράδοση, ήταν για ηθικούς λόγους ανάξιος να παρουσιαστεί σαν τον μεγάλο ηγέτη κάποιας από τις δύο παρατάξεις. Ο ποιητής λοιπόν, αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με άλλον του οποίου οι ανθρώπινες και ηθικές αρετές τον καθιστούσαν κατάλληλο για την ηγεσία. Η υποβάθμιση του Πάριδος περιείχε μια μεγάλη αντίφαση, την εντύπωση ότι ο πολεμιστής ο οποίος πραγματοποίησε τόσα πολλά ήταν δειλός. Η δημιουργία του Έκτορος προκαλεί τη δεύτερη μεγάλη αντίφαση, την εντύπωση ότι ο πολεμιστής ο οποίος πραγματοποίησε τόσα λίγα υπήρξε ο μέγας πρόμαχος. Η παράδοση περιόριζε το περιθώριο του ποιητού και στις δύο περιπτώσεις. Μπορούσε να δημιουργήσει έναν ήρωα αλλά δεν μπορούσε να δημιουργήσει έναν πόλεμο. Η ανδρεία των Τρώων περιγράφεται μόνον με αόριστες εκφράσεις καθώς κανείς Έλληνας ο οποίος είναι ανεξαρτήτως σημαντικός[44] δεν σκοτώνεται στην Ιλιάδα. Ο Πάτροκλος ξεχωρίζει εξ αιτίας της στενής του φιλίας με τον Αχιλλέα και πλην αυτού μόνον δύο Έλληνες κάποιας σημασίας σκοτώνονται, ο Μέδων ο νόθος αδελφός του Αίαντος του Οϊλέως [Ο 332-334] και ο άχρωμος Τληπόλεμος [Ε 655-659]. Από την πλευρά τον Τρώων, η σφαγή είναι σχεδόν ολοκληρωτική: οι Άδρηστος [Π 694] (τα ελληνικά ονόματα χρήζουν προσοχής), Αστεροπαίος [Φ 179], Δόλων [Κ 457], Εύφορβος [Ρ 59-60], Ιππόθοος [Ρ 313-315], Κεβριόνης [Π 737-739], Λυκάων [Ε 290-296], Σώκος [Λ 446-449], Κόων [Λ 261-263], Πάνδαρος [Ε 290-296], Σαρπηδών [Π 502-503] και Έκτωρ [Χ 361-363] σκοτώθηκαν. Ο Πάρις είναι ο μόνος Τρώας ο οποίος τραυμάτισε έναν ηγέτη χωρίς να το πληρώσει με τη ζωή του [Λ 376-377]. Προφανώς η δύναμη της παραδόσεως έδενε τα χέρια του Ομήρου και προσέφερε στον Πάρι έναν γοητευτικό βίο στην Ιλιάδα.
Ο Έκτωρ είναι αποδέκτης μεγάλων επαίνων αλλά τα γεγονότα της Ιλιάδος δεν δικαιολογούν την τόσο μεγάλη θέση ως πολεμιστού η οποία του αποδίδεται. Υποχωρεί στην πρώτη εμφάνισή του στη μάχη [Δ 505], δεν μπορεί να αντισταθεί στον Αίαντα στη μονομαχία [Η 260-272], παρ’ ολίγον να σκοτωθεί από τον Διομήδη με δόρυ [Λ 349-356] και από τον Αίαντα με πέτρα [Ξ 409-420], λιποθυμώντας και στις δύο περιπτώσεις. Επίσης, φεύγει προκειμένου να μην αντιμετωπίσει τους Οδυσσέα [Δ 494-505], Αγαμέμνονα [Λ 163-164], Πάτροκλο [Π 588], Διομήδη [Λ 354], Αίαντα [Λ 540-543, Ο 247-252] και Αχιλλέα [Υ 443-448, Χ 188]. Μόνον ως άνθρωπος, υιός και πατέρας ο Έκτωρ πραγματικά κερδίζει τον σεβασμό, δηλαδή μόνον στις αρετές εκείνες που μπορεί να φανεί ευγενής χωρίς να πολεμά τους Έλληνες.
Γιατί ο Έκτωρ είναι τόσο ανώτερος ως άνθρωπος αλλά τόσο κατώτερος ως στρατιώτης; Αν κάποιος διαβάσει τον κατάλογο των Τρώων θα παρατηρήσει, όπως ήδη σημειώσαμε, ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις έχουν ελληνικά ονόματα, επομένως είναι μάλλον ελληνικές προσαρμογές ή δημιουργίες. Οι Έλληνες διέθεταν τις δικές τους παραδόσεις των δικών τους ηγετών που πολέμησαν στην Τροία προκειμένου να πάρουν την Ελένη την οποία απήγαγε από τον Μενέλαο ο Πάρις. Ο Πάρις έχει ξένο όνομα και η θέση του στην παράδοση είναι σαφής. Αλλά η παράδοση, όσον αφορά τους Τρώες, ελάχιστα στοιχεία προσφέρει. Δεν παραδίδει ποιος ναυπήγησε το πλοίο, επομένως ο ποιητής αναφέρει ως ναυπηγό έναν Έλληνα με μια μακρά σειρά Ελλήνων προγόνων. Το όνομα Έκτωρ επίσης έχει ένα ωραίο ελληνικό νόημα και είναι ασφαλώς ελληνικό. Είναι αμφίβολο αν η φιλονικία μεταξύ Αχιλλέως και Αγαμέμνονος είχε μεγαλύτερη θέση στην αρχική ελληνική παράδοση για την Τροία από τη φιλονικία μεταξύ Αχιλλέως και Οδυσσέως η οποία περιγράφεται σε μόλις δέκα στίχους στην ογδόη ραψωδία της Οδύσσειας (θ 73 επ.) Στην έναρξη της Ιλιάδος οι Έλληνες είναι έξω από την Τροία και οι Τρώες μέσα στα τείχη. Οι Έλληνες δεν χάνουν κανέναν ηγέτη, πολεμιστή ή βασιλιά που να είναι πραγματικά σημαντικός. Στο τέλος του ποιήματος αμφότερες οι πλευρές βρίσκονται περίπου στις ίδιες θέσεις που βρίσκονταν στην αρχή του. Για την πλευρά των Τρώων, η σφαγή εξελίχθηκε σχεδόν σε αφανισμό. Όσοι σκοτώθηκαν, οι Άδρηστος, Πάνδαρος, Έκτωρ και οι υπόλοιποι, δημιουργήθηκαν προκειμένου να συμμετάσχουν στα γεγονότα που προκλήθηκαν από την οργή του Αχιλλέως. Δεν υπήρξαν ποτέ παλαιότερα και με τον θάνατό τους ο ποιητής δικαιολογεί την απουσία τους από τα μεταγενέστερα γεγονότα της επικής παραδόσεως. Αυτό εξηγεί τις αντιφάσεις στον χαρακτήρα του Έκτορος. Οι Έλληνες ηγέτες ήταν ήδη γνωστοί και οι τύχες τους προδιαγεγραμμένες. Η παράδοση είχε αποφασίσει ότι ο Αίας θα αυτοκτονούσε, ότι ο Αχιλλεύς θα σκοτωνόταν από τον Πάρι, ο Αγαμέμνων από τη σύζυγό του και τον εραστή της· η μοίρα καθενός εξ αυτών, είχε ήδη καθοριστεί. Τί είχε περισσέψει για τον Έκτορα; Κανείς νέος Έλληνας στρατηγός εξαιρετικής αξίας δεν μπορούσε να προστεθεί και κανείς τοπικός ήρωας δεν μπορούσε να αντικατασταθεί, όπως ακριβώς σε ένα σύγχρονο διήγημα που αφηγείται έναν σύγχρονο πόλεμο δεν μπορείς να προσθέσεις νέους και σημαντικούς στρατηγούς στον κατάλογο των επιφανών ηρώων. Ο Όμηρος τότε αναγκάστηκε να δημιουργήσει έναν Τρώα πολέμαρχο χωρίς το προνόμιο να μπορεί να του επιτρέψει να σκοτώσει κανέναν από τους πραγματικά σημαντικούς Έλληνες. Το μεγαλείο του Έκτορος επομένως, έγκειται στον άνθρωπο και όχι στον στρατιώτη. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση όμως, έπρεπε να κερδίσει κάποια πολεμική δόξα, γι’ αυτό ο ποιητής δημιούργησε τον χαρακτήρα του Πατρόκλου.
Ο Πάτροκλος δεν εμφανίζεται στον κατάλογο των νεών και παρουσιάζεται στα «Κύπρια» κάτω από την επιρροή της Ιλιάδος [Φ 34-44, Ψ 746-747], όταν γράφουν [απ. 1, 11]:
Λυκάονά τε Πάτροκλος εἰς Λῆμνον ἀγαγὼν ἀπεμπολεῖ[45].
Ο συγγραφέας των «Κυπρίων», αδυνατώντας να εξηγήσει την απουσία του Πατρόκλου από την παράδοση, μετέβαλε την ιστορία του Λυκάονος όπως απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δώσει μια θέση στον Πάτροκλο στο ποίημά του. Στην Ιλιάδα ο Αχιλλεύς και όχι ο Πάτροκλος πωλεί τον Λυκάονα. Προφανώς, ο συγγραφέας των «Κυπρίων» τροποποίησε την Ιλιάδα προκειμένου να εξασφαλίσει έστω και μια μικρή δόξα ο Πάτροκλος, με τον ίδιο τρόπο που έδωσε στον Έκτορα την τιμή να σκοτώσει τον Πρωτεσίλαο. Δεν υπήρχαν οικογένειες που να διεκδικούν την καταγωγή τους από τον Πάτροκλο και ο ποιητής δικαιολογεί την απουσία ηρωικών στοιχείων ακολουθώντας το απλό τέχνασμα ότι είχε σκοτώσει τους νεανικούς του συντρόφους και έφυγε στην εξορία [Ψ 85-88].
Δεν υπάρχει χώρος για τον Φοίνικα σε ένα ποίημα το οποίο εκθειάζει τον Πάτροκλο αφ’ ου καθένας εξ αυτών όφειλε την εξέχουσα θέση του στη φιλία του Αχιλλέως. Η δημιουργία του Έκτορος προκάλεσε την υποβάθμιση του Πάριδος, η δημιουργία του Πατρόκλου την ουσιαστική παραμέριση του Φοίνικος[46]. Ο Όμηρος, όπως ένας Αθηναίος πατέρας, μπορούσε να σκοτώσει μόνον τα δικά του τέκνα. Μπορούσε να εκθέσει τον Πάτροκλο αλλά το τέκνο της παραδόσεως, ο Φοίνιξ, δεν επιτρεπόταν να σκοτωθεί. Αντιστοίχως μπορεί να σκοτώσει τον Έκτορα και επίσης, αφ’ ου ανήκει αποκλειστικώς στον ποιητή, μπορούσε με το στόμα του να εκφράσει τις προσωπικές του προχωρημένες ιδέες για τη θρησκεία, τον πατριωτισμό και για τις σχέσεις στην οικογένεια. Στη θρησκεία ο Έκτωρ είναι ειλικρινώς ορθολογιστής. Μάλλον θα τάραξε τους ακροατές του Ομήρου, όπως και τον σχολιαστή[47], με τη γενναία του άρνηση να υπακούσει σε έναν ξεκάθαρο οιωνό (Μ 237) και μάλλον απηχεί τον πατριωτισμό του ποιητού όταν λέει στους Τρώες για τη δόξα που περιβάλει όποιον πεθαίνει υπερασπιζόμενος την πατρίδα του. Τα ιδανικά του για τις οικογενειακές σχέσεις φαίνονται από την τρυφερότητα με την οποία ο Έκτωρ συμπεριφέρεται στην Ανδρομάχη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο αφοσιωμένος σύζυγος ανατράφηκε σε έναν πολυγαμικό οίκο ενώ ο ίδιος αποτελεί τον πρόμαχο ενός πολέμου που θεμελιώνεται στην προδοσία και στη μοιχεία. Με τον Έκτορα ο ποιητής φαίνεται να βγάζει τη μάσκα του και να δηλώνει τις ιδικές του αντιλήψεις.
Η αντιπάθεια με την οποία Αθηνά και Ήρα αντιμετώπιζαν τον Έκτορα, τον ακολούθησε ακόμη και μετά τον θάνατό του. Αμφότερες αγανάκτησαν ακόμη και στη σκέψη ότι το σώμα του έπρεπε να γλυτώσει την ατίμωση και να μην δοθεί στα σκυλιά [Ω 25-30]. Αυτή η κακία δεν μπορεί να εξηγηθεί από κανένα περιστατικό του ποιήματος. Ο λόγος ήταν ότι ο Έκτωρ υπήρξε πρόμαχος ενός πολέμου ο οποίος ξέσπασε επειδή περιφρονήθηκε η ομορφιά τους. Δεν τον μισούσαν γι’ αυτό που ήταν αλλά για τον αγώνα του. Ο Έκτωρ διαδραματίζει στην Ιλιάδα τον ρόλο που έχει ο Πάρις στην παράδοση και μόνο αυτό το γεγονός, ότι αντικαθιστά τον Πάρι, εξηγεί την οργή τους εναντίον του. Ο θυμός που νιώθουν κατά του Πάριδος πρέπει να ξεθυμάνει σε αυτόν που ανέλαβε τη θέση του. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μέρος που διαδραματίζει ο Έκτωρ στις σκηνές της Ιλιάδος ανήκε αρχικώς στον Πάρι αφ’ ου καμία από αυτές τις σκηνές δεν υπήρχε πριν από τον Όμηρο. Αλλά στην παράδοση ο Πάρις ήταν ο ηγέτης των Τρώων και εναντίον του ήταν οργισμένες οι Ήρα και Αθηνά. Στο πλαίσιο αυτής της παραδόσεως, ο Όμηρος συνέθεσε ένα νέο ποίημα. Η μήνις του Αχιλλέως αποτελεί ουσιαστικώς δημιουργία του ποιητού αλλά την οργή των δύο θεών κατά του Τρώος ηγέτου τη βρήκε ως βασικό μέρος της προϋπαρχούσης παραδόσεως. Όταν, λοιπόν, ο Όμηρος δημιούργησε έναν νέο ηγέτη, η οργή αυτή κληροδοτήθηκε στη νέα ηγεσία[48].
Ο Milton χρησιμοποίησε τις πηγές του περίπου με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποίησε και ο Όμηρος τις δικές του. Ο Milton έπρεπε να έχει έναν Αδάμ, μια Εύα, έναν κήπο της Εδέμ, έναν Σατανά, ένα Δένδρο της Γνώσεως. Ο πειρασμός έπρεπε να εμφανιστεί υπό τη μορφή όφεως και η γυναίκα έπρεπε να είναι η πρώτη που θα αμαρτήσει. Όλα αυτά ο ποιητής τα βρήκε στην ιστορία της Βίβλου και ήταν αναγκασμένος να τα διατηρήσει. Αλλά η ποίηση, οι περιγραφές και το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων ήταν δικά του. Αντιστοίχως ο Όμηρος, διέθετε έναν κατάλογο Ελλήνων ηρώων, μια σύντομη αναφορά στην οργή του Αχιλλέως και γνώριζε την ιστορία για την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι, έναν πρίγκιπα της Τροίας. Η παράδοση του παρείχε ελάχιστες πληροφορίες για τους Τρώες, γι’ αυτό δημιούργησε τον μακρύ κατάλογο Τρώων με ελληνικά ονόματα. Αν και η παράδοση αναφέρει τον θάνατο σπουδαίων Ελλήνων ηρώων στην Τροία, όπως οι Πρωτεσίλαος, Παλαμήδης, Αχιλλεύς και Αίας, δεν αναφέρει τον θάνατο κανενός εξ αυτών κατά τη διάρκεια της οργής του Αχιλλέως. Επομένως, ο ποιητής ήταν αναγκασμένος να αρκεσθεί στον θάνατο ενός τόσο χαμηλοβάθμου ηγέτου όπως ο Πάτροκλος.
Η Ιλιάς δεν αποτελεί την παραγωγή ενός ποιητού ο οποίος αναδιαμόρφωσε και μετέτρεψε το έργο άλλων σε ένα αρμονικότερο σύνολο, που βρήκε τους χαρακτήρες του ήδη έτοιμους και τους επεξεργάσθηκε ξανά τοποθετώντας τους άλλοτε σε αυτό και άλλοτε σε εκείνο το σημείο, που προσέθεσε λίγο εδώ και αφήρεσε λίγο από εκεί. Αποτελεί το έργο ενός ποιητού που σε μεγάλο μέρος δημιούργησε τους δικούς του χαρακτήρες και τους έδωσε τα ονόματά τους. Ο Όμηρος ήταν ο πρώτος ποιητής που δημιούργησε τον χαρακτήρα του Έκτορος και του έδωσε όνομα, ένα ελληνικό ουσιαστικό το οποίο μετέτρεψε σε κύριο όνομα, το όνομα ενός ήρωος. Πόσο διαφανή είναι τα περισσότερα από τα ονόματα του Έκτορος και της οικογένειάς του: Αστυάναξ, Δηΐφοβος, Πολύδωρος, Πολίτης, Αντίφονος και Αγάθων! Τα ονόματα όμως των ηρώων που αναμφισβήτητα ανήκουν στην παράδοση, ονόματα όπως Πηλεύς, Τυδεύς, Αίας, Ικάριος και Βελλεροφόντης, δεν αποκαλύπτουν τόσο εύκολα την καταγωγή τους. Γιατί είναι τα ονόματα αυτά τόσο σκοτεινά ενώ τα ονόματα του Έκτορος και της οικογενείας του τόσο διαφανή; Ο λόγος είναι ότι τα ονόματα του Έκτορος και των αδελφών του, πλην του Πάριδος, δεν ανήκουν στην παράδοση και δεν αποτελούν παραδοσιακά ονόματα. Είναι ονόματα που επινοήθηκαν από τον ίδιο τον Όμηρο. Θα μπορούσε να υπάρχει, πράγματι, παράδοση πίσω από τον Όμηρο, αλλά μόνον εκ συμπτώσεως· πραγματικό σκοπό του αποτελεί η ποίηση.
Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
Ο Πηλείδης Αχιλλέας, παίρνοντας εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου, σκοτώνει τον Έκτορα.
Σκυλεύει τον νεκρό αντίπαλο, αλλά δεν σταματά στη σκύλευση, που θα ήταν και το πρέπον...
Κι ενώ πάντα στο νου του τριγυρνά το πάρσιμο της Τροίας, τη σκέψη αυτή παραμερνά, τον Πατρόκλο για να θάψει, σύροντας ως τρόπαιο τον Έκτορα μαζί του.
Επιτίθεται στο άψυχο σώμα του...
Δένει τον Έκτορα από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον σέρνει πίσω του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ:
«Άκλαφτος, άταφος, νεκρός κείτεται πλάι στα πλοία
ο Πάτροκλος' δεν γίνεται αυτόν να τον ξεχάσω.
Όμως τραγουδώντας τώρα της νίκης το τραγούδι
ας πάμε στα καράβια μας κι ας σύρουμε και τούτον.
Μεγάλη δόξα πήραμε'...»
(Ιλιάδα, ραψ. Χ)
Το πάθος του για σκοτεινή εκδίκηση δεν σίγασε ακόμα, ο θάνατος τού φαίνεται ασήμαντη απάντηση στου Πάτροκλου το αίμα, και αποφασίζει σ' όλους με γύρο θριαμβευτικό το “θήραμα” να δείξει:
“των δυο ποδιών του τρύπησε τα νεύρα από πίσω
από φτέρνα σ' αστράγαλο, βοϊδόλουρα περνούσε,
τα έδεσε στ' αμαξι του' σερνόταν το κεφάλι.
Στο σύρσιμο του Έκτορα ανέβαινε η σκόνη'
τα μαύρα μαλλιά σκόρπιζαν' βρισκόταν μες στη σκόνη
το χαριτωμένο πιο πριν κεφάλι του' ο Δίας
να το ντροπιάζουν οι εχθροί άφηνε μες στη γη του¨".
Στο χώμα του αχαϊκού στρατοπέδου πετά το σώμα του εχθρού
Οι μνήμες του φέρνουν δάκρυα πολλά και: “ξεφρενιασμένος στο γυαλό δε σταματά να γυρνάει”.
Το φως της αυγής στο πόδι πάντα τον ανταμώνει και τότε είναι που με θυμό τυφλό:
“ ...έζευε τα άλογα στ' αμάξι
σφιχτόδενε τον Έκτορα να σέρνεται από πίσω'
τρεις τον γυρόφερνε φορές στου Πάτροκλου το μνήμα
και στη σκηνή τον γύριζε' κι αυτόν τον παρατούσε
στη σκόνη μπρούμυτα, άπλυτο' κάθε ζημιά ωστόσο
έδιωχνε απ' τον νεκρό ο Φοίβος' τον πονούσε
τον νεκρό' και τον σκέπαζε με τη χρυσή ασπίδα,
μη ξεγδαρθεί το σώμα του τότε, καθώς σερνόταν.
Η προσβολή στον νεκρό αντίπαλο είναι μεγάλη..
-Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε ανάσκελα στο τάφο του μέσα είναι.
- Η ιερόσυλη αυτή πράξη γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν.
-Και φυσικά, δραματική είναι η εικόνα αυτής της τωρινής παραμόρφωσης, ο εξευτελισμός του ήρωα, ενός νέου βασιλιά, αφέντη στην ουσία της Τροίας, που λιγο πριν διέθετε ομορφια, μεγαλείο, κύρος και δύναμη...
Αν και δώδεκα μέρες ο Έκτορας μένει άταφος, το σώμα του το προστατεύει από την ανήκουστη σκληρότητα ο θεός που τον αγάπησε, ο Απόλλωνας:
"Με τ' ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα
τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα".
( Ιλιάδα ραψ. Ω ). ·
Κι από κοντά η Αφροδίτη έδιωχνε τα σκυλιά, να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν.
Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του.....
Η ύβρη του Αχιλλέα όλο και φουσκώνει 12 ημέρες τώρα...
Η ασέβεια στο νεκρό τρέφει την ικανοποίηση για την εκδίκηση, που στο όνομα της φιλίας παίρνει...
Η λογική καταργείται και το θυμοειδές κάνει κράτος στην ψυχή του.
Ο θεός, που υπεραγαπά τον Έκτορα, δεν αντιδρά, αφήνει τον Αχιλλέα να παραδοθεί στης Άτης τα πλοκάμια και μετά στης μοίρας τα γραμμένα.....
---------------------
[1] Frey, “Hektor”, Bern Program 1895. Σκοτώθηκαν 189 επώνυμοι Τρώες και 53 επώνυμοι Έλληνες. Εξ αυτών, ο Έκτωρ σκότωσε 28 Έλληνες [ο Scott μάλλον εννοεί ότι όλοι οι Τρώες νεκροί υπήρξαν αριστοκράτες ενώ οι Έλληνες νεκροί ήταν συνήθως ταπεινής καταγωγής (εξ ου και ανώνυμοι). Κατά κανόνα στον Όμηρο, όσο σπουδαιότερης καταγωγής ήταν ο άνδρας, τόσο καλλίτερος μαχητής θεωρείται].
[2] [«Στους Τρώες αρχηγός ήταν ο μέγας Έκτορας το λοφίο της περικεφαλαίας του οποίου ανεμίζει, ο γιος του Πριάμου. Μαζί με αυτόν ανυπόμονα πολλοί και άριστοι πολεμιστές οπλίζονταν»].
[3] [«Ελεεινέ Πάρι, στη μορφή πανέμορφε, που επιθυμείς ασυγκράτητα τις γυναίκες να ξεμυαλίζεις, μακάρι να μην είχες ποτέ γεννηθεί και άγαμος να πέθαινες»].
[4] [«Αλλά οι Τρώες είναι πολύ ελαστικοί ειδάλλως σε χιτώνα από πέτρες θα βρισκόσουν για τόσα κακά που τους έχεις προξενήσει»].
[5] [«Τότε υποχώρησαν οι [Τρώες] πρόμαχοι και ο λαμπρός Έκτωρ»].
[6] [«Γενναιόψυχοι Τρώες και επιφανείς σύμμαχοι! Φερθείτε ως άνδρες, φίλοι, και φέρτε στο νου σας την ασυγκράτητη ανδρεία σας καθώς επιστρέφω στο Ίλιον προκειμένου να ζητήσω από τους γέροντες και τις γυναίκες να προσευχηθούν στους θεούς και να τάξουν εκατόμβες»].
[7] [«Γιατί το γνωρίζω καλά, και στην καρδιά και στην ψυχή, ότι θα έρθει η ημέρα όπου το ιερό Ίλιον θα χαθεί όπως και ο Πρίαμος με τον πολεμικό λαό του»].
[8] [“The parting of Hector and Andromache”, The Classical Journal, 9 (1914), 274-277].
[9] [Το τέλος της πρώτης ημέρας της μάχης, ακολούθησαν δύο ημέρες ανακωχής, Η 421-432 και Η 433 επ.]
[10] [«Να πιούμε έναν κρατήρα για τη σωτηρία μας στα μέγαρα»].
[11] [«Επιθυμώ να χρησμοδοτήσω σε εσάς... διότι βρίσκομαι ήδη στη στιγμή που οι άνθρωποι καλλίτερα χρησμοδοτούν, όταν μέλλει να πεθάνουν»].
[12] [«Σε κάθε περίπτωση, ας πας στο καλό» (ο Scott παραθέτει τη φράση στην ελληνική)].
[13] [Η φράση, που μεταφράζεται ως «σπαράζει το πάθος σε κουρέλια», προέρχεται από τον «Άμλετ» III, ii. Σημαίνει ότι ο ηθοποιός δεν χρειάζεται να χειρονομεί έντονα ή να φωνάζει προκειμένου να συγκινήσει τον θεατή αλλά το πάθος πρέπει να προέρχεται από την εγκράτεια και ευγένεια του υποκριτού].
[14] [Ο Scott παραθέτει τη φράση στην ελληνική].
[15] [«Με κελεύεις να εμπιστευτώ την τύχη μου στα πτηνά με τις μακριές φτερούγες. Δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτά, ούτε προσέχω αν πετούν από τα δεξιά και προς τον ήλιο στην ανατολή ή από τα αριστερά προς τη σκοτεινή δύση... Ένας είναι ο άριστος οιωνός, να πολεμάς για την πατρίδα σου»].
[16] [«Πολεμάτε όλοι μπροστά στα πλοία και αν κάποιος σκοτωθεί χτυπημένος από βλήμα ή κοντάρι, ας συναντήσει τον θάνατο γνωρίζοντας ότι είναι ένδοξο να πεθαίνει κάποιος για την πατρίδα του. Αλλά η γυναίκα και τα παιδιά που αφήνει πίσω, και το σπίτι και τα κτήματα θα γλυτώσουν, αν οι Αχαιοί αναχωρήσουν με τα πλοία για τη γλυκιά γη της πατρίδας τους»].
[17] [«Έλα πιο κοντά προκειμένου να βρεις τον θάνατο ταχύτερα»].
[18] [«Γιέ του Πηλέα, μην ελπίζεις ότι σαν να ήμουν νήπιο θα με φοβίσεις με τα λόγια αυτά, γιατί μπορώ και εγώ να πω άσχημα λόγια και βρισιές. Γνωρίζω ότι είσαι φοβερός μαχητής και ότι εγώ είμαι πολύ κατώτερός σου»].
[19] [«Έτσι πραγματοποίησαν την ταφή του ιπποδαμαστή Έκτορα»].
[20] History of Greek Literature, I, 87.
[21] Neue Jahrbücher, VII, 657, XIII, 1.
[22] Studniczka, Kyrene, Anhang II.
[23] Ο χρησμός αυτός και το σχόλιο αναλύονται από τον Radtke, Hermes, XXXVI, 35.
[24] [«Επειδή οι Θηβαίοι στη Βοιωτία βασανίζονταν από ατυχίες, ζήτησαν χρησμό για το πώς θα απαλλαγούν απ’ αυτές. Ο χρησμός έλεγε ότι θα απαλλαγούν από τα δεινά εάν από το Οφρύνιο της Τρωάδος έφερναν τα οστά του Έκτορος στην περιοχή όπου οι Θηβαίοι αποκαλούν Διός γονάς. Αυτοί τούτο πραγματοποίησαν και από τις ατυχίες απαλλάγησαν…»].
[25] “Hector as a Theban hero in the light of Hesiod and Pindar”, The American Journal of Philology, 35 (1914), 309-317 [πρόκειται για το πρώτο μέρος ενός άρθρου υπό τον τίτλο: “Two Homeric personages”]. Έχω αναπτύξει παλαιότερα την ανεξαρτησία του Ομήρου όπως καταδεικνύεται στα έργα των Ησιόδου και Πινδάρου (A comparative study of Hesiod and Pindar, Johns Hopkins University, διδακτορική διατριβή, 1898) [βλ. συνοπτικώς σελ. 45-46. Να σημειωθεί ότι οι μύθοι και παραδόσεις που απαντούν σε διαφορετική μορφή στον Όμηρο απ’ ό,τι στους Ησίοδο και Πίνδαρο, δεν σχετίζονται με τα τρωϊκά. Ο Scott στη διατριβή του δεν αναφέρει αν κάτι απ’ όσα γράφει ο Όμηρος για τα τρωϊκά απαντά στους Ησίοδο και Πίνδαρο].
[26] [«…της Τροίας ακαταμάχητη και αδάμαστη κολώνα»].
[27] [«Ο ταχύς στα πόδια Αχιλλεύς». Απαντά σποραδικώς στην Ιλιάδα, βλ., π.χ., Α 364, Ι 307, Σ 187].
[28] [“Paris and Hector in tradition and in Homer”, Classical Philology, 8 (1913), 160-171].
[29] [Ο Frederick Combellack, “Homer and Hector”, The American Journal of Philology, 65 (1944), 209-243, σημειώνει (σελ. 220-221) ότι στην επιτομή του Πρόκλου για τα «Κύπρια» αναφέρονται διάφοροι Τρώες ήρωες και οι πράξεις τους. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη προτρέπει τον υιό της Αινεία να ταξιδέψει στην Ελλάδα με τον Πάρι, η Κασσάνδρα προφητεύει το μέλλον, ο Αχιλλεύς αρπάζει τα βόδια του Αινεία, ο Τρωίλος φονεύεται από τον Αχιλλέα κτλ. Απαντώντας (“Homer and Hector”, The American Journal of Philology, 66 (1945), 187-189), ο Scott επισημαίνει ότι οι αναφορές του Combellack είναι ορθές, εν τούτοις το γεγονός ότι ο τάδε σκοτώνεται από τον Αχιλλέα ή ο Αχιλλεύς αρπάζει τα βόδια του δείνα ή κάποιος άλλος πείθεται να ταξιδέψει, δεν αποτελεί κατόρθωμα. Το μόνο κατόρθωμα το οποίο αποδίδεται σε Τρώα πλην του Πάριδος στα «Κύπρια», είναι ο φόνος του Πρωτεσιλάου από τον Έκτορα, περιστατικό το οποίο ο Scott θεωρεί αλλοίωση της Ιλιάδος από τον ποιητή των «Κυπρίων»].
[30] [«Και πεθαίνει ο Πρωτεσίλαος από τον Έκτορα»].
[31] [«Θεϊκός», «ο οποίος μοιάζει με θεό», «βασιλικός». Απαντούν σποραδικώς στην Ιλιάδα, π.χ., Γ 329, Ζ 332, Δ 96 αντιστοίχως].
[32] [«Στη μορφή πανέμορφος»].
[33] [Ο Πάρις πρότεινε να κρατήσει την Ελένη αλλά να επιστρέψει την περιουσία της προσθέτοντας σε αυτήν πολλά ακόμη δώρα· οι Έλληνες απέρριψαν την πρόταση].
[34] [«Προσβλέποντας στον Πάρι»].
[35] [«Να δίνει θάρρος στους συντρόφους του και να τους προτρέπει να πολεμήσουν»].
[36] Βλ. Leaf, Troy, 159.
[37] [«Ο Πρίαμος με το καλό δόρυ από μελιά». Απαντά συχνά, βλ., π.χ., Δ 165, Ζ 449].
[38] [«Σύμβουλος ισότιμος των θεών»].
[39] [«Γερός στα πόδια» και «ταχύς στα πόδια». Απαντούν συχνά, βλ, π.χ., Α 121, Υ 445, Ψ 889 και Π 48, Ψ 93, Ω 138 αντιστοίχως].
[40] [«Πορθητής των πόλεων»].
[41] [Το γεγονός ότι ο Έκτωρ αντιμετωπίζει τόσο συχνά τον Αίαντα δεν αποτελεί απόδειξη για την ύπαρξη κάποιας προομηρικής παραδόσεως. Ο Όμηρος αναφέρει σαφώς ότι ο Αίας ήταν ο καλλίτερος στρατιώτης μετά τον Αχιλλέα. Επομένως, κατά την απουσία του Αχιλλέως, ήταν φυσιολογικό να αντιμετωπίζει αυτός τον πολέμαρχο των Τρώων. Με την επιστροφή του Αχιλλέως, ο Αίας απομακρύνεται από το προσκήνιο και ο πολέμαρχος των Ελλήνων, ο Αχιλλεύς, αντιμετωπίζει και φονεύει τον πολέμαρχο των Τρώων, τον Έκτορα. Βλ. “Paris and Hector…”, ό.π. 171].
[42] [Όλοι αναφέρονται στο “Paris and Hector…”, ό.π. 166].
[43] [Αντιθέτως, ο Denys Page, «Η Ιλιάς και η ιστορία» (ελληνική έκδοση Παπαδήμας 1968), σελ. 281, πιστεύει ότι αυτό το πλήθος επιθέτων (και γενικότερα το ευρύ στερεότυπο λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποιείται για τον Έκτορα), που απαντά σε πολλές κλητικές πτώσεις και σε διαφόρους συνδυασμούς ώστε να διευκολύνεται η διαμόρφωση του μέτρου, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δημιουργία μακράς εξελίξεως και όχι δημιουργία ενός μόνου ποιητού].
[44] [Ο οποίος να είναι ο ίδιος σημαντικός (π.χ. ο Αγαμέμνων ή ο Νέστωρ) και να μην αντλεί τη θέση του στο ποίημα από τη σπουδαιότητα κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, ο Πάτροκλος όχι μόνον δεν διέθετε στρατό (δεν αναφέρεται στον κατάλογο των νεών, Β 685-694) αλλά δεν ήταν καν διοικητής ενός εκ των πέντε ταγμάτων του στρατού των Μυρμιδόνων (Π 171-197), ούτε φαίνεται να διέθετε κάποια άλλη ιδιότητα (π.χ. ο Κάλχας δεν διοικούσε στρατό αλλά ήταν μάντης) ή να πραγματοποίησε κάποιο κατόρθωμα. Χωρίς τη φιλία του Αχιλλέως, ο Πάτροκλος μάλλον θα μας ήταν άγνωστος].
[45] [«Τον Λυκάονα ο Πάτροκλος τον πηγαίνει στη Λήμνο όπου τον πωλεί για δούλο»].
[46] [Για τον Φοίνικα βλ. λεπτομερώς, “Phoenix in the Iliad”, The American Journal of Philology, 33 (1912), 68-77].
[47] [Το κείμενο του σχολιαστού: «Ὁ φρόνιμος καὶ θεὸν τιμᾶν οἶδε καὶ οἰωνοῖς πείθεσθαι, ὅπερ Ἕκτωρ οὐ συνίησιν» δηλαδή: «Ο φρόνιμος και τον θεό τιμά και στους οιωνούς τους οποίους αντιλαμβάνεται πείθεται, γεγονός το οποίο ο Έκτωρ δεν κατανόησε»].
[48] [“The choice of Paris in Homer”, The Classical Journal, 14 (1919), 329-330].
Όταν ο Ηρόδοτος προλόγιζε τους αλλεπαλλήλους επικούς αγώνες με τους οποίους οι Έλληνες απομάκρυναν από την Ευρώπη τις ορδές του ασιατικού δεσποτισμού, επεσήμανε ότι σκοπός της εξιστορήσεώς του ήταν να διατηρηθεί στο μέλλον, για τις ένδοξες πράξεις Ελλήνων και βαρβάρων, ο έπαινος ο οποίος αναλογεί σε αυτές. Αυτός ο ζήλος να διατηρηθεί η δόξα των εχθρών μαζί με αυτή των συμπατριωτών αποτελεί χαρακτηριστική ιδιορρυθμία των Ελλήνων. Ο Θουκυδίδης ήταν ο ιστορικός αυτού του καταστρεπτικού πολέμου στον οποίο η Αθήνα απόλεσε την αυτοκρατορία της από τις δυνάμεις της Σπάρτης. Εν τούτοις, η ιστορία παρατίθεται τόσο αμερόληπτα ώστε, αν εξαιρέσουμε μία ή δύο επουσιώδεις αναφορές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο συγγραφέας δεν ήταν Αθηναίος διότι ένας Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Βρασίδας, φαίνεται να συγκεντρώνει τον θαυμασμό του Θουκυδίδου. Η ικανότητα αυτή να εξανθρωπίζεται ο αντίπαλος ήταν άγνωστη στους Εβραίους συγγραφείς. Ποτέ δεν προσεγγίζουν με συμπάθεια τους εχθρούς τους ενώ κανέναν από τους ιερούς συγγραφείς δεν φαίνεται να άγγιξε ο οίκτος ή κάποιο άλλο συναίσθημα για τους διαφόρους πληθυσμούς που εκτόπισαν από τις εστίες τους.
Οι Ηρόδοτος και Θουκυδίδης, όντες αμερόληπτοι και εκτιμώντας την αρετή των αντιπάλων τους, ήταν μαθητές του Ομήρου ο οποίος με τόση λεπτότητα μπαίνει στην καρδιά και στα ευγενέστερα συναισθήματα του εχθρού ώστε είναι Τρώας και όχι Έλληνας ο ηθικός ήρωας του ποιήματος. Εν τούτοις ο Όμηρος ήταν Έλληνας με όλες τις συμπάθειες και προκαταλήψεις ενός Έλληνος πατριώτου. Δεν απεικονίζει ποτέ κανέναν συμπατριώτη του να ικετεύει για τη ζωή του ή να συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο θάνατος Έλληνος πάντα τιμωρείται ενώ ο θάνατος Τρωός σπανίως. Γενικότερα, όταν ένας Τρώας σκοτώνεται το όνομά του καταγράφεται αλλά οι νεκροί Έλληνες είναι συνήθως ανώνυμοι[1]. Οι Έλληνες βαδίζουν στη μάχη με απόλυτη πειθαρχία και ησυχία [Γ 8-9, Δ 429-432] ενώ οι Τρώες κινούνται με ταραχή και θόρυβο [Γ 2, Δ 436]. Η σύντομη νίκη που επέτυχαν οι Τρώες ήταν αναγκαία λόγω της αποφάσεως του Διός να τιμήσει τον Αχιλλέα. Επομένως, ακόμη και η παροδική επιτυχία των Τρώων, σκόπευε στο να προσφέρει ακόμη μεγαλύτερη δόξα σε έναν Έλληνα. Οι Τρώες βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση διότι παραβίασαν τις ιερές υποχρεώσεις της ξενίας και της φιλίας ενώ οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν από τον δόλιο τραυματισμό του Μενελάου από τον Πάνδαρο σε παράβαση των πλέον σεπτών όρκων [Δ 127-140]. Ενάντια σε αυτό το πλαίσιο της παραβιάσεως της ξενίας και των όρκων, ο Όμηρος παρουσιάζει τον χαρακτήρα του Έκτορος.
Στην αρχή του ποιήματος, ο ήρωας αυτός του τρωικού στρατού ούτε παρουσιάζεται στη σκηνή ούτε του δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Πολύ πριν τον δούμε όμως, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για τον κύριο ανταγωνιστή, αυτόν που οι Έλληνες φοβούνται περισσότερο. Στην οργή του, ο Αχιλλεύς ορκίζεται ότι οι Έλληνες θα θρηνήσουν την απουσία του την ημέρα που πολλοί θα πέσουν νεκροί από τα χέρια του ανδροφόνου Έκτορος [Α 242]. Επίσης, ο Αγαμέμνων κάλεσε τους ηγέτες των Ελλήνων μαζί για θυσία και προσευχήθηκε να του προσφέρει ο Ζευς τη δύναμη να κάψει εκείνη την ίδια ημέρα τα ανάκτορα του Πριάμου και να πετάξει τον νεκρό Έκτορα στο χώμα [Β 416]. Από τους λόγους του Αχιλλέως και την προσευχή του Αγαμέμνονος, ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Έκτωρ ήταν γνωστός και ένδοξος πολεμιστής. Επομένως, όταν παρουσιάζονται οι Τρώες για πρώτη φορά, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε ότι έχουν εμπιστευτεί στον Έκτορα την προστασία της πόλεως, ούτε αυτό που διαβάζουμε στον κατάλογο των νεών [Β 816-818]:
Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ
Πριαμίδης· ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι
λαοὶ θωρήσσοντο μεμαότες ἐγχείῃσιν[2].
Όταν οι αντίπαλες δυνάμεις επί τέλους παρατάχθηκαν προκειμένου να ξεκινήσει η μάχη, ο Πάρις βγήκε μπροστά από την παράταξή του προκαλώντας τον καλλίτερο των αντιπάλων του να μονομαχήσει μαζί του. Αμέσως πετάχθηκε ο Μενέλαος, ανυπόμονος να εκδικηθεί αυτόν ο οποίος ατίμασε τον οίκο του αλλά ο Πάρις, τρομοκρατημένος, επιστρέφει γρήγορα στην παράταξη των Τρώων. Τότε ο Έκτωρ τον επέκρινε με αυτά τα λόγια [Γ 39-40]:
δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανὲς ἠπεροπευτά,
αἴθ’ ὄφελες ἄγονός τ’ ἔμεναι ἄγαμός τ’ ἀπολέσθαι...[3]
Τον επιτιμά με σκληρά λόγια για την αφροσύνη και τη δειλία του ενώ ολοκληρώνει με έναν δριμύ χλευασμό [Γ 56-57]:
ἀλλὰ μάλα Τρῶες δειδήμονες· ἦ τέ κεν ἤδη
λάινον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσσα ἔοργας[4].
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που λέει ο Έκτωρ. Φανερώνουν εξ αρχής ότι δεν συμπαθεί καθόλου την πορεία που χάραξε ο Πάρις και δεν υποστηρίζει καθόλου τον πόλεμο. Ο Πάρις αναγκάζεται να ανανεώσει την πρόκληση και η μονομαχία προετοιμάζεται υπό τον όρο ότι ο νικητής θα πάρει την Ελένη και όλη την περιουσία της, οι Τρώες θα εξακολουθήσουν να ζουν στην Τροία ενώ οι Έλληνες θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Ο Έκτωρ ήταν αποφασισμένος να συνομολογήσει ειρήνη με κάθε κόστος. Ένοιωθε ότι ο πόλεμος αυτός βασιζόταν σε ανήθικη αιτία.
Ο Πάρις δεν μπόρεσε να νικήσει στη μονομαχία. Διασώθηκε από την Αφροδίτη και ο Μενέλαος έμεινε μόνος, νικητής, στο πεδίο της τιμής. Τότε ο Πάνδαρος, ένας σύμμαχος των Τρώων, δολίως τραυμάτισε τον Μενέλαο, οι σεπτοί όρκοι παραβιάστηκαν και οι Τρώες, με το να σπεύσουν στη μάχη, αποδέχθηκαν την προδοσία του Πανδάρου. Οι Τρώες λοιπόν, ήταν επιβαρυμένοι με διπλή ατιμία: την αρπαγή της Ελένης και την ανανδρία του Πανδάρου.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τον Έκτορα στη μάχη που ακολούθησε βρίσκεται στον παρακάτω στίχο [Δ 505]:
χώρησαν δ’ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ[5].
Είναι αρκούντος χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στην πρώτη εμφάνιση του πολεμιστή αυτού στο πεδίο της μάχης, βρίσκεται ανάμεσα σε όσους υποχωρούν. Είναι αυτός ο οποίος φιλοτίμησε τον Πάρι να παραστήσει τον άνδρα· είναι αυτός ο οποίος διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ανακωχή και στους όρκους [Γ 86-94]. Αλλά, οργισμένος από τη συμπεριφορά του Πάριδος και τη δολιότητα των συμπατριωτών του, τον έχει εγκαταλείψει ο ζήλος του και δεν του κάνει καρδιά να πολεμήσει. Οι Έλληνες είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στη νίκη, ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Αχιλλέως, όταν ο Σαρπηδών φιλοτίμησε τον Έκτορα να αναλάβει δράση [Ε 471-492]. Τον κατηγόρησε ότι καλοπιάνει τους συμμάχους του προκειμένου να αναλάβουν αυτοί να πολεμήσουν για την Τροία και τους Τρώες ενώ αυτός στέκει άπραγος, ούτε πολεμώντας, ούτε παρακινώντας άλλους να ανδραγαθήσουν. Ο Έκτωρ έκανε μια ασήμαντη προσπάθεια να ανταποκριθεί στις προτροπές του Σαρπηδόνος αλλά δεν ξαναμπήκε στη μάχη μέχρις ότου ο Άρης ενώθηκε μαζί του και τον ανάγκασε να επιστρέψει στον αγώνα [Ε 590 επ.] Η στιγμιαία δόξα που κέρδισε τότε, δεν ήταν δική του· τη μοιραζόταν με τον θεό του πολέμου.
Σύντομα απομακρύνεται από τη δράση και οι Τρώες ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν όταν ο Έλενος, ο μάντης, αιφνιδίως συμβουλεύει τον Έκτορα να εγκαταλείψει τη μάχη προκειμένου να επιστρέψει στην πόλη και να ζητήσει από τη μητέρα του και τις γυναίκες της Τροίας να κατευνάσουν την Αθηνά, προσφέροντας δώρα στην οργισμένη θεά. Αμέσως σταματά να πολεμά και απευθύνεται στους άνδρες του [Ζ 111-115]:
Τρῶες ὑπέρθυμοι τηλεκλειτοί τ’ ἐπίκουροι,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δέ θούριδος ἀλκῆς,
ὄφρ’ ἄν ἐγῶ βείω προτὶ Ἴλιον, ἠδὲ γέρουσιν
εἴπω βουλευτῇσι καὶ ἡμετέρῃς ἀλόχοισι
δαίμοσιν ἀρήσασθαι, ὑποσχέσθαι δ’ ἐκατόμβας[6].
Εν συνεχεία εγκαταλείπει τους σκληρώς πιεζομένους από τους Έλληνες άνδρες του. Ασφαλώς είναι παράδοξο ο ηγέτης να εγκαταλείπει τους στρατιώτες του τη στιγμή του σφοδροτέρου κινδύνου προκειμένου να μεταφέρει ο ίδιος ένα απλό μήνυμα. Μπορούσε να έστελνε τον Έλενο με τη διαταγή να επαναλάβει στην πόλη τη συμβουλή που μόλις του έδωσε ή ακόμη και τον πλέον ασήμαντο στρατιώτη. Πρόκειται για ποιητική, όχι στρατιωτική, σκοπιμότητα χάριν της οποίας ο Όμηρος αποφάσισε να τον μεταχειριστεί ως αγγελιαφόρο. Επιθυμούσε να παρουσιάσει μια σκηνή της καθημερινής ζωής. Ο Έκτωρ χρειαζόταν για τη σκηνή αυτή, επομένως απαλλάχθηκε από τις υποχρεώσεις του στη μάχη.
Η περιγραφή της αποστολής του στην πόλη, η συνάντηση με τη μητέρα του, η σύγκρισή του με τον Πάρι, η συνομιλία με την Ελένη και, πάνω απ’ όλα, η σκηνή μεταξύ της συζύγου, του συζύγου και του βρέφους, γενικώς θεωρείται ως ο απολύτως απόλυτος θρίαμβος της λογοτεχνικής μεγαλοφυΐας. Τα λόγια με τα οποία απευθύνεται στη σύζυγό του ο Έκτωρ, είναι σπουδαία [Ζ 447-449]:
εὖ γὰρ ἐγῶ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἄν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐυμμελίω Πριάμοιο[7].
Η μελαγχολία των στίχων αυτών εντείνεται από το γεγονός ότι ακριβώς τα ίδια λόγια χρησιμοποιεί ο Αγαμέμνων όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Μενέλαος χτυπήθηκε από τον Πάνδαρο σε παράβαση των όρκων [Δ 163-165]. Παρατηρούμε ότι η καρδιά του Έκτορος δεν είναι ζεστή για τον πόλεμο ενώ ούτε πιστεύει ότι οι Τρώες θα επικρατήσουν. Αισθάνεται ότι οι θεοί δικαίως εστράφησαν κατά του λαού του.
Αν και η σκηνή του αποχαιρετισμού αξιολογείται ως αριστουργηματική από όλους τους εραστές της ποιήσεως, απορρίπτεται σχεδόν ομοφώνως από τους κριτικούς ως μεταγενέστερη προσθήκη που καταστρέφει την εντύπωση που δημιουργεί και την αρμονία του συνόλου[8]. Το γεγονός ότι η ανωτέρω σκηνή του αποχαιρετισμού δεν αποτελεί και τον τελευταίο αποχωρισμό του ζεύγους, φαίνεται στα μάτια τους σαν ο απόλυτος ποιητικός παραλογισμός. Ο Έκτωρ, συμφώνως προς το κείμενο της Ιλιάδος που μας έχει παραδοθεί, επιστρέφει το ίδιο βράδυ μετά το τέλος της μάχης στην οικία και στη σύζυγό του· τη νύκτα έπειτα από τον αποχωρισμό, το βράδυ της πρώτης ημέρας της μάχης και της εικοστής δευτέρας της ιστορίας της Ιλιάδος, το περνά μέσα στην πόλη [Η 310]. Φαίνεται μάλιστα να βρίσκεται στην πόλη και τις δύο επόμενες ημέρες και νύκτες [Η 477, Θ 55][9]. Η επιτυχία των Τρώων κατά τη δευτέρα ημέρα της μάχης, της εικοστής πέμπτης ημέρας της Ιλιάδος, τον υποχρεώνει να στρατοπεδεύσει κοντά στο πεδίο της μάχης και να παραμείνει εκτός των τειχών [Θ 497 επ.] Την επομένη ο Πάτροκλος φονεύεται [Π 855] και αποτρέπεται ο Αχιλλεύς από το να πολεμήσει έως ότου η μητέρα του φέρει τα καινούργια όπλα του [Σ 134-137]. Ο Έκτωρ απορρίπτει τη σοφή συμβουλή του Πολυδάμαντος να επιστρέψει στην πόλη [Σ 254 επ.] Παραμένει τη νύκτα εκτός των τειχών και την επομένη φονεύεται από τον Αχιλλέα [Χ 361-363]. Επομένως, ο Έκτωρ σκοτώθηκε την εικοστή εβδόμη ημέρα της Ιλιάδος ή πέντε ημέρες έπειτα από τη σκηνή του αποχωρισμού. Από τις πέντε μεσολαβήσασες νύκτες, τρεις φαίνεται να τις πέρασε στην πόλη, αναμφισβήτητα στην οικία του, και δύο εκτός των τειχών, κοντά στο στρατόπεδο των Ελλήνων.
Αναμφίβολα, κάθε αναγνώστης τουλάχιστον εκπλήσσεται μαθαίνοντας ότι οι Έκτωρ και Ανδρομάχη συναντήθηκαν ξανά έπειτα από τη σκηνή του αποχαιρετισμού. Η υψηλή κριτική σημειώνει σε αυτό το επεισόδιο τη παραφθορά δύο ή περισσοτέρων ανεξαρτήτων παραδόσεων. Θεωρεί ότι, στην αρχική μορφή του έπους, ο Έκτωρ αποχωρίζεται την Ανδρομάχη προκειμένου να συναντήσει τον εχθρό και σκοτώνεται, επομένως δεν συναντά ποτέ ξανά τη σύζυγο ή τον γιό του. Η δυσκολία την οποία αντιμετωπίζει η κριτική έγκειται στο γεγονός ότι αυτός ο σεπτός αποχωρισμός διαρκεί μόλις για λίγες ώρες ενώ ο αληθής και τελικός αποχωρισμός σκεπάζεται από τη σιωπή. Ανταποκρίνεται αυτή η συμπεριφορά στο ανώτατο επίπεδο του αρίστου προτύπου της ποιητικής τέχνης; Δεν υπάρχει αλήθεια στην ποίηση η οποία να μην είναι επίσης αλήθεια στη ζωή. Οι περισσότεροι αποχαιρετισμοί σε αυτόν τον κόσμο, πράγματι, δεν είναι τελικοί αποχωρισμοί και ασφαλώς δεν υπάρχει πατέρας ή σύζυγος ο οποίος πήγε σε επικίνδυνη μάχη χωρίς κάποιο είδος αποχαιρετισμού σαν αυτού που περιγράφεται. Το πάθος της σκηνής δεν μεταβάλλεται από το τυχαίο γεγονός ότι επέστρεψε ενώ πολλοί από τους συντρόφους του σκοτώθηκαν.
Στην εξιστόρηση της Βίβλου, το πρώτο άτομο το οποίο προετοιμάζεται για τον θάνατό του δίνοντας την εσχάτη ευλογία στον υιό και διάδοχό του, ήταν ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ ζητά να ευλογήσει τον υιό του και έπειτα να πεθάνει (Γένεσις κζ΄, 1 επ.) Είναι προφανές ότι ο πατριάρχης πίστευε ότι επίκειται το τέλος του. Δεν πέθανε όμως διότι ζούσε ακόμη όταν ο Ιακώβ επέστρεψε από την εργασία του στον Λάβαν [Γένεσις λε΄, 27-29]. Ασχέτως αν η ιστορία του Ισαάκ είναι αληθής ή όχι, θεωρείτο αληθής τουλάχιστον από τους συντάκτες του έργου. Όπως ο φόβος του Έκτορος δεν ήταν αναγκαίο να πραγματοποιηθεί αμέσως, έτσι δεν ήταν αναγκαίο την ευλογία του Ισαάκ να ακολουθήσει ο θάνατός του. Όταν ο Έκτωρ άφησε τη σύζυγό του και συνάντησε τον Πάρι, πολύ φυσιολογικά είπε στον αδελφό του τι θα κάνουν όταν επί τέλους ξεφορτωθούν τους Έλληνες. Σε αυτό το σημείο έσφαλε, διότι δεν έζησε προκειμένου [Ζ 528]:
κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν[10].
Όταν ο Σωκράτης καταδικάσθηκε σε θάνατο, είπε σε όσους τον καταδίκασαν [Πλάτων, Απολογία 39c]:
ἐπιθυμῶ ὑμῖν χρησμῳδῆσαι... καὶ γάρ εἰμι ἤδη ἐνταῦθα ἐν ᾧ μάλιστα ἄνθρωποι χρησμῳδοῦσιν, ὅταν μέλλωσιν ἀποθανεῖσθαι[11].
Εν συνεχεία προβλέπει ότι συγκεκριμένα γεγονότα θα λάβουν χώρα εκ των οποίων κανένα δεν πρόκειται να συμβεί. Η προφανής αστοχία της προφητείας δεν μεταβάλει καθόλου την εντυπωσιακή ιεροπρέπειά της. Η οδύνη της Πηνελόπης κατά τη διάρκεια εκείνης της εικοσαετίας θα ήταν περισσότερο πικρή αν ο Οδυσσεύς τελικώς δεν επέστρεφε; Γνωρίζουμε το αποτέλεσμα και μπορούμε ως εκ τούτου να προβλέψουμε τη θλίψη ή την ανακούφιση, αλλά η Πηνελόπη, ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη δεν μπορούσαν. Ο ποιητής επέλεξε να χρωματίσει τα δικά τους συναισθήματα, όχι τα δικά μας. Αυτό, φρονώ, αποτελεί την ουσία του όλου ζητήματος: ο ποιητής προτίμησε να παρουσιάσει τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών της πλοκής του ποιήματος αντί αυτών των ακροατών ή αναγνωστών του.
Στον Όμηρο υπάρχει μια τόσο υπέροχη αντίστοιχη σκηνή προς αυτή τη σκηνή αποχαιρετισμού και καθυστερημένης πραγματοποιήσεώς του, που προκαλεί απορία πως οι κριτικοί την παραβλέπουν. Ο αποχωρισμός Οδυσσέως και Καλυψούς βρίσκεται, όσον αφορά την ίδια τουλάχιστον, πολύ κοντά σε αυτόν της έκτης ραψωδίας της Ιλιάδος. Ο τρόπος με τον οποίο ένας σύγχρονος ποιητής θα περιέγραφε τη σκηνή και σε πιο σημείο θα τοποθετούσε τον αποχωρισμό, απεικονίζεται στον Ulysses του Stephen Phillips. Στο έργο αυτό, οι γεμάτοι πάθος αποχαιρετιστήριοι λόγοι ακούγονται στην ακτή. Καθώς μιλάνε ο Οδυσσεύς αναχωρεί, λέγοντας τους τελευταίους λόγους του από το κατάστρωμα του πλοίου του που ήδη αρμένιζε, το οποίο σιγά-σιγά εξαφανίζεται από τα μάτια της θλιμμένης θεάς. Πού τοποθετεί όμως ο Όμηρος, τη σκηνή του αποχαιρετισμού; Η ιστορία περιγράφεται στην πέμπτη ραψωδία της Οδύσσειας. Όταν ο Ερμής προειδοποιεί την Καλύψώ ότι ο Ζευς διέταξε πως ο Οδυσσεύς μπορεί να την εγκαταλείψει, η θεά απρόθυμα τον αναζητεί αλλά προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πείσει να παραμείνει μαζί της και να μετατραπεί σε αθάνατο. Αλλά, αφ’ ου απέτυχε στην προσπάθειά της αυτή, τον αποχαιρετά: «σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης» [ε 205][12] – τα πλέον όμορφα και αξιοπρεπή λόγια αποχωρισμού που έχουν ποτέ ειπωθεί! Θα περιμέναμε αυτά να είναι τα τελευταία τους λόγια και ότι Καλυψώ και Οδυσσεύς θα αποχωριστούν αμέσως. Αλλά δεν φεύγει. Αντιθέτως την ακολουθεί στην οικία της, επί τέσσερις ημέρες εργάζεται να κατασκευάσει τη σχεδία του υπό την καθοδήγησή της και την πέμπτη ημέρα αναχωρεί χωρίς κανείς από τους δύο να πει ούτε μία λέξη αποχαιρετισμού. Θα αποτελούσε μάλλον φονικό παραλληλισμό η παρατήρηση ότι οι Έκτωρ και Ανδρομάχη αποχαιρετίστηκαν, ότι σκοτώθηκε την πέμπτη ημέρα και ότι ο τελευταίος αποχωρισμός τους καλύπτεται από τη σιωπή, όπως ότι οι Οδυσσεύς και Καλυψώ αποχαιρετίστηκαν, ότι αναχώρησε την πέμπτη ημέρα και ότι ο τελευταίος αποχωρισμός τους καλύπτεται από τη σιωπή.
Ότι ο ένας πέθανε την πέμπτη ημέρα και ότι ο άλλος αναχώρησε επίσης την πέμπτη ημέρα έπειτα από τον αποχαιρετισμό, πρόκειται μάλλον περί συμπτώσεως. Το γεγονός όμως, ότι καμία από τις σκηνές του αποχαιρετισμού δεν πραγματοποιείται τη στιγμή της τελευταίας συναντήσεως δεν πρέπει να αποτελεί σύμπτωση αλλά ποιητικό σχέδιο. Κανείς προσεκτικός μελετητής του Ομήρου δεν δυσκολεύεται να αντιληφθεί την ποιητική σκοπιμότητα σε αυτό. Ο ποιητής σταθερώς αποφεύγει σκηνές πολύ μεγάλου τραγικού πάθους ή πολύ μεγάλης συναισθηματικής εντάσεως. Όταν ο Έκτωρ συναντά τον θάνατο από το χέρι του Αχιλλέως, η σύζυγός του δεν παρακολουθεί τη σκηνή έστω και αν διαδραματιζόταν μπροστά από τα τείχη. Ήταν απασχολημένη με την εργασία της στο δωμάτιό της και τη στιγμή του θανάτου χαιρόταν για ένα υφαντό που μόλις είχε ολοκληρώσει [Χ 440-441]. Τι ευκαιρία είχε ο ποιητής να τοποθετήσει την Ανδρομάχη στα τείχη προκειμένου «to tear a passion totatters»13! Ο αυτοέλεγχος του ποιητού φανερώνεται από το γεγονός ότι ποτέ δεν ακούμε τους θρήνους των τραυματιών και ετοιμοθανάτων ενώ κανείς στρατιώτης δεν σηκώνεται προκειμένου να διακόψει τους λυγμούς και τα βογγητά του θανάτου για να στείλει κάποιο δακρύβρεκτο μήνυμα στον πατέρα ή στη μητέρα του. Η τοποθέτηση των αποχαιρετιστηρίων λόγων του Έκτορος και της Ανδρομάχης και του Οδυσσέως και της Καλυψούς πολύ πριν από τον τελευταίο και οριστικό αποχωρισμό αποτελεί άριστο παράδειγμα της ομηρικής και ελληνικής αντιλήψεως που εκφράζεται απολύτως από το γνωμικό «μηδὲν ἄγαν»14 [Δ. Λαέρτιος Α΄, 63] και το οποίο προέτρεπε τους μεγάλους αττικούς ρήτορες να ολοκληρώνουν τους λόγους τους με ήπιες εκφράσεις. Αυτή η αλάνθαστη ποιητική κρίση φανερώνεται στον αποχωρισμό Έκτορος και Ανδρομάχης και στον αποχωρισμό Οδυσσέως και Καλυψούς.
Ακριβώς τη στιγμή που οι Τρώες φαίνονταν να βρίσκονται δίπλα στη νίκη, ένας αετός εμφανίσθηκε από τα αριστερά με ένα ζωντανό φίδι ανάμεσα στα νύχια του. Το φίδι εξακολουθούσε να δαγκώνει τον λαιμό και το στήθος αυτού που το αιχμαλώτισε έως ότου ο αετός αναγκάστηκε να το αφήσει και να πετάξει μακριά ενώ το φίδι έπεσε ανάμεσα στις γραμμές των Τρώων όπου και άρχισε να στριφογυρίζει. Ο δεισιδαίμων Πολυδάμας αμέσως ερμήνευσε τον οιωνό ως διαταγή του Διός να σταματήσει η μάχη, έστω και αν φαινόταν ότι θα οδηγούσε σε μεγάλη νίκη. Η συμβουλή του Πολυδάμαντος είναι εκπληκτικώς όμοια με αυτή που δόθηκε στον Νικία, με τόσο τρομακτικό αποτέλεσμα, πολλούς αιώνες αργότερα στον λιμένα των Συρακουσών [Θουκυδίδης Ζ΄, 50]. Ο Έκτωρ δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη μάχη για το χατήρι ενός πτηνού και ενός φιδιού, οπότε σε άγριο ύφος απήντησε στον μάντη [Μ 237-240, 243]:
τύνη δ’ οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις
πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ’ οὐδ’ ἀλεγίζω,
εἴτ’ ἐπὶ δεξί’ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε,
εἴτ’ ἐπ’ ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα...
εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης[15].
Αυτή η απόλυτη ρήξη με τις δεισιδαιμονίες του λαού του πρέπει να συγκλόνισε πολλούς, οι οποίοι ήταν πλέον τρομοκρατημένοι και από τον οιωνό και από την έλλειψη πίστεως του Έκτορος. Δύσκολα αντιλαμβανόμαστε πόσο σύγχρονο το αίσθημα αυτό του Έκτορος είναι· αρκεί να θυμηθούμε ότι, αιώνες μετά τον Όμηρο, μεγάλοι στρατηγοί μετακινούσαν τους στρατούς τους αναλόγως της όψεως του συκωτιού των θυσιασθέντων ζώων. Αργότερα ο Έκτωρ εμψυχώνει τους αποθαρρυμένους άνδρες του με αυτά τα θεσπέσια λόγια [Ο 494-499]:
ἀλλὰ μάχεσθ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἀολλέες· ὃς δέ κεν ὑμέων
βλήμενος ἠὲ τυπεὶς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ
τεθνάτω· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀμυνομένῳ περὶ πάτρης
τεθνάμεν· ἀλλ᾽ ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες ὀπίσσω,
καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος, εἴ κεν Ἀχαιοὶ
οἴχωνται σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν[16].
Όταν επί τέλους ο Αχιλλεύς, ο υιός μιας θεάς που προστατευόταν από θεϊκή πανοπλία, τον συνάντησε στη μάχη, ο Έκτωρ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να τον αντιπαλέψει. Η συναίσθηση όμως της τιμής και η αγάπη για την πατρίδα του δεν του επέτρεπαν να ενδιαφερθεί να ασφαλίσει τον εαυτό του πίσω από τα τείχη της πόλεως. Ο Αχιλλεύς του φώναξε [Υ 429]:
ἆσσον ἴθ᾽ ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ᾽ ἵκηαι[17].
Ο Έκτωρ, χωρίς καμία ψευδαίσθηση αλλά και χωρίς φόβο, απήντησε [Υ 431-434]:
Πηλεΐδη μὴ δὴ ἐπέεσσί με νηπύτιον ὣς
ἔλπεο δειδίξεσθαι, ἐπεὶ σάφα οἶδα καὶ αὐτὸς
ἠμὲν κερτομίας ἠδ᾽ αἴσυλα μυθήσασθαι.
οἶδα δ᾽ ὅτι σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων[18].
Το μεγαλείο και η μελαγχολία της πορείας που ακολούθησε ο Έκτωρ έγκειται στο εξής: υπήρξε πρόμαχος ενός αγώνος που δεν ενέκρινε, πολεμούσε έναν αντίπαλο που θεωρούσε ανώτερό του και, το πιο θλιβερό απ’ όλα, δεν μπορούσε να προκαλέσει τη συμπάθεια των θεών για έναν αγώνα τον οποίο ο ίδιος καταδίκαζε. Ενεπλάκη στον πόλεμο αποκλειστικώς ως υπερασπιστής της οικογενείας και του κράτους του. Γι’ αυτά παρότρυνε τους άλλους να πεθάνουν και γι’ αυτά ο ίδιος έχασε τη ζωή του. Κανείς άλλος χαρακτήρας στον Όμηρο δεν μοιάζει με τον Έκτορα στα κίνητρα που τον οδήγησαν στη δράση ή στην ευγενή αδιαφορία για τον εαυτό του μέσα στην ανησυχία του για τους άλλους. Αποτελεί ιδιόρρυθμο άγγιγμα της μεγαλοφυΐας του ποιητού ότι τα τελευταία λόγια που λέγονται αναφορικώς με τον Έκτορα προέρχονται από τα χείλη της Ελένης [Ω 762-775], η οποία εγκατέλειψε την ίδια της την οικία και σκέπτεται τους άλλους μόνον όσον αφορά την ιδική της ευτυχία.
Η έκταση της συμπάθειας του ποιητού φανερώνεται στον τελευταίο στίχο της Ιλιάδος:
ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο[19].
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος αναφέρει τον Αχιλλέα τον Έλληνα· ο τελευταίος στίχος τον Έκτορα τον Τρώα.
Ο Έκτωρ έχει το προνόμιο να αποτελεί τον μοναδικό χαρακτήρα ο οποίος αναφέρεται και στις είκοσι τέσσερις ραψωδίες της Ιλιάδος. Ούτε καν ο Αχιλλεύς δεν μοιράζεται μαζί του το προνόμιο αυτό, αφ’ ου δεν αναφέρεται, αμέσως ή εμμέσως, στην τρίτη ραψωδία. Ο Αγαμέμνων, ο ηγέτης των Ελλήνων, δεν αναφέρεται στη δωδέκατη [Μ], εικοστή [Υ] και εικοστή πρώτη [Φ] ραψωδία. Παρ’ όλο που ο Έκτωρ περιλαμβάνεται σε κάθε ραψωδία της Ιλιάδος, δεν αναφέρεται ούτε σε μια ραψωδία της Οδύσσειας. Εμφανίζεται αποκλειστικώς σε ένα μόνον ποίημα, στο οποίο όμως είναι αναντικατάστατος. Χωρίς τον Έκτορα η Ιλιάς δεν θα είχε πλοκή. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος, με την υποτιθέμενη ανδρεία και φήμη η οποία δεν αναλογεί όμως καθόλου στα πραγματικά του κατορθώματα, είναι εκ πρώτης όψεως άκρως προβληματικός. Ο Mahaffy θεωρεί: «τον χαρακτήρα και τη θέση του Έκτορος ως την πιο έντονη και καθαρή ασυνέπεια ολόκληρης της Ιλιάδος»[20]. Προσπαθεί να ισορροπήσει το ζήτημα υποθέτοντας ότι, στην αρχική μορφή της Ιλιάδος, ο Έκτωρ ήταν ανώτερος όλων των Ελλήνων πλην του Αχιλλέως και συμπεραίνει ότι οι διάφορες δύσκολες στιγμές με τον Αίαντα [Ξ 409-420], τον Διομήδη [Λ 349-356] και τους υπολοίπους προστέθηκαν από βάρδους προκειμένου να δοξάσουν τους Έλληνες αυτούς εις βάρος του αυθεντικού ήρωος, του Έκτορος.
Ο Wilamowitz, σε όλο το βιβλίο του Die Ilias und Homer, υποθέτει ότι ο χαρακτήρας του Έκτορος
προϋπήρχε σε κάποιο παλαιότερο έπος γραμμένο αποκλειστικώς προς τιμήν του, ονομάζοντας το ποίημα αυτό Das Hektorgedicht. Ισχυρίζεται ότι ο συντάκτης της Ιλιάδος πήρε αποσπάσματα του έπους αυτού και τα προσάρμοσε στο ποίημα που γνωρίζουμε σήμερα. Το απλό γεγονός ότι ο Έκτωρ αναφέρεται σε κάθε ραψωδία της Ιλιάδος καταδεικνύει πόσο αναγκαίος είναι για την πλοκή και χωρίς αυτόν η δράση θα ήταν πολύ περιορισμένη. Αν ποτέ υπήρξε ένα αρχικό ποίημα με τον Έκτορα ως πρωταγωνιστή, πρέπει να είχε συντεθεί από έναν Έλληνα βάρδο προκειμένου να τέρψει ένα ελληνικό ακροατήριο. Αυτό είναι εξ ίσου πιθανό με έναν Ισπανό βάρδο ο οποίος θα τραγουδά στο ισπανικό κοινό τη δόξα του Drake ή με Γάλλους βάρδους οι οποίοι θα τέρπουν τους κατοίκους της Γαλλίας με τα ένδοξα κατορθώματα του διαδόχου του γερμανικού θρόνου. Γνωρίζω ότι οι Σέρβοι βάρδοι τραγουδούν τις δικές τους ήττες στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά για να τιμήσουν τους δικούς τους ηγέτες, όχι για να δοξάσουν τους Τούρκους αρχηγούς. Ο έπαινος, έως κάποιο βαθμό, για τον Έκτορα ήταν απολύτως θεμιτός για έναν Έλληνα βάρδο που τραγουδούσε ενώπιον ελληνικού ακροατηρίου όταν, στο τέλος, ακόμη και αυτός ο ήρωας υποκύπτει στον ισχυρότερο Έλληνα πρόμαχο. Αλλά ένα ελληνικό τραγούδι αποκλειστικώς αφιερωμένο στην εξιστόρηση της δόξας του Έκτορος και στις δυσκολίες που περιήλθαν εξ αιτίας του οι Έλληνες, είναι μάλλον απίθανο να υπήρξε. Ακόμη και όταν ο Έκτωρ είναι ο γενναιότερος και επιτυγχάνει τα περισσότερα, αισθανόμαστε ότι ως ήρωας είναι περιορισμένων δυνατοτήτων και ότι ο ποιητής μνησικακεί όταν προσπαθεί να δοξαστεί εις βάρος των Ελλήνων. Γενικότερα, είτε ένας θεός βρίσκεται στο πλευρό του [Ε 603-604, Π 728-730] είτε ο θεός στην πραγματικότητα σκοτώνει τον εχθρό επιτρέποντας στον Έκτορα να δοξαστεί. Γιατί, παρ’ όλο που ο Αχιλλεύς κατηγορεί αποκλειστικώς τον Έκτορα για την απώλεια του Πατρόκλου, στην πραγματικότητα τον έπαινο δικαιούται ο Απόλλων [Π 788-806].
Ο Bethe[21], ακολουθώντας τον Dümmler[22], υποστήριξε τη θεωρία ότι οι περισσότεροι από τους ήρωες της Ιλιάδος μεταφέρθηκαν στο ποίημα αυτό από άλλα τραγούδια ή έπη και ότι, στην αυθεντική εκδοχή τους, τα τραγούδια αυτά δεν σχετίζονταν με την Τροία. Υποστήριξε επίσης ότι ο Έκτωρ ήταν παλιά ένας Θηβαίος ήρωας και εξηγεί το γεγονός ότι εμφανίζεται να πολεμά στην Τροία διατυπώνοντας την υπόθεση ότι η αρχική παράδοση για τον Έκτορα τον συνέδεε με κάποια Τροία στην Αττική και η μεταγενέστερη παράδοση τον μετέφερε στην Τρωάδα. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στη μεταγενέστερη παράδοση ότι ο τάφος του Έκτορος βρισκόταν στη Θήβα [Παυσανίας Θ΄, 18, 5-6]. Πληροφορίες για τον τάφο του Έκτορος αντλούμε από ένα σχόλιο στη ραψωδία Ν 1[23]:
οἱ γὰρ ἐν Βοιωτίᾳ Θηβαῖοι πιεζόμενοι κακοῖς ἐμαντεύοντο περὶ ἀπαλλαγῆς. χρησμὸς δὲ αὐτοῖς ἐδόθη, παύσεσθαι τὰ δεινά, ἐὰν ἐξ Ὀφρυνίου τῆς Τρῳάδος τὰ Ἕκτορος ὀστᾶ διακομισθῶσιν εἰς τὸν παρ’ αὐτοῖς καλούμενον τόπον Διὸς γονάς. οἱ δὲ τοῦτο ποιήσαντες καὶ τῶν κακῶν ἀπαλλαγέντες…[24]
Εάν ο Έκτωρ υπήρξε πράγματι Θηβαίος ήρωας, αυτό θα έπρεπε να ήταν γνωστό από παλιά και θα το ανέφεραν οι Θηβαίοι συγγραφείς. Είμαστε τυχεροί να μπορούμε να επαληθεύσουμε τις θηβαϊκές παραδόσεις από τα κείμενα δύο παλαιών ποιητών, των Ησιόδου και Πινδάρου. Ο Ησίοδος ξεπερνά σε αρχαιότητα όλους τους συγγραφείς πλην του Ομήρου και ο Πίνδαρος, από άποψη αρχαιότητος, διαθέτει ελαχίστους ανταγωνιστές. Όταν στην αρχαιότητα του Πινδάρου προστεθεί το γεγονός ότι αποτελεί θησαυρό αναφορών για τους μύθους και τις παραδόσεις, πρέπει να θεωρείται ως η απόλυτη αυθεντία όλων των αρχαίων παραδόσεων, ειδικώς εκείνων οι οποίες με κάποιο τρόπο συνδέονται με τη Θήβα. Οι δύο αυτοί ποιητές, οι Ησίοδος και Πίνδαρος, δεν είναι απλώς αρχαίοι αλλά, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία στο ζήτημα που πραγματευόμαστε, είναι απολύτως ανεξάρτητοι από τον Όμηρο. Όχι μόνον αποτελούν τεράστια αποθήκη παραδόσεων οι οποίες δεν απαντούν στον Όμηρο αλλά, αδίστακτα, φθάνουν στο σημείο να αντιφάσκουν μαζί του[25]. Είμαστε βέβαιοι, λοιπόν, ότι μελετώντας τους ποιητές αυτούς μελετούμε αμόλυντες πηγές, ο σεβασμός των οποίων για τον Όμηρο δεν θα είχε στερέψει τα ποτάμια της θηβαϊκής παραδόσεως αναφορικώς με τον Έκτορα.
Ο Έκτορας δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα έργα που αποδίδονται στον Ησίοδο. Ο Τρώας πολεμιστής τον οποίο αναφέρει είναι ο Αινείας. Αφηγείται ότι ο Αινείας γεννήθηκε στις πλαγιές του όρους Ίδη [Θεογονία 1008-1010], επομένως ο Αινείας δεν ανήκε σε μια ευρωπαϊκή αλλά σε μια ασιατική Τροία. Ο Ησίοδος, επίσης, τοποθετεί στις Νήσους των Μακάρων τους πολεμιστές εκείνους οι οποίοι διέσχισαν με τα πλοία τη θάλασσα προκειμένου να φέρουν πίσω την ομορφόμαλλη Ελένη [«Έργα και Ημέραι» 161-174]. Η πληροφορία αυτή είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστική διότι αποκαλύπτει την παράδοση που επικρατούσε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα. Αν δεχθούμε ότι οι Έλληνες άποικοι ή εξόριστοι πήραν μαζί τους τα παλιά τραγούδια τους και άλλαξαν με νέα ονόματα τα παλιά, τοποθετώντας μια ασιατική Τροία εκεί που κάποτε υπήρχε μια αττική Τροία, πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι εκεί πίσω, στην παλιά πατρίδα, ένας Βοιωτός ποιητής τραγουδά για την ίδια ασιατική Τροία; Αν ο Ησίοδος είχε ζήσει μερικούς αιώνες αργότερα θα υποθέταμε ότι είχε επηρεαστεί από τον Όμηρο. Δεν μπορούμε, όμως, να το υποθέσουμε αυτό για έναν ποιητή που είναι αξιοσημείωτα διαφοροποιημένος από τον Όμηρο και ο οποίος ήταν περίπου σύγχρονός του. Ο Ησίοδος δεν προσφέρει ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό ότι την εποχή του ο Έκτωρ θεωρούταν ήρωας της Θήβας.
Ο Πίνδαρος αναφερόταν στον Έκτορα με ασυνήθιστη συμπάθεια και τον αποκαλούσε με θαυμασμό [Ολυμπιόνικος Β΄, 80-81]:
...Τροίας
ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα...[26]
Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η Τροία δεν βρισκόταν στην Αττική αλλά πρόκειται για την Τροία της ασιατικής Τρωάδος, διότι ο Πίνδαρος σημειώνει ότι η δόξα άνθισε για τον Έκτορα στα νερά του Σκαμάνδρου [Νεμεόνικος Θ΄, 38-40]. Αυτός ο ποιητής αναφέρει το όνομα του Έκτορος τουλάχιστον έξι φορές, ποτέ όμως δεν υπαινίσσεται ότι σχετιζόταν με κάποιον τρόπο με τη Θήβα του Πινδάρου. Πάντα τον παρουσιάζει ως τον υπερασπιστή ο οποίος δοξάζει την ασιατική Τροία. Μπορεί κάποιος, αναλογιζόμενος αυτό το σημαντικό στοιχείο, να ισχυριστεί ότι ο Πίνδαρος γνώριζε ότι κάποτε ο Έκτωρ τον οποίο τόσο θαύμαζε ήταν πρόμαχος της δικής του αγαπημένης αλλά κακότυχης πόλεως και απέκρυψε την πληροφορία αυτή; Η γνώση των παραδόσεων, όπως φαίνεται στα έργα του Πινδάρου, αποδεικνύει ότι θα γνώριζε παρόμοια παράδοση αν βέβαια υπήρχε. Η σιωπή του Πινδάρου αναφορικώς με τον Έκτορα αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι ο Έκτωρ δεν θεωρείτο εκείνη την εποχή ότι είχε κάποιο σύνδεσμο με τη Θήβα. Όχι μόνον ο Πίνδαρος δεν τραγουδά για κανέναν άλλον Έκτορα εκτός των Τρώα Έκτορα αλλά, και αυτό είναι πολύ σημαντικότερο, δεν διαθέτει άλλες πληροφορίες για τον Έκτορα εκτός αυτών που αντλεί από τον Όμηρο. Είναι εύκολο να διαβάσουμε κάποιο στίχο σε κάποιο χωρίο της Ιλιάδος που να δικαιολογεί και εξηγεί κάθε αναφορά του Πινδάρου στον Έκτορα. Ο Πίνδαρος δεν ακολουθούσε πιστά τον Όμηρο, όπως έχω ήδη σημειώσει. Εκτός από τις διαφορές του από τον Όμηρο, συχνά προσθέτει λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται στην Ιλιάδα. Για παράδειγμα (Νεμεόνικος Γ΄, 52) εξιστορεί πως ο Αχιλλεύς, λόγω της ασυνήθιστης ταχύτητος των ποδιών του, έπιανε ελάφια χωρίς δίκτυα ή σκυλιά. Αυτή η λεπτομέρεια δεν απαντά στον Όμηρο αλλά βρίσκεται σε αρμονία με τη φράση «πόδας ὠκὺς Αχιλλεύς»[27]. Ο Πίνδαρος δεν προσθέτει πληροφορίες ή νέα στοιχεία στην ομηρική απεικόνιση του Έκτορος. Το πρόβλημα του Έκτορος βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της Ιλιάδος. Αυτός ο ήρωας δεν είχε ρόλο σε καμία προηγούμενη Hektorgedicht, ούτε σε καμία περιπέτεια που συνδέεται με τη Θήβα. Το πρώτο και μοναδικό ποίημα που τον απεικονίζει είναι η Ιλιάς.
Στους πρώτους χίλιους στίχους της Ιλιάδος μας συστήνονται οι Αχιλλεύς, Αγαμέμνων, Αίας ο
Τελαμώνιος, ο έτερος Αίας, ο υιός του Οϊλέως, οι Ιδομενεύς, Διομήδης, Νέστωρ, Μενέλαος, Κάλχας και Πάτροκλος. Οι Έλληνες πρωταγωνιστές έχουν εμφανισθεί στη σκηνή από την αρχή. Στη συνέχεια, και αφ’ ου στις επόμενες σκηνές έπαιξαν τους ρόλους τους, επανεμφανίζονται στους αγώνες, πραγματοποιούν τις αποχαιρετιστήριες βολές με τα τόξα τους και εξαφανίζονται χωρίς κανένα σημάδι της «μήνιος» και χωρίς πληγές από τα τραύματά τους. Επανέρχονται λοιπόν, στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από το ξέσπασμα της «μήνιος». Προφανώς ο Όμηρος είχε εξ αρχής στον νου του ευδιάκριτα τους χαρακτήρες των Ελλήνων ηρώων. Η παράδοση, στο μεγαλύτερο μέρος, παρείχε τα ονόματά τους και είχε ήδη καθορίσει τη μοίρα καθενός. Ο Αγαμέμνων δεν μπορεί να σκοτωθεί στη μάχη διότι ο θάνατος τον περιμένει στην επιστροφή του. Οι Οδυσσεύς, Διομήδης, Νέστωρ και Μενέλαος δεν μπορούν να πέσουν στην Τροία αφ’ ου οι νόστοι τους αποτελούν ένα ήδη καθορισμένο μέρος της επικής παραδόσεως. Ούτε κανείς πολεμιστής μπορεί να δοξαστεί σκοτώνοντας τον Αίαντα. Οι Έλληνες ηγέτες, όπως επίσης και η μοίρα τους, είχαν ήδη πλήρως διαμορφωμένη τη δική τους παράδοση η οποία, περνώντας από τη μια γενεά στην άλλη, ήταν σαφής και ορισμένη· αντιθέτως, η παράδοση για τους Τρώες ήρωες ήταν ασαφής και αόριστη. Ο Όμηρος δεν γνώριζε τους Τρώες και οι μόνες πληροφορίες του γι’ αυτούς ήταν όσες διατήρησε η ελληνική υπερηφάνεια και πατριωτισμός. Ενώ οι Έλληνες ηγέτες μας συστήνονται εξ αρχής και γνωρίζουμε ποιος πρόκειται να πρωταγωνιστήσει στις επόμενες σκηνές, δεν υπάρχει παρόμοια εισαγωγή για τους Τρώες. Πλην των Έκτορος και Πριάμου, που αναφέρονται συχνά στην πρώτη ραψωδία, οι Τρώες ονομάζονται μόνον όταν δρουν. Ο Πάρις δεν εισάγεται και δεν γίνεται η παραμικρή νύξη για την εμπλοκή του στον πόλεμο μέχρι που συναντά τον Μενέλαο στη μονομαχία. Οι Αινείας, Γλαύκος και Σαρπηδών εμφανίζονται για πρώτη φορά στη ραψωδία Ε, ο Έλενος στη Ζ, ο Δόλων στην Κ, ο Πολυδάμας στη Λ, ο Κόων που υποχρεώνει τον Αγαμέμνονα να υποχωρήσει και ο Σώκος που τραυματίζει τον Οδυσσέα, αμφότεροι κερδίζουν τη δόξα και τον θάνατο στην πρώτη τους εμφάνιση. Ακόμη και ο Εύφορβος, ο οποίος προορίζεται να δοξαστεί καθώς τραυματίζει τον Πάτροκλο [Π 806-815], δεν αναφέρεται πριν από το κατόρθωμά του αυτό. Το έπος προδήλως συντέθηκε από την οπτική γωνία των Ελλήνων. Οι Τρώες εισάγονται ή δημιουργούνται απλώς για να έχουν οι Έλληνες αντιπάλους.
Ο Όμηρος φαίνεται εξαιρετικώς αδύναμος στην αναζήτηση ονομάτων και κατορθωμάτων για τους Τρώες. Η παράδοση, η ελληνική παράδοση, τον προμήθευε με ελάχιστα ξένα ονόματα γι’ αυτό, αντιστοίχως, σχεδόν σε όλους τους Τρώες αποδίδει όμορφα ελληνικά ονόματα. Στην τέταρτη ραψωδία αναφέρεται ένας Έλληνας με το όνομα Χρομίος ενώ στις επόμενες ραψωδίες τέσσερις Τρώες εμφανίζονται με το ίδιο όνομα. Ένας Έλληνας και τρεις Τρώες έχουν το ελληνικό όνομα Μελάνιππος, ένας Έλληνας και δύο Τρώες καλούνται Άντιφος, δύο Τρώες έχουν το όνομα Άδραστος, δύο Αστύνοος, δύο Έννομος, δύο Οφελέστης, δύο Πυλάρτης, δύο Θερσίλοχος και περισσότεροι από είκοσι ακόμη Τρώες, όπως οι Αλάστωρ, Μέδων, Νοήμων, Ορέστης, έχουν στο ποίημα τα ίδια ονόματα με μερικούς άλλους Έλληνες. Η παράδοση δεν προσέφερε στον Όμηρο ούτε το όνομα της συζύγου του Έκτορος, ειδάλλως δεν θα εμφανιζόταν με το ελληνικό όνομα Ανδρομάχη. Το ίδιο ισχύει για τον υιό του Αστυάνακτα όπως επίσης και για τους ετεροθαλείς και αμφιθαλείς αδελφούς του Δηΐφοβο, Έλενο, Πολύδωρο, Πολίτη, Αντίφονο και Αγάθωνα.
Ο Πάρις είναι ο μόνος από τους Τρώες ηγέτες ο οποίος διαθέτει ένα αναμφισβήτητα ξένο όνομα. Φαίνεται απίθανο η παράδοση να είχε διατηρήσει το όνομα του υιού και να είχε λησμονήσει το όνομα του πατρός. Επομένως, η παράδοση που αναφέρει ο Απολλόδωρος (Β΄, 6, 4) ότι ο Πρίαμος κάποτε ονομαζόταν Ποδάρκης, πρέπει μάλλον να γίνει δεκτή διότι καταδεικνύει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν το «Πρίαμος» σαν ξένο όνομα το οποίο και μετέφεραν στη γλώσσα τους με το ελληνικό αντίστοιχο. Εάν υποτεθεί ότι ο Έκτωρ είχε ποτέ το τρωικό όνομα Δαρείος, ο Όμηρος δεν φαίνεται να το γνωρίζει, και ο Έκτωρ δεν απαντά στον Όμηρο παρά μόνο με το ωραίο ελληνικό του όνομα. Παρ’ όλο που η παράδοση γνωρίζει ότι ένας ξένος πρίγκιπας με ένα ξένο όνομα ταξίδεψε στην Ελλάδα προκειμένου να ξελογιάσει την Ελένη, δεν γνωρίζει τα ονόματα των συντρόφων του. Επομένως, ο ποιητής βάζει το πλοίο να ναυπηγήθηκε από τον Έλληνα Φέρεκλο, τον γιο του Έλληνος Τέκτονος, ο πατέρας του οποίου, με τη σειρά του, ήταν επίσης Έλληνας, ο Άρμων [Ε 59-64]. Ο Έκτωρ στο όνομα, ενδυμασία, χαρακτήρα και γενικότερα σε όλα, είναι ένας Έλληνας δανεισμένος στον εχθρό· με τα ίδια σταθμά, ο Πάρις είναι εξ ολοκλήρου ξένος.
Η εξήγησή μου για όλες αυτές τις δυσκολίες που αναφύονται εκτιμώντας τον ρόλο που διαδραματίζουν οι Έκτωρ και Πάρις στη δράση της Ιλιάδος είναι η εξής: ο Πάρις ήταν ο παραδοσιακός ηγέτης και πρόμαχος των Τρώων αλλά για ηθικούς λόγους δεν μπορούσε να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή του ποιήματος. Ο ποιητής, λοιπόν, τον υποβάθμισε και δημιούργησε έναν ήρωα που ως χαρακτήρας είχε αρκετή ευγένεια ώστε να κερδίζει τη συμπάθεια για τον αγώνα του. Ο Έκτωρ, όπως παρουσιάζεται στον Όμηρο, αποτελεί δημιουργία του ποιητού που συνέλαβε την ιδέα να συνθέσει την Ιλιάδα. Χωρίς τον Όμηρο δεν θα υπήρχαν παραδόσεις για τον Έκτορα[28].
Κατ’ αρχάς θα εξετάσουμε τη θέση του Πάριδος στην παράδοση και στον Όμηρο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για το περιεχόμενο των Κυκλικών ποιημάτων, εν τούτοις μαθαίνουμε ότι ο Πάρις ήταν ο πρωταγωνιστής στα «Κύπρια», ότι ήταν ένα άτομο αρκετά σημαντικό προκειμένου να κληθεί να κρίνει τις θεές, ότι πήγε με στόλο στην Ελλάδα προκειμένου να απαγάγει την Ελένη και ότι στην επιστροφή του κατόρθωσε να λεηλατήσει την πλούσια πόλη της Σιδώνος. Όλα αυτά βρίσκονται σε αρμονία με την Ιλιάδα έστω και αν δεν εκφράζονται σαφώς. Κανενός άλλου Τρωός τα κατορθώματα δεν βρίσκουν θέση στην εξιστόρηση των «Κυπρίων»[29]. Η φράση που βρίσκεται στην περίληψη του ποιήματος [απ. 1, 10]: «καὶ θνήισκει Πρωτεσίλαος ὑφ’ Ἕκτορος»[30], δεν αποτελεί ανεξάρτητη παράδοση αλλά βασίζεται στην Ιλιάδα και στην ξεκάθαρη αλλοίωση του Ομήρου, όπως εξηγούμε κατωτέρω. Στην «Αιθιοπίδα» ο Αχιλλεύς σκοτώνεται από τον Πάρι με τη βοήθεια του Απόλλωνος [απ. 1, 3]. Κανείς άλλος Τρώας δεν αναφέρεται από τον Πρόκλο στη «Χρηστομάθεια» σαν συμμέτοχος στα γεγονότα του ποιήματος. Στη «Μικρά Ιλιάδα» ο Πάρις σκοτώνεται από τον Φιλοκτήτη ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από τη Λήμνο [απ. 1, 2]. Ακόμη και σε αυτό το σημείο ο Πάρις δεν σκοτώνεται σαν δειλός ή ενώ προσπαθεί να φύγει αλλά είναι αρκούντος γενναίος προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Φιλοκτήτη σε μονομαχία. Κανείς άλλος Τρώας δεν έχει ρόλο σε αυτό το ποίημα, εκτός από τον Έλενο ο οποίος ως προδότης πληροφορεί τους Έλληνες πως μπορεί να αλωθεί η πόλη του. Επομένως βλέπουμε ότι στα πρώτα τρία ποιήματα του Κύκλου, εξαιρώντας την Ιλιάδα, ο Πάρις είναι ο μόνος Τρώας του οποίου τα κατορθώματα είναι αρκούντος σημαντικά προκειμένου να συμπεριληφθούν στην περίληψη του Πρόκλου. Μόνος ο Πάρις από όλους τους Τρώες είχε την τιμή να προξενήσει τον θάνατο ενός Έλληνος ηγέτου, και ο ηγέτης αυτός δεν ήταν κανείς άλλος παρά ο ίδιος ο Αχιλλεύς.
Ο χαρακτήρας του Πάριδος στην Ιλιάδα περιλαμβάνει συνεχείς αντιφάσεις. Η πρώτη μεγάλη αντίφαση είναι ότι αυτός που αποδείχθηκε να είναι τόσο άνανδρος και δειλός αναφέρεται για πρώτη φορά ως «Ἀλέξανδρος θεοειδής» [Γ 16]. Γιατί χρησιμοποιείται αυτός ο τιμητικός επιθετικός προσδιορισμός; Ο σχολιαστής στη Μ 93 σημειώνει ότι ο Πάρις καλείτο Αλέξανδρος από τη στιγμή που υπερασπίστηκε την πατρίδα του όταν ο εχθρός της επιτέθηκε. Προφανώς, οι τιμητικοί επιθετικοί προσδιορισμοί «δῖος», «θεοειδής», «βασιλεύς» Αλέξανδρος[31], οι οποίοι εκ πρώτης όψεως φαίνονται τόσο ακατάλληλοι στον Όμηρο, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τις προομηρικές παραδόσεις. Η δεύτερη αντίφαση συνίσταται στο γεγονός ότι ένας Έλληνας, με την αντίληψή ότι ο όμορφος είναι επίσης γενναίος, «καλὸς καὶ ἀγαθός», θα απεικόνιζε έναν δειλό ως άσχημο. Ο Πάρις είναι «εἶδος ἄριστος»[32] [Γ 39] και εξ αιτίας της ομορφιάς του οι Έλληνες αμέσως συμπέραναν ότι πρόκειται για τον Τρώα πρόμαχο. Ήταν τα σωματικά ελαττώματα του Θερσίτη στα οποία ο ποιητής προσδίδει τη μεγαλύτερη έμφαση και ο Όμηρος έχει μια πραγματική δυσκολία στο να απεικονίσει την όμορφη φιγούρα του Πάριδος στη μορφή ενός ανάνδρου, ικανού για τον αναξιοπρεπή ρόλο που διαδραματίζει στην τρίτη ραψωδία. Μια τρίτη αντίφαση βρίσκεται στην αδιάκοπη επιρροή που ασκεί ο Πάρις. Αφ’ ου ξέφυγε από τον Μενέλαο ντροπιάζοντας τον εαυτό και τον αγώνα του, θα έπρεπε να διατήρησε ελάχιστη επιρροή ή δύναμη. Εν τούτοις, το απόγευμα της ίδιας ημέρα, όταν ο Αντίνωρ έθεσε το προφανές ζήτημα ότι οι όρκοι έπρεπε να τηρηθούν και η Ελένη μαζί με την περιουσία της να επιστρέψει στους Έλληνες [Η 348-353], ο Πάρις σηκώθηκε και με προσβλητικό τρόπο αρνήθηκε να συζητήσει την ιδέα της επιστροφής της Ελένης. Ο Έκτωρ σιωπούσε, κανείς δεν απήντησε, και ο κήρυκας εστάλη να πληροφορήσει τους Έλληνες για την απόφαση του Πάριδος[33]. Η δύναμη επιβολής του Πάριδος υπήρξε τόσο δυσανάλογη με τον χαρακτήρα που περιγράφει το ποίημα, ώστε ο Ηρόδοτος (Β΄, 120) μπορούσε να εξηγήσει την αντίφαση μόνον αναφερόμενος σε μια παράδοση συμφώνως προς την οποία η Ελένη δεν βρέθηκε ποτέ στην Τροία αλλά έμεινε αιχμάλωτη στην Αίγυπτο ειδάλλως ο Έκτωρ, παρά τη θέληση του Πάριδος, θα την είχε επιστρέψει στους Έλληνες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ενώ οι άλλοι παντρεμένοι γιοί του Πριάμου κατοικούσαν στο ανάκτορο του πατρός τους (Ζ 242), ο Πάρις διατηρεί δικό του ανάκτορο.
Ο Πάρις στον Όμηρο δεν είναι ούτε δειλός ούτε άνανδρος. Οι πολεμικές του ικανότητες φαίνονται ξεκάθαρα παρά την προσπάθεια του ποιητού να τον παρουσιάσει σαν μέτριο και δειλό στρατιώτη. Αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος και όχι ο Έκτωρ επιβάλει την απόφαση της συνελεύσεως και από τις κατωτέρω τυχαίες λεπτομέρειες: ο Πάρις ήταν επί κεφαλής ενός από τα πολυπληθέστερα στρατιωτικά τμήματα των Τρώων (Μ 93). Όταν ο Αινείας πιεζόταν επικίνδυνα από τους Έλληνες, ζήτησε βοήθεια: «Πάριν τ’ ἐσορῶν»[34] (Ν 490). Στο κρισιμότερο σημείο της μάχης ο Έκτωρ αναθάρρησε βλέποντας τον Πάρι (Ν 767):
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι[35].
Επί πλέον, στην πολεμική τέχνη και στη γενναιότητα του Πάριδος (Λ 504) οφείλεται ότι οι Τρώες δεν υποχώρησαν την τρίτη ημέρα της μάχης.
Μόνον ένας Έλληνας κάποιας σημασίας σκοτώθηκε στη μάχη στην Ιλιάδα και σχετικώς λίγοι τραυματίστηκαν. Ο Πάρις υπήρξε ο μόνος Τρώας ο οποίος τραυμάτισε έναν σπουδαίο Έλληνα χωρίς όμως στη συνέχεια να σκοτωθεί ο ίδιος. Οι Εύφορβος και Έκτωρ, που προκάλεσαν τον θάνατο του Πατρόκλου [Ρ 59-60 και Χ 361-362], ο Πάνδαρος που τραυμάτισε τον Μενέλαο [Ε 290-295], ο Κόων που τραυμάτισε τον Αγαμέμνονα [Λ 261-263] και ο Σώκος που μαχαίρωσε τον Οδυσσέα [Λ 446-449], πλήρωσαν για τη σύντομη δόξα που απέκτησαν με τις ζωές τους. Αλλά ο Πάρις, δίχως θεϊκή βοήθεια, τραυμάτισε τον Διομήδη [Λ 376-377], τον Μαχάονα [Λ 505-507] και τον Ευρύπυλο [Λ 581-584] ενώ σκότωσε τον Ευχήνορα [Ν 663-672], τον Μενέσθιο [Η 8-9] και τον Δηΐοχο [Ο 341-342] χωρίς ο ίδιος να πάθει τίποτε. Η μεγαλοσύνη του στον Όμηρο ομοιάζει στον χαρακτήρα που απαντούμε στα «Κύπρια», στην «Αιθιοπίδα» και στη «Μικρά Ιλιάδα».
Ο Πάρις ήταν τοξότης αλλά αυτό δεν αποτελούσε ντροπή παρά την οργή του Διομήδης επειδή χτυπήθηκε από βέλος [Λ 386-387]. Ένας λαός που θεωρούσε την ενέδρα ως ευκαιρία να κερδίσει δόξα (Α 227) και μια παράδοση που δόξαζε τοξότες όπως οι Τεύκρος και Φιλοκτήτης ή ανέδειξε το τόξο του Ηρακλέους στο σημαντικότερο αγαθό του και το τόξο του Οδυσσέως σε κριτή γάμου, δεν μπορούσε να θεωρεί την τοξευτική ικανότητα σαν πηγή ατιμίας. Η μοναδική αδυναμία του Πάριδος είναι η ηθική αδυναμία. Όσο σπουδαίος και αν ήταν στην παράδοση και είναι στον Όμηρο, ένας κάλπικος φίλος και μοιχός δεν επιτρέπεται να παρουσιάζεται ως επικός ηγέτης. Κανένας λαός υπό τη διοίκηση τέτοιου ηγέτη δεν μπορεί να κερδίσει τη συμπάθεια. Η παράδοση δεν προίκισε τους Τρώες με κανέναν άλλον ηγέτη, επομένως ο ποιητής πρέπει να δημιουργήσει έναν.
Ο Έκτωρ δεν απαντά στην προομηρική παράδοση όπως παραδίδεται στα «Κύπρια». Σε αυτό το ποίημα το όνομά του αναφέρεται μόλις μια φορά, όταν υποτίθεται ότι σκότωσε τον Πρωτεσίλαο. Ο Όμηρος αγνοούσε το περιστατικό αυτό, όπως καταδεικνύει η αναφορά του στον θάνατο του πολεμιστού (Β 698 επ.) Σε αυτό το χωρίο του καταλόγου σημειώνεται ότι κάποιος Δάρδανος σκότωσε τον Πρωτεσίλαο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι ο Έκτωρ αφ’ ου ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί ποτέ τη λέξη Δάρδανος για Τρώα[36]. Ο συγγραφέας των «Κυπρίων», έχοντας μπροστά του την Ιλιάδα, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί ένας τόσο σημαντικός ήρωας όπως ο Έκτωρ δεν διαθέτει κανένα έρεισμα στην εξωομηρική παράδοση. Επομένως, δημιούργησε ένα κατόρθωμα γι’ αυτόν αφαιρώντας σιωπηρώς τον ομηρικό Δάρδανο τον οποίο αντικατέστησε με τον Έκτορα. Η προσπάθεια στο σημείο αυτό να αποδοθεί στον Έκτορα θέση στον Κύκλο η οποία δεν του αποδιδόταν από την προομηρική παράδοση είναι προφανής και δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετική άποψη.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να παρατηρήσουμε ότι πολλοί από τους ηγέτες που περιγράφονται στην Ιλιάδα έχουν χαρακτηρισμούς που δεν εξηγούνται από την πλοκή του ιδίου του ποιήματος. Ο Πρίαμος δεν χρησιμοποιεί, και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει, δόρυ αλλά αποκαλείται: «ἐυμμελίης Πρίαμος»[37] ενώ αν και δεν λαμβάνει καμία απόφαση παραμένει «θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος»[38] [Η 366]. Ο Αχιλλεύς, είτε στέκεται είτε κάθεται, είναι «ποδάρκης» ή «πόδας ὠκὴς»[39] αλλά τη μοναδική φορά που του δίδεται η ευκαιρία να αποδείξει την ταχύτητά του απέτυχε να πιάσει τον Έκτορα [Χ 199-201]. Θα χρειαστεί τη βοήθεια της Αθηνάς η οποία τον προστάζει να ξεκουραστεί όσο αυτή προσπαθεί να ξεγελάσει τον Έκτορα προκειμένου να πλησιάσει. Το απλό γεγονός ότι ένας επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για τον Αχιλλέα δεν μπορεί να ερμηνευθεί από τα γεγονότα της Ιλιάδος, φανερώνει ότι πρόκειται για παραδοσιακό ήρωα και όχι για επινόηση του ποιητού. Την ερμηνεία του επιθέτου πρέπει να την αναζητήσουμε αλλού. Ο Οδυσσεύς νωρίς στην Ιλιάδα αποκαλείται «πτολίπορθος»[40] (Β 270) και την εξήγηση βρίσκουμε όχι στην Ιλιάδα αλλά στην παράδοση. Πολλά ακόμη παραδείγματα μπορούν να υποδειχθούν αλλά τα ανωτέρω επαρκώς καταδεικνύουν ότι στην Ιλιάδα μερικοί επιθετικοί προσδιορισμοί αποτελούν έμμεση απόδειξη για άλλες παραδόσεις που δεν χρησιμοποιούνται από τον ποιητή. Αν ο Έκτωρ ήταν ένας παλαιός και παραδοσιακός ήρωας θα έπρεπε να μεταφέρει μαζί του στο ποίημα κάποιες ενδείξεις της παλαιοτέρας παραδόσεως[41]. Στην Ιλιάδα απαντούν είκοσι επτά επιθετικοί προσδιορισμοί που αποδίδονται στον Έκτορα[42] – ένας ασυναγώνιστος πλούτος και ποικιλία επιθέτων. Εν τούτοις, κανείς δεν αναφέρεται σε καμία σχέση, χαρακτηριστικό ή ποιότητα που δεν περιέχεται στο ποίημα. Η Ιλιάς παρέχει πλήρη εξήγηση για κάθε ιδιότητα που αποδίδει ο Όμηρος στον Έκτορα. Αν ο αριθμός των επιθέτων ήταν μικρός, αυτό θα μπορούσε να ήταν τυχαίο. Στην περίπτωσή μας όμως, ο παράγων τύχη είναι άσχετος και μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε ότι η παράδοση, η οποία στους τόσους επιθετικούς προσδιορισμούς δεν άφησε σημάδια της επιρροής της, δεν είχε επιρροή να αφήσει και ο χαρακτήρας του Έκτορος ήταν υπεράνω της δύναμεώς της να τον διαμορφώσει ή μεταβάλει[43].
Όπως ήδη σημειώθηκε, ο Τρώας ηγέτης, ο Πάρις, τον οποίο αναφέρει η παράδοση, ήταν για ηθικούς λόγους ανάξιος να παρουσιαστεί σαν τον μεγάλο ηγέτη κάποιας από τις δύο παρατάξεις. Ο ποιητής λοιπόν, αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με άλλον του οποίου οι ανθρώπινες και ηθικές αρετές τον καθιστούσαν κατάλληλο για την ηγεσία. Η υποβάθμιση του Πάριδος περιείχε μια μεγάλη αντίφαση, την εντύπωση ότι ο πολεμιστής ο οποίος πραγματοποίησε τόσα πολλά ήταν δειλός. Η δημιουργία του Έκτορος προκαλεί τη δεύτερη μεγάλη αντίφαση, την εντύπωση ότι ο πολεμιστής ο οποίος πραγματοποίησε τόσα λίγα υπήρξε ο μέγας πρόμαχος. Η παράδοση περιόριζε το περιθώριο του ποιητού και στις δύο περιπτώσεις. Μπορούσε να δημιουργήσει έναν ήρωα αλλά δεν μπορούσε να δημιουργήσει έναν πόλεμο. Η ανδρεία των Τρώων περιγράφεται μόνον με αόριστες εκφράσεις καθώς κανείς Έλληνας ο οποίος είναι ανεξαρτήτως σημαντικός[44] δεν σκοτώνεται στην Ιλιάδα. Ο Πάτροκλος ξεχωρίζει εξ αιτίας της στενής του φιλίας με τον Αχιλλέα και πλην αυτού μόνον δύο Έλληνες κάποιας σημασίας σκοτώνονται, ο Μέδων ο νόθος αδελφός του Αίαντος του Οϊλέως [Ο 332-334] και ο άχρωμος Τληπόλεμος [Ε 655-659]. Από την πλευρά τον Τρώων, η σφαγή είναι σχεδόν ολοκληρωτική: οι Άδρηστος [Π 694] (τα ελληνικά ονόματα χρήζουν προσοχής), Αστεροπαίος [Φ 179], Δόλων [Κ 457], Εύφορβος [Ρ 59-60], Ιππόθοος [Ρ 313-315], Κεβριόνης [Π 737-739], Λυκάων [Ε 290-296], Σώκος [Λ 446-449], Κόων [Λ 261-263], Πάνδαρος [Ε 290-296], Σαρπηδών [Π 502-503] και Έκτωρ [Χ 361-363] σκοτώθηκαν. Ο Πάρις είναι ο μόνος Τρώας ο οποίος τραυμάτισε έναν ηγέτη χωρίς να το πληρώσει με τη ζωή του [Λ 376-377]. Προφανώς η δύναμη της παραδόσεως έδενε τα χέρια του Ομήρου και προσέφερε στον Πάρι έναν γοητευτικό βίο στην Ιλιάδα.
Ο Έκτωρ είναι αποδέκτης μεγάλων επαίνων αλλά τα γεγονότα της Ιλιάδος δεν δικαιολογούν την τόσο μεγάλη θέση ως πολεμιστού η οποία του αποδίδεται. Υποχωρεί στην πρώτη εμφάνισή του στη μάχη [Δ 505], δεν μπορεί να αντισταθεί στον Αίαντα στη μονομαχία [Η 260-272], παρ’ ολίγον να σκοτωθεί από τον Διομήδη με δόρυ [Λ 349-356] και από τον Αίαντα με πέτρα [Ξ 409-420], λιποθυμώντας και στις δύο περιπτώσεις. Επίσης, φεύγει προκειμένου να μην αντιμετωπίσει τους Οδυσσέα [Δ 494-505], Αγαμέμνονα [Λ 163-164], Πάτροκλο [Π 588], Διομήδη [Λ 354], Αίαντα [Λ 540-543, Ο 247-252] και Αχιλλέα [Υ 443-448, Χ 188]. Μόνον ως άνθρωπος, υιός και πατέρας ο Έκτωρ πραγματικά κερδίζει τον σεβασμό, δηλαδή μόνον στις αρετές εκείνες που μπορεί να φανεί ευγενής χωρίς να πολεμά τους Έλληνες.
Γιατί ο Έκτωρ είναι τόσο ανώτερος ως άνθρωπος αλλά τόσο κατώτερος ως στρατιώτης; Αν κάποιος διαβάσει τον κατάλογο των Τρώων θα παρατηρήσει, όπως ήδη σημειώσαμε, ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις έχουν ελληνικά ονόματα, επομένως είναι μάλλον ελληνικές προσαρμογές ή δημιουργίες. Οι Έλληνες διέθεταν τις δικές τους παραδόσεις των δικών τους ηγετών που πολέμησαν στην Τροία προκειμένου να πάρουν την Ελένη την οποία απήγαγε από τον Μενέλαο ο Πάρις. Ο Πάρις έχει ξένο όνομα και η θέση του στην παράδοση είναι σαφής. Αλλά η παράδοση, όσον αφορά τους Τρώες, ελάχιστα στοιχεία προσφέρει. Δεν παραδίδει ποιος ναυπήγησε το πλοίο, επομένως ο ποιητής αναφέρει ως ναυπηγό έναν Έλληνα με μια μακρά σειρά Ελλήνων προγόνων. Το όνομα Έκτωρ επίσης έχει ένα ωραίο ελληνικό νόημα και είναι ασφαλώς ελληνικό. Είναι αμφίβολο αν η φιλονικία μεταξύ Αχιλλέως και Αγαμέμνονος είχε μεγαλύτερη θέση στην αρχική ελληνική παράδοση για την Τροία από τη φιλονικία μεταξύ Αχιλλέως και Οδυσσέως η οποία περιγράφεται σε μόλις δέκα στίχους στην ογδόη ραψωδία της Οδύσσειας (θ 73 επ.) Στην έναρξη της Ιλιάδος οι Έλληνες είναι έξω από την Τροία και οι Τρώες μέσα στα τείχη. Οι Έλληνες δεν χάνουν κανέναν ηγέτη, πολεμιστή ή βασιλιά που να είναι πραγματικά σημαντικός. Στο τέλος του ποιήματος αμφότερες οι πλευρές βρίσκονται περίπου στις ίδιες θέσεις που βρίσκονταν στην αρχή του. Για την πλευρά των Τρώων, η σφαγή εξελίχθηκε σχεδόν σε αφανισμό. Όσοι σκοτώθηκαν, οι Άδρηστος, Πάνδαρος, Έκτωρ και οι υπόλοιποι, δημιουργήθηκαν προκειμένου να συμμετάσχουν στα γεγονότα που προκλήθηκαν από την οργή του Αχιλλέως. Δεν υπήρξαν ποτέ παλαιότερα και με τον θάνατό τους ο ποιητής δικαιολογεί την απουσία τους από τα μεταγενέστερα γεγονότα της επικής παραδόσεως. Αυτό εξηγεί τις αντιφάσεις στον χαρακτήρα του Έκτορος. Οι Έλληνες ηγέτες ήταν ήδη γνωστοί και οι τύχες τους προδιαγεγραμμένες. Η παράδοση είχε αποφασίσει ότι ο Αίας θα αυτοκτονούσε, ότι ο Αχιλλεύς θα σκοτωνόταν από τον Πάρι, ο Αγαμέμνων από τη σύζυγό του και τον εραστή της· η μοίρα καθενός εξ αυτών, είχε ήδη καθοριστεί. Τί είχε περισσέψει για τον Έκτορα; Κανείς νέος Έλληνας στρατηγός εξαιρετικής αξίας δεν μπορούσε να προστεθεί και κανείς τοπικός ήρωας δεν μπορούσε να αντικατασταθεί, όπως ακριβώς σε ένα σύγχρονο διήγημα που αφηγείται έναν σύγχρονο πόλεμο δεν μπορείς να προσθέσεις νέους και σημαντικούς στρατηγούς στον κατάλογο των επιφανών ηρώων. Ο Όμηρος τότε αναγκάστηκε να δημιουργήσει έναν Τρώα πολέμαρχο χωρίς το προνόμιο να μπορεί να του επιτρέψει να σκοτώσει κανέναν από τους πραγματικά σημαντικούς Έλληνες. Το μεγαλείο του Έκτορος επομένως, έγκειται στον άνθρωπο και όχι στον στρατιώτη. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση όμως, έπρεπε να κερδίσει κάποια πολεμική δόξα, γι’ αυτό ο ποιητής δημιούργησε τον χαρακτήρα του Πατρόκλου.
Ο Πάτροκλος δεν εμφανίζεται στον κατάλογο των νεών και παρουσιάζεται στα «Κύπρια» κάτω από την επιρροή της Ιλιάδος [Φ 34-44, Ψ 746-747], όταν γράφουν [απ. 1, 11]:
Λυκάονά τε Πάτροκλος εἰς Λῆμνον ἀγαγὼν ἀπεμπολεῖ[45].
Ο συγγραφέας των «Κυπρίων», αδυνατώντας να εξηγήσει την απουσία του Πατρόκλου από την παράδοση, μετέβαλε την ιστορία του Λυκάονος όπως απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δώσει μια θέση στον Πάτροκλο στο ποίημά του. Στην Ιλιάδα ο Αχιλλεύς και όχι ο Πάτροκλος πωλεί τον Λυκάονα. Προφανώς, ο συγγραφέας των «Κυπρίων» τροποποίησε την Ιλιάδα προκειμένου να εξασφαλίσει έστω και μια μικρή δόξα ο Πάτροκλος, με τον ίδιο τρόπο που έδωσε στον Έκτορα την τιμή να σκοτώσει τον Πρωτεσίλαο. Δεν υπήρχαν οικογένειες που να διεκδικούν την καταγωγή τους από τον Πάτροκλο και ο ποιητής δικαιολογεί την απουσία ηρωικών στοιχείων ακολουθώντας το απλό τέχνασμα ότι είχε σκοτώσει τους νεανικούς του συντρόφους και έφυγε στην εξορία [Ψ 85-88].
Δεν υπάρχει χώρος για τον Φοίνικα σε ένα ποίημα το οποίο εκθειάζει τον Πάτροκλο αφ’ ου καθένας εξ αυτών όφειλε την εξέχουσα θέση του στη φιλία του Αχιλλέως. Η δημιουργία του Έκτορος προκάλεσε την υποβάθμιση του Πάριδος, η δημιουργία του Πατρόκλου την ουσιαστική παραμέριση του Φοίνικος[46]. Ο Όμηρος, όπως ένας Αθηναίος πατέρας, μπορούσε να σκοτώσει μόνον τα δικά του τέκνα. Μπορούσε να εκθέσει τον Πάτροκλο αλλά το τέκνο της παραδόσεως, ο Φοίνιξ, δεν επιτρεπόταν να σκοτωθεί. Αντιστοίχως μπορεί να σκοτώσει τον Έκτορα και επίσης, αφ’ ου ανήκει αποκλειστικώς στον ποιητή, μπορούσε με το στόμα του να εκφράσει τις προσωπικές του προχωρημένες ιδέες για τη θρησκεία, τον πατριωτισμό και για τις σχέσεις στην οικογένεια. Στη θρησκεία ο Έκτωρ είναι ειλικρινώς ορθολογιστής. Μάλλον θα τάραξε τους ακροατές του Ομήρου, όπως και τον σχολιαστή[47], με τη γενναία του άρνηση να υπακούσει σε έναν ξεκάθαρο οιωνό (Μ 237) και μάλλον απηχεί τον πατριωτισμό του ποιητού όταν λέει στους Τρώες για τη δόξα που περιβάλει όποιον πεθαίνει υπερασπιζόμενος την πατρίδα του. Τα ιδανικά του για τις οικογενειακές σχέσεις φαίνονται από την τρυφερότητα με την οποία ο Έκτωρ συμπεριφέρεται στην Ανδρομάχη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο αφοσιωμένος σύζυγος ανατράφηκε σε έναν πολυγαμικό οίκο ενώ ο ίδιος αποτελεί τον πρόμαχο ενός πολέμου που θεμελιώνεται στην προδοσία και στη μοιχεία. Με τον Έκτορα ο ποιητής φαίνεται να βγάζει τη μάσκα του και να δηλώνει τις ιδικές του αντιλήψεις.
Η αντιπάθεια με την οποία Αθηνά και Ήρα αντιμετώπιζαν τον Έκτορα, τον ακολούθησε ακόμη και μετά τον θάνατό του. Αμφότερες αγανάκτησαν ακόμη και στη σκέψη ότι το σώμα του έπρεπε να γλυτώσει την ατίμωση και να μην δοθεί στα σκυλιά [Ω 25-30]. Αυτή η κακία δεν μπορεί να εξηγηθεί από κανένα περιστατικό του ποιήματος. Ο λόγος ήταν ότι ο Έκτωρ υπήρξε πρόμαχος ενός πολέμου ο οποίος ξέσπασε επειδή περιφρονήθηκε η ομορφιά τους. Δεν τον μισούσαν γι’ αυτό που ήταν αλλά για τον αγώνα του. Ο Έκτωρ διαδραματίζει στην Ιλιάδα τον ρόλο που έχει ο Πάρις στην παράδοση και μόνο αυτό το γεγονός, ότι αντικαθιστά τον Πάρι, εξηγεί την οργή τους εναντίον του. Ο θυμός που νιώθουν κατά του Πάριδος πρέπει να ξεθυμάνει σε αυτόν που ανέλαβε τη θέση του. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μέρος που διαδραματίζει ο Έκτωρ στις σκηνές της Ιλιάδος ανήκε αρχικώς στον Πάρι αφ’ ου καμία από αυτές τις σκηνές δεν υπήρχε πριν από τον Όμηρο. Αλλά στην παράδοση ο Πάρις ήταν ο ηγέτης των Τρώων και εναντίον του ήταν οργισμένες οι Ήρα και Αθηνά. Στο πλαίσιο αυτής της παραδόσεως, ο Όμηρος συνέθεσε ένα νέο ποίημα. Η μήνις του Αχιλλέως αποτελεί ουσιαστικώς δημιουργία του ποιητού αλλά την οργή των δύο θεών κατά του Τρώος ηγέτου τη βρήκε ως βασικό μέρος της προϋπαρχούσης παραδόσεως. Όταν, λοιπόν, ο Όμηρος δημιούργησε έναν νέο ηγέτη, η οργή αυτή κληροδοτήθηκε στη νέα ηγεσία[48].
Ο Milton χρησιμοποίησε τις πηγές του περίπου με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποίησε και ο Όμηρος τις δικές του. Ο Milton έπρεπε να έχει έναν Αδάμ, μια Εύα, έναν κήπο της Εδέμ, έναν Σατανά, ένα Δένδρο της Γνώσεως. Ο πειρασμός έπρεπε να εμφανιστεί υπό τη μορφή όφεως και η γυναίκα έπρεπε να είναι η πρώτη που θα αμαρτήσει. Όλα αυτά ο ποιητής τα βρήκε στην ιστορία της Βίβλου και ήταν αναγκασμένος να τα διατηρήσει. Αλλά η ποίηση, οι περιγραφές και το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων ήταν δικά του. Αντιστοίχως ο Όμηρος, διέθετε έναν κατάλογο Ελλήνων ηρώων, μια σύντομη αναφορά στην οργή του Αχιλλέως και γνώριζε την ιστορία για την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι, έναν πρίγκιπα της Τροίας. Η παράδοση του παρείχε ελάχιστες πληροφορίες για τους Τρώες, γι’ αυτό δημιούργησε τον μακρύ κατάλογο Τρώων με ελληνικά ονόματα. Αν και η παράδοση αναφέρει τον θάνατο σπουδαίων Ελλήνων ηρώων στην Τροία, όπως οι Πρωτεσίλαος, Παλαμήδης, Αχιλλεύς και Αίας, δεν αναφέρει τον θάνατο κανενός εξ αυτών κατά τη διάρκεια της οργής του Αχιλλέως. Επομένως, ο ποιητής ήταν αναγκασμένος να αρκεσθεί στον θάνατο ενός τόσο χαμηλοβάθμου ηγέτου όπως ο Πάτροκλος.
Η Ιλιάς δεν αποτελεί την παραγωγή ενός ποιητού ο οποίος αναδιαμόρφωσε και μετέτρεψε το έργο άλλων σε ένα αρμονικότερο σύνολο, που βρήκε τους χαρακτήρες του ήδη έτοιμους και τους επεξεργάσθηκε ξανά τοποθετώντας τους άλλοτε σε αυτό και άλλοτε σε εκείνο το σημείο, που προσέθεσε λίγο εδώ και αφήρεσε λίγο από εκεί. Αποτελεί το έργο ενός ποιητού που σε μεγάλο μέρος δημιούργησε τους δικούς του χαρακτήρες και τους έδωσε τα ονόματά τους. Ο Όμηρος ήταν ο πρώτος ποιητής που δημιούργησε τον χαρακτήρα του Έκτορος και του έδωσε όνομα, ένα ελληνικό ουσιαστικό το οποίο μετέτρεψε σε κύριο όνομα, το όνομα ενός ήρωος. Πόσο διαφανή είναι τα περισσότερα από τα ονόματα του Έκτορος και της οικογένειάς του: Αστυάναξ, Δηΐφοβος, Πολύδωρος, Πολίτης, Αντίφονος και Αγάθων! Τα ονόματα όμως των ηρώων που αναμφισβήτητα ανήκουν στην παράδοση, ονόματα όπως Πηλεύς, Τυδεύς, Αίας, Ικάριος και Βελλεροφόντης, δεν αποκαλύπτουν τόσο εύκολα την καταγωγή τους. Γιατί είναι τα ονόματα αυτά τόσο σκοτεινά ενώ τα ονόματα του Έκτορος και της οικογενείας του τόσο διαφανή; Ο λόγος είναι ότι τα ονόματα του Έκτορος και των αδελφών του, πλην του Πάριδος, δεν ανήκουν στην παράδοση και δεν αποτελούν παραδοσιακά ονόματα. Είναι ονόματα που επινοήθηκαν από τον ίδιο τον Όμηρο. Θα μπορούσε να υπάρχει, πράγματι, παράδοση πίσω από τον Όμηρο, αλλά μόνον εκ συμπτώσεως· πραγματικό σκοπό του αποτελεί η ποίηση.
Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
Ο Πηλείδης Αχιλλέας, παίρνοντας εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου, σκοτώνει τον Έκτορα.
Σκυλεύει τον νεκρό αντίπαλο, αλλά δεν σταματά στη σκύλευση, που θα ήταν και το πρέπον...
Κι ενώ πάντα στο νου του τριγυρνά το πάρσιμο της Τροίας, τη σκέψη αυτή παραμερνά, τον Πατρόκλο για να θάψει, σύροντας ως τρόπαιο τον Έκτορα μαζί του.
Επιτίθεται στο άψυχο σώμα του...
Δένει τον Έκτορα από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον σέρνει πίσω του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ:
«Άκλαφτος, άταφος, νεκρός κείτεται πλάι στα πλοία
ο Πάτροκλος' δεν γίνεται αυτόν να τον ξεχάσω.
Όμως τραγουδώντας τώρα της νίκης το τραγούδι
ας πάμε στα καράβια μας κι ας σύρουμε και τούτον.
Μεγάλη δόξα πήραμε'...»
(Ιλιάδα, ραψ. Χ)
Το πάθος του για σκοτεινή εκδίκηση δεν σίγασε ακόμα, ο θάνατος τού φαίνεται ασήμαντη απάντηση στου Πάτροκλου το αίμα, και αποφασίζει σ' όλους με γύρο θριαμβευτικό το “θήραμα” να δείξει:
“των δυο ποδιών του τρύπησε τα νεύρα από πίσω
από φτέρνα σ' αστράγαλο, βοϊδόλουρα περνούσε,
τα έδεσε στ' αμαξι του' σερνόταν το κεφάλι.
Στο σύρσιμο του Έκτορα ανέβαινε η σκόνη'
τα μαύρα μαλλιά σκόρπιζαν' βρισκόταν μες στη σκόνη
το χαριτωμένο πιο πριν κεφάλι του' ο Δίας
να το ντροπιάζουν οι εχθροί άφηνε μες στη γη του¨".
Στο χώμα του αχαϊκού στρατοπέδου πετά το σώμα του εχθρού
Οι μνήμες του φέρνουν δάκρυα πολλά και: “ξεφρενιασμένος στο γυαλό δε σταματά να γυρνάει”.
Το φως της αυγής στο πόδι πάντα τον ανταμώνει και τότε είναι που με θυμό τυφλό:
“ ...έζευε τα άλογα στ' αμάξι
σφιχτόδενε τον Έκτορα να σέρνεται από πίσω'
τρεις τον γυρόφερνε φορές στου Πάτροκλου το μνήμα
και στη σκηνή τον γύριζε' κι αυτόν τον παρατούσε
στη σκόνη μπρούμυτα, άπλυτο' κάθε ζημιά ωστόσο
έδιωχνε απ' τον νεκρό ο Φοίβος' τον πονούσε
τον νεκρό' και τον σκέπαζε με τη χρυσή ασπίδα,
μη ξεγδαρθεί το σώμα του τότε, καθώς σερνόταν.
Η προσβολή στον νεκρό αντίπαλο είναι μεγάλη..
-Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε ανάσκελα στο τάφο του μέσα είναι.
- Η ιερόσυλη αυτή πράξη γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν.
-Και φυσικά, δραματική είναι η εικόνα αυτής της τωρινής παραμόρφωσης, ο εξευτελισμός του ήρωα, ενός νέου βασιλιά, αφέντη στην ουσία της Τροίας, που λιγο πριν διέθετε ομορφια, μεγαλείο, κύρος και δύναμη...
Αν και δώδεκα μέρες ο Έκτορας μένει άταφος, το σώμα του το προστατεύει από την ανήκουστη σκληρότητα ο θεός που τον αγάπησε, ο Απόλλωνας:
"Με τ' ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα
τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα".
( Ιλιάδα ραψ. Ω ). ·
Κι από κοντά η Αφροδίτη έδιωχνε τα σκυλιά, να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν.
Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του.....
Η ύβρη του Αχιλλέα όλο και φουσκώνει 12 ημέρες τώρα...
Η ασέβεια στο νεκρό τρέφει την ικανοποίηση για την εκδίκηση, που στο όνομα της φιλίας παίρνει...
Η λογική καταργείται και το θυμοειδές κάνει κράτος στην ψυχή του.
Ο θεός, που υπεραγαπά τον Έκτορα, δεν αντιδρά, αφήνει τον Αχιλλέα να παραδοθεί στης Άτης τα πλοκάμια και μετά στης μοίρας τα γραμμένα.....
---------------------
[1] Frey, “Hektor”, Bern Program 1895. Σκοτώθηκαν 189 επώνυμοι Τρώες και 53 επώνυμοι Έλληνες. Εξ αυτών, ο Έκτωρ σκότωσε 28 Έλληνες [ο Scott μάλλον εννοεί ότι όλοι οι Τρώες νεκροί υπήρξαν αριστοκράτες ενώ οι Έλληνες νεκροί ήταν συνήθως ταπεινής καταγωγής (εξ ου και ανώνυμοι). Κατά κανόνα στον Όμηρο, όσο σπουδαιότερης καταγωγής ήταν ο άνδρας, τόσο καλλίτερος μαχητής θεωρείται].
[2] [«Στους Τρώες αρχηγός ήταν ο μέγας Έκτορας το λοφίο της περικεφαλαίας του οποίου ανεμίζει, ο γιος του Πριάμου. Μαζί με αυτόν ανυπόμονα πολλοί και άριστοι πολεμιστές οπλίζονταν»].
[3] [«Ελεεινέ Πάρι, στη μορφή πανέμορφε, που επιθυμείς ασυγκράτητα τις γυναίκες να ξεμυαλίζεις, μακάρι να μην είχες ποτέ γεννηθεί και άγαμος να πέθαινες»].
[4] [«Αλλά οι Τρώες είναι πολύ ελαστικοί ειδάλλως σε χιτώνα από πέτρες θα βρισκόσουν για τόσα κακά που τους έχεις προξενήσει»].
[5] [«Τότε υποχώρησαν οι [Τρώες] πρόμαχοι και ο λαμπρός Έκτωρ»].
[6] [«Γενναιόψυχοι Τρώες και επιφανείς σύμμαχοι! Φερθείτε ως άνδρες, φίλοι, και φέρτε στο νου σας την ασυγκράτητη ανδρεία σας καθώς επιστρέφω στο Ίλιον προκειμένου να ζητήσω από τους γέροντες και τις γυναίκες να προσευχηθούν στους θεούς και να τάξουν εκατόμβες»].
[7] [«Γιατί το γνωρίζω καλά, και στην καρδιά και στην ψυχή, ότι θα έρθει η ημέρα όπου το ιερό Ίλιον θα χαθεί όπως και ο Πρίαμος με τον πολεμικό λαό του»].
[8] [“The parting of Hector and Andromache”, The Classical Journal, 9 (1914), 274-277].
[9] [Το τέλος της πρώτης ημέρας της μάχης, ακολούθησαν δύο ημέρες ανακωχής, Η 421-432 και Η 433 επ.]
[10] [«Να πιούμε έναν κρατήρα για τη σωτηρία μας στα μέγαρα»].
[11] [«Επιθυμώ να χρησμοδοτήσω σε εσάς... διότι βρίσκομαι ήδη στη στιγμή που οι άνθρωποι καλλίτερα χρησμοδοτούν, όταν μέλλει να πεθάνουν»].
[12] [«Σε κάθε περίπτωση, ας πας στο καλό» (ο Scott παραθέτει τη φράση στην ελληνική)].
[13] [Η φράση, που μεταφράζεται ως «σπαράζει το πάθος σε κουρέλια», προέρχεται από τον «Άμλετ» III, ii. Σημαίνει ότι ο ηθοποιός δεν χρειάζεται να χειρονομεί έντονα ή να φωνάζει προκειμένου να συγκινήσει τον θεατή αλλά το πάθος πρέπει να προέρχεται από την εγκράτεια και ευγένεια του υποκριτού].
[14] [Ο Scott παραθέτει τη φράση στην ελληνική].
[15] [«Με κελεύεις να εμπιστευτώ την τύχη μου στα πτηνά με τις μακριές φτερούγες. Δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτά, ούτε προσέχω αν πετούν από τα δεξιά και προς τον ήλιο στην ανατολή ή από τα αριστερά προς τη σκοτεινή δύση... Ένας είναι ο άριστος οιωνός, να πολεμάς για την πατρίδα σου»].
[16] [«Πολεμάτε όλοι μπροστά στα πλοία και αν κάποιος σκοτωθεί χτυπημένος από βλήμα ή κοντάρι, ας συναντήσει τον θάνατο γνωρίζοντας ότι είναι ένδοξο να πεθαίνει κάποιος για την πατρίδα του. Αλλά η γυναίκα και τα παιδιά που αφήνει πίσω, και το σπίτι και τα κτήματα θα γλυτώσουν, αν οι Αχαιοί αναχωρήσουν με τα πλοία για τη γλυκιά γη της πατρίδας τους»].
[17] [«Έλα πιο κοντά προκειμένου να βρεις τον θάνατο ταχύτερα»].
[18] [«Γιέ του Πηλέα, μην ελπίζεις ότι σαν να ήμουν νήπιο θα με φοβίσεις με τα λόγια αυτά, γιατί μπορώ και εγώ να πω άσχημα λόγια και βρισιές. Γνωρίζω ότι είσαι φοβερός μαχητής και ότι εγώ είμαι πολύ κατώτερός σου»].
[19] [«Έτσι πραγματοποίησαν την ταφή του ιπποδαμαστή Έκτορα»].
[20] History of Greek Literature, I, 87.
[21] Neue Jahrbücher, VII, 657, XIII, 1.
[22] Studniczka, Kyrene, Anhang II.
[23] Ο χρησμός αυτός και το σχόλιο αναλύονται από τον Radtke, Hermes, XXXVI, 35.
[24] [«Επειδή οι Θηβαίοι στη Βοιωτία βασανίζονταν από ατυχίες, ζήτησαν χρησμό για το πώς θα απαλλαγούν απ’ αυτές. Ο χρησμός έλεγε ότι θα απαλλαγούν από τα δεινά εάν από το Οφρύνιο της Τρωάδος έφερναν τα οστά του Έκτορος στην περιοχή όπου οι Θηβαίοι αποκαλούν Διός γονάς. Αυτοί τούτο πραγματοποίησαν και από τις ατυχίες απαλλάγησαν…»].
[25] “Hector as a Theban hero in the light of Hesiod and Pindar”, The American Journal of Philology, 35 (1914), 309-317 [πρόκειται για το πρώτο μέρος ενός άρθρου υπό τον τίτλο: “Two Homeric personages”]. Έχω αναπτύξει παλαιότερα την ανεξαρτησία του Ομήρου όπως καταδεικνύεται στα έργα των Ησιόδου και Πινδάρου (A comparative study of Hesiod and Pindar, Johns Hopkins University, διδακτορική διατριβή, 1898) [βλ. συνοπτικώς σελ. 45-46. Να σημειωθεί ότι οι μύθοι και παραδόσεις που απαντούν σε διαφορετική μορφή στον Όμηρο απ’ ό,τι στους Ησίοδο και Πίνδαρο, δεν σχετίζονται με τα τρωϊκά. Ο Scott στη διατριβή του δεν αναφέρει αν κάτι απ’ όσα γράφει ο Όμηρος για τα τρωϊκά απαντά στους Ησίοδο και Πίνδαρο].
[26] [«…της Τροίας ακαταμάχητη και αδάμαστη κολώνα»].
[27] [«Ο ταχύς στα πόδια Αχιλλεύς». Απαντά σποραδικώς στην Ιλιάδα, βλ., π.χ., Α 364, Ι 307, Σ 187].
[28] [“Paris and Hector in tradition and in Homer”, Classical Philology, 8 (1913), 160-171].
[29] [Ο Frederick Combellack, “Homer and Hector”, The American Journal of Philology, 65 (1944), 209-243, σημειώνει (σελ. 220-221) ότι στην επιτομή του Πρόκλου για τα «Κύπρια» αναφέρονται διάφοροι Τρώες ήρωες και οι πράξεις τους. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη προτρέπει τον υιό της Αινεία να ταξιδέψει στην Ελλάδα με τον Πάρι, η Κασσάνδρα προφητεύει το μέλλον, ο Αχιλλεύς αρπάζει τα βόδια του Αινεία, ο Τρωίλος φονεύεται από τον Αχιλλέα κτλ. Απαντώντας (“Homer and Hector”, The American Journal of Philology, 66 (1945), 187-189), ο Scott επισημαίνει ότι οι αναφορές του Combellack είναι ορθές, εν τούτοις το γεγονός ότι ο τάδε σκοτώνεται από τον Αχιλλέα ή ο Αχιλλεύς αρπάζει τα βόδια του δείνα ή κάποιος άλλος πείθεται να ταξιδέψει, δεν αποτελεί κατόρθωμα. Το μόνο κατόρθωμα το οποίο αποδίδεται σε Τρώα πλην του Πάριδος στα «Κύπρια», είναι ο φόνος του Πρωτεσιλάου από τον Έκτορα, περιστατικό το οποίο ο Scott θεωρεί αλλοίωση της Ιλιάδος από τον ποιητή των «Κυπρίων»].
[30] [«Και πεθαίνει ο Πρωτεσίλαος από τον Έκτορα»].
[31] [«Θεϊκός», «ο οποίος μοιάζει με θεό», «βασιλικός». Απαντούν σποραδικώς στην Ιλιάδα, π.χ., Γ 329, Ζ 332, Δ 96 αντιστοίχως].
[32] [«Στη μορφή πανέμορφος»].
[33] [Ο Πάρις πρότεινε να κρατήσει την Ελένη αλλά να επιστρέψει την περιουσία της προσθέτοντας σε αυτήν πολλά ακόμη δώρα· οι Έλληνες απέρριψαν την πρόταση].
[34] [«Προσβλέποντας στον Πάρι»].
[35] [«Να δίνει θάρρος στους συντρόφους του και να τους προτρέπει να πολεμήσουν»].
[36] Βλ. Leaf, Troy, 159.
[37] [«Ο Πρίαμος με το καλό δόρυ από μελιά». Απαντά συχνά, βλ., π.χ., Δ 165, Ζ 449].
[38] [«Σύμβουλος ισότιμος των θεών»].
[39] [«Γερός στα πόδια» και «ταχύς στα πόδια». Απαντούν συχνά, βλ, π.χ., Α 121, Υ 445, Ψ 889 και Π 48, Ψ 93, Ω 138 αντιστοίχως].
[40] [«Πορθητής των πόλεων»].
[41] [Το γεγονός ότι ο Έκτωρ αντιμετωπίζει τόσο συχνά τον Αίαντα δεν αποτελεί απόδειξη για την ύπαρξη κάποιας προομηρικής παραδόσεως. Ο Όμηρος αναφέρει σαφώς ότι ο Αίας ήταν ο καλλίτερος στρατιώτης μετά τον Αχιλλέα. Επομένως, κατά την απουσία του Αχιλλέως, ήταν φυσιολογικό να αντιμετωπίζει αυτός τον πολέμαρχο των Τρώων. Με την επιστροφή του Αχιλλέως, ο Αίας απομακρύνεται από το προσκήνιο και ο πολέμαρχος των Ελλήνων, ο Αχιλλεύς, αντιμετωπίζει και φονεύει τον πολέμαρχο των Τρώων, τον Έκτορα. Βλ. “Paris and Hector…”, ό.π. 171].
[42] [Όλοι αναφέρονται στο “Paris and Hector…”, ό.π. 166].
[43] [Αντιθέτως, ο Denys Page, «Η Ιλιάς και η ιστορία» (ελληνική έκδοση Παπαδήμας 1968), σελ. 281, πιστεύει ότι αυτό το πλήθος επιθέτων (και γενικότερα το ευρύ στερεότυπο λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποιείται για τον Έκτορα), που απαντά σε πολλές κλητικές πτώσεις και σε διαφόρους συνδυασμούς ώστε να διευκολύνεται η διαμόρφωση του μέτρου, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δημιουργία μακράς εξελίξεως και όχι δημιουργία ενός μόνου ποιητού].
[44] [Ο οποίος να είναι ο ίδιος σημαντικός (π.χ. ο Αγαμέμνων ή ο Νέστωρ) και να μην αντλεί τη θέση του στο ποίημα από τη σπουδαιότητα κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, ο Πάτροκλος όχι μόνον δεν διέθετε στρατό (δεν αναφέρεται στον κατάλογο των νεών, Β 685-694) αλλά δεν ήταν καν διοικητής ενός εκ των πέντε ταγμάτων του στρατού των Μυρμιδόνων (Π 171-197), ούτε φαίνεται να διέθετε κάποια άλλη ιδιότητα (π.χ. ο Κάλχας δεν διοικούσε στρατό αλλά ήταν μάντης) ή να πραγματοποίησε κάποιο κατόρθωμα. Χωρίς τη φιλία του Αχιλλέως, ο Πάτροκλος μάλλον θα μας ήταν άγνωστος].
[45] [«Τον Λυκάονα ο Πάτροκλος τον πηγαίνει στη Λήμνο όπου τον πωλεί για δούλο»].
[46] [Για τον Φοίνικα βλ. λεπτομερώς, “Phoenix in the Iliad”, The American Journal of Philology, 33 (1912), 68-77].
[47] [Το κείμενο του σχολιαστού: «Ὁ φρόνιμος καὶ θεὸν τιμᾶν οἶδε καὶ οἰωνοῖς πείθεσθαι, ὅπερ Ἕκτωρ οὐ συνίησιν» δηλαδή: «Ο φρόνιμος και τον θεό τιμά και στους οιωνούς τους οποίους αντιλαμβάνεται πείθεται, γεγονός το οποίο ο Έκτωρ δεν κατανόησε»].
[48] [“The choice of Paris in Homer”, The Classical Journal, 14 (1919), 329-330].
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου