Σε κάθε εποχή μπορεί κανείς να συναντήσει εκείνο το πάθος της δημιουργίας, που γεμάτο θυμό αντιπαρατίθεται, μέσα στον κόσμο των φαινομένων, με την υφιστάμενη επικράτηση του χάους και τείνει να ανακτά, ως έπαθλο, τον εαυτό του με τη μορφή της απόλυτης εναρμόνισης: σκέψης και Είναι. Πρωτίστως λοιπόν αυτό εκτυλίσσεται ως ασυμφιλίωτη εναντίωση του ανθρώπινου πνεύματος στα δογματικά αδιέξοδα της κοινοτοπίας και ως αυθεντικός αγώνας, ως πόλεμος με το νόημα του Ηράκλειτου: αρχέγονη διάνοιξη του εν λόγω πνεύματος προς την ουσία του Είναι (του)· μια διάνοιξη που έχει τον χαρακτήρα της διαλεκτικής Είναι και μη-Είναι. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ο Χέγκελ πυροδοτεί την έκρηξη του ως άνω πολέμου με όρους της φιλοσοφικής νεωτερικότητας: η φιλοσοφία πρέπει να αναπτυχθεί ως ο Λόγος που λέγει το Είναι, επιχειρώντας να κατανοήσει το πραγματικό, λογικό πρόσωπο του κόσμου. Ένα τέτοιο λέγειν δεν έχει καμιά σχέση με την καθημερινή φλυαρία της μιας ή της άλλης αυθαίρετης υποκειμενικότητας, αλλά, πρώτα-πρώτα, είναι το γλωσσικό παίγνιο των πνευματικών μετασχηματισμών του ιστορικού Είναι του ανθρώπου ως ανθρωπότητας. Επομένως συνιστά ριζικές ανα-τροπές της σκέψης: δια-λογικές, ήτοι διαλεκτικές αναγωγές από τα άμεσα στα πιο περίπλοκα περιβάλλοντα ερμηνείας, κατανόησης και αντίστοιχων τρόπων του εντός του κόσμου υπάρχειν μας.
Αυτός ο Λόγος, καθότι απηχεί την εσωτερική φύση των πραγμάτων, προβάλλει τη φαινομενολογική αξίωση να συλλαμβάνουμε τα πράγματα με τον οικείο στον άνθρωπο γνωσιο-οντο-λογικό τρόπο. Πώς εννοεί ο Χέγκελ αυτό τον τρόπο;
1) Όταν θέτει τον τόνο στο γνωσι-οντο-λογικό στοιχείο, εννοεί εκείνη τη λογική συμπεριφορά που υπαγορεύει στον καθένα μας «περισσότερο κι απ’ την πυρκαγιά να κατασβήνει την έπαρση» (Ηράκλειτος): να αποδεσμευόμαστε από τις ψευδαισθήσεις της απόλυτης βεβαιότητας και να χωρούμε πέρα από τη φορμαλιστική ή ακοσμική έννοια της φιλοσοφίας.
2) Όταν θέτει τον τόνο στο γνωσιο-οντο-λογικό στοιχείο εννοεί πως η έννοια της λογικής, στη Φαινομενολογία, δεν αποτελεί μια απροϋπόθετα πρώτη αρχή –κάτι που θα απασχολήσει τον φιλόσοφο στην Επιστήμη της Λογικής– αλλά την πρώτη αρχή «για μας». Εμπειρία και λόγος δεν παραπέμπουν σε δύο ξεχωριστούς ή αντιθετικούς κόσμους του φιλοσοφικού γνωρίζειν, αλλά συγκροτούν την ενιαία διαδικασία του. Σε σχέση λοιπόν με αυτή τη γνωριστική διαδικασία, ο Hegel προσδιορίζει τη φιλοσοφία ως «αυτοπαραγωγή του Λόγου» και ως κατά Λόγο διείσδυση στο Είναι του κόσμου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο φιλόσοφος υπερβαίνει την καντιανή αντίληψη που δεν αναγνωρίζει στη λογική αληθείς μαρτυρίες για το ενδοκοσμικό Είναι και έτσι σύρει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο φαινόμενο και στο πράγμα καθεαυτό.
3) Όταν τέλος θέτει τον τόνο στο γνωσιο-οντο-λογικό στοιχείο εννοεί πως η ως άνω έννοια της λογικής φέρει εγγενώς μια ικανότητα γνώσης, που αξιώνει τίποτα να μην αναπαράγεται χωρίς σκέψη.
Με αυτά τα βήματα ο Hegel διανοίγεται σε έναν δικό του δρόμο υπέρβασης των μονοσήμαντων προσανατολισμών: δεν καταφάσκει οποιοδήποτε απόλυτο Εγώ ή απόλυτο υποκείμενο, αλλά καθιδρύει το Απόλυτο ως διαλεκτική σχέση περατού και απείρου, Είναι και ουσίας, εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, ταυτότητας και μη-ταυτότητας, υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ως τέτοια σχέση δεν αποδομεί τη συνείδηση, αλλά την παρωθεί να γνωρίζει καλύτερα αυτό που η ίδια δεν είναι. Επίσης δεν εκμηδενίζει τον κόσμο των φαινομένων, αλλά τον κατηγοριοποιεί ως διαφορά, ήτοι ως κάτι το σχετικό ή περατό κατά τη διαδικασία αυτοεξέτασης και αυτοκατανόησης ή αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν παραδίδει τον τελευταίο σε έναν κατακερματισμένο ρυθμό του εξωτερικού κόσμου αλλά τον τοποθετεί στο επίπεδο εκείνης της δημιουργικής σκέψης, την οποία αποκαλεί πνεύμα. Με την έννοια αυτή ο Hegel διατηρεί ανηρημένη, ήτοι διατηρεί και συγχρόνως αναιρεί, εμπλουτίζοντάς την, την παλαιότερη υποκειμενική αρχή της σύγχρονης φιλοσοφίας: εγώ σκέπτομαι, άρα υπάρχω. Αυτό θα του επιτρέψει να υποστηρίξει σθεναρά την αντίληψη για την ενότητα γνωρίζοντος υποκειμένου και γνώσιμου αντικειμένου και να οικοδομήσει με θέρμη τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη σκέψη/γνώση και το Είναι, προχωρώντας έτσι πέρα από τον καρτεσιανό δυισμό υλικού και ιδεατού.
Πώς όμως κατανοείται πιο συγκεκριμένα η έννοια του πνεύματος; Εν πρώτοις, το πνεύμα είναι «η ζώσα υπόσταση» (Χέγκελ), δηλαδή το υποκείμενο που ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση της ετερότητάς του, ή ο Λόγος της υπόρρητης αρμονίας: η ἀφανής ἁρμονίη κατά τον Ηράκλειτο. Ως τέτοια αρχή, το πνεύμα είναι η εσωτερική φύση της ανθρώπινης πραγματικότητας· είναι ο άναξ του μαντείου των Δελφών, ο οποίος ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά δείχνει με σημάδια (Ηράκλειτος): δεν λέγει ναι ή όχι, με το νόημα ότι το πνεύμα είναι ο βαθύνους Λόγος του Είναι, που δεν καθοδηγεί αλαζονικά, δεν επεμβαίνει εξυπνακίστικα ή δεν μεταδίδει αυτάρεσκα κάποιες έτοιμες γνώσεις, γιατί, όπως λέγει και ο Πλάτων, η γνώση δεν μεταδίδεται, πολύ περισσότερο βέβαια δεν επιβάλλεται. Δεν λέγει υπό την έννοια ότι το πνεύμα δεν περιορίζεται να κατονομάζει την περατότητα της σκέψης και της γνώσης κατά τρόπο που να την αποκόπτει από την απεραντοσύνη της και να αναπαράγει απλώς αισθητηριακές εμπειρίες ή να κατασκευάζει ηθοπλαστικές διδασκαλίες· απεναντίας κυοφορεί τη διαλεκτική απελευθέρωση της σκέψης και της βούλησης από τη νεκρή λογική του εργαλειακού νου (=κατάλοιπο ενός απολυτοποιημένου Διαφωτισμού). Στον ορίζοντα λοιπόν αυτής της διαλεκτικής δεν κρύπτει τίποτα: δεν κατακερματίζει τον Λόγο, υπηρετώντας ιδιοτελείς ιδεολογίες και ατομικιστικές επιλογές, αλλά δομεί την κίνηση του όλου με βάση την αλληλονοηματοδότηση μορφής και περιεχομένου: ενσαρκώνει την προβολή του Λόγου μέσα στον εμπειρικό και δια-νοηματικό κόσμο της ανθρώπινης ιστορίας.
Το πνεύμα ωστόσο δεν παύει να δείχνει με σημάδια, με σήματα. Εκ πρώτης όψεως, τα σημάδια ή τα σήματα χρησιμοποιούνται για τη σήμανση της οδού που μέλλει εκάστοτε να βαδίζει ο άνθρωπος. Επίσης χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση της ατομικότητάς του, ας πούμε, σε επίπεδο ενδοκοινωνικής του σήμανσης. Εάν λάβουμε υπόψη αυτές τις εννοιολογικές αποχρώσεις συν το γεγονός ότι το «μαντείο των Δελφών», στο οποίο άρχει το πνεύμα ως ο άναξ αυτού, είναι κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στον θείο λόγο και στην ανθρώπινη αγνωσία, τότε μπορούμε, δια του συμβολισμού αυτού, να καταλάβουμε πιο καλά ότι το πνεύμα της εγελιανής Φαινομενολογίας κατονομάζει τη φιλοσοφία ως εκείνη την οδό της διαλεκτικής σκέψης, που στην ανθρώπινη συνείδηση δείχνεται με σημάδια ή σήματα: της απευθύνει νεύματα που, στην αναλογία της επίπονης δια-μορφωτικής της εξέλιξης από την αγνωσία προς τη γνώση, από τη βαρβαρότητα [=φυσική συνείδηση] προς την πνευματικότητα [=φιλοσοφική συνείδηση], της επιτρέπει όχι μόνο να γνωρίσει τον ιδιάζοντα στην ατομικότητά της κόσμο και περίκοσμο αλλά και να προαγάγει τον πολιτισμό και την επιστήμη. Τότε συμβαίνει τα ως άνω σήματα να είναι οδοδείκτες και να συνθέτουν το γίγνεσθαι της ανθρώπινης συνείδησης ως αυτό-εξέταση, αυτό-ανάπτυξη και ως επιστροφή εις εαυτόν. Έτσι το εγελιανό πνεύμα δεν είναι μια χωριστική υπόσταση ούτε ένα όνομα, π.χ. ο νους που αθροίζει ειδικά, εμπειρικά προσιτά κατηγορούμενα, αλλά αυτή τούτη η αυτογνωσία του αυτοπροσδιοριζόμενου νεωτερικού υποκειμένου που αναδύεται από τη δια-νοηματική ιστορικότητα του φιλοσοφείν και η οποία λογίζεται ως ο συμπαντικός κόσμος του ανθρώπινου πολιτισμού, ως η άλλη φωνή του Είναι (μας).
Αυτός ο Λόγος, καθότι απηχεί την εσωτερική φύση των πραγμάτων, προβάλλει τη φαινομενολογική αξίωση να συλλαμβάνουμε τα πράγματα με τον οικείο στον άνθρωπο γνωσιο-οντο-λογικό τρόπο. Πώς εννοεί ο Χέγκελ αυτό τον τρόπο;
1) Όταν θέτει τον τόνο στο γνωσι-οντο-λογικό στοιχείο, εννοεί εκείνη τη λογική συμπεριφορά που υπαγορεύει στον καθένα μας «περισσότερο κι απ’ την πυρκαγιά να κατασβήνει την έπαρση» (Ηράκλειτος): να αποδεσμευόμαστε από τις ψευδαισθήσεις της απόλυτης βεβαιότητας και να χωρούμε πέρα από τη φορμαλιστική ή ακοσμική έννοια της φιλοσοφίας.
2) Όταν θέτει τον τόνο στο γνωσιο-οντο-λογικό στοιχείο εννοεί πως η έννοια της λογικής, στη Φαινομενολογία, δεν αποτελεί μια απροϋπόθετα πρώτη αρχή –κάτι που θα απασχολήσει τον φιλόσοφο στην Επιστήμη της Λογικής– αλλά την πρώτη αρχή «για μας». Εμπειρία και λόγος δεν παραπέμπουν σε δύο ξεχωριστούς ή αντιθετικούς κόσμους του φιλοσοφικού γνωρίζειν, αλλά συγκροτούν την ενιαία διαδικασία του. Σε σχέση λοιπόν με αυτή τη γνωριστική διαδικασία, ο Hegel προσδιορίζει τη φιλοσοφία ως «αυτοπαραγωγή του Λόγου» και ως κατά Λόγο διείσδυση στο Είναι του κόσμου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο φιλόσοφος υπερβαίνει την καντιανή αντίληψη που δεν αναγνωρίζει στη λογική αληθείς μαρτυρίες για το ενδοκοσμικό Είναι και έτσι σύρει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο φαινόμενο και στο πράγμα καθεαυτό.
3) Όταν τέλος θέτει τον τόνο στο γνωσιο-οντο-λογικό στοιχείο εννοεί πως η ως άνω έννοια της λογικής φέρει εγγενώς μια ικανότητα γνώσης, που αξιώνει τίποτα να μην αναπαράγεται χωρίς σκέψη.
Με αυτά τα βήματα ο Hegel διανοίγεται σε έναν δικό του δρόμο υπέρβασης των μονοσήμαντων προσανατολισμών: δεν καταφάσκει οποιοδήποτε απόλυτο Εγώ ή απόλυτο υποκείμενο, αλλά καθιδρύει το Απόλυτο ως διαλεκτική σχέση περατού και απείρου, Είναι και ουσίας, εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, ταυτότητας και μη-ταυτότητας, υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ως τέτοια σχέση δεν αποδομεί τη συνείδηση, αλλά την παρωθεί να γνωρίζει καλύτερα αυτό που η ίδια δεν είναι. Επίσης δεν εκμηδενίζει τον κόσμο των φαινομένων, αλλά τον κατηγοριοποιεί ως διαφορά, ήτοι ως κάτι το σχετικό ή περατό κατά τη διαδικασία αυτοεξέτασης και αυτοκατανόησης ή αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν παραδίδει τον τελευταίο σε έναν κατακερματισμένο ρυθμό του εξωτερικού κόσμου αλλά τον τοποθετεί στο επίπεδο εκείνης της δημιουργικής σκέψης, την οποία αποκαλεί πνεύμα. Με την έννοια αυτή ο Hegel διατηρεί ανηρημένη, ήτοι διατηρεί και συγχρόνως αναιρεί, εμπλουτίζοντάς την, την παλαιότερη υποκειμενική αρχή της σύγχρονης φιλοσοφίας: εγώ σκέπτομαι, άρα υπάρχω. Αυτό θα του επιτρέψει να υποστηρίξει σθεναρά την αντίληψη για την ενότητα γνωρίζοντος υποκειμένου και γνώσιμου αντικειμένου και να οικοδομήσει με θέρμη τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη σκέψη/γνώση και το Είναι, προχωρώντας έτσι πέρα από τον καρτεσιανό δυισμό υλικού και ιδεατού.
Πώς όμως κατανοείται πιο συγκεκριμένα η έννοια του πνεύματος; Εν πρώτοις, το πνεύμα είναι «η ζώσα υπόσταση» (Χέγκελ), δηλαδή το υποκείμενο που ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση της ετερότητάς του, ή ο Λόγος της υπόρρητης αρμονίας: η ἀφανής ἁρμονίη κατά τον Ηράκλειτο. Ως τέτοια αρχή, το πνεύμα είναι η εσωτερική φύση της ανθρώπινης πραγματικότητας· είναι ο άναξ του μαντείου των Δελφών, ο οποίος ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά δείχνει με σημάδια (Ηράκλειτος): δεν λέγει ναι ή όχι, με το νόημα ότι το πνεύμα είναι ο βαθύνους Λόγος του Είναι, που δεν καθοδηγεί αλαζονικά, δεν επεμβαίνει εξυπνακίστικα ή δεν μεταδίδει αυτάρεσκα κάποιες έτοιμες γνώσεις, γιατί, όπως λέγει και ο Πλάτων, η γνώση δεν μεταδίδεται, πολύ περισσότερο βέβαια δεν επιβάλλεται. Δεν λέγει υπό την έννοια ότι το πνεύμα δεν περιορίζεται να κατονομάζει την περατότητα της σκέψης και της γνώσης κατά τρόπο που να την αποκόπτει από την απεραντοσύνη της και να αναπαράγει απλώς αισθητηριακές εμπειρίες ή να κατασκευάζει ηθοπλαστικές διδασκαλίες· απεναντίας κυοφορεί τη διαλεκτική απελευθέρωση της σκέψης και της βούλησης από τη νεκρή λογική του εργαλειακού νου (=κατάλοιπο ενός απολυτοποιημένου Διαφωτισμού). Στον ορίζοντα λοιπόν αυτής της διαλεκτικής δεν κρύπτει τίποτα: δεν κατακερματίζει τον Λόγο, υπηρετώντας ιδιοτελείς ιδεολογίες και ατομικιστικές επιλογές, αλλά δομεί την κίνηση του όλου με βάση την αλληλονοηματοδότηση μορφής και περιεχομένου: ενσαρκώνει την προβολή του Λόγου μέσα στον εμπειρικό και δια-νοηματικό κόσμο της ανθρώπινης ιστορίας.
Το πνεύμα ωστόσο δεν παύει να δείχνει με σημάδια, με σήματα. Εκ πρώτης όψεως, τα σημάδια ή τα σήματα χρησιμοποιούνται για τη σήμανση της οδού που μέλλει εκάστοτε να βαδίζει ο άνθρωπος. Επίσης χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση της ατομικότητάς του, ας πούμε, σε επίπεδο ενδοκοινωνικής του σήμανσης. Εάν λάβουμε υπόψη αυτές τις εννοιολογικές αποχρώσεις συν το γεγονός ότι το «μαντείο των Δελφών», στο οποίο άρχει το πνεύμα ως ο άναξ αυτού, είναι κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στον θείο λόγο και στην ανθρώπινη αγνωσία, τότε μπορούμε, δια του συμβολισμού αυτού, να καταλάβουμε πιο καλά ότι το πνεύμα της εγελιανής Φαινομενολογίας κατονομάζει τη φιλοσοφία ως εκείνη την οδό της διαλεκτικής σκέψης, που στην ανθρώπινη συνείδηση δείχνεται με σημάδια ή σήματα: της απευθύνει νεύματα που, στην αναλογία της επίπονης δια-μορφωτικής της εξέλιξης από την αγνωσία προς τη γνώση, από τη βαρβαρότητα [=φυσική συνείδηση] προς την πνευματικότητα [=φιλοσοφική συνείδηση], της επιτρέπει όχι μόνο να γνωρίσει τον ιδιάζοντα στην ατομικότητά της κόσμο και περίκοσμο αλλά και να προαγάγει τον πολιτισμό και την επιστήμη. Τότε συμβαίνει τα ως άνω σήματα να είναι οδοδείκτες και να συνθέτουν το γίγνεσθαι της ανθρώπινης συνείδησης ως αυτό-εξέταση, αυτό-ανάπτυξη και ως επιστροφή εις εαυτόν. Έτσι το εγελιανό πνεύμα δεν είναι μια χωριστική υπόσταση ούτε ένα όνομα, π.χ. ο νους που αθροίζει ειδικά, εμπειρικά προσιτά κατηγορούμενα, αλλά αυτή τούτη η αυτογνωσία του αυτοπροσδιοριζόμενου νεωτερικού υποκειμένου που αναδύεται από τη δια-νοηματική ιστορικότητα του φιλοσοφείν και η οποία λογίζεται ως ο συμπαντικός κόσμος του ανθρώπινου πολιτισμού, ως η άλλη φωνή του Είναι (μας).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου